Κώστας Καρυωτάκης
Η τελευταία
(Εἶναι ἐδῶ; Εἶναι ἐκεῖ; Ἔφυγε; Θά ῾ρθει; Ποῦ εἶναι; Ἡ τελευταία;)
Ἄ! Τὸ δάσος πέρα. Ἕνα τραπεζάκι κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀπόμερο πεῦκο. Καὶ ἡ νύχτα ποὺ ἐρχόταν σιγὰ σιγὰ γιὰ νὰ μὴν τὴ νιώσουμε. Ἡ βοὴ τοῦ βραδινοῦ ἀνέμου στὰ κλαδιά. Τὰ λόγια ποὺ ἔλειπαν. Τὰ χέρια ὠχρά. Τὰ μάτια καὶ τ᾿ ἀστέρια. Μεσάνυχτα. Τίποτε ἀπ᾿ ὅλα δὲν εἶχε εἰπωθεῖ.
(Ψέματα; Ψέματα; Παιχνίδι φιλαρέσκειας; Περιέργεια; Ἐγωισμός;)
Κι ἄλλοτε ἡ θάλασσα. Τὰ πλοῖα ποὺ ἔφευγαν στὸν ὁρίζοντα παίρνοντας τὰ ὄνειρά μας. Ὁ φλοῖσβος μὲ τὶς ὑποσχέσεις του. Ἐκεῖ πάνω στὸ βράχο τ᾿ ἄφθονα καὶ ἀνεξήγητα δάκρυα. Ἡ μοναξιὰ στὸ ἀπέραντο. Τὰ φιλιά. Ἡ ψυχή...
(Τίποτε; Τίποτε; Παιδικότητες; Ρομαντισμός; Αὐταπάτη;)
Ἄλλες φορὲς ἡ αὐγὴ ἀναπάντεχη καὶ προδοτική. Ἀπὸ δρομάκια τὸ κουραστικὸ γύρισμα. Οἱ πρῶτοι θόρυβοι τῆς ἡμέρας. Ἡ γλυκιὰ μεταμέλεια στὸ πρόσωπο ποὺ φωτιζόταν ὁλοένα. Τὸ χαῖρε...
(Ἔφυγε; Δὲ θά ῾ρθει πιά; Τελευταία;)
Ο κήπος της αχαριστίας
Θὰ καλλιεργήσω τὸ ὡραιότερο ἄνθος. Στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων θὰ φυτέψω τὴν Ἀχαριστία. Εὐνοϊκοὶ εἶναι οἱ καιροί, κατάλληλος ὁ τόπος. Ὁ ἄνεμος τσακίζει τὰ δέντρα. Στὴ νοσηρὴ ἀτμόσφαιρα ὀρθώνονται φίδια. Οἱ ἐγκέφαλοι, ἐργαστήρια κιβδηλοποιῶν. Τερατώδη νήπια τὰ ἔργα, ὑπάρχουν στὶς γυάλες. Καὶ μέσα σὲ δάσος ἀπὸ μάσκες, ζήτησε νὰ ζήσεις. Ἐγὼ θὰ καλλιεργήσω τὴν Ἀχαριστία.
Ὅταν ἔρθει ἡ τελευταία ἄνοιξις, ὁ κῆπος μου θά ῾ναι γεμάτος ἀπὸ θεσπέσια δείγματα τοῦ εἴδους. Τὰ σεληνοφώτιστα βράδια, μονάχος θὰ περπατῶ στοὺς καμπυλωτοὺς δρόμους, μετρώντας αὐτὰ τὰ λουλούδια. Πλησιάζοντας μὲ κλειστὰ μάτια τὴ βελούδινη, σκοτεινὴ στεφάνη τους, θὰ νιώθω στὸ ἀπρόσωπο τοὺς αἰχμηρούς των στημόνες καὶ θ᾿ ἀναπνέω τ᾿ ἄρωμά τους.
Οἱ ὧρες θὰ περνοῦν, θὰ γυρίζουν τ᾿ ἄστρα, καὶ οἱ αὖρες θὰ πνέουν, ἀλλὰ ἐγώ, γέρνοντας ὁλοένα περσότερο, θὰ θυμᾶμαι.
Θὰ θυμᾶμαι τὶς σφιγμένες γροθιές, τὰ παραπλανητικὰ χαμόγελα καὶ τὴν προδοτικὴ ἀδιαφορία.
Θὰ μένω ἀκίνητος ἡμέρες καὶ χρόνια, χωρὶς νὰ σκέπτομαι, χωρὶς νὰ βλέπω, χωρὶς νὰ ἐκφράζω τίποτε ἄλλο. Θὰ εἶμαι ὁλόκληρος μία πικρὴ ἀνάμνησις, ἕνα ἄγαλμα ποὺ γύρω του θὰ μεγαλώνουν τροπικὰ φυτά, θὰ πυκνώνουν, θὰ μπερδεύονται μεταξύ τους, θὰ κερδίζουν τὴ γῆ καὶ τὸν ἀέρα. Σιγὰ σιγὰ οἱ κλῶνοι τους θὰ περισφίγγουν τὸ λαιμό μου, θὰ πλέκονται στὰ μαλλιά μου, θὰ μὲ τυλίγουν μὲ ἀνθρώπινη περίσκεψη.
Κάτου ἀπὸ τὴ σταθερή τους ὤθηση, θὰ βυθίζομαι στὸ χῶμα.
Καὶ ὁ κῆπος μου θὰ εἶναι ὁ κῆπος τῆς Ἀχαριστίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου