Ε. Χ. Γονατάς
Το βάραθρο
(αποσπάσματα)
Η συκιά
Έσκυψα και τη φίλησα.
«Είμαι ο άνεμος», της ψιθύρισα απαλά στ’ αυτί. «Πάμε πίσω από κείνη τη συκιά. Θα φυσήξω, και θα πέφτουν τα φύλλα της γύρω μας, σιγά-σιγά• έτσι κανένα αδιάκριτο μάτι δε θα μπορεί να μας δει όταν θα σ’ αγκαλιάζω».
Εκείνη, βγάζοντας απ’ τα μαλλιά της ένα μικρό νόμισμα, μου το ‘δειξε, κι ύστερα κοιτάζοντας πέρα, κατά τη μεριά που υψωνόταν μοναχική η συκιά, άρχισε να το παίζει στη φούχτα της.
«Η απάντηση είναι γραμμένη εδώ», είπε και πέταξε ψηλά το νόμισμα που λοξοδρομώντας έπεσε μέσα στη λίμνη, πλάι μας.
Χωρίς να διστάσω βούτηξα στο νερό. Έφτασα γλήγορα στο βυθό. Έψαχνα, έψαχνα, παραμερίζοντας τα ψηλά χορτάρια, όμως το νόμισμα δε φαινόταν πουθενά. Λυπημένος, αποφάσισα ν’ ανέβω, αφού πρώτα ξέχωσα μέσα απ’ το βούρκο ένα ασημένιο κουταλάκι να της το φέρω. Βαστώντας το σφικτά στο χέρι, βγήκα στην επιφάνεια.
«Μ’ αυτό έτρωγα μικρός», ετοιμαζόμουν να της πω, μα είχε γίνει άφαντη• και το νόμισμα που γύρευα τόσην ώρα γυάλιζε στις πέτρες της όχθης.
Κατάλαβα πως ήταν άσκοπο να τη φωνάξω• εξάλλου δεν ήξερα τ’ όνομα της.
Μάζεψα από χάμω το νόμισμα και τράβηξα για τη συκιά. Πλησιάζοντας παρατήρησα με φρίκη πως δεν είχε φύλλα. Ήταν κατάξερη, κι απ’ τις κουφάλες της μπαινόβγαιναν στρατιές μυρμήγκια.
Τα μήλα
Περπατώ στο χωριό με τα παλιά μισογκρεμισμένα του σπίτια. Τα πιο πολλά, για παραθυρόφυλλα έχουνε κόκκινους μπερντέδες και καθώς ο άνεμος τους σηκώνει κάθε τόσο, φανερώνονται από μέσα καπνισμένα δοκάρια. Σ’ ένα μπαλκόνι με ωραία σκαλισμένα κάγκελα, στέκεται μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά και μακρύ φόρεμα• το χρώμα του θυμίζει βατόμουρα. Στο λαιμό της για μαντήλι φοράει ένα ολοκαίνουργιο πράσινο χαρτονόμισμα, πιασμένο με μια καρφίτσα που το ρουμπίνι της λάμπει σαν χοντρός κόμπος αίμα. Είναι σκυμμένη στη γλάστρα της και την ποτίζει τραγουδώντας. Έχει γλυκιά κι απαλή φωνή• κάθομαι δακρυσμένος και την ακούω. Για μια στιγμή οι ματιές μας συναντιούνται και μου γνέφει πως θέλει κάτι να μου δώσει. Απλώνω τα χέρια μου – όπως μου δείχνει – αγκαλιά. Κι αρχίζει να μου ρίχνει, βγάζοντας μέσ’ απ’ το φουστάνι της που τα είχε κρυμμένα, μήλα ζεστά, όπως αυτά που πουλάνε στα πανηγύρια, ψημένα σε μικρούς χωματένιους φούρνους, πασπαλισμένα με άχνη ζάχαρη και καρφωμένα ύστερα, σαν κεφαλάκια μωρών, πάνω σε μακριά ξύλα με πολλά παρακλάδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου