Από τον 20ό στον 21ο αιώνα. Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000
Εκδ. Θεμέλιο (απόσπασμα)
Και πράγματι: οι αρχαίες δημοκρατίες ποτέ δεν καυχήθηκαν για την ειρηνοφιλία τους προκειμένου να την παρουσιάσουν ώς το διακριτικό τους γνώρισμα απέναντι στις ολιγαρχίες και στις τυραννίες. Μάλιστα ο Θουκυδίδης πίστευε ότι οι χειρότερες βιαιότητες του Πελοποννησιακού Πολέμου οφείλονταν στα ακαταλόγιστα πάθη της δημοκρατικής μάζας των Αθηνών. Η λατρεία της αρχαιότητας στην εποχή της γαλλικής Επανάστασης δεν αναφερόταν επίσης στις ειρηνόφιλες, παρά μάλλον στις πατριωτικές και αξιόμαχες δημοκρατίες, που τιμούσαν τις πολεμικές αρετές και δέν ορρωδούσαν μπροστά σε «δίκαιους» επιθέτικούς πολέμους. Ώστε η προγραμματική σύνδεση δημοκρατίας και ειρηνοφιλίας είναι σχετικά καινούργια και ειδικά φιλελεύθερη-οικονομιστική άντιληφη.
Από την άποψη αυτή έχουν δίκιο οι σύγχρονοι μελετητές όταν, στήν προσπάθειά τους να φωτίσουν το πρόβλημα με στατιστικές μεθόδους, συγκεντρώνουν την προσοχή τους στους τελευταίους δύο-τρείς αίώνες. Μερικοί απ’ αυτούς τεκμαίρουν τον ειρηνόφιλο χαρακτήρα των δημοκρατιών από τη διαπίστωση ότι συνολικά κήρυξαν ή έκαναν πόλεμο πολύ λιγότερες δημοκρατίες παρά διαφορετικά καθεστώτα. Άλλοι όμως σχετικοποιούν την αξία τούτης της διαπίστωσης υπογραμμίζοντας ότι η έννοια του δημοκρατικού καθεστώτος είναι ασαφής και ότι σ’ έναν κόσμο, όπου oι δημοκρατίες αποτελούσαν τη μειοψηφία οι περισσότεροι πόλεμοι αναγκαστικά διεξάγονταν από μη δημοκρατικά καθεστώτα• άρα, λένε, το πρόβλημα μπορεί να λυθεί οριστικά μονάχα μέσα σ’ έναν κόσμο εξ ολοκλήρου δημοκρατικό.
Ώστόσο μάταια θα περιμένει κανείς τόσο πολύ. Θά ήταν λοιπόν προτιμότερο ν’ αναζητήσουμε πειθαναγκαστικές ενδείξεις στην ίσαμε τώρα πολεμική πρακτική κρατών, τα όποία κατά την κρατούσα αντίληψη ήσαν ή είναι δημοκρατικά (ήτοι εφάρμοζαν ή εφαρμόζουν τον κοινοβουλευτισμό, τον χωρισμό τών εξουσιών, την ελεύθερη δημοσιότητα κ.τ.λ.). Μιά ένδειξη του ειρηνόφιλου χαρακτήρα των δημοκρατιών θα ήταν λ.χ. η διαπίστωση ότι οι δημοκρατίες έτσι κι αλλιώς δεν στάθηκαν ποτέ ικανές να διεξαγάγουν πόλεμο με την ίδια συγκέντρωση δυνάμεων και την ίδιαν εμμονή όπως οι δικτατορίες άρα ήδη η δομική τους ακαταλληλότητα πρός διεξαγωγή πολέμου θα έπρεπε να τις προδιαθέσει ειρηνόφιλα, αφού κάθε πολεμική δραστηριότητα θα συνεπαγόταν γι’ αυτές μια δυσάρεστη εσωτερική μεταβολή. Όμως κάτι τέτοιο δεν μαρτυρείται ιστορικά. Η Μεγάλη Βρεταννία π.χ. πέρασε από δύο παγκοσμίους πολέμους χωρίς ν’ αλλάξει στο παραμικρό το πολίτευμα της, και μάλιστα στον δεύτερο, όταν ακριβώς κορυφωνόταν κι από τις δύο πλευρές η πολεμική προσπάθεια, κατάφερε να πετύχει με την οικονομία της υψηλότερο βαθμό πολεμικής κινητοποίησης από την ναζιστική Γερμανία• κάτι ανάλογο μπορεί να λεχθεί γιά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1914 απέδειξε επί πλέον ότι οι δημοκρατίες μπορούν να παρασυρθούν από τον πολεμικό ενθουσιασμό όχι λιγότερο από τις αυταρχίες (αν δεχθούμε ότι η Γερμανία της εποχής δεν αποτελούσε συνταγματικό κράτος με τη δυτική έννοια). Αντίστροφα, κανείς δεν μπορεί να αποδώσει την πολεμική απροθυμία των Γάλλων το 1940 στο δημοκρατικό πολίτευμα καθ’ εαυτό, όπως έκαμε τότε η ναζιστική προπαγάνδα. Συμπέρασμα: οι δημοκρατίες, ώς δημοκρατίες, είναι σε θέση να διεξαγάγουν πόλεμο με καθολική επιστράτευση των δυνάμεων τους.
Μιά δεύτερη ένδειξη γιά τον ειρηνόφιλο χαρακτήρα των δημοκρατιών, επειδή είναι δημοκρατίες, θά ήταν η διαπίστωση ότι στούς πολέμους τους συμμαχούσαν πάντοτε με άλλες δημοκρατίες, επειδή αυτές ήσαν δημοκρατίες, και πολεμούσαν πάντοτε εναντίον δεσποτειών,επειδή αυτές ήσαν δεσποτείες. Αλλά μιά τέτοια ερμηνεία είναι δυνατή μόνον αν πάρει κανείς στην ονομαστική της αξία την προπαγανδιστική ρητορική περί των αντικειμενικών σκοπών του εκάστοτε πολέμου. Μπορεί κανείς να ισχυρισθεί στα σοβαρά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιτέθηκαν εναντίον του Μεξικού (με την προσάρτηση τού Τέξας) και κατόπιν εναντίον της Ισπανίας μόνο καί μόνο επειδή οι χώρες αυτές ήσαν «δεσποτικές»; Συμμάχησαν η Αγγλία και η Γαλλία το 1914 με τη Ρωσσία επειδή αυτή ήταν τότε δημοκρατικότερη από τη Γερμανία -ή μήπως είχαν περισσότερο δίκιο οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι εκλογίκευσαν τη συμμετοχή τους στον πόλεμο επικαλούμενοι τον αγώνα κατά της ρωσσικής «δεσποτείας»; Η ανανέωση της συμμαχίας των Δυτικών Δημοκρατιών με τη Ρωσσία στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οφειλόταν άραγε στο γεγονός ότι έν έτει 1941 τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του Στάλιν ήσαν άνθρωπινότερα από εκείνα του Χίτλερ; Και ποιά μορφή θα έπαιρναν οι συμμαχίες, άν ο Στάλιν είχε π.χ. επικρατήσει στην Ισπανία και αν στή Δύση είχαν επικρατήσει οι κύκλοι που συνιστούσαν μιάν αντικομμουνιστική συμμαχία με τον Χίτλερ; Συμπέρασμα: τα γεωστρατηγικά και οικονομικά κριτήρια παραμένουν αποφασιστικά και όταν οι δημοκρατίες διεξάγουν πόλεμο.
Άν ευσταθεί το διπλό μας συμπέρασμα, τότε ο πόλεμος δέν αποκλείεται έκ των προτέρων σ’ έναν κόσμο αποτελούμενο από κυρίαρχες δημοκρατίες, αν κάποια ανάμεσα τους άσκεί πολιτική που μιά άλλη θα την αίσθανόταν ώς υπαρξιακή άπειλή• ώς πρός το γεγονός μιάς τέτοιας απειλής (όπως και γιά την έννοια του ζωτικού συμφέροντος) θα μπορούσε άλλωστε θαυμάσια να υπάρξει δημοκρατικότατη συναίνεση. Τέτοια συναίνεση υφισταται π.χ. μέσα στις σύμμαχες (εντός τού ΝΑΤΟ) και συνάμα εχθρικές δημοκρατίες Ελλάδα καί Τουρκία. Η αλιευτική διένεξη μεταξύ των επίσης συμμάχων δημοκρατιών Ισπανίας και Καναδά, όπου οι δύο πλευρές θυμήθηκαν πάραυτα τη χρησιμότητα των πολεμικών πλοίων, περιέχει σαφή διδάγματα γιά το μέλλον, εφόσον αυτό θα είχε να αντιμετωπίσει στενότητα πόρων. Η άποψη, πως κατ’ εξαίρεση οι δημοκρατίες δεν θα περιέλθουν ποτέ σε τέτοιες καταστάσεις, είναι απλούστατα παράλογη, πρό παντός αν αναλογισθούμε τη συνάφεια ανάμεσα σε σύγχρονη δημοκρατία και υψηλή κατανάλωση. Και η άποψη, ότι σε τέτοια περίπτωση οι δημοκρατίες θα αντιδράσουν στο εξωτερικό όπως και όταν ρυθμίζουν συναινετικά τις εσωτερικές υποθέσεις τους, προϋποθέτει το λεγόμενο «πρωτείο της εσωτερικής πολιτικής». Όμως αυτό δέν υφίσταται, όπως δεν υφίσταται και κάποιο πρωτείο της εξωτερικής πολιτικής. Υφίστανται μόνον καταστάσεις, στις οποίες θεωρούνται ως αποφασιστικοί τούτοι ή εκείνοι οι παράγοντες ανάλογα με την εκάστοτε δεσμευτική τους ερμηνεία.
Αν τέλος κάποιος άντιπαρατηρούσε ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες θα τείνουν από μόνες τους πρός την παγκόσμια δημοκρατία, ήτοι πρός την έξάλειψη των ορίων μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού πολιτικού χώρου και τη διεθνοποίηση των εσωπολιτικών κανόνων – τότε θα μπορούσαμε να θυμηθούμε και πάλι το κείμενο του Kant για την αιώνια ειρήνη. Εννοώ βέβαια εδώ μιά περικοπή που για ευνόητους λόγους ελάχιστα αναφέρεται σήμερα. Όπως πίστεύε ο φιλόσοφος, ακριβώς η «ανάμιξη» και η «συγχώνευση» των λαών θέτει σε κίνδυνο την είρήνη. Αλλά ακόμα και αν οι δημοκρατικοί λαοί παραμείνουν χώρια, σαν καλοί γείτονες, όπως προτιμούσε ο Kant, και πάλι τα πολεμοχαρή επιχειρήματα δέν θα τους λείψουν, αν τυχόν τα χρειαστούν. Κανείς δεν θα αρνείται την αρχή ότι «οι δημοκρατίες δεν πολεμούν μεταξύ τους» – μόνο που θα προσθέτει ότι ο αντίπαλος δεν είναι «γνήσιος δημοκράτης».
[…]
Δύο μόνο χρόνια πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ένα βιβλίο, που μόλις είχε δημοσιευθεί, τράβηξε την προσοχή του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού, έγινε θέμα συζητήσεων της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ και μεταφράστηκε αμέσως σε πολλές γλώσσες. Συγγραφέας του ήταν ο βρετανός δημοσιολόγος Norman Angell και τίτλος του The Great Illusion, η μεγάλη ψευδαίσθηση. Θύματα της μεγάλης αυτής ψευδαίσθησης ήσαν, κατά τον Angell, όσοι από πολέμους και κατακτήσεις προσδοκούσαν την αύξηση της ισχύος και της ευημερίας του έθνους τους. Η σημερινή έκταση των διαπλοκών της παγκόσμιας οικονομίας, έλεγε, οι πυκνές και γρήγορες επικοινωνίες, και προπαντός ο διεθνής χαρακτήρας του χρηματοοικονομικού και του πιστωτικού συστήματος είχαν πλέον καταστήσει απαρχαιωμένη την παραδοσιακή πολιτική της ισχύος και μετατρέψει τα μικρά και οικονομικώς εύρωστα έθνη σε ισότιμους συναγωνιστές των μεγάλων.
Μολονότι ο Angell αμφισβητούσε ριζικά τη σημασία της στρατιωτικής ισχύος για την ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας και μολονότι κατηγορούσε με την ίδια δριμύτητα τόσο τους βρετανούς όσο και τους γερμανούς υποστηρικτές τέτοιων απόψεων, ωστόσο αποδεχόταν τη χρήση μη οικονομικών μέσων πίεσης με σκοπό την «αποκατάσταση και τήρηση της τάξης» και την προστασία του ελεύθερου εμπορίου. Οπου ήδη υφίσταται η δημόσια τάξη, έγραφε, όπως στις πολιτισμένες χώρες της Ευρώπης, εκεί οι κατακτήσεις περιττεύουν. Από την άλλη μεριά η Γερμανία, λ.χ., θα είχε το δικαίωμα να ακολουθήσει το βρετανικό παράδειγμα στις Ινδίες και να επιβάλει την τάξη στην οθωμανική επικράτεια. Ο Angell δεν εξέταζε τι θα γινόταν σε περίπτωση όπου μια πλευρά θα επεφύλασσε στον εαυτό της τον ρόλο του φύλακα της τάξης σε όλες τις νευραλγικές περιοχές.
Αλλωστε αυτό δεν αποτελούσε ούτε το μόνο κενό ούτε το μόνο σφάλμα της επιχειρηματολογίας του. Από οικονομική άποψη είχε βέβαια δίκιο όταν διαπίστωνε ότι η αποικιακή επέκταση, όπως ασκήθηκε από τον 16ο ως τον 19ο αι., είχε γίνει ασύμφορη λόγω των στρατιωτικών δαπανών και θα έπρεπε να αντικατασταθεί με τον λιγότερο ή περισσότερο άμεσο οικονομικό έλεγχο. Η διαπίστωση όμως τούτη δεν αρκούσε από μόνη της για να αποδείξει τη γενική θέση ότι, σε κοσμοϊστορικό επίπεδο, οι σχέσεις μεταξύ οικονομικής και πολιτικοστρατιωτικής ισχύος είχαν οριστικά αντιστραφεί. Ο Angell παραδεχόταν έμμεσα αυτό το λογικό άλμα όταν δήλωνε ότι δεν επιθυμούσε να ισχυρισθεί την απιθανότητα μεγάλων μελλοντικών πολέμων, αλλά απλώς να αποδείξει ότι ο πόλεμος έγινε άπαξ διά παντός οικονομικά άχρηστος, και μάλιστα επιζήμιος. Αλλά και εδώ η συλλογιστική του δεν ήταν συνεπής. Γιατί σε πολλές περικοπές του βιβλίου του εξέφραζε την πεποίθηση ότι η πρόοδος των παγκόσμιων οικονομικών διαπλοκών θα καθιστούσε αδύνατο τον πόλεμο και θα υποκαθιστούσε τη φυσική βία με τη συνεργασία. Η πρόγνωση αυτή προφανώς αποτελούσε, από λογική και ιστορική άποψη, κάτι διαφορετικό από τη διάγνωση της οικονομικής αχρηστίας των πολέμων. Για να συμπέσει η πρόγνωση με τη διάγνωση θα έπρεπε να αποδειχθεί επιπλέον ότι όλοι οι άνθρωποι σε όλες τις περιπτώσεις δίνουν το προβάδισμα στο οικονομικό όφελος και ταυτόχρονα πιστεύουν ότι η δική τους νίκη σε έναν πόλεμο θα βλάψει και μακροπρόθεσμα τα οικονομικά συμφέροντά τους. Ο πόλεμος, που ξέσπασε όσο ακόμη διαρκούσε η εκδοτική επιτυχία του βιβλίου του Angell, έδειξε ότι κάτι τέτοιο δεν είχε αποδειχθεί.
Παρ’ όλα αυτά το βιβλίο δεν έχασε ούτε την επικαιρότητα ούτε τους οπαδούς του. Οταν πριν από δύο χρόνια στο Βερολίνο ένας αμερικανός δημοσιογράφος διατύπωσε σε μιαν ομιλία παρόμοιες σκέψεις και του υπενθύμισα τον Norman Angell, ομολόγησε πρόθυμα την πηγή της έμπνευσής του. Στην πραγματικότητα οι θέσεις του Angell έγιναν εύκολα δημοφιλείς γιατί σε μιαν εποχή όπου οι διεθνείς οικονομικές διαπλοκές αυξήθηκαν κατά πολύ ως προς τον όγκο και την πυκνότητά τους, φαίνονταν να επιβεβαιώνουν εκ νέου έναν κοινό τόπο του πρώιμου φιλελευθερισμού, ότι δηλαδή το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο· έπιαναν έτσι το νήμα μιας μακράς παράδοσης και έπεφταν σε γόνιμο έδαφος. Το ίδιο συμβαίνει και στις μέρες μας. Πάντως γύρω στο 1900 θέσεις σαν και αυτές φαίνονταν ακαταμάχητες, και μάλιστα όχι μόνο σε φιλελεύθερους πολιτικούς αλλά και στους πλείστους ευρωπαϊκούς στρατιωτικούς ή στρατηγικούς σχεδιαστές. Λίγοι γνωρίζουν σήμερα και ακόμη λιγότεροι θέλουν να το γνωρίζουν ότι η σχεδόν αναντίρρητη επικράτηση του επιθετικού στρατιωτικού δόγματος σε όλα τα ευρωπαϊκά Γενικά Επιτελεία προ του 1914 στηριζόταν στη γενική πεποίθηση ότι η οικονομική ζωή είχε γίνει τόσο περίπλοκη και ευαίσθητη, ώστε δεν σηκώνει μακρό πόλεμο, άρα ο πόλεμος πρέπει να διεξαχθεί επιθετικά και να έχει γρήγορη έκβαση. Στη Γερμανία αυτό το είχε πει ήδη ο Moltke, αλλά η έρευνα έχει δείξει ότι και ο στρατηγικός σχεδιασμός του Schlieffen ξεκινούσε από παρόμοιες ιδέες. Σήμερα βέβαια μας φαίνεται εντελώς παράδοξο ότι μπορεί να υπάρχει κάποια συνάφεια ανάμεσα στην παραβίαση της βελγικής ουδετερότητας και σε μιαν φιλελεύθερη οικονομιστική τοποθέτηση, ωστόσο γι’ αυτό φταίνε οι επικρατούσες εύκολες σχηματοποιήσεις. Το αληθινά παράδοξο που βέβαια εξηγείται εκ των υστέρων έγκειται στο ότι οι προσπάθειες όλων των πλευρών να συντομέψουν τον πόλεμο κατέληξαν στην παράτασή του.
Ανάμεσα στο 1900 και στο 1914 το γαλλογερμανικό εμπόριο αυξήθηκε κατά 137% και το ρωσογερμανικό κατά 121%. Το εμπόριο μεταξύ Γερμανίας και Μεγάλης Βρετανίας διπλασιάσθηκε από 60 εκατ. λίρες σε 120 και αποτελούσε το 9% του συνολικού βρετανικού εμπορίου· περισσότερα από τα μισά τοτινά διεθνή καρτέλ παραγωγής ήσαν κοινή γερμανοβρετανική ιδιοκτησία, ένα από αυτά μάλιστα παρήγε εκρηκτικές ύλες (βλ. Β. R. Mitchell, International Historical Statistics. Europe 1750-1988, Ν. Υόρκη 1992). Αν λοιπόν οι οικονομικοί οιωνοί έδειχναν ειρήνη, τότε ο πόλεμος, που παρ’ όλα αυτά έγινε, θα πρέπει να ξεπήδησε από μια λογική διαφορετική από τη λογική της οικονομίας. Η διερεύνηση πολλών ιστορικών παραδειγμάτων δεν μας επιτρέπει τον ισχυρισμό ότι υπάρχει μια πάγια αιτιότητα, δηλαδή ένας νόμος, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις εμπορίου και πολέμου. Η θεωρητική γενίκευση δεν μπορεί να προχωρήσει παραπέρα από την απόφανση ότι εδώ υφίστανται παράλληλα δύο διαφορετικές λογικές και δύο διαφορετικά κίνητρα, που μπορεί και να συμπίπτουν όμως η σύμπτωσή τους διόλου δεν είναι υποχρεωτική. Αντίθετα, τόσο η φιλελεύθερη προσδοκία ότι το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο όσο και η χυδαιομαρξιστική ερμηνεία του πολέμου με οικονομικές αιτίες προϋποθέτουν και οι δύο σιωπηρά την ύπαρξη εμπειρικά αναπόδεικτων νομοτελειών. Και στις δύο περιπτώσεις η αποδεικτική στηρίζεται σε έναν οικονομιστικό ντετερμινισμό, οπότε η φιλελεύθερη τοποθέτηση, αν εξετασθεί προσεκτικότερα, αποκαλύπτεται ως χυδαίος μαρξισμός με αντεστραμμένα πρόσημα. Γιατί μόνο όποιος πιστεύει ότι τους πολέμους τους προκαλούν αποκλειστικά οι οικονομικοί ανταγωνισμοί, έχει λογικά το δικαίωμα και να δέχεται ότι η οικονομική συνεργασία θα καταργήσει οπωσδήποτε τον πόλεμο. Αλλωστε η τέτοια συνεργασία θα μπορούσε να θεωρηθεί αντίδοτο εναντίον του πολέμου μονάχα αν εγκαινιαζόταν και καλλιεργούνταν με τη ρητή πρόθεση να λειτουργήσει ως εναλλακτική λύση προς τις αιματηρές συγκρούσεις.
Όμως δεν υπάρχουν χειροπιαστές ενδείξεις ότι συμβαίνει αυτό, υπάρχουν μόνο εκλογικεύσεις του πράγματος εκ των υστέρων. Τους ανθρώπους τους ωθούν στην οικονομική συνεργασία απλώς και μόνο οικονομικές βλέψεις και αναγκαιότητες, οι οποίες καθεαυτές δεν συνδέονται με ειρηνικές ή εχθρικές προθέσεις υπό την πολιτική έννοια. Μονάχα η θετική ή αρνητική τροπή της συνεργασίας κάνει πιθανή τη σύνδεση με παρόμοιες προθέσεις, χωρίς όμως και πάλι αυτό να είναι υποχρεωτικό. Στα τέλη του 20ού αι. ο βαθύτερος αντικειμενικός λόγος της αύξουσας παγκόσμιας οικονομικής διαπλοκής είναι ο ίδιος που κράτησε (και ίσως έθεσε) σε κίνηση τη βιομηχανική επανάσταση κατά τον 18ο και 19ο: μια άνευ προηγουμένου και συνεχώς επιτεινόμενη πληθυσμιακή πυκνότητα, αυτή τη φορά όχι σε περιορισμένη ευρωπαϊκή αλλά σε πλανητική κλίμακα. Και ακριβώς επειδή στον 21ο αι. οι παγκόσμιες οικονομικές διαπλοκές θα βρίσκονται κάτω από την πίεση του παραπάνω αντικειμενικού παράγοντα, μάλλον θα οξύνουν παρά θα αμβλύνουν το πρόβλημα της κατανομής.
Μετά το 1989 πολλαπλασιάσθηκαν οι φωνές που αποδίδουν τη σημερινή απιθανότητα μεγάλων πολέμων μεταξύ εθνών στην αύξουσα παγκόσμια διαπλοκή των οικονομιών. Οπως δείχνει το παράδειγμα της εποχής προ του 1914 η συνάφεια αυτή κάθε άλλο παρά υποχρεωτική είναι. Αντίθετα, είναι προφανής ο πολιτικός λόγος που καθιστά προς το παρόν απίθανους τέτοιους πολέμους. Ενα μεγάλο έθνος ανάμεσα στα υπόλοιπα, δηλαδή το αμερικανικό, διαθέτει τέτοια οικονομική και στρατιωτική υπεροχή απέναντι σε όλα τα άλλα, παρμένα χωριστά, ώστε ενάντια στη θέλησή του ούτε ετοιμοπόλεμες συμμαχίες μπορούν να συμπηχθούν ούτε ένα άλλο έθνος μπορεί να ασκήσει αποφασιστικά και ως τα άκρα πολιτική ισχύος. Ενώ η παγκόσμια κατάσταση γύρω στο 1900 χαρακτηριζόταν από την κατά προσέγγιση ισοδυναμία μεταξύ των τότε παγκόσμιων Δυνάμεων, γύρω στο 2000 καθορίζεται από την έμπρακτη ηγεμονία μιας και μόνο Δύναμης. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πόσο θα διαρκέσει αυτή η συγκυρία και υπό ποιες συνθήκες θα τερματισθεί, εφόσον μάλιστα ο μεταψυχροπολεμικός κόσμος δεν έχει ακόμη σαφή περιγράμματα. Το βέβαιο είναι ότι σήμερα την ειρήνη δεν τη διασφαλίζει η οικονομική συνεργασία πολλών ισότιμων κρατών αλλά η ηγεμονία ενός υπέρτερου.
Οσον αφορά ιδιαίτερα την Ευρώπη, εδώ η στενότερη οικονομική και πολιτική συνεργασία μάλλον προέκυψε επειδή ήταν αδύνατος ένας νέος μεγάλος πόλεμος μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών εθνών παρά το αντίστροφο. Αφ’ ότου η Ευρώπη έχασε την παγκόσμια κυριαρχία, έχασαν και οι ενδοευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί την κοσμοϊστορική σημασία τους (όποιος κυριαρχεί στην Ευρώπη δεν κυριαρχεί πια στον κόσμο ολόκληρο) και γι’ αυτό η έντασή τους έπεσε κάθετα, υπό την κηδεμονία μάλιστα των ΗΠΑ. Στην ιμπεριαλιστική εποχή οι ανταγωνισμοί αυτοί όχι μόνο δεν εμπόδιζαν τη γενική ευρωπαϊκή επέκταση αλλά και την επέτειναν, γιατί κάθε ευρωπαϊκή Δύναμη φρόντιζε να μη μείνει πίσω από τις άλλες. Την εποχή της παγκόσμιας κυριαρχίας της Ευρώπης ο πλανήτης συνομαδωνόταν γύρω από τον άξονα των ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών, ενώ σήμερα τα ευρωπαϊκά έθνη υποχρεώνονται να συνομαδωθούν και να συνασπισθούν εν όψει των πλανητικών ανταγωνισμών. Με άλλα λόγια: ως το 1945 στην Ευρώπη ο πόλεμος ήταν ασθένεια της δύναμης, ενώ μετά το 1945 έγινε απίθανος γιατί την Ευρώπη την πρόσβαλε η ασθένεια της αδυναμίας. Αφού κανένα ευρωπαϊκό έθνος δεν κατέχει την ισχύ και τη βούληση να πραγματοποιήσει υπό τη δική του ηγεμονία μιαν ιστορικά βιώσιμη ευρωπαϊκή ένωση, η τελευταία πρέπει να οικοδομηθεί με ατμομηχανή τη σύμπνοια των δύο ή τριών μεγαλύτερων εθνών. Στον δρόμο προς την ένωση αυτή θα φανεί ακόμη μια φορά πόσο διαφέρει η υπόθεση του εμπορίου από εκείνη του πολέμου και της ειρήνης. Η οικονομική όσμωση δεν θα απολήξει υποχρεωτικά στην πολιτική, προπαντός αν η ιστορικά κουρασμένη Ευρώπη βολευτεί ψυχολογικά με τη σκέψη ότι μπορεί να ζήσει άνετα και υπό αμερικανική ηγεμονία. Και αντίστροφα: παλινδρομήσεις κατά την προσπάθεια στενότερης συνύφανσης των ευρωπαϊκών οικονομιών δεν θα οδηγήσουν οπωσδήποτε σε πόλεμο, με δεδομένη την ευρωπαϊκή ασθένεια της αδυναμίας.
Η διαζευκτική λύση: «ή νομισματική ένωση ή πόλεμος», όπως τη διατυπώνουν μερικοί, μπορεί να είναι παιδαγωγικά σκόπιμη, όμως η ιστορική της αξία είναι ελάχιστη. Οχι μόνο επειδή πρόσφατα ακόμη στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στην πρώην Σοβιετική Ενωση αλληλοσπαράχθηκαν λαοί που επί δεκαετίες απόλαυσαν τις ευλογίες του κοινού νομίσματος, αλλά και επειδή δεν ευσταθεί το υπονοούμενο, ότι δηλαδή σήμερα υπάρχουν στην Ευρώπη έθνη με τη βούληση και τη δύναμη να διεξαγάγουν πόλεμο. Το σημερινό δίλημμα της ευρωπαϊκής ηπείρου δεν είναι: «ενότητα ή πόλεμος», όπως προ του 1945, αλλά «ενότητα ή παρακμή». Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά πράγματα γίνεται βέβαια εμφανής μονάχα όταν δεν συγχέεται σε κανένα επίπεδο η λογική του εμπορίου και η λογική του πολέμου. Ακόμη γενικότερα, πρέπει να λεχθεί ότι οι ενδιαφερόμενοι καλά θα έκαναν να μην εμπιστεύονται την ειρήνη στους δήθεν αυτοματισμούς της οικονομίας, αλλά να αναζητήσουν τις προϋποθέσεις της στις πολιτικές ισορροπίες ισχύος μεταξύ των παγκόσμιων Δυνάμεων.
[…]
Κύκλοι με απτά υλικά συμφέροντα, αλλά και διάφοροι καλόπιστοι, οι οποίοι εξ ιδιοσυγκρασίας ενστερνίζονται τις ελπιδοφόρες προοπτικές, προπαγανδίζουν την άποψη ότι η προϊούσα παγκοσμιοποίηση θα επιφέρει όλο και μεγαλύτερη εξίσωση των συλλογικών συνθηκών ζωής και των συλλογικών σκοπών, δημιουργώντας έτσι κοινά σημεία μεταξύ των ανθρώπων και καθιστώντας περιττές τις αιματηρές συγκρούσεις· γιατί, όπως λέγεται, η παγκοσμιοποίηση θα εξασθενήσει ή ίσως και θα καταργήσει τις υποτιθέμενες αιτίες αυτών των συγκρούσεων, δηλαδή τα έθνη και τα κράτη. Η αντίληψη αυτή αναγορεύθηκε, προπαντός μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, σε αυταπόδεικτη αλήθεια και άρθρο πίστεως, έτσι ώστε δεν διερευνώνται επαρκώς οι προϋποθέσεις της και η λογική συνοχή της.
Ως φορέας της παγκοσμιοποίησης και της εξίσωσης των συνθηκών και των σκοπών (αξιών) δεν θεωρείται βέβαια οποιαδήποτε δραστηριότητα, π.χ. το κήρυγμα της αδελφοσύνης και της αγάπης, αλλά μια δραστηριότητα εντελώς συγκεκριμένη: η διευρυνόμενη και διαπλεκόμενη οικονομία. Μια πρώτη προϋπόθεση της παραπάνω αντίληψης είναι λοιπόν η πίστη στην πρωτοκαθεδρία της οικονομίας και μάλιστα της οικονομίας στην αντίθεσή της προς την πολιτική, η οποία λίγο – πολύ ταυτίζεται με την «πολιτική της ισχύος» και αντιπαρατίθεται προς την υποτιθέμενη εγγενή ειρηνικότητα της οικονομίας. Αυτή όμως η διχοτομία μεταξύ πολιτικής και οικονομίας είναι δυνατή μόνο αν οι δύο αυτοί τομείς οριστούν τόσο στενά (αν δηλαδή η οικονομία περιοριστεί στην τεχνική διαδικασία της παραγωγής και η πολιτική περισταλεί στη διοίκηση και στη διαχείριση), ώστε χάνεται κάθε ουσιαστική σχέση με την κοινωνική πράξη και πραγματικότητα. Από ιστορική και κοινωνιολογική άποψη η διχοτομία είναι επίσης αβάσιμη· αποτελεί μια ιδεολογική κατασκευή και ένα ιδεολογικό όπλο που, καθώς είναι γνωστό, πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον ανερχόμενο αστικό φιλελευθερισμό εναντίον του απολυταρχικού κράτους, ενώ και σήμερα παραμένει προσφιλές επιχείρημα διαφόρων οικονομικών κύκλων, οι οποίοι βέβαια την ίδια στιγμή κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να επιστρατεύσουν την πολιτική για δικούς τους σκοπούς και διόλου δεν περιφρονούν επικερδείς κρατικές παραγγελίες και πιστώσεις. Κατά τα λοιπά, η ιδεολογική αυτή κατασκευή συνδέθηκε ήδη από τον 17ο αιώνα με την κοσμοϊστορική πρόβλεψη ότι το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο. Τι έγινε έκτοτε, το γνωρίζουμε καλά.
Ο γενικός λόγος για τον οποίο πολιτική και οικονομία με την οποιαδήποτε κοινωνικά βαρύνουσα έννοια των όρων παραμένουν αδιαχώριστες είναι προφανής. Η οικονομία και η πολιτική αφορούν εξίσου τις συγκεκριμένες σχέσεις συγκεκριμένων ανθρώπων και κάθε οικονομική αλλαγή προκαλεί μια μετατόπιση του συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος ορισμένων ανθρώπων και εις βάρος άλλων. Οι οικονομικοί σκοποί ούτε επιδιώκονται ούτε επιτυγχάνονται μέσα σε ένα κοινωνικό κενό, παρά μετριούνται με κριτήριο την απόδοση των ανταγωνιστών, και ανάλογα αξιολογούνται. Ο,τι όλοι μπορούν να παραγάγουν και ό,τι όλοι μπορούν να απολαύσουν δεν έχει ούτε οικονομική ούτε πολιτική αξία γιατί αξία σημαίνει πάντα: ιδιαίτερη αξία. Γι’ αυτό τα απόλυτα κέρδη, δηλαδή όσα σημαίνουν βελτίωση σε σχέση με την προγενέστερη δική μας κατάσταση, φαίνονται πολύ λιγότερο σημαντικά από τα σχετικά κέρδη, δηλαδή εκείνα που επιτυγχάνονται σε σύγκριση με την τωρινή κατάσταση των ανταγωνιστών μας.
Αν μια πλευρά πιστεύει ότι τα σχετικά της μειονεκτήματα είναι αδύνατο να υπερκαλυφθούν στο προβλεπτό μέλλον με οποιαδήποτε προσπάθεια, τότε είναι αναγκασμένη να επιλέξει ανάμεσα στη συνθηκολόγηση μπροστά στη δύναμη της «αόρατης χειρός» (Α. Smith) και στην πολιτικοποίηση της οικονομικής σύγκρουσης. Γιατί από καταβολής κόσμου υπάρχουν μόνο δύο δυνατότητες για να αποκτήσει κανείς αγαθά: να τα παραγάγει ο ίδιος ή να τα πάρει από όποιον τα παράγει, αδιάφορο αν αυτό το κάνει με το ξίφος ή μέσω εμπορικών ποσοστώσεων. Η έννοια του «ζωτικού συμφέροντος» υπάρχει εξίσου στην οικονομία και στην πολιτική, και μάλιστα θα μπορούσαμε να τη θεωρήσουμε ως τον μεγάλο κοινό τους παρονομαστή.
Η κατάσταση αυτή μπορεί να συγκεφαλαιωθεί ως εξής: η πολιτική διεισδύει στην οικονομία όχι τόσο μέσω των διαδικασιών της παραγωγής και της επικοινωνίας όσο μέσω του προβλήματος της κατανομής. Είναι άκρως χαρακτηριστικό ότι η συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση στρέφεται γύρω από διαδικασίες και προτάσεις οι οποίες αφορούν τη διαπλοκή της παγκόσμιας βιομηχανίας και του παγκοσμίου εμπορίου καθώς και την πύκνωση των παγκοσμίων επικοινωνιακών δικτύων το μυστικό μιας παγκόσμια αποδεκτής κατανομής των πόρων και του πλούτου δεν το έχει αποκαλύψει ως σήμερα κανείς. Η ειρήνη όμως μεταξύ πολιτικών μονάδων και ανθρώπων γενικά δεν μπαίνει τόσο σε κίνδυνο λόγω του τρόπου παραγωγής και επικοινωνίας όσο λόγω των όρων και των ανισοτήτων της κατανομής.
Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και της οικονομίας θα οξύνει το πρόβλημα της κατανομής από δύο απόψεις. Στο εσωτερικό των ανερχομένων οικονομικών δυνάμεων θέτει σε κίνηση διαδικασίες οι οποίες γρηγορότερα μπορούν να πολλαπλασιάσουν παρά να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες για σχετικά κέρδη και ως γνωστόν ο μισοχορτασμένος είναι πιο επιθετικός παρά ο μισοπεθαμένος από την πείνα. Ακόμη και η περιορισμένη ικανοποίηση τέτοιων προσδοκιών δημιουργεί πάντως, καθώς πίσω της στέκουν τεράστιες ανθρώπινες μάζες, έναν πλούτο σημαντικό, οπότε το σχετικό μερίδιο των ανεπτυγμένων χωρών στον παγκόσμιο πλούτο μειώνεται συνεχώς. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο αγώνας κατανομής μεταφέρεται και στο εσωτερικό των πλουσίων χωρών, οι οποίες αναγκάζονται να σφίξουν το ζωνάρι (τουλάχιστον ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων) προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές.
Οποιος φαντάζεται ότι αυτό αποτελεί απλώς μια βραχυπρόθεσμη ή μεσοπρόθεσμη αναπροσαρμογή, η οποία οπωσδήποτε θα πετύχει αρκεί να επιδείξουμε κάποια υπομονή και επιδεξιότητα όποιος το φαντάζεται αυτό, ασφαλώς δεν έχει κατανοήσει την έκταση της μεταβολής που επιτελείται σήμερα σε πλανητική κλίμακα. Η βιομηχανικά ανεπτυγμένη «Δύση» συνεχίζει να βλέπει τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης από την άτρομη και παραπλανητική σκοπιά του τμήματος εκείνου του πλανήτη το οποίο ακόμη κατέχει πάνω από τα τρία τέταρτα του παγκοσμίου πλούτου και της παγκόσμιας ενέργειας. Και πρέπει να προσθέσουμε ότι καθοριστική εδώ είναι η αμερικανική θεώρηση των πραγμάτων, η οποία βέβαια, παρά τις ιδεολογικές ομολογίες πίστεως προς την αυτοματική της οικονομίας, στηρίζεται πρωταρχικά στο σημερινό στρατιωτικό και διπλωματικό προβάδισμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Οποιος υπερέχει (προς το παρόν) τόσο πολύ έχει τη φυσική τάση να βλέπει την παγκοσμιοποίηση πρώτα – πρώτα ως διεύρυνση του δικού του πεδίου δράσεως και δεν μπορεί ή δεν θέλει να βάλει με τον νου του τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της αναστροφής του ρεύματος. Ωστόσο, μέσα στην αυτοπεποίθηση της «Δύσης» έχει ήδη εμφιλοχωρήσει η πρώτη αμφιβολία, αλλά και το πρώτο ρίγος, προπαντός στην Ευρώπη, όπου συνειδητοποιείται όλο και εντονότερα ότι η βαθύτερη αιτία της μόνιμης κρίσης είναι η ένταση του παγκοσμίου ανταγωνισμού και η συνεχής πτώση του ειδικού ευρωπαϊκού βάρους μέσα στην παγκόσμια οικονομία. Οι αμφιβολίες και τα ρίγη θα επιταθούν κάτω από την πίεση εισαγομένων και ενδογενών δημογραφικών και οικολογικών παραγόντων. Τότε τα σύνορα, τα οποία έχει γκρεμίσει στο μεταξύ η παγκοσμιοποίηση, θα ανεγερθούν και πάλι εξαιτίας της όξυνσης των αγώνων κατανομής, μολονότι δεν γνωρίζουμε επακριβώς ποιος και πού θα τα χαράξει αυτή τη φορά.
Η όξυνση τούτη πρέπει να αναμένεται ακόμη περισσότερο επειδή η δεύτερη προϋπόθεση της αντίληψης που αναφέραμε στην αρχή, ότι δηλαδή η εξίσωση των συνθηκών και των σκοπών της ζωής θα αμβλύνει τις συγκρούσεις, απλούστατα είναι εσφαλμένη. Η κοινότητα των σκοπών γεννά φιλία μεταξύ δύο πλευρών όταν ο σκοπός πρόκειται να επιτευχθεί εναντίον ενός τρίτου· σπέρνει όμως την έχθρα όταν η επίτευξη του κοινού σκοπού από μέρους της μιας πλευράς είτε κάνει αδύνατη είτε καθιστά άνευ αξίας την επίτευξή του από μέρους της άλλης. Η φιλία λοιπόν δεν προκύπτει από τον κοινόν σκοπό καθ’ εαυτόν, αλλά από τη συμφωνία δύο πλευρών για το ποια σειρά θα κατέχει η καθεμιά τους κατά την επιδίωξη του κοινού σκοπού και ποια οφέλη θα αντλήσει από την επίτευξή του. Αν στο κρίσιμο αυτό σημείο δεν επιτευχθεί συμφωνία, τότε η σύγκρουση θα οξυνθεί ακριβώς επειδή ο σκοπός είναι κοινός για τον ίδιο λόγο για τον οποίο ο χασάπης δεν εχθρεύεται τον μανάβη απέναντί του παρά τον χασάπη δίπλα του. Κοινότητα σκοπών σημαίνει αγώνα με τους ίδιους πόρους, τις ίδιες αγορές, τους ίδιους χώρους και τα ίδια έπαθλα. Και αν η κοινότητα των σκοπών επεκταθεί και στους σκοπούς της κατανάλωσης, τότε ο Ινδός και ο Κινέζος θα πρέπει να καταναλώσουν τόση ενέργεια και άλλες τόσες πρώτες ύλες όσες ο Βορειοαμερικανός. Ποιες θα είναι οι συνέπειες για τον πλανήτη;
Η εξίσωση συνθηκών και σκοπών ζωής εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης θεωρείται και υπό μιαν άλλη έννοια ως πρόδρομος ειρηνικών εξελίξεων. Λέγεται ότι οι ψυχοπνευματικές συνέπειες θα συμβάλουν στην αποδυνάμωση των εθνικών πολιτισμών και επομένως των συγκρούσεων που οφείλονται σε εθνικές και πολιτισμικές αιτίες. Αν η οικουμενική εξίσωση του τρόπου ζωής των ανθρώπων θα διαμορφώσει αναγκαστικά έναν ενιαίο παγκόσμιο πολιτισμό, δεν χρειάζεται να το εξετάσουμε εδώ. Πάντως ο παγκόσμιος αυτός πολιτισμός θα αποτελούσε εγγύηση για την ειρήνη μονάχα αν στο παρελθόν οι αιματηρές συγκρούσεις είχαν γίνει αποκλειστικά μεταξύ εθνικά και πολιτισμικά διαφορετικών συλλογικών υποκειμένων.
Όμως η ιστορία γνώρισε και πάμπολλους εμφυλίους πολέμους, και αυτοί συχνά ήσαν και οι χειρότεροι. Ωστε το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί η οικονομική και πολιτισμική παγκοσμιοποίηση είναι η μετατροπή όλων των πολέμων σε εμφυλίους πολέμους.
Οποιος προσδοκά την παγκόσμια ειρήνη από την εξασθένηση ή τη διάλυση των εθνικών κρατών καθ’ εαυτήν λησμονεί ότι οι πόλεμοι είναι φαινόμενο πολύ παλαιότερο από τα εθνικά κράτη. Λησμονεί ότι το εθνικό κράτος διόλου δεν συνιστά το μόνο δυνατό κυρίαρχο πολιτικό υποκείμενο, επομένως η κατάργηση του εθνικού κράτους δεν συνεπάγεται αυτόματα την κατάργηση της έννοιας του κυρίαρχου κράτους και των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Και τέλος λησμονεί ότι πολύ χειρότερος από κάθε σύγκρουση μεταξύ οργανωμένων πολιτικών μονάδων μπορεί να είναι ο άμεσος αγώνας ανθρώπου προς άνθρωπο υπό συνθήκες παγκόσμιας ανομίας.
___________________________
Πηγή: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου