Την υψηλήν ταύτην μέθην συναισθάνεται εν τη καρδία αυτού ο ελληνικός
λαός, ως ουδείς άλλος λαός. Ουδεμία άλλη χριστιανική εορτή κατέχει παρ'
αυτώ την θέσιν της εορτής του Πάσχα. Οι Δυτικοί έχουσι τα Χριστούγεννα. Ημεις έχομεν την Ανάστασιν. Αύτη είναι η βασίλισσα των εορτών, η
πανήγυρις των πανηγύρεων ημών.
Γιάννης Σταύρου, Εκκλησάκι στην Αττική, λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Το Πάσχα
«Ἀναστάσεως ἡμέρα, καὶ λαμπρυνθῶμεν. . . Πάσχα τὸ τερπνόν, Πάσχα
Κυρίου, Πάσχα. Πάσχα πανσεβάσμιον ἡμῖν ἀνέτειλε. Πάσχα, ἐν χαρᾷ ἀλλήλους
περιπτυξώμεθα. . . Ὦ Πάσχα, λύτρον λύπης. Πάσχα ἄμωμον, Πάσχα μέγα,
Πάσχα τὸ πύλας ἡμῖν τοῦ παραδείσου ἀνοῖξαν. Πάσχα πάντας ἁγιάζον
πιστούς. . .»
Διὰ τοιούτων στιχηρῶν, ἐξ ὧν ἀναπέμπεται εὐφροσύνη καὶ ἀγαλλίασις
ἀνεκλάλητος, ἡ Ἐκκλησία ὑμνεῖ καὶ πανηγυρίζει τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος.
Ἡ λέξις Πάσχα ἐπενεργεῖ μαγικώτατα ἐπὶ τῶν ὁσίων ὑμνογράφων καὶ
λησμονοῦσιν ἐπὶ βραχὺ τὸ αὐστηρὸν καὶ μελαγχολικὸν κάλλος, ὅπερ
χαρακτηρίζει τὰς ἐμπνεύσεις των πρὸ τῆς ἁπαλῆς καὶ Λυδικῆς, ὡς εἰπεῖν,
ἁρμονίας, ἥτις αὐτόματος διαχέεται ἀπὸ τῶν ἱερῶν αὐτῶν φορμίγγων ἐπὶ τῷ
τρισμεγίστῳ ἀγγέλματι. Ἡ Ἐκκλησία, ἀποβάλλουσα τὴν πένθιμον περιβολήν,
ἐνδύεται λευκὴν καὶ φεγγοβόλον στολήν, ὡς ἂν ἀντανακλᾷ ἐπ᾿ αὐτῆς ἡ
λευκότης καὶ ἡ λάμψις τοῦ ἀγγέλου, τοῦ ἀποκυλίσαντος τὸν λίθον τοῦ
μνημείου. Τὰ ἀνήλια βάθη, οἱ ζοφεροὶ θόλοι τῶν χριστιανικῶν ναῶν
διαυγάζονται ὡς ἐν ἡμέρᾳ ἀνεσπέρου φωτός, καὶ τὰ ἄνθη τὰ εὔοσμα καὶ
δροσόεντα, ἅτινα ἀπὸ τῶν λειμώνων καὶ τῶν κήπων μετηνέχθησαν, ὅπως
στολίσωσι τὴν ἐπιτάφιον σινδόνα τοῦ Σωτῆρος, τηροῦσιν ἔτι τῆς ραδινῆς
των χάριτος, τῶν κοσμικῶν των θελγήτρων τὰ ἴχνη ἐν τῇ τεθολωμένῃ ὑπὸ τοῦ
λιβάνου ἀτμοσφαίρᾳ τῶν ναῶν. Καὶ ἡ Ἐκκλησία καταπέμπει τὴν εὐχὴν αὐτῆς
τὴν ἀναστάσιμον κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην ἐν γλώσσῃ ἀλλοίᾳ ἢ ἡ συνήθης· ἐν
γλώσσῃ πλήρει παιδικῶν, θὰ ἐλέγομεν, σκιρτημάτων καὶ παιδικῆς
συγκαταβάσεως. Εἰς τὴν μεγάλην εὐωχίαν τῆς Ἀναστάσεως προσκαλεῖ πάντας,
παρόντας καὶ ἀπόντας, νηστεύσαντας καὶ μὴ νηστεύσαντας, πιστοὺς καὶ
ἀπίστους, καὶ τοὺς φέροντας ἔνδυμα γάμου καὶ τοὺς ἀγοραῖον
περιβαλλομένους ἱμάτιον. Ὢ μέθη τῆς Νύμφης ἐπὶ τῇ ἀνακτήσει τοῦ Νυμφίου,
ὢ μέθη τρισαγία καὶ ἀνερμήνευτος!
Τὴν ὑψηλὴν ταύτην μέθην συναισθάνεται ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ὁ ἑλληνικὸς
λαός, ὡς οὐδεὶς ἄλλος λαός. Οὐδεμία ἄλλη χριστιανικὴ ἑορτὴ κατέχει παρ᾿
αὐτῷ τὴν θέσιν τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Οἱ Δυτικοὶ ἔχουσι τὰ Χριστούγεννα.
Ἡμεῖς ἔχομεν τὴν Ἀνάστασιν. Αὕτη εἶναι ἡ βασίλισσα τῶν ἑορτῶν, ἡ
πανήγυρις τῶν πανηγύρεων ἡμῶν. Οἱ Δυτικοὶ ἑορτάζουσι τὴν Γέννησιν τοῦ
Χριστοῦ ἐν πλούτῳ τρυφερῶν καὶ ὡραίων ἐθίμων, ἐν οἰκογενειακῇ συνενώσει
καὶ τέρψεσιν ἀνθρώπων ἀπὸ καιροῦ συνῳκειωμένων πρὸς τὸν πολιτισμόν. Ἀλλὰ
τοῦ ἑλληνικοῦ Γένους ἡ Λαμπρὴ ἀνατέλλει καὶ δύει ἐν θορυβώδει διαχύσει
καὶ ὑπερτάτῃ ἀγαλλιάσει ἀνθρώπων, οἵτινες εἰς τὰς φλέβας των τηροῦσιν
ἔτι ρανίδας τινὰς τοῦ αἵματος τῶν ἀγρίων καὶ ἀτιθάσων καὶ ὑπὸ τοῦ ἔρωτος
τῆς ἐλευθερίας βαυκαλωμένων πατέρων μας. Ἀρματωλικαὶ συνήθειαι, ἀγρία
ποίησις πληροῦσιν ἐκείνην. Βαρὺς χειμὼν ἐπικάθηται τῆς φύσεως, γογγύζει ὁ
βορρᾶς καὶ πίπτουσιν αἱ χιόνες, καὶ τὰ καλὰ Χριστούγεννα συσπειροῦνται
πέριξ τῆς σπινθηροβολούσης ἑστίας. Ἀλλὰ πόσον διάφορον εἰκόνα παριστᾷ ἡ
φύσις παρ᾿ ἡμῖν, ὅταν οἱ κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν ἐξαγγέλλωσι χαρμοσύνως
τὴν Ἀνάστασιν! Τὸ ἔαρ συνεορτάζει μετὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ φύσις
συναγάλλεται μετὰ τῆς πίστεως. Οἱ θύμοι τῶν ὀρέων μοσχοβολοῦσιν, ὁ
σμαράγδινος μανδύας τῶν πεδιάδων ἀνακινεῖται ἠρέμα ὑπὸ τῆς ζεφυρίτιδος
αὔρας καὶ στίλβει διακέντητος ἐκ λευκανθέμων, αἱ εὐωδίαι τῶν
ἑσπεριδοειδῶν βυθίζουσι τὰς ψυχὰς εἰς μυστικὰς ἐκστάσεις, τὰ ρόδα τὰ
ἐφήμερα, τὰ αἰώνια ρόδα, ξανθά, λευκά, ὠχρά, πορφυρᾶ, διηγοῦνται τὴν
δόξαν τοῦ Κυρίου. Ἡ Ἄνοιξις, ὡς ἄλλη μυροφόρος, ὡς τῆς Μαγδαληνῆς Μαρίας
ἀδελφή, κηρύσσει διὰ μυρίων στομάτων ὅτι «ἑώρακε τὸν Κύριον». Δεῦτε,
ἐξέλθωμεν τῶν σκοτεινῶν θόλων τῶν ναῶν, οἵτινες δὲν ἀφήνουσι τὴν χαράν
μας νὰ ἐκραγῇ ἀκράτητος. Δεῦτε, ὑμνήσωμεν τὸν Κύριον ὑπὸ τὸν σαπφείρινον
καὶ ἀστερόεντα θόλον τοῦ οὐρανοῦ καὶ λάβωμεν τὸ φῶς τὸ ἀνέσπερον καὶ
ἀναμείνωμεν τὰ πρῶτα μειδιάματα τῆς κροκοπέπλου Ἠοῦς. Τοιαύτην ὥραν ὁ
Κύριος ἀνέστη, «ζωὴν τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι χαρισάμενος». Εἰς ἡμᾶς τοὺς ἐν
τῷ βίῳ, ἂς χαρίσῃ ζωὴν ζωῆς! Χριστὸς ἀνέστη! Συναθροισθῶμεν πέριξ τοῦ
ὀβελισθέντος ἀμνοῦ καὶ συνοδεύσωμεν τὴν ὄπτησιν αὐτοῦ, ἐντέχνως
στρεφομένου ἐπὶ τῆς ἀνθρακιᾶς, διὰ τοῦ κρότου τῶν πυροβόλων. Ἡ πυρῖτις
ἔστω τὸ σύμβολον τῆς Ἀναστάσεως, καὶ τὸ φίλημα ἔστω τὸ σύμβολον τῆς
Ἀγάπης. Δὲν ἐννοοῦμεν τὴν λάμψιν τῆς Ἀναστάσεως ἄνευ τῆς γλώσσης τοῦ
τρομπονίου· καὶ ἡ ἀγάπη χωρὶς φιλήματος εἶναι τὸ ἄνθος ἄνευ τοῦ
ἀρώματος.
Οὕτως ὑποδέχεται καὶ οὕτως ἀντιλαμβάνεται τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα ὁ
ἑλληνικὸς λαός. Αὐτὰ τὰ ὀνόματα δι᾿ ὧν ὑποδηλοῦται τὸ Πάσχα
χρησιμεύουσιν, ὅπως ἐμπνέωσιν εἰς αὐτὸν ἐνθουσιασμὸν καὶ ἐξαίρωσιν εἰς
κόσμους ὀνείρων, ὡς ἐν οὐδεμιᾷ ἄλλῃ ἑορτῇ. Ὅταν λέγῃ Ἀνάστασις ὁ
ἑλληνικὸς λαός, κρυφία τις χορδὴ ἀναπαλλομένη εἰς τὰ μυχιαίτατα τῆς
καρδίας του, ὑπενθυμίζει εἰς αὐτὸν καὶ τοῦ Γένους τὴν ἀνάστασιν, καὶ ὁ
Χριστὸς καὶ ἡ Πατρὶς συναντῶνται ἐν αὐτῷ ἰσοπαθεῖς καὶ ἰσόθεοι. Καὶ ὅταν
λέγῃ Ἀγάπη ὁ ἑλληνικὸς λαός, ἐκφωνεῖ τὴν γλυκυτάτην τῶν λέξεων, ἥτις
κατ᾿ ἐξοχὴν τονιζομένη ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ, καὶ ἀνακηρυσσομένη ἐν τῇ
διδασκαλίᾳ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, παρέμεινεν ἐν τῇ γλώσσῃ του τὸ κατ᾿
ἐξοχὴν περιπαθὲς καὶ ἐγκάρδιον ρῆμα, δι᾿ οὗ ἐκφράζει πᾶσαν στοργὴν καὶ
πάντα ἔρωτα καὶ πᾶσαν ἀφοσίωσιν. Καὶ νομίζει τις, ὅτι ὁ ἡμέτερος λαὸς
κατ᾿ ἐξοχὴν ᾐσθάνθη καὶ ἀπεδέχθη καὶ ἐπραγματοποίησε τὸ κήρυγμα τῆς
Ἀγάπης, ὡς φέρεται ἐν τῇ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῇ τοῦ Ἀποστόλου. «Ἡ
ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται· ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ· ἡ ἀγάπη οὐ
περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ
παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει
δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα ἐλπίζει, πάντα πιστεύει, πάντα
ὑπομένει».
Εὐνόητον δὲ ὅτι, ὅπως λάβῃ τις ἁγνὴν ἰδέαν περὶ τοῦ τρόπου καθ᾿ ὃν
προσδεχόμεθα, κατανοοῦμεν καὶ ἑορτάζομεν τὴν Ἀνάστασιν, δέον νὰ εὑρεθῇ
κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς σήμερον μακρὰν τῆς πρωτευούσης, ἔνθα, φυσικῷ τῷ
λόγῳ, ὁ βίος δὲν δύναται νὰ παράσχῃ τοιαύτας ἀπολαύσεις. Ἀληθὴς καὶ
ἀνόθευτος Λαμπρὴ ἀνατέλλει διὰ τοὺς κατοίκους τῶν ἐπαρχιῶν, τῶν πόλεων,
τῶν κωμοπόλεων, τῶν χωρίων, ὅπου διασώζονται καθαρώτερον καὶ ἐκδηλοῦνται
ἐμφανέστερον τοῦ ἐθνικοῦ βίου τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα. Ἐκεῖ αἱ γλυκύταται
παραδόσεις, ἐκεῖ αἱ ἑλληνικώταται συνήθειαι, ἡ χριστιανικωτέρα πίστις
καὶ ἡ εὐαγγελικωτέρα χαρὰ συνενοῦνται καὶ ἀναφαίνονται ἐπὶ πάντων καὶ
ὑπὸ πάντων ἀκολουθοῦνται ἀπροσποιήτως καὶ ἀπερίττως· ἐκεῖ καὶ ἄκων τις
καθίσταται χριστιανὸς καὶ ἑορτάζει τὴν Ἀνάστασιν καὶ τὴν Ἀγάπην.
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Παρασκευή 29 Απριλίου 2016
Πέμπτη 28 Απριλίου 2016
η μηχανή είναι βιαστική...
καθώς οι δίκαιοι σιωπούν
σα να μην είχαν τί να πουν...
Γιάννης Σταύρου, Παλιό οινοποιείο στα Μεσόγεια, λάδι σε καμβά
Γιώργος Σεφέρης
Τριζόνια
Tο σπίτι γέμισε τριζόνια
χτυπούν σαν άρρυθμα ρολόγια
λαχανιασμένα. Kαι τα χρόνια
που ζούμε σαν αυτά χτυπούν
καθώς οι δίκαιοι σιωπούν
σα να μην είχαν τί να πουν.
Kάποτε τ' άκουσα στο Πήλιο
να σκάβουνε γοργά ένα σπήλαιο
μέσα στη νύχτα. Aλλά το φύλλο
της μοίρας τώρα το γυρίσαμε
και μας γνωρίσατε και σας γνωρίσαμε
από τους υπερβόρειους ίσαμε
τους νέγρους του ισημερινού
που έχουνε σώμα χωρίς νου
και που φωνάζουν σαν πονούν.
Kι εγώ πονώ κι' εσείς πονείτε
μα δε φωνάζουμε και μήτε
καν ψιθυρίζουμε, γιατί
η μηχανή είναι βιαστική
στη φρίκη και στην καταφρόνια
στο θάνατο και στη ζωή,
Tο σπίτι γέμισε τριζόνια.
σα να μην είχαν τί να πουν...
Γιάννης Σταύρου, Παλιό οινοποιείο στα Μεσόγεια, λάδι σε καμβά
Γιώργος Σεφέρης
Τριζόνια
Tο σπίτι γέμισε τριζόνια
χτυπούν σαν άρρυθμα ρολόγια
λαχανιασμένα. Kαι τα χρόνια
που ζούμε σαν αυτά χτυπούν
καθώς οι δίκαιοι σιωπούν
σα να μην είχαν τί να πουν.
Kάποτε τ' άκουσα στο Πήλιο
να σκάβουνε γοργά ένα σπήλαιο
μέσα στη νύχτα. Aλλά το φύλλο
της μοίρας τώρα το γυρίσαμε
και μας γνωρίσατε και σας γνωρίσαμε
από τους υπερβόρειους ίσαμε
τους νέγρους του ισημερινού
που έχουνε σώμα χωρίς νου
και που φωνάζουν σαν πονούν.
Kι εγώ πονώ κι' εσείς πονείτε
μα δε φωνάζουμε και μήτε
καν ψιθυρίζουμε, γιατί
η μηχανή είναι βιαστική
στη φρίκη και στην καταφρόνια
στο θάνατο και στη ζωή,
Tο σπίτι γέμισε τριζόνια.
Τετάρτη 27 Απριλίου 2016
όλα μαζί τα πράγματα σου λένε: Χανόμαστε!
Πρωί - πρωί τα ξεφτίσματα του κόσμου.
Στέκω σε φοβερά δευτερόλεπτα...
Γιάννης Σταύρου, Ξημερώνει στο λιμάνι, λάδι σε καμβά
Νίκος Καρούζος
Στους αγρούς
Όταν έρχονται κείνες οι πρωινές ώρες
οπού νομίζεις κ' έχουν απέραντη φρεσκέδα
στο θερινό παιχνίδι του θηλυκότερου
ήλιου και της νικήτριας σκιάς
όλα μαζί τα πράγματα σου λένε: Χανόμαστε!
Ώρες, αλήθεια, για να νιώσεις μονάχος σου
το μεγαλείο της μύγας που ξαναρχίζει
τους πειναλέους κύκλους
αμέτρητους
ολότελα σα να λείπει ο κόπος
ή να νιώσεις τις φωνές των ανθρώπων από γύρω
σαν αβέβαιες ειδήσεις
ακαθόριστες
από κάποια βρύση λαλητική τρεχούμενες.
Πρωί - πρωί τα ξεφτίσματα του κόσμου.
Στέκω σε φοβερά δευτερόλεπτα.
Κι όταν ανθίσει ο αμνός ολούθε στο κορμί του
μαχαίρι φανερώνομαι.
Στέκω σε φοβερά δευτερόλεπτα...
Γιάννης Σταύρου, Ξημερώνει στο λιμάνι, λάδι σε καμβά
Νίκος Καρούζος
Στους αγρούς
Όταν έρχονται κείνες οι πρωινές ώρες
οπού νομίζεις κ' έχουν απέραντη φρεσκέδα
στο θερινό παιχνίδι του θηλυκότερου
ήλιου και της νικήτριας σκιάς
όλα μαζί τα πράγματα σου λένε: Χανόμαστε!
Ώρες, αλήθεια, για να νιώσεις μονάχος σου
το μεγαλείο της μύγας που ξαναρχίζει
τους πειναλέους κύκλους
αμέτρητους
ολότελα σα να λείπει ο κόπος
ή να νιώσεις τις φωνές των ανθρώπων από γύρω
σαν αβέβαιες ειδήσεις
ακαθόριστες
από κάποια βρύση λαλητική τρεχούμενες.
Πρωί - πρωί τα ξεφτίσματα του κόσμου.
Στέκω σε φοβερά δευτερόλεπτα.
Κι όταν ανθίσει ο αμνός ολούθε στο κορμί του
μαχαίρι φανερώνομαι.
Τρίτη 26 Απριλίου 2016
Ο φλοίσβος επιτάττει σιωπήν...
Ο κρότος της κώπης εις το κύμα δεν ακούεται. Νύκτα χωρίς σελήνην. Σκιά
απλώνεται κάτω της ακτής, της ανταυγείας των αστέρων επί των μαρμάρων
και των επιτυμβίων πλακών. Μελανώτερον κάτω το σκότος, εις την ρίζαν του
λόφου, εις τον αφρόν του κύματος. Ο φλοίσβος επιτάττει σιωπήν...
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Τα ρόδιν' ακρογιάλια
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Τα ρόδιν' ακρογιάλια
Πρόλογος
Ὢ ναί, ἀπήλαυσα… Τί ἄλλο θὰ ὠνειροπολοῦσα τάχα εἰς τὸν κόσμον; Τί ἄλλο, παρὰ μίαν στιγμὴν νὰ τὴν ἴδω;… Καὶ τώρα τὴν ἔβλεπα ἐπὶ πολλὰ λεπτά, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο νὰ ἦσαν σταγόνες πεσοῦσαι ἀπὸ τὸ κέρασμα τῆς θείας ἀμβροσίας εἰς τὴν τρυφὴν τοῦ παραδείσου.
Ναί, ἐνθυμοῦμαι καλά. Τὰ παραπετάσματα ἦσαν ἀνεβασμένα, καὶ τὸ γυαλὶ τοῦ παραθύρου κατελάμπετο ἀπὸ τὴν λυχνίαν τὴν πλησίον, ἥτις πρέπει νὰ ἵστατο ἐπὶ τραπέζης κειμένης σύρριζα δίπλα εἰς τὸ παράθυρον.
Εἶχεν ἔλθει κ᾿ ἐκάθισε σιμὰ στὸ παράθυρον, βλέπουσα πρὸς τὴν τράπεζαν. Ἐφόρει λευκά· μόνον αἱ πλατεῖαι χειρῖδες τοῦ ὑποκαμίσου της εἶχον ἐρυθρὸν κέντημα. Ἔφερε τὸ ἐργόχειρον κρεμαστὸν περὶ τὸν θεῖον λαιμόν της, κ᾿ ἔκυπτεν αὐτὴ ἐπὶ τῆς θεσπεσίας τραχηλιᾶς της, τῆς κολπουμένης μὲ πτυχὰς καὶ σχῆμα ἀνέφικτον εἰς τὴν πλέον ἰδεώδη πλαστικήν. Ἔκυπτε, καὶ τί ἔκαμνεν; Ἴσως ἠρίθμει τὰς θηλειὰς τοῦ πλεξίματός της. Ἔπαλλε γοργὰ τὰς μακρὰς βελόνας της. Ὤ, μὲ αὐτὰς μοῦ εἶχε περονήσει τὴν καρδίαν· ἀλλ᾿ εἶναι λίαν προσφιλὴς ἡ καίουσα πληγή…
Ἰδού, στρέφει τὸ ἀγλαὸν πρόσωπον πρὸς τὰ ἔξω. Βλέπει πρὸς τὸ μέρος μου. Καὶ τί βλέπει; Θάλασσαν, σκότος, ἄβυσσον. Ὤ, νὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ὑποπτεύσῃ ὅτι ὑπάρχει ἓν μαῦρον σημάδι ἐδῶ· μία βαρκούλα, καὶ στὴν βαρκούλα μέσα, τί; Ἓν σπάραγμα τοῦ πόνου, ράκος ἀνθρώπινον.
Ἰδού, μειδιᾷ· ὢ κάλλος, ὢ μορφή, ὢ ὀπτασία!… Εἶδα τὰ δοντάκια της νὰ λάμπουν, τὰ χείλη της νὰ λουλουδίζουν, τὰ μάγουλά της νὰ μηλολονθοῦν… Καὶ τώρα, γελᾷ, μόνη της· ὢ μέλος, ὢ ἄνθος, ὢ ἄστρον ἐπίγειον!…
Ναί, ἐνθυμοῦμαι καλά. Τὰ παραπετάσματα ἦσαν ἀνεβασμένα, καὶ τὸ γυαλὶ τοῦ παραθύρου κατελάμπετο ἀπὸ τὴν λυχνίαν τὴν πλησίον, ἥτις πρέπει νὰ ἵστατο ἐπὶ τραπέζης κειμένης σύρριζα δίπλα εἰς τὸ παράθυρον.
Εἶχεν ἔλθει κ᾿ ἐκάθισε σιμὰ στὸ παράθυρον, βλέπουσα πρὸς τὴν τράπεζαν. Ἐφόρει λευκά· μόνον αἱ πλατεῖαι χειρῖδες τοῦ ὑποκαμίσου της εἶχον ἐρυθρὸν κέντημα. Ἔφερε τὸ ἐργόχειρον κρεμαστὸν περὶ τὸν θεῖον λαιμόν της, κ᾿ ἔκυπτεν αὐτὴ ἐπὶ τῆς θεσπεσίας τραχηλιᾶς της, τῆς κολπουμένης μὲ πτυχὰς καὶ σχῆμα ἀνέφικτον εἰς τὴν πλέον ἰδεώδη πλαστικήν. Ἔκυπτε, καὶ τί ἔκαμνεν; Ἴσως ἠρίθμει τὰς θηλειὰς τοῦ πλεξίματός της. Ἔπαλλε γοργὰ τὰς μακρὰς βελόνας της. Ὤ, μὲ αὐτὰς μοῦ εἶχε περονήσει τὴν καρδίαν· ἀλλ᾿ εἶναι λίαν προσφιλὴς ἡ καίουσα πληγή…
Ἰδού, στρέφει τὸ ἀγλαὸν πρόσωπον πρὸς τὰ ἔξω. Βλέπει πρὸς τὸ μέρος μου. Καὶ τί βλέπει; Θάλασσαν, σκότος, ἄβυσσον. Ὤ, νὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ὑποπτεύσῃ ὅτι ὑπάρχει ἓν μαῦρον σημάδι ἐδῶ· μία βαρκούλα, καὶ στὴν βαρκούλα μέσα, τί; Ἓν σπάραγμα τοῦ πόνου, ράκος ἀνθρώπινον.
Ἰδού, μειδιᾷ· ὢ κάλλος, ὢ μορφή, ὢ ὀπτασία!… Εἶδα τὰ δοντάκια της νὰ λάμπουν, τὰ χείλη της νὰ λουλουδίζουν, τὰ μάγουλά της νὰ μηλολονθοῦν… Καὶ τώρα, γελᾷ, μόνη της· ὢ μέλος, ὢ ἄνθος, ὢ ἄστρον ἐπίγειον!…
Τὸ σῶμ᾿ αὐτὸ τὸ αἰθέριο στὴ γῆ νὰ μὴ λυγίσῃ
Καὶ τὸ χαμόγελο ποτὲ στὰ χείλη νὰ μὴ σβήσῃ.
Νὰ μὴ φανῇ τὸ κάλλος σου πὼς εἶν᾿ ἀπὸ τὸ χῶμα.
Ὤ, χαῖρε, τοῦ θανάτου, ποὺ μ᾿ ἐπότισες τὸ πόμα.
Καὶ τὸ χαμόγελο ποτὲ στὰ χείλη νὰ μὴ σβήσῃ.
Νὰ μὴ φανῇ τὸ κάλλος σου πὼς εἶν᾿ ἀπὸ τὸ χῶμα.
Ὤ, χαῖρε, τοῦ θανάτου, ποὺ μ᾿ ἐπότισες τὸ πόμα.
*
[Ὁλόγυρα εἶχαν ἀνοίξει τὰ ἐλαιοτριβεῖα. Ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου ἐγκαινιάζονται αἱ ἐργασίαι δι᾿ Ἁγιασμοῦ, καὶ τώρα ἐκόντευε νὰ ἔλθῃ Ἅις-Δημήτρης.
Χρόνος ἡ νύκτα. Ἓν ἐλαιοτριβεῖον ἦτο
πλησίον εἰς τὴν οἰκίαν μας,
ἄλλα δύο ἔνθεν κ᾿ ἐκεῖθεν τοῦ δρόμου ἀντικρύ, ἄλλο ἓν πέραν
τοῦ μικροῦ χειμάρρου, καὶ ὀκτὼ ἢ δέκα ἄλλα
τριγύρω εἰς τὰς δυτικὰς καὶ βορεινὰς ἄκρας τοῦ χωρίου.
Πολλοὶ ἔχουν ἐξυπνήσει
καὶ
κυκλοφοροῦν ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ὅπου ἀκούονται φαιδραὶ ὁμιλίαι ἀκόμη καὶ ᾄσματα, ἢ μᾶλλον
κελεύσματα πρὸς τὴν βαρεῖαν ἀγγαρείαν τοῦ ἐργάτου, τοῦ ἐλαιοτρίπτου
καὶ τοῦ ἀδρακτίου
μὲ τὴν τεραστίαν μανέλαν*. Ἀκόμη κ᾿ ἕνας
σαλεπτζής, νεωτερισμὸς κι αὐτό.]
*
… Ἰδοὺ ἐγώ, κωμάζω ὑπὸ τὰ παράθυρά
της. Οὔτε φωνή,
οὔτε
κιθάρα, οὔτε
στεναγμός. Ἔβαλα τὰς κώπας εἰς ἀνάπαυσιν, κ᾿ ἐστάθην. Παρακαλῶ τὰ ρεύματα νὰ μὴ μὲ
παρασύρουν. Ἐδῶ ἀντικρύζει
ἀκριβῶς. Βλέπω ―φεῦ, εἶναι ὡραῖον νὰ ἔχῃ τις ὄμματα διὰ νὰ βλέπῃ τοῦτο― βλέπω τὸ
παράθυρον φωτισμένον. Ἡ καρδία
πάλλει, τὸ πᾶν ἠρεμεῖ. Μὴ φυσᾷς, αὔρα, μὴ μὲ σύρετε,
ρεύματα. Περιμένω τὴν
τρισολβίαν στιγμήν… Ὤ, ἂς ἔλθῃ ἡ στιγμὴ ἐκείνη· εἶναι ἀνταξία τῶν αἰώνων· καὶ εἶτα ἂς ἔλθῃ τὸ μηδέν,
πλὴν ὅταν ἐκείνη ἐπὶ στιγμὴν ἀνατείλῃ, εἰς τὸ μηδὲν θὰ μείνῃ ἓν μόριον ὑπάρξεως,
καὶ εἰς τὸ χάος μία
ἀκτὶς ἀναμνήσεως.
Ἔπλευσα,
κι ἀπέκαμα, κ᾿ ἐνυκτώθην…
Ἰδοὺ τώρα, ἀφοῦ διέσχισα ἀπὸ γωνίας εἰς γωνίαν,
ἀπὸ τὸν κάβον τῆς μεσημβρινῆς ἀκτῆς, ἕως τὰ νῶτα τοῦ χωρίου, ὅλον τὸ μῆκος τοῦ δυτικοῦ κολπίσκου, ἔφθασα κ᾿ ἐστεγάσθην
ὑποκάτω εἰς τὰ
Μνημούρια· εἰς τὸ κοιμητήριον τῆς
πολίχνης τὸ
κτισμένον ἐπὶ τοῦ δυτικοῦ παραθαλασσίου λόφου, εἰς τὴν ἐσχατιὰν τῆς προεξοχῆς, ἐφ᾿ ἧς κεῖται τὸ χωρίον. Ὁ κρότος τῆς κώπης εἰς τὸ κῦμα δὲν ἀκούεται.
Νύκτα χωρὶς
σελήνην. Σκιὰ ἁπλώνεται κάτω τῆς ἀκτῆς, τῆς ἀνταυγείας
τῶν ἀστέρων ἐπὶ τῶν
μαρμάρων καὶ τῶν ἐπιτυμβίων
πλακῶν.
Μελανώτερον κάτω τὸ σκότος,
εἰς τὴν ρίζαν τοῦ λόφου, εἰς τὸν ἀφρὸν τοῦ κύματος. Ὁ φλοῖσβος ἐπιτάττει
σιωπήν.
Κυριακή 24 Απριλίου 2016
η αύρα σου μ’ έφερε...
Πλέοντας άσκοπα σε μαύρες θάλασσες χρόνια ολάκερα εδώ και κει,
η κόμη σου από υακίνθους, κι η κλασική σου η μορφή,
σαν Ναϊάδα η αύρα σου μ’ έφερε ακόμη
στη δόξα που ήτανε Ελλάδα...
*
On desperate seas long wont to roam,
Thy hyacinth hair, thy classic face,
Thy Naiad airs have brought me home
To the glory that was Greece...
Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολις 1970, λάδι σε καμβά
Εντγκαρ Άλαν Πόε
Στην Ελένη
Είναι για μένα το κάλλος σου, Ελένη,
σαν την περασμένη εκείνη εποχή
που σε μια θάλασσα με φύκια μυρωμένη
τον θαλασσοδαρμένο, κατάκοπο ταξιδευτή
της Νίκαιας τα πλοία φέραν στην πατρική του την ακτή.
Πλέοντας άσκοπα σε μαύρες θάλασσες χρόνια ολάκερα εδώ και κει,
η κόμη σου από υακίνθους, κι η κλασική σου η μορφή,
σαν Ναϊάδα η αύρα σου μ’ έφερε ακόμη
στη δόξα που ήτανε Ελλάδα
και στο μεγαλείο που ήταν Ρώμη.
Και να, σε κείνη την υπέρλαμπρη κόγχη
σαν άγαλμα στητό σε βλέπω να στέκεις
με το λύχνο από αχάτη σφιχτά μες στο χέρι
αχ! Ψυχή, που έρχεσαι από άγια μέρη!
(μετ. Βασίλης Κ. Μηλίτσης)
Edgar Allan Poe
To Helen
Helen, thy beauty is to me
Like those Nicéan barks of yore,
That gently, o'er a perfumed sea,
The weary, way-worn wanderer bore
To his own native shore.
On desperate seas long wont to roam,
Thy hyacinth hair, thy classic face,
Thy Naiad airs have brought me home
To the glory that was Greece,
And the grandeur that was Rome.
Lo! in yon brilliant window-niche
How statue-like I see thee stand,
The agate lamp within thy hand!
Ah, Psyche, from the regions which
Are Holy-Land!
η κόμη σου από υακίνθους, κι η κλασική σου η μορφή,
σαν Ναϊάδα η αύρα σου μ’ έφερε ακόμη
στη δόξα που ήτανε Ελλάδα...
*
On desperate seas long wont to roam,
Thy hyacinth hair, thy classic face,
Thy Naiad airs have brought me home
To the glory that was Greece...
Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολις 1970, λάδι σε καμβά
Εντγκαρ Άλαν Πόε
Στην Ελένη
Είναι για μένα το κάλλος σου, Ελένη,
σαν την περασμένη εκείνη εποχή
που σε μια θάλασσα με φύκια μυρωμένη
τον θαλασσοδαρμένο, κατάκοπο ταξιδευτή
της Νίκαιας τα πλοία φέραν στην πατρική του την ακτή.
Πλέοντας άσκοπα σε μαύρες θάλασσες χρόνια ολάκερα εδώ και κει,
η κόμη σου από υακίνθους, κι η κλασική σου η μορφή,
σαν Ναϊάδα η αύρα σου μ’ έφερε ακόμη
στη δόξα που ήτανε Ελλάδα
και στο μεγαλείο που ήταν Ρώμη.
Και να, σε κείνη την υπέρλαμπρη κόγχη
σαν άγαλμα στητό σε βλέπω να στέκεις
με το λύχνο από αχάτη σφιχτά μες στο χέρι
αχ! Ψυχή, που έρχεσαι από άγια μέρη!
(μετ. Βασίλης Κ. Μηλίτσης)
Edgar Allan Poe
To Helen
Helen, thy beauty is to me
Like those Nicéan barks of yore,
That gently, o'er a perfumed sea,
The weary, way-worn wanderer bore
To his own native shore.
On desperate seas long wont to roam,
Thy hyacinth hair, thy classic face,
Thy Naiad airs have brought me home
To the glory that was Greece,
And the grandeur that was Rome.
Lo! in yon brilliant window-niche
How statue-like I see thee stand,
The agate lamp within thy hand!
Ah, Psyche, from the regions which
Are Holy-Land!
Σάββατο 23 Απριλίου 2016
εδώ είναι η νύχτα...
σώπασαν όλες οι χαρωπές φωνές. Κ’ εμείς που σε αγαπούσαμε
τραβούμε κατά την ανατολή, στο σπίτι, μόνοι κι αναθυμούμαστε…
Μέρα που έχω αγαπήσει, μέρα που έχω αγαπήσει, εδώ είναι η νύχτα...
*
Hushed all the joyful voices; and we, who held you dear,
Eastward we turn and homeward, alone, remembering…
Day that I loved, day that I loved, the Night is here!
Ρούπερτ Μπρουκ
Ημέρα που αγάπησα
Ημέρα που αγάπησα, τα μάτια σου σφαλώ, σου στρώνω
απαλά τα βλέφαρα και σου σταυρώνω τα χέρια.
Βαθαίνουν του σύθαμπου οι σταχτιοί πέπλοι, τα χρώματα ατονούν.
Σου φέρνω αλαφροσήκωτη στους αναδιπλωμένους άμμους,
όπου καρτερεί η βάρκα σου, με άχνη αφροτυλιγμένη,
στεφανωμένη με τα τεφρά θαλάσσια φύκια. Εκεί,
δίχως φόβο μην κοιμηθείς η ελπίδα να ξυπνήσεις,
θα σε αποθέσω. Και απάνω στην ακίνητη θάλασσα, σιγαλά,
χέρια αχνά θα λάμνουνε το ξόδι σου, πέρα από την όρασή μας,
ενώ με απλωμένα χέρια και μάτια αδειανά θ’ αγναντεύομε
από την αστραφτερή αμμουδιά.
Πέρα απ’ το φευγαλέο λυκόφως, κατά κει
όπου δε φτάνει το γέλιο, μηδέ δάκρυ, πέρα από το όνειρο,
δεν είν’ εκεί λιμάνι κανένα, μηδέ αυγινά νησιά, εξόν μουντό,
λυγρό σκοτείνιασμα και, ξώμακρα, η φλόγα η στερνή του πόντου.
Ω, στερνή φωτιά - κ’ εσύ , αφίλητη, άκλαυτη εκεί!
Ω του μοναχικού δρόμου η στερνή πυρά. Κ’ εμείς όχι εκεί να κλάψουμε.
(Σε ηύραμε χλωμή κι αμίλητη και ανθοστεφανωμένη
και πάσχιζες να κρυφτείς σαν παιδί. Και ήρθες μαζί μας,
με τις νεαρές ώρες, που ορχούνταν, αγκαλιασμένη,
ψηλά στις πλαγιές την αυγή). Άδειοι τώρα και ζοφεροί
οι σταχτιοί άμμοι καμπυλώνονται εμπρός μου…
Από τα βοσκολίβαδα, που μοσκοβολούν
του Θεριστή τριφύλλι, πλακώνει το σκοτάδι και γεμίζει
την κούφια, νεκρήν όψη της θάλασσας με σερνάμενους ίσκιους
και η λευκή σιωπή τα κούφια χαμοβούνια πλημμυρίζει.
Πλάι στη φωλιά κονεύει κάθε αποσταμένη φτερούγα,
σώπασαν όλες οι χαρωπές φωνές. Κ’ εμείς που σε αγαπούσαμε
τραβούμε κατά την ανατολή, στο σπίτι, μόνοι κι αναθυμούμαστε…
Μέρα που έχω αγαπήσει, μέρα που έχω αγαπήσει, εδώ είναι η νύχτα.
(μετ. Παύλου Φλώρου)
Rupert Brooke (1887–1915)
Day That I Have Loved
TENDERLY, day that I have loved, I close your eyes,
And smooth your quiet brow, and fold your thin dead hands.
The grey veils of the half-light deepen; colour dies.
I bear you, a light burden, to the shrouded sands,
Where lies your waiting boat, by wreaths of the sea’s making
Mist-garlanded, with all grey weeds of the water crowned.
There you’ll be laid, past fear of sleep or hope of waking;
And over the unmoving sea, without a sound,
Faint hands will row you outward, out beyond our sight,
Us with stretched arms and empty eyes on the fargleaming
And marble sand.… Beyond the shifting cold twilight,
Further than laughter goes, or tears, further than dreaming,
There’ll be no port, no dawn-lit islands! But the drear
Waste darkening, and, at length, flame ultimate on the deep.
Oh, the last fire—and you, unkissed, unfriended there!
Oh, the lone way’s red ending, and we not there to weep!
(We found you pale and quiet, and strangely crowned with flowers,
Lovely and secret as a child. You came with us,
Come happily, hand in hand with the young dancing hours,
High on the downs at dawn!) Void now and tenebrous,
The grey sands curve before me.… From the inland meadows,
Fragrant of June and clover, floats the dark, and fills
The hollow sea’s dead face with little creeping shadows,
And the white silence brims the hollow of the hills.
Close in the nest is folded every weary wing,
Hushed all the joyful voices; and we, who held you dear,
Eastward we turn and homeward, alone, remembering…
Day that I loved, day that I loved, the Night is here!
τραβούμε κατά την ανατολή, στο σπίτι, μόνοι κι αναθυμούμαστε…
Μέρα που έχω αγαπήσει, μέρα που έχω αγαπήσει, εδώ είναι η νύχτα...
*
Hushed all the joyful voices; and we, who held you dear,
Eastward we turn and homeward, alone, remembering…
Day that I loved, day that I loved, the Night is here!
Ρούπερτ Μπρουκ
Ημέρα που αγάπησα
Ημέρα που αγάπησα, τα μάτια σου σφαλώ, σου στρώνω
απαλά τα βλέφαρα και σου σταυρώνω τα χέρια.
Βαθαίνουν του σύθαμπου οι σταχτιοί πέπλοι, τα χρώματα ατονούν.
Σου φέρνω αλαφροσήκωτη στους αναδιπλωμένους άμμους,
όπου καρτερεί η βάρκα σου, με άχνη αφροτυλιγμένη,
στεφανωμένη με τα τεφρά θαλάσσια φύκια. Εκεί,
δίχως φόβο μην κοιμηθείς η ελπίδα να ξυπνήσεις,
θα σε αποθέσω. Και απάνω στην ακίνητη θάλασσα, σιγαλά,
χέρια αχνά θα λάμνουνε το ξόδι σου, πέρα από την όρασή μας,
ενώ με απλωμένα χέρια και μάτια αδειανά θ’ αγναντεύομε
από την αστραφτερή αμμουδιά.
Πέρα απ’ το φευγαλέο λυκόφως, κατά κει
όπου δε φτάνει το γέλιο, μηδέ δάκρυ, πέρα από το όνειρο,
δεν είν’ εκεί λιμάνι κανένα, μηδέ αυγινά νησιά, εξόν μουντό,
λυγρό σκοτείνιασμα και, ξώμακρα, η φλόγα η στερνή του πόντου.
Ω, στερνή φωτιά - κ’ εσύ , αφίλητη, άκλαυτη εκεί!
Ω του μοναχικού δρόμου η στερνή πυρά. Κ’ εμείς όχι εκεί να κλάψουμε.
(Σε ηύραμε χλωμή κι αμίλητη και ανθοστεφανωμένη
και πάσχιζες να κρυφτείς σαν παιδί. Και ήρθες μαζί μας,
με τις νεαρές ώρες, που ορχούνταν, αγκαλιασμένη,
ψηλά στις πλαγιές την αυγή). Άδειοι τώρα και ζοφεροί
οι σταχτιοί άμμοι καμπυλώνονται εμπρός μου…
Από τα βοσκολίβαδα, που μοσκοβολούν
του Θεριστή τριφύλλι, πλακώνει το σκοτάδι και γεμίζει
την κούφια, νεκρήν όψη της θάλασσας με σερνάμενους ίσκιους
και η λευκή σιωπή τα κούφια χαμοβούνια πλημμυρίζει.
Πλάι στη φωλιά κονεύει κάθε αποσταμένη φτερούγα,
σώπασαν όλες οι χαρωπές φωνές. Κ’ εμείς που σε αγαπούσαμε
τραβούμε κατά την ανατολή, στο σπίτι, μόνοι κι αναθυμούμαστε…
Μέρα που έχω αγαπήσει, μέρα που έχω αγαπήσει, εδώ είναι η νύχτα.
(μετ. Παύλου Φλώρου)
Rupert Brooke (1887–1915)
Day That I Have Loved
TENDERLY, day that I have loved, I close your eyes,
And smooth your quiet brow, and fold your thin dead hands.
The grey veils of the half-light deepen; colour dies.
I bear you, a light burden, to the shrouded sands,
Where lies your waiting boat, by wreaths of the sea’s making
Mist-garlanded, with all grey weeds of the water crowned.
There you’ll be laid, past fear of sleep or hope of waking;
And over the unmoving sea, without a sound,
Faint hands will row you outward, out beyond our sight,
Us with stretched arms and empty eyes on the fargleaming
And marble sand.… Beyond the shifting cold twilight,
Further than laughter goes, or tears, further than dreaming,
There’ll be no port, no dawn-lit islands! But the drear
Waste darkening, and, at length, flame ultimate on the deep.
Oh, the last fire—and you, unkissed, unfriended there!
Oh, the lone way’s red ending, and we not there to weep!
(We found you pale and quiet, and strangely crowned with flowers,
Lovely and secret as a child. You came with us,
Come happily, hand in hand with the young dancing hours,
High on the downs at dawn!) Void now and tenebrous,
The grey sands curve before me.… From the inland meadows,
Fragrant of June and clover, floats the dark, and fills
The hollow sea’s dead face with little creeping shadows,
And the white silence brims the hollow of the hills.
Close in the nest is folded every weary wing,
Hushed all the joyful voices; and we, who held you dear,
Eastward we turn and homeward, alone, remembering…
Day that I loved, day that I loved, the Night is here!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)