t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

όταν θα' χω απ΄τη μνήμη των γύρω χαθεί...

Ὢ τῶν ψυχῶν κακιὰ πληγή! Τὸ θὲς κι ἐσὺ Ὀμορφιά!
Μὲ τὰ λαμπρά, τὰ φλογερά σου μάτια ὡς φωταψία,
κάψε καὶ τὰ ρημάδια αὐτὰ π᾿ ἀφῆσαν τὰ θηρία!


Γιάννης Σταύρου, Πορτρέτο νέας γυναίκας, λάδι σε καμβά

Σαρλ Μπωντλαίρ
Το παλιό μπουκαλάκι

Σὰ σεντούκι ἀνοίξεις παλιό, ἀπ᾿ τὴν Ἀνατολὴ φερμένο
ποὺ ἡ κλειδαριά του μορφάζει, τρίζοντας φρικτὰ
κι ἀπ᾿ αὐτὸ ξεχυθοῦν, μύρια ἀρώματα βαριὰ ποὺ ζαλίζουν

ἢ σὲ σπιτιοῦ ἐρημωμένου ντουλάπα παμπάλαιη
Σκονισμένο καὶ μαῦρο ξεβιδώσεις μπουκαλάκι
κι ἀπ᾿ αὐτὸ ἀναπηδήσει μία ψυχὴ μὲ λαχτάρα νὰ ἐπιστρέψει

Χίλιες σκέψεις ποὺ κοιμόνταν στὰ βαριὰ τὰ ἐρέβη, ἐπιστρέφουν
-χρυσαλίδες ποὺ ἀστράφτουν, μὲ ὁρμὴ
τὰ γαλάζια καὶ ρὸζ σὰ μὲ γλάσο φτιαγμένα
φτερὰ τοὺς τινάζουν

ζαλισμένος τὰ μάτια σου κλείνεις
τὴ ψυχή σου ὁ ἴλιγγος νικημένη ἀδράχνει
μὲ ὁρμὴ τὴ σκουντᾶ σὲ βάραθρο μαῦρο
σκοτεινό, ἀπὸ ἀνθρώπινα μιάσματα γεμάτο

Στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ τήνε σπρώχνει
κεῖ ὅπου ὁ Λάζαρος ζέων, τὸ σάβανό του
μὲ δύναμη σκίζει καὶ τὸ πτῶμα ξυπνᾶ
γοητευτικὸ μὰ καὶ πένθιμο, μιᾶς ἀγάπης παλιᾶς ξεχασμένης

Κι ἐγὼ ἔτσι, ὅταν θὰ ῾χω ἀπ᾿ τὴ μνήμη τῶν γύρω χαθεῖ
καὶ θὰ μ᾿ ἔχουν πετάξει ραγισμένο, εὐτελὲς μπουκαλάκι
στὴ γωνιὰ μιᾶς ἀπαίσιας ντουλάπας λυπημένο καὶ βρώμικο
θολό, σκονισμένο

Τὸ φέρετρό σου θὰ ῾χω γίνει ἀγαπημένη μου ἀνομία,
μάρτυς ολεθριας δύναμης ποὺ πάνω μου, κάποτε ἀσκοῦσες
προσφιλὲς δηλητήριο ἀπὸ ἀγγέλους φτιαγμένο
ἡδύποτο ποὺ μοῦ κατέτρωγε τὴ καρδιὰ καὶ τὸ αἷμα.

Συνομιλία

Εἶσαι ὄμορφη σὰ ρόδινο τοῦ φθινοπώρου δείλι!
μὰ ἡ λύπη ὡς κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι ἀφήνει ὅταν πισωδρομᾶ στὰ ράθυμά μου χείλη,
τῆς θύμησης τῆς πιὸ πικρῆς τὸν κατασταλαγμό.

Μάταια γλυστρᾷ τὸ χέρι σου στοῦ στήθους μου τὰ ψύχη·
καλή μου, κεῖνο ποὺ ζητᾶ ρημάδι ἐγίνη πιά,
ἀπ᾿ τῆς γυναίκας τ᾿ ἄγριο τὸ δόντι καὶ τὸ νύχι.
Μὴ τὴ καρδιά μου πιὰ ζητᾶς, τὴ φάγανε θεριά.

Εἶν᾿ ἡ καρδιά μου ἀνάκτορο, ἀπ᾿ ὄχλους ρημαγμένο·
μεθοῦν ἐκεῖ, σκοτώνονται, τραβιοῦνται ἀπ᾿ τὰ μαλλιά!
Μ᾿ ἀπὸ τὸ στῆθος σου ἄρωμα βγαίνει, τὸ γυμνωμένο!...

Ὢ τῶν ψυχῶν κακιὰ πληγή! Τὸ θὲς κι ἐσὺ Ὀμορφιά!
Μὲ τὰ λαμπρά, τὰ φλογερά σου μάτια ὡς φωταψία,
κάψε καὶ τὰ ρημάδια αὐτὰ π᾿ ἀφῆσαν τὰ θηρία!

Charles Baudelaire

Le Flacon

II est de forts parfums pour qui toute matière
Est poreuse. On dirait qu'ils pénètrent le verre.
En ouvrant un coffret venu de l'Orient
Dont la serrure grince et rechigne en criant,

Ou dans une maison déserte quelque armoire
Pleine de l'âcre odeur des temps, poudreuse et noire,
Parfois on trouve un vieux flacon qui se souvient,
D'où jaillit toute vive une âme qui revient.

Mille pensers dormaient, chrysalides funèbres,
Frémissant doucement dans les lourdes ténèbres,
Qui dégagent leur aile et prennent leur essor,
Teintés d'azur, glacés de rose, lamés d'or.

Voilà le souvenir enivrant qui voltige
Dans l'air troublé; les yeux se ferment; le Vertige
Saisit l'âme vaincue et la pousse à deux mains
Vers un gouffre obscurci de miasmes humains;

II la terrasse au bord d'un gouffre séculaire,
Où, Lazare odorant déchirant son suaire,
Se meut dans son réveil le cadavre spectral
D'un vieil amour ranci, charmant et sépulcral.

Ainsi, quand je serai perdu dans la mémoire
Des hommes, dans le coin d'une sinistre armoire
Quand on m'aura jeté, vieux flacon désolé,
Décrépit, poudreux, sale, abject, visqueux, fêlé,

Je serai ton cercueil, aimable pestilence!
Le témoin de ta force et de ta virulence,
Cher poison préparé par les anges! liqueur
Qui me ronge, ô la vie et la mort de mon coeur!

Causerie

Vous êtes un beau ciel d'automne, clair et rose!
Mais la tristesse en moi monte comme la mer,
Et laisse, en refluant, sur ma lèvre morose
Le souvenir cuisant de son limon amer.

— Ta main se glisse en vain sur mon sein qui se pâme;
Ce qu'elle cherche, amie, est un lieu saccagé
Par la griffe et la dent féroce de la femme.
Ne cherchez plus mon coeur; les bêtes l'ont mangé.

Mon coeur est un palais flétri par la cohue;
On s'y soûle, on s'y tue, on s'y prend aux cheveux!
— Un parfum nage autour de votre gorge nue!...

Ô Beauté, dur fléau des âmes, tu le veux!
Avec tes yeux de feu, brillants comme des fêtes,
Calcine ces lambeaux qu'ont épargnés les bêtes!

Δεν υπάρχουν σχόλια: