και να
συνεχίσω δύναμη δε μου μένει, γιατί το νιώθω πως έφτασε η στιγμή κοντά
στους ανθρώπους με το κτηνώδικο πρόσωπο να γυρίσω, όμως…κουράγιο!..
Γιάννης Σταύρου, το μήλο της γνώσης, λάδι σε καμβά
Λωτρεαμόν
Ασματα του Μαλντορόρ
(απόσπασμα)
…Πες μου, λοιπόν, αν είσαι συ το λημέρι του πρίγκιπα του σκότους. Πες το
μου…πες το μου, ωκεανέ ( μονάχα σε μένα, για να μη λυπήσεις αυτούς που
μέχρι τώρα άλλο από αυταπάτες δε γνώρισαν), κι αν αυτό που ξεσηκώνει τις
θύελλες και τ’ αλμυρά σου νερά ψηλά μέχρι τα σύννεφα εξακοντίζει η
ανάσα του Σατανά είναι. Να μου το πεις πρέπει γιατί χαρά μεγάλη θα μου
δώσει να μάθω πως τόσο κοντά στον άνθρωπο η κόλαση είναι. Αυτή τη στροφή
με τούτη την παράκληση να τελειώσω θα ’θελα. Γι αυτό, για ακόμη μια
φορά, να σε χαιρετήσω και ν’ αποχαιρετήσω θέλω! Γέρο-ωκεανέ, με τα
κρυστάλλινα κύματα… Απ’ τα πολλά δάκρυα τα μάτια μου μουλιάζουν και να
συνεχίσω δύναμη δε μου μένει, γιατί το νιώθω πως έφτασε η στιγμή κοντά
στους ανθρώπους με το κτηνώδικο πρόσωπο να γυρίσω, όμως…κουράγιο! Μια
μεγάλη προσπάθεια ας κάνουμε και, με συναίσθηση του καθήκοντος, στη
μοίρα μας επάνω σε τούτη τη γη ας ανταποκριθούμε.
Σε χαιρετώ, γέρο-ωκεανέ.
*
Ωστόσο δεν παραπονιέμαι.
Δέχτηκα τη ζωή σαν τραύμα
κι απαγόρευσα στην αυτοκτονία
να θεραπεύσει την ουλή.
Θέλω να βλέπει ο Δημιουργός
την κάθε στιγμή της αιωνιότητάς του,
εμένα, το χαίνον ρήγμα.
Είναι η ποινή που του επιβάλλω.
Τα άλογα δεν πρέπει
να ακούσουν αυτά που λέμε.
Θα μπορούσαν ίσως
και να μας καταλάβουν,
αγαπημένε γυιε του ωκεανού.
Κακό δικό τους - γιατί θα υπέφεραν
ακόμα πιο πολύ!
Τα άλογά μας κάλπαζαν
κατά μήκος της όχθης,
σα να δραπέτευαν
απ' το βλέμμα του ανθρώπου
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015
Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015
ό,τι είναι θλιμμένο...
Αγαπάω τις κλαμένες ωραίες γυναίκες
που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα…
αγαπάω σε τούτο τον κόσμο – ό,τι κλαίει
γιατί μοιάζει μ’ εμένα...
Γιάννης Σταύρου, Πορτρέτο νέας γυναίκας, λάδι σε καμβά
Νίκος Καββαδίας
Κοσμά του Ινδικοπλευστή
Τριγυριστής της Ινδικής στα νιάτα του ο Κοσμάς,
πίστεψε στα γεράματα πως θα καλογερέψει.
Κυρά θαλασσοθάνατη, στα χέρια του έχεις ρέψει,
που στα στερνά τα μάρανε το αλέτρι κι ο κασμάς.
Όπου έφτασες, κάθε χρονιά θερίζουν τρεις φορές.
Την Ταπροβάνη εδιάλεξες κι είχες καιρό ποδίσει.
Τώρα μασάς αμύγδαλα και προσφορές ξερές,
και το λιβάνι οσμίζεσαι που μοιάζει με χασίσι.
Εκεί, Ταμίλες χαμηλές που εμύριζαν βαριά,
Σιγκαλινές με στήθη ορθά τριγύρω σου λεφούσια.
Εδώ λυγίζεις το κορμί με τ' αχαμνά μεριά
και προσκυνάς τη Δέσποινα τη Γαλακτοτροφούσα.
Πήγες εκεί που εδίδασκε το πράσινο πουλί,
όπου της μάγισσας ο γιος θ' αντάμωνε το στόλο.
Έλυνε εκείνος με σπαθί όσα η γραφή διαλεί.
Μα εσύ ξηγάς τα αινίγματα καινούργιων Αποστόλων.
Μπροστά στου τρεις ελέφαντες ντυμένοι στα χρυσά,
Όξω απ' του Βούδα τη σπηλιά, ψηλά στην Κουρνεβάλα.
Τώρα σκοντάφτεις, Γέροντα, στου δρόμου τα μισά
και πας για να λειτουργηθείς σε γάιδαρο καβάλα.
Μαζεύει ο ναύτης τον παρά κουκί με το κουκί
και πολεμά σε ψήλωμα να στήσει το αγκωνάρι.
ʼλλοι σαλπάρουν Αύγουστο για Νότιο Σινική
και το γλεντάν στο Βοθνικό, Δεκέμβρη και Γενάρη.
Όταν πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό
και προσκυνάω για κόνισμα έναν παλιό αστρολάβο,
πες μου, στην άγια πίστη σου, πως να προσευχηθώ;
σε ποιον να ξομολογηθώ και που να μεταλάβω;
Ο Θεός είναι πανάγαθος, Κοσμά, και συχωρά,
Όμως γδικιέται αμείλιχτος ο γέρο - Ποσεοδώνας.
Το 'δανε λένε βουτηχτές: του σαλαχιού η ουρά
να γαργαλάει στα χαμηλά, τα χείλια της στρειδώνας.
Αγαπάω
Αγαπάω τ’ ό,τι είναι θλιμμένο στον κόσμο.
Τα θολά τα ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι
για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.
Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
τον ιππότη που είδαν μια βραδιά στ’ όνειρό τους,
να φανεί απ’ τα βάθη του απέραντου δρόμου.
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπροφτερό τους.
Τα καράβια που φεύγουν για καινούργια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θα ’ρθουν πίσω
αγαπάω, και θά ’θελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω.
Αγαπάω τις κλαμένες ωραίες γυναίκες
που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα…
αγαπάω σε τούτο τον κόσμο – ό,τι κλαίει
γιατί μοιάζει μ’ εμένα.
που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα…
αγαπάω σε τούτο τον κόσμο – ό,τι κλαίει
γιατί μοιάζει μ’ εμένα...
Γιάννης Σταύρου, Πορτρέτο νέας γυναίκας, λάδι σε καμβά
Νίκος Καββαδίας
Κοσμά του Ινδικοπλευστή
Τριγυριστής της Ινδικής στα νιάτα του ο Κοσμάς,
πίστεψε στα γεράματα πως θα καλογερέψει.
Κυρά θαλασσοθάνατη, στα χέρια του έχεις ρέψει,
που στα στερνά τα μάρανε το αλέτρι κι ο κασμάς.
Όπου έφτασες, κάθε χρονιά θερίζουν τρεις φορές.
Την Ταπροβάνη εδιάλεξες κι είχες καιρό ποδίσει.
Τώρα μασάς αμύγδαλα και προσφορές ξερές,
και το λιβάνι οσμίζεσαι που μοιάζει με χασίσι.
Εκεί, Ταμίλες χαμηλές που εμύριζαν βαριά,
Σιγκαλινές με στήθη ορθά τριγύρω σου λεφούσια.
Εδώ λυγίζεις το κορμί με τ' αχαμνά μεριά
και προσκυνάς τη Δέσποινα τη Γαλακτοτροφούσα.
Πήγες εκεί που εδίδασκε το πράσινο πουλί,
όπου της μάγισσας ο γιος θ' αντάμωνε το στόλο.
Έλυνε εκείνος με σπαθί όσα η γραφή διαλεί.
Μα εσύ ξηγάς τα αινίγματα καινούργιων Αποστόλων.
Μπροστά στου τρεις ελέφαντες ντυμένοι στα χρυσά,
Όξω απ' του Βούδα τη σπηλιά, ψηλά στην Κουρνεβάλα.
Τώρα σκοντάφτεις, Γέροντα, στου δρόμου τα μισά
και πας για να λειτουργηθείς σε γάιδαρο καβάλα.
Μαζεύει ο ναύτης τον παρά κουκί με το κουκί
και πολεμά σε ψήλωμα να στήσει το αγκωνάρι.
ʼλλοι σαλπάρουν Αύγουστο για Νότιο Σινική
και το γλεντάν στο Βοθνικό, Δεκέμβρη και Γενάρη.
Όταν πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό
και προσκυνάω για κόνισμα έναν παλιό αστρολάβο,
πες μου, στην άγια πίστη σου, πως να προσευχηθώ;
σε ποιον να ξομολογηθώ και που να μεταλάβω;
Ο Θεός είναι πανάγαθος, Κοσμά, και συχωρά,
Όμως γδικιέται αμείλιχτος ο γέρο - Ποσεοδώνας.
Το 'δανε λένε βουτηχτές: του σαλαχιού η ουρά
να γαργαλάει στα χαμηλά, τα χείλια της στρειδώνας.
Αγαπάω
Αγαπάω τ’ ό,τι είναι θλιμμένο στον κόσμο.
Τα θολά τα ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι
για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.
Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
τον ιππότη που είδαν μια βραδιά στ’ όνειρό τους,
να φανεί απ’ τα βάθη του απέραντου δρόμου.
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπροφτερό τους.
Τα καράβια που φεύγουν για καινούργια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θα ’ρθουν πίσω
αγαπάω, και θά ’θελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω.
Αγαπάω τις κλαμένες ωραίες γυναίκες
που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα…
αγαπάω σε τούτο τον κόσμο – ό,τι κλαίει
γιατί μοιάζει μ’ εμένα.
Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015
βαρύ το δειλινό...
Προσμένω που σημαίνουν τώρα
στριγγές φωνές τον χαλασμό,
προσμένω τη γαλήνιαν ώρα,
τον βραδινό χαιρετισμό...
Γιάννης Σταύρου, Λιμάνι Θεσσαλονίκης, δειλινό, λάδι σε καμβά
Μαρία Πολυδούρη
Χαμένα
Προσμένω είν' η ψυχή μου ελπίδα
στη νύχτα τη τρισκοτεινή
τον ήλιο τέτοιο που πρωτοείδα
εκεί αντικρύ μου να φανεί.
Προσμένω που σημαίνουν τώρα
στριγγές φωνές τον χαλασμό,
προσμένω τη γαλήνιαν ώρα,
τον βραδινό χαιρετισμό.
Στη ξερασιά τώρα το χιόνι
που 'χει σα σάβανο απλωθεί,
το μακρεμένο χελιδόνι
προσμένω πως θα ξαναρθεί.
Όλα προσμένω τα χαμένα
κι η ελπίδα μάγισσα μια γρια
που λέει πως έρχοντ' ολοένα
οι σκιες που χάνονται μακριά.
Δειλινά
Περνά εμπρός μου η μέρα
σημάδι φωτεινό.
Και πάντα έτσι με βρίσκει
απάντεχο από πέρα
βαρύ το δειλινό.
Το φως σου θα στερέψεις
ελπίδα μου χρυσή,
θα σε σιμώσουν οι ίσκιοι
κι έτσι μοιραία θα γνέψεις
στο δειλινό κι εσύ.
στριγγές φωνές τον χαλασμό,
προσμένω τη γαλήνιαν ώρα,
τον βραδινό χαιρετισμό...
Γιάννης Σταύρου, Λιμάνι Θεσσαλονίκης, δειλινό, λάδι σε καμβά
Μαρία Πολυδούρη
Χαμένα
Προσμένω είν' η ψυχή μου ελπίδα
στη νύχτα τη τρισκοτεινή
τον ήλιο τέτοιο που πρωτοείδα
εκεί αντικρύ μου να φανεί.
Προσμένω που σημαίνουν τώρα
στριγγές φωνές τον χαλασμό,
προσμένω τη γαλήνιαν ώρα,
τον βραδινό χαιρετισμό.
Στη ξερασιά τώρα το χιόνι
που 'χει σα σάβανο απλωθεί,
το μακρεμένο χελιδόνι
προσμένω πως θα ξαναρθεί.
Όλα προσμένω τα χαμένα
κι η ελπίδα μάγισσα μια γρια
που λέει πως έρχοντ' ολοένα
οι σκιες που χάνονται μακριά.
Δειλινά
Περνά εμπρός μου η μέρα
σημάδι φωτεινό.
Και πάντα έτσι με βρίσκει
απάντεχο από πέρα
βαρύ το δειλινό.
Το φως σου θα στερέψεις
ελπίδα μου χρυσή,
θα σε σιμώσουν οι ίσκιοι
κι έτσι μοιραία θα γνέψεις
στο δειλινό κι εσύ.
Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015
Είναι παλιό το λιμάνι
Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα
τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή,
το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα,
αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη, λιμάνι, λάδι σε καμβά
Γιώργος Σεφέρης
Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας
Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης.
Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε
αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει
ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ' ασφοδίλια.
Ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων:
Εμείς που τίποτα δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη.
Ας μη μας ξεχάσουν.
Είναι παλιό το λιμάνι
Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα,
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια,
ούτε το φίλο που έφυγε για τ' ανοιχτά.
Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά
να ζωντανέψει το κορμί μου και ν' αποφασίσει.
Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά
του αλατιού της άλλης τρικυμίας.
Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα
τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή,
το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα,
αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή.
Τ' άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία
του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ' ασφοδίλια.
Μες στ' ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ πέρα θέλαμε να βρούμε
τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή,
το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα,
αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη, λιμάνι, λάδι σε καμβά
Γιώργος Σεφέρης
Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας
Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης.
Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε
αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει
ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ' ασφοδίλια.
Ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων:
Εμείς που τίποτα δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη.
Ας μη μας ξεχάσουν.
Είναι παλιό το λιμάνι
Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα,
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια,
ούτε το φίλο που έφυγε για τ' ανοιχτά.
Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά
να ζωντανέψει το κορμί μου και ν' αποφασίσει.
Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά
του αλατιού της άλλης τρικυμίας.
Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα
τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή,
το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα,
αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή.
Τ' άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία
του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ' ασφοδίλια.
Μες στ' ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ πέρα θέλαμε να βρούμε
Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015
Π. Κονδύλης: για την τρομοκρατία, τον πόλεμο την ειρήνη...
Η «παγκοσμιοποίηση» δεν είναι μονόπλευρη, όπως διατείνονται οι
ιδιοτελείς ή οι αφελείς θιασώτες της, δεν θα αφορά δηλαδή μόνον τις
χρηματιστηριακές και τις επενδυτικές εργασίες ή τα «ανθρώπινα
δικαιώματα», αλλά θα επεκταθεί εξ ίσου και στην ανομία, στο οργανωμένο
και στο ανοργάνωτο έγκλημα, στη διεκδίκηση των πάντων εκ μέρους των
πάντων, όπου τον αγώνα των κρατών, των εθνών θα τον διαδεχθεί,
τουλάχιστον εν μέρει, ο αγώνας ανθρώπου προς άνθρωπο...
Γιάννης Σταύρου, Αλλαγή βάρδιας, λάδι σε καμβά
Παναγιώτης Κονδύλης
Θεωρία του Πολέμου
(Απόσπασμα από το Κεφάλαιο VIII. «Ο Θερμός Πόλεμος μετά τον Ψυχρό Πόλεμο», Υποκεφάλαιο 3. «Η Ποικιλομορφία του Πολέμου και η Πολιτική της Αιτιολογία», σελ. 377-380.)
Εφ’ όσον εδώ δεν εξετάζουμε την τρομοκρατία γενικά αλλά μονάχα ως υποκατάστατο ή ως συνέχιση ενός πολέμου μεταξύ κρατών, μιλούμε όχι για γηγενή αλλά για εισαγόμενη τρομοκρατία (έστω και αν γηγενείς συνεργάζονται με το ξένο κράτος πού υποκινεί τις τρομοκρατικές ενέργειες). Η διάκριση είναι κρίσιμη ως προς την πιθανή έκταση και τις πιθανές προοπτικές της τρομοκρατικής δράσης. Η εισαγόμενη τρομοκρατία μπορεί να επιφέρει αξιόλογα αποτελέσματα. Όμως προφανώς δεν είναι δυνατόν να πάρει αξιόλογες διαστάσεις, τουλάχιστον με την έννοια ότι θα βρει ερείσματα σ’ έναν ευρύτερο κύκλο συμπαθούντων. Απεναντίας, φιλοδοξία κάθε γηγενούς τρομοκρατίας αν και συνήθως απραγματοποίητη, είτε να μετεξελιχθεί σε ανταρτοπόλεμο με απόρθητες βάσεις εξορμήσεως και με πλήθος υποστηρικτών ή συνοδοιπόρων. Όπως βέβαια διδάσκει η ιστορική εμπειρία, η διεξαγωγή ανταρτοπόλεμου συνεπάγεται κατά κανόνα πράξεις τρομοκρατίας, ωστόσο ανάμεσα σε ανταρτοπόλεμο και τρομοκρατία μπορούμε να χαράξουμε μια εννοιολογική διαχωριστική γραμμή λέγοντας ότι ανταρτοπόλεμος είναι μια ένοπλη αμφισβήτηση της κατεστημένης εξουσίας η οποία λόγω της πραγματικής έκτασης και του ορατού ή λανθάνοντος δυναμικού της θέτει απτά ζήτημα αλλαγής του κατόχου της εξουσίας ενώ από την τρομοκρατία, όσο επιδεικτικά κι αν αμφισβητεί αυτή την κατεστημένη εξουσία, λείπει ακριβώς τούτη η διάσταση. Αν θελήσουμε τώρα ν’ αποτιμήσουμε τις δυνατότητες του ανταρτοπολέμου και της τρομοκρατίας στην αρχόμενη φάση της πλανητικής πολιτικής, θα πρέπει μάλλον να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη έχει πολύ περισσότερες από τον πρώτο, και μάλιστα ακριβώς επειδή οι πρακτικοί πολιτικοί της σκοποί είναι αναγκαστικά πολύ πιο περιορισμένοι. Ο λόγος είναι ότι οι ίδιες κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις, οι οποίες δίνουν στην τρομοκρατία τούς στόχους της, αφαιρούν από τον ανταρτοπόλεμο το παραδοσιακό έδαφος της ανάπτυξης του. Η διαφορισμένη και περίπλοκη κοινωνία, της οποίας η λειτουργία, καθώς είπαμε, εξαρτάται από σχετικά λίγα κέντρα -τούς στόχους της τρομοκρατίας στο μέλλον- συγκεντρώνει ταυτόχρονα τους ανθρώπους στις πόλεις, κάνει την ύπαιθρο πληθυσμιακά, οικονομικά και πολιτικά αμελητέα. Καθώς ή διαδικασία αυτή επιτελείται σε παγκόσμιο επίπεδο, ο ανταρτοπόλεμος χάνει το πεδίο της εκδίπλωσης του ακόμα και στην Ασία ή στη Λατινική Αμερική˙ άλλωστε η ήδη αποψιλωμένη ύπαιθρος είναι όσο ποτέ άλλοτε εκτεθειμένη στα όπλα και προσιτή στα μεταφορικά μέσα του τακτικού στρατού. Έτσι, τα μειονεκτήματα των ανταρτικών σωμάτων έναντι του τελευταίου επαυξάνονται, ενώ παράλληλα εκλείπουν όλο και περισσότερο οι ιστορικές προϋποθέσεις που εξέθρεψαν τα ανταρτικά κινήματα, προ παντός ο εθνικοαπελευθερωτικός και αντιαποικιακός αγώνας. Μπορούμε λοιπόν να επαναλάβουμε εμφατικά τη θέση ότι ο ανταρτοπόλεμος σήμερα έχει προοπτικές μόνον εκεί όπου ταυτίζεται μ’ ένα πανεθνικό κίνημα εναντίον μιας ξένης Δύναμης ή όπου δεν συναντά καμμία αντίσταση γιατί το εσωτερικό καθεστώς έχει καταρρεύσει˙ αλλά ποτέ δεν θα επικρατήσει απέναντι σ’ έναν οργανωμένο και αρραγή τακτικό στρατό. Ας σημειώσουμε επιπρόσθετα ότι η παγκόσμια πλέον πληθυσμιακή συγκέντρωση στις πόλεις δημιουργεί εκεί δυνατότητες κινημάτων αιωρούμενων ανάμεσα σε τρομοκρατία και ανταρτοπόλεμο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά βρίσκουν στήριξη σε ευρύτερες μερίδες του πληθυσμού (π.χ. Αλγερία τόσο στη δεκαετία του 1950 όσο και σήμερα). Ίσως λοιπόν να πέθανε η αντίληψη του Μάο Τσε Τουνγκ για τον ανταρτοπόλεμο, ενώ ζει ακόμα εκείνη του Λένιν.
Στη μεγάλη ποικιλία των μελλοντικών μορφών του πολέμου θα συμβάλλουν βέβαια σημαντικότατα και συγκρούσεις, στις οποίες δε θα εμπλεκόταν η ηγεμονική πλανητική Δύναμη και οι οποίες θα λάμβαναν χώρα σε διάφορα επίπεδα: μεταξύ μεσαίων ή μειζόνων Δυνάμεων και μεταξύ μειζόνων, μεταξύ μεσαίων ή μειζόνων και μικρών, μεταξύ μικρών και μικρών. Αλλά μια ακριβέστερη προκαταβολική ανάλυση του χαρακτήρα τους είναι δυσχερέστατη, γιατί οι πιθανοί εμπόλεμοι εκπροσωπούν όλες τις δυνατές βαθμίδες της κοινωνικής και στρατιωτικής εξέλιξης, όλο το φάσμα των δυνατών πολιτικών επιδιώξεων και των σημερινών ή αυριανών πλανητικών ή περιφερειακών δυνατοτήτων. Η έκβαση των πολεμικών αυτών συρράξεων θα συναρτάται ασφαλώς με την καθαρά τεχνολογική υπεροχή ή καθυστέρηση της μιας ή της άλλης πλευράς, αλλά όχι μόνον μ’ αυτήν αυτήν. Γιατί η ίδια ποιότητα και ποσότητα του υλικού έχει σε κάθε χώρα διαφορετική άξια, καθοριζόμενη από τον πολιτισμικό παράγοντα υπό την ευρύτερη έννοια και απ’ αυτή τη σκοπιά, λοιπόν, η προτεραιότητα του ανθρώπινου παράγοντα παραμένει ακέραια. Χώρες εξαρτημένες αποκλειστικά ή κυρίως από εισαγωγές προηγμένης οπλικής τεχνολογίας εισάγουν και χειρίζονται με επιτυχία τμήματά της μόνο, όχι όμως και το γενικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο αυτά τα τμήματα φθάνουν στην ύψιστη απόδοσή τους. Αντίστοιχα, οι ένοπλες δυνάμεις τους χωρίζονται σε επίλεκτες μονάδες, εξοικειωμένες με τη σύγχρονη τεχνολογία, και στη μεγάλη μάζα, πού συχνά οφείλει τις καλύτερες ιδιότητές της, τη γενναιότητα και την αυτοθυσία, ακριβώς σε νοοτροπίες παραδοσιακές και συχνά ασυμβίβαστες με τη στενά τεχνική ορθολογικότητα. Τέτοια μίγματα μπορούν να οδηγήσουν σε πολέμους στρατηγικά άμορφους, μακρόσυρτους και σπάταλους, αν επιτρέπεται ή λέξη, σε έμψυχο και άψυχο υλικό (παράδειγμα ο πόλεμος μεταξύ Ιράν και Ιράκ στη δεκαετία του 1980).
Δυστυχώς για τον 21ο αιώνα, υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτό διόλου δεν θα είναι το έσχατο σκαλί, στο οποίο θα ξεπέσει ή τέχνη και η πραγματικότητα τού πολέμου, δεν θα είναι ούτε καν χαοτικές συγκρούσεις, σαν τον συγκαιρινό μας εμφύλιο πόλεμο στο Αφγανιστάν. Γιατί σε όλες αυτές τις μορφές τού πολέμου υπάρχει, έτσι κι αλλιώς, μια κρατική, εθνική ή πάντως πολιτική κατεύθυνση και αρχή, κάτι πού διέπει σκοπούς και χαράζει κάποια, οσοδήποτε χαλαρά, όρια. Όμως ένοπλες συγκρούσεις για σκοπούς επιβίωσης ή διαρπαγής μέσα σε συνθήκες διαδεδομένηw ανομίας δεν θα γνωρίζουν όρια – ούτε ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, ούτε ανάμεσα σε πόλεμο και έγκλημα˙ θα διεξάγονται δηλαδή πέραν και ανεξαρτήτως κάθε κρατικής ή πολιτικής αρχής ή νομιμοφροσύνης και θα συνιστούν τρόπον τινά την επέκταση του νεοφιλελεύθερου δόγματος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στον τομέα των πολεμικών επιχειρήσεων. Όπως γνωρίζουν π.χ. οι κάτοικοι μεγάλων τμημάτων της σημερινής Κολομβίας ή των ρωσικών πόλεων, και αντίθετα απ’ ότι πιστεύουν διάφοροι ειρηνιστές, που όχι τυχαία κατοικούν συνήθως σε εύπορες και σχετικά ασφαλείς συνοικίες, υπάρχει κάτι ακόμα χειρότερο από την κρατική οργάνωση με τον αξιωματικό και τούς στρατιώτες του: υπάρχει ή ανομία, με τον πολέμαρχο και τα παλικάρια του. Σε συνάφεια με την πιθανότατη εξάπλωση των ανομικών φαινομένων σ’ έναν κόσμο χαρακτηριζόμενο από μεγάλες ανισότητες πλούτου, οικολογικές κρίσεις και μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, η τεράστια διάδοση των ελαφρών όπλων (ήτοι όπλων πού μπορούν να τα φέρουν και να τα χρησιμοποιήσουν ένα, το πολύ δύο άτομα) ίσως ν’ αποδειχθεί εξ ίσου σημαντική για το μέλλον όσο και η διάδοση της υψηλής στρατιωτικής τεχνολογίας˙ τριακόσιες εταιρείες σε πενήντα χώρες τα παράγουν σήμερα, και μ’ αυτά μπορούν ταχύτατα να εξοντωθούν άνθρωποι κατά εκατοντάδες χιλιάδες (πρόσφατα στη Ρουάντα). Η «παγκοσμιοποίηση» δεν είναι μονόπλευρη, όπως διατείνονται οι ιδιοτελείς ή οι αφελείς θιασώτες της, δεν θα αφορά δηλαδή μόνον τις χρηματιστηριακές και τις επενδυτικές εργασίες ή τα «ανθρώπινα δικαιώματα», αλλά θα επεκταθεί εξ ίσου και στην ανομία, στο οργανωμένο και στο ανοργάνωτο έγκλημα, στη διεκδίκηση των πάντων εκ μέρους των πάντων, όπου τον αγώνα των κρατών, των εθνών θα τον διαδεχθεί, τουλάχιστον εν μέρει, ο αγώνας ανθρώπου προς άνθρωπο. Τότε ή έννοια τού «ολοκληρωτικού πολέμου» θ’ αλλάξει κι αυτή. Δεν θα σημαίνει, όπως στον Πρώτο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την άμεση ή έμμεση επιστράτευση όλου τού ικανού πληθυσμού είτε στο μέτωπο είτε στα μετόπισθεν, για την παραγωγή όπλων και πολεμοφοδίων, χωρίς όμως να καταργείται οπωσδήποτε η εντελώς ή διάκριση μεταξύ μαχίμων και αμάχων. Θα σημαίνει ακριβώς το αντίστροφο: ότι τα όπλα παράγονται σχετικά φτηνά και γρήγορα, και καθώς η δύναμη πυρός αυξάνει συνεχώς σ’ όλα τα οπλικά επίπεδα, δεν χρειάζεται πια να επιστρατευθούν μάζες για την παραγωγή και τη διάδοσή τους όμως συνάμα χάνεται το νόμιμο μονοπώλιο της ένοπλης βίας, σβήνουν τα όρια ανάμεσα σε μαχίμους και αμάχους, ανάμεσα σε πολεμική και εγκληματική πράξη, ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη. Και όταν χάνονται τα όρια ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, δεν απορροφά η ειρήνη τον πόλεμο: ο πόλεμος καταπίνει την ειρήνη και γίνεται «ολοκληρωτικός» με την εφιαλτικότερη έννοια τού όρου.
Γιάννης Σταύρου, Αλλαγή βάρδιας, λάδι σε καμβά
Θεωρία του Πολέμου
(Απόσπασμα από το Κεφάλαιο VIII. «Ο Θερμός Πόλεμος μετά τον Ψυχρό Πόλεμο», Υποκεφάλαιο 3. «Η Ποικιλομορφία του Πολέμου και η Πολιτική της Αιτιολογία», σελ. 377-380.)
Εφ’ όσον εδώ δεν εξετάζουμε την τρομοκρατία γενικά αλλά μονάχα ως υποκατάστατο ή ως συνέχιση ενός πολέμου μεταξύ κρατών, μιλούμε όχι για γηγενή αλλά για εισαγόμενη τρομοκρατία (έστω και αν γηγενείς συνεργάζονται με το ξένο κράτος πού υποκινεί τις τρομοκρατικές ενέργειες). Η διάκριση είναι κρίσιμη ως προς την πιθανή έκταση και τις πιθανές προοπτικές της τρομοκρατικής δράσης. Η εισαγόμενη τρομοκρατία μπορεί να επιφέρει αξιόλογα αποτελέσματα. Όμως προφανώς δεν είναι δυνατόν να πάρει αξιόλογες διαστάσεις, τουλάχιστον με την έννοια ότι θα βρει ερείσματα σ’ έναν ευρύτερο κύκλο συμπαθούντων. Απεναντίας, φιλοδοξία κάθε γηγενούς τρομοκρατίας αν και συνήθως απραγματοποίητη, είτε να μετεξελιχθεί σε ανταρτοπόλεμο με απόρθητες βάσεις εξορμήσεως και με πλήθος υποστηρικτών ή συνοδοιπόρων. Όπως βέβαια διδάσκει η ιστορική εμπειρία, η διεξαγωγή ανταρτοπόλεμου συνεπάγεται κατά κανόνα πράξεις τρομοκρατίας, ωστόσο ανάμεσα σε ανταρτοπόλεμο και τρομοκρατία μπορούμε να χαράξουμε μια εννοιολογική διαχωριστική γραμμή λέγοντας ότι ανταρτοπόλεμος είναι μια ένοπλη αμφισβήτηση της κατεστημένης εξουσίας η οποία λόγω της πραγματικής έκτασης και του ορατού ή λανθάνοντος δυναμικού της θέτει απτά ζήτημα αλλαγής του κατόχου της εξουσίας ενώ από την τρομοκρατία, όσο επιδεικτικά κι αν αμφισβητεί αυτή την κατεστημένη εξουσία, λείπει ακριβώς τούτη η διάσταση. Αν θελήσουμε τώρα ν’ αποτιμήσουμε τις δυνατότητες του ανταρτοπολέμου και της τρομοκρατίας στην αρχόμενη φάση της πλανητικής πολιτικής, θα πρέπει μάλλον να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη έχει πολύ περισσότερες από τον πρώτο, και μάλιστα ακριβώς επειδή οι πρακτικοί πολιτικοί της σκοποί είναι αναγκαστικά πολύ πιο περιορισμένοι. Ο λόγος είναι ότι οι ίδιες κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις, οι οποίες δίνουν στην τρομοκρατία τούς στόχους της, αφαιρούν από τον ανταρτοπόλεμο το παραδοσιακό έδαφος της ανάπτυξης του. Η διαφορισμένη και περίπλοκη κοινωνία, της οποίας η λειτουργία, καθώς είπαμε, εξαρτάται από σχετικά λίγα κέντρα -τούς στόχους της τρομοκρατίας στο μέλλον- συγκεντρώνει ταυτόχρονα τους ανθρώπους στις πόλεις, κάνει την ύπαιθρο πληθυσμιακά, οικονομικά και πολιτικά αμελητέα. Καθώς ή διαδικασία αυτή επιτελείται σε παγκόσμιο επίπεδο, ο ανταρτοπόλεμος χάνει το πεδίο της εκδίπλωσης του ακόμα και στην Ασία ή στη Λατινική Αμερική˙ άλλωστε η ήδη αποψιλωμένη ύπαιθρος είναι όσο ποτέ άλλοτε εκτεθειμένη στα όπλα και προσιτή στα μεταφορικά μέσα του τακτικού στρατού. Έτσι, τα μειονεκτήματα των ανταρτικών σωμάτων έναντι του τελευταίου επαυξάνονται, ενώ παράλληλα εκλείπουν όλο και περισσότερο οι ιστορικές προϋποθέσεις που εξέθρεψαν τα ανταρτικά κινήματα, προ παντός ο εθνικοαπελευθερωτικός και αντιαποικιακός αγώνας. Μπορούμε λοιπόν να επαναλάβουμε εμφατικά τη θέση ότι ο ανταρτοπόλεμος σήμερα έχει προοπτικές μόνον εκεί όπου ταυτίζεται μ’ ένα πανεθνικό κίνημα εναντίον μιας ξένης Δύναμης ή όπου δεν συναντά καμμία αντίσταση γιατί το εσωτερικό καθεστώς έχει καταρρεύσει˙ αλλά ποτέ δεν θα επικρατήσει απέναντι σ’ έναν οργανωμένο και αρραγή τακτικό στρατό. Ας σημειώσουμε επιπρόσθετα ότι η παγκόσμια πλέον πληθυσμιακή συγκέντρωση στις πόλεις δημιουργεί εκεί δυνατότητες κινημάτων αιωρούμενων ανάμεσα σε τρομοκρατία και ανταρτοπόλεμο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά βρίσκουν στήριξη σε ευρύτερες μερίδες του πληθυσμού (π.χ. Αλγερία τόσο στη δεκαετία του 1950 όσο και σήμερα). Ίσως λοιπόν να πέθανε η αντίληψη του Μάο Τσε Τουνγκ για τον ανταρτοπόλεμο, ενώ ζει ακόμα εκείνη του Λένιν.
Στη μεγάλη ποικιλία των μελλοντικών μορφών του πολέμου θα συμβάλλουν βέβαια σημαντικότατα και συγκρούσεις, στις οποίες δε θα εμπλεκόταν η ηγεμονική πλανητική Δύναμη και οι οποίες θα λάμβαναν χώρα σε διάφορα επίπεδα: μεταξύ μεσαίων ή μειζόνων Δυνάμεων και μεταξύ μειζόνων, μεταξύ μεσαίων ή μειζόνων και μικρών, μεταξύ μικρών και μικρών. Αλλά μια ακριβέστερη προκαταβολική ανάλυση του χαρακτήρα τους είναι δυσχερέστατη, γιατί οι πιθανοί εμπόλεμοι εκπροσωπούν όλες τις δυνατές βαθμίδες της κοινωνικής και στρατιωτικής εξέλιξης, όλο το φάσμα των δυνατών πολιτικών επιδιώξεων και των σημερινών ή αυριανών πλανητικών ή περιφερειακών δυνατοτήτων. Η έκβαση των πολεμικών αυτών συρράξεων θα συναρτάται ασφαλώς με την καθαρά τεχνολογική υπεροχή ή καθυστέρηση της μιας ή της άλλης πλευράς, αλλά όχι μόνον μ’ αυτήν αυτήν. Γιατί η ίδια ποιότητα και ποσότητα του υλικού έχει σε κάθε χώρα διαφορετική άξια, καθοριζόμενη από τον πολιτισμικό παράγοντα υπό την ευρύτερη έννοια και απ’ αυτή τη σκοπιά, λοιπόν, η προτεραιότητα του ανθρώπινου παράγοντα παραμένει ακέραια. Χώρες εξαρτημένες αποκλειστικά ή κυρίως από εισαγωγές προηγμένης οπλικής τεχνολογίας εισάγουν και χειρίζονται με επιτυχία τμήματά της μόνο, όχι όμως και το γενικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο αυτά τα τμήματα φθάνουν στην ύψιστη απόδοσή τους. Αντίστοιχα, οι ένοπλες δυνάμεις τους χωρίζονται σε επίλεκτες μονάδες, εξοικειωμένες με τη σύγχρονη τεχνολογία, και στη μεγάλη μάζα, πού συχνά οφείλει τις καλύτερες ιδιότητές της, τη γενναιότητα και την αυτοθυσία, ακριβώς σε νοοτροπίες παραδοσιακές και συχνά ασυμβίβαστες με τη στενά τεχνική ορθολογικότητα. Τέτοια μίγματα μπορούν να οδηγήσουν σε πολέμους στρατηγικά άμορφους, μακρόσυρτους και σπάταλους, αν επιτρέπεται ή λέξη, σε έμψυχο και άψυχο υλικό (παράδειγμα ο πόλεμος μεταξύ Ιράν και Ιράκ στη δεκαετία του 1980).
Δυστυχώς για τον 21ο αιώνα, υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτό διόλου δεν θα είναι το έσχατο σκαλί, στο οποίο θα ξεπέσει ή τέχνη και η πραγματικότητα τού πολέμου, δεν θα είναι ούτε καν χαοτικές συγκρούσεις, σαν τον συγκαιρινό μας εμφύλιο πόλεμο στο Αφγανιστάν. Γιατί σε όλες αυτές τις μορφές τού πολέμου υπάρχει, έτσι κι αλλιώς, μια κρατική, εθνική ή πάντως πολιτική κατεύθυνση και αρχή, κάτι πού διέπει σκοπούς και χαράζει κάποια, οσοδήποτε χαλαρά, όρια. Όμως ένοπλες συγκρούσεις για σκοπούς επιβίωσης ή διαρπαγής μέσα σε συνθήκες διαδεδομένηw ανομίας δεν θα γνωρίζουν όρια – ούτε ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, ούτε ανάμεσα σε πόλεμο και έγκλημα˙ θα διεξάγονται δηλαδή πέραν και ανεξαρτήτως κάθε κρατικής ή πολιτικής αρχής ή νομιμοφροσύνης και θα συνιστούν τρόπον τινά την επέκταση του νεοφιλελεύθερου δόγματος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στον τομέα των πολεμικών επιχειρήσεων. Όπως γνωρίζουν π.χ. οι κάτοικοι μεγάλων τμημάτων της σημερινής Κολομβίας ή των ρωσικών πόλεων, και αντίθετα απ’ ότι πιστεύουν διάφοροι ειρηνιστές, που όχι τυχαία κατοικούν συνήθως σε εύπορες και σχετικά ασφαλείς συνοικίες, υπάρχει κάτι ακόμα χειρότερο από την κρατική οργάνωση με τον αξιωματικό και τούς στρατιώτες του: υπάρχει ή ανομία, με τον πολέμαρχο και τα παλικάρια του. Σε συνάφεια με την πιθανότατη εξάπλωση των ανομικών φαινομένων σ’ έναν κόσμο χαρακτηριζόμενο από μεγάλες ανισότητες πλούτου, οικολογικές κρίσεις και μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, η τεράστια διάδοση των ελαφρών όπλων (ήτοι όπλων πού μπορούν να τα φέρουν και να τα χρησιμοποιήσουν ένα, το πολύ δύο άτομα) ίσως ν’ αποδειχθεί εξ ίσου σημαντική για το μέλλον όσο και η διάδοση της υψηλής στρατιωτικής τεχνολογίας˙ τριακόσιες εταιρείες σε πενήντα χώρες τα παράγουν σήμερα, και μ’ αυτά μπορούν ταχύτατα να εξοντωθούν άνθρωποι κατά εκατοντάδες χιλιάδες (πρόσφατα στη Ρουάντα). Η «παγκοσμιοποίηση» δεν είναι μονόπλευρη, όπως διατείνονται οι ιδιοτελείς ή οι αφελείς θιασώτες της, δεν θα αφορά δηλαδή μόνον τις χρηματιστηριακές και τις επενδυτικές εργασίες ή τα «ανθρώπινα δικαιώματα», αλλά θα επεκταθεί εξ ίσου και στην ανομία, στο οργανωμένο και στο ανοργάνωτο έγκλημα, στη διεκδίκηση των πάντων εκ μέρους των πάντων, όπου τον αγώνα των κρατών, των εθνών θα τον διαδεχθεί, τουλάχιστον εν μέρει, ο αγώνας ανθρώπου προς άνθρωπο. Τότε ή έννοια τού «ολοκληρωτικού πολέμου» θ’ αλλάξει κι αυτή. Δεν θα σημαίνει, όπως στον Πρώτο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την άμεση ή έμμεση επιστράτευση όλου τού ικανού πληθυσμού είτε στο μέτωπο είτε στα μετόπισθεν, για την παραγωγή όπλων και πολεμοφοδίων, χωρίς όμως να καταργείται οπωσδήποτε η εντελώς ή διάκριση μεταξύ μαχίμων και αμάχων. Θα σημαίνει ακριβώς το αντίστροφο: ότι τα όπλα παράγονται σχετικά φτηνά και γρήγορα, και καθώς η δύναμη πυρός αυξάνει συνεχώς σ’ όλα τα οπλικά επίπεδα, δεν χρειάζεται πια να επιστρατευθούν μάζες για την παραγωγή και τη διάδοσή τους όμως συνάμα χάνεται το νόμιμο μονοπώλιο της ένοπλης βίας, σβήνουν τα όρια ανάμεσα σε μαχίμους και αμάχους, ανάμεσα σε πολεμική και εγκληματική πράξη, ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη. Και όταν χάνονται τα όρια ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, δεν απορροφά η ειρήνη τον πόλεμο: ο πόλεμος καταπίνει την ειρήνη και γίνεται «ολοκληρωτικός» με την εφιαλτικότερη έννοια τού όρου.
Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας...
Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα...
Γιάννης Σταύρου, Δειλινό στην Ακρόπολη, λάδι σε καμβά
Κώστας Καρυωτάκης
Δρόμος
Τώρα μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια.
Τώρα θανάσιμη
νύχτα με ζώνει.
Μέσα μου ογκώνονται
οι άφραστοι πόνοι.
Μ' είδαν, προσπέρασαν
όσοι αγαπάω.
Μόνος απόμεινα
κι έρημος πάω.
Πόσο τ' ανέβασμα
του άχαρου δρόμου!
Στρέφω κοιτάζοντας
προς τ' όνειρό μου:
Μόλις και φαίνονται
οι άσπρες εικόνες.
Τ' άνθη, χαμόγελα
μες στους χειμώνες.
Αεροσαλεύουνε
κρίνοι και χέρια.
Ηλιοι τα πρόσωπα,
μάτια τ' αστέρια
Είναι και ανάμεσα
σ' όλα η Αγάπη:
Στο πρωτοφίλημα
κόρη που εντράπη.
Κι όλο μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια...
Σε παλαιό συμφοιτητή
Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.
Δε θα 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.
Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης.
Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.
Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα...
Γιάννης Σταύρου, Δειλινό στην Ακρόπολη, λάδι σε καμβά
Κώστας Καρυωτάκης
Δρόμος
Τώρα μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια.
Τώρα θανάσιμη
νύχτα με ζώνει.
Μέσα μου ογκώνονται
οι άφραστοι πόνοι.
Μ' είδαν, προσπέρασαν
όσοι αγαπάω.
Μόνος απόμεινα
κι έρημος πάω.
Πόσο τ' ανέβασμα
του άχαρου δρόμου!
Στρέφω κοιτάζοντας
προς τ' όνειρό μου:
Μόλις και φαίνονται
οι άσπρες εικόνες.
Τ' άνθη, χαμόγελα
μες στους χειμώνες.
Αεροσαλεύουνε
κρίνοι και χέρια.
Ηλιοι τα πρόσωπα,
μάτια τ' αστέρια
Είναι και ανάμεσα
σ' όλα η Αγάπη:
Στο πρωτοφίλημα
κόρη που εντράπη.
Κι όλο μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια...
Σε παλαιό συμφοιτητή
Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.
Δε θα 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.
Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης.
Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.
Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.
Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015
Θα μένει ίσως μια σκιά...
Τι θ’ απομείνει από μένα όταν με πληγώσει
αυτό το τελικό εγχειρίδιο ; Θα είναι άραγε δικιά μου
η άδεια και θανατερή νύχτα...
Γιάννης Σταύρου, Ανταύγειες της νύχτας, λάδι σε καμβά
Χοσέ Εμίλιο Πατσέκο
Χωρίς ανάμνηση
Η μυστηριώδης μέρα
Τελειώνει με τα πράγματα που δεν επιστρέφει.
Ποτέ κανείς δεν θα μπορέσει να ανασυνθέσει
Ό,τι συνέβη ούτε καν σ’αυτή
Την πιο καθημερινή ήσυχη μέρα.
Λεπτό, ανεπανάληπτο αίνιγμα.
Θα μένει ίσως
μια σκιά, μια κηλίδα στον τοίχο
υπολείμματα στάχτης στον αέρα.
Γιατί, αλλιώτικα, τι καταδίκη
θα μας έδενε στη μνήμη για πάντα.
Μυριάδες στροφές γύρω από άδειες στιγμές.
Εγκατάλειψε
Τη σημερινή ημέρα για να συνεχίσεις την άγνοια
και τη ζωή.
Παρουσία
Τι θ’ απομείνει από μένα όταν πεθάνω
παρά αυτό κλαδί ανέγγιχτο από αγωνία
αυτές οι λίγες λέξεις όπου η μέρα
άφησε στάχτες της τρομερής σκιάς του ;
Τι θ’ απομείνει από μένα όταν με πληγώσει
αυτό το τελικό εγχειρίδιο ; Θα είναι άραγε δικιά μου
η άδεια και θανατερή νύχτα
που σύντομα θα ξαναγίνει άνοιξη.
Δεν θα μείνει η δυσκολία ούτε ο κόπος
της πίστης και της αγάπης. Ο ανοιχτός χρόνος
σαν τις θάλασσες και την έρημο
θα σβήσει από την ανακατεμένη άμμο
όλα όσα διατηρεί η αλυσσοδένει.
Κι όμως αν κάποιος ζει, εγώ θα είμαι ξύπνιος.
(μετ. Γιώργος Ρούβαλης)
αυτό το τελικό εγχειρίδιο ; Θα είναι άραγε δικιά μου
η άδεια και θανατερή νύχτα...
Γιάννης Σταύρου, Ανταύγειες της νύχτας, λάδι σε καμβά
Χοσέ Εμίλιο Πατσέκο
Χωρίς ανάμνηση
Η μυστηριώδης μέρα
Τελειώνει με τα πράγματα που δεν επιστρέφει.
Ποτέ κανείς δεν θα μπορέσει να ανασυνθέσει
Ό,τι συνέβη ούτε καν σ’αυτή
Την πιο καθημερινή ήσυχη μέρα.
Λεπτό, ανεπανάληπτο αίνιγμα.
Θα μένει ίσως
μια σκιά, μια κηλίδα στον τοίχο
υπολείμματα στάχτης στον αέρα.
Γιατί, αλλιώτικα, τι καταδίκη
θα μας έδενε στη μνήμη για πάντα.
Μυριάδες στροφές γύρω από άδειες στιγμές.
Εγκατάλειψε
Τη σημερινή ημέρα για να συνεχίσεις την άγνοια
και τη ζωή.
Παρουσία
Τι θ’ απομείνει από μένα όταν πεθάνω
παρά αυτό κλαδί ανέγγιχτο από αγωνία
αυτές οι λίγες λέξεις όπου η μέρα
άφησε στάχτες της τρομερής σκιάς του ;
Τι θ’ απομείνει από μένα όταν με πληγώσει
αυτό το τελικό εγχειρίδιο ; Θα είναι άραγε δικιά μου
η άδεια και θανατερή νύχτα
που σύντομα θα ξαναγίνει άνοιξη.
Δεν θα μείνει η δυσκολία ούτε ο κόπος
της πίστης και της αγάπης. Ο ανοιχτός χρόνος
σαν τις θάλασσες και την έρημο
θα σβήσει από την ανακατεμένη άμμο
όλα όσα διατηρεί η αλυσσοδένει.
Κι όμως αν κάποιος ζει, εγώ θα είμαι ξύπνιος.
(μετ. Γιώργος Ρούβαλης)
Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015
Όχι πως φεύγοντας θ’ αλλάξω τη ροή των βρώμικων νερών...
ταξιδιώτη της νύχτας που έφυγε
εσένα που δεν αποστήθισα ποτέ – μα στάθηκες
τόσο βαθιά δικός μου, τόσο ανέπαφος
μέσα στον συμφυρμό των άλλων...
Γιάννης Σταύρου, Νύχτα στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Νίκος-Αλέξης Ασλανόγλου
Η αναχώρηση
Θα φύγω κάποτε απ’ το νυχτερινό σταθμό
γλιστρώντας προς τη χλόη άγνωστων τόπων
καθώς το ψάρι, αδιάφορος για τον πολύχρωμο βυθό
αθόρυβα, καθώς αξιωματούχος πικραμένος θα γλιστρήσω
Όχι πως φεύγοντας θ’ αλλάξω τη ροή των βρώμικων νερών
Όρκος
Συ που με κάλυψες με την πυκνή ανωνυμία σου
ταξιδιώτη της νύχτας που έφυγε
εσένα που δεν αποστήθισα ποτέ – μα στάθηκες
τόσο βαθιά δικός μου, τόσο ανέπαφος
μέσα στον συμφυρμό των άλλων, τόσο αδέξιος
μες στους αλαλαγμούς των κι ακατάδεχτος
τόσο μα τόσο αυθεντικός κι όμως ευάλωτος
μες στους παραμικρούς σου κραδασμούς, καθώς
αυτό που ζήσαμε ή ελπίσαμε είναι γραφτό
σ’ ένα τρεμούλιασμα ή σ’ ένα δάκρυ πάντα ν’ αστοχήσει
Ταξιδιώτη της νύχτας που έφυγε
ποιητική ευγλωττία, τεχνική ενός στίχου που μαθαίνεται
ευλυγισία μιας έκφρασης που καταχτιέται ενσυνείδειτα
συγκίνηση κορυφωμένη που την κατευθύνεις
Ούτ’ ένα στίχο πια ερωτικό, στ’ ορκίζομαι
εσένα που δεν αποστήθισα ποτέ – μα στάθηκες
τόσο βαθιά δικός μου, τόσο ανέπαφος
μέσα στον συμφυρμό των άλλων...
Γιάννης Σταύρου, Νύχτα στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Νίκος-Αλέξης Ασλανόγλου
Η αναχώρηση
Θα φύγω κάποτε απ’ το νυχτερινό σταθμό
γλιστρώντας προς τη χλόη άγνωστων τόπων
καθώς το ψάρι, αδιάφορος για τον πολύχρωμο βυθό
αθόρυβα, καθώς αξιωματούχος πικραμένος θα γλιστρήσω
Όχι πως φεύγοντας θ’ αλλάξω τη ροή των βρώμικων νερών
Όρκος
Συ που με κάλυψες με την πυκνή ανωνυμία σου
ταξιδιώτη της νύχτας που έφυγε
εσένα που δεν αποστήθισα ποτέ – μα στάθηκες
τόσο βαθιά δικός μου, τόσο ανέπαφος
μέσα στον συμφυρμό των άλλων, τόσο αδέξιος
μες στους αλαλαγμούς των κι ακατάδεχτος
τόσο μα τόσο αυθεντικός κι όμως ευάλωτος
μες στους παραμικρούς σου κραδασμούς, καθώς
αυτό που ζήσαμε ή ελπίσαμε είναι γραφτό
σ’ ένα τρεμούλιασμα ή σ’ ένα δάκρυ πάντα ν’ αστοχήσει
Ταξιδιώτη της νύχτας που έφυγε
ποιητική ευγλωττία, τεχνική ενός στίχου που μαθαίνεται
ευλυγισία μιας έκφρασης που καταχτιέται ενσυνείδειτα
συγκίνηση κορυφωμένη που την κατευθύνεις
Ούτ’ ένα στίχο πια ερωτικό, στ’ ορκίζομαι
Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015
αν το μπορείς δυστυχισμένε...
Είκοσι τρεις του Θεριστή
στου Πικραμένου την αυλή
πάνε και λεν παν και του λένε:
αν το μπορείς δυστυχισμένε
Στο περιβόλι σου έβγα απόψε
και τα λουλούδια σου όλα κόψε...
Γιάννης Σταύρου, Σύνθεση με κυδώνια & αχλάδια, λάδι σε καμβά
Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα
Βγαίνει το φεγγάρι
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
οι καμπάνες χάνονται,
κι εμφανίζονται τ' απρόσβατα
τα μονοπάτια.
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
η θάλασσα σκεπάζει τη γη,
κι η καρδιά αισθάνεται νησί
καταμεσής του απείρου.
Κανείς δεν τρώει πορτοκάλια
κάτω απ'την πανσέληνο.
Πρέπει να φας
πράσινα φρούτα παγωμένα.
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
με τα εκατό όμοια πρόσωπα
το αργυρό νόμισμα
κλαίει στην τσέπη
(μετ. Ρήγα Καππάτου)
Του Πικραμένου
Είκοσι τρεις του Θεριστή
στου Πικραμένου την αυλή
πάνε και λεν παν και του λένε:
αν το μπορείς δυστυχισμένε
Στο περιβόλι σου έβγα απόψε
και τα λουλούδια σου όλα κόψε
Γράψε στη θύρα σου σταυρό
βάλ' από κάτου τ' όνομά σου
τι θα φουντώσουν στα πλευρά σου
ταχιά τσουκνίδες κι αγριάδες
Πάρε κεριά πάρε λαμπάδες
τα χέρια μάθε να σταυρώνεις
και πάνου από την ερημιά
γέψου της νύχτας τη δροσιά
Τι πριν περάσουν μήνες δυο
θα κείτεσαι στα σάβανα
Στους ουρανούς ψηλά προβαίνει
ο Ταξιάρχης και πηγαίνει
πόχει το σύννεφο σπαθί
στράφτει και πάει και δε μιλεί
Κι είκοσι τρεις του Θεριστή
μέσα στην έρμη την αυλή
Τα μάτια ανοίγει ο Πικραμένος
της μοίρας ο σημαδεμένος
Κι είκοσι τρεις του Αυγούστου
γέρνει και τα σφαλεί.
(ποιητική απόδοση, Οδυσσέας Ελύτης)
στου Πικραμένου την αυλή
πάνε και λεν παν και του λένε:
αν το μπορείς δυστυχισμένε
Στο περιβόλι σου έβγα απόψε
και τα λουλούδια σου όλα κόψε...
Γιάννης Σταύρου, Σύνθεση με κυδώνια & αχλάδια, λάδι σε καμβά
Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα
Βγαίνει το φεγγάρι
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
οι καμπάνες χάνονται,
κι εμφανίζονται τ' απρόσβατα
τα μονοπάτια.
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
η θάλασσα σκεπάζει τη γη,
κι η καρδιά αισθάνεται νησί
καταμεσής του απείρου.
Κανείς δεν τρώει πορτοκάλια
κάτω απ'την πανσέληνο.
Πρέπει να φας
πράσινα φρούτα παγωμένα.
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
με τα εκατό όμοια πρόσωπα
το αργυρό νόμισμα
κλαίει στην τσέπη
(μετ. Ρήγα Καππάτου)
Του Πικραμένου
Είκοσι τρεις του Θεριστή
στου Πικραμένου την αυλή
πάνε και λεν παν και του λένε:
αν το μπορείς δυστυχισμένε
Στο περιβόλι σου έβγα απόψε
και τα λουλούδια σου όλα κόψε
Γράψε στη θύρα σου σταυρό
βάλ' από κάτου τ' όνομά σου
τι θα φουντώσουν στα πλευρά σου
ταχιά τσουκνίδες κι αγριάδες
Πάρε κεριά πάρε λαμπάδες
τα χέρια μάθε να σταυρώνεις
και πάνου από την ερημιά
γέψου της νύχτας τη δροσιά
Τι πριν περάσουν μήνες δυο
θα κείτεσαι στα σάβανα
Στους ουρανούς ψηλά προβαίνει
ο Ταξιάρχης και πηγαίνει
πόχει το σύννεφο σπαθί
στράφτει και πάει και δε μιλεί
Κι είκοσι τρεις του Θεριστή
μέσα στην έρμη την αυλή
Τα μάτια ανοίγει ο Πικραμένος
της μοίρας ο σημαδεμένος
Κι είκοσι τρεις του Αυγούστου
γέρνει και τα σφαλεί.
(ποιητική απόδοση, Οδυσσέας Ελύτης)
Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015
Έκλαψε το κερί...
Σ' αυτήν την αιώνια νύχτα
μόνο ένας άγρυπνος άντρας ακούει
τους διαλείποντες θορύβους
που φευγαλέα παρουσιάζονται στις κουρτίνες
απ’ το σεληνόφως...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη στο φως της σελήνης, λάδι σε καμβά
Λι Γιου
Li Yu (937-978)
Ζωή
Τη θλίψη στην καρδιά σου προδίνουν
τα πρώτα γκρίζα μαλλιά
Η ζωή είναι όπως
οι κενές σειρές βουνών
που το χιόνι περιμένει να το συναντήσεις
Ακόμα υποχωρείς μοναχικά
απ’ το παρελθόν στην αγριότητα.
Νέον Έτος
Ο αέρας επιστρέφει στη μικρή αυλή
καθώς οι λειχήνες πρασινίζουν
Τα μάτια της και τα φύλλα της ιτιάς
μια ακολουθία της άνοιξης
Κλίνοντας στο κιγκλίδωμα
σιωπά καιρό
Το νέο φεγγάρι κι οι κροτίδες
είναι το ίδιο πληκτικά όπως τότε
Η γιορτή κι η μουσική δεν έχουν πάψει
Στη λίμνη ο πάγος αρχίζει να λειώνει
Στο λαμπρό φως του κεριού
η αποπνικτική μυρουδιά,
Βαθιά κρυμμένοι
στο χρωματισμένο δωμάτιο οι ναοί μου
βαρυφορτωμένοι σκέψεις
άσπροι σαν πάγος…
Το Πιοτό
Χτες νύχτα ο αέρας κι η βροχή
κείνοι οι φθινοπωριάτικοι ήχοι
χτύπησαν τις κουρτίνες και τα τζάμια
Έκλαψε το κερί
Βυθίστηκ’ η κλεψύδρα
κι έκλινα στο προσκέφαλο
Σηκώθηκα
μα ειρήνη δεν βρήκα.
Όλες οι εγκόσμιες υποθέσεις
στη λήθη να ριχτούνε
Η ζωή εφιάλτης
Στα σίγουρα ο δρόμος
οδηγεί στο κελάρι.
Καμιά άλλη διαδρομή
δεν αξίζει τιμή
Ο Κήπος
Ο κήπος βαθύς και γαλήνιος
η αίθουσα άδεια και μικρή
Σε λίγο θ’ αρχίσει
το σφυροκόπημα των πλυστρών
ν’ ανακατεύεται με τον αέρα
Σ' αυτήν την αιώνια νύχτα
μόνο ένας άγρυπνος άντρας ακούει
τους διαλείποντες θορύβους
που φευγαλέα παρουσιάζονται στις κουρτίνες
απ’ το σεληνόφως.
(μετ: Δημήτρης Παλάζης)
μόνο ένας άγρυπνος άντρας ακούει
τους διαλείποντες θορύβους
που φευγαλέα παρουσιάζονται στις κουρτίνες
απ’ το σεληνόφως...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη στο φως της σελήνης, λάδι σε καμβά
Λι Γιου
Li Yu (937-978)
Ζωή
Τη θλίψη στην καρδιά σου προδίνουν
τα πρώτα γκρίζα μαλλιά
Η ζωή είναι όπως
οι κενές σειρές βουνών
που το χιόνι περιμένει να το συναντήσεις
Ακόμα υποχωρείς μοναχικά
απ’ το παρελθόν στην αγριότητα.
Νέον Έτος
Ο αέρας επιστρέφει στη μικρή αυλή
καθώς οι λειχήνες πρασινίζουν
Τα μάτια της και τα φύλλα της ιτιάς
μια ακολουθία της άνοιξης
Κλίνοντας στο κιγκλίδωμα
σιωπά καιρό
Το νέο φεγγάρι κι οι κροτίδες
είναι το ίδιο πληκτικά όπως τότε
Η γιορτή κι η μουσική δεν έχουν πάψει
Στη λίμνη ο πάγος αρχίζει να λειώνει
Στο λαμπρό φως του κεριού
η αποπνικτική μυρουδιά,
Βαθιά κρυμμένοι
στο χρωματισμένο δωμάτιο οι ναοί μου
βαρυφορτωμένοι σκέψεις
άσπροι σαν πάγος…
Το Πιοτό
Χτες νύχτα ο αέρας κι η βροχή
κείνοι οι φθινοπωριάτικοι ήχοι
χτύπησαν τις κουρτίνες και τα τζάμια
Έκλαψε το κερί
Βυθίστηκ’ η κλεψύδρα
κι έκλινα στο προσκέφαλο
Σηκώθηκα
μα ειρήνη δεν βρήκα.
Όλες οι εγκόσμιες υποθέσεις
στη λήθη να ριχτούνε
Η ζωή εφιάλτης
Στα σίγουρα ο δρόμος
οδηγεί στο κελάρι.
Καμιά άλλη διαδρομή
δεν αξίζει τιμή
Ο Κήπος
Ο κήπος βαθύς και γαλήνιος
η αίθουσα άδεια και μικρή
Σε λίγο θ’ αρχίσει
το σφυροκόπημα των πλυστρών
ν’ ανακατεύεται με τον αέρα
Σ' αυτήν την αιώνια νύχτα
μόνο ένας άγρυπνος άντρας ακούει
τους διαλείποντες θορύβους
που φευγαλέα παρουσιάζονται στις κουρτίνες
απ’ το σεληνόφως.
(μετ: Δημήτρης Παλάζης)
Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015
το βύθισμα των πραγμάτων...
Τα κλήματα των πόλεων είναι μαραμένα.
Πέρα έξω, τα εμπορικά κέντρα αδειάζουν και σκοτεινιάζουν.
Μια άλικη σκιά χαλυβουργείων...
Γιάννης Σταύρου, Βιομηχανικό τοπίο, Κερατσίνι, λάδι σε καμβά
Τζείμς Ράιτ
Βροχή
Είναι το βύθισμα των πραγμάτων.
Φώτα που αναβοσβήνουν περιφέρονται πάνω από σκοτεινά δέντρα,
Κοπέλες γονατίζουν,
Μιας κουκουβάγιας τα βλέφαρα κλείνουν.
Τα θλιμμένα κόκαλα των χεριών μου βουλιάζουν σε μια κοιλάδα
Παράξενων βράχων.
(μετ. Γιάννης Λειβαδάς)
Λυκόφωτα
Οι μεγάλες πέτρες της στάμνας πίσω από τον αχυρώνα
Είναι μουλιασμένες στο ασβεστόνερο.
Το πρόσωπο της γιαγιάς μου είναι ένα μικρό φύλλο από σφένδαμο
Αποξηραμένο μέσα σε ένα μυστικό κουτί.
Ακρίδες κατεβαίνουν στις σκούρες πράσινες χαραμάδες
Της παιδικής μου ηλικίας. Μανταλάκια κρέμονται απαλά από τα δέντρα. Τα μαλλιά σου είναι γκρίζα.
Τα κλήματα των πόλεων είναι μαραμένα.
Πέρα έξω, τα εμπορικά κέντρα αδειάζουν και σκοτεινιάζουν.
Μια άλικη σκιά χαλυβουργείων.
(μετ. Μαρία Κατσοπούλου)
Πέρα έξω, τα εμπορικά κέντρα αδειάζουν και σκοτεινιάζουν.
Μια άλικη σκιά χαλυβουργείων...
Τζείμς Ράιτ
Βροχή
Είναι το βύθισμα των πραγμάτων.
Φώτα που αναβοσβήνουν περιφέρονται πάνω από σκοτεινά δέντρα,
Κοπέλες γονατίζουν,
Μιας κουκουβάγιας τα βλέφαρα κλείνουν.
Τα θλιμμένα κόκαλα των χεριών μου βουλιάζουν σε μια κοιλάδα
Παράξενων βράχων.
(μετ. Γιάννης Λειβαδάς)
Λυκόφωτα
Οι μεγάλες πέτρες της στάμνας πίσω από τον αχυρώνα
Είναι μουλιασμένες στο ασβεστόνερο.
Το πρόσωπο της γιαγιάς μου είναι ένα μικρό φύλλο από σφένδαμο
Αποξηραμένο μέσα σε ένα μυστικό κουτί.
Ακρίδες κατεβαίνουν στις σκούρες πράσινες χαραμάδες
Της παιδικής μου ηλικίας. Μανταλάκια κρέμονται απαλά από τα δέντρα. Τα μαλλιά σου είναι γκρίζα.
Τα κλήματα των πόλεων είναι μαραμένα.
Πέρα έξω, τα εμπορικά κέντρα αδειάζουν και σκοτεινιάζουν.
Μια άλικη σκιά χαλυβουργείων.
(μετ. Μαρία Κατσοπούλου)
Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015
όταν η μοίρα πετάει πέτρες...
όλα είναι ξένα στο πεπρωμένο μου, ξένα στο ίδιo τους το πεπρωμένο
-ανεμελιά, βρισιές απρόβλεπτες, όταν η μοίρα πετάει πέτρες, αντίλαλοι
αγνώστων φωνών-, συλλoγική σαλάτα της ζωής...
Γιάννης Σταύρου, Αραγμένα στο λιμάνι, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Φερνάντο Πεσσόα
Ποιήματα
Πότε θα περάσει αυτή η εσωτερική νύχτα, το σύμπαν,
κι εγώ, η ψυχή μου, θα 'χω τη μέρα μου;
Πότε θα ξυπνήσω απ' το ξύπνημά μου;
Δεν ξέρω. Ο ήλιος λάμπει ψηλά,
αδύνατον να τ' αριθμήσεις.
Η καρδιά χτυπά ξένη,
αδύνατον να την ακούσεις.
Πότε θα τελειώσει αυτό το δράμα χωρίς θέατρο,
ή αυτό το θέατρο χωρίς δράμα,
και θα γυρίσω σπίτι;
Πού; Πώς; Πότε;
Γάτα που με κοιτάς με τα μάτια της ζωής
ποιον έχεις στο βάθος τους;
Είναι αυτός! Είναι αυτός!
Αυτός θα διατάξει σαν τον Ιησού του Ναυή στήθι
ήλιε κι εγώ θα ξυπνήσω.
Και θα 'ναι μέρα.
Χαμογέλασε, μες στον ύπνο σου, ψυχή μου!
Χαμογέλασε, ψυχή μου: θα 'ναι μέρα!
*
Όλα περνούν και τίποτα απ' όλα αυτά δεν μου λέει τίποτα, όλα είναι ξένα στο πεπρωμένο μου, ξένα στο ίδιo τους το πεπρωμένο -ανεμελιά, βρισιές απρόβλεπτες, όταν η μοίρα πετάει πέτρες, αντίλαλοι αγνώστων φωνών-, συλλoγική σαλάτα της ζωής.
*
Τη μέρα είναι γεμάτοι από φασαρία που δεν σημαίνει τίποτα. Τη νύχτα είναι γεμάτοι από έλλειψη φασαρίας, που πάλι δεν σημαίνει τίποτα. Εγώ τη μέρα είμαι ένα τίποτα, αλλά τη νύχτα είμαι εγώ. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σε μένα και τους δρόμους από την πλευρά της Αλφάντεγκα, εκτός από το ότι αυτοί είναι δρόμοι και εγώ ψυχή, το οποίο μπορεί να μην έχει καμιά σημασία μπροστά στην ουσία των πραγμάτων. Υπάρχει ένα κοινό πεπρωμένο, καθότι αφηρημένο, για τους ανθρώπους και τα πράγματα - ένας εξίσου αδιάφορος ορισμός στην άλγεβρα του μυστηρίου
(μετ. Μαρία Παπαδήμα)
Γιάννης Σταύρου, Αραγμένα στο λιμάνι, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Φερνάντο Πεσσόα
Ποιήματα
Πότε θα περάσει αυτή η εσωτερική νύχτα, το σύμπαν,
κι εγώ, η ψυχή μου, θα 'χω τη μέρα μου;
Πότε θα ξυπνήσω απ' το ξύπνημά μου;
Δεν ξέρω. Ο ήλιος λάμπει ψηλά,
αδύνατον να τ' αριθμήσεις.
Η καρδιά χτυπά ξένη,
αδύνατον να την ακούσεις.
Πότε θα τελειώσει αυτό το δράμα χωρίς θέατρο,
ή αυτό το θέατρο χωρίς δράμα,
και θα γυρίσω σπίτι;
Πού; Πώς; Πότε;
Γάτα που με κοιτάς με τα μάτια της ζωής
ποιον έχεις στο βάθος τους;
Είναι αυτός! Είναι αυτός!
Αυτός θα διατάξει σαν τον Ιησού του Ναυή στήθι
ήλιε κι εγώ θα ξυπνήσω.
Και θα 'ναι μέρα.
Χαμογέλασε, μες στον ύπνο σου, ψυχή μου!
Χαμογέλασε, ψυχή μου: θα 'ναι μέρα!
*
Όλα περνούν και τίποτα απ' όλα αυτά δεν μου λέει τίποτα, όλα είναι ξένα στο πεπρωμένο μου, ξένα στο ίδιo τους το πεπρωμένο -ανεμελιά, βρισιές απρόβλεπτες, όταν η μοίρα πετάει πέτρες, αντίλαλοι αγνώστων φωνών-, συλλoγική σαλάτα της ζωής.
*
Τη μέρα είναι γεμάτοι από φασαρία που δεν σημαίνει τίποτα. Τη νύχτα είναι γεμάτοι από έλλειψη φασαρίας, που πάλι δεν σημαίνει τίποτα. Εγώ τη μέρα είμαι ένα τίποτα, αλλά τη νύχτα είμαι εγώ. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σε μένα και τους δρόμους από την πλευρά της Αλφάντεγκα, εκτός από το ότι αυτοί είναι δρόμοι και εγώ ψυχή, το οποίο μπορεί να μην έχει καμιά σημασία μπροστά στην ουσία των πραγμάτων. Υπάρχει ένα κοινό πεπρωμένο, καθότι αφηρημένο, για τους ανθρώπους και τα πράγματα - ένας εξίσου αδιάφορος ορισμός στην άλγεβρα του μυστηρίου
(μετ. Μαρία Παπαδήμα)
Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015
Ο άνθρωπος δημιούργησε το θάνατο...
Ο άνθρωπος το τέλος περιμένει
Τρόμο και ελπίδα έχοντας για όλα...
*
A man awaits his end
Dreading and hoping all...
Γιάννης Σταύρου, Φέτα καρπούζι με πηρούνι, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς
Ο θάνατος
Ούτε ο τρόμος ούτε η ελπίδα ακολουθούν
το ζώο που πεθαίνει.
Ο άνθρωπος το τέλος περιμένει
Τρόμο και ελπίδα έχοντας για όλα.
Πολλές φορές έχει πεθάνει
Πολλές φορές σηκώθηκε ξανά.
Ένας σπουδαίος άνθρωπος περήφανος
Με ανθρωποκτόνους αντιμέτωπος
Εμπαίζει
Της αναπνοής το φθίνεμα
Το θάνατο γνωρίζει ώς το μεδούλι
Ο άνθρωπος δημιούργησε το θάνατο.
William Butler Yeats
Death
Nor dread nor hope attend
A dying animal;
A man awaits his end
Dreading and hoping all;
Many times he died,
Many times rose again.
A great man in his pride
Confronting murderous men
Casts derision upon
Supersession of breath;
He knows death to the bone --
Man has created death.
Τρόμο και ελπίδα έχοντας για όλα...
*
A man awaits his end
Dreading and hoping all...
Γιάννης Σταύρου, Φέτα καρπούζι με πηρούνι, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς
Ο θάνατος
Ούτε ο τρόμος ούτε η ελπίδα ακολουθούν
το ζώο που πεθαίνει.
Ο άνθρωπος το τέλος περιμένει
Τρόμο και ελπίδα έχοντας για όλα.
Πολλές φορές έχει πεθάνει
Πολλές φορές σηκώθηκε ξανά.
Ένας σπουδαίος άνθρωπος περήφανος
Με ανθρωποκτόνους αντιμέτωπος
Εμπαίζει
Της αναπνοής το φθίνεμα
Το θάνατο γνωρίζει ώς το μεδούλι
Ο άνθρωπος δημιούργησε το θάνατο.
William Butler Yeats
Death
Nor dread nor hope attend
A dying animal;
A man awaits his end
Dreading and hoping all;
Many times he died,
Many times rose again.
A great man in his pride
Confronting murderous men
Casts derision upon
Supersession of breath;
He knows death to the bone --
Man has created death.
Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015
Πουλί τώρα πια δεν κελαηδεί...
Ας πούμε πως έχασα.
Θα περάσει καιρός πριν φανούν και πάλι οι βάλτοι
Θα περάσει καιρός πριν απ' το πρώτο πουλί...
*
Be it my loss.
It will be long ere the marshes resume,
I will be long ere the earliest bird...
Γιάννης Σταύρου, Πλαγιά στον Υμηττό, λάδι σε καμβά
Ρόμπερτ Φροστ
Ο δρόμος που δεν πήρα
Ήταν δυο δρόμοι που αποκλίναν μες στο δάσος.
Μα δεν μπορούσα να τους πάρω και τους δύο
Χωρίς να γίνω ο ίδιος δύο∙ λυπημένα
Ακολουθούσα με το βλέμμα μου τον ένα
Για να τον χάσω μες στη χλόη σ’ ένα σημείο.
Πήρα τον άλλον κι έμοιαζε καλά να κάνω∙
Ίσως και να ’χε ένα δικαίωμα παραπάνω
Όντας πιο θαλερός, λιγότερο φθαρμένος,
Μ’ όλο που ως προς αυτό σχεδόν δεν διαφέραν∙
Ήταν κι αυτός περίπου εξίσου πατημένος.
Κι οι δυο ξετυλιγόνταν σκεπασμένοι ακόμη
Φύλλα πρωινά, ίδιοι απαράλλαχτοι, όμως
Κράτησα εγώ τον πρώτο για μιαν άλλη μέρα∙
Αν κι οδηγώντας σ’ άλλους δρόμους κάθε δρόμος
Επιστροφή δεν έχουν όσο ξέρω οι δρόμοι.
Θα λέω με στεναγμό σαν θα ’μαι πολύ γέρος,
Βρήκα δυο δρόμους που αποκλίναν σ’ ένα μέρος
Και πήρα αυτόν που ’χε περπατηθεί πιο λίγο
(χωρίς να θέλω και τον άλλον ν’ αποφύγω)∙
Κι άλλαξε αυτό για πάντα τη ζωή μου.
Τώρα κλείσ' τα παράθυρα
Τώρα κλείσ' τα παράθυρα και κάνε τα λιβάδεια να σιωπήσουν:
Αν είναι ανάγκη για τα δέντρα, άσ' τα να πηγαινόρχονται-
Πουλί τώρα πια δεν κελαηδεί κι αν κελαηδεί
Ας πούμε πως έχασα.
Θα περάσει καιρός πριν φανούν και πάλι οι βάλτοι
Θα περάσει καιρός πριν απ' το πρώτο πουλί:
Κλείσε λοιπόν τα παράθυρα να μην ακούς τον άνεμο,
Μόνο κοίτα τα πάντα ν' ανεμοδέρνονται.
(μετ. Νίκος Φωκάς)
Robert Frost
The Road Not Taken
Two roads diverged in a yellow wood,
And sorry I could not travel both
And be one traveler, long I stood
And looked down one as far as I could
To where it bent in the undergrowth;
Then took the other, as just as fair,
And having perhaps the better claim,
Because it was grassy and wanted wear;
Though as for that the passing there
Had worn them really about the same,
And both that morning equally lay
In leaves no step had trodden black.
Oh, I kept the first for another day!
Yet knowing how way leads on to way,
I doubted if I should ever come back.
I shall be telling this with a sigh
Somewhere ages and ages hence:
Two roads diverged in a wood, and I—
I took the one less traveled by,
And that has made all the difference.
Now close the windows
Now close the windows and hush all the fields:
If the trees must, let them silently toss;
No bird is singing now, and if there is,
Be it my loss.
It will be long ere the marshes resume,
I will be long ere the earliest bird:
So close the windows and not hear the wind,
But see all wind-stirred.
Θα περάσει καιρός πριν φανούν και πάλι οι βάλτοι
Θα περάσει καιρός πριν απ' το πρώτο πουλί...
*
Be it my loss.
It will be long ere the marshes resume,
I will be long ere the earliest bird...
Γιάννης Σταύρου, Πλαγιά στον Υμηττό, λάδι σε καμβά
Ρόμπερτ Φροστ
Ο δρόμος που δεν πήρα
Ήταν δυο δρόμοι που αποκλίναν μες στο δάσος.
Μα δεν μπορούσα να τους πάρω και τους δύο
Χωρίς να γίνω ο ίδιος δύο∙ λυπημένα
Ακολουθούσα με το βλέμμα μου τον ένα
Για να τον χάσω μες στη χλόη σ’ ένα σημείο.
Πήρα τον άλλον κι έμοιαζε καλά να κάνω∙
Ίσως και να ’χε ένα δικαίωμα παραπάνω
Όντας πιο θαλερός, λιγότερο φθαρμένος,
Μ’ όλο που ως προς αυτό σχεδόν δεν διαφέραν∙
Ήταν κι αυτός περίπου εξίσου πατημένος.
Κι οι δυο ξετυλιγόνταν σκεπασμένοι ακόμη
Φύλλα πρωινά, ίδιοι απαράλλαχτοι, όμως
Κράτησα εγώ τον πρώτο για μιαν άλλη μέρα∙
Αν κι οδηγώντας σ’ άλλους δρόμους κάθε δρόμος
Επιστροφή δεν έχουν όσο ξέρω οι δρόμοι.
Θα λέω με στεναγμό σαν θα ’μαι πολύ γέρος,
Βρήκα δυο δρόμους που αποκλίναν σ’ ένα μέρος
Και πήρα αυτόν που ’χε περπατηθεί πιο λίγο
(χωρίς να θέλω και τον άλλον ν’ αποφύγω)∙
Κι άλλαξε αυτό για πάντα τη ζωή μου.
Τώρα κλείσ' τα παράθυρα
Τώρα κλείσ' τα παράθυρα και κάνε τα λιβάδεια να σιωπήσουν:
Αν είναι ανάγκη για τα δέντρα, άσ' τα να πηγαινόρχονται-
Πουλί τώρα πια δεν κελαηδεί κι αν κελαηδεί
Ας πούμε πως έχασα.
Θα περάσει καιρός πριν φανούν και πάλι οι βάλτοι
Θα περάσει καιρός πριν απ' το πρώτο πουλί:
Κλείσε λοιπόν τα παράθυρα να μην ακούς τον άνεμο,
Μόνο κοίτα τα πάντα ν' ανεμοδέρνονται.
(μετ. Νίκος Φωκάς)
Robert Frost
The Road Not Taken
Two roads diverged in a yellow wood,
And sorry I could not travel both
And be one traveler, long I stood
And looked down one as far as I could
To where it bent in the undergrowth;
Then took the other, as just as fair,
And having perhaps the better claim,
Because it was grassy and wanted wear;
Though as for that the passing there
Had worn them really about the same,
And both that morning equally lay
In leaves no step had trodden black.
Oh, I kept the first for another day!
Yet knowing how way leads on to way,
I doubted if I should ever come back.
I shall be telling this with a sigh
Somewhere ages and ages hence:
Two roads diverged in a wood, and I—
I took the one less traveled by,
And that has made all the difference.
Now close the windows
Now close the windows and hush all the fields:
If the trees must, let them silently toss;
No bird is singing now, and if there is,
Be it my loss.
It will be long ere the marshes resume,
I will be long ere the earliest bird:
So close the windows and not hear the wind,
But see all wind-stirred.
Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015
η σκιά δε θα φύγει ποτε πια...
Κι η ματιά του, όπως κοιτάζει,
με ματιά δαιμόνου μοιάζει
κι η νυχτιά που το σκεπάζει,
του στοιχειώνει τη σκιά.
Α! η ψυχή μου δε θα φύγει απ' αυτήνε τη σκιά.
Δε θα φύγει ποτέ πια!...
*
And his eyes have all the seeming of a demon’s that is dreaming,
And the lamp-light o’er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted—nevermore!...
Γιάννης Σταύρου, Μαύρο καράβι, λάδι σε καμβά
Έντγκαρ Άλαν Πόε
Το Κοράκι
Δώδεκα έδειχνεν η ώρα,
μεσονύχτι όπως και τώρα
κι ήμουν βυθισμένος ώρα
σε βιβλία αλλοτινά,
όταν μες από 'να θάμπος
ύπνου να μου 'φανη σάμπως,
έξω από τη πόρτα κάποιος
να χτυπούσε σιγανά.
"Επισκέπτης", είπα, "θα 'ναι και χτυπάει σιγανά,
τούτο θα 'ναι μοναχά".
Α! θυμάμαι 'πεφτε χιόνι
και του κρυού Δεκέμβρη τόνοι
σκούζαν μες στο παραγώνι
και στοιχειώναν τη φωτιά.
Η νυχτιά με στεναχώρα
κι άδικα έψαχνα τόση ώρα
να 'βρω τη γλυκειά Λενώρα
μες στ' αρχαία μου χαρτιά.
Τη Λενώρα που οι αγγέλοι της κρατούνε συντροφιά
και δικιά μας ποτέ πιά.
Κάθε θρόισμα στο μετάξι
της κουρτίνας είχ' αλλάξει
κι έρχονταν να με ταράξει
άγριος φόβος που τρυπά
κι έλεγα, να πάρω θάρρος
και να διώξω αυτό το βάρος:
"Επισκέπτης, δίχως άλλο,
θα 'ναι τούτος που χτυπά.
Κάποιος νυχτοπαρωρίτης, που για να 'μπει μου χτυπά,
τούτο θα 'ναι μοναχά".
Ξάφνου άντρειωσ' η ψυχή μου
και παρά τη ταραχή μου:
-"Κύριε", φώναξα, "ή κυρία
συχωρέστε μ' έστω αργά.
Στα χαρτιά ήμουν σκυμμένος
κι ίσως μισοκοιμισμένος,
δε σας άκουσα ωρισμένως
να χτυπάτε έτσι αργά".
Με τα λόγια τούτα 'νοίγω τα πορτόφυλλα γοργά.
Έξω νύχτα μοναχά.
Το σκοτάδι αυτό τρυπώντας
έμεινα κειδά απορώντας,
κάθε τόσο ανασκιρτώντας
μέσα σ' όνειρα αλγεινά.
Κράτησε σιγή για ώρα
κι άξαφνα απ' τα βάθη τώρα,
μια φωνή να λέει: "Λενώρα"
σα ν' ακούστηκε βραχνά.
"Εγώ φώναξα: Λενώρα! και τη φέρνει ηχώ ξανά.
Έτσι θα 'ναι μοναχά".
Μπήκα στο δωμάτιο πάλι
μ' άνω-κάτω το κεφάλι,
μα μες απ' αυτή τη ζάλη,
δυνατήν ακουώ χτυπιά.
"Α! Στο παραθύρι θα 'ναι",
λέω ευθύς, "και με ζητάνε.
Ας ιδώ τώρα ποιός να 'ναι,
φτάνει το μυστήριο πια.
Η καρδιά μου δεν αντέχει, φτάνει το μυστήριο πια.
θα 'ν' αγέρας μοναχά".
Τότε τα παντζούρια ανοίγω,
όμως μια κραυγή μου πνίγω,
καθώς βλέπω 'να κοράκι
μες στο δώμα να περνά.
Η ευγένεια δε το νοιάζει
κι ούτε που με λογαριάζει,
μα γαντζώνει στο περβάζι
της εσώπορτας, στερνά.
Και γαντζώνει και κουρνιάζει στη μαρμάρινη Αθηνά
και κοιτάζει μοναχά.
Πώς ανάπνευσα στ' αλήθεια!
και γελώντας απ' τα στήθεια,
λέω από παλιά συνήθεια,
στ' όρνιο με τη κρυά ματιά:
-"Κι αν σου κόψαν το λοφίο
κι αν σ' αφήκαν έτσι αστείο,
μαυροπούλι, άλλως θείο,
που πλανιέσαι στη νυχτιά,
ποιό 'ναι τάχα τ' όνομά σου μες στην άραχνη νυχτιά";
Και μου λέει: -"Ποτέ πια"!
Τρόμαξα στ' αλήθεια μου όντας
μου δευτέρωσε μιλώντας.
"Δίχως άλλο", είπα σκιρτώντας,
"τούτο ξέρει μοναχά.
Κάποιος πρώην κύριός του,
θα 'κλαψε πολύ. Ο καημός του
ίσως να 'γινε δικός του
και για τούτο αγκομαχά.
Του απόμεινε στη σκέψη κι είναι σα να ξεψυχά,
λέγοντάς μου: Ποτέ πιά"!
Και τη θλίψη μου ξεχνώντας,
έστρεψα σ' αυτό γελώντας,
τη καρέκλα μου τραβώντας
στο κοράκι αντικρυνά.
Μα στο κάθισμά μου πάνω,
χίλιες τόσες σκέψεις κάνω
και στο νου μου τώρα βάνω,
για ποιό λόγο αληθινά,
σα μιαν επωδό μακάβρια, να μου λέει όλο ξανά,
το κοράκι; -"Ποτέ πια"!
Γρίφος θα 'ν' ή αίνιγμά του
κι ίσως μήνυμα θανάτου
και κοιτώντας τη ματιά του,
που τρυπούσε τη καρδιά,
γέρνω ωραία το κεφάλι,
στο δικό της προσκεφάλι,
όπου αντιφεγγούσε πάλι
σα και τότε μια βραδιά,
με το βιολετί βελούδο, σα και τότε μια βραδιά
και που δε θ' αγγίξει πια!
Ξάφνου να 'νιωσα μου 'φάνη
γύρω μου άκρατο λιβάνι
και πλημμύρα να μου φτάνει
νέφι η θεία του καπνιά.
-"'Αθλιε!" φώναξα, "στοχάσου,
που Θεός στέλνει κοντά σου
άγγελους να σου σταλάσσου'
νηπενθές για λησμονιά.
Πιές το, ω! πιές το, τη Λενώρα, να ξεχάσεις μ' απονιά".
Και μου λέει: -"Ποτέ πια"!
-"Α! Προφήτη", κράζω, "ωιμένα!
κι αν του Δαίμονα 'σαι γέννα
κι αν ο Πειρασμός σε μένα,
σ' έστειλ' απ' τη γης βαθιά.
Κι αν σε τόπο ρημαγμένο
σ' έχει ρίξει απελπισμένο,
σ' ένα σπίτι στοιχειωμένο,
με σκιές και με ξωθιά,
θα 'βρω στη Γαλαάδ, ω! πέσμου, θα 'βρω κει παρηγοριά";
Και μου λέει: -"Ποτέ πια"!
-"Α! Προφήτη, ανήλιαγο όρνιο
κι αν πουλί 'σαι κι αν τελώνιο,
απ' το σκότος σου το αιώνιο
κι απ' τη κρύα σου νεφιά,
πέσμου, στης Εδέμ τα δάση,
θα 'βρει ο νους μου ν' αγκαλιάσει,
μια παρθένα που 'χει αγιάσει
κι έχει αγγέλους συντροφιά;
Μιαν ολόλαμπρη παρθένα, που 'χει αγγέλους συντροφιά";
Και μου λέει: -"Ποτέ πια"!
-"Φύγε στ' άγρια σου τα μέρη,
όρνιο ή φάντασμα! Ποιός ξέρει
αν αυτό που σ' έχει φέρει,
δε σε καταπιεί ξανά
κι ούτ' ένα μικρό φτερό σου
να μη μείνει 'δω δικό σου!"
φώναξα, "και το φευγιό σου
να χαθεί στα σκοτεινά.
Πάρε και το κρώξιμό σου, πέρ' από την Αθηνά"!
Και μου λέει: -"Ποτέ πια"!
Κι από τότε 'κει δεμένο,
το κοράκι καθισμένο.
Μένει πάντα κουρνιασμένο,
στη μαρμάρινη Θεά.
Κι η ματιά του, όπως κοιτάζει,
με ματιά δαιμόνου μοιάζει
κι η νυχτιά που το σκεπάζει,
του στοιχειώνει τη σκιά.
Α! η ψυχή μου δε θα φύγει απ' αυτήνε τη σκιά.
Δε θα φύγει ποτέ πια!
(μετ. Γιάννης Β. Ιωαννίδης)
Edgar Allan Poe
The Raven
Once upon a midnight dreary, while I pondered, weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore—
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
“’Tis some visitor,” I muttered, “tapping at my chamber door—
Only this and nothing more.”
Ah, distinctly I remember it was in the bleak December;
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow;—vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow—sorrow for the lost Lenore—
For the rare and radiant maiden whom the angels name Lenore—
Nameless here for evermore.
And the silken, sad, uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me—filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating
“’Tis some visitor entreating entrance at my chamber door—
Some late visitor entreating entrance at my chamber door;—
This it is and nothing more.”
Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
“Sir,” said I, “or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you”—here I opened wide the door;—
Darkness there and nothing more.
Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before;
But the silence was unbroken, and the stillness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, “Lenore?”
This I whispered, and an echo murmured back the word, “Lenore!”—
Merely this and nothing more.
Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
“Surely,” said I, “surely that is something at my window lattice;
Let me see, then, what thereat is, and this mystery explore—
Let my heart be still a moment and this mystery explore;—
’Tis the wind and nothing more!”
Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately Raven of the saintly days of yore;
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door—
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door—
Perched, and sat, and nothing more.
Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
“Though thy crest be shorn and shaven, thou,” I said, “art sure no craven,
Ghastly grim and ancient Raven wandering from the Nightly shore—
Tell me what thy lordly name is on the Night’s Plutonian shore!”
Quoth the Raven “Nevermore.”
Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning—little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door—
Bird or beast upon the sculptured bust above his chamber door,
With such name as “Nevermore.”
But the Raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing farther then he uttered—not a feather then he fluttered—
Till I scarcely more than muttered “Other friends have flown before—
On the morrow he will leave me, as my Hopes have flown before.”
Then the bird said “Nevermore.”
Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
“Doubtless,” said I, “what it utters is its only stock and store
Caught from some unhappy master whom unmerciful Disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore—
Till the dirges of his Hope that melancholy burden bore
Of ‘Never—nevermore’.”
But the Raven still beguiling all my fancy into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird, and bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore—
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
Meant in croaking “Nevermore.”
This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom’s core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion’s velvet lining that the lamp-light gloated o’er,
But whose velvet-violet lining with the lamp-light gloating o’er,
She shall press, ah, nevermore!
Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
“Wretch,” I cried, “thy God hath lent thee—by these angels he hath sent thee
Respite—respite and nepenthe from thy memories of Lenore;
Quaff, oh quaff this kind nepenthe and forget this lost Lenore!”
Quoth the Raven “Nevermore.”
“Prophet!” said I, “thing of evil!—prophet still, if bird or devil!—
Whether Tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted—
On this home by Horror haunted—tell me truly, I implore—
Is there—is there balm in Gilead?—tell me—tell me, I implore!”
Quoth the Raven “Nevermore.”
“Prophet!” said I, “thing of evil!—prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us—by that God we both adore—
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels name Lenore—
Clasp a rare and radiant maiden whom the angels name Lenore.”
Quoth the Raven “Nevermore.”
“Be that word our sign of parting, bird or fiend!” I shrieked, upstarting—
“Get thee back into the tempest and the Night’s Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken!—quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!”
Quoth the Raven “Nevermore.”
And the Raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon’s that is dreaming,
And the lamp-light o’er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted—nevermore!
με ματιά δαιμόνου μοιάζει
κι η νυχτιά που το σκεπάζει,
του στοιχειώνει τη σκιά.
Α! η ψυχή μου δε θα φύγει απ' αυτήνε τη σκιά.
Δε θα φύγει ποτέ πια!...
*
And his eyes have all the seeming of a demon’s that is dreaming,
And the lamp-light o’er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted—nevermore!...
Γιάννης Σταύρου, Μαύρο καράβι, λάδι σε καμβά
Έντγκαρ Άλαν Πόε
Το Κοράκι
Δώδεκα έδειχνεν η ώρα,
μεσονύχτι όπως και τώρα
κι ήμουν βυθισμένος ώρα
σε βιβλία αλλοτινά,
όταν μες από 'να θάμπος
ύπνου να μου 'φανη σάμπως,
έξω από τη πόρτα κάποιος
να χτυπούσε σιγανά.
"Επισκέπτης", είπα, "θα 'ναι και χτυπάει σιγανά,
τούτο θα 'ναι μοναχά".
Α! θυμάμαι 'πεφτε χιόνι
και του κρυού Δεκέμβρη τόνοι
σκούζαν μες στο παραγώνι
και στοιχειώναν τη φωτιά.
Η νυχτιά με στεναχώρα
κι άδικα έψαχνα τόση ώρα
να 'βρω τη γλυκειά Λενώρα
μες στ' αρχαία μου χαρτιά.
Τη Λενώρα που οι αγγέλοι της κρατούνε συντροφιά
και δικιά μας ποτέ πιά.
Κάθε θρόισμα στο μετάξι
της κουρτίνας είχ' αλλάξει
κι έρχονταν να με ταράξει
άγριος φόβος που τρυπά
κι έλεγα, να πάρω θάρρος
και να διώξω αυτό το βάρος:
"Επισκέπτης, δίχως άλλο,
θα 'ναι τούτος που χτυπά.
Κάποιος νυχτοπαρωρίτης, που για να 'μπει μου χτυπά,
τούτο θα 'ναι μοναχά".
Ξάφνου άντρειωσ' η ψυχή μου
και παρά τη ταραχή μου:
-"Κύριε", φώναξα, "ή κυρία
συχωρέστε μ' έστω αργά.
Στα χαρτιά ήμουν σκυμμένος
κι ίσως μισοκοιμισμένος,
δε σας άκουσα ωρισμένως
να χτυπάτε έτσι αργά".
Με τα λόγια τούτα 'νοίγω τα πορτόφυλλα γοργά.
Έξω νύχτα μοναχά.
Το σκοτάδι αυτό τρυπώντας
έμεινα κειδά απορώντας,
κάθε τόσο ανασκιρτώντας
μέσα σ' όνειρα αλγεινά.
Κράτησε σιγή για ώρα
κι άξαφνα απ' τα βάθη τώρα,
μια φωνή να λέει: "Λενώρα"
σα ν' ακούστηκε βραχνά.
"Εγώ φώναξα: Λενώρα! και τη φέρνει ηχώ ξανά.
Έτσι θα 'ναι μοναχά".
Μπήκα στο δωμάτιο πάλι
μ' άνω-κάτω το κεφάλι,
μα μες απ' αυτή τη ζάλη,
δυνατήν ακουώ χτυπιά.
"Α! Στο παραθύρι θα 'ναι",
λέω ευθύς, "και με ζητάνε.
Ας ιδώ τώρα ποιός να 'ναι,
φτάνει το μυστήριο πια.
Η καρδιά μου δεν αντέχει, φτάνει το μυστήριο πια.
θα 'ν' αγέρας μοναχά".
Τότε τα παντζούρια ανοίγω,
όμως μια κραυγή μου πνίγω,
καθώς βλέπω 'να κοράκι
μες στο δώμα να περνά.
Η ευγένεια δε το νοιάζει
κι ούτε που με λογαριάζει,
μα γαντζώνει στο περβάζι
της εσώπορτας, στερνά.
Και γαντζώνει και κουρνιάζει στη μαρμάρινη Αθηνά
και κοιτάζει μοναχά.
Πώς ανάπνευσα στ' αλήθεια!
και γελώντας απ' τα στήθεια,
λέω από παλιά συνήθεια,
στ' όρνιο με τη κρυά ματιά:
-"Κι αν σου κόψαν το λοφίο
κι αν σ' αφήκαν έτσι αστείο,
μαυροπούλι, άλλως θείο,
που πλανιέσαι στη νυχτιά,
ποιό 'ναι τάχα τ' όνομά σου μες στην άραχνη νυχτιά";
Και μου λέει: -"Ποτέ πια"!
Τρόμαξα στ' αλήθεια μου όντας
μου δευτέρωσε μιλώντας.
"Δίχως άλλο", είπα σκιρτώντας,
"τούτο ξέρει μοναχά.
Κάποιος πρώην κύριός του,
θα 'κλαψε πολύ. Ο καημός του
ίσως να 'γινε δικός του
και για τούτο αγκομαχά.
Του απόμεινε στη σκέψη κι είναι σα να ξεψυχά,
λέγοντάς μου: Ποτέ πιά"!
Και τη θλίψη μου ξεχνώντας,
έστρεψα σ' αυτό γελώντας,
τη καρέκλα μου τραβώντας
στο κοράκι αντικρυνά.
Μα στο κάθισμά μου πάνω,
χίλιες τόσες σκέψεις κάνω
και στο νου μου τώρα βάνω,
για ποιό λόγο αληθινά,
σα μιαν επωδό μακάβρια, να μου λέει όλο ξανά,
το κοράκι; -"Ποτέ πια"!
Γρίφος θα 'ν' ή αίνιγμά του
κι ίσως μήνυμα θανάτου
και κοιτώντας τη ματιά του,
που τρυπούσε τη καρδιά,
γέρνω ωραία το κεφάλι,
στο δικό της προσκεφάλι,
όπου αντιφεγγούσε πάλι
σα και τότε μια βραδιά,
με το βιολετί βελούδο, σα και τότε μια βραδιά
και που δε θ' αγγίξει πια!
Ξάφνου να 'νιωσα μου 'φάνη
γύρω μου άκρατο λιβάνι
και πλημμύρα να μου φτάνει
νέφι η θεία του καπνιά.
-"'Αθλιε!" φώναξα, "στοχάσου,
που Θεός στέλνει κοντά σου
άγγελους να σου σταλάσσου'
νηπενθές για λησμονιά.
Πιές το, ω! πιές το, τη Λενώρα, να ξεχάσεις μ' απονιά".
Και μου λέει: -"Ποτέ πια"!
-"Α! Προφήτη", κράζω, "ωιμένα!
κι αν του Δαίμονα 'σαι γέννα
κι αν ο Πειρασμός σε μένα,
σ' έστειλ' απ' τη γης βαθιά.
Κι αν σε τόπο ρημαγμένο
σ' έχει ρίξει απελπισμένο,
σ' ένα σπίτι στοιχειωμένο,
με σκιές και με ξωθιά,
θα 'βρω στη Γαλαάδ, ω! πέσμου, θα 'βρω κει παρηγοριά";
Και μου λέει: -"Ποτέ πια"!
-"Α! Προφήτη, ανήλιαγο όρνιο
κι αν πουλί 'σαι κι αν τελώνιο,
απ' το σκότος σου το αιώνιο
κι απ' τη κρύα σου νεφιά,
πέσμου, στης Εδέμ τα δάση,
θα 'βρει ο νους μου ν' αγκαλιάσει,
μια παρθένα που 'χει αγιάσει
κι έχει αγγέλους συντροφιά;
Μιαν ολόλαμπρη παρθένα, που 'χει αγγέλους συντροφιά";
Και μου λέει: -"Ποτέ πια"!
-"Φύγε στ' άγρια σου τα μέρη,
όρνιο ή φάντασμα! Ποιός ξέρει
αν αυτό που σ' έχει φέρει,
δε σε καταπιεί ξανά
κι ούτ' ένα μικρό φτερό σου
να μη μείνει 'δω δικό σου!"
φώναξα, "και το φευγιό σου
να χαθεί στα σκοτεινά.
Πάρε και το κρώξιμό σου, πέρ' από την Αθηνά"!
Και μου λέει: -"Ποτέ πια"!
Κι από τότε 'κει δεμένο,
το κοράκι καθισμένο.
Μένει πάντα κουρνιασμένο,
στη μαρμάρινη Θεά.
Κι η ματιά του, όπως κοιτάζει,
με ματιά δαιμόνου μοιάζει
κι η νυχτιά που το σκεπάζει,
του στοιχειώνει τη σκιά.
Α! η ψυχή μου δε θα φύγει απ' αυτήνε τη σκιά.
Δε θα φύγει ποτέ πια!
(μετ. Γιάννης Β. Ιωαννίδης)
Edgar Allan Poe
The Raven
Once upon a midnight dreary, while I pondered, weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore—
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
“’Tis some visitor,” I muttered, “tapping at my chamber door—
Only this and nothing more.”
Ah, distinctly I remember it was in the bleak December;
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow;—vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow—sorrow for the lost Lenore—
For the rare and radiant maiden whom the angels name Lenore—
Nameless here for evermore.
And the silken, sad, uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me—filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating
“’Tis some visitor entreating entrance at my chamber door—
Some late visitor entreating entrance at my chamber door;—
This it is and nothing more.”
Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
“Sir,” said I, “or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you”—here I opened wide the door;—
Darkness there and nothing more.
Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before;
But the silence was unbroken, and the stillness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, “Lenore?”
This I whispered, and an echo murmured back the word, “Lenore!”—
Merely this and nothing more.
Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
“Surely,” said I, “surely that is something at my window lattice;
Let me see, then, what thereat is, and this mystery explore—
Let my heart be still a moment and this mystery explore;—
’Tis the wind and nothing more!”
Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately Raven of the saintly days of yore;
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door—
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door—
Perched, and sat, and nothing more.
Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
“Though thy crest be shorn and shaven, thou,” I said, “art sure no craven,
Ghastly grim and ancient Raven wandering from the Nightly shore—
Tell me what thy lordly name is on the Night’s Plutonian shore!”
Quoth the Raven “Nevermore.”
Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning—little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door—
Bird or beast upon the sculptured bust above his chamber door,
With such name as “Nevermore.”
But the Raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing farther then he uttered—not a feather then he fluttered—
Till I scarcely more than muttered “Other friends have flown before—
On the morrow he will leave me, as my Hopes have flown before.”
Then the bird said “Nevermore.”
Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
“Doubtless,” said I, “what it utters is its only stock and store
Caught from some unhappy master whom unmerciful Disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore—
Till the dirges of his Hope that melancholy burden bore
Of ‘Never—nevermore’.”
But the Raven still beguiling all my fancy into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird, and bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore—
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
Meant in croaking “Nevermore.”
This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom’s core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion’s velvet lining that the lamp-light gloated o’er,
But whose velvet-violet lining with the lamp-light gloating o’er,
She shall press, ah, nevermore!
Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
“Wretch,” I cried, “thy God hath lent thee—by these angels he hath sent thee
Respite—respite and nepenthe from thy memories of Lenore;
Quaff, oh quaff this kind nepenthe and forget this lost Lenore!”
Quoth the Raven “Nevermore.”
“Prophet!” said I, “thing of evil!—prophet still, if bird or devil!—
Whether Tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted—
On this home by Horror haunted—tell me truly, I implore—
Is there—is there balm in Gilead?—tell me—tell me, I implore!”
Quoth the Raven “Nevermore.”
“Prophet!” said I, “thing of evil!—prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us—by that God we both adore—
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels name Lenore—
Clasp a rare and radiant maiden whom the angels name Lenore.”
Quoth the Raven “Nevermore.”
“Be that word our sign of parting, bird or fiend!” I shrieked, upstarting—
“Get thee back into the tempest and the Night’s Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken!—quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!”
Quoth the Raven “Nevermore.”
And the Raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon’s that is dreaming,
And the lamp-light o’er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted—nevermore!
Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015
τοπία του τέλους...
Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα
αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά
και καρπούς σάπιους...
Γιάννης Σταύρου, Λιμάνι, λάδι σε καμβά
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ
Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα
Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο-
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω-
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.
Έξοδος
Στον άγλωσσο τούτο κόσμο
που ήρθα για βουβές σπουδές
είναι οι ασκήσεις μου εκκωφαντικές
ξέρω, δεν ρέει ακόμα
δεν ρέει φυσικά η σιωπή μου.
Λυπιού
(απόσπασμα)
Έναν τόπο επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα μου,
ώς τα κρυσταλλωμένα δάκρυα,
ώς να βγουν οι νοσταλγίες, πανθηρούλες λευκές
που δαγκώνουν και τσούζούν οι δαγκωματιές τους.
Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα
αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά
και καρπούς σάπιους.
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα
αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά
και καρπούς σάπιους...
Γιάννης Σταύρου, Λιμάνι, λάδι σε καμβά
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ
Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα
Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο-
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω-
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.
Έξοδος
Στον άγλωσσο τούτο κόσμο
που ήρθα για βουβές σπουδές
είναι οι ασκήσεις μου εκκωφαντικές
ξέρω, δεν ρέει ακόμα
δεν ρέει φυσικά η σιωπή μου.
Λυπιού
(απόσπασμα)
Έναν τόπο επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα μου,
ώς τα κρυσταλλωμένα δάκρυα,
ώς να βγουν οι νοσταλγίες, πανθηρούλες λευκές
που δαγκώνουν και τσούζούν οι δαγκωματιές τους.
Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα
αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά
και καρπούς σάπιους.
Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015
σκάβουμε τάφο στους αιθέρες εκεί δεν θα ’ναι στριμωχτά...
Μαύρο γάλα της αυγής το πίνουμε το βράδυ
το πίνουμε το μεσημέρι και πρωί το πίνουμε τη νύχτα
πίνουμε και πίνουμε
σκάβουμε τάφο στους αιθέρες εκεί δεν θα ’ναι στριμωχτά
Ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν πέφτει το σκοτάδι στη Γερμανία τα χρυσά
σου μαλλιά Μαργαρίτα...
Γιάννης Σταύρου, Αναγνώστρια, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Πάουλ Τσέλαν
Η ώρα των πνευμάτων
Η γαλήνη αγκομαχά. Είναι τόσο θλιβεροί οι νότιοι άνεμοι;
Ελα, γαρίφαλλο, στεφάνωσέ με. Ελα, ζωή, άνθισε.
Ποιος είναι στον καθρέφτη; Τι αλλάζει; Ασε τις πονηριές.
Ποιος κρυφακούει, πόσο σιωπηλή, ποιος βλέπει, πόσο χλωμή είσαι;
Το σκοτάδι πλανιέται. Είναι η νύχτα ουρλιαχτό;
Παλεύει! Σπάει τις αλυσίδες του!
Τέσσερα μεγάλα στιλέτα ακολούθησε ένα αστέρι.
Στροβιλίζεται και προσπερνά. Θαύματα μαίνονται άγρυπνα.
Μεγαλώνει τώρα. Θρυμματίζεται στο διάβα μέσα από το φωτεινό σπίτι.
Και τραγουδώντας φυσάει αέρα στςι ψυχές μας.
Η Φούγκα του Θανάτου
Μαύρο γάλα της αυγής το πίνουμε το βράδυ
το πίνουμε το μεσημέρι και πρωί το πίνουμε τη νύχτα
πίνουμε και πίνουμε
σκάβουμε τάφο στους αιθέρες εκεί δεν θα ’ναι στριμωχτά
Ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν πέφτει το σκοτάδι στη Γερμανία τα χρυσά
σου μαλλιά Μαργαρίτα
γράφει και βγαίνει από το σπίτι και τ’ αστέρια
αστράφτουν σφυρίζει στους μολοσσούς του να ‘ρθουν
σφυρίζει στους Εβραίους του να βγουν τους βάζει να
σκάψουνε τάφο στη γη
μας διατάζει παίξτε να χορέψουμε
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το πρωί και μεσημέρι σε πίνουμε το βράδυ
πίνουμε και πίνουμε
Ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν πέφτει το σκοτάδι στη Γερμανία τα χρυσά
σου μαλλιά Μαργαρίτα
Τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις σκάβουμε τάφο
στους αιθέρες εκεί δεν θα’ ναι στριμωχτά
Φωνάζει σκάψτε τη γη πιο βαθιά εσείς εκεί κι εσείς οι
άλλοι τραγουδήστε και παίξτε
αρπάζει το σίδερο από τη ζώνη του και το κραδαίνει τα
μάτια του είναι γαλανά
πιο βαθιά τη σκαπάνη εσείς κι εσείς οι άλλοι παίξτε
παίξτε να χορέψουμε
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το μεσημέρι και πρωί σε πίνουμε το βράδυ
πίνουμε και πίνουμε
ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά
Μαργαρίτα
τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις παίζει με τα φίδια
Φωνάζει παίξτε γλυκύτερα το θάνατο ο θάνατος είναι
μάστορας από τη Γερμανία
φωνάζει σκουρύνετε τους ήχους των βιολιών για ν’ α-
νεβείτε σαν καπνός στους αιθέρες
για να βρείτε έναν τάφο στα σύννεφα εκεί δε θα ‘ναι
στριμωχτά
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το μεσημέρι ο θάνατος είναι μάστορας από
τη Γερμανία
σε πίνουμε βράδυ και πρωί πίνουμε και πίνουμε
ο θάνατος είναι μάστορας από τη Γερμανία το μάτι του
είναι γαλανό
σε πετυχαίνει η μολυβένια του σφαίρα σε πετυχαίνει
στο ψαχνό
ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά
Μαργαρίτα
ξαμολάει τους μολοσσούς του επάνω μας μάς χαρίζει
τάφο στους αιθέρες
παίζει με τα φίδια και ονειρεύεται ο θάνατος είναι μά-
στορας από τη Γερμανία
τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις
(μετ. Ιωάννα Αβραμίδου)
το πίνουμε το μεσημέρι και πρωί το πίνουμε τη νύχτα
πίνουμε και πίνουμε
σκάβουμε τάφο στους αιθέρες εκεί δεν θα ’ναι στριμωχτά
Ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν πέφτει το σκοτάδι στη Γερμανία τα χρυσά
σου μαλλιά Μαργαρίτα...
Πάουλ Τσέλαν
Η ώρα των πνευμάτων
Η γαλήνη αγκομαχά. Είναι τόσο θλιβεροί οι νότιοι άνεμοι;
Ελα, γαρίφαλλο, στεφάνωσέ με. Ελα, ζωή, άνθισε.
Ποιος είναι στον καθρέφτη; Τι αλλάζει; Ασε τις πονηριές.
Ποιος κρυφακούει, πόσο σιωπηλή, ποιος βλέπει, πόσο χλωμή είσαι;
Το σκοτάδι πλανιέται. Είναι η νύχτα ουρλιαχτό;
Παλεύει! Σπάει τις αλυσίδες του!
Τέσσερα μεγάλα στιλέτα ακολούθησε ένα αστέρι.
Στροβιλίζεται και προσπερνά. Θαύματα μαίνονται άγρυπνα.
Μεγαλώνει τώρα. Θρυμματίζεται στο διάβα μέσα από το φωτεινό σπίτι.
Και τραγουδώντας φυσάει αέρα στςι ψυχές μας.
Η Φούγκα του Θανάτου
Μαύρο γάλα της αυγής το πίνουμε το βράδυ
το πίνουμε το μεσημέρι και πρωί το πίνουμε τη νύχτα
πίνουμε και πίνουμε
σκάβουμε τάφο στους αιθέρες εκεί δεν θα ’ναι στριμωχτά
Ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν πέφτει το σκοτάδι στη Γερμανία τα χρυσά
σου μαλλιά Μαργαρίτα
γράφει και βγαίνει από το σπίτι και τ’ αστέρια
αστράφτουν σφυρίζει στους μολοσσούς του να ‘ρθουν
σφυρίζει στους Εβραίους του να βγουν τους βάζει να
σκάψουνε τάφο στη γη
μας διατάζει παίξτε να χορέψουμε
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το πρωί και μεσημέρι σε πίνουμε το βράδυ
πίνουμε και πίνουμε
Ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν πέφτει το σκοτάδι στη Γερμανία τα χρυσά
σου μαλλιά Μαργαρίτα
Τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις σκάβουμε τάφο
στους αιθέρες εκεί δεν θα’ ναι στριμωχτά
Φωνάζει σκάψτε τη γη πιο βαθιά εσείς εκεί κι εσείς οι
άλλοι τραγουδήστε και παίξτε
αρπάζει το σίδερο από τη ζώνη του και το κραδαίνει τα
μάτια του είναι γαλανά
πιο βαθιά τη σκαπάνη εσείς κι εσείς οι άλλοι παίξτε
παίξτε να χορέψουμε
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το μεσημέρι και πρωί σε πίνουμε το βράδυ
πίνουμε και πίνουμε
ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά
Μαργαρίτα
τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις παίζει με τα φίδια
Φωνάζει παίξτε γλυκύτερα το θάνατο ο θάνατος είναι
μάστορας από τη Γερμανία
φωνάζει σκουρύνετε τους ήχους των βιολιών για ν’ α-
νεβείτε σαν καπνός στους αιθέρες
για να βρείτε έναν τάφο στα σύννεφα εκεί δε θα ‘ναι
στριμωχτά
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το μεσημέρι ο θάνατος είναι μάστορας από
τη Γερμανία
σε πίνουμε βράδυ και πρωί πίνουμε και πίνουμε
ο θάνατος είναι μάστορας από τη Γερμανία το μάτι του
είναι γαλανό
σε πετυχαίνει η μολυβένια του σφαίρα σε πετυχαίνει
στο ψαχνό
ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά
Μαργαρίτα
ξαμολάει τους μολοσσούς του επάνω μας μάς χαρίζει
τάφο στους αιθέρες
παίζει με τα φίδια και ονειρεύεται ο θάνατος είναι μά-
στορας από τη Γερμανία
τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις
(μετ. Ιωάννα Αβραμίδου)
Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι πλέρια ξένος...
Στ' "αβέβαιος" πάντα βρίσκω τ' "ορισμένος"
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ...
*
Riens ne m'est seur que la chose incertaine,
Obsucur fors ce qui est tout evident,
Doubte ne fais fors en chose certaine,
Scïence tiens a soudain accident...
Γιάννης Σταύρου, Άνθρωπος και δέντρο, λάδι σε καμβά
Φρανσουά Βιγιόν
Πλάι στη βρύση παθαίνω διψασμένος
Πλάι στη βρύση παθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι πλέρια ξένος
Κοντά στη 'στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Στ' "αβέβαιος" πάντα βρίσκω τ' "ορισμένος"
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να 'βγω
Όταν χαράζει, λέω, -"Καλή νυχτιά!"
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Έγνοιες δεν έχω κι είμ' ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ' όσους μ' επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν' της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ' αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Πρίγκιπα μου μακρόθυμε, καμμιά
γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
(μετ. Σπύρου Σκιαδαρέση)
François Villon
Je meurs de soif auprés de la fontaine
Je meurs de seuf auprés de la fontaine,
Chault comme feu et tremble dent a dent,
En mon pays suis en terre loingtaine,
Lez ung brasier frisonne tout ardent,
Nu comme ung ver, vestu en president,
Je riz en pleurs et attens sans espoir,
Confort reprens en triste desespoir,
Je m'esjoys et n'ay plasir aucun,
Puissant je suis sans force et sans pouoir,
Bien recueully, debouté de chascun.
Riens ne m'est seur que la chose incertaine,
Obsucur fors ce qui est tout evident,
Doubte ne fais fors en chose certaine,
Scïence tiens a soudain accident,
Je gaigne tout et demeure perdent,
Au point du jour diz "Dieu vous doint bon soir ! ",
Gisant envers j'ay grand paeur de chëoir,
J'ay bien de quoy et si n'en ay pas ung,
Eschoicte actens et d'omme ne suis hoir,
Bien recueully, debouté de chascun.
De rien n'ay soing, si mectz toute m'atayne
D'acquerir biens et n'y suis pretendent,
Qui mieulx me dit, c'est cil qui plus m'actaine,
Et qui plus vray, lors plus me va bourdent,
Mon ami est qui me faict entendent
D'ung cigne blanc que c'est ung corbeau noir,
Et qui me nuyst, croy qu'i m'ayde a pourvoir,
Bourde, verté, au jour d'uy m'est tout ung,
Je retiens tout, rien ne sçay concepvoir,
Bien recueully, debouté de chascun.
Prince clement, or vous plaise sçavoir
Que j'entens moult et n'ay sens ne sçavoir;
Parcïal suis, a toutes loys commun.
Que sais je plus ? Quoy ! les gaiges ravoir,
Bien recueully, debouté de chascun.
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ...
*
Riens ne m'est seur que la chose incertaine,
Obsucur fors ce qui est tout evident,
Doubte ne fais fors en chose certaine,
Scïence tiens a soudain accident...
Γιάννης Σταύρου, Άνθρωπος και δέντρο, λάδι σε καμβά
Φρανσουά Βιγιόν
Πλάι στη βρύση παθαίνω διψασμένος
Πλάι στη βρύση παθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι πλέρια ξένος
Κοντά στη 'στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Στ' "αβέβαιος" πάντα βρίσκω τ' "ορισμένος"
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να 'βγω
Όταν χαράζει, λέω, -"Καλή νυχτιά!"
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Έγνοιες δεν έχω κι είμ' ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ' όσους μ' επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν' της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ' αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Πρίγκιπα μου μακρόθυμε, καμμιά
γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
(μετ. Σπύρου Σκιαδαρέση)
François Villon
Je meurs de soif auprés de la fontaine
Je meurs de seuf auprés de la fontaine,
Chault comme feu et tremble dent a dent,
En mon pays suis en terre loingtaine,
Lez ung brasier frisonne tout ardent,
Nu comme ung ver, vestu en president,
Je riz en pleurs et attens sans espoir,
Confort reprens en triste desespoir,
Je m'esjoys et n'ay plasir aucun,
Puissant je suis sans force et sans pouoir,
Bien recueully, debouté de chascun.
Riens ne m'est seur que la chose incertaine,
Obsucur fors ce qui est tout evident,
Doubte ne fais fors en chose certaine,
Scïence tiens a soudain accident,
Je gaigne tout et demeure perdent,
Au point du jour diz "Dieu vous doint bon soir ! ",
Gisant envers j'ay grand paeur de chëoir,
J'ay bien de quoy et si n'en ay pas ung,
Eschoicte actens et d'omme ne suis hoir,
Bien recueully, debouté de chascun.
De rien n'ay soing, si mectz toute m'atayne
D'acquerir biens et n'y suis pretendent,
Qui mieulx me dit, c'est cil qui plus m'actaine,
Et qui plus vray, lors plus me va bourdent,
Mon ami est qui me faict entendent
D'ung cigne blanc que c'est ung corbeau noir,
Et qui me nuyst, croy qu'i m'ayde a pourvoir,
Bourde, verté, au jour d'uy m'est tout ung,
Je retiens tout, rien ne sçay concepvoir,
Bien recueully, debouté de chascun.
Prince clement, or vous plaise sçavoir
Que j'entens moult et n'ay sens ne sçavoir;
Parcïal suis, a toutes loys commun.
Que sais je plus ? Quoy ! les gaiges ravoir,
Bien recueully, debouté de chascun.
Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015
εκεί που η μάχη θα χαθεί...
και είμαστε εμείς, μέσα σ’ αυτόν τον αέρα
σ’ αυτό το νερό, σ’ αυτό το ψύχος...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Υβ Μπονφουά
Ποιήματα
(απόσπασμα)
*
Τώρα η ρωγμή διαπερνά το στόμα
τα πέντε δάχτυλα σκορπίζονται στην τύχη
το κεφάλι κυλάει στο χορτάρι,
το λαιμό νέμονται τώρα
οι λύκοι και το χιόνι
ο άνεμος διαπερνά τα μάτια τώρα
σε κάποιους ταξιδιώτες του θανάτου
και είμαστε εμείς, μέσα σ’ αυτόν τον αέρα
σ’ αυτό το νερό, σ’ αυτό το ψύχος.
*
Θα πάρω στα χέρια μου
το πεθαμένο σου πρόσωπο.
θα το κοιμίσω μεσ’ την παγωνιά του.
θα στολίσω με τα χέρια μου
το ακίνητο κορμί σου,
το μάταιο στόλισμα
των πεθαμένων.
*
Ο πορτοκαλεώνας θάναι η κατοικία σου
πάνω στο στρωμένο τραπέζι
σ’ ένα άλλο φως
θα κοιμίσεις την καρδιά σου.
Το πρόσωπο σου θα φλέγεται
καθώς θα κυνηγάς ανάμεσα στους κλώνους.
Douve, θάναι τ’ όνομά σου
εκεί, ανάμεσα στις πέτρες
Douve, ακατανόητη και μαύρη
νερό ανεξάντλητο, εκεί
που η μάχη θα χαθεί.
(Μετ. Ευριπίδης Κλεόπας)
σ’ αυτό το νερό, σ’ αυτό το ψύχος...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Υβ Μπονφουά
Ποιήματα
(απόσπασμα)
*
Τώρα η ρωγμή διαπερνά το στόμα
τα πέντε δάχτυλα σκορπίζονται στην τύχη
το κεφάλι κυλάει στο χορτάρι,
το λαιμό νέμονται τώρα
οι λύκοι και το χιόνι
ο άνεμος διαπερνά τα μάτια τώρα
σε κάποιους ταξιδιώτες του θανάτου
και είμαστε εμείς, μέσα σ’ αυτόν τον αέρα
σ’ αυτό το νερό, σ’ αυτό το ψύχος.
*
Θα πάρω στα χέρια μου
το πεθαμένο σου πρόσωπο.
θα το κοιμίσω μεσ’ την παγωνιά του.
θα στολίσω με τα χέρια μου
το ακίνητο κορμί σου,
το μάταιο στόλισμα
των πεθαμένων.
*
Ο πορτοκαλεώνας θάναι η κατοικία σου
πάνω στο στρωμένο τραπέζι
σ’ ένα άλλο φως
θα κοιμίσεις την καρδιά σου.
Το πρόσωπο σου θα φλέγεται
καθώς θα κυνηγάς ανάμεσα στους κλώνους.
Douve, θάναι τ’ όνομά σου
εκεί, ανάμεσα στις πέτρες
Douve, ακατανόητη και μαύρη
νερό ανεξάντλητο, εκεί
που η μάχη θα χαθεί.
(Μετ. Ευριπίδης Κλεόπας)
Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015
να πέφτεις...
κρυμμένο μένει το φεγγάρι
πότε πίσω από δέντρα
πότε πίσω από θηρία
πότε πίσω από σύννεφα...
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς, λάδι σε καμβά
Μίλτος Σαχτούρης
Κορίτσι
Μητέρα
κορίτσι λυπημένο
χαρούμενο στον τάφο
με το γαλάζιο φόρεμα
να πέφτεις
σκύλε μ’ αγκάθια
με το γαλάζιο φόρεμα
καθαρό δίχως αίμα
δίχως του ήλιου την κακή κραυγή
σκύλε με κόκκινα αγκάθια
στο μαύρο περιβόλι το νεκρό
να πέφτεις
μαύρο μάτι
της ζυγαριάς
βαριά η ζυγαριά
από τη φλόγα
κι απ’ το γαλάζιο φόρεμα
να πέφτεις
Η φεγγαράδα
Από αίμα πουλιών πλημμυρισμένο
κρυμμένο μένει το φεγγάρι
πότε πίσω από δέντρα
πότε πίσω από θηρία
πότε πίσω από σύννεφα
με θόρυβο που ξεκουφαίνει τα φτερά αγγέλων
κάτι θέλουν να πουν κάτι σημαίνει
είναι ακόμα καλοκαίρι
όμως μια μυρωδιά από θειάφι φράζει το χειμώνα
δεν έχει ούτε καρέκλα να καθίσεις
και οι καρέκλες έφυγαν στον ουρανό
πότε πίσω από δέντρα
πότε πίσω από θηρία
πότε πίσω από σύννεφα...
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς, λάδι σε καμβά
Μίλτος Σαχτούρης
Κορίτσι
Μητέρα
κορίτσι λυπημένο
χαρούμενο στον τάφο
με το γαλάζιο φόρεμα
να πέφτεις
σκύλε μ’ αγκάθια
με το γαλάζιο φόρεμα
καθαρό δίχως αίμα
δίχως του ήλιου την κακή κραυγή
σκύλε με κόκκινα αγκάθια
στο μαύρο περιβόλι το νεκρό
να πέφτεις
μαύρο μάτι
της ζυγαριάς
βαριά η ζυγαριά
από τη φλόγα
κι απ’ το γαλάζιο φόρεμα
να πέφτεις
Η φεγγαράδα
Από αίμα πουλιών πλημμυρισμένο
κρυμμένο μένει το φεγγάρι
πότε πίσω από δέντρα
πότε πίσω από θηρία
πότε πίσω από σύννεφα
με θόρυβο που ξεκουφαίνει τα φτερά αγγέλων
κάτι θέλουν να πουν κάτι σημαίνει
είναι ακόμα καλοκαίρι
όμως μια μυρωδιά από θειάφι φράζει το χειμώνα
δεν έχει ούτε καρέκλα να καθίσεις
και οι καρέκλες έφυγαν στον ουρανό
Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015
μα οι ευχές δεν αποφέρουν...
μα οι ευχές δεν αποφέρουν, μήτε
μπορούμε ν' αποφύγουμε την άφιξη του βράχου,
ξαπλώνουμε ατενίζοντας το κίτρινο έως ότου ο χρυσαφένιος καιρός
διαρρηχθεί, ω αίμα της καρδιάς μου, όπως μια καρδιά ή ένας λόφος...
*
But wishes breed not, neither
Can we fend off rock arrival,
Lie watching yellow until the golden weather
Breaks, O my heart's blood, like a heart and hill...
Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας δίπλα στη θάλασσα, λάδι σε καμβά
Ντύλαν Τόμας
Ξαπλωμένοι στην αμμουδιά
Ξαπλωμένοι στην αμμουδιά, ατενίζοντας το κίτρινο
και τη μουντή θάλασσα, περίγελως εμείς που χλευάζουμε
που ακολουθούμε τα κόκκινα ποτάμια, κούφια
εσοχή λέξεων πέρα από τον ίσκιο των τζιτζικιών,
διότι σε τούτο τον κίτρινο τάφο άμμου και θάλασσας
μια επίκληση για χρώμα καλεί με τον αγέρα
μουντή και ζωηρή όπως ο τάφος κι η θάλασσα
καθώς κοιμούνται ούτως ή άλλως.
Οι σεληνιακές σιωπές, η σιωπηλή παλίρροια
που γλείφει τα ακίνητα κανάλια, ο ξηρός άρχοντας της παλίρροιας
ζαρωμένος ανάμεσα σε αμμοθύελλα και νεροποντή,
πρέπει να θεραπεύσουν τα δεινά μας από το νερό
με μια μονόχρωμη γαλήνη·
η ουράνια μουσική πάνω από την άμμο
ηχεί μαζί με τους κόκκους που βιάζονται
να κρύψουν τα χρυσαφένια βουνά και τις οικίες
της μουντής, ζωηρής, παράκτιας γης
που ζώνει αρχοντική κορδέλα, ξαπλωμένοι εμείς,
ατενίζουμε το κίτρινο, ευχόμαστε ο άνεμος να διώξει μακριά
τη μορφολογία της ακτής και τον πνιγμένο κόκκινο βράχο·
μα οι ευχές δεν αποφέρουν, μήτε
μπορούμε ν' αποφύγουμε την άφιξη του βράχου,
ξαπλώνουμε ατενίζοντας το κίτρινο έως ότου ο χρυσαφένιος καιρός
διαρρηχθεί, ω αίμα της καρδιάς μου, όπως μια καρδιά ή ένας λόφος
(μετ. Νέλλη Μπουραντάνη)
Dylan Thomas
We Lying By Seasand
We lying by seasand, watching yellow
And the grave sea, mock who deride
Who follow the red rivers, hollow
Alcove of words out of cicada shade,
For in this yellow grave of sand and sea
A calling for colour calls with the wind
That's grave and gay as grave and sea
Sleeping on either hand.
The lunar silences, the silent tide
Lapping the still canals, the dry tide-master
Ribbed between desert and water storm,
Should cure our ills of the water
With a one-coloured calm;
The heavenly music over the sand
Sounds with the grains as they hurry
Hiding the golden mountains and mansions
Of the grave, gay, seaside land.
Bound by a sovereign strip, we lie,
Watch yellow, wish for wind to blow away
The strata of the shore and drown red rock;
But wishes breed not, neither
Can we fend off rock arrival,
Lie watching yellow until the golden weather
Breaks, O my heart's blood, like a heart and hill.
μπορούμε ν' αποφύγουμε την άφιξη του βράχου,
ξαπλώνουμε ατενίζοντας το κίτρινο έως ότου ο χρυσαφένιος καιρός
διαρρηχθεί, ω αίμα της καρδιάς μου, όπως μια καρδιά ή ένας λόφος...
*
But wishes breed not, neither
Can we fend off rock arrival,
Lie watching yellow until the golden weather
Breaks, O my heart's blood, like a heart and hill...
Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας δίπλα στη θάλασσα, λάδι σε καμβά
Ντύλαν Τόμας
Ξαπλωμένοι στην αμμουδιά
Ξαπλωμένοι στην αμμουδιά, ατενίζοντας το κίτρινο
και τη μουντή θάλασσα, περίγελως εμείς που χλευάζουμε
που ακολουθούμε τα κόκκινα ποτάμια, κούφια
εσοχή λέξεων πέρα από τον ίσκιο των τζιτζικιών,
διότι σε τούτο τον κίτρινο τάφο άμμου και θάλασσας
μια επίκληση για χρώμα καλεί με τον αγέρα
μουντή και ζωηρή όπως ο τάφος κι η θάλασσα
καθώς κοιμούνται ούτως ή άλλως.
Οι σεληνιακές σιωπές, η σιωπηλή παλίρροια
που γλείφει τα ακίνητα κανάλια, ο ξηρός άρχοντας της παλίρροιας
ζαρωμένος ανάμεσα σε αμμοθύελλα και νεροποντή,
πρέπει να θεραπεύσουν τα δεινά μας από το νερό
με μια μονόχρωμη γαλήνη·
η ουράνια μουσική πάνω από την άμμο
ηχεί μαζί με τους κόκκους που βιάζονται
να κρύψουν τα χρυσαφένια βουνά και τις οικίες
της μουντής, ζωηρής, παράκτιας γης
που ζώνει αρχοντική κορδέλα, ξαπλωμένοι εμείς,
ατενίζουμε το κίτρινο, ευχόμαστε ο άνεμος να διώξει μακριά
τη μορφολογία της ακτής και τον πνιγμένο κόκκινο βράχο·
μα οι ευχές δεν αποφέρουν, μήτε
μπορούμε ν' αποφύγουμε την άφιξη του βράχου,
ξαπλώνουμε ατενίζοντας το κίτρινο έως ότου ο χρυσαφένιος καιρός
διαρρηχθεί, ω αίμα της καρδιάς μου, όπως μια καρδιά ή ένας λόφος
(μετ. Νέλλη Μπουραντάνη)
Dylan Thomas
We Lying By Seasand
We lying by seasand, watching yellow
And the grave sea, mock who deride
Who follow the red rivers, hollow
Alcove of words out of cicada shade,
For in this yellow grave of sand and sea
A calling for colour calls with the wind
That's grave and gay as grave and sea
Sleeping on either hand.
The lunar silences, the silent tide
Lapping the still canals, the dry tide-master
Ribbed between desert and water storm,
Should cure our ills of the water
With a one-coloured calm;
The heavenly music over the sand
Sounds with the grains as they hurry
Hiding the golden mountains and mansions
Of the grave, gay, seaside land.
Bound by a sovereign strip, we lie,
Watch yellow, wish for wind to blow away
The strata of the shore and drown red rock;
But wishes breed not, neither
Can we fend off rock arrival,
Lie watching yellow until the golden weather
Breaks, O my heart's blood, like a heart and hill.
Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015
σκόνη τη σκόνη...
Δε θα μείνει στη νύχτα ούτ’ ένα αστέρι.
Δε θα μείνει η νύχτα...
Γιάννης Σταύρου, Νύχτα στο λιμάνι, λάδι σε καμβά
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Πράγματα
Το μπαστούνι, μια αρμαθιά κλειδιά, κάτι κέρματα,
η απαλή κλειδαριά, κάτι τελευταίες
σημειώσεις που δε θα ξαναδιαβαστούν
τις λίγες μέρες που μου απομένουν, η τράπουλα,
η σκακιέρα, ένα βιβλίο και κάπου στα φύλλα του
η ξεραμένη βιολέτα, ενθύμιο κάποιας βραδιάς
αξέχαστης ασφαλώς αλλά κιόλας ξεχασμένης,
στη δύση ο κόκκινος καθρέφτης πυρπολώντας
ένα δειλινό της φαντασίας. Τόσα και τόσα πράγματα,
ομπρέλες, πίπες, άτλαντες, φλιτζάνια, μπιχλιμπίδια
που δουλεύουν για χάρη μας σαν αμίλητοι σκλάβοι,
τυφλά, και απολύτως βουβά!
Θα επιζήσουν πέρ’ από τη λήθη μας·
δίχως να ξέρουν καν πως έχουμε υπάρξει.
(μετ. Δημήτρης Καλοκύρης)
Ο αυτόχειρας
Δε θα μείνει στη νύχτα ούτ’ ένα αστέρι.
Δε θα μείνει η νύχτα.
Θα πεθάνω και μαζί μου όλο
τ’ ανυπόφορο σύμπαν.
Θα σβήσω τις πυραμίδες, τα μετάλλια,
τις ηπείρους και τα πρόσωπα.
Θα σβήσω το θησαύρισμα του παρελθόντος.
Θα κάνω σκόνη την ιστορία, σκόνη τη σκόνη.
Κοιτάζω τώρα το στερνό ηλιοβασίλεμα.
Ακούω το στερνό πουλί.
Κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν.
(μετ. Αργύρης Χιόνης)
Δε θα μείνει η νύχτα...
Γιάννης Σταύρου, Νύχτα στο λιμάνι, λάδι σε καμβά
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Πράγματα
Το μπαστούνι, μια αρμαθιά κλειδιά, κάτι κέρματα,
η απαλή κλειδαριά, κάτι τελευταίες
σημειώσεις που δε θα ξαναδιαβαστούν
τις λίγες μέρες που μου απομένουν, η τράπουλα,
η σκακιέρα, ένα βιβλίο και κάπου στα φύλλα του
η ξεραμένη βιολέτα, ενθύμιο κάποιας βραδιάς
αξέχαστης ασφαλώς αλλά κιόλας ξεχασμένης,
στη δύση ο κόκκινος καθρέφτης πυρπολώντας
ένα δειλινό της φαντασίας. Τόσα και τόσα πράγματα,
ομπρέλες, πίπες, άτλαντες, φλιτζάνια, μπιχλιμπίδια
που δουλεύουν για χάρη μας σαν αμίλητοι σκλάβοι,
τυφλά, και απολύτως βουβά!
Θα επιζήσουν πέρ’ από τη λήθη μας·
δίχως να ξέρουν καν πως έχουμε υπάρξει.
(μετ. Δημήτρης Καλοκύρης)
Ο αυτόχειρας
Δε θα μείνει στη νύχτα ούτ’ ένα αστέρι.
Δε θα μείνει η νύχτα.
Θα πεθάνω και μαζί μου όλο
τ’ ανυπόφορο σύμπαν.
Θα σβήσω τις πυραμίδες, τα μετάλλια,
τις ηπείρους και τα πρόσωπα.
Θα σβήσω το θησαύρισμα του παρελθόντος.
Θα κάνω σκόνη την ιστορία, σκόνη τη σκόνη.
Κοιτάζω τώρα το στερνό ηλιοβασίλεμα.
Ακούω το στερνό πουλί.
Κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν.
(μετ. Αργύρης Χιόνης)
Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015
κ’ η νύχτα λέει της ξαστεριάς, δεν έχω αστέρια απόψε...
Πόσο λαχτάρησα να φτερουγίσω Εκείνο
δεν έχει όνομα δυστυχώς ούτε υπόσταση
δεν υποφέρει από καμιά χυδαιότητα όπως
οι νόμοι της φύσεως ή η κακούργα διαλεκτική...
Γιάννης Σταύρου, Ποτήρι νερό με ψωμί, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Νίκος Καρούζος
O χρόνος-κακοποιός
Βγαίνει και η Κυριακή σιγά σιγά
οι ώρες ειν’-αλήθεια- τρομερά μακρόσυρτες
θέλει ψαρόκολλα-εγκαρτέρηση το πράγμα.
Πόσο λαχτάρησα να φτερουγίσω Εκείνο
δεν έχει όνομα δυστυχώς ούτε υπόσταση
δεν υποφέρει από καμιά χυδαιότητα όπως
οι νόμοι της φύσεως ή η κακούργα διαλεκτική
κάθε γυναίκα είναι μια καινούργια
νύξη του Απόλυτου τη βλέπω μαγεμένος και κατατάσσομαι αμέσως
εθελοντής στην αλύπητη ματαιότητα.
Μ’ ένα ρομαντικό τσιγάρο θα άλλαζα διάβολε
κατεύθυνση.
Γλαφυρό τουφέκι
Γηράσκω πάντα στην ελάσσονα κλίμακα
με λύσσα ξεσχίζοντας τα σκουτιά της χαρμολύπης
ν’ αποδίνουμε δίκαιο: η χειρότερη ανοησία μας –
κολατσίζω πρωινό απόλυτο Μηδέν ακουμπισμένος
απάνω στη συμφορά μου να υπάρχω.
Σ’ αυτό δεν έχω συντροφιά δεν έχω σπάργανα
για τον Υιό του Φανταχτερού Ζώου
δεν εξυμνώ κροκόδειλους λυτρώνω σαχλαμάρες πέρσι
στην Ταγκανίκα
κι όπως το είπα κι άλλοτε η βλακεία είναι απολύτως αναγκαία
είν’ η αποπάτηση του νου με ανακούφιση.
Κάθε γλώσσα σημαδεύει περιπέτειες απ’ το δεινόσαυρο
έως εμένα
μέχρι τη γάτα της γειτόνισσας την αχρωμάτιστη
κάθε πρόσωπο ιδρύει το χαμόγελο στα πιότερο ηλίθια χείλη
κάθε αντίλαλος και μυστικισμός κάθε γυναίκα και βασιλεία
κοφίνια με θάλασσα κουβαλημένα στον κατάμαυρο σκύλο.
Θ’ αγιάσουμε γονατίζοντας αντίκρυ στα νωπά γιασεμάκια
ταραγμένα συνέχεια απ’ τα έμορφα μύρα τους
τιποτένια διάτορα καθόλου πραχτικά κι ασυλλόγιστα
τρομερό κι απέριττο μεγαλείο.
*
(Στον Ιωάννη - Σεβαστιανό Μπαχ)
κ’ η νύχτα λέει της ξαστεριάς, δεν έχω αστέρια απόψε.
*
(Εγώ υπάρχω)
Κάτω απ' την κυανή αιχμαλωσία του ουρανού
είμαι ο ταμίας της τύχης μου.
*
(Λυτή ως το θάνατο)
Τι θα έκανα τις πράξεις μου
αν δεν υπήρχε ο θάνατος.
δεν έχει όνομα δυστυχώς ούτε υπόσταση
δεν υποφέρει από καμιά χυδαιότητα όπως
οι νόμοι της φύσεως ή η κακούργα διαλεκτική...
Γιάννης Σταύρου, Ποτήρι νερό με ψωμί, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Νίκος Καρούζος
O χρόνος-κακοποιός
Βγαίνει και η Κυριακή σιγά σιγά
οι ώρες ειν’-αλήθεια- τρομερά μακρόσυρτες
θέλει ψαρόκολλα-εγκαρτέρηση το πράγμα.
Πόσο λαχτάρησα να φτερουγίσω Εκείνο
δεν έχει όνομα δυστυχώς ούτε υπόσταση
δεν υποφέρει από καμιά χυδαιότητα όπως
οι νόμοι της φύσεως ή η κακούργα διαλεκτική
κάθε γυναίκα είναι μια καινούργια
νύξη του Απόλυτου τη βλέπω μαγεμένος και κατατάσσομαι αμέσως
εθελοντής στην αλύπητη ματαιότητα.
Μ’ ένα ρομαντικό τσιγάρο θα άλλαζα διάβολε
κατεύθυνση.
Γλαφυρό τουφέκι
Γηράσκω πάντα στην ελάσσονα κλίμακα
με λύσσα ξεσχίζοντας τα σκουτιά της χαρμολύπης
ν’ αποδίνουμε δίκαιο: η χειρότερη ανοησία μας –
κολατσίζω πρωινό απόλυτο Μηδέν ακουμπισμένος
απάνω στη συμφορά μου να υπάρχω.
Σ’ αυτό δεν έχω συντροφιά δεν έχω σπάργανα
για τον Υιό του Φανταχτερού Ζώου
δεν εξυμνώ κροκόδειλους λυτρώνω σαχλαμάρες πέρσι
στην Ταγκανίκα
κι όπως το είπα κι άλλοτε η βλακεία είναι απολύτως αναγκαία
είν’ η αποπάτηση του νου με ανακούφιση.
Κάθε γλώσσα σημαδεύει περιπέτειες απ’ το δεινόσαυρο
έως εμένα
μέχρι τη γάτα της γειτόνισσας την αχρωμάτιστη
κάθε πρόσωπο ιδρύει το χαμόγελο στα πιότερο ηλίθια χείλη
κάθε αντίλαλος και μυστικισμός κάθε γυναίκα και βασιλεία
κοφίνια με θάλασσα κουβαλημένα στον κατάμαυρο σκύλο.
Θ’ αγιάσουμε γονατίζοντας αντίκρυ στα νωπά γιασεμάκια
ταραγμένα συνέχεια απ’ τα έμορφα μύρα τους
τιποτένια διάτορα καθόλου πραχτικά κι ασυλλόγιστα
τρομερό κι απέριττο μεγαλείο.
*
(Στον Ιωάννη - Σεβαστιανό Μπαχ)
κ’ η νύχτα λέει της ξαστεριάς, δεν έχω αστέρια απόψε.
*
(Εγώ υπάρχω)
Κάτω απ' την κυανή αιχμαλωσία του ουρανού
είμαι ο ταμίας της τύχης μου.
*
(Λυτή ως το θάνατο)
Τι θα έκανα τις πράξεις μου
αν δεν υπήρχε ο θάνατος.
Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015
Ο ατέρμων χρόνος με μεταχειρίζεται σαν θρόισμα...
Παραπέτασμα αύρας
για να στηρίξω απόψε
τη μελαγχολία μου...
Γιάννης Σταύρου, Δειλινό στο λιμάνι, λάδι σε καμβά
Τζιουζέπε Ουνγκαρέτι
Η όμορφη νύχτα
Τι τραγούδι κι ετούτο απόψε που ανεβαίνει
κι υφαίνει
με ηχώ από κρύσταλλο καρδιάς
τ' αστέρια.
Τι γιορτή πηγής
καρδιάς γαμήλιας.
Δεν υπήρξα παρά
μια λακκούβα σκοτεινιάς
Τώρα δαγκώνω
Διάστημα
καθώς βρέφος τη ρώγα του βυζιού
Τώρα γίνομαι στουπί
στο μεθύσι από Σύμπαν.
(μετ. Οδυσσέας Ελύτης)
*
Ο ατέρμων χρόνος με μεταχειρίζεται σαν θρόισμα!
*
Είμαι ένα πλάσμα
Είμαι ένα πλάσμα
σαν αυτό το λίθο
του Σαν Μικέλε
τόσο ψυχρό
τόσο σκληρό
τόσο στεγνό
τόσο ανθεκτικό
τόσο ολότελα
ξέψυχο
Σαν αυτόν το λίθο
είναι το κλάμα μου
το κρυφό
Τον θάνατο
ξεπληρώνουμε
ζώντας.
Απόψε
Παραπέτασμα αύρας
για να στηρίξω απόψε
τη μελαγχολία μου
Κοιμάμαι
Θάθελα να μιμηθώ
αυτό το χωριό
το πλαγιασμένο
στο πουκάμισο
του χιονιού
Παγκόσμιο
Με θάλασσα
έφτιασα
ένα φέρετρο
δροσιάς
(μετ. Τερέζα Σινιγάλια)
για να στηρίξω απόψε
τη μελαγχολία μου...
Γιάννης Σταύρου, Δειλινό στο λιμάνι, λάδι σε καμβά
Τζιουζέπε Ουνγκαρέτι
Η όμορφη νύχτα
Τι τραγούδι κι ετούτο απόψε που ανεβαίνει
κι υφαίνει
με ηχώ από κρύσταλλο καρδιάς
τ' αστέρια.
Τι γιορτή πηγής
καρδιάς γαμήλιας.
Δεν υπήρξα παρά
μια λακκούβα σκοτεινιάς
Τώρα δαγκώνω
Διάστημα
καθώς βρέφος τη ρώγα του βυζιού
Τώρα γίνομαι στουπί
στο μεθύσι από Σύμπαν.
(μετ. Οδυσσέας Ελύτης)
*
Ο ατέρμων χρόνος με μεταχειρίζεται σαν θρόισμα!
*
Είμαι ένα πλάσμα
σαν αυτό το λίθο
του Σαν Μικέλε
τόσο ψυχρό
τόσο σκληρό
τόσο στεγνό
τόσο ανθεκτικό
τόσο ολότελα
ξέψυχο
Σαν αυτόν το λίθο
είναι το κλάμα μου
το κρυφό
Τον θάνατο
ξεπληρώνουμε
ζώντας.
Απόψε
Παραπέτασμα αύρας
για να στηρίξω απόψε
τη μελαγχολία μου
Κοιμάμαι
Θάθελα να μιμηθώ
αυτό το χωριό
το πλαγιασμένο
στο πουκάμισο
του χιονιού
Παγκόσμιο
Με θάλασσα
έφτιασα
ένα φέρετρο
δροσιάς
(μετ. Τερέζα Σινιγάλια)
Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015
είχε γίνει άφαντη...
Περπατώ στο χωριό με τα παλιά μισογκρεμισμένα του σπίτια.
Τα πιο πολλά, για παραθυρόφυλλα έχουνε κόκκινους μπερντέδες και καθώς ο
άνεμος τους σηκώνει κάθε τόσο, φανερώνονται από μέσα καπνισμένα
δοκάρια...
Γιάννης Σταύρου, Λαδάδικα 1970, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Ε. Χ. Γονατάς
Το βάραθρο
(αποσπάσματα)
Η συκιά
Έσκυψα και τη φίλησα.
«Είμαι ο άνεμος», της ψιθύρισα απαλά στ’ αυτί. «Πάμε πίσω από κείνη τη συκιά. Θα φυσήξω, και θα πέφτουν τα φύλλα της γύρω μας, σιγά-σιγά• έτσι κανένα αδιάκριτο μάτι δε θα μπορεί να μας δει όταν θα σ’ αγκαλιάζω».
Εκείνη, βγάζοντας απ’ τα μαλλιά της ένα μικρό νόμισμα, μου το ‘δειξε, κι ύστερα κοιτάζοντας πέρα, κατά τη μεριά που υψωνόταν μοναχική η συκιά, άρχισε να το παίζει στη φούχτα της.
«Η απάντηση είναι γραμμένη εδώ», είπε και πέταξε ψηλά το νόμισμα που λοξοδρομώντας έπεσε μέσα στη λίμνη, πλάι μας.
Χωρίς να διστάσω βούτηξα στο νερό. Έφτασα γλήγορα στο βυθό. Έψαχνα, έψαχνα, παραμερίζοντας τα ψηλά χορτάρια, όμως το νόμισμα δε φαινόταν πουθενά. Λυπημένος, αποφάσισα ν’ ανέβω, αφού πρώτα ξέχωσα μέσα απ’ το βούρκο ένα ασημένιο κουταλάκι να της το φέρω. Βαστώντας το σφικτά στο χέρι, βγήκα στην επιφάνεια.
«Μ’ αυτό έτρωγα μικρός», ετοιμαζόμουν να της πω, μα είχε γίνει άφαντη• και το νόμισμα που γύρευα τόσην ώρα γυάλιζε στις πέτρες της όχθης.
Κατάλαβα πως ήταν άσκοπο να τη φωνάξω• εξάλλου δεν ήξερα τ’ όνομα της.
Μάζεψα από χάμω το νόμισμα και τράβηξα για τη συκιά. Πλησιάζοντας παρατήρησα με φρίκη πως δεν είχε φύλλα. Ήταν κατάξερη, κι απ’ τις κουφάλες της μπαινόβγαιναν στρατιές μυρμήγκια.
Τα μήλα
Περπατώ στο χωριό με τα παλιά μισογκρεμισμένα του σπίτια. Τα πιο πολλά, για παραθυρόφυλλα έχουνε κόκκινους μπερντέδες και καθώς ο άνεμος τους σηκώνει κάθε τόσο, φανερώνονται από μέσα καπνισμένα δοκάρια. Σ’ ένα μπαλκόνι με ωραία σκαλισμένα κάγκελα, στέκεται μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά και μακρύ φόρεμα• το χρώμα του θυμίζει βατόμουρα. Στο λαιμό της για μαντήλι φοράει ένα ολοκαίνουργιο πράσινο χαρτονόμισμα, πιασμένο με μια καρφίτσα που το ρουμπίνι της λάμπει σαν χοντρός κόμπος αίμα. Είναι σκυμμένη στη γλάστρα της και την ποτίζει τραγουδώντας. Έχει γλυκιά κι απαλή φωνή• κάθομαι δακρυσμένος και την ακούω. Για μια στιγμή οι ματιές μας συναντιούνται και μου γνέφει πως θέλει κάτι να μου δώσει. Απλώνω τα χέρια μου – όπως μου δείχνει – αγκαλιά. Κι αρχίζει να μου ρίχνει, βγάζοντας μέσ’ απ’ το φουστάνι της που τα είχε κρυμμένα, μήλα ζεστά, όπως αυτά που πουλάνε στα πανηγύρια, ψημένα σε μικρούς χωματένιους φούρνους, πασπαλισμένα με άχνη ζάχαρη και καρφωμένα ύστερα, σαν κεφαλάκια μωρών, πάνω σε μακριά ξύλα με πολλά παρακλάδια.
Ε. Χ. Γονατάς
Το βάραθρο
(αποσπάσματα)
Η συκιά
Έσκυψα και τη φίλησα.
«Είμαι ο άνεμος», της ψιθύρισα απαλά στ’ αυτί. «Πάμε πίσω από κείνη τη συκιά. Θα φυσήξω, και θα πέφτουν τα φύλλα της γύρω μας, σιγά-σιγά• έτσι κανένα αδιάκριτο μάτι δε θα μπορεί να μας δει όταν θα σ’ αγκαλιάζω».
Εκείνη, βγάζοντας απ’ τα μαλλιά της ένα μικρό νόμισμα, μου το ‘δειξε, κι ύστερα κοιτάζοντας πέρα, κατά τη μεριά που υψωνόταν μοναχική η συκιά, άρχισε να το παίζει στη φούχτα της.
«Η απάντηση είναι γραμμένη εδώ», είπε και πέταξε ψηλά το νόμισμα που λοξοδρομώντας έπεσε μέσα στη λίμνη, πλάι μας.
Χωρίς να διστάσω βούτηξα στο νερό. Έφτασα γλήγορα στο βυθό. Έψαχνα, έψαχνα, παραμερίζοντας τα ψηλά χορτάρια, όμως το νόμισμα δε φαινόταν πουθενά. Λυπημένος, αποφάσισα ν’ ανέβω, αφού πρώτα ξέχωσα μέσα απ’ το βούρκο ένα ασημένιο κουταλάκι να της το φέρω. Βαστώντας το σφικτά στο χέρι, βγήκα στην επιφάνεια.
«Μ’ αυτό έτρωγα μικρός», ετοιμαζόμουν να της πω, μα είχε γίνει άφαντη• και το νόμισμα που γύρευα τόσην ώρα γυάλιζε στις πέτρες της όχθης.
Κατάλαβα πως ήταν άσκοπο να τη φωνάξω• εξάλλου δεν ήξερα τ’ όνομα της.
Μάζεψα από χάμω το νόμισμα και τράβηξα για τη συκιά. Πλησιάζοντας παρατήρησα με φρίκη πως δεν είχε φύλλα. Ήταν κατάξερη, κι απ’ τις κουφάλες της μπαινόβγαιναν στρατιές μυρμήγκια.
Τα μήλα
Περπατώ στο χωριό με τα παλιά μισογκρεμισμένα του σπίτια. Τα πιο πολλά, για παραθυρόφυλλα έχουνε κόκκινους μπερντέδες και καθώς ο άνεμος τους σηκώνει κάθε τόσο, φανερώνονται από μέσα καπνισμένα δοκάρια. Σ’ ένα μπαλκόνι με ωραία σκαλισμένα κάγκελα, στέκεται μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά και μακρύ φόρεμα• το χρώμα του θυμίζει βατόμουρα. Στο λαιμό της για μαντήλι φοράει ένα ολοκαίνουργιο πράσινο χαρτονόμισμα, πιασμένο με μια καρφίτσα που το ρουμπίνι της λάμπει σαν χοντρός κόμπος αίμα. Είναι σκυμμένη στη γλάστρα της και την ποτίζει τραγουδώντας. Έχει γλυκιά κι απαλή φωνή• κάθομαι δακρυσμένος και την ακούω. Για μια στιγμή οι ματιές μας συναντιούνται και μου γνέφει πως θέλει κάτι να μου δώσει. Απλώνω τα χέρια μου – όπως μου δείχνει – αγκαλιά. Κι αρχίζει να μου ρίχνει, βγάζοντας μέσ’ απ’ το φουστάνι της που τα είχε κρυμμένα, μήλα ζεστά, όπως αυτά που πουλάνε στα πανηγύρια, ψημένα σε μικρούς χωματένιους φούρνους, πασπαλισμένα με άχνη ζάχαρη και καρφωμένα ύστερα, σαν κεφαλάκια μωρών, πάνω σε μακριά ξύλα με πολλά παρακλάδια.
Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015
Βήματα ερειπωμένα...
Σε μερικές γωνιές δεν έχουν ακόμη σβήσει οι φωτιές...
―ΠAPAΞENO -λέει- ΠOYΘENA ΔEN AKOYΓETAI
ΠIA H MOYΣIKH MOY...
Γιάννης Σταύρου, Καράβια σε κόκκινο φόντο, λάδι σε καμβά
Μίλτος Σαχτούρης
Οι τρεις Εραστές
Στις βραδινές βρεγμένες στράτες
Αχνίζει ένα φως θαλασσί
Πλατύ χέρι στην καρδιά
Βήματα ερειπωμένα
Τρεις εραστές διαβαίνουν απ΄ τα χέρια πιασμένοι.
Ο πρώτος…
Κρέμασε σ’ ένα δέντρο την αγάπη του
Τα μεσάνυχτα προσεύχεται κάτω απ’ το δέντρο
Να κατέβει η αγάπη πιασμένη απ’ τα φύλλα
Να κοπάσει η πλημμύρα των φύλλων …που λιώνουν
Τα δάκρυα του στο χώμα τα πίνει ένας σκύλος
Η αγάπη στα κλαδιά τον πετροβολάει
Το δέντρο ουρλιάζει ο αγέρας
Ο δεύτερος…
Χάρισε την αγάπη του σ’ έναν τρελό βιολιστή
Ο τρελός την επήρε τραγούδι
Βρέχει ο ουρανός λουλούδια νομίσματα
Αντηχούνε οι δρόμοι τ’ ολέθριο βιολί
Της αγάπης το τραγούδι το ‘χουν μάθει τώρα όλοι
Με χείλια σμιχτά μελανά το σφυρίζουν
Μόνο αυτός δεν το ξέρει
Ο τρίτος…
Έκανε την αγάπη του καράβι
Την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες
Τώρα έγινε πάλι παιδί
Σιάχνει πύργους με άμμο
Και μαζεύει χαλίκια κοχύλια
Και προσμένει να γυρίσει ξανά
Το καράβι η αγάπη
Στην καρδιά τους έχουν κι οι τρεις χαράξει ένα δέντρο
Ένα βιολί σιμά στ’ αυτί θα τους τρελάνει
Κι ο καπετάνιος παίζει στο βυθό με τα κοράλλια.
Ο Mότσαρτ
O Mότσαρτ μ' ένα μαύρο σκύλο τριγυρίζει τα καμμένα
σπίτια· ψάχνει κει μέσα στην καφτή τέφρα και την καρβου-
νίλα.
Σε μερικές γωνιές δεν έχουν ακόμη σβήσει οι φωτιές...
―ΠAPAΞENO -λέει- ΠOYΘENA ΔEN AKOYΓETAI
ΠIA H MOYΣIKH MOY...
―ΠAPAΞENO -λέει- ΠOYΘENA ΔEN AKOYΓETAI
ΠIA H MOYΣIKH MOY...
Γιάννης Σταύρου, Καράβια σε κόκκινο φόντο, λάδι σε καμβά
Μίλτος Σαχτούρης
Οι τρεις Εραστές
Στις βραδινές βρεγμένες στράτες
Αχνίζει ένα φως θαλασσί
Πλατύ χέρι στην καρδιά
Βήματα ερειπωμένα
Τρεις εραστές διαβαίνουν απ΄ τα χέρια πιασμένοι.
Ο πρώτος…
Κρέμασε σ’ ένα δέντρο την αγάπη του
Τα μεσάνυχτα προσεύχεται κάτω απ’ το δέντρο
Να κατέβει η αγάπη πιασμένη απ’ τα φύλλα
Να κοπάσει η πλημμύρα των φύλλων …που λιώνουν
Τα δάκρυα του στο χώμα τα πίνει ένας σκύλος
Η αγάπη στα κλαδιά τον πετροβολάει
Το δέντρο ουρλιάζει ο αγέρας
Ο δεύτερος…
Χάρισε την αγάπη του σ’ έναν τρελό βιολιστή
Ο τρελός την επήρε τραγούδι
Βρέχει ο ουρανός λουλούδια νομίσματα
Αντηχούνε οι δρόμοι τ’ ολέθριο βιολί
Της αγάπης το τραγούδι το ‘χουν μάθει τώρα όλοι
Με χείλια σμιχτά μελανά το σφυρίζουν
Μόνο αυτός δεν το ξέρει
Ο τρίτος…
Έκανε την αγάπη του καράβι
Την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες
Τώρα έγινε πάλι παιδί
Σιάχνει πύργους με άμμο
Και μαζεύει χαλίκια κοχύλια
Και προσμένει να γυρίσει ξανά
Το καράβι η αγάπη
Στην καρδιά τους έχουν κι οι τρεις χαράξει ένα δέντρο
Ένα βιολί σιμά στ’ αυτί θα τους τρελάνει
Κι ο καπετάνιος παίζει στο βυθό με τα κοράλλια.
Ο Mότσαρτ
O Mότσαρτ μ' ένα μαύρο σκύλο τριγυρίζει τα καμμένα
σπίτια· ψάχνει κει μέσα στην καφτή τέφρα και την καρβου-
νίλα.
Σε μερικές γωνιές δεν έχουν ακόμη σβήσει οι φωτιές...
―ΠAPAΞENO -λέει- ΠOYΘENA ΔEN AKOYΓETAI
ΠIA H MOYΣIKH MOY...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)