Έπειτα κάτι που θύμιζε χαμόγελο γλίστρησε πάνω σε αυτό που κάποτε ήταν το πρόσωπό της.
Άννα Αχμάτοβα
(από το ποίημα Ρέκβιεμ)
Άννα Αχμάτοβα
Η μούσα
Θα με ξεχάσουν; Καθόλου δεν εκπλήσσομαι γι’ αυτό!
Τόσες φορές με ξέχασαν, πληθώρα…
Χίλιες φορές βρισκόμουνα σε τάφο ανοιχτό
Που ίσως βρίσκομαι και τώρα.
Η μούσα έχει κουφαθεί και τυφλωθεί,
Σα σπόρος έλιωσε μέσα στη γη
Να ξαναζωντανέψει στον αιθέρα το γαλάζιο
Σαν Φοίνιξ, απ’ την τέφρα, να υψωθεί.
Άννα Αχμάτοβα (1889-1966)
Η καταδίκη σε θάνατο
Και έπεσε ο πέτρινος ο λόγος
Στο στήθος μου ακόμα ζωντανό,
Είναι αβάσταχτος ο πόνος,
Και βλέπω νά ‘ρχεται το μέλλον ορφανό.
Σήμερα έχω διάφορα να κάνω:
Να θανατώσω πρέπει το θυμητικό,
Και την ψυχή μου πρέπει να μη χάσω
Πρέπει ξανά να μάθω, πώς να ζω.
Αλλιώς... Το θρόισμα του θέρους το ζεστό,
Σαν να ‘χουμε γιορτή αυτήν την Τρίτη.
Από καιρό προαισθανόμουν όλ’ αυτά,
Την φωτεινή ημέρα και το έρημο το σπίτι.
Επίλογος
(από Ρέκβιεμ)
Ι
Κι έμαθα πώς συρρικνώνονται τα πρόσωπα
Πώς ο τρόμος ελλοχεύει κάτω από τις βλεφαρίδες
Και πώς η οδύνη γράφει με σφηνοειδείς χαρακτήρες
Τραχιές γραμμές τα μάγουλα,
Πώς κατάμαυρα ή ξανθά δαχτυλίδια τα μαλλιά
Μονομιάς καλύπτονται απ' ασημένια σκόνη,
Και σβήνει το χαμόγελό μου στα πειθήνιά μου χείλη
Κι ο φόβος, είναι νεκρικός, θροΐζει στο σβησμένο μου γελάκι.
Και για μένα δεν προσεύχομαι μοναχά,
Αλλά για όλους, αυτούς που στάθηκαν μαζί μου στη σειρά
Στη ζέστα του Ιούλη, στο ψύχος του χειμώνα
Κάτω από τον τόσο κόκκινο, τον τοίχο, κι αθώρητο ακόμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου