t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι: Η πανδημία της μεγάλης απόδρασης...

Αγναντεύοντας το φεγγάρι η καλύτερα το μακρινό σύμπαν...

Η πανδημία της μεγάλης απόδρασης...

Άλλοι αποδρούν δια της κατανάλωσης, άλλοι ταξιδεύοντας, άλλοι δια του ποδοσφαίρου (μέχρι και οι γυναικές ενέσκηψαν στον αμνηστευμένο "φιλαθλητισμο"). Όσο για τους πολιτικούς - αυτοί αποδρούν δια των εκλογών. Όχι θα κάτσουν να σκάσουν...

Γενικά όλοι αποδρούν και τα φορτώνουν στον κόκκορα. Αποτέλεσμα η χώρα να έχει μετατραπεί σε ρημαγμένο κι ανεξέλεγκτο σκουπιδώνα...

Ακολουθώντας τη μόδα, λέμε κι εμείς να αποδράσουμε. Για τα καλά όμως και άνευ επιστροφής!

Η ανακάλυψη του μακρινότερου γαλαξία από το Hubble αποτελεί ιδανική λύση για όσους έχουν φτάσει στο απροχώρητο μ' αυτή τη μοιραία χώρα και τους μοιραίους ανθρώπους της - απέχει 13 δισ. έτη φωτός. Ή ρίχνεις μαύρη πέτρα ή δε ρίχνεις κι όποιον πάρει ο χάρος..!

Ακλουθεί σχετική είδηση, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 21-10-2010

Ο πιο μακρινός γαλαξίας στο σύμπαν

Μία μικρή, αχνή κουκίδα σε μία εικόνα του Hubble αποτελεί τον πιο μακρινό γαλαξία που έχει εντοπιστεί ποτέ στο σύμπαν- το φως από τον οποίο έκανε 13 δισεκατομμύρια χρόνια να φτάσει στη Γη.

Η αρχική παρατήρηση είχε γίνει από το διαστημικό τηλεσκόπιο, και περαιτέρω διερεύνηση έγινε από αστρονόμους στο VLT (Very Large Telescope) στη Χιλή.

Όπως αναφέρει η ομάδα, που δημοσίευσε τα αποτελέσματα της μελέτης της στο Nature, η διαθέσιμη εικόνα απεικονίζει τον γαλαξία όπως ήταν 600 εκατομμύρια χρόνια μετά το Big Bang.

«Αν τον δει κανείς στην εικόνα του Hubble, δεν λέει πολλά…δεν ξέρουμε πολλά για αυτόν, πέρα από το ότι φαίνεται αρκετά μικρός- πολύ μικρότερος από τον δικό μας γαλαξία. Πιθανότατα έχει μόνο το 1/10 - 1/100 των άστρων στο γαλαξία μας. Και αυτό αποτελεί πρόβλημα στην παρατήρησή του- δεν είναι μεγάλος και δεν είναι φωτεινός» είπε ο Δρ Ματ Λένερτ του Observatoire de Paris και επικεφαλής της ομάδας.

Ο εν λόγω γαλαξίας- υπό το όνομα UDFy-38135539 - παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς ο σχηματισμός του τοποθετείται στην «εποχή του επαναϊονισμού», όταν οι πρώτοι «γαλάζιοι γίγαντες» δημιούργησαν τα πρώτα βαρέα στοιχεία, και έκαψαν τα ουδέτερα αέρια, αποσπώντας ηλεκτρόνια από άτομα και παράγοντας το διαγαλαξιακό πλάσμα που εντοπίζεται ανάμεσα σε κοντινά άστρα σήμερα.

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & έλληνες ζωγράφοι, ζωγράφοι: η ελληνική μνήμη στη ζωγραφική και την ποίηση...

28η Οκτωβρίου 2010
Αφιερώνεται στις μνήμες μας

ελληνικές
ηρωϊκές
μνήμες ελευθερίας & αντίστασης


Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
EΛEYΘEPIA
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος...

Οδυσσέας Ελύτης

Άσμα ηρωικό και πένθιμο
για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας




Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού

Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.

Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου

Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.



Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·

O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
H γη κρύβει τις πέτρες της
O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
Φωτιά ή μαχαίρι!

Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!

Γ´

Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο

Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...

Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια

Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―
Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!

Δ´

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε...

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!



Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!

Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!

ΣT´

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...

Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!



Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους
Kαι σταματήσουν
Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί...

Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!



Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά
Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!

Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα
Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι
Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες
Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!

Θ´

Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν
Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο
Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»

Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο
Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!
Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα
Kαι ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Aίμα και λαλιά
Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―
Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!



Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»

Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα
Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του
Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών

Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!

IA´

Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει
Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού
Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!

IB´

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...

Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!
Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!

Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων...
Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!

IΓ´

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―

Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!

Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου

Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!

IΔ´

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
EΛEYΘEPIA
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος

Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά
Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Tα πιο αθώα κορίτσια
Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: πὼς τέτοιο φῶς ἀφήσανε καὶ πᾶν στὰ μαῦρα ξένα...

Εἶναι μιὰ τόση ἀπανεμιὰ καὶ μιὰ γαλήνη τόση,
ποὺ τὰ καράβια ἀπόμακρα μὲ τὰ πανιὰ ἀνοιγμένα
σταμάτησαν, μὰ κοίταξε, σὰ νἄχουν μετανιώσει,
πὼς τέτοιο φῶς ἀφήσανε καὶ πᾶν στὰ μαῦρα ξένα...

Λάμπρος Πορφύρας


Γαλήνη

Σήμερα πάλι λιόχαρος εἶναι ὁ γιαλὸς κι ὁ δρόμος
ὁ ἐρημικός, ποὺ σέρνεται κοντὰ στ᾿ ἀκροθαλάσσι
τὸ καλοκαίρι τὄδιωξαν τὰ πρωτοβρόχια, κι ὅμως
τὸ σκοτεινὸ φθινόπωρο δὲν ἔχει ἀκόμα φτάσει.

Εἶναι μιὰ τόση ἀπανεμιὰ καὶ μιὰ γαλήνη τόση,
ποὺ τὰ καράβια ἀπόμακρα μὲ τὰ πανιὰ ἀνοιγμένα
σταμάτησαν, μὰ κοίταξε, σὰ νἄχουν μετανιώσει,
πὼς τέτοιο φῶς ἀφήσανε καὶ πᾶν στὰ μαῦρα ξένα.

Τώρα ὡς κι οἱ πένθιμοι καπνοὶ τῶν βαποριῶν ἀράζουν
ἀσάλευτοι σὰ σύννεφα κι αὐτοὶ μὲς στὸν ἀγέρα.
Ὅλα ἀπ᾿ τὸν κόπο τῆς ζωῆς τριγύρω μου ἡσυχάζουν
ὅλα, καὶ μόνο στοῦ γιαλοῦ τὴν ἀμμουδιὰ ἐκεῖ πέρα,

μονάχα ἐκεῖ, Γαλήνη μου, σαλεύοντας τὸ κῦμα
ζητάει κάποιο τραγούδι του νὰ πεῖ μὲς τὴ γιορτή σου,
μὰ δὲν ξεσπάει νὰ σοῦ τὸ πεῖ, λὲς καὶ πὼς τὄχει κρῖμα
νὰ σοῦ ταράξει τὴ χαρὰ ποὺ βρῆκες στὴ σιωπή σου.


Η θαμπωμένη χώρα

Πολλές φορὲς στοῦ δειλινοῦ τὴ μυστικὴ τὴν ὥρα,
ὅταν γυρνῶ μὲ τὴν ψυχὴ βαριὰ συλλογισμένη,
πολλὲς φορὲς στὴν ἐρημιὰ βγαίνει μίαν ἄυλη χώρα,
μιὰ χώρα πάντα σιωπηλὴ καὶ πάντα θαμπωμένη.

Τὰ σπίτια της εἶναι κλειστὰ κι εἶναι παλιά. Κλωνάρια
ξεβγαίνουν μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς φτωχὲς αὐλές, τὶς ρημαγμένες,
στοὺς τοίχους, στὰ κατώφλια τους, φυτρώνουνε χορτάρια
κι οἱ στέγες μὲς στὴν πράσινη τὴ μούχλα εἶναι ντυμένες.

Ἔτσι εἶναι. Κι ἄλλα τά ῾χω δεῖ -θαρρῶ- στὰ μαῦρα ξένα,
ἄλλα ἐδῶ πέρα στὸ χωριό, καὶ κάποια στὸ νησί μου,
κάποια στὸ δρόμο τοῦ γιαλοῦ, σὲ χρόνια εὐτυχισμένα,
κι ὅλα τους, κι ὅλη ἡ χώρ᾿ αὐτὴ μοῦ λέει γιὰ τὴ ζωή μου.

Ἄ! Καθὼς μπαίνω στ᾿ ἄχαρα τὰ βραδινὰ στενά της,
κανένας δὲν ὑπάρχει πιὰ νὰ βγεῖ νὰ μ᾿ ἀπαντήσει,
ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος κι ὁ στερνὸς ποὺ τὰ περνῶ διαβάτης·
θυμᾶμαι ἀγάπες· σβήνεται τὸ λίγο φῶς στὴ δύση·

Σβήνεται ἀγάλια ὁλότελα. Κι ἡ χώρα ἡ θαμπωμένη
μαζὶ μ᾿ ἐκεῖνο σιωπηλὴ βυθίζεται μακριά μου,
γυρνάω σκυφτός. Κι ἀλλοίμονο! τριγύρω μου δὲ μένει
παρὰ ἡ νυχτιά, κι ἡ σκοτεινιὰ κι ἡ ἀτέλειωτη ἐρημιά μου.

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι: Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό...

Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
Xειμώνα ελάχιστε,
H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς...

Οδυσσέας Ελύτης

Λακωνικόν

O καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη
μου επέστρεψε στον ήλιο.

Kείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της
πέτρας και του αιθέρος,

Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.

Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,

Xειμώνα ελάχιστε,

H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς

Kαι στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Aνέλπιστου.

Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό

Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό που εάν σηκωθεί μέσα μας αέρας, αλίμονο. Oι ορμές χτυπάνε στα παράθυρα, τα τζάμια θρυμματίζονται. Λίγοι ξέρουν ότι ο υπερθετικός στα αισθήματα σχηματίζεται με το φως, όχι με τη δύναμη. Kι ότι χρειάζεται χάδι εκεί που βάζουν μαχαίρι. Ότι ένας κοιτώνας με τη μυστική συνεννόηση των σωμάτων μάς παρακολουθεί παντού και μας παραπέμπει στην αγιότητα χωρίς συγκατάβαση.

A ! όταν η στιγμή φτάσει να καθίσουμε κι εμείς πάνω στο πεζούλι κάποιας Aγίας Πρέκλας εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, τότε η μικρή Kουμπώ μ' ένα κερί στο χέρι θα σηκωθεί στις μύτες των ποδιών να φτάσει εκεί ψηλά, μέσα στον αναστεναγμό μας, όλα τα εύφλεκτα: πάθη, πείσματα, φωνές οργής, μυριάδες έντομα χρωματιστούλια που να λαμπαδιάσει ο τόπος !

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & Έλληνες ζωγράφοι, ζωγραφική: Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή...

Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή;

Πιο αίθρια έχεις τη μορφή, πιο αγαπημένη·
σκορπούν τα μαγιολούλουδα οι ανέμοι,
τα καλοκαίρια έχουν θητεία μικρή...

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

Σονέτα

Ι

Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή;
Πιο αίθρια έχεις τη μορφή, πιο αγαπημένη·
σκορπούν τα μαγιολούλουδα οι ανέμοι,
τα καλοκαίρια έχουν θητεία μικρή.

Κάποτε καίει χρυσό το μάτι τ' ουρανού
κι άλλοτε καταχνιά πυκνή το σκοτεινιάζει.
Τ' ωραίο του ωραίου πεθαίνει: θύμα του καιρού
ή άθυρμα της τύχης που όλο αλλάζει.

Αλλά ο δικός σου ο ήλιος δεν θα δύσει,
δεν θα γνωρίσει η άνοιξή σου το χαμό,
την ομορφιά σου 'Αδης θρασύς δεν θα συλήσει,
παντοτινά θ' ανθείς, σ' αυτά τα λόγια εδώ.

Όσο έχουν μάτια οι άνθρωποι, όσο έχουνε πνοή,
τόσο θα ζουν κι αυτά και θα σου δίνουνε ζωή.

Shall I compare thee to a summer's day

Shall I compare thee to a summer's day?
Thou art more lovely and more temperate.
Rough winds do shake the darling buds of May,
And summer's lease hath all too short a date.
Sometime too hot the eye of heaven shines,
And often is his gold complexion dimmed;
And every fair from fair sometime declines,
By chance, or nature's changing course, untrimmed;
But thy eternal summer shall not fade,
Nor lose possession of that fair thou ow'st,
Nor shall death brag thou wand'rest in his shade,
When in eternal lines to Time thou grow'st.
So long as men can breathe, or eyes can see,
So long lives this, and this gives life to thee.

ΙΙ

Τα όμορφα πλάσματα ποθούμε να πληθαίνουν,
να μένει πάντα η καλλονή τους θαλερή,
ώστε βορά του χρόνου όταν πεθαίνουν,
ν' αφήνουν διάδοχο, τη μνήμη να φρουρεί.

Μα εσύ, στα μάτια σου τα ηλιόλουστα πιστός,
το φως ξοδεύοντας δεν σκέφτεσαι το βράδυ.
Κι όμως, μετά την πλησμονή ξεσπά ο λιμός,
κι η φλόγα πένεται μόλις σωθεί το λάδι.

Τι κι αν του κόσμου είσαι το εφήμερο στολίδι,
ο πρώτος άγγελος μιας άνοιξης γλυκιάς,
όταν στο άνθος σου το σπόρο θάβεις ήδη
κι έτσι φιλάργυρος την έρημο γεννάς;

Του κόσμου ανάλγητος χρεώστης μη φανείς:
δώσε του εκείνου τον ανθό, κι όχι της γης.

(μετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης)

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Είμαστε οι προάγγελοι του χάους...

Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.

Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο κι δεν είμάστε τίποτα απ
Αυτόν τον κόσμο
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο...

Γιώργος Μακρής

Εμείς οι λίγοι

Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
Με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
Κι ολλούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία του είναι μας
Κι σ’ όλους με τους έρωτες αυτής αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο κι δεν είμάστε τίποτα απ
Αυτόν τον κόσμο
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.

Είμαστε οι προάγγελοι του χάους

Εραστές

Περάσανε οι ώρες του γοργά
Και φύγαν οι εραστές θλιμμένοι
Με βήματα επίσημα κι αργά
Και καμπαρντίνα κουμπωμένη.

Και λυπηθήκαμε τους εραστές
Με το μικρό στο τόπο πήγαιν’ έλα τους
Να νείρονται αγκαλιές ζεστές
Σκαλίζοντας τη γη με την ομπρέλα τους.

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι: η απόλυτη λεηλασία του βίου μας...

Εικόνες της Ελλάδας που κάποτε γνωρίσαμε - τις θέλουμε πίσω...

Αλλοίμονο!

Φτάσαμε στο τέλος πια - ένα τέλος, χωρίς τέλος, σαν άπατο βαρέλι...

Λεηλασία του κοινωνικού και οικονομικού βίου, απόλυτη βαρβαρότητα, χυδαιότητα, εκπόρνευση...

Αυτή είναι η χώρα. Οι βάρβαροι έχουν έρθει εδώ και καιρό, χωρίς να τόχουμε πάρει είδηση - μέσα στη ραστώνη μας, συνεχίζουμε να τους περιμένουμε, κατά τον ποιητή...

Θέλουμε την Ελλάδα πίσω...

«Δεν έχω δει ποτέ στη ζωή µου εξουσία χωρίς βία, γι αυτό δηλώνω αντεξουσιαστής, θέλω να κρατήσω αυτό το περήφανο µπαϊράκι τού απέξω, του περιθωριακού, του ανένταχτου»

Νίκος Κούνδουρος


Να πως τιμάει η σημερινή Ελλάδα τα άξια παιδιά της!

---------------------------------------------------

Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 22-10-2010:

Αντιµέτωπος µε τρεις ληστές βρέθηκε χθες τα ξηµερώµατα, µέσα στο σπίτι του στο Μετς ο Νίκος Κούνδουρος.

Οι δράστες έδεσαν και χτύπησαν τον 84χρονο σκηνοθέτη και απειλώντας τη ζωή
του ζητούσαν να τους αποκαλύψει τον συνδυασµό ενός µικρού χρηµατοκιβωτίου.

Ο Νίκος Κούνδουρος νοσηλεύεται στο Γενικό Κρατικό Νοσοκοµείο της Αθήνας. Ο «πατριάρχης του ελληνικού κινηµατογράφου» και γνωστός για το αιχµηρό χιούµορ του, σκηνοθέτης του «Δράκου», αιφνιδιάσθηκε από τους ληστές αλλοδαπούς κατά την Αστυνοµία που εισέβαλαν στη µονοκατοικία του στο ΜΕΤΣ κατά τις τρεις τα ξηµερώµατα της Πέµπτης. Με σπασµένα πλευρά, υγρό στους πνεύµονες και καρδιολογικά προβλήµατα, νοσηλεύτηκε τις πρώτες ώρες στην Εντατική του Γενικού Κρατικού «Γιώργος Γεννηµατάς» και τώρα βρίσκεται στην καρδιολογική µονάδα.

Εικόνα διάλυσης παρουσιάζει το σπίτι του Νίκου Κούνδουρου. Οι δράστες αναστάτωσαν τα πάντα αναζητώντας µετρητά, ενώ στη συνέχεια έδεσαν και άρχισαν να χτυπούν το θύµα τους, προκειµένου να τον εξαναγκάσουν να τους υποδείξει πού βρίσκονται τα χρήµατα.

Λόγω του σοκ που είχε υποστεί ο Νίκος Κούνδουρος δεν µπορούσε να απαντήσει και οι ληστές νοµίζοντας ότι αντιστέκεται τον χτύπησαν ακόµη πιο βίαια. Η Αστυνοµία αναφέρει ότι έχουν αφαιρεθεί 3.000 ευρώ από το σπίτι, αλλά δεν είναι σε θέση να εκτιµήσει αν έχουν κλαπεί άλλα αντικείµενα, καθώς ο σκηνοθέτης είναι συλλέκτης εικόνων, έργων τέχνης και παραδοσιακών αντικειµένων κυρίως από τη γενέτειρά του Κρήτη και µόνον ο ίδιος µπορεί να διαπιστώσει την απουσία τους.



Ο ΝΙΚΟΣ Κούνδουρος γεννήθηκε στις 16 Δεκεµβρίου του 1926 στον Αγιο Νικόλαο Κρήτης. Γόνος µεγαλοαστικής οικογένειας πολιτικών µε µεγάλη παράδοση στην Κρήτη. Τελείωσε την Καλών Τεχνών σπουδάζοντας ζωγραφική και γλυπτική. Λόγω του ανεξάρτητου και επαναστατικού του χαρακτήρα, εξορίστηκε στη Μακρόνησο. Εκεί αποφασίζει να ασχοληθεί µε το θέατρο και τον κινηµατογράφο. Το 1953 γυρίζει την πρώτη του ταινία, τη «Μαγική Πόλη» και το 1956 τον «Δράκο», που είναι ταινία-σταθµός για τον ελληνικό κινηµατογράφο, σαφώς επηρεασµένος από τον νεορεαλισµό και τον εξπρεσιονισµό. Ο «Δράκος» χαρακτηρίστηκε ως η καλύτερη ελληνική ταινία στη δεκαετία του 1950-1960.

Το ασυµβίβαστο του χαρακτήρα του δηµιουργεί πολλά προβλήµατα και διακόπτεται συχνά η καλλιτεχνική του δηµιουργία. «Το µίσος που έχω για την εξουσία γεννήθηκε όταν η δικτατορία της 4ης Αυγούστου κυνηγούσε τον πατέρα µου», είχε πει πριν από δύο χρόνια στα «ΝΕΑ» ο Νίκος Κούνδουρος και επέµενε ότι «δεν έχω δει ποτέ στη ζωή µου εξουσία χωρίς βία, γι αυτό δηλώνω αντεξουσιαστής, θέλω να κρατήσω αυτό το περήφανο µπαϊράκι τού απέξω, του περιθωριακού, του ανένταχτου».

«Σε όλες τις ταινίες µου, η Ελλάδα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο» , είχε δηλώσει. Προβλήµατα µε τη λογοκρισία αντιµετωπίζει η ταινία του «Παράνοµοι» (1958), που είναι η πρώτη ελληνική ταινία που αναφέρεται στον εµφύλιο πόλεµο. Στην επόµενη ταινία του «Το Ποτάµι» (1960) διαφωνεί µε τους αµερικανούς παραγωγούς ως προς το τελικό µοντάζ της ταινίας. Η ταινία προβάλλεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης µε δύο διαφορετικές κόπιες και βραβεύεται, αλλά δεν προβάλλεται ποτέ στο κοινό. Το ίδιο συνέβη και µε την ταινία του «Vortex», τα γυρίσµατα της οποίας συνέπεσαν µε την επιβολή της δικτατορίας και ολοκληρώθηκαν στο εξωτερικό. Δεν διανέµεται ποτέ στο εµπορικό κύκλωµα και προβάλλεται µόνο σε µερικές ταινιοθήκες.

Πιο πρόσφατα ο Νίκος Κούνδουρος εµπλούτισε τη δηµιουργική του πορεία µε την τριλογία «1922», «Μπορντέλο» και «Μπάιρον, µπαλάντα για έναν δαίµονα». Τριλογία που συνιστά µια χρονολογική αντίστροφη διαδροµή στην ιστορία του ελληνισµού: Μικρασιατική Καταστροφή, Κρητική Επανάσταση, Εθνεγερσία του 1821.

Οι ταινίες του οροθετούν την αφετηρία της καλλιτεχνικής ιστορίας του ελληνικού κινηµατογράφου. Η σκηνοθετική του καριέρα κορυφώνεται το 1963 µε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ του Βερολίνου για την ταινία «Μικρές Αφροδίτες». Ο Νίκος Κούνδουρος είναι ένας ξεχωριστός δηµιουργός στην ιστορία του ελληνικού κινηµατογράφου, µε µια δυναµική και ασυµβίβαστη κινηµατογραφική γλώσσα.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Οι Έλληνες για τους Έλληνες...

Το έργο θα μπορούσε να έχει κι άλλο τίτλο: αναμένοντας το μοιραίο...

Είμαστε λοιπόν μοιραίος λαός - άξιος της τύχης του;

Οι Έλληνες για τους Έλληνες...

Από την κλασική αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας...

Που κατά βάθος έγιναν /σαν ένα είδος υπηρέται των Ρωμαίων.
Κ. Καβάφης

Μέτριοι άψυχοι μεγαλοκατεργάρηδες με το δέος της οικονομίας.
Γ. Σεφέρης

Μιλούν για τη μεγάλη κρίση με το στόμα. Στην ψυχή τους καμία αλλοίωση. Μένουν όπως πάντα οι άνθρωποι της πλατείας Συντάγματος, οι άνθρωποι του Κολωνακίου.
Γ. Σεφέρης

Γίνεται να συχωρεθείς απολαμβάνοντας το άδικο;
Ο. Ελύτης

Κι ο άνθρωπος κατάντησε πραμάτεια.
Γ. Σεφέρης

Tο της όλης πόλεως ήθος ομοιούται τοις άρχουσι
Ισοκράτης

Μας μεταχειρίστηκαν σαν ανθρώπους άλλης φυλής που τους κάνουν ελεημοσύνη... Ευρωπαϊκός πολιτισμός μπιχλιμπίδι - je m'en fous de la civilisation europeenne.
Γ. Σεφέρης

Κοράκοι, όλοι κοράκοι αληθινοί, χειρότεροι από τον κόρακα όπου βγήκε από την Κιβωτό και εθρέφοταν από τα λείψανα, όπου είχε αφήσει ο κατακλυσμός του κόσμου.
Δ. Σολωμός

Μας σκοτώνουν με μικρές δόσεις πολύ ταχτικά πολύ σιωπηλά, πολύ σοφά ... Δεν έχουμε να σώσουμε τίποτα σ αυτόν τον πολιτισμό.
Γ. Σεφέρης

Ευνουχισμένοι διανοούμενοι, μικροί ανίκανοι και τυφλοί κυβερνήτες
Γ. Σεφέρης

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & ζωγραφική, έλληνες ζωγράφοι: το Αρχιπέλαγος όπως το γνώρισαν οι γενιές πριν από μας, που τόκαναν θρύλο...

Για όσους επιθυμούν να γνωρίσουν από κοντά και να βιώσουν το Αρχιπέλαγος σχεδόν απείραχτο, όπως ευτύχησαν να το γνωρίσουν οι γενιές πριν από μας, που τόκαναν θρύλο...

Πρόσκληση

Παρουσίαση φωτογραφικού λευκώματος για την Κάσο
"KASSOS TIMELESS"
του Γιάννη Καρνεσιώτη
Τετάρτη, 20 Οκτωβρίου, στις 7 το απόγευμα

Την Κυριακή 8 Αυγούστου, η Κάσος αγκάλιασε γλυκά μια προσπάθεια να αποτυπωθεί φωτογραφικά το πέρασμα του χρόνου από πάνω κι από μέσα της, να τεκμηριωθεί το πόσο ουσιαστικά αναλλοίωτο έμεινε το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον της από το πέρασμα αυτό - κάτι, που δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε για πολλούς τόπους στην Ελλάδα του 21ου αιώνα.

Η προσπάθεια αυτή, όμως, δεν θα ήταν ολοκληρωμένη, αν δεν ακολουθούσε κι η παρουσίασή της στην Αθήνα, ώστε όσο το δυνατόν περισσότεροι να έρθουν σε επαφή με το ακριτικό αυτό νησί, να παροτρυνθούν να το επισκεφθούν, να το γνωρίσουν από κοντά και να βιώσουν το Αρχιπέλαγος σχεδόν απείραχτο, όπως ευτύχησαν να το γνωρίσουν οι γενιές πριν από μας, που τόκαναν θρύλο.



Οι φίλοι της Κάσου και οικοδεσπότες του "DIRTY GINGER", Έφη Γιαλούση και Νίκος Μαούνης, παραχώρησαν ευγενικά τον χώρο τους στο Γκάζι, σ' ένα από τα πιο νευραλγικά κι εύκολα προσβάσιμα σημεία της πόλης μας. Κι όποιος θέλει να ρίξει μια κλεφτή πρώτη ματιά στην Κάσο, μέσα από τις σελίδες του δίγλωσσου λευκώματος "KASSOS TIMELESS" και να γνωρίσει από κοντά τους παράγοντες της έκδοσης μπορεί την επόμενη Τετάρτη, 20 Οκτωβρίου, στις 7 το απόγευμα, να έρθει κοντά μας, στο "DIRTY GINGER", Τριπτολέμου 46 και Περσεφόνης, ακριβώς στην επάνω πλευρά του Σταθμού "Κεραμεικός" του Μετρό.

Απόσπασμα από το άρθρο του δημιουργού
του λευκώματος "Kasos Timeless"

Γιάννη Δ. Καρνεσιώτη
στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΣΤΥΞ



"...Τελείως απρογραμμάτιστα, άρχισε να συγκροτείται το φωτογραφικό υλικό του «KASSOS TIMELESS», να δομείται και να παίρνει συγκεκριμένη μορφή, μέσα από την εστίαση του φακού όχι σε μονοσήμαντα τουριστικού ενδιαφέροντος θέματα, αλλά μάλλον σε γοητευτικές λεπτομέρειες, στοιχεία και τεκμήρια, με ιστορική φόρτιση και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, που στην Κάσο ακόμα σώζονται και φορτίζουν με τον τρόπο τους την καθημερινότητα των κατοίκων και των περιηγητών.
Αυτή η διατήρησή τους, μ’ όλη την φθορά του χρόνου, αυτή η συνύπαρξη της σύγχρονης ζωής με τα σκόρπια κομμάτια του χθες είναι, άλλωστε, που έδωσε και τον τίτλο του Λευκώματος, αποτυπώνοντας την αντίληψή μου για μια κάσο άχρονη, έξω και πέρα από τον σημερινό χρόνο - μέσα, όμως, στην ιστορική διαδρομή του.
Η Κάσος είναι ένα νησί πολύπαθο, με μεγάλες οικονομικο-κοινωνικές κορυφώσεις αλλά και μεγάλες καταστροφές στο ιστορικό του. Τα τεκμήρια των «ανεβοκατεβασμάτων» αυτών στέκουν εδώ κι εκεί, σκόρπια στο φυσκό τοπίο, που μένει απείραχτο στον χρόνο και τα αγκαλιάζει όλα, ξέροντας πως, αν μη τι άλλο, είναι δικά του γεννήματα κι αυτά, όπως κι οι άνθρωποι, που τάφτιαξαν, οι άνθρωποι, που τάχασαν, που τάδαν να καίγονται, να καταστρέφονται, κι αναγκάσθηκαν να τα εγκαταλείψουν. Παλιά αρχοντικά, στρατηγικά προσανατολισμένα, αλλά και σπίτια μικρά, απλά, με ενδιαφέρουσες αρχιτεκτονικές λύσεις και λαϊκές ή λιγότερο λαϊκές διακοσμήσεις, χρώματα έντονα και χρώματα ξεθωριασμένα, πόρτες θαυμαστά διατηρημένες, παράθυρα ανοιχτά, λειτουργικά κι άλλα, που κρέμονται στο κενό, τοίχοι με θαυμαστή λιθοδομή και στολίσματα. Τέτοια κι άλλα βλέπει παντού ολόγυρά του ο Κασιώτης, από την ώρα που θα γεννηθεί, αλλά κι ο επισκέπτης, ο τουρίστας.
Είναι αλήθεια πως τόσα μισογκρεμισμένα σπίτια όσα έχει η Κάσος, προσωπικά, δεν έχω συναντήσει αλλού. Αλλά και πουθενά αλλού όλα αυτά τα ερείπια δεν αποτελούν τόσο αναπόσπαστο στοιχείο του τόπου...
Η Ελλάδα, όπως όλες οι αρχαίες χώρες κι οι αρχαίοι πολιτισμοί, είναι, βέβαια, έτσι κι αλλιώς μια χώρα με πολλά ερείπια και τα ερείπια μπορούν να διαβασθούν με πολλούς τρόπους. Κάποιοι τα βλέπουν ως φθορά, θάνατο, ασχήμια, άλλοι τα βλέπουν ως ιστορία, μικρή ή μεγαλύτερη, στοιχεία προς διερεύνηση, ευκαιρία για συμπεράσματα επιστημονικά. Εγώ επιλέγω να τα βλέπω πρωτίστως ως γοητευτική ζώσα ιστορία – ιστορία εν τω γιγνεσθαι: ζωή καθημερινή σε χρόνο παρελθόντα, ομορφιά, που λίγο πολύ άντεξε, όχι τυχαία, μέχρι τον δικό μας παρόντα χρόνο, δίδαγμα, που μπορεί να μας οδηγήσει σταθερά στον μέλλοντα χρόνο... αν θέλουμε!..

Μ’ αυτό το κίνητρο και αυτήν την συναισθηματική στάση, ο φακός της μηχανής μου αποτυπώνει σύρτες, κλειδαριές, πόρτες, πατζούρια, ρημαγμένους τοίχους, καμπάνες παλιές και ξωκλήσια στο αγαπημένο φόντο του Αιγαίου, με το μπλε της θάλασσας, τον αψεγάδιαστο ουρανό, το οικείο φαιό των βράχων, το καφέ του άνυδρου τοπίου.
Μ’ αυτή την διάθεση, ο φακός μου διασώζει και, νομίζω, τεκμηριώνει όχι μόνο την Κάσο καθ’ εαυτήν και το ιστορικό της παρελθόν, τα απομεινάρια από το ολοκαύτωμα του 1824 ή την μουσική της παράδοση και τους ανθρώπους, αλλά ιστορεί και την Ελληνικότητά τους, τα παραδίδει όλα στον θεατή ως ακέραιο κομμάτι του Αιγαίου Αρχιπελάγους και της Ελλάδας, μέσα από τις ομοιότητες και τις αναλογίες, μέσα από στοιχεία κοινά της ζωής και της μοίρας του γένους μας όλου.
Από μιαν άποψη, η επιλογή να μη δημιουργηθεί ένας φωτογραφικός τουριστικός οδηγός, που να προσελκύει τον τυχαίο τουρίστα στην Κάσο για μπάνια στα υπέροχα, πράγματι κρυστάλινα, γαλαζοπράσινα νερά, στοχεύει περισσότερο στο να προκαλέσει το ενδιαφέρον για το νησί συνολικά, για την ιστορία, τις παραδόσεις και τους ανθρώπους του, τον πλούσιο στην απλότητά του σημερινό τρόπο ζωής, την συνύπαρξη του παλιού με το καινούριο, εκεί όπου ένα σύγχρονο σπίτι ακουμπάει σ’ ένα μισογκρεμισμένο, εκεί όπου ένα τυρί γεννιέται ακόμη όπως και πριν από αιώνες, με σκληρή χειρωνακτική δουλειά και την φωτιά να καίει το καζάνι στο λιοπύρι, εκεί όπου μια πόρτα επιμένει ακόμα να σφαλίζει με έναν σύρτη μισοσκουριασμένο, απ’ αυτούς, που δεν φτιάχνονται πια κι ίσως ποτέ να μη ξαναφτιαχτούν...

Το Λεύκωμα απευθύνεται στους νέους της Κάσου και στους νέους του Αιγαίου – τους ίδιους, που με σπίθα στο βλέμμα παίζουν λύρα, τουμπάκι, σαμπούνα ή λαγούτο και χορεύουν τους χορούς της πατρίδας τους – και τους παροτρύνει να προσπαθήσουν να διατηρήσουν όσα μπορούν από την παράδοση, να εντάξουν στην σύγχρονη καθημερινότητά τους τρόπους άξιους κι αποτελεσματικούς από το χθες, τρόπους ζωής, τρόπους γλεντιού, τρόπους δουλειάς, τρόπους χτισίματος των σπιτιών, να κρατηθούν όσο γίνεται μακριά από τα κυριολεκτικώς και μεταφορικώς λάμποντα υλικά, το αλουμίνιο, το πλεξιγκλάς, το πλαστικό, να σταθούν στα χοντρά τοιχώματα, στον ασβέστη, στα μικρά κουφώματα, στα σπίτια, που χτίζονται σε διαστάσεις και αρμονία με το φυσικό τοπίο και την κλίμακά του, σε συμφωνία με τις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες κι όχι με την αλαζονεία ή την επιδεικτικότητα, που βαραίνουν αχρείαστα άλλα νησιά του Αρχιπελάγους..."

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι: το περιφρονητικό του μεγαλείο των μακρινών αναχωρήσεων...

Κι ίσως δεν είναι πλοίο,
ίσως είναι το παν που φεύγει,
όλα που φεύγουν. Όλα!

Αλέξανδρος Μπάρας

Τα εσπέρια


Βράδυ...

Στα ελαιώδη νερά του λιμανιού,
μετακινείται κύκνεια
ένα μεγάλο πλοίο,
μετακινείται παίρνοντας
κατεύθυνση προς τ' ανοιχτά,
μ' εκείνο το περιφρονητικό του μεγαλείο
των μακρινών αναχωρήσεων...

Κι ίσως δεν είναι πλοίο,
ίσως είναι το παν που φεύγει,
όλα που φεύγουν. Όλα!

Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις κ' η Θεοδώρα

Ένα κάθε βδομάδα,
στην ορισμένη μέρα,
πάντα στην ίδιαν ώρα,
τρία βαπόρια ωραία,
η “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κ’ η “Θεοδώρα”,
ανοίγουνται απ’ την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα.

Xωρίς μανούβρες κ’ ελιγμούς
και δισταγμούς
κι’ ανώφελα σφυρίγματα,
στρέφουνε στ’ ανοιχτά την πρώρα,
η “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κ’ η “Θεοδώρα”,
σαν κάποιοι καλοαναθρεμμένοι
που φεύγουν από ένα σαλόνι
χωρίς ανούσιες χειραψίες
και περιττές.

Aνοίγουνται απ’ την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα –και με το κρύο και με τη ζέστη.

Πάνε
να μουντζουρώσουν τα γαλάζια
του Aιγαίου και της Mεσογείου
με τους καπνούς των.
Πάνε για να σκορπίσουνε τοπάζια
τα φώτα τους μέσ’ στα νερά
τη νύχτα.
Πάνε
πάντα μ’ ανθρώπους και μπαγκάζια…

H “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κ’ η “Θεοδώρα”,
χρόνια τώρα,
κάνουν τον ίδιο δρόμο,
φτάνουν την ίδια μέρα,
φεύγουν στην ίδιαν ώρα.

Mοιάζουν υπάλληλοι γραφείων
που γίνανε χρονόμετρα,
που η πόρτα της δουλειάς,
αν δεν τους δει μια μέρα να περάσουν
από κάτω της,
μπορεί να πέσει.

(Όταν ο δρόμος είναι πάντα ίδιος
τι τάχα αν είναι σε μια ολόκληρη Mεσόγειο
ή απ’ το σπίτι σ’ άλλη συνοικία;)
H “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κ’ η “Θεοδώρα”
είναι καιρός και χρόνια πάνε τώρα
του βαρεμού που ενοιώσαν την τυράννια,
να περπατούν πάντα στον ίδιο δρόμο,
να δένουνε πάντα στα ίδια λιμάνια.

Aν ήμουν εγώ πλοίαρχος,
ναι –si j’étais roi!–
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
στην “Kλεοπάτρα”, τη “Σεμίραμη”, τη “Θεοδώρα”,
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
με τέσσερα χρυσά γαλόνια
κι αν μ’ άφηναν στην ίδια αυτή γραμμή
τόσα χρόνια,
μια νύχτα σεληνόφεγγη,
στη μέση του πελάγου,
θ’ ανέβαινα στο τέταρτο κατάστρωμα
κι ενώ θ’ ακούγουνταν η μουσική
που θα’ παιζε στης πρώτης θέσης τα σαλόνια,
με τη μεγάλη μου στολή,
με τα χρυσά μου τα γαλόνια
και τα χρυσά μου τα παράσημα,
θα’ γραφα μιαν αρμονικότατη καμπύλη
από το τέταρτο κατάστρωμα
μέσ’ στα νερά,
έτσι με τα χρυσά μου,
σαν αστήρ διάττων
σαν ήρως ανεξήγητων θανάτων.

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Στο τοπίο της σύγχρονης επιστήμης...

Για μια επιστημονική κατανόηση του Σύμπαντος μέσα από μια ενοποιημένη θεωρία όλων των δυνάμεων στη φύση

ΙΔΡΥΜΑ ΕΥΓΕΝΙΔΟΥ
Νέο Ψηφιακό Πλανητάριο

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

O Aκαδημαϊκός κ. Δημήτρης Νανόπουλος μιλά για
«την Σκοτεινή Ύλη και τον Μεγάλο Επιταχυντή (LHC) του CERN»,
στο Ίδρυμα Ευγενίδου τη Δευτέρα, 18 Οκτωβρίου 2010, ώρα 19:30.


Τον κύριο Δημήτρη Νανόπουλο, Ακαδημαϊκό Διακεκριμένο Καθηγητή Φυσικής του Texas A&M University και Εθνικό μας Εκπρόσωπο στο CERN, φιλοξενεί το Ίδρυμα Ευγενίδου σε μια άκρως ενδιαφέρουσα βραδιά, ανοικτή προς το ευρύ κοινό, τη Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010 και ώρα 19:30. Η ομιλία του κ. Νανόπουλου με τίτλο: «Η Σκοτεινή Ύλη και ο Μεγάλος Επιταχυντής (LHC) του CERN» θα μας ξεναγήσει σε ένα από τα άκρως ενδιαφέροντα θέματα που αφορούν στο μεγαλύτερο πείραμα βασικής έρευνας που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ!

Ξεκινώντας από το Μεγάλο Επιταχυντή Αδρονίων ή LHC (Large Hadron Collider) στο Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών Ευρώπης ή CERN, της Ελβετίας, θα γίνει κατανοητό ότι δεν είναι μόνο οι 10.000 μαγνήτες στο 27 Km τούνελ, περίπου 100 m κάτω από το έδαφος, ούτε οι περίπου 4.000 πειραματικοί Φυσικοί Υψηλών Ενεργειών που ασχολούνται με το πείραμα αυτό, αλλά κάτι ακόμη πιο σπουδαίο: το γεγονός δηλαδή ότι θα φθάσουμε για πρώτη φορά την πραγματικά μεγάλη συνολική ενέργεια των 14 TeV. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι μας δίνεται η ευκαιρία να ανακαλύψουμε μια σειρά νέων σωματιδίων, όπως το σωμάτιο Higgs, ή τα υπερσυμμετρικά σωμάτια, συμπεριλαμβανομένου και του neutralino, που θεωρείται ο κύριος υποψήφιος για τη σύσταση της Σκοτεινής Ύλης.

Στη συνέχεια ο κύριος Νανόπουλος θα εξηγήσει γιατί είναι τόσο σπουδαία τα παραπάνω αναφερθέντα σωματίδια για μια επιστημονική κατανόηση του Σύμπαντος μέσα από μια ενοποιημένη θεωρία όλων των δυνάμεων στη φύση. Το σωμάτιο Higgs είναι απόρροια ενός μηχανισμού που εξηγεί με ποιον τρόπο όλα τα υλικά σωμάτια αποκτούν τη μάζα τους, ενώ τα υπερσυμμετρικά σωμάτια μας εξηγούν, μεταξύ άλλων, γιατί όλες οι δυνάμεις στη φύση, σε πάρα πολύ υψηλές ενέργειες ή ισοδύναμα, μέσω της Αρχής της Αβεβαιότητας του Heisenberg, σε πάρα πολύ μικρές αποστάσεις (~10-30cm), ενώνονται και συμπεριφέρνονται σαν μια δύναμη. Επίσης, το neutralino, μπορεί άνετα να εξηγήσει την Σκοτεινή Ύλη του Σύμπαντος, δηλαδή το 23% της Συμπαντικής Υλο-Ενέργειας! Έτσι λοιπόν έχουμε μια μεγάλη συσχέτιση του μικρόκοσμου, από όπου προέρχεται το neutralino και του μακροκοσμικού Σύμπαντος, όπου κυριαρχεί η Σκοτεινή Ύλη.

Συμπερασματικά τα πειραματικά αποτελέσματα αναμένονται με μεγάλη αγωνία γιατί θα δείξουν καθαρά ποιος είναι ο «πειραματικά στρωμένος» δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε για να αποκωδικοποιήσουμε τη φύση σε τέτοια λεπτομέρεια, που πριν λίγα χρόνια φαινόταν ένα ασύλληπτο και απραγματοποίητο όνειρο. Ένα γεγονός φαίνεται σίγουρο: ότι με τη λειτουργία του LHC, οι απόψεις μας περί του Σύμπαντος θα είναι σαφέστατα πολύ πιο τεκμηριωμένες και θα οδηγηθούμε σε πολύ πιο προχωρημένες και μέχρι τώρα άβατες περιοχές της γνώσης.

Σημειώνεται ότι η ομιλία είναι ανοικτή στο ευρύ κοινό και η είσοδος στο Αμφιθέατρο του Ιδρύματος θα πραγματοποιηθεί με δελτία προτεραιότητας, τα οποία θα ξεκινήσουν να δίδονται από τη Γραμματεία, μία ώρα πριν από την έναρξη της ομιλίας (Ίδρυμα Ευγενίδου, Λεωφ. Συγγρού 387, 175 64 Π. Φάληρο).


Γραφείο Τύπου - Ίδρυμα Ευγενίδου
Λία Πανταζοπούλου. T.: 210 9469684, e-mail: liap@eugenfound.edu.gr,

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & σύγχρονοι Έλληνες ζωγράφοι: Eχάθηκαν οι πόλεις, εχάθηκαν τα δάση, κ' η θάλασσα κοιμάται και τα βουνά...

Καθώς έρχονται δύσκολα χρόνια...

Ας καταπολεμήσουμε τη λήθη - μη μετατραπούμε σε "χώρα της λήθης", όπως αποκαλούσανε τη σοβιετική Τσεχοσλοβακία...

Ας κρατηθούμε από την ιστορία και τους ιστορικούς μας μύθους...

H χώρα τότε εφαίνετο
ναός ηριπομένος,
όπου οι ψαλμοί σιγάουσι
και του κισσού τα ατρέμητα
φύλλα κοιμώνται...

Ανδρέας Κάλβος

Ωδή Δεκάτη Ο Ωκεανός

στροφή α΄.
Γη των θεών φροντίδα,
Eλλάς ηρώων μητέρα,
φίλη, γλυκεία πατρίδα μου
νύκτα δουλείας σ' εσκέπασε,
νύκτα αιώνων. 5

β΄.
Oύτω εις το χάος αμέτρητον
των ουρανίων ερήμων,
νυκτερινός εξάπλωσεν
έρεβος τα πλατέα
πένθιμα εμβόλια. 10

γ΄.
Kαι εις την σκοτιάν βαθείαν,
εις το απέραντον διάςημα,
τα φώτα σιγαλέα
κινώνται των αςέρων
λελυπημένα. 15

δ΄.
Eχάθηκαν η πόλεις,
εχάθηκαν τα δάση,
κ' η θάλασσα κοιμάται
και τα βουνά· και ο θόρυβος
παύει των ζώντων. 20

ε΄.
Eις τα φρικτά βασίλεια
ομοιάζει του θανάτου
η φύσις όλη· εκείθεν
ήχος ποτέ δεν έρχεται
ύμνων ή θρήνων. 25

ς΄.
Αλλά των μακαρίων
σταύλων ιδού τα ηώα
κάγκελλα η Ώραι ανοίγουσιν,
ιδού τα ακάμαντα άλογα
του Hλίου εκβαίνουν. 30

ζ΄.
Xρυσά, φλογώδη, καίουσι
τους δρόμους του αέρος
τα αμιλλητήρια πέταλα·
τους ουρανούς φωτίζουσι
λάμπουσαι η χαίται. 35

η΄.
Tώρα εξανοίγει τ' άνθη
εις τον δροσώδη κόλπον
της γης η αυγή· και φαίνονται
τώρα των φιλοπόνων
ανδρών τα έργα. 40

θ΄.
Tα μυρισμένα χείλη
της ημέρας φιλούσι
το αναπαυμένον μέτωπον
της οικουμένης· φεύγουσιν
όνειρα, σκότος, 45

ι΄.
Ύπνος, σιγή· και πάλιν
τα χωράφια, την θάλασσαν,
τον αέρα γεμίζουσι
και τας πόλεις με' κρότον,
ποίμνια και λύραι. 50

ια΄.
Eις του σπηλαίου το στόμα
ιδού προβαίνει ο μέγας
λέων, τον φοβερόν
λαιμόν τετριχωμένον
βρέμων τινάζει. 55

ιβ΄.
O αετός αφίνει
τους κρημνούς υψηλούς·
κτυπάουσιν η πτέρυγες
τα νέφη, και τον όλυμπον
η κλαγγή σχίζει. 60

ιγ΄.
Έθλιψε την Eλλάδα
νύκτα πολλών αιώνων,
νύκτα μακράς δουλείας,
αισχύνη ανδρών, ή θέλημα
των αθανάτων. 65

ιδ΄.
H χώρα τότε εφαίνετο
ναός ηριπομένος,
όπου οι ψαλμοί σιγάουσι
και του κισσού τα ατρέμητα
φύλλα κοιμώνται. 70

ιε΄.
Ωσάν επί την άπειρον
θάλασσαν των ονείρων,
ολίγαι, απηλπισμέναι
ψυχαί νεκρών διαβαίνουσι
με' δίχως βίαν· 75

ις΄.
Oύτως από του Άθωνος
τα δένδρα, έως τους βράχους
της Kυθήρας, κυλίουσα
την άμαξαν βραδείαν,
ουρανοδρόμον· 80

ιζ΄.
H τρίμορφος Eκάτη
εθεώρει τα πλοία,
εις του Αιγαίου τους κόλπους
λάμνοντα αδόξως, φεύγοντα
διασκορπισμένα. 85

ιη΄.
Συ τότε, ω λαμπροτάτη
κόρη Διός, του κόσμου
μόνη παρηγορία,
την γην μου συ ενθυμήθηκες
ω Eλευθερία. 90

ιθ΄.
Ήλθ' η θεά· κατέβη
εις τα παραθαλάσσια
κλειτά της Xίου· τας χείρας
άπλωσ' ορθή, και κλαίουσα
λέγει τοιάδε· 95

κ΄.
Ωκεανέ, πατέρα
των χορών αθανάτων,
άκουσον την φωνήν μου,
και της ψυχής μου τέλεσον
τον μέγαν πόθον. 100

κα΄.
Ένδοξον θρόνον είχον
εις την Eλλάδα· τύραννοι
προ πολλού τον κρατούσι,
σήμερον συ βοήθησον,
δος μου τον θρόνον. 105

κβ΄.
Όταν τους ανοήτους
φεύγω θνητούς, με δέχονται
η πατρικαί σου αγκάλαι·
η ελπίς μου εις την αγάπην σου
στηρίζεται όλη. 110

κγ΄.
Eίπε· κ' ευθύς επάνω
εις τας ροάς εχύθη
του Ωκεανού, φωτίζουσα
τα νώτα υγρά και θεία,
πρόφαντος λάμψις. 115

κδ΄.
Αστράπτουσι τα κύματα
ως οι ουρανοί, και ανέφελος,
ξάστερος φέγγει ο ήλιος
και τα πολλά νησία
δείχνει του Αιγαίου. 120

κε΄.
Πρόσεχε τώρα· ως άνεμος
σφοδρός μέσα εις τα δάση,
ο αλαλαγμός σηκώνεται·
άκουε των πλεόντων
το έια μάλα. 125

κς΄.
Σχισμένη υπό μυρίας
πρώρας αφρίζει η θάλασσα,
τα πτερωμένα αδράχτια
ελεύθερα εξαπλώνονται
εις τον αέρα. 130

κζ΄.
Eπί την λίμνην ούτως
αυγερινά πετάουσι
τα πλήθη των μελίσσων
όταν γλυκύ του έαρος
φυσάη το πνεύμα· 135

.
Eπί την άμμον ούτω
περιπατούν οι λέοντες
ζητούντες τα κοπάδια,
την θέρμην των ονύχων
έαν αισθανθώσιν· 140

κθ΄.
Oύτως εάν την δύναμιν
ακούσουν των πτερύγων
οι αετοί, το κτύπημα
των βροντών υπερήφανοι
καταφρονούσι. 145

λ΄.
Πεφιλημένα θρέμματα
Ωκεανού, γενναία
και της Eλλάδος γνήσια
τέκνα, και πρωτοστάται
Eλευθερίας· 150

λα΄.
Xαίρετε σεις καυχήματα
των θαυμασίων (Σπετζίας,
Ύδρας, Ψαρών,) σκοπέλων,
όπου ποτέ δεν άραξε
φόβος κινδύνου. 155

λβ΄.
Kατευοδοίτε! ― Oρμήσατε
τα συναγμένα πλοία
ω ανδρείοι· σκορπίσατε
τον στόλον, κατακαύσατε
στόλον βαρβάρων. 160

λγ΄.
Tα δειλά των εχθρών σας
πλήθη καταφρονήσατε·
την κόμην πάντα ο θρίαμβος
στέφει των υπέρ πάτρης
κινδυνευόντων. 165

λδ΄.
Ω επουράνιος χείρα!
σε βλέπω κυβερνούσαν
τα τρομερά πηδάλια,
και των ηρώων η πρώραι
ιδού πετάουν. 170

λε΄.
Iδού κροτούν, συντρίβουσι
τους πύργους θαλασσίους
εχθρών απείρων· σκάφη,
ναύτας, ιστία, κατάρτια
η φλόγα τρώγει· 175

λς΄.
Kαι καταπίνει η θάλασσα
τα λείψανα· την νίκην
ύψωσ', ω λύρα· αν ήρωες
δοξάζονται, το θείον
φιλεί τους ύμνους. 180

λζ΄.
Ωθωμανέ υπερήφανε
πού είσαι; νέον στόλον
φέρε, ω μωρέ, και σύναξε·
νέαν δάφνην οι Έλληνες
θέλουν αρπάξειν. 185

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: τα φεγγάρια των ποιητών & των ζωγράφων...

Τα νυχτερινά τοπία...

Τα φεγγάρια των ποιητών...

Ένα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,
που λάμπει μες στη νύχτα...


Ναπολέων Λαπαθιώτης

Νυχτερινό

Ένα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,
που λάμπει μες στη νύχτα -τίποτ' άλλο.

Μια φωνή γρικιέται μες στο σάλο
και που σε λίγο παύει -τίποτ' άλλο.

Πέρα μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο
του καραβιού που φεύγει -τίποτ' άλλο.

Και μόνον ένα παράπονο μεγάλο
στα βάθη του μυαλού μου. -Τίποτ' άλλο.



Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)

Χειμωνιάτικο τοπίο

Εν' αλλόκοτο φεγγάρι σαν ένα κομμάτι πάγου,
πεθαμένο και στημένο μεσ' στη μέση του πελάγου,

μιά βουβή, μεγάλη ξέρα, πιο γυμνή κι από παλάμη,
μ' ένα γέρικο, θλιμμένο, τραγικό, μικρό καλάμι

κι ένας ίσκιος -ένα κάτι- που δε ξέρω τι έχει χάσει
κι από τότε φέρνει γύρα, μη μπορώντας να 'συχάσει.

Παγωμένο το χαμένο κι όλο φως, εκείνο τρίο,
σιωπούσε κι αγρυπνούσε, μεσ' στη νύχτα, μεσ' στο κρύο...


Εκάτης πάθη

...Απόψε πρόβαλε γυμνή, σα τέρας, η Σελήνη
κι άβυσσος πόθου τη δονεί:
την είδαν όλοι από νωρίς, τις πόρπες της να λύνει,
σα να διψούσεν ηδονή...

Τι να 'δε ξάφνου 'δω στη γη και τόσο το λυμπίστη
που 'χουν με πάθος κρεμαστεί,
σα να 'θελαν να λυτρωθούν, απ' τη παλιά τη πίστη
κι οι δυό της οι νεκροί μαστοί;

Παρθένα, στείρα και βουβή, όμοια με σαλαμάντρα,
στα βάθια βράδυα τ' αττικά.
πως έτσι, απόψε, φρένιασε να σμίξει τρελά μ' άντρα
και φλογερά κι εκστατικά;

...Τι κι αν η νύχτα γέρν' αργά, μεσ' τα πυκνά ερέβη
κι αλλόκοτα μεθούν οι ανθοί;
Στη δύση, 'κείνη μοναχή, που κείτεται και ρεύει,
ζητεί του κάκου να ευφρανθεί...

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι: Γιατί να επαναλαμβάνονται μόνο οι κακές στιγμές;

Πώς φτάσαμε πάλι ως εδώ;

Γιατί σ' αυτήν τη χώρα να επαναλαμβάνονται μόνο οι κακές στιγμές;

Μόνο οι ποιητές καταλαβαίνουν;

Νίκος Καρύδης

Οι φωνές

Tου Γιώργου Σαββίδη

Oι φωνές τους δεν έρχονται έως εδώ
η πόλις αναπνέει μακριά και δεν ακούει
το φεγγάρι παγώνει τον σκελετό του θηρίου
κι απ' τα παράθυρα τα κλειστά δε φαίνεται τίποτα.

Oι φωνές τους δε φτάνουν έως εδώ
οι δρόμοι έχουν άσπρα φώτα και γκρίζα χρώματα
μαύρες γάτες λιάζονται στα νεκροταφεία
και σ' όλα τα ποτάμια οι αλυγαριές ξεράθηκαν.

Oι φωνές τους δεν ακούγονται έως εδώ
οι νύχτες έχουνε αγάλματα και φέρετρα
Kύριε Kύριε επίβλεψον εξ ουρανού και ίδε και επίσκεψαι
δελφίνια και περιστέρια πήραν ταξίδι τα όνειρα.


Νίκος Καρύδης (1917-1984)

Η στιγμή των αρχάγγελων


Να τελειώνει η μέρα και να περιμένουν
στίχοι άγραφτοι
όπως το φως πίσω από τα τζάμια
χαμένοι φαντάροι σε ξένους δρόμους
μ' ένα καθρεφτάκι στην απάνω τσέπη
κι ένα φυλαχτό στη θέση της καρδιάς.
Α, οι άσπρες κιμωλίες στα μικρά δάχτυλα
κι ο ασβέστης στα πεζούλια
χρωματισμένος από τα γεράνια και τα βασιλικά
και οι φωτιές τις νύχτες στα βουνά
καλοκαιριάτικα
σινιάλο για να φύγω.
Κι εσύ να υπάρχεις πάντα
χωρίς λύπη χωρίς στεναγμό
ξέροντας πως δεν τελειώνει η μέρα ποτέ
όσο ορίζει τη ζωή μας η στιγμή
ταξιδεμένη τα πέλαγα με τη δικαιοσύνη
όλων των αρχάγγελων
δική μας.

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι: Ελληνικό λόγος, ποίηση, ζωγραφική...

Από το ένα μέρος του φάγαμε τα κατάλοιπα της γραφής του και από το άλλο του ροκανίσαμε την ίδια του την υπόσταση, τον κοινωνικοποιήσαμε, τον μεταβάλαμε σε έναν ακόμα μικροαστό, που μας κοιτάζει απορημένος από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του Αιγάλεω...

Οδυσσέας Ελύτης

Ελληνικός λόγος

Α….(η ελληνική) είναι μια γλώσσα με πολύ αυστηρή γραμματική, που την έφκιασε μόνος του ο λαός, από την εποχή που δεν πήγαινε ακόμη σχολείο. Και την τήρησε με θρησκευτική προσήλωση κι αντοχή αξιοθαύμαστη, μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες. Ώσπου ήρθαμ΄ εμείς, με τα διπλώματα και τους νόμους να τον βοηθήσουμε. Και σχεδόν τον αφανίσαμε. Από το ένα μέρος του φάγαμε τα κατάλοιπα της γραφής του και από το άλλο του ροκανίσαμε την ίδια του την υπόσταση, τον κοινωνικοποιήσαμε, τον μεταβάλαμε σε έναν ακόμα μικροαστό, που μας κοιτάζει απορημένος από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του Αιγάλεω.

(απόσπασμα από τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά, 1990)

Β
.…Και καλά, οι Έλληνες γενικά. Μα και οι πιο κοντινοί μας, οι “διανοούμενοι”; Να βλέπουν τον τόπο τους με συγκατάβαση σα μια οποιαδήποτε μικρή χώρα της Μέσης Ανατολής; Επειδή τα Πανεπιστήμια δεν έχουν συγχρονισμένα εργαστήρια, για να μη πω: κι επειδή τα ουρητήρια δε διαθέτουν ηλεκτρονικό μάτι; Ε, και λοιπόν, κι εγώ θα εξομολογηθώ με μια ειλικρίνεια που δεν αξίζει να την ειρωνευθεί κανείς: νιώθω ένας αριστοκράτης που έχει – ο μόνος που έχει- το προνόμιο να λέει τον ουρανό “ουρανό” και τη θάλασσα “θάλασσα”, ακριβώς όπως η Σαπφώ, ακριβώς όπως ο Ρωμανός, εδώ και χιλιάδες χρόνια, και μόνον έτσι να βλέπω αλήθεια το γαλάζιο του αιθέρος ή ν΄ ακούω το ρόχθο του πελάγους.

(απόσπασμα από το Χρονικό μιας Δεκαετίας, 1974)

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι: φθινοπωρινά τοπία των ποιητών & των ζωγράφων...

Αγαπημένο φθινόπωρο...

Εποχή για ποίηση, ζωγραφική, σκέψεις...

Αναδεικύονται τα χρώματα, σκεπάζεται η ασχήμια, ηρεμεί η ψυχή...

Αρσένι Ταρκόφσκι

Τον τελευταίο μήνα του φθινοπώρου

Τον τελευταίο μήνα του φθινοπώρου,
στην παρακμή
μιας πικρής πολύ ζωής,
γεμάτος θλίψη
μπήκα
στο άφυλλο και ανώνυμο δάσος.
Ήταν ως την άκρη πλυμένο
με λευκό σαν γάλα
γυαλί ομίχλης.
Πάνω στα σταχτιά κλαριά
κύλησαν δάκρυα καθαρά
πού μόνο τα δέντρα στάζουν παραμονές
χειμώνα πού αποχρωματίζονται τα πάντα.
Και τότε έγινε θαύμα:
στο ηλιοβασίλεμα
αντιφέγγισε από το σύννεφο το γαλανό χρώμα,
και φωτεινή αχτίνα, δραπέτευσε σαν μέσα στον Ιούνιο
απ' τις μελλοντικές ημέρες στο παρελθόν μου.
Κι έκλαιγαν τα δέντρα στις παραμονές
των αγαθών έργων και των γιορταστικών γενναιοδωριών,
των ευτυχισμένων τρικυμιών πού στροβιλίζονται στο γαλάζιο,
κι έσυραν τα πετούμενα τον κυκλικό τους χορό,
καθώς τα χέρια πάνω στα πλήκτρα
πήγαιναν από το χώμα ως τις ψηλότερες νότες.

(μτφ Μαξίμ Κισιλιέρ - Λίνος Ιωαννίδης)

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Η επιδίωξη να μεταβληθεί η γλωσσολογία σε άλγεβρα...

Η διαμόρφωση της επιστήμης της γλωσσολογίας στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας...

Η επιδίωξη να μεταβληθεί η γλωσσολογία σε άλγεβρα, όπως και η προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν πράξεις της συμβολικής λογικής για γλωσσολογικούς σκοπούς, είναι ενδεικτικές για την αύξουσα τάση πλήρους αποκοπής της γλώσσας από το ιστορικό η ψυχολογικό της περιεχόμενο, με το όποιο συνδεόταν κατά την αστική αντίληψη, και αναμόρφωσης της με γνώμονα την εξέλιξη και τις ανάγκες σε άλλους τομείς, όπου ο αναλυτικός-συνδυαστικός τρόπος σκέψης πρόβαλλε σε αμιγή μορφή...

Ο Παναγιώτης Κονδύλης για τη γλώσσα

Η παρακμή του αστικού πολιτισμού
(απόσπασμα)

...Η μοντέρνα γλωσσολογία άσκησε προς αυτήν την κατεύθυνση μεγάλη μεθοδολογική επιρροή πάνω στην εξέλιξη της κοινωνιολογίας και της εθνολογίας, γιατί ήταν η πρώτη επιστήμη του ανθρώπου που διαμφισβήτησε ανοιχτά το πρωτείο της ιστορίας και της ιστορικής θεώρησης. Διαμορφώθηκε ακριβώς την εποχή όπου συντελούνταν σε πολλούς τομείς ταυτόχρονα η μετάβαση από το συνθετικό-έναρμονιστικό στο αναλυτικό-συνδυαστικό σχήμα σκέψης και απέκτησε εξαι- ρετική επιστημολογική σημασία ακριβώς επειδή άσκησε με αξιοπρόσεκτη σαφήνεια και συνέπεια τον παραμερισμό του ιστορικού-χρονικού παράγοντα, τη χωροποίηση της αντίληψης, την κατάτμηση ολοτήτων σε άτομα και το παιγνίδι των συνδυασμών.

Ήδη η θεμελιώδης διάκριση ανάμεσα σε διαχρονία και συγχρονία εκφράζει την απόφαση της τελειωτικής αποκοπής από ιστορικά, ψυχολογικά η ανθρωπολογικά προσανατολισμένους τρόπους σκέψης και εργασίας. Αυτοί απορρίφτηκαν με τη διακήρυξη του απόλυτου πρωτείου της συγχρονικής θεώρησης, η όποια σήμαινε ότι η ύφη της γλώσσας μπορεί να συλληφθεί χωρίς την προσφυγή σε ιστορικούς παράγοντες (με την ευρεία έννοια), ενώ αντίθετα η διαχρονική σκοπιά δεν ανακαλύπτει την ύφη αυτήν, παρά μονάχα μια σειρά συχνότατα αστάθμητων και ασυνάρτητων συμβάντων, τα όποια επιδρούν τροποποιητικά πάνω στη γλώσσα.

Στην έκταση που η διαχρονία γίνεται αντικείμενο έρευνας, τούτο δεν σημαί­νει διατήρηση η αναβίωση της ιστορικής μεθόδου, αλλά καταλήγει σε μια διερεύνηση του διαχρονικού στοιχείου με βάση την ίδια συστηματική που εφαρμόζεται και στη μελέτη του συγχρονικού. Η διαχρονική ανάλυση συνίσταται έτσι στη σύγκριση δύο η περισσότερων συγχρονιών και όχι σε μια γενετική και εξελικτική διερεύνηση της μετάβασης από τη μια στην άλλη. Γιατί γίνεται δεκτό ότι σε κάθε εξελικτική διαδικασία ενυπάρχει ένα σύστημα, το όποιο το βρίσκουμε όταν ανα- λύσουμε τη διαδικασία τούτη στα έσχατα συστατικά της και ακολού­θως ανασυγκροτήσουμε και καταγράψουμε όλους τους δυνατούς συν­δυασμούς τους· οι επί μέρους τροποποιήσεις του συστήματος δεν συνιστούν μερικές παραμορφώσεις του, οι όποιες βρίσκονται πάντοτε έξω από το σύστημα ως τέτοιο, παρά ένα καινούργιο σύστημα, απ’ όπου προκύπτει ένα άλλο κ.ο.κ. Μια ιστορική θεώρηση, καθώς παραγνωρίζει το σύστημα που λανθάνει μέσα στην εξελικτική διαδικασία και καθώς καταγράφει απλώς συμβάντα σε ροη, βλέπει τα πράγματα ως κάτι το ατομικό και το μοναδικό, κι έτσι δεν μπορεί να δημιουργήσει επιστήμη ορθολογική και μεθοδικά ακριβή.

Ώστε δίδεται το προβάδισμα στη συγχρονία γιατί μονάχα σ’ αυτήν υπάρχει σύστημα, γιατί μονάχα αυτή μπορεί να συλληφθεί και να παρουσιασθεί συστηματικά. Εξοβελίζοντας τον χρονικο-ίστορικο παράγοντα, η μοντέρνα γλωσσολογία θεωρεί τη γλώσσα ως αυτάρκες. όλο δομημένο με βάση τους δικούς του ειδοποιούς νομούς μονάχα έτσι συγκροτείται ως επιστήμη.

Η επικέντρωση της επιστημονικής προσοχής στην εξέλιξη της γλώσσας μέσα στον ιστορικό χρόνο εμπο­δίζει ακριβώς, όπως λέγεται, να γίνει καθαρά αντιληπτή η συνοχή του συστήματος της γλώσσας, το όποιο εδράζεται στη συγχρονική αλληλεπίδραση των συστατικών του μερών όπως έχουν στη δεδομένη στιγμή, δηλαδή ανεξάρτητα από την ιστορία τους. Η περιπλοκότητα τούτης της αλληλεπίδρασης καθώς και η στενή αλληλεξάρτηση των συστατικών μερών του συστήματος καθιστούν αδύνατη την ταυτόχρονη διερεύνηση των σχέσεων εντός του συστήματος και των σχέσεων μέσα στον χρόνο. Η ανάλυση του συστήματος επηρεάζεται από την ιστορική προέλευση και ύφη των συστατικών του μερών εξ ίσου λίγο όσο λ.χ. και οι κανόνες στο σκάκι επηρεάζονται από το υλικό, από το όποιο είναι φτιαγμένα τα πιόνια. Εδώ δεν ενδιαφέρει η ομιλία στην πολυμορφία και στην ετερογένεια της, δηλαδή στις συγκεκριμένες ιστορικές της ρίζες, στην ατομικότητα και στην τυχαιότητά της, παρά η γλώσσα πέρα απ’ όλες αυτές τις επόψεις και τις ερωτηματοθεσίες — η γλώσσα ως υπερατομική και απρόσωπη δομή, η οποία φέρει εντός της τους νόμους της διαμόρφωσης της. Η αδρή εννοιολογική αντιπαράθεση ομιλίας και γλώσσας ολοκληρώνει εκείνη μεταξύ δια­χρονίας και συγχρονίας, επισφραγίζοντας την αποκοπή από την ιστο­ρία υπό τη γνωσιοθεωρητική μορφή μιας απόρριψης της εμπειρίας και μιας αντίστοιχης συνηγορίας υπέρ της καθαρής θεωρίας.


Παναγιώτη Κονδύλη, Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού

(Εκδ. Θεμέλιο)

Όπως η μοντέρνα ζωγραφική αναζήτησε καθαρά χρώματα και καθαρές μορφές σε μιαν ιδεατή επικράτεια πέραν του κόσμου της εμπειρίας, έτσι και η μοντέρνα γλωσσολογία ξεκίνησε από την αντίληψη ότι υπάρχει ένα βαθύτερο επίπεδο της γλώσσας, όπου ξεθωριάζει η παρδαλή ποικιλία της εμπειρίας και εμφανίζονται τα απέριττα καθαρά στοιχεία ή δομές.

Η διατύπωση μιας γενικής θεωρίας για τη γλώσσα δεν αποτελεί λοιπόν, ή δεν αποτελεί κυρίως, έργο που μπορεί να πραγματοποιηθεί με εμπειρικά μέσα, αλλά πρόκειται μάλλον για εργασία σταθμιστική, για έναν λογισμό, ο όποιος μπορεί να ξεπεράσει τα όρια και τα κενά της εμπειρίας για να προσφέρει μιαν ελεύθερη από αντιφάσεις εξαντλητική περιγραφή της γλώσσας στην καθαρή της μορφή, σε ακραίες περιπτώσεις γίνεται μάλιστα αξιωματικά δεκτή η πλήρης α­νεξαρτησία από την εμπειρία και η απαγωγική μέθοδος. Αλλά, πέρα από την εκάστοτε χρήση και την εκάστοτε επιστημολογική αξιολόγηση της εμπειρίας, το νόημα της γενικής ροπής των μοντέρνων γλωσσολόγων προς ανιστορικές θεωρητικές κατασκευές ήταν ότι έτσι μπορούσε να τεθεί σε κίνηση μια συνδυαστική πάνω σε μιαν επιφάνεια καθαρισμένη από όλες τις ιστορικές ανωμαλίες.

Η απελευθέρωση από τη δέσμευση σε εμπειρικά και ιστορικά δεδομένα αυξάνει εξαιρετικά τις δυνατότητες συνδυασμού στοιχείων, των όποιων η απλότητα, η ανεξαρτησία και η κινητικότητα μπορούσαν κι αυτές ν’ ανακαλυφθούν ή να επινοηθούν ακριβώς χάρη στην ίδια τούτην απελευθέρωση.

Η έννοια της δομής, που δια μέσου της μοντέρνας γλωσσολογίας έγινε χαρακτηριστικός όρος του μετααστικού πολιτισμού, προϋποθέτει πράγματι την αντίληψη ότι υπάρχουν έσχατα συστατικά μέρη η στοιχεία, από τη συναρμογή των οποίων προκύπτει η δομή. Δομή είναι ο τρόπος τούτης της συναρμογής, που όμως μπορεί και ν’ αλλάξει, εφ’ όσον τα στοιχεία είναι κατ’ αρχήν ισότιμα, ήτοι δεν είναι δεμένα σε κάποια αμετάβλητη Ιεραρχική τάξη.

Σ’ αυτό έγκειται η αποφασιστική διαφορά της μοντέρνας έννοιας της δομής από την παραδοσιακή έννοια του Όλου, τα μέρη του οποίου έχουν μεταξύ τους εσωτερικές σχέσεις αναγόμενες σε ουσιακές ιδιότητες, με βάση τις όποιες το κάθε μέρος υποχρεωτικά καταλαμβάνει παγία θέση μέσα στο Όλο. Οι σχέσεις των στοιχείων εντός της δομής έχουν απεναντίας θεμελιώδη σημασία για τη δομή, γι αυτό και δεν πρέπει να συγχέονται με τις εσώτερες σχέσεις των μερών του Όλου, εφ’ όσον δεν βαστάζονται ούτε προσδιορίζονται από ουσίες, παρά κατ’ αρχήν είναι ανοιχτές. Η λογική της δομής παραμένει βέβαια δεσμευτική για όλα τα επί μέρους στοιχεία, όμως λόγω της ανεξαρτησίας και της ισοτι­μίας τούτων εδώ δεν κατέχει την ίδια θέση και αξία όπως το “Όλο σε σχέση με τα μέρη του. Η δομή αποτελεί απλώς το άθροισμα των στοιχείων της, όταν αυτά έρχονται σε ορισμένες σχέσεις μεταξύ τους, και ακριβώς γι αυτό η περιγραφή της πρέπει ν’ αρχίζει με την εύρεση των έσχατων συστατικών της στοιχείων, των όποιων οι αμοιβαίες σχέσεις ανασυγκροτούνται ακολούθως είτε ανασκοπικά είτε προκαταβολικά.

Το μεθοδολογικό ιδεώδες της μοντέρνας γλωσσολογίας ήταν να φτάσει αναλυτικά σ’ έναν κατά το δυνατόν μικρότερο αριθμό στοιχειωδών μονάδων, οι οποίες έχουν αποφασιστική παρουσία σε όλες τις βαθμίδες της ανασυγκρότησης της γλώσσας και συνιστούν οιονεί τους άξονες των όλο και περιπλοκότερων μορφωμάτων της γλώσσας.

Από οντολογική άποψη φιλοδοξείται να αποφευχθεί κάθε θεωρία της απορροής και κάθε αρχετυπικός τρόπος σκέψης, με αλλά λόγια να παραχθεί η γλώσσα όχι από κάποια αόριστη πρωταρχική πηγή, παρά από λει­τουργίες, ήτοι από τον συνδυασμό όπλων στοιχείων, πίσω από τα οποία δεν βρίσκεται τίποτε άλλο. Εξ ου και η προσπάθεια να βρεθούν τα πράγματι έσχατα, πράγματι μη περαιτέρω αναγώγιμα στοιχεία και να μπουν στην αρχή, όπου όμως η αρχή νοείται λογικά και όχι πλέον ιστορικά.

‘Ορισμένοι γλωσσολόγοι θεώρησαν ανεπαρκή τον ορισμό της εσχάτης γλωσσικής ενότητας ως σημείου, ακριβώς επειδή πί­στευαν ότι η διάκριση μεταξύ signans και signatura, η όποια συμπο­ρεύεται με την έννοια του σημείου, θα αφαιρούσε από το σημείο την επιθυμητή απλότητα και μη αγωγιμότητα, ενώ επί πλέον θα έμπαζε και πάλι λαθραία στη γλωσσολογική ανάλυση τους εξοβελισμένους ιστορικούς παράγοντες, εφ’ όσον το signatum αποτελεί μέγεθος ιστορικό και πολιτισμικό.

Αν τα σημεία καθορίζονται από τις σχέσεις της γλώσσας προς εξωγλωσσικούς παράγοντες και όχι αποκλειστικά από τις εσωτερικές λειτουργίες της γλώσσας, αν είναι διασπασμένα εντός τους και αν ανάμεσα στη μορφή και στο περιεχόμενο τους ανοίγεται αγεφύρωτο χάσμα, τότε η γλώσσα, θεωρούμενη ως δομή, δεν μπορεί ν’ αποτελέσει σύστημα σημείων το σύστημα της πρέπει λοιπόν να προκύψει από τον συνδυασμό των έσχατων εκείνων ενοτήτων, από τις οποίες συντίθενται τα ίδια τα σημεία και τις οποίες άλλωστε μπορού­με και να ονομάσουμε σημεία, αν θέλουμε οπωσδήποτε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο.

Κάτω από την πίεση του αναλυτικού-συνδυαστικού τρόπου σκέψης εκτοπίσθηκε η σημασιολογία από τον χώρο της γλωσσολογίας, οπότε τούτη εδώ ταυτίστηκε με τη φωνητική. Έτσι μπόρεσαν να παραθερισθούν ριζικά oι ιστορικοί παράγοντες, καθώς έγινε η προσπάθεια να προσδιορισθούν οι εσώτερες γλωσσικές ιδιότητες των φθόγγων, ήτοι ο χαρακτήρας τους ως signantia. Η ποικιλία των εμπειρικά δεδομένων φθόγγων ανάχθηκε κι αυτή σε βασικά φωνήματα, τα οποία, όπως λέγεται, ριζώνουν σ’ ένα αμετάβλητο και οικουμενικό ψυχολογικό σύστημα και ως τέτοια αποτελούν αρχικά αφηρημένες η τυπικές ενότητες ενεργοποιούμενες ακολούθως στα συ­γκεκριμένα εμπειρικά γλωσσικά φαινόμενα. Τούτη η Θεώρηση της γλώσσας ως συστήματος φωνητικών αρχέγονων στοιχείων η φωνημάτων αντιστοιχούσε με την επανανακάλυψη της λέξης, και μάλιστα της στερούμενης νοήματος, ως αυτόνομης ηχητικής και φθογγικής ενότητας στο πλαίσιο της μοντέρνας, και ιδιαίτερα της πρωτοποριακής λυρικής ποίησης· ό,τι σ’ αυτήν εμφανίσθηκε ως μπρουϊτισμος (bruitisme) Ισοδυναμεί στη γλωσσολογία με την απολυτοποίηση του φωνητικού στοιχείου. Δεν χρειάζεται να εξετάσουμε εδώ αν όλα αυτά σήμαναν ουσιαστικό κέρδος για την κατανόηση της γλώσσας η όχι, καίρια παραμένει πάντως η διαπίστωση ότι νέος τρόπος σκέψης επιχείρησε να κατακτήσει κατά το δυνατόν γρήγορα και ολοκληρωτικά όλους τους τομείς της πνευματικής παράγωγης.

Τώρα, είτε ως σημεία εννοηθούν οι γλωσσικές πρωτογενείς ενότητες είτε ως φωνήματα, πάντως αποτελούν έννοιες λειτουργικές, δηλαδή υπάρχουν μόνον όντος ενός συστήματος και προσδιορίζονται με βάση τις θετικές η αρνητικές τους σχέσεις προς τα υπόλοιπα συστατικά μέρη του ίδιου αυτού συστήματος. Η κατάσταση της γλώσσας εδράζεται εντελώς σε σχέσεις, η γλωσσική σχέση επισκιάζει απόλυτα το γλωσσικό γεγονός.

Οι πιο συνειδητές και συνεπείς τάσεις της μοντέρνας γλωσσολογίας τονίζουν ότι μέσα σε μια γλωσσική ολότητα από επιστημονική άποψη δεν υπάρχουν οι α η οι β ουσίες, παρά μόνον εσωτερικές και εξωτερικές σχέσεις.

Η επιθυμία κατάλυσης της ουσίας διακατέχει τόσο έντονα το πνεύμα και τη μέθοδο των γλωσσολόγων, ώστε ενίοτε δεν θέλουν να θεμελιώσουν την επιστήμη τους ούτε στη σημασιολογία ούτε στη φωνητική, παρά θέλουν να τη μετατρέψουν σε μιαν άλγεβρα που θα έκανε τις πράξεις της ξεκινώντας από μεγέθη αυθαιρέτως ορισμένα και δίχως να ενδιαφέρεται για τις φυσικές ονομασίες. Τα αλγεβρικά αυτά μεγέθη, τα οποία στην αριθμητική υποκαθίστανται με διάφορους αριθμούς, είναι τα στοιχεία που αποτελούν το σύστημα της γλώσσας, καθώς καταλαμβάνουν εντός της ορισμένες θέσεις και συνδέονται μεταξύ τους κατά ορισμένο τρόπο.

Τόσο ο αριθμός όσο και οι δυνατότητες σύνδεσης των στοιχείων αυτών δίδονται μια για πάντα και, καθώς δίδονται, συγκροτούν τη γλωσσική δομή, η οποία προηγείται από τη γλωσσική χρήση (δηλαδή από την πραγματοποίηση της α η β δυνατότητας, απ’ όσες περιέχονται στη γλωσσική δομή).

Η γλώσσα μοιάζει με σκάκι η χαρτοπαίγνιο, όπου τα στοιχεία τα εκπροσωπούν τα πιόνια η τα χαρτιά και τη γλωσσική δομή την εκπροσωπούν οι κανόνες του παιγνιδιού, ενώ η γλωσσική χρήση αντιστοιχεί στην εκάστοτε διαφορετική εξέλιξη του παιγνιδιού, κατά την οποία με τα πιόνια η τα χαρτιά πραγματοποιού­νται όσοι συνδυασμοί είναι δυνατοί με βάση τους κανόνες του παιγνι­διού. Προφανώς, τα στοιχεία καθ’ αυτά η ως ουσίες δεν σημαίνουν τίποτε αν δεν έρθουν σε ορισμένες σχέσεις μεταξύ τους, έτσι ώστε να προκύψουν ορισμένοι κανόνες του παιγνιδιού η ορισμένες λειτουργίες. Η γλωσσολογία έχει λοιπόν ως έργο της την περιγραφή λειτουργιών, αδιάφορο αν προχωρεί αναλυτικά, αν δηλαδή κόβει τη γλώσσα σε κομμάτια ή αν ανασυγκροτεί τη γλώσσα ως συνολική δομή. Η πρωτοκαθεδρία των λειτουργιών απέναντι στις ουσίες εντός της δομής οφείλεται στο ότι τα στοιχεία της δομής είναι εναλλάξιμα, έτσι ώστε οι δομές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ουσιακές οντότητες, όπως δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε και τα στοιχεία τους.

Η επιδίωξη να μεταβληθεί η γλωσσολογία σε άλγεβρα, όπως και η προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν πράξεις της συμβολικής λογικής για γλωσσολογικούς σκοπούς, είναι ενδεικτικές για την αύξουσα τάση πλήρους αποκοπής της γλώσσας από το ιστορικό η ψυχολογικό της περιεχόμενο, με το όποιο συνδεόταν κατά την αστική αντίληψη, και αναμόρφωσης της με γνώμονα την εξέλιξη και τις ανάγκες σε άλλους τομείς, όπου ο αναλυτικός-συνδυαστικός τρόπος σκέψης πρόβαλλε σε αμιγή μορφή.

Η ανάγωγη της γλώσσας σε σημεία η έσχατα στοιχεία, που ή δεν έχουν ιστορία ή η Ιστορία τους είναι αδιάφορη, καθώς και το συνδυαστικό παιγνίδι με τούτα τα στοιχεία πάνω σε μιαν ενιαία επίπεδη επιφάνεια εν μέρει προδιέγραψαν κι εν μέρει συνόδευαν μεθόδους η τεχνικής, οι οποίες διαδοθήκαν με την κυβερνητική και με την υπολογιστική μηχανή, επηρεάζοντας βαθιά την καθημερινή ζωή και τις συνήθειες σκέψης της μαζικής δημοκρατίας. Η ανάλυση και η επεξεργασία της γλώσσας με τις μεθόδους της μοντέρνας γλωσσολογίας έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ αυτήν την εξέλιξη, ακριβώς επειδή η γλώσσα από την υφή της είναι δεμένη σε σημεία κι αποτελεί το συνηθέστερο ή και το κατ’ εξοχήν σύστημα σημείων, ανεξάρτητα από το πως ορίζονται εκάστοτε τα σημεία. Κάθε θεωρία για τα γλωσσικά σημεία αναγκαστικά διευρύνεται, λοιπόν, για να γίνει άμεσα ή έμμεσα γενική σημειωτική με ευρύτατες εφαρμογές. Η αποφασιστική τροπή συντε­λείται όταν το ποιοτικό μετατρέπεται σε ποσοτικό, η ουσία σε λει­τουργία, και όταν με βάση τούτη τη μετατροπή αρχίζει ένα παιγνίδι συνδυασμών δίχως κανένα όριο.

Η αναγωγή της γλωσσικής ποικιλίας σε έσχατα στοιχεία επιβοηθεί την ποσοτικοποίηση του ποιοτικού και επιτρέπει να υπολογιστούν προκαταβολικά οι συνδυασμοί, όσοι είναι δυνατοί με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Η μετατροπή των πραγμάτων ή σημείων σε ποσότητες που μπορούν να συνδυασθούν και να εναλλάξουν χαρακτηρίζει τη μοντέρνα γλωσσολογία εξ ίσου όσο και την υπολογιστική μηχανή· αυτό άλλωστε έκαμε δυνατή και τη συνερ­γασία τους σε προβλήματα, όπως λ.χ. το πρόβλημα της μετάφρασης.

Κάτω απ’ αυτές τις προϋποθέσεις, η μοντέρνα γλωσσολογία βρήκε σημεία επαφής με τις νεότατες προόδους της τεχνικής μέσα σ’ έναν κόσμο που μαθηματικοποίεται αδιάκοπα. Βέβαια, η τεχνική δεν ανα­πτύχθηκε εξ αιτίας των αλλαγών στον χώρο των επιστημών του ανθρώπου, αλλά παράλληλα μ’ αυτές και σε στενή συνάρτηση με τις μεταβολές στις φυσικές επιστήμες. Η μοντέρνα φυσική επιστήμη δεν υπήρξε ωστόσο από την πλευρά της απλή θεωρητική δεξαμενή προς χρήση της τεχνικής. Δημιούργησε μιαν ολόκληρη κοσμοεικόνα, όπου η συντριβή του άλλοτε αρμονικού Όλου σε έσχατα συστατικά μέρη και η νέα, κυρίως χωρική, αίσθηση του κόσμου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο...

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι: πλάι σ’ αυτήν τη μακρινή βόρεια θάλασσα...

Πολλά χρόνια πριν ο Σοφοκλής
Την άκουσε στο Αιγαίο, και του έφερε
Στο νου τη θολή άμπωτη και πλημμυρίδα
Της ανθρώπινης δυστυχίας· κι εμείς
Βρίσκουμε στον ήχο της μια σκέψη,
Ακούγοντάς τον πλάι σ’ αυτήν τη μακρινή βόρεια θάλασσα...

Μάθιου Άρνολντ


Η παραλία του Ντόβερ

Η θάλασσα είναι ήρεμη απόψε.
Η παλίρροια είναι στο ψηλότερο σημείο της,
η σελήνη απλώνει το φως της ευγενικά
Πάνω από τα στενά· στη γαλλική ακτή το φως
Τρεμοπαίζει και χάνεται· οι βράχοι της Αγγλίας υψώνονται,
Αχνοφώτιστοι και αχανείς, πέρα στον ήσυχο κόλπο.
Έλα στο παράθυρο, είναι γλυκός ο νυχτερινός αέρας!
Μονάχα, απ’ τη μακριά αφρισμένη γραμμή
Εκεί που η θάλασσα ενώνεται με τη χλωμή απ’ το φεγγαρόφωτο στεριά,
Άκουσε! Φτάνει η βραχνή βουή
Από τα βότσαλα που τα κύματα παρασύρουν, τα πετούν
Και τα επιστρέφουν ψηλά στην παραλία,
Αρχίζουν, και σταματούν, κι έπειτα ξαναρχίζουν,
Χαμηλώνουν τρέμοντας την ορμή τους, και φέρνουν
Την αιώνια μουσική της λύπης.

Πολλά χρόνια πριν ο Σοφοκλής
Την άκουσε στο Αιγαίο, και του έφερε
Στο νου τη θολή άμπωτη και πλημμυρίδα
Της ανθρώπινης δυστυχίας· κι εμείς
Βρίσκουμε στον ήχο της μια σκέψη,
Ακούγοντάς τον πλάι σ’ αυτήν τη μακρινή βόρεια θάλασσα.

Η Θάλασσα της Πίστης
Ήταν κάποτε κι εκείνη στο πιο ψηλό σημείο της, κι οι ακτές της γήινης σφαίρας
Εκτείνονταν σαν τις πτυχώσεις μιας λαμπρής γιρλάντας.
Όμως τώρα ακούω μονάχα
Τη μελαγχολία της, το μακρόσυρτο βουητό της που εξασθενεί,
που οπισθοχωρεί, κάτω από την ανάσα
Του νυχτερινού αέρα, χαμηλά, πέρα από τα αχανή και ζοφερά όρια
Και τα γυμνά χαλίκια του κόσμου.

Α, αγάπη μου, ας είμαστε ειλικρινείς
Ο ένας με τον άλλο! Γιατί ο κόσμος, που μοιάζει
Να απλώνεται μπροστά μας σαν
χώρα ονειρική,
Τόσο πλούσια, τόσο όμορφη, τόσο καινούργια,
Δεν έχει στην πραγματικότητα ούτε χαρά, ούτε αγάπη, ούτε φως,
Ούτε βεβαιότητα, ούτε ειρήνη, ούτε βοήθεια για τον πόνο·
Και είμαστε εδώ σαν πάνω σε σκοτεινή πεδιάδα
Ανάστατοι από μπερδεμένα σήματα για μάχη ή για φυγή,
Όπου τυφλοί στρατοί συγκρούονται τη νύχτα.

(Πηγή: ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ)


Matthew Arnold (1822-1888)

Matthew Arnold

Dover Beach

The sea is calm to-night.
The tide is full, the moon lies fair
Upon the straits; on the French coast the light
Gleams and is gone; the cliffs of England stand;
Glimmering and vast, out in the tranquil bay.
Come to the window, sweet is the night-air!
Only, from the long line of spray
Where the sea meets the moon-blanched land,
Listen! you hear the grating roar
Of pebbles which the waves draw back, and fling,
At their return, up the high strand,
Begin, and cease, and then again begin,
With tremulous cadence slow, and bring
The eternal note of sadness in.

Sophocles long ago
Heard it on the A gaean, and it brought
Into his mind the turbid ebb and flow
Of human misery; we
Find also in the sound a thought,
Hearing it by this distant northern sea.

The Sea of Faith
Was once, too, at the full, and round earth's shore
Lay like the folds of a bright girdle furled.
But now I only hear
Its melancholy, long, withdrawing roar,
Retreating, to the breath
Of the night-wind, down the vast edges drear
And naked shingles of the world.


Ah, love, let us be true
To one another! for the world, which seems
To lie before us like a land of dreams,
So various, so beautiful, so new,
Hath really neither joy, nor love, nor light,
Nor certitude, nor peace, nor help for pain;
And we are here as on a darkling plain
Swept with confused alarms of struggle and flight,
Where ignorant armies clash by night.

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: οι πολιτείες θα περάσουν και θα σβήσουν...

οι πολιτείες θα περάσουν και θα σβήσουν
οι κάμποι θα περάσουν και τα βουνά
και θα περάσουν οι θάλασσες με τ' ακρογιάλια
και θα περάσουν νύχτες και μέρες...

Μηνάς Δημάκης


Noli me Tangere

Κάποτε θα με συναντήσεις
δεν θα κάμω τίποτα
δε θα κινηθώ ούτε μια πήχυ απ' αυτό το χώμα
οι πολιτείες θα περάσουν και θα σβήσουν
οι κάμποι θα περάσουν και τα βουνά
και θα περάσουν οι θάλασσες με τ' ακρογιάλια
και θα περάσουν νύχτες και μέρες
ήλιος στο σκοτάδι σκοτάδι στον ήλιο
και θα με βρεις στην καρδιά σου
όταν θα ψάχνεις στην έρημο των καιρών
όταν θα μετράς στην άμμο της αιωνιότητας.

Έχω νεκρούς φαντάσματα μες στην καρδιά μου
καράβια βουλιαγμένα στα βάθη των ωκεανών
ιστία λευκά και φτερά διπλωμένα
χέρια δεμένα που καρτερούν του χρόνου το πλήρωμα-
εχω νεκρούς φαντάσματα στην καρδιά μου
που περιμένουν τη σάλπιγγα του τρόμου να ξυπνήσουν
και θ ανεβούν τα καράβι και θ' απλωθούν τα φτερά
και θα λυθούν τα χέρια στον αέρα
και θ' ακουστεί ο λόγος της σιωπής
κ' η έρημος θ' ανθίσει άγρια κρίνα.

Έχω νεκρούς αγαπημένους στην καρδιά μου
τα δειλινά τ' αχνά πονεί και ψάχνει
μι' αράχνη στην καρδιά μου υγρή σαν πάχνη
μνήμη φωτιά στη δειλινή γαλήνη
αιμάζει σαν πληγή που πια δεν κλείνει
ζει η ανάμνηση χιόνι κι αγιάζι ρίχνει
ήσκιους συνάζει γύρω κ' ήσκιων ίχνη
ζει τ' όνειρο και καρτερεί κ' εκείνο
ν' ανθίσει μες στην έρημο άγριο κρίνο
-έχω νεκρούς που περιμένουν στην καρδιά μου.

Με τους ανέμους μιλώ
με τους ανέμους φεύγω
μη μ' αγγίζεις είναι άνεμος τα φτερά μου
έζησα πριν από τη στιγμή τούτη της ζωής
κι όταν έλειπα ήμουν πάντα παρών
κι ας μην ήξερες να με διακρίνεις.

Έζησα μέσα στ' αδέρφια μου τα νερά
και τα δέντρα και τις πέτρες και τη φωτιά
και στον αδερφό μου τον άνεμο
κ' έχω ταξιδέψει λευκό σύννεφο στον αιθέρα.

Πόσο θα βραδύνεις να μ' αναγνωρίσεις
να δεις τις πληγές μου δικές σου πληγές
και τη χαρά μου καμωμένη μόνο για σένα
πόσο θα καθυστερήσεις στις μικρές σου φροντίδες
για να πάρεις το δρόμο που θα με ζητήσεις.

Αλλά στη μάταιη πορεία σου τη σκοτεινή
μι' άγρυπνη κραυγή σα σήμα κινδύνου θα σε προσκαλεί
μια φωνή που δεν ήξερες να την ακούσεις
- οι αδερφοί μου θα μαρτυρήσουν για μένα
οι νεκροί μου θα ξυπνήσουν για μένα
και θ' ακούσεις τη φωνή στην καρδιά σου
και θα με γνωρίσεις.

Κάποτε θα μ' ανακαλύψεις
όχι με τις πέντε αισθήσεις σου που μου είναι ξένες
τις φτωχές τις ανίδεες που σε ξεγελάνε
και κοιτάζεις με τα μάτια και δε βλέπεις
κι ούτε τον ήσκιο μου μπορούν να ψαύσουν τα χέρια σου
και στην ακοή σου δε φτάνει η φωνή μου
αλλά με την καρδιά σου θα με διακρίνεις
και θα μ' αγγίσεις με τα φτερά της ψυχής σου.

Κι ας πεθάνω θα μ' ανακαλύψεις
γιατί θα ζει η παρουσία μου
σε μια σταγόνα δρόσου που λάμπει στον όρθρο
στο χώμα που θα βαραίνει το πέλμα σου
στον άνεμο που αγκαλιάζεις
—όταν θα ξαναγυρίζω στους αιώνιους αδερφούς μου
όνειρο όνειρο ονείρου σκιά.


Μηνάς Δημάκης (1913-1980)

Απελπισία

Η απελπισία
Δεν είναι συναίσθημα διαρκείας
Ή
Εμμονής
Κανείς δεν εμμένει σε τέτοια φτώχεια
Που δεν είναι μόνο φτώχεια ή ερήμωση
Είναι αφανισμός
Μπορεί να γδυθείς βέβαια στο παγωμένο δάσος
Και συχνά βρέθηκες γυμνός
Και τα ρούχα χάθηκαν
Κι άλλα δεν είχες
Αλλ' εάν δε ζητήσεις
Κάποια κουρέλια να σε προφυλάξουν
Το δάσος δεν υπάρχει πια για σένα
Μήτ' εσύ για το δάσος

Όμως εδώ βρίσκεσαι
Προσμένοντας τα δέντρα να ξανανθίσουν
Δε σε διακρίνω καλά
Μες στο χιόνι που πέφτει
Αλλά θα βρήκες και πάλι
Κουρέλια για να φορέσεις
Και θα ονειρεύεσαι πάλι
Μια καινούργια στολή

Η απελπισία δεν είναι συναίσθημα διαρκείας
Αφού υπάρχω
Και υπάρχεις
Η απελπισία τελειώνει σύντομα
Έτσι
Ή
Αλλιώς

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, σύγχρονοι Έλληνες ζωγράφοι: τόσο η σιωπή μοιάζει να με καταβροχθίζει...

Εκσφεντονίζω λέξεις στον αέρα
κι επιστρέφουν σαν μπαλιές σ' επιφάνεια σκληρή.
Κι όμως υπάρχει σιωπή...

Ανν Σέξτον

Ίδια κι Εγώ

Πήρα τους δρόμους, μάγισσα τρελή,
Στοιχειό στο μαύρο αέρα, πιο γενναία τη νύχτα
Ονειρευόμουν το κακό' πλανήθηκα πολύ
Γυρνώντας από φως σε φως, έρποντας πλάι στα σπίτια
Πλάσμα μοναχικό, δωδεκαδάκτυλο, σαλό.
Τέτοια γυναίκα λίγο μοιάζει με γυναίκα.
Ίδια ήμουν κι εγώ.

Βρήκα του δάσους τη ζεστή σπηλιά
Τη γέμισα τηγάνια, ράφια, πιάτα και ποτήρια
Ερμάρια με στολίδια και μεταξωτά
Μαγείρεψα για ξωτικά και για σκουλήκια
Κλαίγοντας σιγανά, βάζοντας τάξη στο κενό.
Τέτοια γυναίκα την παρεξηγούν συχνά.
Ίδια ήμουν κι εγώ.

Ανέβηκα στο κάρο σου, αμαξά
Γυμνά χέρια ανεμίζοντας στα φευγαλέα τοπία
Την έμαθα τη διαδρομή' κι άντεξα στην πυρά
Καθώς οι φλόγες σου μου δάγκωσαν τα ισχία
Και τα πλευρά μου έσπαζαν από βαρύ τροχό.
Τέτοια γυναίκα δεν φοβάται να πεθάνει.
Ίδια ήμουν κι εγώ.

(μτφ Κατερίνα Σχινά)


Anne Sexton (1928-1974)

Η Σιωπή

Όσο πιο πολύ γράφω, τόσο η σιωπή μοιάζει να με καταβροχθίζει
C.K. Williams


Το δωμάτιό μου είναι ασπρισμένο,
άσπρο σαν τον σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού
κι άλλο τόσο σιωπηλό'
λευκότερο απ' τα κόκαλα της κότας
που λευκαίνουν στη σελήνη,
άσπιλα σκουπίδια,
κι άλλο τόσο σιωπηλό.
Υπάρχει ένα άσπρο άγαλμα πίσω μου
κι άσπρα φυτά
που θεριεύουν σα χυδαίες παρθένες
βγάζουν τις λαστιχένιες γλώσσες τους
αλλά δε λένε τίποτα.

Τα μαλιά μου είναι το μόνο σκούρο.
Κάηκαν στην άσπρη τη φωτιά
κι είναι κάρβουνο μόνο.
Οι χάντρες που φορώ είναι κι αυτές μαύρες
είκοσι μάτια ανασυρμένα
απ' το ηφαίστειο
σε τέλεια σύσπαση.

Γιομίζω το δωμάτιο
με λέξεις απ' την πένα μου.
Απ' αυτήν στάζουν οι λέξεις σαν αποβολή.
Εκσφεντονίζω λέξεις στον αέρα
κι επιστρέφουν σαν μπαλιές σ' επιφάνεια σκληρή.
Κι όμως υπάρχει σιωπή.
Πάντα σιωπή.
Σαν ένα πελώριο στόμα βρέφους.

Η σιωπή είναι ο θάνατος.
Έρχεται κάθε μέρα με τον καταπέλτη του
να κάτσει στον ώμο μου, ένα άσπρο πουλί,
να τσιμπολογάει τα μαύρα μάτια
και τον παλλόμενο ερυθρό μυώνα
στου στόματός μου.

(Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ)