Δεν άκουσες ποτέ σου; Πονάει κάθε χάραμα η αυγή
στα αίματα και στη σιωπή ανεβαίνοντας ανατέλλει.
στα αίματα και στη σιωπή ανεβαίνοντας ανατέλλει.
Μάρκος Μέσκος, Ψιλόβροχο Ι
Μάρκος Μέσκος
Ψιλόβροχο XVII
Στοχάσου. Πόσον κράτησε η κακιά Στιγμή, πόσον το Θαύμα;
Από τη συλλογή Ψιλόβροχο (2000)
Νεκροί
Άδεια κουφάρια καρφωμένο το στόμα η γυαλάδα ακίνητη σαν
αλλήθωρη της ζωής κυνηγώντας τη λάμψη την σκότωσε.
Και η πνοή; Ασύλληπτο αεράκι δεν θα ξανάρθει ποτέ; Ποτέ.
Μάταια τ' αναφιλητά όσα μοιρολόγια γέρνουν στη γωνία και κλαίνε
αρχαία τα νομίσματα για ποιο ταξίδι η φρίκη της ερημιάς;
Αν ζω αν βρίσκομαι ακόμα στη γη δεν θα σ' αφήσω να πεθάνεις
ήλιε ξενιτεμένε ψέμα γοερό χαιρετισμούς στη Βεατρίκη
(στα κόκκινα της δύσης φανατική νοικοκυρά η αλήθεια)
πόσα σκοτάδια πέρασαν κατόπι από τα μάτια σου τα λυπημένα
σκιές της εποχής συνθήματα λησμονημένα (το τίποτε).
Σαν χάροντας αμίλητος τα μισά σου χρόνια μετρημένα κι όμως
την οριζόντια πτήση της στάχτης φοβάσαι. Νεκρός λοιπόν; Νεκρός.
Βόμβος φθινοπωρινός της μέλισσας στο λουλούδι (που δεν ακούει πια).
Άλλη μια στάση ποιο τ' όφελος; Άλλους έφαγεν η φλυαρία άλλους η σιωπή.
Κι άλλους άσπρο κοπάδι γκρεμισμένο στις χαράδρες με το ζόρι.
Από τη συλλογή Χαιρετισμοί (1995)
Χώματα (XIII)
Κρεμασμένη η σκιά του πανύψηλου δέντρου στο δειλινό χωράφι
κοντά στην κατάξερη αφάνα σπουργίτια μαζί της πετούν
στο πέρα βλέμμα και στη θάλασσα των οριζόντων γλάροι
του μαύρου κόντρα
γλώσσα που τραυλίζει παίρνοντας τα βουνά
κι ο γέροντας πικροδαφνίζοντας
να θυμάσαι θα κρυώνω εκεί κάτω είπε κι έσβησε στο σκοτάδι
σκοτάδι όπου και φως
φωνή παράπονου της κούνιας ασχημάτιστα λόγια
(κατοπινή ζωή στρίγκλα ζωή ποια να 'σαι)
από το χόρτο της αλήθειας έφαγε και τρελάθηκε
σαν έρημη εκκλησιά που ακόμα ψαλμουδίζει
τάχα μακριά από το καλό και το κακό του κόσμου
ω τέλος αφάνταστο
στα πετεινά τ' ουρανού ανήκει τώρα
χωρίς κλαρί χωρίς φωλιά χωρίς αέρα
μαύρος ήλιος και χαμένος από παντού.
Από τη συλλογή Στον ίσκιο της γης (1986)
Φωνές
Φωνές της θάλασσας και των κυμάτων μύριες απειλές
άγρια μπόρα τετρασκότεινη καταιγίδα τις φωνές σας ακούω
πρωί στο μετανιωμένο ακρογιάλι που φλοίσβο τον φλοίσβο
σπρώχνει το νερό και παίζει∙ άνεμος κι αέρας κυνηγημένος
γιατί για ποιόν για πού το μήνυμα ψηλά μακριά τ' αστέρια τί
θα 'ρθει τι θα φύγει τι θα χαθεί για πάντα μια βελανιδιά
συλλογισμένη στην άκρη του δάσους οξιές από τις δυο πλευρές
κλεισμένη παλάμη και πλατάνια όρκοι στις ρεματιές σαν
ψεύδος και σαν αλήθεια ανάμεσα τις φωνές σας ακούω∙ σαν
λύκος σαν τσακάλι σαν τελευταία αρκούδα το σφύριγμα το φως
το κύμα το θλιμμένο πουλί κι ο βόμβος γύρω από τους στήμονες∙
ήταν θηλυκό το στέρνο ήταν κραυγές αγώνων (μάταιων) ήτανε τί;
Πώς έμειναν στο στήθος μου γιατί ανατριχιάζει η σκόνη;
Από τη συλλογή Ελεγείες (2004)
Το κατοπινό μου όπλο
Στα μάτια των πνιγμένων τα καράβια
είναι μια νοσταλγία ατέλειωτη - θάλασσα η φωνή σου
δεν μου κάνει
Αηδόνια δεν ακούω. Για σε μικρέ βοριά
θα το σκεφτώ πολύ άλλη φορά
αν ξενυχτήσω κάτω από τα δέντρα σου.
Στέκομαι απέναντι σου (ονειρεύομαι, ξυπνώ, συναλλάσσομαι
για το καλό, πονώ και θλίβομαι μαζί σου) να βρω λοιπόν
δεν είναι δύσκολο
ποια ώρα της φωνής σου μου ταιριάζει.
(Προς το παρόν η ποίηση είναι ψυχή)
Από τη συλλογή Μαυροβούνι (1963)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου