σα μεθυσμένος άγγελος από λαμπρότατο ήλιο...
Σαρλ Μπωντλαίρ
Ένα ταξίδι στα Κύθηρα
Σαν το πουλί περίχαρη πετούσε και η καρδιά μου
κι ελεύτερη τριγύριζεν ανάμεσα απ' τα ξάρτια.
Κάτου απ' τον ξάστερο ουρανό κυλούσε το καράβι
σα μεθυσμένος άγγελος από λαμπρότατο ήλιο.
Το μαυρονήσι ποιο είν' αυτό το θλιβερό; Μας είπαν:
- Τα Κύθηρα' των τραγουδιών η φημισμένη χώρα,
των γεροντοπαλίκαρων η χιλιοπατημένη
παράδεισο' και μ' όλα αυτά φτωχή του η γη, για κοίτα!
Για τα γλυκά τα μυστικά, για όσες γιορτές γιορτάζει,
νησί, η καρδιά, να! της αρχαίας το φάντασμα Αφροδίτης
απάνου από τα κύματά σου υπέρκαλο αρμενίζει,
γιομίζοντας τους λογισμούς λαγγέματα και αγάπες.
Ωραίο νησί με τις χλωμές μυρτιές, μυριανθισμένο,
κι απ' όλα τα έθνη δοξαστό στων αιώνων τους αιώνες,
που σ' εσέ φέρνουν οι καρδιές τ' αναστενάσματά τους,
σαν της λατρείας το λιβάνι απάνου από 'να κήπο
ρόδων ή σαν περιστεριού παντοτινό το βόγγο!
Τα Κύθηρα δεν ήταν πια παρά χωράφι χέρσο
και μια ερημιά κακοτοπιά που την αναταράζαν
στριγγιές φωνές. Μα ξάνοιγα παράξενο εκεί κάτι.
Ναοί δεν ήταν που ίσκιωνα τα δεντρολίβανα, όπου
η νέα ιέρεια των ανθών η ερωτεμένη ερχόταν
με το κορμάκι από κρυφές φωτοκαμένο φλόγες,
σε φόρεμα μισανοιγμένο από διαβάτρες αύρες.
Μα να! Καθώς πλευρώνοντας άκρη - άκρη το ερμονήσι,
ξαφνίζαμε και τα πουλιά με τ' άσπρα τα πανιά μας,
που ήταν είδαμε στητή κρεμάλα από τρεις κλάδους'
ξεχώριζε μαυριδερή σα να ήταν κυπαρίσσι.
'Ορνια άγρια στο ταϊνι τους σκαρφαλωμένα απάνου
με λύσσα τρώγανε ώριμο πια κάποιον κρεμασμένο'
και το καθένα φύτευε τη βρωμερή του μύτη,
χώνοντάς τη, σα σύνεργο, παντού μέσ' στη σαπίλα.
Τρύπες τα μάτια του, κι απ' την αδιάντροπη κοιλιά του
βαριά τ' άντερα χύνονταν απάνου στα μηριά του,
κι από γλυκάδες βδελυρές χορτάτοι οι δήμιοί του,
δέρνοντάς τον, ολότελα τον είχαν ευνουχίσει.
Κάτου στα πόδια του αγριμιών ζηλιάρικα κοπάδια,
με μούρες ανασηκωτές, γυρίζαν τριγυρίζαν,
και ζώο πιο μεγαλόκορμο στη μέση τους κουνιούνταν
από τους παραστάτες του τριγυριστός, ο μπόγιας.
Στα Κύθηρα που κάθισες, παιδί ουρανού πανώριου,
αμίλητος υπόμενες βρισιές, χτυπιές, ω φρίκη!
για να πλερώσεις άτιμες λατρείες σου κι αμαρτίες
που σου το απαγορέψανε το μνήμα.
Ω κρεμασμένε
ρεζιλεμένε, οι συφορές σου, οι συφορές σου, και όταν
είδα να ρεύει το κορμί σου, αιστάνθηκα ως απάνου
στα δόντια μου, σαν εμετός, να μου ξανανεβαίνει
των πόνων του παλιού καιρού το φαρμάκι, ποτάμι.
Μπροστά σ' εσέ, φτωχέ άμοιρε και πόσο αγαπημένε!
όλα τα ράμφη αιστάνθηκα των που τρυπούν κοράκων
και που πονούν, και τα σαγόνια των παρδάλεων όλα
που άλλοτε τόσο ορέγονταν τη σάρκα μου να τρίβουν.
-Ωραίος ήταν ο ουρανός και η θάλασσα καθρέφτης,
για μένα αιματοσπάραχτα μαύρα στο εξής τα πάντα,
και να! την είχα, αλίμονο! σα σε χοντρό σουδάρι
σ' αυτό το παραμάντεμα θαμμένη την καρδιά μου.
Δεν ηύρα στο νησί σου ορθό, Αφροδίτη, ή μια κρεμάλα,
ένα σημείο, και κρέμοταν η εικόνα μου από κείνη.
Το θάρρος και τη δύναμη, Θεέ μου, ν' αντικρύσω
το σώμα μου και την καρδιά μου δίχως ν' αηδιάσω.
(μτφ Μαρία Ρέγκου)
Un Voyage à Cythère
Mon coeur, comme un oiseau, voltigeait tout joyeux
Et planait librement à l'entour des cordages;
Le navire roulait sous un ciel sans nuages;
Comme un ange enivré d'un soleil radieux.
Quelle est cette île triste et noire? — C'est Cythère,
Nous dit-on, un pays fameux dans les chansons
Eldorado banal de tous les vieux garçons.
Regardez, après tout, c'est une pauvre terre.
— Île des doux secrets et des fêtes du coeur!
De l'antique Vénus le superbe fantôme
Au-dessus de tes mers plane comme un arôme
Et charge les esprits d'amour et de langueur.
Belle île aux myrtes verts, pleine de fleurs écloses,
Vénérée à jamais par toute nation,
Où les soupirs des coeurs en adoration
Roulent comme l'encens sur un jardin de roses
Ou le roucoulement éternel d'un ramier!
— Cythère n'était plus qu'un terrain des plus maigres,
Un désert rocailleux troublé par des cris aigres.
J'entrevoyais pourtant un objet singulier!
Ce n'était pas un temple aux ombres bocagères,
Où la jeune prêtresse, amoureuse des fleurs,
Allait, le corps brûlé de secrètes chaleurs,
Entrebâillant sa robe aux brises passagères;
Mais voilà qu'en rasant la côte d'assez près
Pour troubler les oiseaux avec nos voiles blanches,
Nous vîmes que c'était un gibet à trois branches,
Du ciel se détachant en noir, comme un cyprès.
De féroces oiseaux perchés sur leur pâture
Détruisaient avec rage un pendu déjà mûr,
Chacun plantant, comme un outil, son bec impur
Dans tous les coins saignants de cette pourriture;
Les yeux étaient deux trous, et du ventre effondré
Les intestins pesants lui coulaient sur les cuisses,
Et ses bourreaux, gorgés de hideuses délices,
L'avaient à coups de bec absolument châtré.
Sous les pieds, un troupeau de jaloux quadrupèdes,
Le museau relevé, tournoyait et rôdait;
Une plus grande bête au milieu s'agitait
Comme un exécuteur entouré de ses aides.
Habitant de Cythère, enfant d'un ciel si beau,
Silencieusement tu souffrais ces insultes
En expiation de tes infâmes cultes
Et des péchés qui t'ont interdit le tombeau.
Ridicule pendu, tes douleurs sont les miennes!
Je sentis, à l'aspect de tes membres flottants,
Comme un vomissement, remonter vers mes dents
Le long fleuve de fiel des douleurs anciennes;
Devant toi, pauvre diable au souvenir si cher,
J'ai senti tous les becs et toutes les mâchoires
Des corbeaux lancinants et des panthères noires
Qui jadis aimaient tant à triturer ma chair.
— Le ciel était charmant, la mer était unie;
Pour moi tout était noir et sanglant désormais,
Hélas! et j'avais, comme en un suaire épais,
Le coeur enseveli dans cette allégorie.
Qu'un gibet symbolique où pendait mon image...
— Ah! Seigneur! donnez-moi la force et le courage
De contempler mon coeur et mon corps sans dégoût!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου