Κι από εκείνο τον καιρό αγαπώ τόσο τρυφερά, καθώς
οι προφήτες, την έρημο και τη θάλασσα, γελώ στα πένθη κλαίω στις γιορτές, βρίσκω
μία γεύση γλυκιά στο πικρό κρασί, νομίζω πολλές φορές για ψέματα τις αλήθειες, καί,
με τα μάτια στον ουρανό, πέφτω σε γκρεμούς...
Γιάννης Σταύρου, Δύση στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Σαρλ Μπωντλαίρ
(Πρόλογος στη συλλογή "ΝΗΠΕΝΘΗ", του Κ. Καρυωτάκη)
Ἡ κούνια μου ἀκουμποῦσε στὴ βιβλιοθήκη, Βαβὴλ σκοτεινόν, ὅπου μυθιστόρημα, ἐπιστήμη,
μυθολογία, τὰ πάντα, ἡ λατινικὴ τέφρα καὶ ἡ ἑλληνικὴ σκόνη, ἀνακατευόσαντε. Δὲν
ἤμουν μεγαλύτερος ἀπὸ ἕνα βιβλίο.
Δυὸ φωνὲς μοῦ μιλοῦσαν. Ἡ πρώτη, ὕπουλη καὶ σταθερή, ἔλεγε: «Ἡ Γῆ εἶναι ἕνα γλύκισμα
ὡραῖο· μπορῶ (καὶ ἡ εὐχαρίστησή σου θά ῾ναι τότε χωρὶς τέλος!) νὰ σοῦ δώσω μίαν
ὄρεξη παρόμοια μεγάλη». Καὶ ἡ δεύτερη: «Ἔλα! ὤ, ἔλα στὸ ταξίδι τῶν ὀνείρων, πέρα
ἀπὸ τὸ δυνατό, πέρα ἀπὸ τὸ γνωρισμένο!».Καὶ ἡ φωνὴ αὐτὴ ἐτραγουδοῦσε ὅπως ὁ ἄνεμος
στὶς ἀκρογιαλιές, φάντασμα ποὺ κλαυθμυρίζει καὶ κανεὶς δὲν ξέρει πούθε ἦρθε, ποὺ
χαϊδεύει τὸ αὐτὶ κι ὅμως τρομάζει. Σοῦ ἀπάντησα: «Ναί! γλυκιὰ φωνή!».
Ἀπὸ τότε κρατάει αὐτὸ ποὺ μπορεῖ, ἀλίμονο! νὰ εἰπωθεῖ πληγή μου καὶ πεπρωμένο
μου. Πίσω ἀπὸ τὶς σκηνοθεσίες τῆς ἀπεράντου ὑπάρξεως, στὸ μελανότερο τῆς ἀβύσσου,
βλέπω καθαρὰ κόσμους παράξενους, καί, θῦμα ἐκστατικὸ τῆς ὀξυδέρκειάς μου, σέρνω
φίδια ποὺ μοῦ δαγκάνουν τὰ πόδια. Κι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἀγαπῶ τόσο τρυφερά, καθὼς
οἱ προφῆτες, τὴν ἔρημο καὶ τὴ θάλασσα, γελῶ στὰ πένθη κλαίω στὶς γιορτές, βρίσκω
μία γεύση γλυκιὰ στὸ πικρὸ κρασί, νομίζω πολλὲς φορὲς γιὰ ψέματα τὶς ἀλήθειες, καί,
μὲ τὰ μάτια στὸν οὐρανό, πέφτω σὲ γκρεμούς.
Ἀλλὰ ἡ Φωνὴ μὲ παρηγορεῖ καὶ λέει: «Κράτησε τὰ ὄνειρά σου· οἱ συνετοὶ δὲν ἔχουν
ἔτσι ὡραῖα σὰν τοὺς τρελούς!»
(Μετ. Κώστας Καρυωτάκης)
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014
Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας...
Και το φεγγάρι
θα κατέβει στα πόδια μας λαμπάδα
την ώρα που στερνά θα κοιμηθούμε
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας...
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς, λάδι σε καμβά
Κώστας Καρυωτάκης
Ύπνος
Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρα
να πάμε να πεθάνουμε μια νύχτα
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
γλυκά. Κι απάνωθέ μας θε να φεύγουν,
στον ουρανό, τ' αστέρια και τα εγκόσμια.
Θα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμα.
Και γαλανό σαν κύμα τ' όνειρό μας
θα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναι.
Αγάπες θα' ναι στα μαλλιά μας οι αύρες,
η ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνει,
και κάτου απ' τα μεγάλα βλέφαρά μας,
χωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμε.
Τα ρόδα θα κινήσουν απ' τους φράχτες,
και θα 'ρθουν να μας γίνουν προσκεφάλι.
Για να μας κάνουν αρμονία τον ύπνο,
θα αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
γλυκά. Και τα κορίτσια του χωριού μας,
αγριαπιδιές, θα στέκουνε τριγύρω
και, σκύβοντας, κρυφά θα μας μιλούνε
για τα χρυσά καλύβια, για τον ήλιο
της Κυριακής, για τις ολάσπρες γάστρες,
για τα καλά τα χρόνια μας που πάνε.
Το χέρι μας κρατώντας η κυρούλα,
κι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτια,
θα μας διηγιέται -- ωχρή -- σαν παραμύθι
την πίκρα της ζωής. Και το φεγγάρι
θα κατέβει στα πόδια μας λαμπάδα
την ώρα που στερνά θα κοιμηθούμε
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
που όλη τη μέρα έκλαψαν κι απόστασαν
Τὸ φεγγαράκι ἀπόψε
θὰ πέσει, ἕνα βαρὺ μαργαριτάρι.
Κι ἀπάνω μου θὰ παίζει τὸ τρελὸ
τρελὸ φεγγάρι.
Ὅλο θὰ σπάει τὸ κῦμα ρουμπινὶ
στὰ πόδια μου σκορπίζοντας ἀστέρια.
Οἱ παλάμες μου θά ῾χουνε γενεῖ
δυὸ περιστέρια·
Θ᾿ ἀνέβουν -- ἀσημένια δυὸ πουλιὰ --
μὲ φεγγάρι -- δυὸ κοῦπες -- θὰ γεμίσουν,
μὲ φεγγάρι τοὺς ὤμους, τὰ μαλλιὰ
θὰ μοῦ ραντίζουν.
Τὸ πέλαγο χρυσάφι ἀναλυτό.
Θὰ βάλω τ᾿ ὄνειρό μου σὲ καΐκι
ν᾿ ἀρμενίσει. Διαμάντι θὰ πατῶ
λαμπρὸ χαλίκι.
Τὸ γύρω φῶς ὡς θᾶν τὴ διαπερνᾷ,
ἡ καρδιά μου βαρὺ μαργαριτάρι.
Καὶ θὰ γελῶ. Καὶ θὲ νὰ κλαίω... Καὶ νά,
νὰ τὸ φεγγάρι!
θα κατέβει στα πόδια μας λαμπάδα
την ώρα που στερνά θα κοιμηθούμε
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας...
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς, λάδι σε καμβά
Κώστας Καρυωτάκης
Ύπνος
Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρα
να πάμε να πεθάνουμε μια νύχτα
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
γλυκά. Κι απάνωθέ μας θε να φεύγουν,
στον ουρανό, τ' αστέρια και τα εγκόσμια.
Θα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμα.
Και γαλανό σαν κύμα τ' όνειρό μας
θα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναι.
Αγάπες θα' ναι στα μαλλιά μας οι αύρες,
η ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνει,
και κάτου απ' τα μεγάλα βλέφαρά μας,
χωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμε.
Τα ρόδα θα κινήσουν απ' τους φράχτες,
και θα 'ρθουν να μας γίνουν προσκεφάλι.
Για να μας κάνουν αρμονία τον ύπνο,
θα αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
γλυκά. Και τα κορίτσια του χωριού μας,
αγριαπιδιές, θα στέκουνε τριγύρω
και, σκύβοντας, κρυφά θα μας μιλούνε
για τα χρυσά καλύβια, για τον ήλιο
της Κυριακής, για τις ολάσπρες γάστρες,
για τα καλά τα χρόνια μας που πάνε.
Το χέρι μας κρατώντας η κυρούλα,
κι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτια,
θα μας διηγιέται -- ωχρή -- σαν παραμύθι
την πίκρα της ζωής. Και το φεγγάρι
θα κατέβει στα πόδια μας λαμπάδα
την ώρα που στερνά θα κοιμηθούμε
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
που όλη τη μέρα έκλαψαν κι απόστασαν
Τὸ φεγγαράκι ἀπόψε
Τὸ φεγγαράκι ἀπόψε στὸ γιαλὸ
θὰ πέσει, ἕνα βαρὺ μαργαριτάρι.
Κι ἀπάνω μου θὰ παίζει τὸ τρελὸ
τρελὸ φεγγάρι.
Ὅλο θὰ σπάει τὸ κῦμα ρουμπινὶ
στὰ πόδια μου σκορπίζοντας ἀστέρια.
Οἱ παλάμες μου θά ῾χουνε γενεῖ
δυὸ περιστέρια·
Θ᾿ ἀνέβουν -- ἀσημένια δυὸ πουλιὰ --
μὲ φεγγάρι -- δυὸ κοῦπες -- θὰ γεμίσουν,
μὲ φεγγάρι τοὺς ὤμους, τὰ μαλλιὰ
θὰ μοῦ ραντίζουν.
Τὸ πέλαγο χρυσάφι ἀναλυτό.
Θὰ βάλω τ᾿ ὄνειρό μου σὲ καΐκι
ν᾿ ἀρμενίσει. Διαμάντι θὰ πατῶ
λαμπρὸ χαλίκι.
Τὸ γύρω φῶς ὡς θᾶν τὴ διαπερνᾷ,
ἡ καρδιά μου βαρὺ μαργαριτάρι.
Καὶ θὰ γελῶ. Καὶ θὲ νὰ κλαίω... Καὶ νά,
νὰ τὸ φεγγάρι!
Ετικέτες
Γιάννης Σταύρου,
έλληνες ζωγράφοι,
ζωγραφική,
ζωγράφοι,
Καρυωτάκης,
ποιητές,
τοπία ζωγράφοι
Τρίτη 29 Ιουλίου 2014
σαν έρημη εκκλησιά...
σκοτάδι όπου και φως
φωνή παράπονου της κούνιας ασχημάτιστα λόγια
(κατοπινή ζωή στρίγκλα ζωή ποια να 'σαι)
από το χόρτο της αλήθειας έφαγε και τρελάθηκε
σαν έρημη εκκλησιά που ακόμα ψαλμουδίζει...
Γιάννης Σταύρου, Εκκλησάκι στην Αττική, λάδι σε καμβά
Μάρκος Μέσκος
Ελευθερία...
XIV
Μάρτης στον χρόνο, εποχή αμυγδαλιάς.
Τα φύτρα στους λόφους πράσινα
και οι ανθοί στα δένδρα όνειρο της μέρας
(και της νύχτας). Κι εσύ το ξέρεις;
αητοί στα βράχια, φίδια στο μαύρο της πέτρας
κι ασάλευτη στην απλωσιά
η φωνή απ' το μικρό κατσίκι.
Σύννεφα του Νοτιά σύννεφα σ' άλλες γωνιές τ' ουρανού
κι ο Έγριππος στα μάτια σου με τα νερά
τα υπερήφανα ή τα χαμηλωμένα στον πυθμένα.
(Μέσα μου λιμνάζει ο λόγος και με σκοτώνει.
Με σκοτώνει).
(Από τη συλλογή Τα ανώνυμα)
Χώματα
XIII
Κρεμασμένη η σκιά του πανύψηλου δέντρου στο δειλινό χωράφι
κοντά στην κατάξερη αφάνα σπουργίτια μαζί της πετούν
στο πέρα βλέμμα και στη θάλασσα των οριζόντων γλάροι
του μαύρου κόντρα
γλώσσα που τραυλίζει παίρνοντας τα βουνά
κι ο γέροντας πικροδαφνίζοντας
να θυμάσαι θα κρυώνω εκεί κάτω είπε κι έσβησε στο σκοτάδι
σκοτάδι όπου και φως
φωνή παράπονου της κούνιας ασχημάτιστα λόγια
(κατοπινή ζωή στρίγκλα ζωή ποια να 'σαι)
από το χόρτο της αλήθειας έφαγε και τρελάθηκε
σαν έρημη εκκλησιά που ακόμα ψαλμουδίζει
τάχα μακριά από το καλό και το κακό του κόσμου
ω τέλος αφάνταστο
στα πετεινά τ' ουρανού ανήκει τώρα
χωρίς κλαρί χωρίς φωλιά χωρίς αέρα
μαύρος ήλιος και χαμένος από παντού.
(Από τη συλλογή Στον ίσκιο της γης)
φωνή παράπονου της κούνιας ασχημάτιστα λόγια
(κατοπινή ζωή στρίγκλα ζωή ποια να 'σαι)
από το χόρτο της αλήθειας έφαγε και τρελάθηκε
σαν έρημη εκκλησιά που ακόμα ψαλμουδίζει...
Γιάννης Σταύρου, Εκκλησάκι στην Αττική, λάδι σε καμβά
Μάρκος Μέσκος
Ελευθερία...
XIV
Μάρτης στον χρόνο, εποχή αμυγδαλιάς.
Τα φύτρα στους λόφους πράσινα
και οι ανθοί στα δένδρα όνειρο της μέρας
(και της νύχτας). Κι εσύ το ξέρεις;
αητοί στα βράχια, φίδια στο μαύρο της πέτρας
κι ασάλευτη στην απλωσιά
η φωνή απ' το μικρό κατσίκι.
Σύννεφα του Νοτιά σύννεφα σ' άλλες γωνιές τ' ουρανού
κι ο Έγριππος στα μάτια σου με τα νερά
τα υπερήφανα ή τα χαμηλωμένα στον πυθμένα.
(Μέσα μου λιμνάζει ο λόγος και με σκοτώνει.
Με σκοτώνει).
(Από τη συλλογή Τα ανώνυμα)
Χώματα
XIII
Κρεμασμένη η σκιά του πανύψηλου δέντρου στο δειλινό χωράφι
κοντά στην κατάξερη αφάνα σπουργίτια μαζί της πετούν
στο πέρα βλέμμα και στη θάλασσα των οριζόντων γλάροι
του μαύρου κόντρα
γλώσσα που τραυλίζει παίρνοντας τα βουνά
κι ο γέροντας πικροδαφνίζοντας
να θυμάσαι θα κρυώνω εκεί κάτω είπε κι έσβησε στο σκοτάδι
σκοτάδι όπου και φως
φωνή παράπονου της κούνιας ασχημάτιστα λόγια
(κατοπινή ζωή στρίγκλα ζωή ποια να 'σαι)
από το χόρτο της αλήθειας έφαγε και τρελάθηκε
σαν έρημη εκκλησιά που ακόμα ψαλμουδίζει
τάχα μακριά από το καλό και το κακό του κόσμου
ω τέλος αφάνταστο
στα πετεινά τ' ουρανού ανήκει τώρα
χωρίς κλαρί χωρίς φωλιά χωρίς αέρα
μαύρος ήλιος και χαμένος από παντού.
(Από τη συλλογή Στον ίσκιο της γης)
Ετικέτες
αττικό τοπίο,
Γιάννης Σταύρου,
έλληνες ζωγράφοι,
ζωγραφική,
ζωγράφοι,
Μέσκος,
ποιητές,
τοπία ζωγραφική
Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά...
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται•
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά...
Γιάννης Σταύρου, Καφές & βιβλία, λάδι σε καμβα (λεπτομέρεια)
Κωνσταντίνος Καβάφης
Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Aριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν• ήταν μετριόφρων.
Aγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.
Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται•
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.
Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά•
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά...
Γιάννης Σταύρου, Καφές & βιβλία, λάδι σε καμβα (λεπτομέρεια)
Κωνσταντίνος Καβάφης
Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Aριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν• ήταν μετριόφρων.
Aγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.
Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται•
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.
Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά•
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.
Κυριακή 27 Ιουλίου 2014
Αισχύλος: Σαν μια πολιτεία χαθή, πάν κι οι θεοί της
Σαν τώρα εσείς μ' αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σας δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη
σκορπάτε μες στο στρατό μας, κ' έτσ' οι εχθροί, πόχομ' απόξω, βρίσκουνε μια
χαρά το πιο μεγάλο κέρδος, ενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας.
Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολις, λάδι σε καμβά
Αισχύλος
Επτά επί Θήβας
(μετ. Γιάννης Γρυπάρης, α΄ επεισόδιο)
Ετεοκλής
Εσάς ρωτώ, ανυπόφερτα πλάσματα, - μα είναι καλά πράματ' αυτά για να σωθή μια πόλη καί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο, να πέφτετε μπρος στων θεών τ' αγάλματα έτσι με τ' άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σας, πού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκη;
Ά! και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχία νάδιν' ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκα! γιατί αν της έρθουνε δεξιά, καί ποιός την πιάνει στην έπαρση της! μ' αν την κυριεύση ο φόβος, τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της.
Σαν τώρα εσείς μ' αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σας δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτε μες στο στρατό μας, κ' έτσ' οί εχθροί, πόχομ' απόξω, βρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδος, ενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας.
Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκες. Μα όποιος την προσταγή μου, τώρα, δεν ακούση, άντρας, γυναίκα, ή ό,τι κι άλλο πάει νάναι, απόφαση θανατική τον περιμένει, κι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη. Έχει έγνοια ο άντρας, η γυναίκα ας μη φροντίζη για τα όξω• μέσ' ας κάθεται, χωρίς να βλάφτη. Άκουσες, ή δεν άκουσες, ή σε κουφή τα λέω;
Χορός
Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα, επήρα φόβο π' άκουσα το βρόντημα, το βρόντημ' απ' τ' αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν' αναδεύουν γύρω το στόμα, της φωτιάς γεννήματα, τα γκέμια, πού τά τιμονεύουν.
Ετεοκλής
Καί τί; μην τάχα ο ναύτης, αν από την πρύμνα στην πλώρη τρέξη, θαβρή τρόπο να γλυτώση, σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι;
Χορός
Μα ήρθα μ' ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ' αγάλματα πόχω σ' αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου, όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας τ' άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσε• τότ' απ' το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη, νάθε με βοηθούσε.
Ετεοκλής
Εύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργος, κι αυτό συμφέρει τους θεούς• γιατί δε λένε πως σαν μια πολιτεία χαθή, πάν κι οι θεοί της;
Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολις, λάδι σε καμβά
Αισχύλος
Επτά επί Θήβας
(μετ. Γιάννης Γρυπάρης, α΄ επεισόδιο)
Ετεοκλής
Εσάς ρωτώ, ανυπόφερτα πλάσματα, - μα είναι καλά πράματ' αυτά για να σωθή μια πόλη καί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο, να πέφτετε μπρος στων θεών τ' αγάλματα έτσι με τ' άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σας, πού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκη;
Ά! και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχία νάδιν' ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκα! γιατί αν της έρθουνε δεξιά, καί ποιός την πιάνει στην έπαρση της! μ' αν την κυριεύση ο φόβος, τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της.
Σαν τώρα εσείς μ' αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σας δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτε μες στο στρατό μας, κ' έτσ' οί εχθροί, πόχομ' απόξω, βρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδος, ενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας.
Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκες. Μα όποιος την προσταγή μου, τώρα, δεν ακούση, άντρας, γυναίκα, ή ό,τι κι άλλο πάει νάναι, απόφαση θανατική τον περιμένει, κι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη. Έχει έγνοια ο άντρας, η γυναίκα ας μη φροντίζη για τα όξω• μέσ' ας κάθεται, χωρίς να βλάφτη. Άκουσες, ή δεν άκουσες, ή σε κουφή τα λέω;
Χορός
Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα, επήρα φόβο π' άκουσα το βρόντημα, το βρόντημ' απ' τ' αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν' αναδεύουν γύρω το στόμα, της φωτιάς γεννήματα, τα γκέμια, πού τά τιμονεύουν.
Ετεοκλής
Καί τί; μην τάχα ο ναύτης, αν από την πρύμνα στην πλώρη τρέξη, θαβρή τρόπο να γλυτώση, σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι;
Χορός
Μα ήρθα μ' ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ' αγάλματα πόχω σ' αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου, όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας τ' άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσε• τότ' απ' το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη, νάθε με βοηθούσε.
Ετεοκλής
Εύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργος, κι αυτό συμφέρει τους θεούς• γιατί δε λένε πως σαν μια πολιτεία χαθή, πάν κι οι θεοί της;
Αρχαίο κείμενο
Αισχύλος
Επτά επί Θήβας
Ἐτεοκλής
Ὑμᾶς ἐρωτῶ, θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετά, ἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήρια, στρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ, βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶν αὔειν, λακάζειν, σωφρόνων μισήματα; μήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃ ξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένει. Κρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος, δείσασα δ᾽ οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν. Καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκην· τὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεται, αὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα.
Τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοις. Κεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεται, ἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιον, ψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεται, λευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃ μόρον. Μέλει γὰρ ἀνδρί, μὴ γυνὴ βουλευέτω, τἄξωθεν· ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθει· ἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας, ἢ κωφῇ λέγω;
Χορός
Ὼ φίλον Οἰδίπου τέκος, ἔδεισ᾽ ἀκούσασα τὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον, ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοι, ἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμα πυριγενετᾶν χαλινῶν.
Ἐτεοκλής
Τί οὖν; ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼν πρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας, νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι;
Χορός
ἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρχαῖα βρέτη, θεοῖσι πίσυνος, νιφάδος ὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαις· δὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς, πόλεως ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν.
Ἐτεοκλής
Πύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυ. Οὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν· ἀλλ᾽ οὖν θεοὺς
τοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος.
Επτά επί Θήβας
Ἐτεοκλής
Ὑμᾶς ἐρωτῶ, θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετά, ἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήρια, στρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ, βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶν αὔειν, λακάζειν, σωφρόνων μισήματα; μήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃ ξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένει. Κρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος, δείσασα δ᾽ οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν. Καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκην· τὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεται, αὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα.
Τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοις. Κεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεται, ἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιον, ψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεται, λευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃ μόρον. Μέλει γὰρ ἀνδρί, μὴ γυνὴ βουλευέτω, τἄξωθεν· ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθει· ἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας, ἢ κωφῇ λέγω;
Χορός
Ὼ φίλον Οἰδίπου τέκος, ἔδεισ᾽ ἀκούσασα τὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον, ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοι, ἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμα πυριγενετᾶν χαλινῶν.
Ἐτεοκλής
Τί οὖν; ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼν πρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας, νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι;
Χορός
ἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρχαῖα βρέτη, θεοῖσι πίσυνος, νιφάδος ὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαις· δὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς, πόλεως ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν.
Ἐτεοκλής
Πύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυ. Οὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν· ἀλλ᾽ οὖν θεοὺς
τοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος.
Σάββατο 26 Ιουλίου 2014
Ο Πόλεμος και η Έρις...
Πόλεμος πάντων μεν πατήρ έστι...
Francisco de Goya, 3η Μαίου 1808, λάδι σε καμβά (1814)
Ηράκλειτος
Ο Πόλεμος και η Έρις
Πόλεμος πάντων μεν πατήρ έστι, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους.
Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, όλων βασιλιάς. Άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους.
Ειδέναι δε χρη τον πόλεμον εόντα ξυνόν, και δίκην έριν, και γινόμενα πάντα κατ’ έριν και χρεών.
Πρέπει να γνωρίζει κανείς ότι ο πόλεμος είναι κοινός και η διχόνοια δικαιοσύνη, και ότι τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια και την ανάγκη.
Και ο κυκεών διίσταται (μη) κινούμενος.
Και ο κυκεώνας διαλύεται όταν δεν κινείται.
Francisco de Goya, 3η Μαίου 1808, λάδι σε καμβά (1814)
Ηράκλειτος
Ο Πόλεμος και η Έρις
Πόλεμος πάντων μεν πατήρ έστι, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους.
Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, όλων βασιλιάς. Άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους.
Ειδέναι δε χρη τον πόλεμον εόντα ξυνόν, και δίκην έριν, και γινόμενα πάντα κατ’ έριν και χρεών.
Πρέπει να γνωρίζει κανείς ότι ο πόλεμος είναι κοινός και η διχόνοια δικαιοσύνη, και ότι τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια και την ανάγκη.
Και ο κυκεών διίσταται (μη) κινούμενος.
Και ο κυκεώνας διαλύεται όταν δεν κινείται.
Ετικέτες
Γιάννης Σταύρου,
Γκόγια,
έλληνες ζωγράφοι,
ζωγραφική,
ζωγράφοι,
Ηράκλειτος,
πόλεμος πατήρ πάντων
Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014
Ένας βαρύς ουρανός δίχως όνειρα...
και ιδού άγνωστα τώρα τοπία διαγράφονται
Γύρω σου σχήματα επίπεδα
Ένας βαρύς ουρανός δίχως όνειρα
Τώρα δε βλέπεις
Σαν τα παιδιά
Είναι το τέλος των παραισθήσεων...
Γιάννης Σταύρου, Μαύρο καράβι, λάδι σε καμβά
Κλείτος Κύρου
Απουσία
Γαλάζιες μέρες φουσκοθαλασσιά
Υάκινθοι, ψηλή θερμοκρασία.
Των δυο χεριών σου η άσπλαχνη απουσία
Τις νύχτες μας γεμίζει απελπισιά
Ο ήλιος που μας έσμιγε παλιά,
Δίκοπος τώρα ήλιος μας χωρίζει
Με θέρμη όπως σαν πρώτα πια δε σφύζει
Κι όλο προδοτικά σκορπάει φιλιά.
Αιμόφυρτα τα πόδια σου θωρώ
Και στην καρδιά σου πέτρινο στεφάνι.
Στα μάτια σου το εξαίσιο πυροφάνι
Κοντεύει να σβηστεί με τον καιρό.
Τα βράδια μας ορφάνεψαν, θαρρώ,
Και φύτρωσαν αγκάθια οι προσδοκίες.
Σε λίγο θε ν’ ανθίσουν οι ακακίες,
θ’ ανοίξει πάλι το «Τροκαντερό».
Τα ρόδα, τα φεγγάρια, τα πουλιά,
Θε νά ’ρθουν ρυθμικά πάλι σαν πάντα.
Μα εσύ δε θ’ ανασαίνεις τη λεβάντα
Κι εγώ θε ν’ αλυχτάω με τα σκυλιά.
Γύρω σου σχήματα επίπεδα
Ένας βαρύς ουρανός δίχως όνειρα
Τώρα δε βλέπεις
Σαν τα παιδιά
Είναι το τέλος των παραισθήσεων...
(Κλείτος Κύρου, Σπουδή Ενάτη, χειρόγραφο προσχέδιο)
Γιάννης Σταύρου, Μαύρο καράβι, λάδι σε καμβά
Κλείτος Κύρου
Απουσία
Γαλάζιες μέρες φουσκοθαλασσιά
Υάκινθοι, ψηλή θερμοκρασία.
Των δυο χεριών σου η άσπλαχνη απουσία
Τις νύχτες μας γεμίζει απελπισιά
Ο ήλιος που μας έσμιγε παλιά,
Δίκοπος τώρα ήλιος μας χωρίζει
Με θέρμη όπως σαν πρώτα πια δε σφύζει
Κι όλο προδοτικά σκορπάει φιλιά.
Αιμόφυρτα τα πόδια σου θωρώ
Και στην καρδιά σου πέτρινο στεφάνι.
Στα μάτια σου το εξαίσιο πυροφάνι
Κοντεύει να σβηστεί με τον καιρό.
Τα βράδια μας ορφάνεψαν, θαρρώ,
Και φύτρωσαν αγκάθια οι προσδοκίες.
Σε λίγο θε ν’ ανθίσουν οι ακακίες,
θ’ ανοίξει πάλι το «Τροκαντερό».
Τα ρόδα, τα φεγγάρια, τα πουλιά,
Θε νά ’ρθουν ρυθμικά πάλι σαν πάντα.
Μα εσύ δε θ’ ανασαίνεις τη λεβάντα
Κι εγώ θε ν’ αλυχτάω με τα σκυλιά.
Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014
Η ανθρώπινη φύση κατά Καραβάτζιο
Ο καλλιτέχνης αυτοπροσωπογραφείται ως Δαυίδ και ως Γολιάθ...
κόκκινο το φεγγάρι ανεβαίνει σαν φόβος...
Ξαφνικά σαν μπουντρούμι φαίνεται η ζωή
κι η κάθε εποχή ν’ αρχίζει μια νέα, τη δικιά της καταστροφή.
Μες’ απ’ τον άλογο πόνο του ζώου, τρεμουλιαστή ανέβαινε η ώρα·
σπάνια είχε ποτέ κανείς τόση μικρή ελπίδα...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ
Το κόκκινο φεγγάρι
Πίσω απ’ τους μουντούς μπερντέδες των δέντρων
-κάτι στο χώμα ανάμεσα στη βίαιη γονιμότητα και στο σάπιο κρέας-
κόκκινο το φεγγάρι ανεβαίνει σαν φόβος πια και μόνο.
Ο σκύλος, με το στομάχι του βαρύ απ’ όλη την τρυφερότητα
της άσπορης καρδιάς μου, αδειάζει τα σωθικά του στο μαύρο χώμα.
Το σπίτι μουγκό, φιμωμένο με γάζες-ενοχές, γάζες-μνήμες·
ξανθές γυναίκες χαμογελούν και χάνονται κάτω από πεσμένους
σοβάδες. Άντρες γυμνοί μελαγχολούν στο άδειο της νύχτας.
Όλα ανασαίνουν βαριά σαν να’ χαν καταπιεί το κώνειο
κι η παραλυσία να προχωρούσε αργά, όπως το ασημένιο φώς
στις πλάκες.
Ξαφνικά σαν μπουντρούμι φαίνεται η ζωή
κι η κάθε εποχή ν’ αρχίζει μια νέα, τη δικιά της καταστροφή.
Μες’ απ’ τον άλογο πόνο του ζώου, τρεμουλιαστή ανέβαινε η ώρα·
σπάνια είχε ποτέ κανείς τόση μικρή ελπίδα.
Μύρισαν δάκρυα τα χόρτα κι όπως έμπαινε μια άνοιξη
κάπου… από κάπου, το πεύκο, στο σκοτεινό του μέλλον βυθισμένο,
ελάχιστ’ από τους κίτρινους ανθούς θελγόταν.
Κάποιος άνεμος σηκώθηκε βάρβαρος
σαν βιαστικός εραστής χωρίς φαντασία
κι όλα τα ποιήματα που είχα ακούσει στη ζωή μου
ξανάρχονταν από μακριά να με κηδέψουν.
Κι ήταν σαν να ταξίδευα με τρένο,
ν’ άφηνα πίσω μου τη γη κάποιου κεφιού
και να’ μπαίνε το σώμα μου σε μελανό δρυμό.
Έφταιγε ο σκύλος που υπόφερε, έφταιγαν κι εκείνα τα ποιήματα,
πού σαν φαντάσματα τριγύριζαν στον κήπο·
αλλιώς τα ήξερα, όταν ένας άγγελος, που θα’ χει κιτρινίσει πιά,
τα σκέπαζε με δάχτυλα μακριά κι έχυνε
μια άλιωτη μυρωδιά στα πρόσκαιρα στιχάκια.
Τώρα μοιάζει με παραίσθηση πώς πράγματα αιώνια
σαν τις πέτρες, στις ρομαντικές σκηνές της ζωής μας, καταδέχτηκαν
να παίξουν ένα ρόλο. Ανάτειλε ο φόβος
μια κόκκινη σήψη. Λές : έχει προχωρήσει
κι εσύ έχεις κλείσει τα μάτια.
κι η κάθε εποχή ν’ αρχίζει μια νέα, τη δικιά της καταστροφή.
Μες’ απ’ τον άλογο πόνο του ζώου, τρεμουλιαστή ανέβαινε η ώρα·
σπάνια είχε ποτέ κανείς τόση μικρή ελπίδα...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ
Το κόκκινο φεγγάρι
Πίσω απ’ τους μουντούς μπερντέδες των δέντρων
-κάτι στο χώμα ανάμεσα στη βίαιη γονιμότητα και στο σάπιο κρέας-
κόκκινο το φεγγάρι ανεβαίνει σαν φόβος πια και μόνο.
Ο σκύλος, με το στομάχι του βαρύ απ’ όλη την τρυφερότητα
της άσπορης καρδιάς μου, αδειάζει τα σωθικά του στο μαύρο χώμα.
Το σπίτι μουγκό, φιμωμένο με γάζες-ενοχές, γάζες-μνήμες·
ξανθές γυναίκες χαμογελούν και χάνονται κάτω από πεσμένους
σοβάδες. Άντρες γυμνοί μελαγχολούν στο άδειο της νύχτας.
Όλα ανασαίνουν βαριά σαν να’ χαν καταπιεί το κώνειο
κι η παραλυσία να προχωρούσε αργά, όπως το ασημένιο φώς
στις πλάκες.
Ξαφνικά σαν μπουντρούμι φαίνεται η ζωή
κι η κάθε εποχή ν’ αρχίζει μια νέα, τη δικιά της καταστροφή.
Μες’ απ’ τον άλογο πόνο του ζώου, τρεμουλιαστή ανέβαινε η ώρα·
σπάνια είχε ποτέ κανείς τόση μικρή ελπίδα.
Μύρισαν δάκρυα τα χόρτα κι όπως έμπαινε μια άνοιξη
κάπου… από κάπου, το πεύκο, στο σκοτεινό του μέλλον βυθισμένο,
ελάχιστ’ από τους κίτρινους ανθούς θελγόταν.
Κάποιος άνεμος σηκώθηκε βάρβαρος
σαν βιαστικός εραστής χωρίς φαντασία
κι όλα τα ποιήματα που είχα ακούσει στη ζωή μου
ξανάρχονταν από μακριά να με κηδέψουν.
Κι ήταν σαν να ταξίδευα με τρένο,
ν’ άφηνα πίσω μου τη γη κάποιου κεφιού
και να’ μπαίνε το σώμα μου σε μελανό δρυμό.
Έφταιγε ο σκύλος που υπόφερε, έφταιγαν κι εκείνα τα ποιήματα,
πού σαν φαντάσματα τριγύριζαν στον κήπο·
αλλιώς τα ήξερα, όταν ένας άγγελος, που θα’ χει κιτρινίσει πιά,
τα σκέπαζε με δάχτυλα μακριά κι έχυνε
μια άλιωτη μυρωδιά στα πρόσκαιρα στιχάκια.
Τώρα μοιάζει με παραίσθηση πώς πράγματα αιώνια
σαν τις πέτρες, στις ρομαντικές σκηνές της ζωής μας, καταδέχτηκαν
να παίξουν ένα ρόλο. Ανάτειλε ο φόβος
μια κόκκινη σήψη. Λές : έχει προχωρήσει
κι εσύ έχεις κλείσει τα μάτια.
Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014
Αφιέρωμα στον Παναγιώτη Κονδύλη στον "Νέο Λόγιο Ερμή"
Με αφιέρωμα (α' μέρος) στον Παναγιώτη Κονδύλη κυκλοφόρησε ο Νέος Λόγιος Ερμής (τεύχος 10)
Περιεχόμενα τεύχους 10
Eισαγωγικό Σημείωμα ...4
Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Κατά κρημνών: Γυναίκες των Ταόχων και γυναίκες
του Κορδελιού (Μικρὴ συμβολὴ στὴν ἀπομύθευση τῆς νέας μυθολογίας) …7
Μιχάλης Πάτσης, Το φιλολογικό – εκδοτικό έργο των πολιτικών προσφύγων στα ρωσικά (Ανταίος, Στάθης, Μότσιος)...10
Γιώργος Καραμπελιάς, Φύση και Ιστορία…21
Edgar Morin, O χερσονήσιος άνθρωπος...36
Σωτήρης Δημόπουλος, Προσεγγίσεις και ερμηνείες
του «εθνικού ζητήματος» στο έργο των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς...53
* * *
Αφιέρωμα στον Παναγιώτη Κονδύλη – Μέρος Α΄
Εισαγωγικό σημείωμα...65
Μελέτης Μελετόπουλος, Στοιχεία για τον βίο του Παναγιώτη Κονδύλη...69
Η τελευταία συνέντευξη του Παναγιώτη Κονδύλη...82
Σπύρος Κουτρούλης, Ο Π. Κονδύλης, ο νέος ελληνισμός και το εθνικό ζήτημα...97
Ρεϋμόνδος Πετρίδης, «Ισχύς» και «Εξουσία» στο όψιμο έργο του Π. Κονδύλη...118
Γιάννης Ταχόπουλος, Π. Κονδύλης-Κ.Καστοριάδης: μια σύγκριση...163
* * *
Χρήστος Κορκόβελος, Το ιστορικό υπόβαθρο της 25ης Μαρτίου...186
Μανόλης Βαρβούνης, Η συμβολή του Μακεδονικού Κομιτάτου
στη λύση του Σαμιακού Ζητήματος (1908-1912)...199
Χάράλαμπος Αλεξάνδρου, Το αόρατο χέρι του Άνταμ Σμιθ...208
* * *
βιβλιοκριτικές-βιβλιοπαρουσιάσεις
Μιχάλης Μερακλής, Χ. Μηνάογλου, ο Αν. Μιχαήλ και ο Λόγος περί Ελληνισμού...223
Σπύρος Κουτρούλης, Σ. Γουνελά, Πρόταση λόγου και πολιτισμού...228
Χρίστος Δάλκος, Διετείς διακοπαί: Ένα Χρονικό...232
Δημήτρης Μπαλτάς, Ernest Cassirer, Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού...235
Δημήτρης Μπαλτάς, Jürgen Moltmann, Ο ερχόμενος Θεός. Χριστιανική εσχατολογία...237
Το νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 10 μπορέιτε να τον βρείτε στα εξής βιβλιοπωλεία:
Αθήνα: Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο, Θεμιστοκλέους 37, Αθήνα, τηλ.: 210 38.02.644
Αθ. Χριστάκης, Ιπποκράτους 10, τηλ.: 210 36.07.876
Βιβλιοπωλείο Πολιτεία, Ασκληπιού 1, 210-3600235
Αχ. Σίμος, Μαυροκορδάτου 9, 2103830491
Ελ. Τζανακάκης, Χαρ. Τρικούπη 11Α, 2103811201
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Ζαλόγγου 9, 2103800520
Ελένη Τζεβελέκου, Ζαλόγγου 6, 10678, τηλ.: 210 3844588
Βιβλιοπωλείο Ναυτίλος, Χαρ. Τρικούπη 28
Βιβλιοπωλείο Ιανός, Σταδίου 24
Βιβλιοπωλείο Πρωτοπορία, Γραβιάς 3-5
Βιβλιοπωλείο «Χωρίς Όνομα», Φανερωμένης 8, Χολαργός
Βιβλιοπωλείο Ευριπίδης, Αν. Παπανδρέου 11, Χαλάνδρι
Θεσσαλονίκη:
Πολυχώρος Άρδην Θεσ/κης, Βαλαωρίτου 1 & Δωδεκανήσου, τηλ.: 2310 543751
Κέντρο Βιβλίου, Λασσάνη 3, τηλ.: 2310 237463
Βιβλιοπωλείο Ιανός, Αριστοτέλους 7
Πάτρα:
Στέκι Κοινοτικόν, Ηφαίστου 50
Βιβλιοπωλείο Πρωτοπορία, Γεροκωστοπούλου 31
Βόλος:
Βιβλιοπωλείο «Χάρτα», Σκενδεράνη 16Β
Το περιοδικό αποστέλλεται και με αντικαταβολή, για συνδρομές επικοινωνήστε στο 210 3826319 (Ν. Δημητριάδης)
Περισσότερα: ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗΣ
Περιεχόμενα τεύχους 10
Eισαγωγικό Σημείωμα ...4
Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Κατά κρημνών: Γυναίκες των Ταόχων και γυναίκες
του Κορδελιού (Μικρὴ συμβολὴ στὴν ἀπομύθευση τῆς νέας μυθολογίας) …7
Μιχάλης Πάτσης, Το φιλολογικό – εκδοτικό έργο των πολιτικών προσφύγων στα ρωσικά (Ανταίος, Στάθης, Μότσιος)...10
Γιώργος Καραμπελιάς, Φύση και Ιστορία…21
Edgar Morin, O χερσονήσιος άνθρωπος...36
Σωτήρης Δημόπουλος, Προσεγγίσεις και ερμηνείες
του «εθνικού ζητήματος» στο έργο των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς...53
* * *
Αφιέρωμα στον Παναγιώτη Κονδύλη – Μέρος Α΄
Εισαγωγικό σημείωμα...65
Μελέτης Μελετόπουλος, Στοιχεία για τον βίο του Παναγιώτη Κονδύλη...69
Η τελευταία συνέντευξη του Παναγιώτη Κονδύλη...82
Σπύρος Κουτρούλης, Ο Π. Κονδύλης, ο νέος ελληνισμός και το εθνικό ζήτημα...97
Ρεϋμόνδος Πετρίδης, «Ισχύς» και «Εξουσία» στο όψιμο έργο του Π. Κονδύλη...118
Γιάννης Ταχόπουλος, Π. Κονδύλης-Κ.Καστοριάδης: μια σύγκριση...163
* * *
Χρήστος Κορκόβελος, Το ιστορικό υπόβαθρο της 25ης Μαρτίου...186
Μανόλης Βαρβούνης, Η συμβολή του Μακεδονικού Κομιτάτου
στη λύση του Σαμιακού Ζητήματος (1908-1912)...199
Χάράλαμπος Αλεξάνδρου, Το αόρατο χέρι του Άνταμ Σμιθ...208
* * *
βιβλιοκριτικές-βιβλιοπαρουσιάσεις
Μιχάλης Μερακλής, Χ. Μηνάογλου, ο Αν. Μιχαήλ και ο Λόγος περί Ελληνισμού...223
Σπύρος Κουτρούλης, Σ. Γουνελά, Πρόταση λόγου και πολιτισμού...228
Χρίστος Δάλκος, Διετείς διακοπαί: Ένα Χρονικό...232
Δημήτρης Μπαλτάς, Ernest Cassirer, Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού...235
Δημήτρης Μπαλτάς, Jürgen Moltmann, Ο ερχόμενος Θεός. Χριστιανική εσχατολογία...237
Το νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 10 μπορέιτε να τον βρείτε στα εξής βιβλιοπωλεία:
Αθήνα: Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο, Θεμιστοκλέους 37, Αθήνα, τηλ.: 210 38.02.644
Αθ. Χριστάκης, Ιπποκράτους 10, τηλ.: 210 36.07.876
Βιβλιοπωλείο Πολιτεία, Ασκληπιού 1, 210-3600235
Αχ. Σίμος, Μαυροκορδάτου 9, 2103830491
Ελ. Τζανακάκης, Χαρ. Τρικούπη 11Α, 2103811201
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Ζαλόγγου 9, 2103800520
Ελένη Τζεβελέκου, Ζαλόγγου 6, 10678, τηλ.: 210 3844588
Βιβλιοπωλείο Ναυτίλος, Χαρ. Τρικούπη 28
Βιβλιοπωλείο Ιανός, Σταδίου 24
Βιβλιοπωλείο Πρωτοπορία, Γραβιάς 3-5
Βιβλιοπωλείο «Χωρίς Όνομα», Φανερωμένης 8, Χολαργός
Βιβλιοπωλείο Ευριπίδης, Αν. Παπανδρέου 11, Χαλάνδρι
Θεσσαλονίκη:
Πολυχώρος Άρδην Θεσ/κης, Βαλαωρίτου 1 & Δωδεκανήσου, τηλ.: 2310 543751
Κέντρο Βιβλίου, Λασσάνη 3, τηλ.: 2310 237463
Βιβλιοπωλείο Ιανός, Αριστοτέλους 7
Πάτρα:
Στέκι Κοινοτικόν, Ηφαίστου 50
Βιβλιοπωλείο Πρωτοπορία, Γεροκωστοπούλου 31
Βόλος:
Βιβλιοπωλείο «Χάρτα», Σκενδεράνη 16Β
Το περιοδικό αποστέλλεται και με αντικαταβολή, για συνδρομές επικοινωνήστε στο 210 3826319 (Ν. Δημητριάδης)
Περισσότερα: ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗΣ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)