ίσως είναι το παν που φεύγει,
όλα που φεύγουν — Όλα.
Αλέξανδρος Μπάρας
Τα εσπέρια
Βράδυ.
Ελαιώδη τα νερά του προλιμένος,
βαριά, σαν υδραργυρικά, με κάτι
κυανά σαξωνικά, με κάτι ιώδεις
αποχρώσεις, κάτι θαμπούς
μεταλλισμούς κι αποχαυνώσεις ρόδινες…
Ναι, κάτι τέτοιες
ευδαιμονικές βραδιές,
ανώδυνες,
περιπλανώμενες βραδιές
μέσα στα θέρη,
διστακτικές να σβήσουν,
διστακτικές να καταλύσουν
την ονειροκρατία προς δυσμάς
μετά το πέσιμο του ήλιου,
— ενώ μια θεία μεσοβασιλεία
χωρίζει πια το φως που μας δυνάστευε
απ’ την ερχόμενη του σκότους μοναρχία
ναι, κάτι τέτοιες βραδιές,
στα ελαιώδη νερά του προλιμένος,
μετακινείται κύκνεια
ένα μεγάλο πλοίο,
μετακινείται παίρνοντας
κατεύθυνση προς τ’ ανοιχτά,
μ’ εκείνο το περιφρονητικό του μεγαλείο
των μακρινών αναχωρήσεων…
— Κι ίσως δεν είναι πλοίο,
ίσως είναι το παν που φεύγει,
όλα που φεύγουν — Όλα.
Μοναξιά
Είναι το πυκνό συλλαλητήριο
που οργανώνει μόνος ένας, μόνος,
κάπου ένα μαχαίρι είναι που βρέθηκε
δίχως ν’ ακουστεί κανένας φόνος.
Όπλου είναι βολή χωρίς αντήχηση
στη μεγάλην άμμο μιας Σαχάρας,
πάνω μια χλωμή λειψή πανσέληνος
λιώνει σαν κεράκι της δεκάρας…
Είναι μια σημαία που ξεχάστηκε
στον ιστό μετά τη δύση του ηλίου,
ξέθωρο ένα ράκος που φυλάχτηκε
από εσθήτα περασμένου μεγαλείου.
Έρημος σταθμός το μεσονύχτιο
υπογείων αστικών σιδηροδρόμων,
πέτρες φορτωμένον είναι φέρετρο
που το πάνε τέσσερις στον ώμον.
Βάρκα είναι στο πέλαγο τ’ απέραντο
μ’ ένα σκελετό για κωπηλάτη
που ήλιος κατακόρυφος τον στέγνωσε
και τον λεύκανε της θάλασσας τ’ αλάτι.
Είναι το πουλί που μόνο ξώμεινε
μίλια απ’ το κυρίαρχο κοπάδι,
πίσω του το φως της μέρας σβήνεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου