t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Άλλοτε η θάλασσα...

Μιλῶ γιατὶ ὑπάρχει ἕνας οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούει
Μιλῶ γιατὶ μιλοῦν τὰ μάτια σου
Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Πορτρέτο νέας γυναίκας, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Γιώργος  Σαραντάρης

Άλλοτε η θάλασσα...

Ἄλλοτε ἡ θάλασσα μᾶς εἶχε σηκώσει στὰ φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα
Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα
Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα
Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς
Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ
Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεός

Όνειρο

Σὰν ἄσπρο σύννεφο
ἡ σκιά σου σκεπάζει τὸν ὕπνο
ποὺ σ᾿ ἕνα δυσεύρετο παράδεισο κοιμᾶμαι·
ἀκούω πὼς τραγουδᾶς κάτω ἀπ᾿ τὸν ἥλιο,
μὰ μὲς στὴ φωνή σου λιγώνω
καὶ δὲ βλέπω τὸν οὐρανό

Η ποίηση

Δὲ μπορῶ νὰ βρῶ πιά, τί θέλει νὰ πεῖ ποίηση. Μοῦ
διαφεύγει. Τὸ ἤξερα, ἀλλὰ τώρα μοῦ διαφεύγει. Ἂν
κάποιος μοῦ ρωτήσει αὐτὴ τὴ στιγμή, θὰ ντροπιαστῶ.
Γιατὶ ἐξακολουθῶ νὰ εἶμαι ἐνδόμυχα βέβαιος πὼς ἡ
ποίηση εἶναι μιὰ οὐσία, ἀπαράλλαχτα ὅπως καὶ ἡ ζωή. Καὶ
κρύβω, κρύβομαι, κάτι κρύβω, ἀπὸ κάποιον κρύβομαι. Σὰ
ν᾿ ἀρχίζω νὰ γίνομαι τρελός, καὶ νὰ ντρέπομαι.
Ἀλλὰ ἡ ποίηση; Κάποιος θὰ σταθεῖ ἱκανὸς νὰ πεῖ στοὺς
ἄλλους, ὄχι σ᾿ ἐμένα ποὺ ἂν καὶ τὸ ξέρω φεύγω, τί εἶναι
ποίηση!

Ο ύπνος μέσα στα μάτια...

Ὁ ὕπνος μέσα στὰ μάτια κελαηδᾶ
Σὰν νὰ ἦταν τὸ νερὸ τῆς βρύσης
Σὰν νὰ ἦταν ὁ βοσκὸς τοῦ παραμυθιοῦ
Ποὺ ἔτρεφε γένια ὁλόασπρα
Καὶ μάζευε παιδιὰ νὰ τὰ στείλει στὸν οὐρανὸ
Νὰ τὰ δεῖ ἐκεῖ πρὶν αὐτὸς ἀποθάνει

Μιλώ

Μιλῶ γιατὶ ὑπάρχει ἕνας οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούει
Μιλῶ γιατὶ μιλοῦν τὰ μάτια σου
Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν
Τὰ μάτια σου μιλοῦν ἐγὼ χορεύω
Λίγη δροσιὰ μιλοῦν κι ἐγὼ χορεύω
Λίγη χλόη πατοῦν τὰ πόδια μου
Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει

Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Κβαντικό ταξίδι...

Μοναδικός τρόπος να ξεφύγουμε...
Διακτινισμός..!

http://yannisstavrou.blogspot.com
 Γιάννης Σταύρου, Το πλοίο έρχεται, λάδι σε χαρτί

Σύμφωνα με πρόσφατη είδηση:

Επετεύχθη η κβαντική τηλεμεταφορά...
(αναδημοσίευση από NEWSBEAST)

Ολλανδοί επιστήμονες έφτασαν ένα βήμα πιο κοντά στην κατάρριψη μιας από τις πλέον διάσημες ενστάσεις του Αϊνστάιν σχετικά με τις συνέπειες της κβαντομηχανικής, την οποία είχε περιγράψει σαν μια «τρομακτική δράση από απόσταση».

Συγκεκριμένα, οι φυσικοί του Ινστιτούτου Νανοεπιστήμης του Πανεπιστημίου Τεχνολογίας Ντελφτ, κατάφεραν να πραγματοποιήσουν ακριβή τηλεμεταφορά κβαντικών πληροφοριών σε απόσταση τριών μέτρων. Η κβαντική τηλεμεταφορά δεν έχει σχέση με τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων, μοτίβα που συναντούμε σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Αντίθετα, έχει να κάνει με τη μεταφορά κβαντικών πληροφοριών από το ένα μέρος στο άλλο, χωρίς τη μετακίνηση φυσικής ύλης η οποία «περικλείει» τις πληροφορίες.

Τα κλασικά μπιτ, η βασική μονάδα πληροφορίας στους υπολογιστές, μπορεί να πάρει μόνο δύο τιμές: είτε 0, είτε 1. Από την άλλη, τα κβαντικά μπιτ (γνωστά και σαν qubits) μπορούν να περιγράψουν ταυτόχρονα πολλές τιμές. Και αυτή ακριβώς η ιδιότητα, μας κάνει να προσβλέπουμε σε μια νέα γενιά πιο γρήγορων συστημάτων και σε ένα «κβαντικό διαδίκτυο», που θα διασυνδέει αστραπιαία εξίσου γρήγορους κβαντικούς υπολογιστές.

Ακόμη όμως και προτού υλοποιηθεί το κβαντικό διαδίκτυο, η τηλεμεταφορά κβαντικών δεδομένων θα καταστήσει πιο ασφαλής από τους «ωτακουστές» τις σημερινές επικοινωνίες, καθώς η μετάδοση κβαντικών δεδομένων θεωρείται 100% ασφαλής (θεωρητικά τουλάχιστον).

Ο επικεφαλής της έρευνας, καθηγητή Ρόναλντ Χάνσον, δήλωσε ότι οι νόμοι της Φυσικής δεν απαγορεύουν την τηλεμεταφορά μεγάλων αντικειμένων, άρα και ανθρώπων. Όπως είπε, κάποια στιγμή στο απώτερο μέλλον δεν αποκλείεται οι άνθρωποι να διακτινίζονται ακόμη και στο διάστημα.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η τηλεμεταφορά αφορά κατά βάση την κατάσταση ενός σωματιδίου. «Εφόσον πιστεύει κανείς ότι δεν είμαστε παρά μια συλλογή ατόμων συνενωμένων με ένα συγκεκριμένο τρόπο, θεωρητικά φαίνεται δυνατό να τηλεμεταφέρουμε τους εαυτούς μας από το ένα μέρος στο άλλο. Πρακτικά, κάτι τέτοιο θα είναι πολύ απίθανο, αλλά το να πούμε ότι ποτέ δεν θα γίνει, αυτό θα ήταν επικίνδυνο. Δεν θα το απέκλεια, επειδή κανείς θεμελιώδης φυσικός νόμος δεν το εμποδίζει. Αν όμως συμβεί ποτέ, θα είναι στο μακρινό μέλλον», δήλωσε ο Χάνσον.

Οι ερευνητές έδειξαν, με το νέο πείραμά τους, ότι είναι δυνατό να τηλεμεταφερθούν (και μάλιστα με αξιοπιστία 100%) πληροφορίες, κωδικοποιημένες σε υποατομικά σωματίδια, ανάμεσα σε δύο σημεία που απέχουν τρία μέτρα. Η τηλεμεταφορά βασίζεται στο μυστηριώδες φαινόμενο της κβαντικής «εμπλοκής» ή κβαντικού «εναγκαλισμού», κατά την οποία η κατάσταση ενός σωματιδίου επηρεάζει αυτόματα την κατάσταση ενός άλλου μακρινού σωματιδίου.

Στο ολλανδικό πείραμα χρησιμοποιήθηκαν «εναγκαλισμένα» ηλεκτρόνια παγιδευμένα μέσα σε κρύσταλλο διαμαντιού σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία. Οι ερευνητές πέτυχαν την τηλεμεταφορά τεσσάρων διαφορετικών καταστάσεων των υποατομικών σωματιδίων, που η κάθε μία αντιστοιχούσε σε μια μονάδα κβαντικής πληροφορίας (qubit).

Οι επιστήμονες του Ντελφτ σχεδιάζουν, τον Ιούλιο, μια πολύ πιο φιλόδοξη τηλεμεταφορά σε απόσταση 1.300 μέτρων στο χώρο του πανεπιστημίου. Συνολικά σε όλο τον κόσμο, πέντε έως έξι επιστημονικές ομάδες ανταγωνίζονται για το ποια θα πετύχει πρώτη την κβαντική τηλεμεταφορά σε μεγάλες αποστάσεις, ίσως και με ταχύτητα μεγαλύτερη και από του φωτός. 

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

το φεγγαρόφωτο, στο σπίτι μου...

Έλα δες,
αληθινά λουλούδια
αυτού του οδυνηρού κόσμου...


http://yannisstavrou.blogspot.com
HIROSHIGE, χαρακτικό

Κλασική γιαπωνέζικη ποίηση

ΜΑΤΣΟΥΟ ΜΠΑΣΟ (1644-1694)

Χειμωνιάτικη μέρα,
πάνω στ’ άλογό μου
παγωμένος ίσκιος.

Φθινοπωρινό φεγγάρι,
η παλίρροια αφρίζει
πάνω στο πορτόνι.

Φθινόπωρο
–και τα πουλιά και τα σύννεφα ακόμη
μοιάζουν γέρικα.

Έλα δες,
αληθινά λουλούδια
αυτού του οδυνηρού κόσμου.

(Μετ. Σωκράτης Σκαρτσής)


Όλα σωπαίνουν:
η φωνή του τζίτζικα
σχίζει το βράχο.

Δροσιά: πώς αλλιώς
να ξεπλύνεις την τόση
σκόνη του κόσμου.

Άδειο κέλυφος:
κι η ψυχή του τζίτζικα
τραγουδημένη.

Άνθη κερασιάς:
των περασμένων χρόνων
μικρές φωτίτσες.

Κανένα ίχνος
στη φωνή του τζίτζικα
ότι πεθαίνει.

Μεσημεράκι:
ο τοίχος να δροσίζει
τις πατούσες μου.

Όταν αστράφτει
ο φωτισμένος άνθρωπος
κι αυτός θαυμάζει.

(Απόδοση, Διονύσης Καψάλης)

γέρικη λίμνη
πηδάει ένα βατράχι
σκίρτημα νερού

μια πεταλούδα
γλιστρά στα φύλλα της
ιτιάς· Απρίλης…

φθινοπωριάζει:
θάλασσα κι ορυζώνες
ένα πράσινο

να μεθύσω· να
πέσω να κοιμηθώ σε
ρόδινες πέτρες

δροσοσταλίδα,
άσε με να ξεπλύνω
τη μαυρίλα μου

απόψε άγρια
θάλασσα κι από πάνω
σιωπηλά άστρα

πώς να διαβάσω;
τέλειωσε το λαδάκι·
πάω για ύπνο

(Μετ. Ρούμπη  Θεοφανοπούλου)

ΚΟΜΠΑΓΙΑΣΙ  ΙΣΣΑ (1763-1827)


Το πρώτο τζιτζίκι:
η ζωή είναι
σκληρή, σκληρή, σκληρή.

Χαμένος στα μπαμπού
–μα το φεγγαρόφωτο,
στο σπίτι μου.

Στην καλύβα μου
κηλίδες
πρωϊνών λάμψεων.

Όταν φύγω
φύλα τον τάφο μου
ακρίδα.

Η νιρβάνα του Βούδδα,
πέρ’  απ’ τα λουλούδια
και τα λεφτά.                   

Φθινοπωρινός άνεμος
–ο ήσκιος του βουνού
ταλαντεύεται.    

(Μετ. Σωκράτης Σκαρτσής)



Έτσι θ’ ανθίζουν
κι οι κερασιές στην άλλη
όχθη της ζωής.

Σαλιγκάρι μου:
αργά αργά ν’ ανέβεις
το όρος του Φούτζι.

Από το θάμνο
λαμπροστόλιστη, να την:
η πεταλούδα.

Στέκει τρέμοντας
η καλύβα της πόρνης
στην καταιγίδα.

Απόψε τ’ άστρα
το ‘να με τ’ άλλο μοιάζει
να ψιθυρίζουν.

Μόνη στο σπίτι
κι αυτή θα βλέπει τώρα
την πανσέληνο.

Περπατήσαμε
μέσα στα χρυσάνθεμα
πίνοντας σάκε.

Ίσια στο χιόνι της πόρτας
κατουρώντας,
ανοίγω τρύπα.

Ο κόσμος της πάχνης
κόσμος της πάχνης είναι
κι ωστόσο , κι ωστόσο.

(Απόδοση, Διονύσης Καψάλης)

μυγούλες μου! κι                          
εσείς θα υποφέρετε
από μοναξιά

αχ τρελακρίδα,
πρόσεξε μη σπάσεις                        
τις δροσοσταλίδες!

φρέσκια δροσούλα
κόσμος εφήμερος
που εξατμίζεται

τί θέα! από                                   
την τρύπα της κουρτίνας
ο γαλαξίας

καλοκαιρινή
βροχή· γυμνός πάνω σε
άλογο γυμνό 

(Μετ. Ρούμπη Θεοφανοπούλου)

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Π. Κονδύλης: Βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας

Αν λάβουμε υπόψη μας μόνο όσα πράττονται και αφήσουμε εντελώς στην άκρη την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οι πράττοντες (υποθέτω ότι ο Κονδύλης εδώ αναφέρεται τοσο στους πολίτες όσο και στους πολιτικούς), τότε φαίνεται να βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας, υπό τον όρο να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγματα ώστε κανείς να μήν έχει την άμεση ευθύνη, και επίσης υπό τον όρο να τεχνουργηθούν απροσχημάτηστες ανακουφιστικές εκλογικεύσεις (ελληνοκεντρικές η εξευρωπαιστικές αδιάφορο).

Τις τραγωδίες ή τις κωμωδίες που μπορούν να περιγράψουν με τις αρμόζουσες αποχρώσεις αυτήν την ιδιαίτερα κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση θα τις γράψουν ίσως άλλοι. Εμένα μου έρχεται στον νού η τετριμμένη αλλά πάντοτε ευθύβολη θυμοσοφία : όπως στρώνει καθένας, έτσι και κοιμάται (Π. Κονδύλη, Θεωρία του Πολέμου, σελ. 411).

Παναγιώτης Κονδύλης
Περισσότερα: ΛΟΓΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

Έκλειψη σελήνης

Σκέφτομαι το Φεγγάρι
που μαζί με τη σκιά της Γης
πέφτουν απάνω του βαριές
κι οι δικές μας σκιές....


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Στο φως της σελήνης, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Κώστας Μόντης

Αφορισμοί

1. Μην επωφεληθήτε του σκότους,
μην καταδεχθήτε να επωφεληθήτε του σκότους.
   
2. Είναι πάντα φρονιμότερο να σηκώνουμε εμείς τις κουρτίνες πριν τις σηκώσουν οι άνεμοι!
   
3. Είν’ αρκετό να πούμε όλοι
από μια φορά στη ζωή μας
ένα «όχι».
   
4. Τι είν’ αυτό το «αιωνία η μνήμη»,
ποιος σάς το ζήτησε;
Αφήστε τον άνθρωπο να ξεχαστεί!
   
5. Περίεργο πράγμα η καρδιά.
Όσο τη σπαταλάς τόσο περισσότερη έχεις.
   
6. Αυτό που τώρα δε μας γνωρίζει
οληνύχτα οργίαζε μέσα μας.
   
7. Μπορεί πραγματικά αυτά να εννοούσαμε
όμως οι λέξεις τι είπαν,
όμως οι λέξεις όταν πήραν την εξουσία στα χέρια τους τι είπαν;
   
8. Πόση πτώση άραγε μας μένει ως την κορφή;
   
9. Με πόση απουσία παριστάμεθα,
με πόση απουσία παρακολουθούμε προσεχτικά!
   
10. Μέρα παρά μέρα σε θυμάμαι,
μέρα παρά μέρα σε ξεχνώ!
   
11. Θα προσπαθήσω να τα πω
χωρίς ημί, χωρίς υπό.
   
12. Μας σκότωσαν τους αρχηγούς
κι επιστρέφουμε ακέφαλοι
μ’ οδηγό (τι να κάναμε;) ένα γραφιά.
Όμως η αλήθεια είναι πως αυτοί οι γραφιάδες
ξέρουν να βρίσκουν τη θάλασσα.
   
13. Μη μου χτυπάς. Ξέρω.
   
14. Δεν είχες τίποτα να πεις, κύριε.
Γιατί ηνώχλησες τις λέξεις,
γιατί τις ηνώχλησες;
   
15. Γιατί τόσα Μνημεία στον Άγνωστο Στρατιώτη
κι ούτ’ ένα στον Άγνωστο Άνθρωπο;
Εμείς πού θα βάνουμε τα στεφάνια μας;
   
16. Όπου δεν πέφτει φως είναι σκοτάδι,
μα όπου δεν πέφτει σκοτάδι δεν είναι φως.
   
17. Όλα όσα ζήσαμε,
όλα όσα αγαπήσαμε,
όλα όσα είπαμε δικά μας,
θα επαναλαμβάνουνται στην απουσία μας
μ’ άλλους να τα ζουν,
άλλους να τ’ αγαπούν,
άλλους να τα λεν δικά τους.
   
18. Ποιο «κράτος», κύριοι, ποιο «κράτος»;
Σ’ αλλεπαλλήλους σωρούς «κρατών» πατάμε.
Δεν καταλαβαίνετε πως με τεχνητά μέσα
κρατάμε την Ιστορία στη ζωή;
   
19. Σκέψου πως δε μας έμεινε άλλο όνειρο
παρά να βγούμε από μια πόρτα.
   
20. Καλή η λευτεριά, πρώτη η λευτεριά,
μα σου ’χει κάποτε μια σκλαβιά,
σου ’χει μια σκλαβιά!
   
21. Κι ένα μνημείο στον Ακούσιο Στρατιώτη, κύριοι,
ένα μνημείο στο στρατιώτη που ακούσια πολέμησε,
που ακούσια σκότωσε,
που ακούσια σκοτώθηκε.

22. Σκέφτομαι τι κακό όνομα θάχουμε βγάνει στο σύμπαν.
Θ’ ακούν “γήινος” και θα κουμπώνονται.
   
_______________________________

- «Στιγμές». Κώστας Μόντης, Ανδρέας Χριστοφίδης, Κυπριακή ανθολογία. Alvin Redman Hellas, 1965
- Ανθολόγηση από τις «Στιγμές» 1958-1975. Κέδρος
- «Κάθοδος των Μυρίων». Εξ ιμερτής Κύπρου, 1969. Αλέξανδρος Αργυρίου, Η ελληνική ποίηση

- Ανθολογία-Γραμματολογία: Νεωτερικοί ποιητές του Μεσοπολέμου. Εκδόσεις Σοκόλη, 1979

________________________________

ΠΡΟΣ ΖΩΗ (ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ)

Πόσα “μάλιστα” μ’ ανάγκασες να πω,
πόσα “μάλιστα” φορτισμένα “όχι” μ’ ανάγκασες να πω!

ΕΚΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ

Σκέφτομαι το Φεγγάρι
που μαζί με τη σκιά της Γης
πέφτουν απάνω του βαριές
κι οι δικές μας σκιές.

Προσπαθήστε να μη φύγετε οφειλέτες,
να μη σας τραβάν εκεί απάνω στα δικαστήρια.

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ

Είχε εντέλει προσέξει
πως όσο προχωρούσε
τόσο χειροτέρευε η κατάσταση
κι έτσι αποφάσισε να διακόψει στον άνθρωπο

ΓΙΑ ΤΗ ΓΗ

Την επάνδρωσες με δυο αποδιοπομπαίους αμαρτωλούς, Κύριε,
και να τ’ αποτελέσματα τώρα.

_____________________________

από το περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

το αγιασματοδόχο σκεύος γίνεται πτυελοδοχείο...

http://yannisstavrou.blogspot.com 

...Ας μου δείξουν σε αυτό τον κόσμο ένα και μόνο πράγμα που να ξεκίνησε καλά και να μην τέλειωσε άσχημα. Οι πιο περήφανες συγκινήσεις βουλιάζουν μέσα σε έναν οχετό, ή παύουν να υπάρχουν, σάμπως να έφτασαν στο φυσικό τους τέρμα: αυτή η έκπτωση συνιστά το δράμα της καρδιάς και το αρνητικό νόημα της ιστορίας. Κάθε "ιδεώδες" τρέφεται στις αρχές του, από το αίμα των αιρετικών του, όταν όμως υιοθετηθεί από το πλήθος φθείρεται και αφανίζεται. Ιδού πως το αγιασματοδόχο σκεύος γίνεται πτυελοδοχείο: είναι ο αναπόδραστος ρυθμός της "προόδου"...
Εμίλ Σιοράν

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Το έμμεσο ζώο

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Άνθρωπος και δέντρο, λάδι σε καμβά

Από την εποχή του Αδάμ όλη η προσπάθεια των ανθρώπων αποσκοπούσε στη μεταβολή του ανθρώπου· οι μεταρρυθμιστικοί και παιδαγωγικοί στόχοι, ασκούμενοι  επί ζημία των απαραμείωτων δεδομένων, εκφυλίζουν τη σκέψη και νοθεύουν την κίνησή της. Ο πιο άσπονδος εχθρός της γνώσης είναι το παιδαγωγικό, οπτιμιστικό και μιασματικό ένστικτο από το οποίο οι φιλόσοφοι δε θα μπορούσαν να ξεφύγουν: πώς να γλύτωνα τα συστήματά τους; Πέρα από το Ανίατο, όλα είναι άτοπα· άτοπος αυτός ο πολιτισμός που θέλει να το καταπολεμήσει, άτοπες οι αλήθειες με τις οποίες εξοπλίζεται.

Με εξαίρεση τους αρχαίους σκεπτικιστές και τους γάλλους ηθικολόγους, θα ήταν δύσκολο να αναφαίρουμε έστω και ένα πνεύμα που οι θεωρίες του, κρυφά ή ρητά, δεν τείνουν να μορφώσουν τον άνθρωπο. Αλλά αυτός επιβιώνει αναλλοίωτος, μολονότι ακολούθησε την παρέλαση ευγενών αξιωμάτων, που προτάθηκαν στην περιέργειά του, και προσφέρθηκαν στη θέρμη και στην πλάνη του. Ενώ όλα τα όντα έχουν τη θέση τους μέσα στη φύση, αυτός παραμένει ένα πλάσμα μεταφυσικά περιπλανώμενο, χαμένο μέσα στη Ζωή, αλλόκοτο μέσα στη δημιουργία. Κανείς δε βρήκε έναν άξιο σκοπό στην ιστορία· όλοι όμως κάποιον έχουν προτείνει· και είναι μια αφθονία τόσων αντίθετων και παράδοξων σκοπών ώστε η ιδέα της τελεολογίας να μηδενίζεται και να αφανίζεται ως γελοίο άρθρο του πνεύματος.

Καθένας υφίσταται προσωπικά αυτή την καταστροφική ενότητα που είναι το φαινόμενο άνθρωπος. Και το μοναδικό νόημα του χρόνου είναι να πολλαπλασιάζει αυτές τις ενότητες, να αυξάνει απροσδιόριστα αυτές τις κραυγαλέες οδύνες που στηρίζονται σε ένα τίποτα της ύλης, στην έπαρση ενός ονόματος και μιαν ανέκκλητη μοναξιά.
Εμίλ Σιοράν

Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Ήρθαν τ' ανθρωπάκια απ΄τα καραβάκια...

Ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, ἀφοῦ συνεπληρώθη ἡ τετραετία του, ὁ κ. Νῖκος Ἀγγούδης μετεκόμισε τὴν δημοτικότητά του, τὴν φιλοπατρίαν, καὶ ὅλα τὰ προγράμματά του εἰς τὴν πέραν μεγάλην νῆσον, κ᾿ ἔπαυσε πλέον νὰ παίζῃ «κριθάρα» καὶ νὰ κατεβάζῃ ἀπὸ τὸ βουνὸν εἰς τὴν πόλιν τὴν βρύσιν τοῦ Προφήτου Ἠλιού...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα, λάδι σε χαρτί

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Δημαρχίνα Νύφη

Τριάντα τόσα κομμάτια καράβια εἶχον καταπλεύσει εἰς τὸν λιμένα. Δέκα μεγάλα βρίκια, γολέτες δώδεκα, καὶ δύο ἢ τρία μπάρκα ἢ τρικάταρτα καὶ χωριστὰ ἄλλα μικρότερα, κότερα, βρατσέρες καὶ λόβερ. Καὶ τότε ὁ μακαρίτης ὁ γερο-Γιαλέδης, ὅστις ἦτο σφόδρα ἐναντίος εἰς τὴν ἰδέαν, δι᾿ ἣν εἶχον παραταχθῆ ὡς εἰς ναυμαχίαν ὅλα τὰ σκάφη ταῦτα, ἔλεγε πρός τινα ἄλλον νεώτερον ὁμόφρονά του ἓν παλαιὸν δίστιχον:
Ἦρθαν τ᾿ ἀνθρωπάκια
 ἀπ᾿ τὰ καραβάκια.
Ὅλαι αἱ παλαιαὶ ναυτικαὶ οἰκογένειαι τοῦ τόπου, Μαϊμπαῖοι, Γιακουμπαῖοι, Κουμπαῖοι, Χαναῖοι, †Μολεγοναῖοι†, Μπουμπαῖοι (καὶ ὁ διηγούμενος ταῦτα ἐπρόσθετε: Μπουλμπεραῖοι, Ἀστραφταῖοι, Μπουμπουναῖοι καὶ Καρουταῖοι, Σταχταῖοι, Σπουρναῖοι, Καπναῖοι καὶ λοιποί) εἶχον βάλει πεῖσμα ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐκλεχθῇ ἐξ ἅπαντος εἰς τὴν ἐπικειμένην δημοτικὴν ἐκλογήν, ὡς ἄρχων τοῦ τόπου, ὁ κ. Νῖκος Ἀγγούδης, νεαρώτατος δικηγόρος τῆς τελευταίας κοπῆς, νεωτεριστής, ἐρωτύλος, φιλόκοσμος καὶ φιλόδοξος εἰς ἄκρον, κωμαστὴς καὶ κιθαρῳδός (ἔπαιζε «κριθάρα», κατὰ τὴν φράσιν τοῦ Διοματάρη Ρήγα, ἑνὸς τῶν θερμῶν ὑποστηρικτῶν του) καὶ ὁ μόνος κατάλληλος διὰ νὰ δοξάσῃ τὸν τόπον. Καὶ ἦτο τῷ ὄντι βέβαιον ὅτι θὰ ἐξελέγετο, μὲ τόσην φοβερὰν ἐπιστρατείαν ναυστολιῶν καὶ πληρωμάτων.
Ἅμα οἱ ἀντίθετοι εἶδον τὴν μεγαλόσωμον ναυτικὴν ἀκρίδα, ἢ τὴν ἀγέλην αὐτὴν τῶν ὀρνέων τῶν θαλασσινῶν, ἐνσκήψασαν εἰς τὸν λιμένα, ἤρχισαν ἐν χορῷ νὰ τραγουδοῦν τὸ «Πολλὴ μαυρίλα πλάκωσε!» Ὅλος σχεδὸν ὁ ἱστιοφορῶν στολίσκος τῆς μικρᾶς νήσου εἶχεν ἐπιστρατευθῆ. Ἓν μόνον μεγάλο καράβι, τοῦ καπετὰν Ἀλέξη τοῦ Παγούρη, ἐβράδυνε νὰ φανῇ, καὶ δὲν ἐφαίνετο εἰς τὴν γενικὴν συνάντησιν τῶν σκαφῶν τῶν ξυλίνων. Τὸ ἐπερίμεναν ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν νὰ φανῇ· εἰς μάτην. Δὲν ἦλθε δι᾿ ὅλου τοῦ ἐκλογικοῦ ἀγῶνος, δὲν ἦλθεν οὔτε τὴν παραμονὴν τῆς ἐκλογῆς, δὲν ἦλθεν οὔτε εἰς τὰ ἐπινίκια. Ἀλλ᾿ οὔτε μετὰ τὰς ἐκλογὰς ποτὲ ἦλθε.
Εἰς μάτην ἡ καπετάνισσα, ἡ Ἀρχόντω, ἡ γυνὴ τοῦ Ἀλέξη Παγούρη ἔβγαινε πᾶσαν πρωίαν καὶ πᾶσαν ἑσπέραν εἰς τὸ ἡλιακωτὸν δῶμα, ἀνάμεσα εἰς τοὺς δύο καὶ τρεῖς κομψοὺς καὶ λεπτοὺς κίονας τοὺς ὑποστηρίζοντας τὴν στέγην, καὶ ἵστατο ἐκεῖ ὥρας, μὲ τὸ ναυτικὸν κιάλι εἰς τὸ ὄμμα, ἀγναντεύουσα τὸ μακρὸν πέλαγος, ἐξετάζουσα τὰ κύματα, καὶ διερευνῶσα μὲ τὸ βλέμμα τὰ χαριτωμένα νησάκια, τοὺς μεμακρυσμένους βράχους καὶ τὰς σπιλάδας. Ἴχνος ἱστίου δὲν ἔβλεπε πουθενά, οὔτε ὡς πτερὸν γλάρου, οὔτε ὡς λοφιὰν πάπιας, οὔτε ὡς κεκρύφαλον καλλικατζούνας· οὔτε ὄπισθεν τῶν χθαμαλῶν σκοπέλων, οὔτε πέραν τῆς Μπούτας, οὔτε ἐκεῖθεν τοῦ Καλαμακιοῦ· οὔτε πρὸς τὴν ἀνατολικήν, οὔτε πρὸς τὴν δυτικὴν ἀκτήν. Κ᾿ ἐπανήρχετο ἐν ἀθυμίᾳ ἡ γυνὴ εἰς τὸν θάλαμόν της καὶ κατέθετε τὸ κιάλι τὸ ἄχρηστον, κ᾿ ἔτρωγε τὸ πικρὸν δεῖπνόν της ἐν συντριβῇ, καὶ ἀνεκλίνετο εἰς τὸν σκληρὸν καναπέν της ἐν ἀγωνίᾳ. Καὶ ἦτο μόνη εἰς τὸ ὡραῖον κομψὸν σπίτι της ἡ Ἀρχόντω, αὐτὴ καὶ ἡ εἰκοσαέτις ἀνεψιά της ἡ Φλωρού, τὴν ὁποίαν εἶχεν υἱοθετήσει, μὴ ἔχουσα θυγατέρα, ἐπειδὴ τοὺς δύο υἱούς της, τὸν Ἀργύρην καὶ τὸν Κῶτσον, τοὺς εἶχε μαζί του στὸ καράβι ὁ πατήρ των. Κ᾿ ἡ κομψὴ ἀκρινὴ οἰκία, μάρτυς τῆς φιλοκαλίας τοῦ κτήτορός της, ἵστατο ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τὰ Σχιναδέικα, ἐπὶ ἀμβλείας προβλῆτος πρὸς τὸν γιαλὸν τοῦ Ἐπάνω Μαχαλᾶ, εἰς τὴν γωνίαν ἀκριβῶς μεταξὺ δύο κολπίσκων, καὶ ὕπερθεν τοῦ παλαιοῦ μώλου μὲ τοὺς βράχους τοὺς σπαρτούς, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἀνεγινώσκοντο ἀκόμη κατὰ τὴν παράδοσιν ἢ τὴν πρόληψιν, τὰ γράμματα τοῦ Θεμιστοκλέους πρὸς τοὺς Ἴωνας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, προτρέποντος αὐτοὺς ν᾿ ἀποταχθῶσι τὸν μισητὸν βάρβαρον, καὶ προσέλθωσιν εἰς τὴν γλυκεῖαν Ἑλλάδα τὴν μητέρα των.
*

Πῶς νὰ παρηγορηθῇ ἡ Ἀρχόντω διὰ τὴν ἀπουσίαν τοῦ συζύγου της, ἀφοῦ ἦτο ἐκ τῶν προτέρων γνωστὸν ὅτι οὗτος, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ πλοίαρχοι, εἶχε δώσει ὑπόσχεσιν νὰ ἔλθῃ εἰς τὰς ἐκλογάς! Ἰδοὺ ἦτο Παρασκευή, ἐξημέρωνε τὸ Σάββατον, τὴν μεθαύριον θὰ ἐπανέτελλε Κυριακή, ἡμέρα τῶν ἐκλογῶν, καὶ τὸ καράβι δὲν ἐφάνη. Ἡ καπετάνισσα, καθὼς λέγει τὸ παραμύθι, «ἔμβαινε κ᾽ ἔβγαινε καὶ βαριαναστέναζε».
― Μάννα, τῆς λέγει μετὰ πολὺν δισταγμὸν ἡ ἀνεψιὰ ἡ ψυχοκόρη της, ἀκοῦς, τί ἄκουσα νὰ λένε, πὼς ἡ γριὰ ἡ Γκότσαινα, πού ᾽ναι μάγισσα…
― Ξορκισμένη νά ᾽ναι, παιδί μου, ὑπέλαβεν ἡ Ἀρχόντω.
― Μὰ ἀκοῦς, μάννα…, ἐπανέλαβεν ἡ κόρη, ἐπειδὴ ἀφοῦ ἅπαξ ἤρχισεν ᾐσθάνετο τὴν τόλμην νὰ ἐξακολουθήσῃ.
― Δὲν ἀκούω τίποτα, εἶπεν αὐστηρῶς ἡ Ἀρχόντω.
Ἡ κόρη «ἀποδακώθη» κ᾿ ἐσιώπησε.
Μετὰ μίαν ὥραν, ἀφοῦ εἶχε σηκωθῆ ἀπὸ τὸ πικραμένον δεῖπνόν της ἡ καπετάνισσα, πρὶν σηκωθῇ νὰ κάμῃ τὴν προσευχήν της, διὰ νὰ πλαγιάσῃ, αἴφνης τῆς λέγει:
― Τί ἔλεγες, Φλωρού, γιὰ τὴν γρια-Γκότσαινα, τὴ μάγισσα;
― Ναί, ἀλήθεια, μάννα· τοῦ Ραχιώτη τὸ καράβι, ἀκοῦς, ὁποὺ ἔλειπε καιρὸ καὶ καιρό, κ᾿ ἦταν φόβος, δὲν ἤθελε ἡ Ραχιώταινα, ἀκοῦς, νὰ πάρῃ τὴ Γκότσαινα νὰ τῆς κάμῃ τὰ μάγια μὲς στὸ αὐγό, νὰ ἰδῇ μὲ τὰ μάτια της ἡ καπετάνισσα ἀνίσως εἶναι καλὰ τὸ καράβι ἢ ὄχι, καὶ τότε ἡ Γκότσαινα τῆς λέει κι ἂν φοβᾶσαι τὰ μάγια, πέσε στὰ θεοτικά· πάρ᾿ ἕνα κορίτσι ἀπάρθενο, ἀθῷο, ὣς ἕνδεκα χρονῶ νὰ εἶναι, κατέβασ᾿ ἕνα κόνισμα ἀπ᾿ τὸ κονοστάσι, δῶσ᾿ τής το στὰ χέρια νὰ τὸ κρατῇ, ὥρα πολλή, καὶ νὰ τὸ κοιτάζῃ ἀτράνταχτα, χωρὶς νὰ ξεκολλήσῃ μήτε στιγμὴ ἀπ᾿ τὸ κόνισμα τὸ μάτι. Καὶ τότε τὸ κορίτσι θὰ φωτισθῇ, καὶ θὰ τ᾿ ἀρωτήσῃς, τί βλέπεις; Κ᾿ ἐκεῖνο θὰ σοῦ πῇ βλέπω τό καὶ τό, ἢ βουλιαμένο εἶναι τὸ καράβι, ἢ ἀβούλιαχτο.
― Δάκω τὴ γλῶσσά σ᾿, εἶπεν ἡ Ἀρχόντω.
― Ναί· ὁ λόγος τὸ λέει. Ἔτσι τῆς εἶπε ἡ Γκότσαινα, κ᾿ ἔτσι ἔκαμε ἡ Ραχιώταινα. Ἐπῆρε τὸ κορίτσι τοῦ καπετὰν Λιμπέριου, τὴ Χ., ποὺ εἶναι ὣς ἕνδεκα χρονῶ, καθαρό, ἀθῷο, ὅπως τῆς εἶπε ἡ Γκότσαινα, καὶ τῆς ἔβαλε τὸ κόνισμα στὰ χέρια, κ᾿ ἐκάθισε, καὶ τὸ κοίταζε μιὰν ὥρα. Κ᾿ ὕστερα τὴν ἐρωτᾷ: τί βλέπεις; Καὶ τῆς εἶπε. Βλέπω τὸ καράβι ποὺ ἀρμενίζει μὲ πρύμον καιρό, μὲ τὰ πανιὰ φουσκωμένα, κι ὁ καπετάνιος στὸ τιμόνι κατὰ δῶ ἔχει τὴν πλώρη. Καὶ ἀληθινά, σὲ τρεῖς μέρες, ἦρθε τὸ καράβι. Τὸ θυμᾶσαι; μήνας εἶναι ἀπὸ τότε.
Ἡ Ἀρχόντω, μετὰ μικρὰν σκέψιν εἶπε:
― Πᾶς νὰ τὴν φωνάξῃς;
― Ποιά, τὴν Χ. τοῦ καπετὰν Λιμπέριου; Τέτοιαν ὥρα ἔρχεται;
― Τί ὥρα εἶναι; Οἱ κόττες τώρα κάτιασαν.
― Πῶς νὰ πάω, μάννα; Φοβοῦμαι.
― Βγαίνω στὸ παραθύρι καὶ σ᾿ ἀγναντεύω· σὲ φυλάω μὲ τὸ μάτι. Τρεῖς πόρτες παραπέρα εἶναι.
―Ἂς πάω.
Ἡ κόρη ἐξῆλθε, κατέβη στὸν δρόμον, κ᾿ ἡ θεία της ἤνοιξε τὸ παράθυρον, καὶ τὴν ἐνεθάρρυνε. Μετὰ πέντε λεπτά, ἤκουσε τὴν φωνήν της, ὁποὺ ἐκάλει τὴν μικρὰν κόρην τοῦ καπετὰν Λιμπέριου.
― Χ., ἒ Χ.
― Τί εἶναι; Ποιὸς φωνάζει;
― Κατέβα νὰ σοῦ πῶ.
Ἤκουσε μικρὸν θόρυβον, συνεννοήσεις, φωνὰς τῆς παιδίσκης ἀπὸ τὸν δρόμον, τῆς μητρός της ἀπὸ τὸ μπαλκόνι. Καὶ μίαν τελευταίαν παραγγελίαν.
―Ἂς εἶναι, πήγαινε. Νὰ ᾽ρθῇς γλήγορα.
Καὶ μετ᾿ ὀλίγα λεπτά, αἱ δύο κορασίδες ἀνέβαινον τρέχουσαι τὰ σκαλοπάτια τῆς οἰκίας τοῦ καπετὰν Ἀλέξη.
*

Ἡ Χ. ἦτο χλωμή, λευκὴ καὶ λεπτοφυὴς εἰς ἄκρον. Ταχέως ἐξετελέσθη τὸ πείραμα. Ἡ μικρὰ παιδίσκη ἐπὶ ὥραν ἐκράτει ἓν εἰκόνισμα τῆς Παναγίας μὲ τὰς δύο χεῖράς της. Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ καπετάνισσα ἡ Λιμπέριαινα, εἴτε διότι ἐδυσχέραινεν ἐκ τῆς παρατεινομένης ἀπουσίας τοῦ θυγατρίου, εἴτε μᾶλλον διότι ἐπεθύμει νὰ εἶναι κι αὐτὴ παροῦσα εἰς τὴν διεξαγωγὴν τῆς μαντείας, ἔφθασεν εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Παγούραινας. Μετὰ ὥραν ἱκανήν, ὅταν ἡ Ἀλέξαινα, καθημένη ἀντικρὺ τῆς μικρᾶς, εἶδε κάπως τὰ ὄμματά της νὰ ἰλλωπίζουν ἀπὸ κούρασιν ἢ ζάλην, τὴν ἐρωτᾷ:
― Τί βλέπεις;
― Βλέπω, ἀπήντησεν ἡ παιδίσκη, ἕνα καράβι. Βλέπω σύννεφα πολλά, θολά, τρεχούμενα, ἀνακατωμένα… φουσκοθάλασσα, τρικυμία, θεόρατα κύματα, ποὺ χτυποῦν ἀπάνω στοὺς βράχους, στὸν κάβο, στὴν ἀκρογιαλιά.
― Καὶ πῶς τὸ βλέπεις τὸ καράβι; ἠρώτησε μὲ κομμένην ἀναπνοὴν ἡ Ἀρχόντω.
― Τὸ καράβι, σύντριμμα καὶ τρομάρα… ἄχ! καὶ ἕνας, δυό, τρεῖς νομάτοι ποὺ πλέουν, τοὺς συνεπαίρνει τὸ κῦμα (ὕψωσεν ἀλληλοδιαδόχως τρεῖς δακτύλους τῆς δεξιᾶς χειρός της), τοὺς χτυπᾶ ἡ θάλασσα ἀπάνω στὰ βράχια, ποὺ πολεμοῦν νὰ πιαστοῦν, τοὺς ἁρπάζει ξανὰ πίσω τὸ κῦμα, πάλι τοὺς πετᾷ ἐμπρός, τοὺς χτυπᾷ, πώ, πώ! ἀπάνω στὰ γκρίφια, κ᾿ οἱ νομάτοι ζαλισμένοι, μισοπνιμένοι, μισοσκοτωμένοι, δὲν μπόρεσαν νὰ πιαστοῦν. Βουλιοῦν, βούλιαξαν, πᾶνε, ἄμοροι ἔγιναν. Οἱ δυὸ ἐπῆγαν στὸν πάτο κάτω, κι ὁ ἕνας ἀκίνητος, μὲ γουρλωμένα μάτια, φαίνεται σὰν νὰ γλυκοκοιμᾶται ἀπάνω σὲ μιὰν ἀμμουδιὰ μικρὴ ὣς τρεῖς πιθαμές, ἀνάμεσα σὲ δυὸ ὁλόμαυρους βράχους· (τοσηδά, ὣς τρεῖς πιθαμές, ἔκαμε μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι της σχῆμα ὡς νὰ ἐμέτρει).

*

Τέλος διεξήχθη πανηγυρικῶς ἡ ἐκλογή, ὁ ὑποψήφιος τῆς νέας ἐσοδείας ἐπῆρε τὸ διπλάσιον τῶν ψήφων ἀπὸ τὸν παλαιόν, τὸν πολὺ φημισμένον ἄλλοτε καὶ ἰσχυρὸν ἀντίπαλόν του.
Ἑωρτάσθησαν μετ᾿ ἐνθουσιασμοῦ τὰ ἐπινίκια. Χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις μετ᾿ ἀφθόνων σπονδῶν ἐπέπεσεν εἰς τὴν ἀγοράν, εἰς τ᾿ Ἁλώνια καὶ τὰ Λιβάδια, ὅπου ἕως τότε ἔβοσκον ἡσύχως τόσα ἄκακα κτήνη. Ὅλος ὁ συμμαχικὸς στόλος ἐσημαιοστολίσθη. Ποικίλα λαλούμενα, βιολιὰ καὶ λαγοῦτα. Γύφτοι μὲ κλαρινέτα, φυσῶντες καὶ χορεύοντες, ἐπήδησαν, ἠλάλαξαν, ἐκυβίστησαν, προεξάρχοντες τῆς βακχικῆς πομπῆς. Γυναῖκες ἐχρεμέτισαν ἀπὸ τὴν μέθην των, καὶ παιδία ὠλόλυξαν ἀπὸ τὴν λαχτάραν των, ἀπὸ τοὺς δρόμους καὶ ἀπὸ τὰ πρόστῳα καὶ τὰς στέγας τρέχοντα, εἰς τὰ πλευρὰ καὶ εἰς τὴν οὐρὰν τῆς λαϊκῆς πλημμύρας ·ἀγέλης‚.
Εἶχον βεβαίως δίκαιον νὰ χαρῶσι τόσον. Ὁ νέος δήμαρχος ἔμελλεν, ὅπως ἔγραφεν εἰς τὸ πρόγραμμά του, δημοσιευθὲν εἰς τὴν «Παλίρροιαν» τῆς Χαλκίδος, κ᾿ εἰς τὸ «Μὴ Χάνεσαι» τῶν Ἀθηνῶν, νὰ κατορθώσῃ πολλὰ καὶ μεγάλα ἔργα. Ἐν πρώτοις, ἀπόφασιν εἶχε νὰ κατεβάσῃ ἀπὸ τὸ βουνὸν τὴν βρύσιν τοῦ Προφήτου Ἠλιού, νὰ τὴν ἐγκαθιδρύσῃ εἰς τὴν μικρὰν πόλιν. Εἴκοσι χιλιάδας δραχμῶν εἰσόδημα εἶχεν ὡς ἔγγιστα ὁ δῆμος, πεντακόσιαι τοὐλάχιστον χιλιάδες θὰ ἐχρειάζοντο διὰ νὰ κατορθωθῇ τὸ μεγαλεπήβολον ἔργον, ὥστε νὰ παύσουν πλέον οἱ ἐκλογεῖς του πίνοντες νερὸν ἀπὸ τὰ φρέατα, ἂς ἦσαν ταῦτα φλεβώδη καὶ λίαν ὑγιεινά. Τί θὰ τοῦ ἐκόστιζε τοῦ νεαροῦ ἐκλεκτοῦ των νὰ εὕρῃ κάπου πεντακοσίας χιλιάδας διὰ νὰ τὸ ἐκτελέσῃ; Προσέτι ὁ νέος δημοτικὸς ἄρχων θὰ ἵδρυεν εἰς τὸν τόπον ἑταιρείαν «Ἀλληλοβοηθείας» μεταξὺ τῶν ναυτικῶν. Πρὸς τοῦτο ὅλοι οἱ πλοίαρχοι (ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ τὸν ἀποζημιώσουν, διότι θὰ ἔχανεν ὁ άνθρωπος τὴν πελατείαν του εἰς τὴν ἕδραν τοῦ Πρωτοδικείου) προκατέβαλον χιλιάδας δραχμῶν εἰς χεῖράς του. Καὶ ἡ μὲν «Ἀλληλοβοήθεια» ποτὲ δὲν ἐξετελέσθη, κ᾿ ἡ κρήνη τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ ἔμεινε διὰ πάντοτε εἰς τὸ βουνόν, ὅπου ἦτο. Εἰς δὲ τὸ «Μὴ Χάνεσαι» ἐδημοσιεύθη μετά τινας μῆνας ὅτι «ὁ μεγαλοπράγμων δήμαρχος» κ. Ν. Ἀγγούδης, κατεσκεύασε τρεῖς ὡραίας ὁδοὺς διασχιζούσας τὴν νῆσον, ἐξ ὧν ἡ μία ἄγει εἰς τὴν Μακεδονίαν, ἡ δευτέρα πρὸς τὴν παλαιὰν Ἑλλάδα, κ᾿ ἡ τρίτη ἐκβάλλει εἰς τὴν θάλασσαν. Ἐφώτισε προσέτι τὴν πόλιν διὰ δεκατριῶν φανῶν, διὰ νὰ βλέπουν τὴν νύκτα ὅλοι οἱ νυκτοβάται, καὶ διὰ νὰ γκρεμοτσακίζωνται τὴν αὐγὴν ὅλοι οἱ ἐργατικοί, ὅσοι θὰ ἐξύπνων πολλὰ πρωὶ διὰ ν᾿ ἀπέλθωσιν εἰς τὸ ἔργον των.
Τέλος, ἀφοῦ κατώρθωσεν ὅλα ταῦτα, ὁ νέος δήμαρχος ἐπῆρε τὴν κιθάραν του κ᾿ ἔπλευσεν εἰς τὴν ἀπέναντι νῆσον, ὅπου ἐφημίζετο ὅτι ὑπῆρχον πλούσιαι νύμφαι. Διωργάνισεν ἐκεῖ, ἐπειδὴ αὐτὸς προεξῆρχεν ὡς κιθαρῳδὸς καὶ ὀρχηστής, κώμους καὶ παννυχίδας μὲ τὴν νεολαίαν τοῦ τόπου, ὅλην τὴν νύκτα «ἔπαιζε κριθάρα», καθὼς ἔλεγεν ὁ Διοματάρης, κ᾿ ἔμελπε μερακλίδικα τραγούδια. Μία ὀρφανὴ πλουσία δὲν ἠμπόρεσε νὰ βαστάξῃ εἰς τὴν γλύκα κ᾿ εἰς τὸ πάθος τῆς κιθάρας, καὶ μετ᾿ ὀλίγον καιρὸν συνήφθη ἀρραβών, καὶ εἶτα ἐτελέσθη ὁ γάμος.

*

Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ πτωχὴ Ἀρχόντω, ἡ χήρα τοῦ πνιγέντος πλοιάρχου, ἔκλαιε τὸν σύζυγον καὶ τοὺς υἱούς της, κ᾿ οἱ πλοίαρχοι ἔκλαιον τὰς προκαταβολάς των. Καὶ πέραν τοῦ πελάγους εἰς τὴν ἀντικρινὴν νῆσον ἀντήχουν ᾄσματα γαμήλια, βακχικά. Ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, ἀφοῦ συνεπληρώθη ἡ τετραετία του, ὁ κ. Νῖκος Ἀγγούδης μετεκόμισε τὴν δημοτικότητά του, τὴν φιλοπατρίαν, καὶ ὅλα τὰ προγράμματά του εἰς τὴν πέραν μεγάλην νῆσον, κ᾿ ἔπαυσε πλέον νὰ παίζῃ «κριθάρα» καὶ νὰ κατεβάζῃ ἀπὸ τὸ βουνὸν εἰς τὴν πόλιν τὴν βρύσιν τοῦ Προφήτου Ἠλιού.

(1912)

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

όταν θα' χω απ΄τη μνήμη των γύρω χαθεί...

Ὢ τῶν ψυχῶν κακιὰ πληγή! Τὸ θὲς κι ἐσὺ Ὀμορφιά!
Μὲ τὰ λαμπρά, τὰ φλογερά σου μάτια ὡς φωταψία,
κάψε καὶ τὰ ρημάδια αὐτὰ π᾿ ἀφῆσαν τὰ θηρία!


Γιάννης Σταύρου, Πορτρέτο νέας γυναίκας, λάδι σε καμβά

Σαρλ Μπωντλαίρ
Το παλιό μπουκαλάκι

Σὰ σεντούκι ἀνοίξεις παλιό, ἀπ᾿ τὴν Ἀνατολὴ φερμένο
ποὺ ἡ κλειδαριά του μορφάζει, τρίζοντας φρικτὰ
κι ἀπ᾿ αὐτὸ ξεχυθοῦν, μύρια ἀρώματα βαριὰ ποὺ ζαλίζουν

ἢ σὲ σπιτιοῦ ἐρημωμένου ντουλάπα παμπάλαιη
Σκονισμένο καὶ μαῦρο ξεβιδώσεις μπουκαλάκι
κι ἀπ᾿ αὐτὸ ἀναπηδήσει μία ψυχὴ μὲ λαχτάρα νὰ ἐπιστρέψει

Χίλιες σκέψεις ποὺ κοιμόνταν στὰ βαριὰ τὰ ἐρέβη, ἐπιστρέφουν
-χρυσαλίδες ποὺ ἀστράφτουν, μὲ ὁρμὴ
τὰ γαλάζια καὶ ρὸζ σὰ μὲ γλάσο φτιαγμένα
φτερὰ τοὺς τινάζουν

ζαλισμένος τὰ μάτια σου κλείνεις
τὴ ψυχή σου ὁ ἴλιγγος νικημένη ἀδράχνει
μὲ ὁρμὴ τὴ σκουντᾶ σὲ βάραθρο μαῦρο
σκοτεινό, ἀπὸ ἀνθρώπινα μιάσματα γεμάτο

Στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ τήνε σπρώχνει
κεῖ ὅπου ὁ Λάζαρος ζέων, τὸ σάβανό του
μὲ δύναμη σκίζει καὶ τὸ πτῶμα ξυπνᾶ
γοητευτικὸ μὰ καὶ πένθιμο, μιᾶς ἀγάπης παλιᾶς ξεχασμένης

Κι ἐγὼ ἔτσι, ὅταν θὰ ῾χω ἀπ᾿ τὴ μνήμη τῶν γύρω χαθεῖ
καὶ θὰ μ᾿ ἔχουν πετάξει ραγισμένο, εὐτελὲς μπουκαλάκι
στὴ γωνιὰ μιᾶς ἀπαίσιας ντουλάπας λυπημένο καὶ βρώμικο
θολό, σκονισμένο

Τὸ φέρετρό σου θὰ ῾χω γίνει ἀγαπημένη μου ἀνομία,
μάρτυς ολεθριας δύναμης ποὺ πάνω μου, κάποτε ἀσκοῦσες
προσφιλὲς δηλητήριο ἀπὸ ἀγγέλους φτιαγμένο
ἡδύποτο ποὺ μοῦ κατέτρωγε τὴ καρδιὰ καὶ τὸ αἷμα.

Συνομιλία

Εἶσαι ὄμορφη σὰ ρόδινο τοῦ φθινοπώρου δείλι!
μὰ ἡ λύπη ὡς κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι ἀφήνει ὅταν πισωδρομᾶ στὰ ράθυμά μου χείλη,
τῆς θύμησης τῆς πιὸ πικρῆς τὸν κατασταλαγμό.

Μάταια γλυστρᾷ τὸ χέρι σου στοῦ στήθους μου τὰ ψύχη·
καλή μου, κεῖνο ποὺ ζητᾶ ρημάδι ἐγίνη πιά,
ἀπ᾿ τῆς γυναίκας τ᾿ ἄγριο τὸ δόντι καὶ τὸ νύχι.
Μὴ τὴ καρδιά μου πιὰ ζητᾶς, τὴ φάγανε θεριά.

Εἶν᾿ ἡ καρδιά μου ἀνάκτορο, ἀπ᾿ ὄχλους ρημαγμένο·
μεθοῦν ἐκεῖ, σκοτώνονται, τραβιοῦνται ἀπ᾿ τὰ μαλλιά!
Μ᾿ ἀπὸ τὸ στῆθος σου ἄρωμα βγαίνει, τὸ γυμνωμένο!...

Ὢ τῶν ψυχῶν κακιὰ πληγή! Τὸ θὲς κι ἐσὺ Ὀμορφιά!
Μὲ τὰ λαμπρά, τὰ φλογερά σου μάτια ὡς φωταψία,
κάψε καὶ τὰ ρημάδια αὐτὰ π᾿ ἀφῆσαν τὰ θηρία!

Charles Baudelaire

Le Flacon

II est de forts parfums pour qui toute matière
Est poreuse. On dirait qu'ils pénètrent le verre.
En ouvrant un coffret venu de l'Orient
Dont la serrure grince et rechigne en criant,

Ou dans une maison déserte quelque armoire
Pleine de l'âcre odeur des temps, poudreuse et noire,
Parfois on trouve un vieux flacon qui se souvient,
D'où jaillit toute vive une âme qui revient.

Mille pensers dormaient, chrysalides funèbres,
Frémissant doucement dans les lourdes ténèbres,
Qui dégagent leur aile et prennent leur essor,
Teintés d'azur, glacés de rose, lamés d'or.

Voilà le souvenir enivrant qui voltige
Dans l'air troublé; les yeux se ferment; le Vertige
Saisit l'âme vaincue et la pousse à deux mains
Vers un gouffre obscurci de miasmes humains;

II la terrasse au bord d'un gouffre séculaire,
Où, Lazare odorant déchirant son suaire,
Se meut dans son réveil le cadavre spectral
D'un vieil amour ranci, charmant et sépulcral.

Ainsi, quand je serai perdu dans la mémoire
Des hommes, dans le coin d'une sinistre armoire
Quand on m'aura jeté, vieux flacon désolé,
Décrépit, poudreux, sale, abject, visqueux, fêlé,

Je serai ton cercueil, aimable pestilence!
Le témoin de ta force et de ta virulence,
Cher poison préparé par les anges! liqueur
Qui me ronge, ô la vie et la mort de mon coeur!

Causerie

Vous êtes un beau ciel d'automne, clair et rose!
Mais la tristesse en moi monte comme la mer,
Et laisse, en refluant, sur ma lèvre morose
Le souvenir cuisant de son limon amer.

— Ta main se glisse en vain sur mon sein qui se pâme;
Ce qu'elle cherche, amie, est un lieu saccagé
Par la griffe et la dent féroce de la femme.
Ne cherchez plus mon coeur; les bêtes l'ont mangé.

Mon coeur est un palais flétri par la cohue;
On s'y soûle, on s'y tue, on s'y prend aux cheveux!
— Un parfum nage autour de votre gorge nue!...

Ô Beauté, dur fléau des âmes, tu le veux!
Avec tes yeux de feu, brillants comme des fêtes,
Calcine ces lambeaux qu'ont épargnés les bêtes!

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Όταν οι Θεοί επιθυμούν να μας τιμωρήσουν, απαντούν στις προσευχές μας...

Ναι, είμαι ένας ονειροπόλος. Γιατί ονειροπόλος είναι αυτός που μπορεί να βρει το δρόμο του με το φεγγαρόφωτο, και να δει το χάραμα πριν από τον υπόλοιπο κόσμο... 

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινή Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά

Όσκαρ Ουάιλντ
Αποφθέγματα

Το κοινό είναι θαυμάσια ανεκτικό. Συγχωρεί τα πάντα εκτός από τη μεγαλοφυία.

 Όταν οι Θεοί επιθυμούν να μας τιμωρήσουν, απαντούν στις προσευχές μας.

Τα μεγάλα πάθη είναι προνόμιο των ανθρώπων που δεν έχουν τίποτα να κάνουν.

Περισσότερη από τη μισή σύγχρονη κουλτούρα βασίζεται στο τι κάποιος δεν πρέπει να διαβάζει.

Ναι, είμαι ένας ονειροπόλος. Γιατί ονειροπόλος είναι αυτός που μπορεί να βρει το δρόμο του με το φεγγαρόφωτο, και να δει το χάραμα πριν από τον υπόλοιπο κόσμο.

Η σοβαρότητα είναι το μόνο καταφύγιο του ρηχού.

Αλλά ποια είναι η διαφορά μεταξύ της λογοτεχνίας και της δημοσιογραφίας;...Η δημοσιογραφία δεν μπορεί να διαβαστεί και η λογοτεχνία δεν διαβάζεται. Αυτό είναι όλο.

Είμαστε όλοι μέσα στο βούρκο, όμως μερικοί απο εμάς κοιτάζουμε τ' άστρα.

Είναι λυπηρό να το σκέφτεται κανείς, αλλά η μεγαλοφυΐα διαρκεί περισσότερο από την ομορφιά.

Είναι παράλογο να διαιρεθούν οι άνθρωποι σε καλούς και κακούς. Οι άνθρωποι είναι είτε γοητευτικοί είτε κουραστικοί.

Εκτιμώ τους ανθρώπους περισσότερο από τις αρχές, ενώ δεν υπάρχει τίποτα που να συμπαθώ περισσότερο από τους ανθρώπους χωρίς αρχές.

Εμπειρία είναι το όνομα που ο καθένας δίνει στα λάθη του.

Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι και πολύ προσεκτικός στην επιλογή των εχθρών του.

Επιλέγω τους φίλους μου για το γοητευτικό παρουσιαστικό τους, τους γνωστούς μου για τον καλό τους χαρακτήρα και τους εχθρούς μου για την ευφυΐα τους.

Επιθυμώ πάντα να ξέρω τα πάντα για τους νέους φίλους μου, και τίποτα για τους παλιούς.

Έχουμε πραγματικά τα πάντα κοινά με την Αμερική σήμερα εκτός, φυσικά, από τη γλώσσα.

Η απομίμηση είναι ο φόρος που πληρώνει η μετριότητα στην ιδιοφυΐα.

Η εκπαίδευση είναι ένα θαυμαστό πράγμα, αλλά είναι καλό να θυμόμαστε καμιά φορά πως τίποτα που αξίζει να γνωρίσει κανείς μπορεί να διδαχθεί.

Η ζωή είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό πράγμα για να μιλήσει κανείς σοβαρα.

Η μόδα είναι μια μορφή ασχήμιας τόσο ανυπόφορη που πρέπει να την αλλάζουμε κάθε έξι μήνες.

Η πίστη είναι για τη συναισθηματική ζωή ό,τι η εγκράτεια για το πνεύμα − μία ομολογία της αποτυχίας και τίποτα περισσότερο.

Η συνέπεια είναι το τελευταίο καταφύγιο του πεζού.

Κάποιος μπαίνει στον πειρασμό να καθορίσει τον άνθρωπο ως λογικό ζώο που χάνει πάντα την ιδιοσυγκρασία του όταν καλείται να ενεργήσει σύμφωνα με τις επιταγές της λογικής.

Κάποιος πρέπει πάντα να παίζει τίμια όταν κάποιος άλλος έχει τις κάρτες που κερδίζουν.

Λίγη ειλικρίνεια είναι επικίνδυνο πράγμα, και πολύ είναι απολύτως μοιραίο.

Μπορώ να αντισταθώ στα πάντα εκτός από τον πειρασμό.

Ο αληθινός φίλος σε μαχαιρώνει από μπροστά.

Ο άνθρωπος πρέπει να επιλέγει προσεκτικά τους εχθρούς του.

Ο μόνος τρόπος για να απαλλαγείς από τον πειρασμό είναι να ενδώσεις σε αυτόν.

Οι άντρες παντρεύονται επειδή έχουν κουραστεί, οι γυναίκες επειδή έχουν περιέργεια, και οι δύο είναι δυσαρεστημένοι.

Οι γέροι πιστεύουν τα πάντα. Οι μεσήλικες υποπτεύονται τα πάντα. Οι νέοι ξέρουν τα πάντα.

Οι νέοι θέλουν να είναι πιστοί και δεν είναι• οι γέροι θέλουν να είναι άπιστοι και δεν μπορούν: αυτό είναι όλο.

Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άλλοι άνθρωποι. Γνώμες κάποιου άλλου είναι οι σκέψεις τους, μίμηση οι ζωές τους, αντιγραφή τα πάθη τους.

Οποιοσδήποτε μπορεί να φτιάξει ιστορία. Μόνο ένας σπουδαίος άντρας μπορεί να τη γράψει.

Όποτε οι άνθρωποι συμφωνούν μαζί μου, αισθάνομαι πάντα πως πρέπει να κάνω λάθος.

Όταν κάποιος είναι ερωτευμένος αρχίζει κοροϊδεύοντας τον εαυτό του και καταλήγει κοροϊδεύοντας τους άλλους.

Ποτέ μην εμπιστεύεσαι τις γυναίκες που λένε την πραγματική τους ηλικία. Αφού μπορούν να πουν αυτό, μπορούν να πουν τα πάντα.

Σκέφτομαι ότι ο Θεός στη δημιουργία του ανθρώπου υπερεκτίμησε κάπως τις δυνατότητές του.

Στη σημερινή εποχή οι άνθρωποι γνωρίζουν την τιμή όλων των πραγμάτων αλλά αγνοούν την αξία τους.

Συγχωρείτε πάντα τούς εχθρούς σας τίποτα δεν τους ενοχλεί περισσότερο.

Συμπαθώ τα πρόσωπα πιο πολύ από τις αρχές, και συμπαθώ τα πρόσωπα χωρίς αρχές περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο.

Τα βιβλία που ο κόσμος αποκαλεί ανήθικα είναι τα βιβλία που δείχνουν στον κόσμο τη δική του αισχρότητα.

Τα περισσότερα σύγχρονα ημερολόγια χαλούν τη γλυκιά απλότητα των ζωών μας με την υπενθύμιση ότι κάθε ημέρα που περνά είναι η επέτειος κάποιου εντελώς αδιάφορου γεγονότος.

Τι είναι κυνικός; Ένα άτομο που ξέρει την τιμή όλων και την αξία κανενός.

Το γέλιο δεν είναι κακή αρχή για μια φιλία, και είναι ό,τι καλύτερο για τέλος.

Το κουτσομπολιό είναι γοητευτικό! Η ιστορία είναι εν μέρει κουτσομπολιό.... Αλλά το σκάνδαλο είναι κουτσομπολιό που έγινε βαρετό από την ηθικότητα.

Το να διαφωνήσεις με τα τρία τέταρτα των Βρετανών είναι μια από τις πρώτες προϋποθέσεις της λογικής.

Το πλεονέκτημα των συναισθημάτων είναι ότι μας βγάζουν από την πορεία μας και το πλεονέκτημα της επιστήμης είναι ότι δεν έχει καμία σχέση με τα συναισθήματα.

Τρία πράγματα μισώ στη ζωή: τις ζεστές μπύρες, τον χλιαρό καφέ και τις «κρύες» γυναίκες.

Υπάρχει ένα μόνο πράγμα χειρότερο από το να μιλάνε για σένα κι αυτό είναι να μη μιλάνε για σένα.

Το μόνο καθήκον μας απέναντι στην ιστορία είναι να την ξαναγράψουμε.

Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

Η ζωή είναι ένα τεράστιο θέατρο...

Η ζωή είναι άθλιο πράγμα. Αποφάσισα να περάσω τη ζωή μου σκεπτόμενος αυτό ακριβώς.

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Αναγνώστρια, λάδι σε καμβά

Άρθουρ Σοπενχάουερ
Αποφθέγματα

Ο θάνατος είναι το δαιμόνιο που εμπνέει, ο μουσηγέτης της φιλοσοφίας. Χωρίς αυτός, δύσκολα θα μπορούσε να φιλοσοφήσει ο άνθρωπος.

Ο γιατρός βλέπει τον άνθρωπο σε όλη του την αδυναμία· ο δικηγόρος σε όλη του την κακία· και ο θεολόγος σε όλη του τη βλακεία.

Το ταλέντο πετυχαίνει ένα στόχο που κανένας άλλος δεν μπορεί να πετύχει. Η ιδιοφυΐα πετυχαίνει ένα στόχο που κανένας άλλος δεν μπορεί να δει.

Γενικά, οι γυναίκες πολύ λίγο επηρεάζονται απ' την ωραιότητα, και ιδίως του προσώπου. Εκείνο που συντελεί στην κατάκτησή τους είναι η σωματική ρώμη και το θάρρος του άντρα.

Η έμφυτη ικανότητα μπορεί πολλές φορές ν' αναπληρώσει την έλλειψη μόρφωσης, αλλά καμιά πνευματική μόρφωση δεν μπορεί ν' αναπληρώσει την έλλειψη έμφυτης ικανότητας.

Η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένας αγώνας για την ύπαρξη, με τη βεβαιότητα ότι στο τέλος θα νικηθούμε.

Κάθε ερωτικό αίσθημα, οποιαδήποτε αιθαιριότητα κι αν περιβάλλεται, όλες τις ρίζες του τις έχει στο φυσικό γενετήσιο ένστικτο.

Λίγοι άνθρωποι έχουν το χάρισμα να λάμπουν σε μια παρέα, αλλά πάρα πολλοί διαθέτουν τη δύναμη να είναι ευχάριστοι.

Με προσοχή να εκφέρεις κρίση, ακόμα και όταν η υπόθεση είναι καλή. Γιατί είναι εύκολο να πληγώσει κανείς ανθρώπους, αλλά αδύνατο να τους διορθώσει.

Ο άνθρωπος κάνει σίγουρα εκείνο που θέλει, όμως είναι δύσκολο ν' αποφασίσει τι είναι αυτό που θέλει.

Ο εγωισμός είναι τόσο μεγάλους, που η υφήλιος ολόκληρη δεν μπορεί να τον χωρέσει. Γιατί αν έμπαινε σε καθέναν το δίλημμα να εκλέξει ανάμεσα στην εκμηδένιση του σύμπαντος και στη δική του προσωπική καταστροφή, δεν είναι ανάγκη να πω εγώ ποια θα ήταν η απάντηση.

Πρέπει κανείς να γεράσει για να καταλάβει πόσο μικρή είναι η ζωή.

Σε κάθε περίσταση χρειάζεται για τον καθένα κάποια ποσότητα από φροντίδες, δυστυχήματα ή αθλιότητες, όπως στο πλοίο χρειάζεται το έρμα για να κρατιέται σε ισορροπία και να προχωρεί κανονικά.

Το να έχουμε σταθερές αρχές και να τις ακολουθούμε παρά τις αντίθετες ορμές και τους πειρασμούς, αυτό είναι ακριβώς εκείνο που ονομάζεται εγκράτεια.

Από τα μικροπράγματα καταλαβαίνουμε καλύτερα τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Γιατί στα μεγάλα είναι πιο προσεκτικός και κρύβεται

Κάθε κοινωνική συναναστροφή απαιτεί αμοιβαία προσαρμογή και διάθεση, γι’ αυτό όσο πιο μεγάλη τόσο και πιο ανούσια. Εντελώς ο εαυτός του μπορεί να είναι κανείς μόνο εφόσον μένει μόνος του. Μόνον τότε είναι ελεύθερος.

Εκείνο που οι άνθρωποι ονομάζουν μοίρα, στην ουσία είναι ένα σύνολο ανοησιών που έκαναν.

Οι παλιάνθρωποι είναι πάντοτε κοινωνικοί και μάλιστα όταν ένας άνθρωπος έχει μέσα του μια στάλα ευγένεια, δεν βρίσκει μεγάλη ευχαρίστηση στη συντροφιά των άλλων.

Κάθε αλήθεια περνάει από τρία στάδια. Πρώτα γελοιοποιείται. Μετά βρίσκει σφοδρή αντίθεση. Και στο τέλος θεωρείται αυτονόητη.

Τιμή είναι η εξωτερική συνείδηση. Συνείδηση είναι η εσωτερική τιμή.

Η έγνοια της μετριότητας είναι πώς θα σκοτώσει τον χρόνο. Ο σοφός προσπαθεί να εκμεταλλευτεί κάθε δευτερόλεπτο.

Κάθε άνθρωπος θεωρεί τα όρια του δικού του οπτικού πεδίου σαν τα όρια του κόσμου.

Το γενικότερο δίδαγμα της ιστορίας είναι: τα ίδια, με διαφορετικό τρόπο. Όποιος έχει διαβάσει Ηρόδοτο έχει διαβάσει σχεδόν όλη την ιστορία.

Οι άνθρωποι χρειάζονται κάποια εξωτερική απασχόληση, επειδή είναι αδρανείς εσωτερικά.

Ο κόσμος είναι μια δική μου ιδέα.

Δύο είναι οι εχθροί της ανθρώπινης ευτυχίας: πόνος και ανία.

Όσο πιο περιορισμένος είναι ο ορίζοντας και ο κύκλος της δραστηριότητας και των επαφών μας, τόσο πιο ευτυχισμένοι είμαστε. Γιατί με το άνοιγμα του ορίζοντα πολλαπλασιάζονται και μεγεθύνονται οι έγνοιες, οι επιθυμίες, ο τρόμος.

Η μεγαλοφυΐα στην καθημερινή ζωή είναι τόσο χρήσιμη όσο ένα αστρονομικό τηλεσκόπιο στο θέατρο.

Για να μπορέσει κανείς να πορευτεί στη ζωή, καλό είναι να εφοδιαστεί με μεγάλα αποθέματα προνοητικότητας και επιείκειας. Με τα πρώτα θα φυλαχτεί από ζημιές και απώλειες και με τα δεύτερα από τσακωμούς και προστριβές.

Το μίσος πηγάζει από την καρδιά, η περιφρόνηση, από το κεφάλι.

Είτε πρόκειται για μουσική είτε για φιλοσοφία είτε για ζωγραφική ή ποίηση, το έργο μιας μεγαλοφυΐας δεν είναι κάτι προς χρήση. Ο χαρακτηρισμός του ανώφελου σημαδεύει τα έργα της μεγαλοφυΐας.

Η ζωή είναι ένα τεράστιο θέατρο, όπου παίζεται η ίδια τραγωδία με διαφορετικούς τίτλους.

Η ζωή είναι ένα εκκρεμές που κινείται μεταξύ πόνου και απελπισίας.

Οι δημοσιογράφοι είναι σαν τα σκυλιά. Οποτεδήποτε κάτι κινείται, αρχίζουν να γαβγίζουν.

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Εικόνες της Θεσσαλονίκης...

Ο φωτογράφος της Θεσσαλονίκης, Γιάννης Κυριακίδης, η "Αρκούδα" της πόλης, βιογραφείται μέσα από τις εικόνες του...

http://yannisstavrou.blogspot.com

Οι εκδόσεις Μίλητος σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιογραφικού λευκώματος του φωτογράφου της Θεσσαλονίκης Γιάννη Κυριακίδη, σε έρευνα και επιμέλεια του φίλου Κώστα Μπλιάτκα (πρωην διευθυντή της ΕΤ3).

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ - ΖΩΗ ΓΕΜΑΤΗ ΕΙΚΟΝΕΣ
Τρίτη 20 Μαίου 2014, από 12 το μεσημέρι
BLACK DUCK Garden - Athens City Museum Bistrot
Παπαρηγοπούλου 5, Αθήνα

Θα μιλήσουν:
Τίτη Κυριακίδου, σκηνογράφος, Ζωή Λάσκαρη, ηθοποιός, Λευτέρης Παπαδόπουλος, στιχουργός, Κώστας Παπαϊωάννου, δημοσιογράφος, Άρης Σκιαδόπουλος, δημοσιογράφος, Σεραφείμ Φυντανίδης, δημοσιογράφος

Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Κι έμαθα πώς συρρικνώνονται τα πρόσωπα...

«Στα φοβερά χρόνια του τρόμου της Γιεζόφ, δεκαεπτά μήνες πέρασα στις ουρές των φυλακών του Λένινγκραντ. Μια μέρα, κάποιος με “αναγνώρισε'. Μια γυναίκα με μελανιασμένα χείλη που έστεκε πίσω μου, η οποία ποτέ δεν είχε ακούσει το όνομά μου, ξύπνησε από τον λήθαργο, τυπικός για όλους εμάς εκεί, και με ρώτησε, ψιθυρίζοντας στο αυτί μου (καθένας μιλούσε ψιθυριστά εκεί): “Κι εσείς μπορείτε να περιγράφετε αυτό; 'Κι εγώ απάντησα: “Ναι, μπορώ.'

Έπειτα κάτι που θύμιζε χαμόγελο γλίστρησε πάνω σε αυτό που κάποτε ήταν το πρόσωπό της.
Άννα Αχμάτοβα, 1η Απριλίου 1957, Λένινγκραντ

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Τελευταίο δρομολόγιο, λάδι σε καμβά

Άννα Αχμάτοβα

Επίλογος

Ι

Κι έμαθα πώς συρρικνώνονται τα πρόσωπα
Πώς ο τρόμος ελλοχεύει κάτω από τις βλεφαρίδες
Και πώς η οδύνη γράφει με σφηνοειδείς χαρακτήρες
Τραχιές γραμμές τα μάγουλα,

Πώς κατάμαυρα ή ξανθά δαχτυλίδια τα μαλλιά
Μονομιάς καλύπτονται απ’ ασημένια σκόνη,
Και σβήνει το χαμόγελό μου στα πειθήνιά μου χείλη
Κι ο φόβος, είναι νεκρικός, θροΐζει στο σβησμένο μου γελάκι.

Και για μένα δεν προσεύχομαι μοναχά,
Αλλά για όλους, αυτούς που στάθηκαν μαζί μου στη σειρά
Στη ζέστα του Ιούλη, στο ψύχος του χειμώνα
Κάτω από τον τόσο κόκκινο, τον τοίχο, κι αθώρητο ακόμα.

ΙΙ

Και πάλι, σίμωσε της θύμησης η ώρα
Σας βλέπω, σας αισθάνομαι και σας ακούω τώρα:

Κι εκείνη που σχεδόν στο τέλος είχαν σύρει,
Κι εκείνη που ποτέ ξανά τη γη της θα πατήσει,

Κι εκείνη που είπε σείοντας τ’ ωραίο της κεφάλι:
«Το να επιστρέφω πάλι εδώ, σπίτι επιστρέφω πάλι».

Να τις φωνάξω ήθελα με τα ονόματά τους
Μα οι λίστες έχουνε χαθεί με τ’ αναφορικά τους.

Και έχω υφάνει για όλες τους μαντήλι που είν’ φαρδύ
Απ’ τις φτωχές τις λέξεις τους, που άκουσα εκεί.

Πάντα και οπουδήποτε θα τις αναθυμούμαι
Δεν πρόκειται απ’ τη μνήμη μου αυτές να ξεχαστούνε

Και αν το εξαντλημένο μου μού το φιμώσουν στόμα
Μ’ αυτό που ξεφωνίζουν εκατό λαού εκατομμύρια ακόμα

Τότε στη μνήμη τους εμέ
Παραμονή επετείου μου ίσως με θυμηθούνε

Κι αν κάποιοι αποφασίσουνε για εμένα να στήσουν
Στη χώρα αυτή μια προτομή τιμή για να μου δείξουν

Σε τέτοιο πανηγύρι συναινώ
Μα βάζω όρο αυτόν εδώ - να στέκει

Οχι στη Μαύρη Θάλασσα π’ αντίκρισα το φως-
Γι’ αυτή κάθε συναίσθημα χαμένο εντελώς,

Ούτε στους κήπους του τσάρου, στην απόμακρη γωνιά
Εκεί που με γυρεύει μια πένθιμη σκιά,

Αλλά εδώ, εδώ που στάθηκα τριακόσιες ώρες
Μα δεν ξεκλείδωσαν για μένα ποτέ οι βαριές οι πόρτες.

Γιατί ακόμα και στον μακάριο θάνατο θέλω για πάντα να μείνει
Ο ορυμαγδός από τις κλούβες της αστυνομίας μες στη μνήμη

Απ’ το σφράγισμα της πόρτας, ο κρότος, το μπουμπουνητό
Και το σαν πληγωμένου ζώου της γριάς γυναίκας, το ουρλιαχτό.

Κι από τ’ ασάλευτα, τα χάλκινα, τα τσίνορα μου,
Ας κυλούν σαν χιόνι που λιώνει τα δάκρυα μου

Κι ας γουργουρίζει ένα περιστέρι της φυλακής πέρα μακριά,
Και ας ταξιδεύουν τα πλοία στον Νέβα βουβά.

Μάρτιος 1940

(Άννα Αχμάτοβα, Ποιήματα, απόδοση: Γιάννης Αντιόχου, εκδ. Μικρή Άρκτος)

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Αντιφατικότητα

Χάθηκα στη μονάζουσα ρεματιά οπού τρύπωσε
μόλις ακουόμενο ανάμεσα
σε λογιώ-λογιώ χορταράκια
τ' ανάλαφρου νερού το ψιθυριστό δείλιασμα...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Στο δάσος με τις κουτσουπιές, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Νίκος Καρούζος

Πολυσέλιδο δάσος

Χάθηκα στη μονάζουσα ρεματιά οπού τρύπωσε
μόλις ακουόμενο ανάμεσα
σε λογιώ-λογιώ χορταράκια
τ' ανάλαφρου νερού το ψιθυριστό δείλιασμα.

Βρομοθήλυκο εσύ Αντιφατικότητα
συγκρούεσαι διαρκώς με το θάμβος μου καθώς αναίμαχτος
ακούω σωρηδόν αγαλλόμενα τ' αηδόνια
καθώς ανελλιπώς εκκλησιάζομαι στην απεραντοσύνη.

Αχ να 'βλεπα λιγάκι τη θωριά σου αγερομάτα μου
σε εικονίζω πάλι να εκκολάπτεσαι στην ιώδη σου θλίψη
εσύ σχεδόν ασώματη σε μακρουλές βάναυσες ώρες
και μένα οι καμπύλες σου στην ερημιά μ' αποτεφρώνουν.

Εκείθε στην καρδιά του δάσους μάγισσες
κυματιστές με τέτοια μαλλιαρά χρώματα
στην όψη τους ολοφύρεται πικρά σαν άγραφη ένσταση
η διοχέτευση στην Απουσία.

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Τι μας περίσσεψε απ΄ το σκηνικό;

σιγά σιγά τα βήματα σε πάνε ως τα βουνά
φεγγάρι ασύγκριτο
περνώντας των δασών τα αινίγματα
τις αίθουσες των δέντρων...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Λεύκες στον Λαγκαδά, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Τάκης Σινόπουλος

Περί χρόνου

Ενα ακαθόριστο ταξίδι στην ανάμνηση
η αποκεφαλισμένη μέρα
μια χώρα μακρινή
τα μάτια που μιλούν
και του κορμιού τις αίθουσες
ο ατελείωτος καιρός
συνωστισμένος χρόνος.

Το σώμα και το μηδέν

Ονειρο διπλωμένο στ΄ όνειρο
η μέρα στάχτη η νύχτα τίποτα
η πέτρα που σκοντάφτεις και ξυπνάς
σιγά σιγά τα βήματα σε πάνε ως τα βουνά
φεγγάρι ασύγκριτο
περνώντας των δασών τα αινίγματα
τις αίθουσες των δέντρων.

Ναι μοναξιά
κι ένα κορμί
γεμάτο με ησυχία και μηδέν.

Απολογισμός

Τι μας περίσσεψε απ΄ το σκηνικό; Το κάθισμα και τ΄ άλλο
κάθισμα, η απότομη στροφή του αέρα.

Ή, ας πούμε, ο μακαρίτης ήλιος με τα τζάμια του και τα
πουλιά του.

Πως προχωρούμε και συγκατανεύουμε, ναι, θα συναντη-
θούμε κάποτε, θα σε θυμάμαι.

Ο,τι μετακινείται, ό,τι περνάει δίχως ν΄ ακούγεται, μόλις
ακούγεται μέσα στις λέξεις.

Μεταστροφές, επαναλήψεις, χάσματα, η παραίτηση, προ-
πάντων η παραίτηση.

Εκείνο που έφυγε δίχως να φύγει, ο τοίχος ανασαίνει, η
πέτρα έχει σκιά, τ΄ αγκάθι έχει φεγγάρι,

ο φτωχός θησαυρός απροστάτευτος απ΄ τα δόντια του δά-
σους,

η μικρή ξεχασμένη κοιλάδα στη σκάφη της σιωπής, με μια
στάλα μαύρο νερό.

Τι νομίζεις λοιπόν πως μας έχει απομείνει;

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

το βάρος του ανυπόφορου πλανήτη...

Ούτε ένα αστέρι δεν θα υπάρχει στον ουρανό
Η νύχτα δεν θα μείνει
Θα πεθάνω, και μαζί μου,
το βάρος του ανυπόφορου  πλανήτη...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Στα μαύρα νερά του λιμανιού, λάδι σε καμβά

Χόρχε Λούις Μπόρχες
Εγώ Είμαι

Εγώ είμαι αυτός που ξέρει τον εαυτό του όχι λιγότερο φιλάρεσκα
από εκείνον τον ματαιόδοξο παρατηρητή που στον καθρέφτη
από γυαλί και σιωπή ακολουθεί την αντανάκλαση
ή το σώμα (το ίδιο και το αυτό) του αδελφού του
Εγώ είμαι, σιωπηλοί μου φίλοι, εκείνος που γνωρίζει
πως δεν υπάρχει άλλη συγγνώμη ή εκδίκηση
από την διαφάνεια της λήθης. Κάποιος θεός έχει παραχωρήσει
αυτή την παράξενη λύση για όλα τα ανθρώπινα μίση.
Παρά τις πολλές μου υπέροχες περιπλανήσεις,
εγώ είμαι εκείνος που ποτέ δεν κατάφερε να ξεδιαλύνει
τον λαβύρινθο του χρόνου, ενικό, πληθυντικό,
εξαντλητικό, παράξενο, μόνος του και του καθένα
Είμαι ο κανένας. Ποτέ δεν κράτησα σπαθί σε μάχη
Είμαι ηχώ, κενό, τίποτα.

Η Αυτοκτονία

Ούτε ένα αστέρι δεν θα υπάρχει στον ουρανό
Η νύχτα δεν θα μείνει
Θα πεθάνω, και μαζί μου,
το βάρος του ανυπόφορου  πλανήτη
Θα εξαλείψω τις πυραμίδες, τα μετάλλια,
τις ηπείρους και τα πρόσωπα
Θα σβήσω το συσσωρευμένο παρελθόν
Θα φτιάξω σκόνη από την ιστορία, σκόνη απ’ την σκόνη
Τώρα κοιτάζω το στερνό ηλιοβασίλεμα
Κληροδοτώ την ανυπαρξία στον κανένα.

Ένας Ελάσσων Ποιητής

Ο στόχος είναι η λήθη
Θα πρέπει να έφτασα νωρίς.

(μετάφραση Γιώργου Αλισάνογλου)

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Τοπίο...

Πουλιὰ μαῦρες σαΐτες τῆς δύσκολης πίκρας
δὲν εἶν᾿ εὔκολο πράμα ν᾿ ἀγαπήσετε τὸν οὐρανὸ
πολὺ μάθατε νὰ λέτε πὼς εἶναι γαλάζιος
ξέρετε τὶς σπηλιές του τὸ δάσος τοὺς βράχους του;

http://yannisstavrou.blogspot.com
Κυριακάτικος περίπατος, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά


Μίλτος Σαχτούρης
Ο ουρανός

Πουλιὰ μαῦρες σαΐτες τῆς δύσκολης πίκρας
δὲν εἶν᾿ εὔκολο πράμα ν᾿ ἀγαπήσετε τὸν οὐρανὸ
πολὺ μάθατε νὰ λέτε πὼς εἶναι γαλάζιος
ξέρετε τὶς σπηλιές του τὸ δάσος τοὺς βράχους του;
ἔτσι καθὼς περνᾶτε φτερωτὲς σφυρίχτρες
ξεσκίζετε τὴ σάρκα σας πάνω στὰ τζάμια του
κολλοῦν τὰ πούπουλά σας στὴν καρδιά του
Καὶ σὰν ἔρχεται ἡ νύχτα μὲ φόβο ἀπ᾿ τὰ δέντρα
κοιτᾶτε τ᾿ ἄσπρο μαντίλι τὸ φεγγάρι του
τὴ γυμνὴ παρθένα ποὺ οὐρλιάζει στὴν ἀγκαλιά του
τὸ στόμα τῆς γριᾶς μὲ τὰ σάπια τὰ δόντια του
τ᾿ ἄστρα μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ μὲ τοὺς χρυσοὺς σπάγγους
τὴν ἀστραπὴ τὸν κεραυνὸ τὴ βροχή του
τὴ μακριὰ ἡδονὴ τοῦ γαλαξία του

Τοπίο

-Ἕνα κορίτσι πνίγεται μέσα στὸ μαῦρο
ἐγὼ ἀνεβαίνω σ᾿ ἕναν ἄσπρο οὐρανό
Μέσα στὸν ἔρημο χιονιὰ
ἕνας παπὰς κατάμαυρος μέσα στὴν παγωνιὰ
λίγα μαῦρα πουλιὰ σ᾿ ἕνα κλαδὶ
κι ἕνα μόνο λουλούδι
καὶ μιὰ φωνή:
-Ἐγὼ ἀνεβαίνω σ᾿ ἕναν ἄσπρο οὐρανὸ
μέσα στὸ μαῦρο πνίγεται ἕνα κορίτσι

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Η σελήνη έχει τη μνήμη της χαμένη...

Κάθε λάμπα του δρόμου που περνάω
Χτυπάει σαν ταμπούρλο μοιρολατρικό,
Και μέσα από του σκότους τα διαστήματα
Μεσάνυχτα τραντάζουνε τη θύμηση
Ως ο παράφρονας τραντάζει ένα γεράνι πια νεκρό...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Στο φως της σελήνης, λάδι σε καμβά

Τ.Σ. Έλιοτ
Ραψωδία σε μια νύχτα του αέρα

Η ώρα δώδεκα.
Μέχρι όπου εκτείνεται ο δρόμος
Μέσα σε μία σύνθεση σεληνιακή,
Ψιθυρίζοντας οι επικλήσεις της σελήνης
Διαλύουν τα πατώματα της μνήμης
Και όλες τις σαφείς της συσχετίσεις,
Τις διακρίσεις της και τις διευκρινίσεις.
Κάθε λάμπα του δρόμου που περνάω
Χτυπάει σαν ταμπούρλο μοιρολατρικό,
Και μέσα από του σκότους τα διαστήματα
Μεσάνυχτα τραντάζουνε τη θύμηση
Ως ο παράφρονας τραντάζει ένα γεράνι πια νεκρό.

Μισή ώρα μετά από τη μία,
Του δρόμου η λάμπα τραύλισε,
Του δρόμου η λάμπα ψέλλισε,
Του δρόμου η λάμπα είπε, "Πρόσεξε εκείνη τη γυναίκα
Που διστάζει προς το μέρος σου στο φως της πόρτας
Το οποίο ανοίγεται επάνω της σα γέλιου μορφασμός.
Βλέπεις που η άκρη απ' το φουστάνι της
Είναι σκισμένη και λερωμένη από άμμο,
Και βλέπεις που η γωνία του ματιού της
Στρίβει σα μια καρφίτσα αγκιστρωτή."

Η θύμηση ξεκάρφωτα ξερνάει
Έναν σωρό αντικείμενα στρεβλά•
Ένα κλαδί πού 'χει στραβώσει στο γιαλό
Λείο γιατί έχει φαγωθεί, και γυαλισμένο
Λες και παρέδωσε ο κόσμος
Το μυστικό του σκελετού του,
Δύσκαμπτο και λευκό.
Ένα σπασμένο ελατήριο σε φάμπρικας αυλή,
Σκουριά σφιγμένη επάνω στο καλούπι που η δύναμη το άφησε
Τραχύ και κυρτωμένο κι έτοιμο να καμφθεί.

Δύο και μισή,
Του δρόμου η λάμπα είπε,
"Δες τη γάτα που αρπάζεται από την υδρορροή,
Βγάζει τη γλώσσα έξω
και χάφτει μια μπουκιά βούτυρο ξινισμένο."
Έτσι το χέρι του παιδιού, αυτόματα,
Δραπέτευσε και τσέπωσε ένα παιχνίδι που έτρεχε στην προκυμαία πάνω-κάτω.
Δεν μπόρεσα τίποτα να δω πίσω απ' το μάτι εκείνου του παιδιού.
Έχω δει μάτια μες στο δρόμο
Να προσπαθούν να περιεργαστούν πίσω από φωτεινά παραθυρόφυλλα,
Κι ένα καβούρι ένα απόγευμα σε μια λιμνούλα,
Ένα γερο-καβούρι με πεταλίδες ολόγυρα στην πλάτη,
Άρπαξε την άκρια μιας βέργας που του έτεινα.
Τρεις και μισή,
Του δρόμου η λάμπα τραύλισε,
Του δρόμου η λάμπα ψέλλισε στα σκοτεινά,
Του δρόμου η λάμπα έψαλλε σιγά:
"Κοίταξε τη σελήνη,
La lune ne garde aucune rancune,  
Αυτή κλείνει το μάτι αμυδρά,
Αυτή χαμογελάει στις γωνίες.
Αυτή λειαίνει της χλόης τα μαλλιά.
Η σελήνη έχει τη μνήμη της χαμένη.
Μια ξεπλυμένη ανεμοβλογιά σπάζει το πρόσωπο της,
Το χέρι της στρίβει ένα χαρτένιο τριαντάφυλλο,
Πού 'χει τη μυρωδιά από σκόνη και eau de Cologne,
Αυτή είναι μόνη
Με όλες τις αρχαίες μυρωδιές από νοτούρνα
Που διασταυρώνονται και διαπερνούνε το κεφάλι της."
Η ενθύμηση έρχεται
Από ανήλιαγα ξερά γεράνια
Και σκόνη μέσα σε ρωγμές,
Οσμές από τα κάστανα στους δρόμους,
Και γυναικείες μυρωδιές σε σφαλιστά δωμάτια,
Και τα τσιγάρα σε διαδρόμους
Και μυρωδιές από κοκτέιλ μες στα μπαρ.

Του δρόμου η λάμπα μίλησε,
"Η ώρα τέσσερις,
Να ο αριθμός πάνω στην πόρτα.
Μνήμη!
Εσύ έχεις το κλειδί,
Η μικρούλα λάμπα χύνει ένα δαχτυλίδι στα σκαλιά.
Ανέβα.
Το σκέπασμα του κρεβατιού είν' ανοιχτό• η οδοντόβουρτσά σου κρέμεται στον τοίχο,
Βάλ' τα παπούτσια σου στην πόρτα, κοιμήσου, προετοιμάσου για ζωή."

Η τελευταία του μαχαιριού η συστροφή.

(μετ. Μαρία Θεοφιλάκου)

T.S. Eliot
Rhapsody on a Windy Night

Twelve o'clock.
Along the reaches of the street
Held in a lunar synthesis,
Whispering lunar incantations
Dissolve the floors of memory
And all its clear relations,
Its divisions and precisions,
Every street lamp that I pass
Beats like a fatalistic drum,
And through the spaces of the dark
Midnight shakes the memory
As a madman shakes a dead geranium.

Half-past one,
The street lamp sputtered,
The street lamp muttered,
The street lamp said, "Regard that woman
Who hesitates towards you in the light of the door
Which opens on her like a grin.
You see the border of her dress
Is torn and stained with sand,
And you see the corner of her eye
Twists like a crooked pin."

The memory throws up high and dry
A crowd of twisted things;
A twisted branch upon the beach
Eaten smooth, and polished
As if the world gave up
The secret of its skeleton,
Stiff and white.
A broken spring in a factory yard,
Rust that clings to the form that the strength has left
Hard and curled and ready to snap.

Half-past two,
The street lamp said,
"Remark the cat which flattens itself in the gutter,
Slips out its tongue
And devours a morsel of rancid butter."
So the hand of a child, automatic,
Slipped out and pocketed a toy that was running along the quay.
I could see nothing behind that child's eye.
I have seen eyes in the street
Trying to peer through lighted shutters,
And a crab one afternoon in a pool,
An old crab with barnacles on his back,
Gripped the end of a stick which I held him.

Half-past three,
The lamp sputtered,
The lamp muttered in the dark.

The lamp hummed:
"Regard the moon,
La lune ne garde aucune rancune,
She winks a feeble eye,
She smiles into corners.
She smoothes the hair of the grass.
The moon has lost her memory.
A washed-out smallpox cracks her face,
Her hand twists a paper rose,
That smells of dust and old Cologne,
She is alone
With all the old nocturnal smells
That cross and cross across her brain."
The reminiscence comes
Of sunless dry geraniums
And dust in crevices,
Smells of chestnuts in the streets,
And female smells in shuttered rooms,
And cigarettes in corridors
And cocktail smells in bars."

The lamp said,
"Four o'clock,
Here is the number on the door.
Memory!
You have the key,
The little lamp spreads a ring on the stair,
Mount.
The bed is open; the tooth-brush hangs on the wall,
Put your shoes at the door, sleep, prepare for life."

The last twist of the knife. 

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Κι αν, επιτέλους, κοντά στην Ατλαντίδα προσαράξεις...

αν έρμος πια σταθείς,
με γύρω σου ερημιά,
πέτρα και χιόνι και σιωπή κι αέρα,
θυμήσου τους αρχοντικούς νεκρούς
και τίμησε τη μοίρα σου, που είσαι εσύ
(ταξιδευτής βασανισμένος)
διαλεκτικός κι αλλόκοτος...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Μαύρο καράβι, λάδι σε καμβά

Γουίσταν Χιου Ώντεν
Πένθιμο Μπλουζ

Κόψτε τα τηλέφωνα, πάψτε τα ρολόγια,
Το πιάνο κλείστε, πνίξτε τύμπανα και λόγια.
Δώστε ένα κόκαλο στο σκύλο να ησυχάσει.
Ο θρήνος άρχισε, το φέρετρο ας περάσει.

Τ' αεροπλάνα από πάνω μας στενάζουν
«Πέθανε τώρα αυτός» στον ουρανό να γράψουν
Μαβιέ κορδέλες βάλτε στ' άσπρα περιστέρια,
Οι τροχονόμοι μαύρα γάντια έχουν στα χέρια.

Ανατολή και δύση μου, βορρά και νότε,
Χαρά της Κυριακής, της εβδομάδας μόχθε.
Ήσουν φωνή, τραγούδι μου, μέρα, σκοτάδι,
Πίστευα αιώνια τη δική μας την αγάπη...

Τ' αστέρια δεν τα λαχταρώ, πάρτε τα, σβήστε
Τον ήλιο ρίξτε τον και το φεγγάρι κρύψτε.
Αδειάστε τον ωκεανό, κάψτε τα δάση,
Τίποτα πια καλό, ποτέ, δε θα χαράξει.

(Μετάφραση, Ερρίκος Σοφράς)

Το τραγούδι της τρελής κυρίας

Μέσα στη σκοτεινή νυχτιά
σαν το φασούλι το νησί μας
κι ο κωμικός μας υπηρέτης
παρατηρεί το κάθε τι μας.

Ω, οι οπώρες κι η βεράντα
μικρό ατμόπλοιο στον λιμένα
σφυρίζει μες στο θέρος ξάφνου
πως έφυγες μακριά από μένα.

Ατλαντίς

Εάν πολύ το επιθυμείς
να πας στην Ατλαντίδα,
θα ξέρεις ασφαλώς ότι
μόνο το Πλοίο των Τρελών
θα κάνει το ταξίδι εφέτος,
διότι θύελλες, σφοδρές και ασυνήθιστες
έχουνε προβλεφτεί και πρέπει, το λοιπόν,
έτοιμος να είσαι∙ γι’ αυτό
με λόξα κάμποση να συμπεριφερθείς
ώστε να σε περάσουνε για ένα απ’ τα παλικάρια,
να δώσεις την εντύπωση, τουλάχιστο, πως
συμπαθείς το σαματά, το δυνατό ποτό και τις χοντράδες.

Εάν οι θύελλες (και τούτο να συμβεί μπορεί)
σε κάνουνε ν’ αράξεις για καμιάν εβδομάδα
σε κάποια παλιά πόλη, επίνειο
της Ιωνίας φερ’ ειπείν, κουβέντιασε εκεί
με τους λογίους τους πνευματώδεις, άνδρες
που έχουν αποδείξει πως σαν την Ατλαντίδα
τόπος άλλος κανείς δεν δύναται να υπάρξει.
Τη λογική τους μάθε, αλλά πρόσεξε
πόσο η λεπτότητα του νου τους εύκολα προδίδει
το ψυχικό τους βάσανο.
Έτσι λοιπόν αυτοί θα σου διδάξουνε τον τρόπο
ν’ αμφιβάλλεις για να μπορέσεις να πιστέψεις.

Εάν,  αργότερα, τύχει και προσαράξεις
στους κάβους ανάμεσα της Θράκης,
εκεί που  με δαυλούς ολονυχτίς
ράτσα γυμνή και βάρβαρη
πηδάει ξέφρενη, ακούοντας
έναν κόχυλα και κύμβαλο φρενήρες,
στην άγρια εκείνη ακτή
βγάλε τα ρούχα σου και χόρεψε, γιατί
εκτός και αν αξιωθείς
την Ατλαντίδα εντελώς
να λησμονήσεις, το ταξίδι σου
ποτέ δε θα τελειώσεις.

Και αν φτάσεις κάποτε στην έκλυτη
την Καρχηδόνα ή την Κόρινθο,
γέψου κι εσύ την ξέφρενη ευωχία.
Και αν καμιά κοκότα σ’ ένα καπηλειό,
χαϊδεύοντάς σου τα μαλλιά σου πει
«Αγαπούλη μου, η Ατλαντίδα είν’ εδώ»
Την ιστορία της ζωής της
με προσοχή ν’ ακούσεις∙ καθώς
εάν καλά δεν ενημερωθείς για κάθε καταφύγιο
που μάταια προσπαθεί
την Ατλαντίδα να παραποιήσει, πώς
τάχα θα γνωρίσεις την αληθινή;

Κι αν, επιτέλους, κοντά στην Ατλαντίδα
προσαράξεις, και βγεις
στον κοπιώδη πηγαιμό κατά την ενδοχώρα
μες από δάση ρυπαρά και παγωμένες
τούνδρες, εκεί που όλα στη στιγμή θε να χαθούν∙
αν έρμος πια σταθείς,
με γύρω σου ερημιά,
πέτρα και χιόνι και σιωπή κι αέρα,
θυμήσου τους αρχοντικούς νεκρούς
και τίμησε τη μοίρα σου, που είσαι εσύ
(ταξιδευτής βασανισμένος)
διαλεκτικός κι αλλόκοτος.

Τρικλίζοντας, προχώρα όλος χαρά
αλλά και τότε ακόμη, αν ίσως,
έχοντας πια φτάσει στο στερνό
το διάσελο, αν, ίσως, σωριαστείς
με ολάκερη την Ατλαντίδα ν’ ακτινοβολεί
από κάτω κι όμως να κατεβείς
πια δεν αντέχεις, πρέπει
υπερήφανος να είσαι, μόνο που κρυφοκοίταξες
την Ατλαντίδα, σε όραμα ποιητικό.
Ξάπλωσε ειρηνικά και πες ευχαριστώ,
έχοντας δει τον λυτρωμό σου.

Όλοι οι μικροί, οι σπιτικοί θεοί
αρχίσανε να κλαίνε∙ όμως πες τους εσύ:
Αμέτε στο καλό∙ και σάλπαρε.
Καλό ταξίδι φίλε αγαπητέ, καλό ταξίδι: Είθε
ο Ερμής, των δρόμων ο διαφεντευτής,
και οι τέσσερις νάνοι, οι Κάβειροι,
πάντα να σε βοηθούν και να σε προστατεύουν.
Και είθε ο Παλαιός των Ημερών
αθέατος να σου σταθεί οδηγός
σε ό,τι έχεις να κάνεις
και να εγείρει, φίλε, πάνω σου
της σκέπης Του το φως.

(Μετάφραση, Σπύρος Ηλιόπουλος)

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

στου κόσμου τη μεγάλη παραλία, σκέφτομαι μόνος...

όταν σε νύχτα αστερωμένη ατενίζω
πελώρια σύμβολα τα νέφη στον αιθέρα,
και συλλογίζομαι, ποτέ δεν θα ’ρθει μέρα
με μάγο χέρι τις σκιές τους να ιστορήσω...


http://yannistavrou.blogspot.com

Τζων Κητς
Ωδή σε μια Ελληνική Υδρία (1819)

Ανέγγιχτη εσύ ακόμα νύφη της σιωπής!
Παιδί της σιγαλιάς και του αργού χρόνου,
παραμυθά του δάσους, μια ιστορία θα πείς
γλυκύτερα απ’ το στίχο το δικό μου:
ποιος θρύλος ανθοστόλιστος έχει στοιχειώσει
τριγύρω σου, για αθάνατους ή για θνητούς μιλάει;
Είναι στα Τέμπη ή σε κοιλάδα αρκαδική;
Θεοί είναι ετούτοι ή άνθρωποι; Γιατί διστάζουν
οι κόρες; Ποιος ξεφεύγει; Ποιος παλεύει να γλυτώσει;
Τι ντέφια και φλογέρες; Τι μανία τρελή;

Γλυκές οι μελωδίες που ακούς, μα πιο γλυκές
οι ανάκουστες. Γι’ αυτό φλογέρες σιγανές, ηχήστε.
Όχι στ’ αυτιά μας, μα, πιο αισθαντικές,
άηχους σκοπούς στο πνεύμα τραγουδήστε.
Νιότη ωραία, κάτω απ’ τα δέντρα, δεν μπορείς
να πάψεις το τραγούδι, ούτε ποτέ θα γυμνωθούν τα κλώνια.
Γενναίε εραστή, δε θα φιλήσεις την καλή σου
κι ας είσαι πλάι της – μα μη λυπηθείς.
Δε θα σου φύγει, κι ας μη γίνεται δική σου.
Αιώνια θ’ αγαπάς, κι ωραία θα ’ναι εκείνη αιώνια.

Ευτυχισμένα δέντρα! Που δε ρίχνετε ποτέ
τα φύλλα σας, κι ούτε την άνοιξη αποχαιρετάτε.
Κι ευτυχισμένοι, ακούραστοι τραγουδιστές,
για πάντα νέους σκοπούς θα τραγουδάτε.
Και χαίρε εσύ, έρωτα! Χαίρε, χαίρε, έρωτα!
Πάντα θερμός, πάντα ευτυχία θα σε προσμένει,
πάντα θα νοιώθεις πόθο, νέος για πάντα!
Θα ζεις μακριά απ’ τα πάθη μας τ’ ανθρώπινα,
που αφήνουν την καρδιά χορτάτη και θλιμμένη,
το μέτωπο καυτό, στεγνή τη γλώσσα.

Ποιοι να ’ναι που ’χουν ξεκινήσει για θυσία;
Σε ποιο χλοερό βωμό, παράξενε ιερέα,
πας τη δαμάλα που φωνή σέρνει στα ουράνια
μ’ άνθη γύρω στα μεταξένια της πλευρά;
Ποια μικρή πόλη, σε ποτάμι ή ακρογιαλιά
ή σε βουνό, που ακρόπολη την κλείνει ειρηνική,
τούτο το άγιο πρωΐ την έχουν όλοι αφήσει;
Οι δρόμοι σου, πόλη μικρή, αιώνια πια
θα μείνουν σιωπηλοί. Κι ούτε ποτέ ψυχή
να πει το πώς ερήμωσες δε θα γυρίσει.

Σχήμα αττικό! Στάση ωραία! Ολόγυρά σου
μορφές μαρμάρινων αντρών και κοριτσιών,
χορτάρια πατημένα και κλαριά του δάσους.
Συ, σιωπηλή μορφή, ειδύλλιο παγερό,
παράλογα, σαν αιωνιότητα, μας τυραννάς.
Όταν ο χρόνος θ’ αφανίσει τούτη τη γενιά,
στη μέση νέων δεινών εσύ θα ζήσεις,
φίλη του ανθρώπου, για να του μηνάς:
‘‘Η ομορφιά είναι αλήθεια, η αλήθεια ομορφιά’’ –
να ποια είναι η γνώση κι ό,τι αξίζει να γνωρίσεις.

Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου

Όταν φοβάμαι (1818)

Όταν φοβάμαι πιο πολύ πως θα πεθάνω,
και θα ’ναι ασύναχτο στο νου το γέννημά μου,
τόμους δεν θα ’χω στοιβαγμένους ως επάνω,
σιταποθήκες με την ώριμη σοδειά μου·

όταν σε νύχτα αστερωμένη ατενίζω
πελώρια σύμβολα τα νέφη στον αιθέρα,
και συλλογίζομαι, ποτέ δεν θα ’ρθει μέρα
με μάγο χέρι τις σκιές τους να ιστορήσω·

κι όταν αισθάνομαι πως πια δεν θα σε βλέπω,
ωραίο πλάσμα της στιγμής, σαν παραμύθι
τον έρωτά σου απερίσκεπτα να δρέπω·

τότε, στου κόσμου τη μεγάλη παραλία,
σκέφτομαι μόνος, ώσπου χάνονται στα βύθη
και της αγάπης και της δόξας τα πρωτεία.

Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης

John Keats
Ode On A Grecian Urn

Thou still unravish'd bride of quietness,
Thou foster-child of silence and slow time,
Sylvan historian, who canst thus express
A flowery tale more sweetly than our rhyme:
What leaf-fring'd legend haunts about thy shape
Of deities or mortals, or of both,
In Tempe or the dales of Arcady?
What men or gods are these? What maidens loth?
What mad pursuit? What struggle to escape?
What pipes and timbrels? What wild ecstasy?

Heard melodies are sweet, but those unheard
Are sweeter; therefore, ye soft pipes, play on;
Not to the sensual ear, but, more endear'd,
Pipe to the spirit ditties of no tone:
Fair youth, beneath the trees, thou canst not leave
Thy song, nor ever can those trees be bare;
Bold Lover, never, never canst thou kiss,
Though winning near the goal yet, do not grieve;
She cannot fade, though thou hast not thy bliss,
For ever wilt thou love, and she be fair!

Ah, happy, happy boughs! that cannot shed
Your leaves, nor ever bid the Spring adieu;
And, happy melodist, unwearied,
For ever piping songs for ever new;
More happy love! more happy, happy love!
For ever warm and still to be enjoy'd,
For ever panting, and for ever young;
All breathing human passion far above,
That leaves a heart high-sorrowful and cloy'd,
A burning forehead, and a parching tongue.

Who are these coming to the sacrifice?
To what green altar, O mysterious priest,
Lead'st thou that heifer lowing at the skies,
And all her silken flanks with garlands drest?
What little town by river or sea shore,
Or mountain-built with peaceful citadel,
Is emptied of this folk, this pious morn?
And, little town, thy streets for evermore
Will silent be; and not a soul to tell
Why thou art desolate, can e'er return.

O Attic shape! Fair attitude! with brede
Of marble men and maidens overwrought,
With forest branches and the trodden weed;
Thou, silent form, dost tease us out of thought
As doth eternity: Cold Pastoral!
When old age shall this generation waste,
Thou shalt remain, in midst of other woe
Than ours, a friend to man, to whom thou say'st,
"Beauty is truth, truth beauty,--that is all
Ye know on earth, and all ye need to know."

Sonnet: When I Have Fears That I May Cease To Be


When I have fears that I may cease to be
Before my pen has glean'd my teeming brain,
Before high piled books, in charactry,
Hold like rich garners the full-ripen'd grain;
When I behold, upon the night's starr'd face,
Huge cloudy symbols of a high romance,
And think that I may never live to trace
Their shadows, with the magic hand of chance;
And when I feel, fair creature of an hour,
That I shall never look upon thee more,
Never have relish in the faery power
Of unreflecting love; -- then on the shore
Of the wide world I stand alone, and think
Till Love and Fame to nothingness do sink.

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Εἶναι ἀξημέρωτη νύχτα ἡ ζωή...

Στὶς στέγες ἐκρεμάστη τὸ φεγγάρι
σκυμμένο πρὸς τὰ δάκρυά του
κι ἡ μυρωμένη λύπη τῶν τριαντάφυλλων
τὸ δρόμο της θὰ πάρει...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Εργοστάσιο ΦΙΞ, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά

Κώστας Καρυωτάκης
Νύχτα 

Εἶναι ἀξημέρωτη νύχτα ἡ ζωή.

Στὶς μεσονύχτιες στράτες περπατᾶνε
ἀποσταμένοι οἱ ἔρωτες
κι οἱ γρίλιες τῶν παράθυρων ἐστάξανε
τὸν πόνο ποὺ κρατᾶνε

Στὶς στέγες ἐκρεμάστη τὸ φεγγάρι
σκυμμένο πρὸς τὰ δάκρυά του
κι ἡ μυρωμένη λύπη τῶν τριαντάφυλλων
τὸ δρόμο της θὰ πάρει

Ὁλόρθο τὸ φανάρι μας σωπαίνει
χλωμὸ καὶ μυστηριώδικο
κι ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου εἶναι σὰ ν᾿ ἄνοιξε
καὶ λείψανο νὰ βγαίνει.

Σαρκάζει τὸ κρεβάτι τὴ χαρά τους
κι αὐτοὶ λὲν πὼς ἔτριξε·
δὲ λὲν πὼς τὸ κρεβάτι ὁραματίζεται
μελλοντικοὺς θανάτους.

Καὶ κλαῖνε οἱ ἀμανέδες στὶς ταβέρνες
τὴ νύχτα τὴν ἀστρόφεγγη
ποὺ θά ῾πρεπε ἡ ἀγάπη νὰν τὴν ἔπινε
καὶ παίζουν οἱ λατέρνες.

Χυμένες στὰ ποτήρια καρτεροῦνε
οἱ λησμονιὲς γλυκύτατες·
οἱ χίμαιρες τώρα θὰ εἰποῦν τὸ λόγο τους
καὶ οἱ ἄνθρωποι θ᾿ ἀκοῦνε

Καθημερνῶν χαμῶνε κοιμητήρι
τὸ πάρκον ἀνατρίχιασε
τὴν ὥρα ποὺ νεκρὸς κάποιος ἐκίνησε
νὰ πάει στὴ χλόη νὰ γείρει.

Συλλογή: Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Θα συμμαχήσω με τη μαύρη απόγνωση...

Θα συμμαχήσω με τη μαύρη απόγνωση ενάντια 
στη ψυχή μου, κι εχθρός θα γίνω του εαυτού μου
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ριχάρδος ο Τρίτος

http://yannisstavrou,blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Καφές και βιβλία, λάδι σε καμβά

Πωλ Βαλερύ
Αφορισμοί

Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι σκλάβος της εξέλιξης. Δεν υπάρχει πρόοδος που δεν καταλήγει να τον υποδουλώσει εντελώς.

Εάν κάποιος γλείφει τα πόδια σου, πάτα τον με το πόδι σου προτού σε δαγκώσει.

Ο αριθμός των εχθρών μας αυξάνεται σε ευθεία αναλογία με τη σπουδαιότητά μας. Το ίδιο συμβαίνει και με τον αριθμό των φίλων μας.

Αρχηγός είναι κάποιος που χρειάζεται άλλους ανθρώπους.

Αν κάποια μεγάλη καταστροφή δεν αναγγέλλεται κάθε πρωί, αισθανόμαστε ένα κενό.
Τίποτε στην εφημερίδα σήμερα. Αναστεναγμός.

Ένα ποίημα δεν τελειώνει ποτέ, μόνο εγκαταλείπεται.

Τίποτε δεν γερνάει πιο γρήγορα απ’ όσο ένας νεωτερισμός.

Η ιδέα των περισσότερων ανθρώπων για την ποίηση είναι τόσο ασαφής, ώστε αυτή η ασάφεια αποτελεί γι’ αυτούς τον προσδιορισμό της ποίησης.

Ο καλύτερος τρόπος για να κάνεις τα όνειρά σου να βγουν αληθινά, είναι να ξυπνήσεις.

Ο φασισμός αρχίζει με τη σκέψη ότι όλοι οι άλλοι είναι ανόητοι.

Οι μεγάλοι άντρες εμπιστεύονται μόνο την κρίση τους, το ίδιο όμως κάνουν και οι ηλίθιοι.

Πάντα να ξαναρχίζεις.

Έξυπνη γυναίκα είναι εκείνη που μαζί της μπορείς να συμπεριφέρεσαι σαν βλάκας.

Πόλεμος είναι όταν αλληλοσκοτώνονται άνθρωποι που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, επειδή κάποιοι άλλοι, που γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν.

Η ευγένεια είναι οργανωμένη αδιαφορία.

Οι σοβαροί άνθρωποι δεν έχουν ιδέες. Οι άνθρωποι με ιδέες δεν είναι ποτέ σοβαροί.

Το πρόβλημα με την εποχή μας είναι ότι το μέλλον δεν είναι πια αυτό που ήταν.

Οι αισιόδοξοι γράφουν άσχημα.

Ο άνθρωπος είναι παράλογος γι’ αυτό που ψάχνει και σπουδαίος γι’ αυτό που βρίσκει.

Ένα πραγματικό έργο τέχνης δεν τελειώνει ποτέ.

Τα βιβλία έχουν τους ίδιους εχθρούς με τον άνθρωπο: τη φωτιά, την υγρασία, την ανοησία, το χρόνο και το ίδιο τους το περιεχόμενο.

Το «εγώ» είναι μισητό. Αλλά, εννοείται, το «εγώ» των άλλων.

Η πολιτική είναι η τέχνη να εμποδίζεις τους ανθρώπους να ανακατεύονται σε όσα τους αφορούν.

Ευρωπαίος είναι αυτός που έχει υποστεί φιλοσοφικά την επίδραση της αρχαιοελληνικής ορθολογιστικής σκέψης, που έχει ζήσει με την ιουδαιοχριστιανική θρησκευτικότητα και έχει υποστεί την επίδραση της ρωμαϊκής διοίκησης και των ρωμαϊκών θεσμών.

Ποίηση είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος.

Αγάπη είναι να είστε ανόητοι μαζί.

Ένας σίφουνας μπορεί να ισοπεδώσει μια πόλη, αλλά δεν μπορεί να ανοίξει ένα γράμμα, να λύσει έναν κόμπο σε μια κλωστή.

Ο ποιητής είναι είτε μεγάλος αγωνιστής της σκέψης και ιππότης του πνεύματος είτε τιποτένιο παράσιτο, που διασκεδάζει τους άλλους τιποτένιους με μικρά τρυκ της στείρας εξυπνακίστικης βλακείας του.

Η διαφήμιση έχει εκμηδενίσει τη δύναμη ακόμα και των πιο ισχυρών επιθέτων.

Ο πολιτικός σήμερα πρέπει να είναι ένα υβρίδιο χορευτή και λογιστή.

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Λιμάνι, Θεσσαλονίκη

Γιώργος Σεφέρης
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός

«Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα. Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγὲς μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι᾿ αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε. Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας. Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας. Κι᾿ οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴ ψυχή μας. Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν».