ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: ένα καράβι ρωτάει ακόμα που θα βρει στεριά...
και πέρα απ' το βοριά
ένα καράβι ρωτάει ακόμα
που θα βρει στεριά...
Νίκος Γκάτσος
Πάει καιρός
Πάει ο καιρός,
πάει ο καιρός
που ήταν ο κόσμος δροσερός
και κάθ' αυγή
ξεκινούσε μια πηγή
για να ποτίσει όλη τη γη
Ήρθανε νύχτες και βροχές
και χειμωνιάσαν οι ψυχές
και στο βαθύ το σκοτάδι έχει σταθεί
ένα παιδί να ζεσταθεί
Τώρα το δάκρυ κυλάει στο χώμα,
και πέρα απ' το βοριά
ένα καράβι ρωτάει ακόμα
που θα βρει στεριά
Το πρακτορείο
Το πρακτορείο
θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες βροχές
και το ταξίδι
σαν άγριο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές
Απόψε μοιάζουμε κι οι δύο
πιο πίσω 'γω κι εσύ μπροστά
σα βραδινό λεωφορείο
που 'χει τα φώτα του σβηστά
για μας ο κόσμος δε τελειώνει
για μας ο κόσμος αρχινά
μα της καρδιάς το μαύρο χιόνι
δε θα μας βγάλει πουθενά
'Αντρα και γείτονα και φίλε
στη φτώχεια και στη προσφυγιά
μια παγωμένη σπίθα στείλε
να σου τη κάνω πυρκαγιά
Κι αν δεν καείς έλα κατόπι
που δε θα μείνει πια κανείς
για να γενούμε πάλι ανθρώποι
στο κήπο της Γεθσημανής
Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι: Βγαίνει το φεγγάρι...
Βράδυ του Φλέβάρη
Βγαίνει το φεγγάρι.
Στη λεωφόρο είναι ακόμα
μέρα, ένα βράδυ που πέφτει γοργά.
Αδιάφορη νεολαία αγκαλιάζεται σφιχτά·
εκτρέπεται σε ευτελείς στόχους.
Κι είναι η σκέψη
του θανάτου που, στο τέλος, σε βοηθάει να ζήσεις.
Umberto Saba (1883-1957)
Παλιά πόλη
Συχνά, για να γυρίσω σπίτι μου
παίρνω ένα σκοτεινό δρόμο της παλιάς πόλης.
Κίτρινο, σε κάποια λακκούβα με νερό, καθρεφτίζεται
ένα φανάρι και ο δρόμος είναι κατάμεστος.
Εδώ, ανάμεσα στον κόσμο που πάει κι έρχεται
απ’ την ταβέρνα στο σπίτι ή στο μπουρδέλο,
όπου εμπορεύματα κι άνθρωποι είναι τα υπολείμματα
ενός μεγάλου θαλασσινού λιμανιού,
ξαναβρίσκω διαβαίνοντας, το άπειρο
στην ταπεινότητα μέσα.
Εδώ πόρνη και ναύτης, ο γέρος
που βλαστημάει, η γυναίκα που τσακώνεται,
ο δραγόνος που κάθεται στην πιτσερία,
η αναστατωμένη κοπέλα ξετρελαμένη
απ’ τον έρωτα,
είναι όλοι τους πλάσματα της ζωής
και του πόνου –
σαλεύει μέσα τους, όπως σε μένα, ο Κύριος.
Εδώ, με συντροφιά τους ταπεινούς, νιώθω
να γίνεται η σκέψη μου
τόσο αγνότερη, όσο πιο άθλιος είναι ο δρόμος.
Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010
Εκδήλωση για τη Θράκη
Κώστας Καραϊσκος, εκδότης Αντιφωνητή
Γιώργος Καραμπελιάς, συγγραφέας - εκδότης
Χαρά Νικοπούλου, δασκάλα
και Παναγιώτης Σγουρίδης, πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής
Συντονιστής:
Σχόλια & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι: Σαν τον ναύτη που ανυψώνει το σινιάλο στο κατάρτι...
Μόνος
Σαν μια σημαδούρα στο πέλαγος
Μόνος
Σαν ένα κουρέλι μέσα στη θύελλα
Μόνος...
Τάκης Βαρβιτσιώτης
Μυστική γραφή
Μόνος
Ανακάλυψα μια νέα
Μυστική γραφή
Iδια σκιά που ξετυλίγεται
Δαντελλωτή
Μες στη ραγισματιά της μέρας
Ιδεόγραμμα χαραγμένο
Με το δάχτυλο της Περσεφόνης
Υπόγεια φλέβα
Που όμως αχτινοβολεί
Σκιά πλατύφυλλη
Σωρευτική
Θεσκότεινο άνθος
Σφραγισμένο
Με τη σιωπή Μόνος
Σαν τον ναύτη που ανυψώνει το σινιάλο στο κατάρτι
Μόνος
Σαν μια σημαδούρα στο πέλαγος
Μόνος
Σαν ένα κουρέλι μέσα στη θύελλα
Μόνος
Σαν τον ανεμοδείχτη πάνω στο λόφο
Μόνος
Σαν ένα μάτι ανοιγμένο μέσα στα σύννεφα
Μόνος
Σαν ένα πουλί στην ερειπωμένη στέγη
Μόνος
Σαν τη βροχή στους έρημους δρόμους το φθινόπωρο
Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι: Ταξίδι στην Πάτρα...
Πολυχώρος ΠΟΛΥΕΔΡΟ, Πάτρα
γράμματα-τέχνες
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Όψεις της ελληνικής πεζογραφίας τον 19ο αιώνα
Ο κύκλος εκδηλώσεων : Όψεις της ελληνικής πεζογραφίας τον 19ο αιώνα
συνεχίζεται με αφιέρωμα στο μεταφρασμένο μυθιστόρημα τον 19ο αιώνα.
το Σάββατο 27.11.2010 , ώρα 1μ.μ. στο χώρο του Πολύεδρου.
Μιλάει: η Στέση Αθήνη, λέκτωρ στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών
Τα τελευταία χρόνια η εικόνα που είχαμε για την πεζογραφία των πρώτων πενήντα χρόνων (1830-1880 ρομαντική περίοδος) του ελληνικού κράτους έχει αλλάξει.
Η ανακάλυψη λησμονημένων ή άγνωστων έργων και η προσεκτικότερη μελέτη τών γνωστών πεζογραφημάτων έδειξαν ότι η περιγραφή και ο χαρακτηρισμός της πεζογραφικής παραγωγής της περιόδου, λίγο ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Ο αριθμός των έργων δεν ήταν ισχνός, όπως πιστευόταν, αλλά πολύ μεγαλύτερος.
Και σε αυτό το μεγαλύτερο σύνολο έργων περιλαμβάνονται και έργα αξιόλογα, τα οποία, προφανώς επειδή ήταν γραμμένα στην καθαρεύουσα, περιέπεσαν κατά τη διάρκεια του δημοτικιστικού αγώνα σε λήθη και παρέμειναν ξεχασμένα.
Αλλά και ορισμένα από τα έργα αυτής της περιόδου που δεν είχαν ξεχαστεί, είναι σημαντικότερα απ’ ότι τα παρουσίαζε η δημοτικιστικών προκαταλήψεων κριτική.
Τα πλέον αξιόλογα έργα της περιόδου είχαν διαμορφώσει για τους αναγνώστες της εποχής μια πεζογραφική παράδοση, την οποία θα πρέπει να μελετήσουμε, αν θέλουμε να καταλάβουμε καλύτερα τη λογοτεχνία εκείνης της εποχής.
Ο κύκλος των ομιλιών αυτών θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα την πεζογραφία των δύο τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα (Γ. Βιζυηνός , Μιχ. Μητσάκης, Αλεξ. Παπαδιαμάντης, Εμμ. Ροΐδης κλπ)· διότι αν και μετά το 1880, με την εμφάνιση νέων συγγραφέων, η πεζογραφία μας πορεύεται σε νέες κατευθύνσεις, θα ήταν λάθος να πιστεύουμε ότι δε συνδέεται με την προηγούμενη πεζογραφική παραγωγή. Οι ομιλητές –αυτού του κύκλου εκδηλώσεων- είναι όλοι μελετητές της πεζογραφίας του 19ου αιώνα και οι ομιλίες τους στηρίζονται σε ερευνητικά δεδομένα.
Η μεταφραστική ορμή που χαρακτηρίζει τα χρόνια 1830-1880 φέρνει σε επαφή το ελληνικό κοινό με μυθιστορήματα που κυριαρχούν στον ευρωπαϊκό χώρο.
Με τη γαλλική μυθιστορηματική παραγωγή να κυριαρχεί, τα ηχηρά ονόματα του Victor Hugo, του Alexandre Dumas, αλλά και του Eugene Sue σημειώνουν μια επίμονη παρουσία. Οι μεταφράσεις του σκωτσέζου Walter Scott θα σταθούν γόνιμες για το ελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα. Η άλλη πλευρά του Ατλαντικού θα δώσει το μεταφραστικό παρών με το διάσημο έργο του J.F. Cooper ο τελευταίος των Μοϊκανών και τη δημοφιλή Καλύβην του Θωμά της H.B.Stowe.
ΠΟΛΥΕΔΡΟ Κανακάρη 147 26221 Πάτρα τηλ. 2610 277342 e-mail: polyedro1@hol.gr
Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι: Εδώ η αρετή συκοφαντείται, εδώ η αθωότητα πουλιέται...
Λες και η ανάλυση αφορά επακριβώς την κοινωνία της εποχής μας - κι όμως πρόκειται για την απράμιλλη περιγραφή της ζωής στο Παρίσι του 19ου αιώνα από τον μέγιστο κλασικό Ονορέ ντε Μπαλζάκ...
Ονορέ ντε Μπαλζάκ
από την Ανθρώπινη Κωμωδία
[Στο Παρίσι] τα γνήσια αισθήματα αποτελούν εξαίρεση - συντρίβονται από το παιγνίδι των συμφερόντων, συνθλίβονται κάτω από τους τροχούς αυτού του μηχανικού κόσμου. Εδώ η αρετή συκοφαντείται, εδώ η αθωότητα πουλιέται. Τα πάθη παραδίδονται σε ολέθρια γούστα και διαστροφές. Το κάθε τι εξαϋλώνεται, αναλύεται, πουλιέτα κι αγοράζεται. Είναι ένα παζάρι όπου όλα έχουν την τιμή τους, και οι λογαριασμοί γίνονται στο άπλετο φως της μέρας χωρίς ντροπή.
Ο άνθρωπος έχει δύο και μόνο μορφές, του απατεώνα και του απατημένου...Ο θάνατος των προπατόρων εμπνέει ελπίδες. Ο τίμιος άνθρωπος είναι ανόητος. Οι ευγενείς ιδέες αποτελούν μέσα για κάποιο σκοπό. Η θρησκεία εμφανίζεται μονάχα ως αναγκαιότητα της διακυβέρνησης. Η εντιμότητα μεταστρέφεται σε πόζα. Το κάθε τι γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και εμπόρευμα. Ο εμπαιγμός είναι μέσον αυτοδιαφήμισης και τρόπος για να ξεπεραστούν τα εμπόδια. Οι νεαροί γίνανε κιόλας παντογνώστες και προσβάλλουν τους γέροντες.
Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι, σύγχρονοι ζωγράφοι: Το ξερό σάπιο δένδρο δεν πρέπει να στέκεται στη θέση του...
Φρίντριχ Χέλντερλιν
Αποφθέγματα
Αυτό που πάντοτε κάνει τη γη μια κόλαση είναι ότι ο άνθρωπος προσπαθεί να την κάνει τον παράδεισό του.
Είμαστε ένα τίποτα - κι αυτό που ψάχνουμε είναι τα πάντα.
Ο άνθρωπος είναι θεός όταν ονειρεύεται και ζητιάνος όταν σκέφτεται.
Οι ήρωες χάσανε τη δόξα τους, οι σοφοί τους μαθητές τους. Μεγάλες πράξεις, αν δεν τις ακούει ένας ευγενικός λαός, δεν είναιν παρά ένα γερό χτύπημα σε αναίσθητο μέτωπο. Και μεγάλα λόγια αν δεν αντηχούν σε μεγάλες καρδιές δεν είναι παρά νεκρά φύλλα που πέφτουν στη λάσπη.
Για την άγρια καρδιά του ανθρώπου δεν υπάρχει πατρίδα.
Υπέροχη ευχαρίστηση απλώνεται μέσα μας, όταν ο εσωτερικός μας κόσμος ενδυναμώνεται με το υλικό του, διακρίνει τον εαυτό του και αρμολογείται πιό πιστά και το πνεύμα μας γίνεται σιγά σιγά μάχιμο.
Το ξερό σάπιο δένδρο δεν πρέπει να στέκεται στη θέση του, κλέβει το φώς και τον αέρα απ'τη νέα ζωή που ωριμάζει για τον καινούριο κόσμο.
'Οποιος δεν αμφιβάλλει δεν πείθεται.
Κοιτούσα ήσυχα και μοναχός μπροστά μου και δεν περιπλανιόταν στο παρελθόν και στο μέλλον το βλέμμα μου. Έδινα πιστά όπως η ηχώ σε κάθε πράγμα το όνομά του.
Οι λύκοι φεύγουν όταν ανάψεις φωτιά.
Αστειεύεται ο ένας, κορδώνεται ο άλλος και κάνει κηρύγματα. Άλλος παρίστανε τον φωτισμένο.
Κουράστηκα πιά να εξευτελίζομαι, να ψάχνω σταφύλια στη έρημο και λουλούδια στον πάγο.
Θεικό πλάσμα είναι το παιδί, όσο δεν έχει βουτηχθεί στο χαμαιλεόντιο χρώμα του ανθρώπου.
Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Και υπέγραφα τις λέξεις αυτές με ένα ουράνιο τόξο στον ορίζοντα...
Και πάνω στα ξεθωριασμένα φτερά μιας βεντάλιας,
Και πάνω στην άμμο των ποταμών και των θαλασσών,
Πάνω στον πάγο με πατίνια και πάνω στο γυαλί μ' ένα δαχτυλίδι...
Μαρίνα Τσβετάγιεβα
Όλα όσα κανείς δεν χρειάζεται, φέρτε τα σε μένα
Όλα όσα κανείς δεν χρειάζεται, φέρτε τα σε μένα,
Όλα πρέπει να καούν στη φωτιά μου,
Τραβάω σαν μαγνήτης τη ζωή και το θάνατο
Για να τα προσφέρω, μικρό δώρο, στη φωτιά μου.
Στη φλόγα αρέσουν τα πράγματα που δεν έχουν βάρος'
Τα κλαδιά του περασμένου χρόνου, οι κορόνες, οι χαμένες λέξεις,
Η φλόγα ξεπετάγεται όταν τροφοδοτείται από τέτοια πράγματα
Και θα ξαναγεννηθείτε πιο καθαροί από τη στάχτη.
Τραγουδώ μόνο μέσα στη φωτιά, όπως και ο Φοίνικας.
Στηρίξτε γερά τη ζωή μου,
Καίγομαι στα σίγουρα, καίγομαι μέχρι να γίνω στάχτη.
Έτσι, η νύχτα θα είναι διάφανη για σας.
Φωτιά από πάγο, πηγή από φωτιά,
Υψώνω ψηλά τη σιλουέτα μου,
Κρατώ ψηλά την αξιοπρέπειά μου
Με την υπόσταση της συνομιλήτριας και της κληρονόμου!
(Verstes II)
Marina Tsvetaeva (1892-1941)
Κάποια μέρα, αξιολάτρευτο πλάσμα
Κάποια μέρα, αξιολάτρευτο πλάσμα,
Δεν θα είμαι πια για σένα παρά μόνο ανάμνηση,
Χαμένη μέσα στην γαλανομάτα μνήμη σου,
Χαμένη, θαμμένη, τόσο μακριά, τόσο μακριά!
Θα ξεχάσεις το προφίλ μου με τη γαμψή μύτη,
Το στεφανωμένο από τον καπνό των τσιγάρων μετωπό μου,
Το συνεχές γέλιο μου που εκνευρίζει τους ανθρώπους,
Και τα άπειρα ασημένια δαχτυλίδια πάνω στο φιλόπονο χέρι μου,
Και τη σοφίτα μας, που μοιάζει με καμπίνα πλοίου,
Και την ακαταστασία των χαρτιών μου.
Θα ξεχάσεις την τρομερή χρονιά, που την εξαΰλωσε η Δυστυχία.
Ήσουν τόσο μικρή κι εγώ τόσο νέα ακόμα!
Έγραφα πάνω σε μια πλάκα από σχιστόλιθο
Έγραφα πάνω σε μια πλάκα από σχιστόλιθο
Και πάνω στα ξεθωριασμένα φτερά μιας βεντάλιας,
Και πάνω στην άμμο των ποταμών και των θαλασσών,
Πάνω στον πάγο με πατίνια και πάνω στο γυαλί μ' ένα δαχτυλίδι,
Και πάνω στο φλοιό των αιωνόβιων δέντρων,
Και στο τέλος, για να το μάθουν όλοι,
Ότι αγαπήθηκες, αγαπήθηκες, αγαπήθηκες, αγαπήθηκες!
Και υπέγραφα τις λέξεις αυτές με ένα ουράνιο τόξο στον ορίζοντα.
(μετάφραση Μαριλένα Καρρά)
Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι, έλληνες ζωγράφοι: φθινόπωρο, που πνέεις από τα φώτα της πολιτείας...
Γιάννης Σταύρου, Φθινοπωρινό, λάδι σε καμβά
Ενοσταλγούσα, ριγηλό φθινόπωρο, τις ώρες,
τα δέντρα αυτά του δάσους, την έρημη προτομή...
Κώστας Καρυωτάκης
Τί να σου πω, φθινόπωρο
Τί να σου πω, φθινόπωρο, που πνέεις από τα φώτα
της πολιτείας και φτάνεις ως τα νέφη τ' ουρανού;
Ύμνοι, σύμβολα, ποιητικές, όλα γνωστά από πρώτα,
φυλλορροούν στην κόμη σου τα ψυχρά άνθη του νου.
Γίγας, αυτοκρατορικό φάσμα, καθώς προβαίνεις
στο δρόμο της πικρίας και της περισυλλογής,
αστέρια με το μέτωπο, με της χρυσής σου χλαίνης
το κράσπεδο σαρώνοντας τα φύλλα καταγής,
είσαι ο άγγελος της φθοράς, ο κύριος του θανάτου,
ο ίσκιος που, σε μεγάλα βήματα· φανταστικά,
χτυπώντας αργά κάποτε στους ώμους τα φτερά του,
γράφει προς τους ορίζοντες ερωτηματικά...
Ενοσταλγούσα, ριγηλό φθινόπωρο, τις ώρες,
τα δέντρα αυτά του δάσους, την έρημη προτομή.
Κι όπως πέφτουνε τα κλαδιά στο υγρό χώμα, οι οπώρες,
ήρθα να εγκαταλειφθώ στην ιερή σου ορμή.
Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Το κάλεσμα του καλλιτέχνη...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά
Τέχνη και αλήθεια. Τέχνη κι ανθρώπινη φύση. Τέχνη και αίσθηση...
Το κάλεσμα του καλλιτέχνη...
Τζόζεφ Κόνραντ
Για το καλλιτεχνικό έργο
αποσπάσματα από τον πρόλογο στον "Αράπη του Νάρκισσου"
η απαράμιλλη μετάφραση είναι του Ξενοφώντα Κομνηνού
Ένα έργο που προσδοκά, όσο και ταπεινά, να σταθεί στο ύψος της τέχνης οφείλει να δικαιώνεται μέσα από κάθε του γραμμή. Και η ίδια η τέχνη μπορεί να οριστεί ως μια προσπάθεια, προσηλωμένη σ' ένα και μόνο στόχο, ν' αποδοθεί το ύψιστο είδος δικαιοσύνης στο ορατό σύμπαν με την φανέρωση της πολύπτυχης και μίας αλήθειας που υφέρπει σε κάθε του όψη.
Είναι μια προσπάθεια να βρεθεί σε κάθε μορφή του, στα χρώματά του, στο φως του, στις σκιές του, στις όψεις της ύλης και στα γεγονότα της ζωής αυτό που είναι θεμελιακό, ενδελεχές και ουσιώδες - η εννιαία, αυγάζουσα και πειστική ποιότητά τους - η βαθειά αλήθεια της της ύπαρξής τους...
Joseph Conrad (1857-1924)
Ο καλλιτέχνης καταδύεται στον εαυτό του και στη μοναχική αυτή περιοχή της έντασης και του αγώνα, αν σταθεί άξιος και καλότυχος, βρίσκει τους τρόπους να εκφράσει το κάλεσμα του. Το κάλεσμά του απευθύνται προς τις λιγότερο εμφανείς ικανότητές μας: προς εκείνο το κομμάτι της φύσης μας το οποίο εξαιτίας των πολεμικών συνθηκών της ύπαρξης παραμένει αναγκαστικά αφανές μέσα στις περισσότερο ανθεκτικές και σκληρές ιδιότητες - όπως το τρωτό σώμα μέσα σε μια ατσάλινη πανοπλία...
Ο καλλιτέχνης επικαλείται το κομμάτι εκείνο του είναι μας που δεν εξαρτάται από τη σοφία. αυτό που μέσα μας είνα δωρεά και όχι απόκτημα - και συνεπώς αντέχει περισσότερο. Μιλάει στην ικανότητά μας για τέρψη και θαυμασμό, στην αίσθηση του μυστηρίου που περιβάλλει τις ζωές μας. Στο αίσθημα της συμπόνιας, της ομορφιάς και του πόνου...
Η μυθοπλασία - αν προσδοκά καθόλου να είναι τέχνη - επικαλείται την ψυχοσύνθεση. Και όπως η ζωγραφική, η μουσική, όπως κάθε τέχνη, πρέπει πράγματι να είναι το κάλεσμα μιας ψυχοσύνθεσης προς όλες τις άλλες αναρίθμητες ψυχοσυνθέσεις των οποίων η αδιόρατη και ακαταμάχητη δύναμη προικίζει τα περαστικά γεγονότα με την αληθινή σημασία τους και δημιουργεί την ηθική, την συγκινησιακή ατμόσφαιρα του χώρου και του χρόνου. Για να είναι ένα τέτοιο κάλεσμα κάλεσμα τελεσφόρο θα πρέπει ν' αποτελεί μια εντύπωση που μετοχετεύεται μέσω των αισθήσεων. Και πράγματι δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, γιατί η ψυχοσύνθεση . είτε ατομική είτε συλλογική, δεν είναι επιδεκτική στην πειθώ...
Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι: Στη νύχτα που έρχεται...
πλακώνουν οἱ βαριὲς συννεφιὲς
μᾶς τυραννοῦν οἱ χειμῶνες κι οἱ καταιγίδες...
Μελισσάνθη
Στη νύχτα που έρχεται
Ξεκινᾶμε ἀνάλαφροι καθὼς ἡ γύρη
ποὺ ταξιδεύει στὸν ἄνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στὸ χῶμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιὰ
γινόμαστε δέντρα ποὺ διψοῦν οὐρανὸ
κι ὅλο ἁρπαζόμαστε μὲ δύναμη ἀπ᾿ τὴ γῆ
Μᾶς βρίσκουν τ᾿ ἀτέλειωτα καλοκαίρια
τὰ μεγάλα κάματα.
Οἱ ἄνεμοι, τὰ νερὰ
παίρνουν τὰ φύλλα μας.
Ἀργότερα
πλακώνουν οἱ βαριὲς συννεφιὲς
μᾶς τυραννοῦν οἱ χειμῶνες κι οἱ καταιγίδες
Μὰ πάντα ἀντιστεκόμαστε,
ὀρθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε μὲ νέο φύλλωμα
Ὡσότου, φτάνει ἕνας ἄνεμος παράξενος
-κανεὶς δὲ ξέρει πότε κι ἀπὸ ποὺ ξεκινᾶ-
μᾶς ρίχνει κάτω
μ᾿ ὅλες μας τὶς ρίζες στὸν ἀέρα.
Γιὰ λίγο ἀκόμα μὲς στὴ φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο
-νὰ πεῖ μία τρίλια του στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται-
ἕνα πουλί.
Ας...
ἂς παίζουμε μὲ τὶς λέξεις,
ἂς παίζουμε τῆς ὁμιλίας τὸ θεῖο παιγνίδι
ἀνύποπτοι ποιητὲς
ποὺ κλέψανε τὸ μυστικὸ
νὰ βλέπουνε καὶ ν᾿ ἀκοῦνε,
ν᾿ ἀγγίζουνε καὶ νὰ γνωρίζουνε τὰ πράγματα,
τὴν εἰκόνα τοῦ Κόσμου ξαναπλάθοντας
μ᾿ ἀστραφτερὲς λέξεις ἂς παίζουμε
καθὼς παιδιὰ μ᾿ ἀθώα χοχλάδια
ποῦ ξεβράστηκαν στ᾿ ἀκροθαλάσσι
μόλις ἀγγίζοντας τὴ μυστικὴ φωτιὰ
μόλις μαντεύοντας
τὸν κρύφιο κεραυνό,
μὲ χῶμα ἂς σκεπάζουμε καὶ στάχτη
τὴ φλόγα ποὺ οἱ θνητοὶ ν᾿ ἀγγίσουν δὲν τολμοῦν
δέσμιοι στὸ θάνατο
ἂς ξανοίγουμε τὶς χάρτινες βαρκοῦλες μας
μὲς στὸν ἀστραποβόλο ὠκεανό...
Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι, έλληνες ζωγράφοι: Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ' άλογα...
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ' άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις...
Νίκος Γκάτσος
Αμοργός
(απόσπασμα)
Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπο σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ' όνομα του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Να βρείς μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ' άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα' χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα' χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Πάρ' το σημαία της ζωής να σαβανώσεις τον θάνατο
Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι: Η στάθμη του σώματος ποικίλλει από άνθρωπο σε άνθρωπο...
Κάτι σου είπε κι έφυγες μαζί του
βάφοντας κατακόκκινες τις νεραντζιές του δρόμου
Γιάννης Κοντός
Η στάθμη του σώματος
(αποσπάσματα)
Στα αγκάθια μιας τριανταφυλλιάς
σκάλωσε το πουκάμισό σου
και σκίστηκε. Φαίνεται η τριανταφυλλιά
γνώριζε την ομορφιά σου
Υστερόγραφο
Η στάθμη του σώματος ποικίλλει
από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Είναι όπως λέμε: να το φεγγάρι
και αυτό ουσιαστικά είναι ένα
ψάρι στη λίμνη
σιγά σιγά αποξηραίνεται και σε φωνάζω
με το μικρό σου όνομα.
- Μια τρύπια δεκάρα όλα
στον πάτο της λίμνης
μέσα στη λάσπη και στο όραμα.
Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι, έλληνες ζωγράφοι: προχωρώ βαθύτερα στο ακίνητο φθινόπωρο...
στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια...
Νίκος Ασλάνογλου
Ερείπια της Παλμύρας
Όσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν.
Όσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω
ξένος και κουρελιάρης τώρα
Μα όταν μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά - απόκριση
για όσα περιμένω και δεν πήρα.
Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι: καταχνιά ενός χειμωνιάτικου μεσημεριού...
Μέσα στην καστανή καταχνιά ενός χειμωνιάτικου μεσημεριού...
Τ. Σ. Έλιοτ
Έρημη Χώρα
στον Έζρα Πάουντ, "Il miglior fabbro"
Γ΄. Το κήρυγμα της φωτιάς
(απόσπασμα)
Του ποταμού η σκεπή σωριάστηκε· τα στερνά δάχτυλα των φύλλων
Γαντζώνουν και βουλιάζουνε στην όχθη την υγρή. Ο αγέρας
Στην καστανόχρωμη τη γης διαβαίνει, ανάκουστος. Φύγανε οι νύμφες.
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου για να πω.
Ο ποταμός δεν κατεβάζει άδειες μποτίλιες, χαρτιά από σάντουιτς,
Μεταξωτά μαντίλια, χαρτονένια κουτιά, αποτσίγαρα
Κι άλλα τεκμήρια θερινών νυχτών. Φύγανε οι νύμφες.
Κι οι φίλοι τους, οι χασομέρηδες κληρονόμοι των διευθυντών του Σίτυ·
Φύγανε, δεν άφησαν διεύθυνση.
Επί των υδάτων Λεμάν κάθισα κι έκλαψα
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου για να πω,
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, ’τι δε φωνάζω ούτε φλυαρώ.
Αλλά πίσω απ’ τη ράχη μου ακούω σε μια παγωμένη ριπή
Το κροτάλισμα των κοκάλων, και το πνιγμένο γέλιο ν’ απλώνεται. στην ακοή.
Ένα ποντίκι γλίστρησε απαλά μέσα στη βλάστηση
Τη λασπερή του σέρνοντας κοιλιά στην όχθη
Εκεί που ψάρευα στο μουντό κανάλι
Ένα χειμωνιάτικο δειλινό πίσω απ’ το Γκάζι
Ρεμβάζοντας πάνω στου βασιλιά αδελφού μου το ναυάγιο,
Πάνω στου βασιλιά πατέρα μου το θάνατο, πριν από εκείνον.
Λευκά κορμιά γυμνά στο έδαφος το χαμηλό το νοτισμένο
Ριγμένα κόκαλα σε χαμηλή μικρή ξερή σοφίτα,
Κροταλισμένα από του ποντικού το πόδι μόνο, χρόνο με χρόνο.
Αλλά πίσω απ’ τη ράχη μου φορές-φορές ακούω
Ήχους σαλπίγγων κι αυτοκινήτων, που θα φέρουν
Τον Σουήνη στην Κυρία Πόρτερ την άνοιξη.
Ω φεγγαράκι μου λαμπρό φέξε της Κυρα-Πόρτερ
Φέξε της κόρης της
Νίβουν τα πόδια τους σε νερό με σόδα
Et O ces voix d’ enfants, chantant dans la coupole !
Tιοτ τιοτ τιοτ
Γιακ γιακ γιακ γιακ γιακ γιακ
Τόσο βάναυσα χαλασμένη.
Τηρεό
T. S. Eliot (1888-1965)
Ανύπαρχτη Πολιτεία
Μέσα στην καστανή καταχνιά ενός χειμωνιάτικου μεσημεριού
Ο Σμυρνιός έμπορας, κύριος Ευγενίδης
Αξούριστος, με την τσέπη γεμάτη σταφίδες
Τσιφ Λόντρα: φορτωτικές εν όψει,
Με κάλεσε με τα πρόστυχά του γαλλικά
Για πρόγευμα στο Κάννον Στρήτ Ότέλ
Κι έπειτα το Σαββατοκύριακο στο Μετροπόλ.
Την ώρα τη μενεξεδιά, που τα μάτια κι η ράχη
Ανασηκώνουνται απ’ το γραφείο, που η μηχανή
του ανθρώπου περιμένει
Σαν το ταξί που σφύζει περιμένοντας,
Εγώ ο Τειρεσίας, μολονότι τυφλός, σφύζοντας ανάμεσα σε δυο ζωές,
Γέροντας με γυναίκειο στήθος ρυτιδωμένο, μπορώ να ιδώ,
Την ώρα τη μενεξεδιά, την ώρα τη δειλινή που μάχεται
Κατά το γυρισμό, και φέρνει το ναύτη στο λιμάνι από το πέλαγο,
Σπίτι της τη δακτυλογράφο την ώρα του τσαγιού· μαζεύει τ’ απομεινάρια του πρωινού της
Ανάβει τη θερμάστρα, κι αραδιάζει τρόφιμα από κονσέρβες.
Έξω από το παράθυρο απλωμένα ριψοκίνδυνα
Στεγνώνουνε τα σώρουχά της στου ήλιου τις τελευταίες αχτίνες,
Στοιβαγμένα στο ντιβάνι (τη νύχτα κρεβάτι της)
Κάλτσες, παντούφλες, μεσοφόρια, κορσέδες.
Εγώ ο Τειρεσίας, γέροντας με ρυτιδωμένα βυζιά
Διάκρινα τη σκηνή, και προφήτεψα τα επίλοιπα –
Κι εγώ περίμενα τον αναμενόμενο ξένο.
Εκείνος, νέος όλο σπυριά, καταφτάνει,
Υπάλληλος πρακτορείου μικροεταιρίας,
Με βλέμμα θαρραλέο, κάποιος απ’ τους μικρούς
Όπου η αυτοπεποίθηση είναι καθισμένη
Σαν το ψηλό μπραντφορδιανού ’κατομμυριούχου.
Τώρα η στιγμή είναι πρόσφορη, καθώς εικάζει,
Απόφαγε, βαριέται κι είναι κουρασμένη,
Κάνει μια απόπειρα να την μπλέξει σε χάδια
Που εκείνη δεν ποθεί, μήτε αποδοκιμάζει.
Πυρός κι αποφασιστικός, ρίχνεται αμέσως·
Χέρια ερευνητικά δε συναντούν αντίσταση·
Η ματαιοδοξία του δεν απαιτεί ανταπόκριση,
Και παίρνει για παραδοχή την αδιαφορία.
(Κι εγώ ο Τειρεσίας υπόφερα απ’ τα πριν όλα
Που εγίναν στο ίδιο τούτο ντιβάνι είτε κρεβάτι·
Εγώ που κάθισα στη Θήβα κάτω απ’ τα τείχη
Και περπάτησα ανάμεσα στους χαμηλότερους νεκρούς.)
Δίνει ένα στερνό προστατευτικό φιλί,
Και βγαίνει ψάχνοντας τη σκάλα τη σβηστή...
Eκείνη ρίχνει στον καθρέφτη μια ματιά,
Πως o εραστής της έφυγε το νιώθει μόλις·
Από το νου της μια άμορφη σκέψη περνά:
«Λοιπόν έγινε ό,τι έγινε: καλά που έχει τελειώσει»
Όταν στην τρέλα αφήνεται η ομορφονιά
Και πάλι, μόνη, βηματίζει απάνω-κάτω,
Μ’ αυτόματο χέρι διορθώνει τα μαλλιά
Κι έπειτα βάζει μια πλάκα στο φωνογράφο.
«Σύρθηκε προς εμένα πάνω στα νερά τούτη η μουσική»
Και στο μάκρος του Στραν ως το Κουήν Βικτώρια Στρητ.
Ω Πολιτεία Πολιτεία, μπορώ κάποτε κι ακούω
Πίσω από ένα μπαρ στο Λόουερ Ταίμς Στρητ,
Το απαλό γκρίνιασμα ενός μαντολίνου
Και τη βουή και τους θορύβους εκεί μέσα
Που τεμπελεύουν οι ψαράδες το μεσημέρι:
Εκεί που οι τοίχοι του Μάγνου του Μάρτυρα κρατούν
Μια ανεξήγητη λαμπράδα Ιωνικού λευκού και χρυσαφιού.
Ο ποταμός ιδρώνει
Πετρέλαιο και κατράμι
Τις μαούνες τις παίρνει
Το ρέμα που αλλάζει
Κόκκινα πανιά
Σταβέντο ανοιγμένα
Παίζουνε στη βαριά τους αντένα.
Οι μαούνες σπρώχνουν
Ξύλα στον αφρό
Στου Γκρήνιδζ τον κάβο
Πέρα απ’ το Σκυλονήσι.
Βεγιαλαλά λεγιά
Βάλλαλα λεγιαλαλά
Ο Λέστερ κι η Ελισάβετ
Χτυπώντας τα κουπιά
Η πρύμη σμιλεμένη
Κοχύλι χρυσωμένο
Κόκκινο και χρυσό
Το ρέμα φουσκωμένο
Κυμάτιζε στις άκρες
Φυσώντας ο γαρμπής
Έφερνε με το ρέμα
Ήχους από καμπάνες
Άσπροι πύργοι
Βεγιαλαλά λεγιά
Βάλλαλα λεγιαλαλά
(μτφ Γιώργος Σεφέρης)
Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι: Καταλαβαίναμε την ατομική καταστροφή, την προσωπική ζημιά, τη γενική μιζέρια...
στις απαλές γαλήνιες εποχές...
Τ. Σ. Έλιοτ
Δύο χορικά
Λαγάρισε τον αέρα!
Καθάρισε τον ουρανό!
Πλύνε τον άνεμο!
Χώρισε την πέτρα από την πέτρα
και πλύνε τις.
Βρώμικη η γης, βρώμικο το νερό,
τα ζωντανά μας κι εμάς,
μας μόλεψε το αίμα.
Το αίμα βροχή μου τύφλωσε τα μάτια.
Που είναι η Αγγλία ; Που είναι το Κέντ ;
Πού είναι η Καντερβουρία ;
Ω! μακριά.. μακριά.. μακριά..
μακριά στα περασμένα
και πλανιέμαι σε τόπο γεμάτο ξερά κλαδιά:
αν τα τσακίσω, ματώνουν
πλανιέμαι σε τόπο γεμάτο πέτρες ξερές:
αν τις αγγίξω, ματώνουν.
Πώς, πώς θα μπορέσω να γυρίσω ποτέ
στις απαλές γαλήνιες εποχές;
Νύχτα μείνε μαζί μας, σταμάτησε Ήλιε,
κρατήσου εποχή, να μην έρθει η μέρα,
να μην έρθει η άνοιξη.
Πώς να κοιτάξω τη μέρα
και τα κοινά της αντικείμενα,
και να τα ιδώ βαμμένα στο αίμα,
πίσω από το αίμα
που πέφτει σαν παραπέτασμα;
Τίποτε δε γυρέψαμε να γίνει.
Καταλαβαίναμε την ατομική καταστροφή,
την προσωπική ζημιά, τη γενική μιζέρια,
ζώντας και ψευτοζώντας τον τρόμο τη νύχτα
που τελείωνε στην πράξη την καθημερινή,
τον τρόμο τη μέρα που τελειώνει στον ύπνο,
αλλά η κουβέντα στης αγοράς,
το χέρι στη σκούπα,
το νυχτερινό σώριασμα της στάχτης,
το ξύλο στη φωτιά την αυγή,
σ' αυτές τις πράξεις
σταματούσαν τα βάσανα μας.
Είχε το σύνορο της κάθε φρίκη,
είχε ένα κάποιο τέλος κάθε λύπη:
δε μένει καιρός στη ζωή να θλίβεσαι πολύ.
Μα τούτο, τούτο είναι Έξω απ' τη ζωή,
έξω από τον καιρό,
παρούσα αιωνιότητα της αδικίας
και του κακού.
Μας βρώμισε μια λέρα
που δε μπορούμε να καθαρίσουμε,
μέσα στο υπερφυσικό σκουλήκιασμα,
δεν είμαστε μόνο εμείς, δεν είναι το σπίτι,
δεν είναι η πολιτεία μολεμένη,
ο κόσμος ολάκερος είναι βρωμερός.
Λαγάρισε τον αέρα!
Καθάρισε τον ουρανό!
Πλύνε τον άνεμο!
Χώρισε την πέτρα από την πέτρα,
χώρισε το δέρμα από το χέρι,
χώρισε το μυώνα από το κόκαλο,
και πλύνε τα,
Πλύνε την πέτρα, Πλύνε το κόκαλο,
Πλύνε το μυαλό, Πλύνε την ψυχή,
Πλύνε τα Πλύνε τα!
(μτφ Γιώργος Σεφέρης)
T. S. Eliot
Murder in the Cathedral
Chorus
Clean the air! clean the sky! wash the wind! take stone from stone and wash them.
The land is foul, the water is foul, our beasts and outselves are defiled with blood.
A rain of blood has blinded my eyes. Where is England?
where is Kent? where is Canterbury?
O far far far far in the past; and I wander in a land of barren boughs:
if I break them, they bleed; I wander in a land of dry stones:
if I touch them they bleed.
How how can I ever return, to the soft quiet seasons?
Night stay with us, stop sun, hold season, let the day not come,
let the spring not come.
Can I look at the day and its common things, and see them all smeared with blood,
through a curtain of falling blood?
We did not wish anything to happen.
We understood the private catastrophe,
The personal loss, the general misery,
Living and partly living;
The terror by night that ends in daily action,
The terror by day that ends in sleep;
But the talk in the market-place, the hand on the broom,
The night-time heaping of the ashes,
The fuel laid on the fire at daybreak,
These acts marked a limit to our suffering.
Every horror had its definition,
Every sorrow had a kind of end:
In life there is not time to grieve long.
But this, this is out of life, this is out of time,
An instant eternity of evil and wrong.
We are soiled by a filth that we cannot clean, united to
supernatural vermin,
It is not we alone, it is not the house, it is not the city that is
defiled,
But the world that is wholly foul.
Clean the air! clean the sky! wash the wind! take the stone
from the stone, take the skin from the arm, take the
muscle from the bone, and wash them. Wash the stone,
wash the bone, wash the brain, wash the soul, wash
them wash them!
Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010
Σχλολια & ζωγραφική, ζωγράφοι: η ανθρώπινη φύση & τα Δελφικά αποφθέγματα...
Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν καλύτερα την ανθρώπινη φύση και παρότρυναν στην αρετή...
Εμείς και την ανθρώπινη φύση δεν κατανοούμε πια κι αλίμονο βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο στην παρακμή - τι κρίμα...
Δελφικά αποφθέγματα
"Εν δέ τώ προνάω τά έν Δελφοίς γεγραμμένα, έστιν ώφελήματα άνθρώποις"
Η ηθική εκπαίδευση και καθοδήγηση των πολιτών ξεκινούσε από τους παιδαγωγούς της νεαρής ηλικίας, και συνεχιζόταν αργότερα στα μαντεία, τα οποία, εκτός από τις χρησμοδοτήσεις τους, έδιναν και ένα πλήθος ηθικών παραγγελμάτων και προτροπών συμβουλευτικού χαρακτήρα για τα προβλήματα της καθημερινής ζωής.
Περίoπτη θέση βέβαια, κατείχε σε όλα αυτά, το διάσημο σε όλο τον κόσμο Μαντείο των Δελφών, του οποίου τα ομώνυμα ηθικά παραγγέλματα είχαν καταγραφεί στους τοίχους του Προνάου του Ναού του Απόλλωνος, στο υπέρθυρο ή ακόμα και σε διάφορες στήλες που είχαν τοποθετηθεί περιμετρικά στις πλευρές του ναού.
Τα 147 Δελφικά Παραγγέλματα ή Πυθίας Γράμματα, ήταν λιτά αποφθέγματα ελαχίστων λέξεων και ανήκαν στους 7 σοφούς της αρχαιότητας:
Τον Θαλή τον Μιλήσιο, τον Πιττακό τον Μυτιληναίο, τον Βία τον Πρηνεύ, τον Σόλωνα τον Αθηναίο, τον Κλεόβουλο τον Ρόδιο, τον Περίανδρο τον Κορίνθιο και τον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο.
Στο αέτωμα του ναού δέσποζαν τα τρία σπουδαιότερα Δελφικά Παραγγέλματα, τα οποία εύκολα μπορούσε να διακρίνει ο επισκέπτης:
Κάτω αριστερά το ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ (Να γνωρίσεις τον εαυτό σου). Κάτω δεξιά το ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ (Να κάνεις τα πάντα με μέτρο, αποφεύγοντας την υπερβολή). Ανάμεσά τους, στη κορυφή, το περίφημο «ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ Ε»(Ή ΕΙ), για το οποίο ο ιερέας των Δελφών Πλούταρχος έγραψε ολόκληρη πραγματεία (« Περί τού έν Δελφοίς Ε »), προσπαθώντας να ερμηνεύσει την απωλεσθείσα του σημασία.
Ο θαυμασμός των αρχαίων Ελλήνων για τα ανηρτημένα αυτά αποφθέγματα στο Μαντείο των Δελφών ήταν τόσο μεγάλος, ώστε ο λυρικός ποιητής Πίνδαρος (522 π.Χ.) θεωρούσε τους επτά σοφούς, γιους του Ήλιου, που με την ακτινοβολία τους φώτιζαν και καθοδηγούσαν τον άνθρωπο στην οδό της αρετής. Αυτά τα σοφά παραγγέλματα χρησιμοποιήθηκαν στην συνέχεια και απο άλλους λαούς, που τα παρουσίασαν σαν "θρησκευτικές εντολές".
Παραθέτουμε τα παραγγέλματα αυτά, όπως οι επισκέπτες της αρχαιότητας αντίκριζαν στους Δελφούς.
- Νόμω πείθου. Να πειθαρχείς στο Νόμο.
- Έπου θεώ. Ακολούθα τον θεό.
- Θεούς σέβου. Να σέβεσαι τους θεούς.
- Γονείς αίδου. Να σέβεσαι τους γονείς σου.
- Ηττώ υπέρ δικαίου. Να καταβάλεσαι για το δίκαιο.
- Γνώθι μαθών. Γνώρισε αφού μάθεις.
- Ακούσας νόει. Κατανόησε αφού ακούσεις.
- Σαυτόν ίσθι. Γνώρισε τον εαυτό σου.
- Εστίαν τίμα. Να τιμάς την εστία σου.
- Άρχε σεαυτού. Να κυριαρχείς τον εαυτό σου.
- Φίλους βοήθει. Να βοηθάς τους φίλους.
- Υμού κράτε. Να συγκρατείς το θυμό σου.
- Όρκω μη χρω. Να μην ορκίζεσαι.
- Φιλίαν αγάπα. Να αγαπάς τη φιλία.
- Παιδείας αντέχου. Να προσηλώνεσαι στην εκπαίδευσή σου.
- Σοφίαν ζήτει. Να αναζητάς τη σοφία.
- Ψέγε μηδένα. Να μην κατηγορείς κανένα.
- Επαίνει αρετήν. Να επαινείς την αρετή.
- Πράττε δίκαια. Να πράττεις δίκαια.
- Φίλοις ευνόει. Να ευνοείς τους φίλους.
- Εχθρούς αμύνου. Να προφυλάσσεσαι από τους εχθρούς.
- Ευγένειαν άσκει. Να είσαι ευγενής.
- Κακίας απέχου. Να απέχεις από την κακία.
- Εύφημος ίσθι. Να έχεις καλή φήμη.
- Άκουε πάντα. Να ακούς τα πάντα.
- Μηδέν άγαν. Να μην υπερβάλλεις.
- Χρόνου φείδου. Να μη σπαταλάς το χρόνο.
- Ύβριν μίσει. Να μισείς την ύβρη.
- Ικέτας αίδου. Να σέβεσαι τους ικέτες.
- Υιούς παίδευε. Να εκπαιδεύεις τους γιους σου.
- Έχων χαρίζου. Όταν έχεις, να χαρίζεις.
- Δόλον φοβού. Να φοβάσαι το δόλο.
- Ευλόγει πάντας. Να λες καλά λόγια για όλους.
- Φιλόσοφος γίνου. Να γίνεις φιλόσοφος.
- Όσια κρίνε. Να κρίνεις τα όσια.
- Γνους πράττε. Να πράττεις με επίγνωση.
- Φόνου απέχου. Να μη φονεύεις.
- Σοφοίς χρω. Να συναναστρέφεσαι με σοφούς.
- Ήθος δοκίμαζε. Να επιδοκιμάζεις το ήθος.
- Υφορώ μηδένα. Να μην είσαι καχύποπτος.
- Τέχνη χρω. Να ασκείς την Τέχνη.
- Ευεργεσίας τίμα. Να τιμάς τις ευεργεσίες.
- Φθόνει μηδενί. Να μη φθονείς κανένα.
- Ελπίδα αίνει. Να δοξάζεις την ελπίδα.
- Διαβολήν μίσει. Να μισείς τη διαβολή.
- Δικαίως κτω. Να αποκτάς δίκαια.
- Αγαθούς τίμα. Να τιμάς τους αγαθούς.
- Αισχύνην σέβου. Να σέβεσαι την εντροπή.
- Ευτυχίαν εύχου. Να εύχεσαι ευτυχία.
- Εργάσου κτητά. Να κοπιάζεις για πράγματα άξια κτήσης.
- Έριν μίσει. Να μισείς την έριδα.
- Όνειδος έχθαιρε. Να εχθρεύεσαι τον χλευασμό.
- Γλώσσαν ίσχε. Να συγκρατείς τη γλώσσα σου.
- Ύβριν αμύνου. Να προφυλάσσεσαι από την ύβρη.
- Κρίνε δίκαια. Να κρίνεις δίκαια.
- Λέγε ειδώς. Να λες γνωρίζοντας.
- Βίας μη έχου. Να μην έχεις βία.
- Ομίλει πράως. Να ομιλείς με πραότητα.
- Φιλοφρόνει πάσιν. Να είσαι φιλικός με όλους.
- Γλώττης άρχε. Να κυριαρχείς τη γλώσσα σου.
- Σεαυτόν ευ ποίει. Να ευεργετείς τον εαυτό σου.
- Ευπροσήγορος γίνου. Να είσαι ευπροσήγορος.
- Αποκρίνου εν καιρώ. Να αποκρίνεσαι στον κατάλληλο καιρό.
- Πόνει μετά δικαίου. Να κοπιάζεις δίκαια.
- Πράττε αμετανοήτως. Να πράττεις με σιγουριά.
- μαρτάνων μετανόει. Όταν σφάλλεις, να μετανοείς.
- Οφθαλμού κράτει. Να κυριαρχείς των οφθαλμών σου.
- Βουλεύου χρήσιμα. Να σκέπτεσαι τα χρήσιμα.
- Φιλίαν φύλασσε. Να φυλάττεις τη φιλία.
- Ευγνώμων γίνου. Να είσαι ευγνώμων.
- Ομόνοιαν δίωκε. Να επιδιώκεις την ομόνοια.
- Άρρητα μη λέγε. Να μην λες τα άρρητα.
- Έχθρας διάλυε. Να διαλύεις τις έχθρες.
- Γήρας προσδέχου. Να αποδέχεσαι το γήρας.
- Επί ρώμη μη καυχώ. Να μην καυχιέσαι για τη δύναμή σου.
- Ευφημίαν άσκει. Να επιδιώκεις καλή φήμη.
- Απέχθειαν φεύγε. Να αποφεύγεις την απέχθεια.
- Πλούτει δικαίως. Να πλουτίζεις δίκαια.
- Κακίαν μίσει. Να μισείς την κακία.
- Μανθάνων μη κάμνε. Να μην κουράζεσαι να μαθαίνεις.
- Ους τρέφεις αγάπα. Να αγαπάς αυτούς που τρέφεις.
- Απόντι μη μάχου. Να μην μάχεσαι αυτόν που είναι απών.
- Πρεσβύτερον αιδού. Να σέβεσαι τους μεγαλύτερους.
- Νεώτερον δίδασκε. Να διδάσκεις τους νεότερους.
- Πλούτω απόστει. Να αποστασιοποιείσαι από τον πλούτο.
- Σεαυτόν αιδού. Να σέβεσαι τον εαυτό σου.
- Μη άρχε υβρίζων. Να μην κυριαρχείς με αλαζονεία.
- Προγόνους στεφάνου. Να στεφανώνεις τους προγόνους σου.
- Θνήσκε υπέρ πατρίδος. Να πεθάνεις για την πατρίδα σου.
- Επί νεκρώ μη γέλα. Να μην περιγελάς τους νεκρούς.
- Ατυχούντι συνάχθου. Να συμπάσχεις με το δυστυχή.
- Τύχη μη πίστευε. Να μην πιστεύεις την τύχη.
- Τελεύτα άλυπος. Να πεθαίνεις χωρίς λύπη.
Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι, σύγχρονοι ζωγράφοι: έγινα για να στηρίζομαι στις θάλασσες του μηδενός...
Ανρί ντε Μοντερλάν
από La Reine Morte
Έχω την εντύπωση πως έγινα για να στηρίζομαι στις θάλασσες του μηδενός... Ξεχύνομαι σαν τον άνεμο στην έρημο, που αφού πρώτα σαρώσει κύματα άμμου, σαν ολάκερα φορτία, στο τέλος σκορπιέται και χάνεται... δίχως τίποτα ν' απομένει...
Δε μπορώ να βγω από τη φυλακή που είμαι για τον ίδιο μου τον εαυτό' όλο το κακό που γίνεται στη Γη, γίνεται από τους "πιστεύοντας" και τους φιλόδοξους... Είναι πλάνη να νομίζει κανείς πως ο άνθρωπος έχει κάποιον προορισμό εδώ κάτου... Καθε τι που ζει, φθείρεται... Μονάχα η ευφυΐα έχει την ικανότητα να σε κάνει ν' απέχεις...
μτφ Μαρία Αρκαδίου
Henry de Montherlant (1895-1972)
Εσπερινός
Στάδιο, απέραντη σιωπή και μοναξιά. Οι προβολείς αργοσβήνουν
ένας ένας.
Τα παράθυρα στ' αποδυτήρια σκοτεινιάζουν με μιας. Κάτι τι
σβήνει, χάνεται.
Εκεί κάτω, μονάχο του ένα αγόρι, ρίχνει το δίσκο στο σκοτάδι.
Το φεγγάρι ανεβαίνει, Το αγόρι είναι μόνο. Μοναδικό φωτεινό
σημείο στο γήπεδο.
Είναι ολομόναχο. Παίζει για τον εαυτό του την αγνή και χαμένη
μουσική του,
τη μάταια προσπάθειά του, την ομορφιά που θα πεθάνει αύριο,
Ρίχνει το δίσκο στ' ολοστρόγγυλο φεγγάρι, σαν για μια κάποια πανάρχαια ιεροτελεστία, λειτουργός της Θεάς Μητέρας, νεωκόρος
του απείρου.
Μόνος - τόσο μόνος, - κει κάτω. Λέει την αγνή και χαμένη προσευχή του.
μτφ Καίτη Κάστρο
από Έξι δοκιμιακά σημειώματα για τον "Άρχοντα του Σαντιάγο"
Το πάθος συνεπάγεται τη θανάτωση χιλίων πραγμάτων που του είναι ξένα. Αν μπόρεσα να γράψω (στο Mors et vita) πως η αδιαφορία υπήρξε ένα από τα πάθη της ζωής μου, είναι σίγουρα γιατί τοποθετούσα στην ίδια γραμμή ένα άλλο πάθος, που είχε γεννήσει μέσα μου αυτή τη σωτήρια αδιαφορία. Όπως το δέντρο αφήνει να πέσουν τα ξερά του φλούδια και μένει ακμαίο και δυνατό, το πάθος μεταφέρει την ανθρώπινη ύπαρξη από έναν πολλαπλό κόσμο όπου χανόταν στη δική του μοναδικότητα, όπου ξανανιώνει και ενδυναμώνεται.
Ένα από τα άλλα ευεργετήματα του πάθους είναι ότι η ψυχική κατάσταση που δημιουργεί στερείται ματαιοδοξίας, που είναι σ' αυτό τον κόσμο ένα από τα πιο γελοία αισθήματα.
Τι ωραίο αν η ψυχή μπορούσε χωρίς πάθος να είναι όπως όταν κυριαρχείται απ' αυτό! Κυριαρχημένη από το πάθος απογυμνώνεται από τη ματαιοδοξία, είναι ορμητική, σκληρή, έτοιμη για όλες τις θυσίες και όλες τις γενναιοδωρίες' εφευρετική επίσης, γεμάτη φαντασία' και πάνω απ' όλα ενεργητική, τρελά ενεργητική. Ο άνθρωπος μπορεί να αναπτύξει για την ικανοποίηση του πάθους του τόσην ενέργεια, να αντλήσει τόσο βαθιά στα αποθέματά του, που για όλα τα άλλα να μην έχει πια καμιά δύναμη. Ο κόσμος τον νομίζει νωθρό και απαθή ενώ είναι τέρας θελήσεως - σε τομέα όμως που ο κόσμος δεν καταλαβαίνει.
Ζούμε στην εποχή της ξεδιάντροπης απάτης, όπου πάντα πιστοποιείται με βεβαιότητα πως το άσπρο είναι μαύρο. Οι άνθρωποι απρόσεκτοι, αποκτηνωμένοι και αμαθέστατοι, τελικά το πιστεύουν. Σε όλους τους τομείς: στον πολιτικό, στον κοινωνικό, στον καλλιτεχνικό, στον λογοτεχνικό.
μτφ Δ.Σ.Αθανασόπουλος
από Καρνέ 1958-1964
Πόσο καιρό χάνουν οι άνθρωποι για να βρουν μιαν αγάπη! δεν ξέρω πού το 'γραψα: "Το ν' αγαπιέσαι είναι μια κατάσταση που αρμόζει μόνο στις γυναίκες, στα ζώα και στα παιδιά"
Οι άνθρωποι σέβονται τόσο πολύ τον θάνατο, για το τόσο λίγο που σέβονται τη ζωή.
Η τέχνη για να επιβιώνετε στην κοινωνία είναι η τέχνη να δίνετε στους ανθρώπους την αίσθηση ότι υπάρχουν για σας ή απλώς ότι υπάρχουν.
Λείπουν πολλά πράγματα από τον σύγχρονο κόσμο. Αλλά πριν απ' όλα, η ευφυΐα - η αληθινή, όχι εκείνη των διανοουμένων, - και η ευσπλαχνία, - η αληθινή, όχι εκείνη των ανθρώπων που κάνουν καρριέρα μες στον αλτρουισμό.
Δεν θυμάμαι έργα που έχω γράψει, αλλά έχω την αίσθηση πως τάχω γράψει κι' αυτό μού αρκεί. Δεν θυμάμαι ηδονικές συγκινήσεις που είχα, αλλά την αίσθηση πως τις είχα κι' αυτό μού αρκεί.
μτφ Γιώργος Καραβασίλης
Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι: Κάθε μέρα και κάτι πεθαίνει σ' αυτήν τη χώρα...
Τελειωτική κατεδάφιση αξιών, αισθητικής, μοναδικότητας. Όλα τείνουν στη μετατροπή των πόλεων σε μαζικά χοιροτροφεία / εκτροφεία της παγκόσμιας νέας τάξης. Ανατέλλει η νέα εποχή των χαμάληδων και του μεγάλου αδελφού...
Η νοσταλγία της απόλαυσης της παρέας με τσιγάρο στα καφενεία, τα καφέ, την ταβέρνα - άλλο ένα μνημόσυνο. Άλλος ένας θάνατος...
«Το τσιγάρο είναι τέλειος τύπος της τέλειας απόλαυσης. Είναι εξαίσιο και σε αφήνει ανικανοποίητο. Τι άλλο μπορεί να επιθυμήσει κανείς;»
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Ημερολόγιο 2011
«ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ»
Εκδόσεις IANOS, 2011
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ: 11 Χ16cm
ISBN: 978-960-6882-32-6
Σελ. 136
Τιμή: 10€
Επίκαιρο φέτος το ημερολόγιο του 2011 με θέμα τον Καπνό από τις εκδόσεις IANOS.< Από το πρώτο αντικαπνιστικό διάταγμα στην Ελλάδα, το 1856 μέχρι τις μέρες μας έχουν αλλάξει πολλά. Η επίδραση του καπνίσματος περιγράφεται στο ημερολόγιο άλλοτε διεγερτική, άλλοτε ηρεμιστική και άλλοτε απαγορευτική και επικίνδυνη, μέσα από την ελληνική και ξένη ποίηση και πεζογραφία.
Μέσα στο ημερολόγιο βλέπουμε τη σχέση καπνού και ποτού, τις διαφορές του καπνιστή τσιγάρου μ’ αυτόν του πούρου και της πίπας, μαθαίνουμε για το τελευταίο τσιγάρο του Μ. Λοϊζου και γιατί οι πίνακες του Πικάσο μύριζαν καπνό… Από το ομηρικό «καπνό αποθρώσκοντα» και την ετυμολογία του καπνίζειν μέχρι το λόγο που ξεκινάμε το κάπνισμα αλλά και τις έρευνες που θέλουν να υπάρχει απώλεια μνήμης και ευφυΐας λόγω του καπνού!.. Ο καπνός στο θέατρο αλλά και στους στίχους τραγουδιών, στην ποίηση του Πεσόα, του Καρούζου και του Κίπλινγκ και τέλος το savoir vivre του καπνίσματος.
Ο καπνός, ως βασικό στοιχείο συνεύρεσης περνά μέσα από τις σχέσεις των ανθρώπων, τις σχέσεις των κοινωνιών κι από εκεί στη λογοτεχνία και στην τέχνη. Παραδόξως εξαρτάται από ό,τι ο καθένας προσδοκά από αυτόν – ή όπως θα έλεγε ο Όσκαρ Ουάϊλντ: «Το τσιγάρο είναι τέλειος τύπος της τέλειας απόλαυσης. Είναι εξαίσιο και σε αφήνει ανικανοποίητο. Τι άλλο μπορεί να επιθυμήσει κανείς;»….
Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Πόλεις στη λογοτεχνία & στη ζωγραφική...
Ίταλο Καλβίνο
Αόρατες πόλεις
Οι λεπτόπλοκες πόλεις 2
Τώρα θα πω για τη πόλη Ζηνοβία που έχει τούτο το θαυμαστό: αν και χτισμένη σε άνυδρη περιοχή υψώνεται πάνω σε πανύψηλους πασσάλους και τα σπίτια είναι από μπαμπού και τσίγκο -με πολλές στοές και μπαλόνια- τοποθετημένα σε διαφορετικά επίπεδα, πάνω σε υποστυλώματα που το ένα ξεπερνάει τα άλλο, συνδεδεμένα μεταξύ τους με ανεμόσκαλες και κρεμαστά πεζοδρόμια, ενώ υπερυψώνονται εξώστες σκεπασμένοι με κωνικές στέγες, βαρέλια για αποθήκευση νερού, ανεμοδείχτες, προεξοχές από τροχαλίες, ορμιές και γερανοί.
Κανείς δε θυμάται ποια ανάγκη ή προσταγή ή επιθυμία έσπρωξε τους ιδρυτές της Ζηνοβίας να δώσουν αυτήν τη μορφή στην πόλη τους, γι' αυτό δεν μπορείς να πεις αν η πόλη όπως τη βλέπουμε σήμερα και που ίσως αναπτύχθηκε μέσα από μεταγενέστερες προθήκες πάνω στο αρχικό κι ανεξιχνίαστο τώρα πια σχέδιο, εκπλήρωσε το σκοπό της. Όμως το βέβαιο είναι πως αν ζητήσεις από οποιονδήποτε κάτοικο της Ζηνοβίας να σου περιγράψει πώς φαντάζεται την ευτυχία στη ζωή, αυτός πάντα θα οραματίζεται μια πόλη σαν τη Ζηνοβία, με τους πασσάλους της και τις κρεμαστές της σκάλες, μια Ζηνοβία ίσως εντελώς διαφορετική, γεμάτη από λάβαρα και κορδέλες ν' ανεμίζουν, αλλά που πάντα αναπαράγεται από συνδυασμό των στοιχείων εκείνου του πρώτου μοντέλου.
Μετά απ' όλα αυτά, είναι μάταιο να καθορίσεις αν η Ζηνοβία μπορεί να ταξινομηθεί στις ευτυχισμένες ή τις δυστυχισμένες πόλεις. Δεν έχει νόημα να χωρίζεις τις πόλεις σ' αυτές τις δύο κατηγορίες, αλλά μάλλον σε δύο άλλες: αυτές που συνεχίζουν μέσα από χρόνια και αλλαγές να δίνουν τη μορφή τους στις επιθυμίες κι εκείνες όπου οι επιθυμίες ή καταφέρνουν να σβήσουν την πόλη ή σβήνουν απ' αυτήν.
Οι πόλεις κι η επιθυμία 5
Από κει, μετά έξι μέρες κι εφτά νύχτες, ο άνθρωπος φτάνει στη Ζωβαϊδα, πόλη λευκή, εκτεθειμένη στο φεγγάρι, με δρόμους που τυλίγονται μεταξύ τους όπως σ' ένα κουβάρι. Διηγούνται αυτήν την ιστορία για την ίδρυσή της: άνθρωποι από διαφορετικά έθνη είδαν το ίδιο όνειρο, μια γυναίκα να τρέχει νύχτα μέσα σε μιαν άγνωστη πόλη, την είδαν από πίσω, είχε μακριά μαλλιά κι ήταν γυμνή. Ονειρεύτηκαν πως την ακολούθησαν. Γυρίζοντας από εδώ κι από κει την έχασαν όλοι. Μετά το όνειρο ξεκίνησαν ψάχνοντας για κείνη τη πόλη, δεν τη βρήκαν αλλά βρέθηκαν μεταξύ τους, αποφάσισαν να χτίσουν μια πόλη όπως στ' όνειρο. Για τη χάραξη των δρόμων ακολουθήθηκε η διαδρομή της καταδίωξης του καθενός. Στο σημείο που ο καθένας τους είχε χάσει τα ίχνη της φυγάδας διαμόρφωσε χώρους και τείχη αλλιώτικα απ' ό,τι στο όνειρο, ώστε η γυναίκα να μην μπορεί πια να ξεφύγει.
Αυτή ήταν η πόλη Ζωβαϊδα όπου εγκαταστάθηκαν, περιμένοντας πως κάποια νύχτα θα επαναλαμβανόταν η ίδια σκηνή. Κανείς τους, ούτε στον ύπνο ούτε στον ξύπνο του, δεν ξαναείδε τη γυναίκα. Οι δρόμοι της πόλης ήταν οι δρόμοι όπου πήγαιναν κάθε μέρα να δουλέψουν, χωρίς πια καμία σχέση με την καταδίωξη που είχαν ονειρευτεί. Πράγμα που από καιρό είχε ξεχαστεί.
Καινούργιοι άνθρωποι από άλλα μέρη έφτασαν, έχοντας δει το ίδιο όνειρο. Αναγνώρισαν στη πόλη Ζωβαϊδα κάτι από τους δρόμους του ονείρου και άλλαξαν τη θέση που είχαν οι στοές και οι σκάλες για να μοιάζουν περισσότερο με τη διαδρομή της κυνηγημένης γυναίκας και για να μην απομείνει κανένας δρόμος διαφυγής στο σημείο που είχε ξεφύγει.
Οι πρώτοι που έφτασαν δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ήταν εκείνο που τράβηξε αυτό τον κόσμο στη Ζωβαϊδα, σ' αυτή την άσκημη πόλη, σ' αυτή τη παγίδα.
Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: προς τον άγνωστο προορισμό μου...
προς τον άγνωστο προορισμό μου...
Νίκος Καρούζος
Η συντομία του ονείρου
Tρέχει μέσ' στα χαράματα το ελάφι
που είναι η χαρά μου τόσος αντίλαλος
εδώ που κατοικώ
ένα πουλί από καπνό ανέρχεται στο ξημέρωμα.
Iδού ο Tρέχων
έχει σφάξει το αρνί στις πηγές των υδάτων.
Θριαμβική νεφέλη όχημα παλαιό ιδού ο Tρέχων
και το σύρουν
άλογα τρυπημένα στα λάμποντα πλευρά.
Mέσα στο όχημα βρίσκομαι και πηγαίνω
προς τον άγνωστο προορισμό μου.
Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι: Κάτου απ' τον ξάστερο ουρανό κυλούσε το καράβι...
σα μεθυσμένος άγγελος από λαμπρότατο ήλιο...
Σαρλ Μπωντλαίρ
Ένα ταξίδι στα Κύθηρα
Σαν το πουλί περίχαρη πετούσε και η καρδιά μου
κι ελεύτερη τριγύριζεν ανάμεσα απ' τα ξάρτια.
Κάτου απ' τον ξάστερο ουρανό κυλούσε το καράβι
σα μεθυσμένος άγγελος από λαμπρότατο ήλιο.
Το μαυρονήσι ποιο είν' αυτό το θλιβερό; Μας είπαν:
- Τα Κύθηρα' των τραγουδιών η φημισμένη χώρα,
των γεροντοπαλίκαρων η χιλιοπατημένη
παράδεισο' και μ' όλα αυτά φτωχή του η γη, για κοίτα!
Για τα γλυκά τα μυστικά, για όσες γιορτές γιορτάζει,
νησί, η καρδιά, να! της αρχαίας το φάντασμα Αφροδίτης
απάνου από τα κύματά σου υπέρκαλο αρμενίζει,
γιομίζοντας τους λογισμούς λαγγέματα και αγάπες.
Ωραίο νησί με τις χλωμές μυρτιές, μυριανθισμένο,
κι απ' όλα τα έθνη δοξαστό στων αιώνων τους αιώνες,
που σ' εσέ φέρνουν οι καρδιές τ' αναστενάσματά τους,
σαν της λατρείας το λιβάνι απάνου από 'να κήπο
ρόδων ή σαν περιστεριού παντοτινό το βόγγο!
Τα Κύθηρα δεν ήταν πια παρά χωράφι χέρσο
και μια ερημιά κακοτοπιά που την αναταράζαν
στριγγιές φωνές. Μα ξάνοιγα παράξενο εκεί κάτι.
Ναοί δεν ήταν που ίσκιωνα τα δεντρολίβανα, όπου
η νέα ιέρεια των ανθών η ερωτεμένη ερχόταν
με το κορμάκι από κρυφές φωτοκαμένο φλόγες,
σε φόρεμα μισανοιγμένο από διαβάτρες αύρες.
Μα να! Καθώς πλευρώνοντας άκρη - άκρη το ερμονήσι,
ξαφνίζαμε και τα πουλιά με τ' άσπρα τα πανιά μας,
που ήταν είδαμε στητή κρεμάλα από τρεις κλάδους'
ξεχώριζε μαυριδερή σα να ήταν κυπαρίσσι.
'Ορνια άγρια στο ταϊνι τους σκαρφαλωμένα απάνου
με λύσσα τρώγανε ώριμο πια κάποιον κρεμασμένο'
και το καθένα φύτευε τη βρωμερή του μύτη,
χώνοντάς τη, σα σύνεργο, παντού μέσ' στη σαπίλα.
Τρύπες τα μάτια του, κι απ' την αδιάντροπη κοιλιά του
βαριά τ' άντερα χύνονταν απάνου στα μηριά του,
κι από γλυκάδες βδελυρές χορτάτοι οι δήμιοί του,
δέρνοντάς τον, ολότελα τον είχαν ευνουχίσει.
Κάτου στα πόδια του αγριμιών ζηλιάρικα κοπάδια,
με μούρες ανασηκωτές, γυρίζαν τριγυρίζαν,
και ζώο πιο μεγαλόκορμο στη μέση τους κουνιούνταν
από τους παραστάτες του τριγυριστός, ο μπόγιας.
Στα Κύθηρα που κάθισες, παιδί ουρανού πανώριου,
αμίλητος υπόμενες βρισιές, χτυπιές, ω φρίκη!
για να πλερώσεις άτιμες λατρείες σου κι αμαρτίες
που σου το απαγορέψανε το μνήμα.
Ω κρεμασμένε
ρεζιλεμένε, οι συφορές σου, οι συφορές σου, και όταν
είδα να ρεύει το κορμί σου, αιστάνθηκα ως απάνου
στα δόντια μου, σαν εμετός, να μου ξανανεβαίνει
των πόνων του παλιού καιρού το φαρμάκι, ποτάμι.
Μπροστά σ' εσέ, φτωχέ άμοιρε και πόσο αγαπημένε!
όλα τα ράμφη αιστάνθηκα των που τρυπούν κοράκων
και που πονούν, και τα σαγόνια των παρδάλεων όλα
που άλλοτε τόσο ορέγονταν τη σάρκα μου να τρίβουν.
-Ωραίος ήταν ο ουρανός και η θάλασσα καθρέφτης,
για μένα αιματοσπάραχτα μαύρα στο εξής τα πάντα,
και να! την είχα, αλίμονο! σα σε χοντρό σουδάρι
σ' αυτό το παραμάντεμα θαμμένη την καρδιά μου.
Δεν ηύρα στο νησί σου ορθό, Αφροδίτη, ή μια κρεμάλα,
ένα σημείο, και κρέμοταν η εικόνα μου από κείνη.
Το θάρρος και τη δύναμη, Θεέ μου, ν' αντικρύσω
το σώμα μου και την καρδιά μου δίχως ν' αηδιάσω.
(μτφ Μαρία Ρέγκου)
Un Voyage à Cythère
Mon coeur, comme un oiseau, voltigeait tout joyeux
Et planait librement à l'entour des cordages;
Le navire roulait sous un ciel sans nuages;
Comme un ange enivré d'un soleil radieux.
Quelle est cette île triste et noire? — C'est Cythère,
Nous dit-on, un pays fameux dans les chansons
Eldorado banal de tous les vieux garçons.
Regardez, après tout, c'est une pauvre terre.
— Île des doux secrets et des fêtes du coeur!
De l'antique Vénus le superbe fantôme
Au-dessus de tes mers plane comme un arôme
Et charge les esprits d'amour et de langueur.
Belle île aux myrtes verts, pleine de fleurs écloses,
Vénérée à jamais par toute nation,
Où les soupirs des coeurs en adoration
Roulent comme l'encens sur un jardin de roses
Ou le roucoulement éternel d'un ramier!
— Cythère n'était plus qu'un terrain des plus maigres,
Un désert rocailleux troublé par des cris aigres.
J'entrevoyais pourtant un objet singulier!
Ce n'était pas un temple aux ombres bocagères,
Où la jeune prêtresse, amoureuse des fleurs,
Allait, le corps brûlé de secrètes chaleurs,
Entrebâillant sa robe aux brises passagères;
Mais voilà qu'en rasant la côte d'assez près
Pour troubler les oiseaux avec nos voiles blanches,
Nous vîmes que c'était un gibet à trois branches,
Du ciel se détachant en noir, comme un cyprès.
De féroces oiseaux perchés sur leur pâture
Détruisaient avec rage un pendu déjà mûr,
Chacun plantant, comme un outil, son bec impur
Dans tous les coins saignants de cette pourriture;
Les yeux étaient deux trous, et du ventre effondré
Les intestins pesants lui coulaient sur les cuisses,
Et ses bourreaux, gorgés de hideuses délices,
L'avaient à coups de bec absolument châtré.
Sous les pieds, un troupeau de jaloux quadrupèdes,
Le museau relevé, tournoyait et rôdait;
Une plus grande bête au milieu s'agitait
Comme un exécuteur entouré de ses aides.
Habitant de Cythère, enfant d'un ciel si beau,
Silencieusement tu souffrais ces insultes
En expiation de tes infâmes cultes
Et des péchés qui t'ont interdit le tombeau.
Ridicule pendu, tes douleurs sont les miennes!
Je sentis, à l'aspect de tes membres flottants,
Comme un vomissement, remonter vers mes dents
Le long fleuve de fiel des douleurs anciennes;
Devant toi, pauvre diable au souvenir si cher,
J'ai senti tous les becs et toutes les mâchoires
Des corbeaux lancinants et des panthères noires
Qui jadis aimaient tant à triturer ma chair.
— Le ciel était charmant, la mer était unie;
Pour moi tout était noir et sanglant désormais,
Hélas! et j'avais, comme en un suaire épais,
Le coeur enseveli dans cette allégorie.
Qu'un gibet symbolique où pendait mon image...
— Ah! Seigneur! donnez-moi la force et le courage
De contempler mon coeur et mon corps sans dégoût!
Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: στο αττικό τοπίο που ξέρεις...
που μετριέται σε περιπλάνηση
στο αττικό τοπίο που ξέρεις μ' άλλα μάτια από τα δικά μου...
Δημήτριος Ι. Αντωνίου
Όταν ξεκινάμε βέβαιοι για την αποτυχία
Γράμμα της Αττικής ΆνοιξηςΌταν ξεκινάμε βέβαιοι για την αποτυχία
συλλογιζόμαστε τί μας κάνει να πέφτουμε
κι ύστερα τί μας φέρνει ν' ανθίζουμε αυτό το πέσιμο;
Πριν ξεκινήσουμε την τελευταία φορά, λέγαμε:
πώς θα ξοδέψεις τέτοιο δρόμο μ' ένα ρόδο στην καρδιά σου;
―έχοντας την αντοχή μόνο στη θύμηση περασμένων;―
Yπάρχει πάντα κάτι λέω τώρα,
ύστερ' από τόσες αποτυχίες
μια ανακωχή μ' ανθισμένο χαμόγελο:
Tο πρώτο χελιδόνι στον κάμπο που ακόμη δεν ξύπνησε,
―μια γλάστρα θυμάμαι που είδα εγώ πρώτος τον ανθό της,
φώναξα μεθυσμένος: το πρώτο ρόδο! και μέσα μου
γαλήνεψε όλ' η φουρτούνα...―
Έτσι σου συνεχίζουμε τώρα το γράμμα μας,
Δύσκολη και χωρίς ελπίδα! ―γι' αυτό δοκιμάζω τη φωνή μου,
παρακάτω σου γράφω για τον πυρετό μας
που μετριέται σε περιπλάνηση
στο αττικό τοπίο που ξέρεις μ' άλλα μάτια από τα δικά μου.
Xτες το πρωί λοιπόν καθώς έφτανε η ώρα μας
σε βραδιασμένους πια στίχους να δοξάζουμε
τη διάθεση τούτη,
μουρμούριζα ευλογώντας την απόσταση
που μου παίρνει και μου δίνει τέτοιες ώρες...
Tους γνώρισα από παλιά γράμματά τους
Της ΑνάμνησηςTους γνώρισα από παλιά γράμματά τους·
χαμένες ιστορίες,
τις ξαναβρήκα τότε
παραμύθια παράδεισου
στα παιδικά μου χρόνια
και κόλασης πια τώρα.
Tρυφερότη και σκληρότη μιας μοναξιάς·
η θάλασσα
κι η καρδιά σου
φωλιά από φίδια και λουλούδια
κλειστή
μένει
σαν εκείνων...
Aπόψε
το σκέφτεσαι κι η λησμονιά τους
θα γιατρευόταν μ' ένα μικρό παιδί
κλαδί από το ίδιο δέντρο τους,
αυτό τουλάχιστον θα ξαναφώναζε
στο σαρακωμένο πύργο τους
τον αγέρα να 'ρθεί
στα πανιά του παίρνοντας
μισεμούς με συγκρατημένα δάκρυα
κι άγρια πανηγύρια γυρισμού τάζοντας.