Ποιός θα μπορούσε αλήθεια να κρατήσει το τιμόνι σε τούτους
τους καιρούς;
Χάλασε κι η πυξίδα χαθήκαν οι προορισμοί
τα κύματα σηκώθηκαν ως το μυαλό σβήσανε οι αιώνες
τόσες πατρίδες
τόσες προσπάθειες μέσα μου καμένες...
Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος
Το κρασί των Φαιάκων
Πές μου το πάλι πὼς θὰ μὲ θυμᾶσαι κι
ἐγὼ θὰ σὲ πιστέψω.
Ποιὸς θὰ μποροῦσε ἀλήθεια
νὰ κρατήσει τὸ τιμόνι σὲ τούτους
τοὺς καιρούς;
Χάλασε κι ἡ πυξίδα χαθῆκαν οἱ προορισμοὶ
τὰ κύματα σηκώθηκαν ὡς τὸ μυαλὸ σβήσανε οἱ αἰῶνες
τόσες πατρίδες
τόσες προσπάθειες μέσα μου καμένες.
Ἂσ’ τοὺς ἀνέμους
νὰ μᾶς πᾶνε ὅπου θέλουν
ἂσ’ τοὺς ἀνέμους
καὶ τὸ τυφλὸ κρασὶ
τὸ ματωμένο φῶς πάνω στὰ χείλη σου, τὸ ψέμα κι ἡ ὀμορφιά σου
πές μου τὸ πάλι
πές μου τὸ πάλι πὼς θὰ μὲ θυμᾶσαι κι ἐγὼ θὰ σὲ πιστέψω.
πές μου τὸ πάλι πὼς θὰ μὲ θυμᾶσαι κι ἐγὼ θὰ σὲ πιστέψω.
Ακτή
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος
γύρισε σπίτι του ἐπιτέλους
ἄφησε τὴ μοναξιά του στὰ τραγούδια
ἄφησε τοὺς συντρόφους του σὲ μιὰ σχεδία
ἔκοψε τὰ γένια του χαμογελάει σὲ ὅλους.
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος
δὲν μπορεῖ πιὰ οὔτε νὰ κλάψει
γιατί οἱ δικοί του εἶν’ εὐτυχεῖς ποὺ τὸν κερδίσαν πάλι
γιατί τὸ κύμα ποὺ ’ρθε κι ἔφυγε παίρνοντας τόση ζωὴ
αὐτὸν τὸ γιὸ τὸν ἀκριβὸ τὸν
ξέρασε πίσω στ’ ἀκρογιάλι.
Ἐδῶ μεγάλωσε καὶ πέθανε σ’ αὐτὰ τὰ μέρη
κοντὰ στὴ μάνα
του καὶ τὸν πατέρα του ἔχασε τὴν ψυχή του
ἐδῶ δίπλα στὴ θάλασσα τὸν σάπισε τὸ καλοκαίρι
κι ἡ ἄμμος ἤπιε τὴ φωνή
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου