Βράδυ του Φλέβάρη
Βγαίνει το φεγγάρι.
Στη λεωφόρο είναι ακόμα
μέρα, ένα βράδυ που πέφτει γοργά.
Αδιάφορη νεολαία αγκαλιάζεται σφιχτά·
εκτρέπεται σε ευτελείς στόχους.
Κι είναι η σκέψη
του θανάτου που, στο τέλος, σε βοηθάει να ζήσεις.
Umberto Saba (1883-1957)
Παλιά πόλη
Συχνά, για να γυρίσω σπίτι μου
παίρνω ένα σκοτεινό δρόμο της παλιάς πόλης.
Κίτρινο, σε κάποια λακκούβα με νερό, καθρεφτίζεται
ένα φανάρι και ο δρόμος είναι κατάμεστος.
Εδώ, ανάμεσα στον κόσμο που πάει κι έρχεται
απ’ την ταβέρνα στο σπίτι ή στο μπουρδέλο,
όπου εμπορεύματα κι άνθρωποι είναι τα υπολείμματα
ενός μεγάλου θαλασσινού λιμανιού,
ξαναβρίσκω διαβαίνοντας, το άπειρο
στην ταπεινότητα μέσα.
Εδώ πόρνη και ναύτης, ο γέρος
που βλαστημάει, η γυναίκα που τσακώνεται,
ο δραγόνος που κάθεται στην πιτσερία,
η αναστατωμένη κοπέλα ξετρελαμένη
απ’ τον έρωτα,
είναι όλοι τους πλάσματα της ζωής
και του πόνου –
σαλεύει μέσα τους, όπως σε μένα, ο Κύριος.
Εδώ, με συντροφιά τους ταπεινούς, νιώθω
να γίνεται η σκέψη μου
τόσο αγνότερη, όσο πιο άθλιος είναι ο δρόμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου