Μέσ’ στην απαλοτάτη νύχτα, που τ΄ άστρα ήσαν άστιλπνα και λιγοθυμισμένα,
μέσ’ στο νωθρό παράξενο φεγγάρι – το βράδυ εκείνο κι οι άνθρωποι ήταν
σχεδόν καλοί...
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα στο φως του φεγγαριού, λάδι σε καμβά
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Φεγγάρι…
Μέσ’ στην απαλοτάτη νύχτα, μέσ’ στο νωθρό πελώριο φεγγάρι, που τ΄ άστρα ήσαν άστιλπνα και λιγοθυμισμένα, η παρεούλα είχε παρμένη την κιθάρα της, και θέλησε να πλανηθεί στην τύχη· πρόβαλε αργά κατηφορίζοντας, πέρα, απ΄ τη Σχολή των Ευελπίδων, κι έστριψε, και τράβηξε προς τη Λεωφόρον Αλεξάνδρας. Μέσ’ στο γαλάζο φόντο του βραδιού, ήταν χυμένη μια αλλόκοτη σιωπή, σαν και τα πράγματα όλα να ήταν ποτισμένα μυστηριώδη φίλτρα, σαν αφιόνια, και να καραδοκούσαν κάποια λύτρωση, κάποιο παυσώδυνο βαθύ, τελειωτικό. Εδώ – εκεί περνούσαν κι άλλες παρεούλες, κορίτσια σφιχταγκαλιασμένα ένα με τ΄ άλλο, παιδιά μ΄ ένα κρυφό φιλί στα χείλη, και μ΄ ασημένια μέτωπα στιλπνά· κι όλ’ οι άνθρωποι ήταν σα να κολυμπούσαν στο φεγγάρι, καθώς τα ψάρια μέσ’ στη γυάλα, και να εκινούντο ρυθμικά κι αυτόματα, χωρίς αυθυπαρξία, σαν η συνείδησή τους να ήτανε, κι αυτή, φευγάτη ή κοιμισμένη…
Η παρέα τράβηξε καταμεσίς του δρόμου, μέσ’ στα ράγια, κι έφτασε ως μια μάντρα, κι έκατσε να πιει, να μερακλώσει…
Ήταν Σαββατόβραδο, που τα τελεμένα τα κορμιά ζητάν ανάπαψη, και τα ρογιασμένα δάχτυλα ξεχνάν τους κόπους, και θυμούνται την αγάπη… Και καθώς ήταν έτσι το φεγγάρι ολάργυρο, σα νόμισμα φρεσκοκομμένο (είχαν απόψε πάρει τη βδομάδα), κάθησαν γύρω στο τραπέζι, και μάζωξαν του κόσμου τις καρέκλες, και ξαπλωθήκαν, χέρια και πόδια μπερδεμένα, ψαθάκια, καβουράκια πεταμένα, μαλλιά αφηνιασμένα, μαύρα τσουλούφια, κυματιστά κι εβένινα…
Το παιδί έτρεξε ναν τα περιποιηθεί, κι άπλωσε μια πετσέτα στο τραπέζι.
- Πούσαι, φέρε μας ένα κατοσταράκι στα τέσσερα, και κάνα μεζέ…
- Ψητό, σαλάμι, αυγά της ώρας; Μας φέραν σήμερα και φέτα, πούναι μεγαλείο!
- Γεια σου! φέρε μας φέτα, κάνε μας και καμπόσα αυγά τηγανητά… Πούσαι! και ψωμί…
- Αμέσως! να σας κόψω και καμιά ντοματοσαλατίτσα;…
- Μπράβο! Είσαι θεός, αδερφούλη… Και κάνε σύντομα…
Κι η παρέα απλώθηκε, τεντώθηκε, κουλουριάστηκε, έσκασε στα γέλια, είπε αστεία, καλαμπούρισε, τσακώθηκε, βλαστήμησε, κι ύστερα αρχίνησε να τσαγγρουνίζει την κιθάρα:
Ταμ, τιμ, τιμ – ταμ, τιμ, τιμ – ταμ, τιμ, τιμ…
...Σιγά σιγά, το τραγούδι φούντωσε, δυνάμωσε και υψώθη συμπαγές μέσ’ στο φεγγάρι· οι συμπυκνωμένες νεανικές φωνές αρμονίσθηκαν, εμπλέχτηκαν, παντρεύτηκαν όλες μαζί, και τίναξαν τη φλογερήν επίκλησή τους, προς το κατάπληκτο κι επιεικές φεγγάρι…
Άλλος είχε βάνει το καπέλο του στραβά, κι άλλος πίσω, κι έλαμπε το μέτωπό του, – κι άλλος είχε βγαλμένο το σακάκι, και τόχε στον ώμο του ριγμένο· κι όλοι τραγουδούσανε μαζί:
νταμ! ντουμ! ντουμπαντουμπαντούμ!
στο διάβολο να πας,
κι εσύ και η μαμάκα σου,
κι ο λάγιος που αγαπάς…
...Και η νύχτα έπαιρνε το τραγούδι με τα γαλανά, τα οπάλινα χέρια της, και το τοποθετούσε στην καρδιά της· και τα μάτια των άστρων έτρεχαν αόρατα δάκρυα μέσ’ στο διάστημα, και πού και πού, κι ένας διάττων απεσπάτο μέσ’ απ’ την οικογένεια των άστρων, σα να μη βαστούσε πλέον, κι αυτοκτονούσε μέσ’ στο χάος σιωπηλά… Κι ο καημός, κι η νοσταλγία, είχαν έτσι πήξει γύρω απ΄ τη μελπόμενη κιθάρα, που κάθε της παλμός, κι ο πλέον ελάχιστος, δημιουργούσε γύρω πλήθος κύκλους, κι έφτανεν ως πέρα, καθώς το πέσιμο μιας στάλας στο νερό…
- Φέρε κρασί! Κρασί…
Και το κρασί εκομίζετο θριαμβευτικά και γιόμιζε σπινθηριστά τα παχυκρύσταλλα ποτήρια, κι οι αναπνοές ήταν ανήσυχες, τα γόνατα λυμένα, κι ένα στήθος πρόβαλλε γυμνό απ΄ τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τ’ αχνό χρώμα της επιθυμίας… Κι η επιθυμία φαινόταν να είχε έτσι κορώσει, κι η σάρκα να ήταν έτσι κεντρισμένη, που το φεγγάρι έγιν’ ένας ασημένιος πόθος, και φλόγισε τη μεθυσμένη νύχτα…
- Κρασί! Κρασί! Κρασί…
Μέσ’ στην απαλοτάτη νύχτα, που τ΄ άστρα ήσαν άστιλπνα και λιγοθυμισμένα, μέσ’ στο νωθρό παράξενο φεγγάρι – το βράδυ εκείνο κι οι άνθρωποι ήταν σχεδόν καλοί.
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα στο φως του φεγγαριού, λάδι σε καμβά
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Φεγγάρι…
Μέσ’ στην απαλοτάτη νύχτα, μέσ’ στο νωθρό πελώριο φεγγάρι, που τ΄ άστρα ήσαν άστιλπνα και λιγοθυμισμένα, η παρεούλα είχε παρμένη την κιθάρα της, και θέλησε να πλανηθεί στην τύχη· πρόβαλε αργά κατηφορίζοντας, πέρα, απ΄ τη Σχολή των Ευελπίδων, κι έστριψε, και τράβηξε προς τη Λεωφόρον Αλεξάνδρας. Μέσ’ στο γαλάζο φόντο του βραδιού, ήταν χυμένη μια αλλόκοτη σιωπή, σαν και τα πράγματα όλα να ήταν ποτισμένα μυστηριώδη φίλτρα, σαν αφιόνια, και να καραδοκούσαν κάποια λύτρωση, κάποιο παυσώδυνο βαθύ, τελειωτικό. Εδώ – εκεί περνούσαν κι άλλες παρεούλες, κορίτσια σφιχταγκαλιασμένα ένα με τ΄ άλλο, παιδιά μ΄ ένα κρυφό φιλί στα χείλη, και μ΄ ασημένια μέτωπα στιλπνά· κι όλ’ οι άνθρωποι ήταν σα να κολυμπούσαν στο φεγγάρι, καθώς τα ψάρια μέσ’ στη γυάλα, και να εκινούντο ρυθμικά κι αυτόματα, χωρίς αυθυπαρξία, σαν η συνείδησή τους να ήτανε, κι αυτή, φευγάτη ή κοιμισμένη…
Η παρέα τράβηξε καταμεσίς του δρόμου, μέσ’ στα ράγια, κι έφτασε ως μια μάντρα, κι έκατσε να πιει, να μερακλώσει…
Ήταν Σαββατόβραδο, που τα τελεμένα τα κορμιά ζητάν ανάπαψη, και τα ρογιασμένα δάχτυλα ξεχνάν τους κόπους, και θυμούνται την αγάπη… Και καθώς ήταν έτσι το φεγγάρι ολάργυρο, σα νόμισμα φρεσκοκομμένο (είχαν απόψε πάρει τη βδομάδα), κάθησαν γύρω στο τραπέζι, και μάζωξαν του κόσμου τις καρέκλες, και ξαπλωθήκαν, χέρια και πόδια μπερδεμένα, ψαθάκια, καβουράκια πεταμένα, μαλλιά αφηνιασμένα, μαύρα τσουλούφια, κυματιστά κι εβένινα…
Το παιδί έτρεξε ναν τα περιποιηθεί, κι άπλωσε μια πετσέτα στο τραπέζι.
- Πούσαι, φέρε μας ένα κατοσταράκι στα τέσσερα, και κάνα μεζέ…
- Ψητό, σαλάμι, αυγά της ώρας; Μας φέραν σήμερα και φέτα, πούναι μεγαλείο!
- Γεια σου! φέρε μας φέτα, κάνε μας και καμπόσα αυγά τηγανητά… Πούσαι! και ψωμί…
- Αμέσως! να σας κόψω και καμιά ντοματοσαλατίτσα;…
- Μπράβο! Είσαι θεός, αδερφούλη… Και κάνε σύντομα…
Κι η παρέα απλώθηκε, τεντώθηκε, κουλουριάστηκε, έσκασε στα γέλια, είπε αστεία, καλαμπούρισε, τσακώθηκε, βλαστήμησε, κι ύστερα αρχίνησε να τσαγγρουνίζει την κιθάρα:
Ταμ, τιμ, τιμ – ταμ, τιμ, τιμ – ταμ, τιμ, τιμ…
...Σιγά σιγά, το τραγούδι φούντωσε, δυνάμωσε και υψώθη συμπαγές μέσ’ στο φεγγάρι· οι συμπυκνωμένες νεανικές φωνές αρμονίσθηκαν, εμπλέχτηκαν, παντρεύτηκαν όλες μαζί, και τίναξαν τη φλογερήν επίκλησή τους, προς το κατάπληκτο κι επιεικές φεγγάρι…
Άλλος είχε βάνει το καπέλο του στραβά, κι άλλος πίσω, κι έλαμπε το μέτωπό του, – κι άλλος είχε βγαλμένο το σακάκι, και τόχε στον ώμο του ριγμένο· κι όλοι τραγουδούσανε μαζί:
νταμ! ντουμ! ντουμπαντουμπαντούμ!
στο διάβολο να πας,
κι εσύ και η μαμάκα σου,
κι ο λάγιος που αγαπάς…
...Και η νύχτα έπαιρνε το τραγούδι με τα γαλανά, τα οπάλινα χέρια της, και το τοποθετούσε στην καρδιά της· και τα μάτια των άστρων έτρεχαν αόρατα δάκρυα μέσ’ στο διάστημα, και πού και πού, κι ένας διάττων απεσπάτο μέσ’ απ’ την οικογένεια των άστρων, σα να μη βαστούσε πλέον, κι αυτοκτονούσε μέσ’ στο χάος σιωπηλά… Κι ο καημός, κι η νοσταλγία, είχαν έτσι πήξει γύρω απ΄ τη μελπόμενη κιθάρα, που κάθε της παλμός, κι ο πλέον ελάχιστος, δημιουργούσε γύρω πλήθος κύκλους, κι έφτανεν ως πέρα, καθώς το πέσιμο μιας στάλας στο νερό…
- Φέρε κρασί! Κρασί…
Και το κρασί εκομίζετο θριαμβευτικά και γιόμιζε σπινθηριστά τα παχυκρύσταλλα ποτήρια, κι οι αναπνοές ήταν ανήσυχες, τα γόνατα λυμένα, κι ένα στήθος πρόβαλλε γυμνό απ΄ τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τ’ αχνό χρώμα της επιθυμίας… Κι η επιθυμία φαινόταν να είχε έτσι κορώσει, κι η σάρκα να ήταν έτσι κεντρισμένη, που το φεγγάρι έγιν’ ένας ασημένιος πόθος, και φλόγισε τη μεθυσμένη νύχτα…
- Κρασί! Κρασί! Κρασί…
Μέσ’ στην απαλοτάτη νύχτα, που τ΄ άστρα ήσαν άστιλπνα και λιγοθυμισμένα, μέσ’ στο νωθρό παράξενο φεγγάρι – το βράδυ εκείνο κι οι άνθρωποι ήταν σχεδόν καλοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου