t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, σύγχρονοι ζωγράφοι: Αθηναϊκό τοπίο χθες & σήμερα...

Πεζογραφία & ζωγραφική, ζωγράφοι, σύγχρονοι Έλληνες ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Εκκλησάκι στην Αττική, λάδι σε καμβά

Αθήνα, 1896...

Μολυσμένο περιβάλλον, ακαθαρσίες, φαλακροί λόφοι, λιγοστό πράσινο, ασχήμια...

Πάνω απ' όλα, ασυνειδησία, παντελής απουσία συλλογικότητας, έχθρες, βάρβαρη εγωπάθεια, ασυγκράτητη πολιτική ρουσφετολογία...

Παρούσες όλες οι καταβολές του σημερινού ελληνικού μορφώματος...

Καθόλου δύσκολο να συνάξεις τις ρίζες της κατάντιας της εποχής μας. Με μόνη διαφορά, ουσιαστική για μας, τον αριθμό του πληθυσμού. Άλλο να μετράς τους βαρβάρους σε χιλιάδες, κι άλλο σε εκατομμύρια. Τότε ο μοναχικός ονειροπόλος μπορούσε να ξεφύγει - ανηφόριζε στην Καισαριανή και το τοπίο άλλαζε, για παράδειγμα. Σήμερα, ουκ έστιν τόπος...

Η Αθήνα του χθες, στα κείμενα του Ροίδη...

Εμμανουήλ Ροίδης
Οι Αθηναϊκοί δρόμοι

Πολὺ περισσότερον παρ᾿ ὅσα ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ Ἀμποῦ ἕως σήμερον ἔτυχε νὰ διαβάσω εἰς τὸν ξένον τύπον ὑβριστικὰ διὰ τὴν Ἑλλάδα, μ᾿ ἔκαμαν νὰ ἐντρέπωμαι αἱ κατὰ τὰς παραμονὰς τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων συστάσεις τῶν ἰδικῶν μας ἐφημερίδων πρὸς τὴν ἀστυνομίαν καὶ τοὺς οἰκοκυραίους νὰ ἐπιμεληθοῦν πρὸς χάριν τῶν ξένων τὴν καθαριότητα τῶν δρόμων καὶ νὰ φροντίσουν νὰ μὴ βρωμοῦν αἱ μάνδραι καὶ νὰ μὴν εἶναι τὰ πεζοδρόμια παραρτήματα μακελλείων καὶ λαχανοπωλείων. Ὅλα αὐτὰ ἐζητοῦντο ὡς καὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἐπισκεφθοῦν τὰς Ἀθήνας οἱ αὐτοκράτορες Δὸν Πέτρος καὶ Γουλιέλμος, ὡς μέτρα ἔκτακτα, μὲ τὴν ὑπόμνησιν μάλιστα ὅτι δὲν θὰ παρατείνοντο ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας αἱ τοιαύται περὶ καθαριότητος ἐνοχλήσεις.

Τί ἄλλο δύναταί τις ἐκ τῶν συστάσεων τούτων νὰ συμπεράνη παρὰ μόνον ὅτι, καθὼς οἱ Τζιφούτιδες τῆς Βλαχίας ἀλλάζουν ὑποκάμισον καὶ κυνηγοῦν τὰς ψείρας των μόνον κατὰ τὰς μεγάλας των θρησκευτικὰς ἑορτάς, οὕτω καὶ οἱ κάτοικοι τῶν Ἀθηνῶν μόνον εἰς ἐκτάκτους περιστάσεις πρέπει ν᾿ ἀναπνέουν ἄοσμον ἀέρα, νὰ μὴ γλιστροῦν εἰς αἵματα καὶ νὰ μὴ σκοντάπτουν εἰς σάπια πορτοκάλια καὶ λείψανα γάτων καὶ ὀρνίθων; Μὴ βιασθῆτε νὰ μὲ κατατάξητε εἰς τὸ γένος τῶν ἀναμασητικῶν ζῴων ἂν σᾶς ὁμιλῶ διὰ τὴν κατάστασιν τῶν ἀθηναϊκῶν δρόμων. Οὔτε καμῆλα εἶμαι οὔτε ἐπικήδειος ρήτωρ διὰ νὰ μοῦ ἀρέσουν τὰ ἀναμασήματα.

Τοῦτο ὅμως ἐσυλλογίσθην, ὅτι μετὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνας οἱ Ἀθηναῖοι, ἐξιππασθέντες ἀπὸ τὴν λαμπρότητα τῆς πανηγύρεως, τὴν συρροὴν τοῦ τόσου κόσμου, τὴν παρουσίαν τοῦ βασιλέως καὶ τῶν πριγκήπων, τὰς σημαίας, τὰ σαλπίσματα, τὰς φωτοχυσίας, τὰς μουσικὰς καὶ τοῦ Λούη τὰς τιμάς, ἐκατάντησαν ὅλοι ἀθλομανεῖς. Ἡ Πλάκα, πρὸ πάντων, ὅπου κατοικῶ, ἔγεινεν ὅλη ἕνα εἶδος σταδίου. Καθ᾿ ἡμέραν κινδυνεύω ν᾿ ἀνατραπῶ ἀπὸ ὑποψηφίους μαραθωνοδρόμους ἢ νὰ σπάσουν οἱ δισκοβόλοι τὴν κεφαλήν μου. Διὰ νὰ σχηματίσητε ἰδέαν τοῦ βαθμοῦ εἰς τὸν ὁποῖον ἔφθασεν ἡ ἀγωνομανία, ἀρκεῖ νὰ σᾶς εἴπω ὅτι κάθε ἀπόγευμα περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου ἠμπορεῖ ὁ διαβάτης νὰ καμαρώση περὶ τὸν Πλάτανον τῆς Πλάκας καὶ τὸ φανάρι τοῦ Διογένους, ἐκτὸς τῶν παίδων καὶ νεανίσκων, καὶ ἀρκετὰ μεγάλα ἀγοροκόριτζα νὰ σηκώνουν βάρη, νὰ πηδοῦν, νὰ ρίπτουν δίσκους καὶ νὰ τρέχουν, χωρὶς φόβον νὰ δείξουν τὸ χρῶμα τῆς καλτσοδέτας των, συμμεριζόμενα, ὡς φαίνεται, τὰς περὶ ἐξισώσεως τῶν δυὸ φύλων προοδευτικὰς ἰδέας τῆς «Ἐφημερίδος τῶν Κυριῶν».

Καλὰ θὰ ἐκάμνατε νὰ στείλετε ἐκεῖ κανένα ἀπὸ τοὺς ρεπόρτερ σας νὰ περιγράψη αὐτὰ τὰ σπαρτιατικὰ παιγνίδια, διότι ἀξίζουν τὸν κόπον. Ἐγὼ ἤθελα μόνον νὰ σᾶς ὑποδείξω ὅτι ἀφοῦ ἀπὸ τόσα ἔτη βοᾶ ὅλος ὁ κόσμος κατὰ τοῦ κονιορτοῦ, τῆς λάσπης, τῶν λάκκων καὶ τῆς δυσωδίας καὶ ματαίως ἀγωνίζεται ὅλος ὁ τύπος νὰ φέρῃ εἰς θεογνωσίαν τοὺς δημοτικούς μας ἄρχοντας καὶ τὴν ἀστυνομίαν, καλὸν ἴσως θὰ ἦτο ν᾿ ἀποταθῆ σήμερον πρὸς διόρθωσιν τοῦ κακοῦ εἰς τὴν ἀγωνομανίαν, νὰ προσπαθήση δηλαδὴ νὰ πείση τοὺς φιλάθλους ὅτι χωρὶς πνεύμονας ὑγιεῖς ἀδύνατον εἶναι νὰ ὑπάρξουν μυῶνες ἰσχυροί· ὅτι ἐφ᾿ ὅσον ἐξακολουθοῦν ν᾿ ἀναπνέουν τὰς ἀναθυμιάσεις τῆς Πλάκας, τῆς Βάθειας, τῆς Παλαιᾶς Ἀγορᾶς, τοῦ Ροδακιοῦ καὶ τοῦ Βαθρακονησίου, χάνουν τὸν καιρόν των γυμναζόμενοι καὶ ὀνειρευόμενοι τὰς δάφνας τοῦ Λούη, τοῦ ροφῶντος καθαρὸν ἀέρα εἰς τὸ Μαρούσι, ἢ τῶν ἀθλητῶν τῆς Ἀμερικῆς, ὅπου σκουπίζονται οἱ δρόμοι τετράκις τὴν ἡμέραν καὶ καταδικάζονται εἰς βαρὺ πρόστιμον οἱ ρίπτοντες ἀπὸ τὸ παράθυρον, ὄχι κοφίνια σκουπιδίων, ἀλλὰ καὶ μίαν μαραμένην ἀνθοδέσμην.

Τὸ ἐπιχείρημα τοῦτο εἶναι ἴσως τὸ μόνον δυνάμενον νὰ συγκινήση τοὺς ἀγωνιστάς μας, ἀφοῦ οὔτε περὶ τῆς ὑγείας των πολυφροντίζουν οὔτε φαίνεται νὰ τοὺς ἐνοχλῆ πολὺ ἡ ἀκαθαρσία. Οἱ πανηγυρισταὶ τῆς Θείας Προνοίας συγκαταλέγουν εἰς τὰ εὐεργετήματα αὐτῆς τὴν ἐπιδεκτικότητα τῶν αἰσθήσεών μας νὰ καταντοῦν μὲ τὸν καιρὸν καὶ τὴν συνήθειαν ἀναίσθητοι εἰς τὰ δυσάρεστα θεάματα, ἀκούσματα καὶ μυρίσματα. Καὶ ἔχουν μέγα δίκαιον. Πρόχειρον τούτου ἀπόδειξιν μᾶς δίδουν οἱ ἐνορίται τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τῶν ὁποίων, ὡς συνήθισαν τὰ αὐτία τὴν ρινοφωνίαν τοῦ ψάλτου, οὕτω πλησιάζουν καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ νὰ συνηθίσουν τὴν νεοχάρακτον ἐπὶ τοῦ τοίχου τοῦ ναοῦ ἑξάπηχυν ἐκείνην γελοιογραφίαν, ἥτις τόσον πολὺ τοὺς ἐσκανδάλιζε κατὰ τὰς πρώτας ἡμέρας.

Ἡ ὄσφρησις πρὸ πάντων εἶναι ἐξ ὅλων μας τῶν αἰσθήσεων ἡ ἐπιδεκτικωτέρα νὰ μεταβληθῆ διὰ τῆς ἕξεως εἰς ἀναισθησίαν. Γνωρίζετε βεβαίως τὸ περίφημον ποίημα τοῦ Βωδελαίρ, τὸ Ψοφίμι (la charogne), μὲ τὴν ἀνοικτήν του κοιλίαν, ὅπου βόσκουν κοπρόμυγες, μαμούνια, σκώληκες καὶ ἀσκάριδες. Ὁ ποιητὴς εὕρισκε τρόπον νὰ μυρίζεται τὸ πρᾶγμα τοῦτο «ὡς ἄνθος» καὶ ὅλοι τὸν ἐνόμισαν τρελλόν, δέκα ἔτη πρὶν τρελλαθῆ. Τὸ κατόρθωμα τοῦ Βωδελαὶρ δύναται βεβαίως νὰ θεωρηθῆ ὡς ἐξαιρετικόν, οὐδεμίαν ὅμως ἐπιδέχεται ἀμφισβήτησιν ὅτι οὔτε οἱ ζωογδάρται, οὔτε οἱ ταμπάκηδες, οὔτε οἱ σκουπιδοξύστες, οὔτε οἱ βαλσαμωταὶ ὀρνέων, οὔτε οἱ κάτοικοι τῶν ὁδῶν Αἴαντος καὶ Πρωτογένους ἐνοχλοῦνται πολὺ ἀπὸ τὴν ποιότητα τοῦ ἀέρος τὸν ὁποῖον ἀναπνέουν. Ἡ μύτη των καταντᾷ μὲ τὸν καιρὸν στωική. Τὸ κακὸν εἶναι ὅτι δὲν ηὐδόκησεν ἡ Θεία Πρόνοια νὰ καταστήση καὶ τοὺς πνεύμονας ἡμῶν ἐπίσης ἐπιδεκτικοὺς νὰ ἐξοικειωθοῦν μὲ τὰ μολύσματα τῆς ἀτμοσφαίρας.

Δὲν ἐννοῶ βεβαίως ὅτι ὅλοι οἱ μετερχόμενοι ἀκάθαρτα ἐπαγγέλματα καὶ ὅλοι οἱ γείτονες κοπρώνων ἀποθνῄσκουν ἀπὸ φθίσιν, κακοήθη πυρετόν, κοιλιακὸν τῦφον ἢ συψαιμίαν, ἀλλὰ μόνον ὅτι δὲν ἔχομεν δίκαιον νὰ περιφρονῶμεν τόσον πολὺ τοὺς ἰατροστατιστικοὺς πίνακας, ἐκ τῶν ὁποίων προκύπτει ὅτι εἰς ὅλας τὰς πόλεις τῆς Εὐρώπης ὁ ἀριθμὸς τῶν νόσων καὶ ὁ μέσος ὅρος τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς διαφέρει πολὺ κατὰ τὰ ἐπαγγέλματα καὶ τὰς συνοικίας. Δὲν ἔχω πρόχειρον τὸν Bouchardat, διὰ νὰ σᾶς παρατάξω ἀριθμοὺς καὶ τί λέγει περὶ τῆς εὐρωστίας τῶν epuarisseurs, τῶν boyandiers, τῶν chiffonniers καὶ τῶν ἄλλων καταδικασμένων ἐκ τοῦ ἐπαγγέλματός των ν᾿ ἀναπνέουν εἰς τὸ Παρίσι ἀθηναϊκὸν ἀέρα· δὲν βλέπω ὅμως καὶ τὴν ἀνάγκην ν᾿ ἀναζητήσω ξένα παραδείγματα, ἀφοῦ πρόχειρα καὶ πειστικώτατα εἶναι τὰ δικά μας.

Σοφὸς καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου μας μοῦ ἔλεγε πρό τινων μηνῶν ὅτι εἰς μόνην τὴν περισσοτέραν ἀκαθαρσίαν τοῦ Γαζοχωρίου, τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἐν γένει τῶν κάτω μαχαλάδων πρέπει ν᾿ ἀποδοθῆ ὁ μεγαλείτερος ἀριθμὸς τῶν προώρων θανάτων. Εὔκολον καὶ ἀσφαλέστατον μέσον ἀποδείξεως θὰ ἦτο ἡ ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἐπιγραφῆς τῶν ἐπικηδείων πλακῶν ἢ σταυρῶν ἐξακρίβωσις τοῦ μέσου ὅρου τῆς ἡλικίας εἰς τὴν ὁποίαν ἀπέθαναν οἱ ἀναπαυόμενοι εἰς τὸ κοιμητήριον τῆς Βάθειας καὶ οἱ εὐτυχήσαντες ν᾿ ἀναπνεύσουν καθαρώτερον ἀέρα πρὶν ἐνταφιασθοῦν εἰς τὸ Α´ νεκροταφεῖον. Ἡ διαφορὰ θὰ ἦτο, πιστεύω, μεγάλη, ἀφοῦ καὶ ἐκ πρώτης ὄψεως προξενεῖ ἀλγεινὴν ἔκπληξιν εἰς τὸν ἐπισκέπτην τοῦ λαϊκοῦ Β´ νεκροταφείου τὸ μέγα πλῆθος τῶν παιδικῶν καὶ νεανικῶν σταυρῶν.

Ἀλλὰ σκοπός μου σήμερον δὲν εἶναι νὰ θρηνήσω ἐπ᾿ αὐτῶν, ἀλλὰ μόνον νὰ ὑποδείξω ὅτι ἡ σημερινὴ ἀγωνομαχία παρέχει εἰς τὸν τύπον μοναδικὴν εὐκαιρίαν νὰ τὴν ἐκμεταλλευθῇ ὑπὲρ τῆς καθαριότητος καὶ τῆς εὐπρεπείας τῶν δρόμων τῆς πρωτευούσης. Τὴν ἐλπίδα ἐπιτυχίας ἐνισχύει ἡ σύμπτωσις ὅτι ἡ ἀγωνιστίτις αὕτη ἐπέσκηψεν ὀξυτέρα ἐπὶ τῶν κατοικούντων τὰς ρυπαρὰς συνοικίας. Τούτους πρόκειται ὁ τύπος νὰ πείση, ὄχι ὅτι κινδυνεύει τὸ στῆθος των ἀπὸ φθίσιν, ἀφοῦ δὲν τοὺς μέλλει περὶ τούτου, ἀλλ᾿ οἱ μυῶνες των ἀπὸ ἀτροφίαν, καὶ μάταιον εἶναι νὰ γυμνάζωνται, νὰ τρέχουν, νὰ δισκοβολοῦν καὶ νὰ βλέπουν εἰς τὸν ὕπνον των ὀλυμπιακὰ βραβεῖα, ἐφ᾿ ὅσον ἐξακολουθοῦν νὰ τρέφουν τοὺς πνεύμονάς των μὲ τελμάτων, σφαγείων καὶ βόθρων ἀναθυμιάσεις. Καὶ δὲν ἀρκεῖ μόνον νὰ τοὺς πείσετε, ἀλλὰ πρέπει καὶ τὴν ὀργὴν τῶν νὰ ἐξεγείρετε κατὰ τῶν πρωταιτίων τοῦ μολυσμοῦ, κατὰ παντὸς ὑπὲρ τὸ μέτρον ρυπαροῦ μπακάλη, χασάπη, μανάβη καὶ μαγείρου, κατὰ τῶν ὑπαιθρίων κοπριστῶν, κατὰ τῶν δειλιώντων νὰ ἐκτελέσουν τὸ καθῆκον τῶν ἀστυφυλάκων, πρὸ πάντων ὅμως κατὰ τοῦ βουλευτοῦ, τοῦ δένοντος τὰς χεῖρας τῆς ἀστυνομίας καὶ παρέχοντος, ὡς βδελυρὸν ρουσφέτι εἰς τοὺς προστατευομένους του, ἀπεριόριστον ἄδειαν δηλητηριάσεως τῆς ἀθηναϊκῆς ἀτμοσφαίρας. Χωρὶς νὰ εἶμαι Ἰησουίτης πιστεύω ὅτι ἡ ἁγιότης τοῦ σκοποῦ δικαιολογεῖ τὴν χρῆσιν καὶ ὀλίγης δημοκοπίας. Πόσον δὲ εἶναι ἡ τοιαύτη λαϊκὴ ἐξέγερσις κατεπείγουσα, τοῦτο θέλω προσπαθήσει ν᾿ ἀποδείξω περιάγων εἰς μερικὰ ἀθηναϊκὰ κοπροχώρια τοὺς ἀναγνώστας τῆς «Ἑστίας».

Ἐ. Ροΐδης, 1896


Εμμανουήλ Ροίδης

Αι εξοχαί των Αθηνών

(αποσπάσματα)

...................................

Τὸ ὕδωρ ἀγοράζεται ἢ ἁρπάζεται ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων, τὰ δὲ δάση κατατρώγουσιν οἱ αἶγες ἢ ἐρημοῦσιν αἱ ἀνὰ πᾶν ἔτος ἀναπτόμεναι πρὸς αὔξησιν τῆς βοσκησίμου ἐκτάσεως πυρκαϊαί, τῶν ὁποίων ἀδύνατον εἶναι νὰ εὑρεθῶσι καὶ νὰ τιμωρηθῶσιν οἱ πασίγνωστοι αὐτουργοί, διὰ τὸν λόγον ὅτι δὲν ἔχουν ψήφους τὰ δένδρα καὶ ἔχουν ψήφους οἱ αἰγοβοσκοί. Τὰ ἀνοσιουργήματα ταῦτα προκαλοῦσι μὲν παροδικὴν ἐξέγερσιν τοῦ τύπου, ἀλλὰ μετ᾿ ὀλίγον λησμονοῦνται, ὅπως καὶ τὰ κατὰ καιροὺς ἀνακύψαντα ἐκ τῆς λήθης σχέδια τῆς ἀειμνήστου βασιλίσσης Ἀμαλίας περὶ ἀναδασώσεως τοῦ Ὑμηττοῦ. Τὸ ἀληθὲς εἶναι ὅτι ὁ Ἕλλην δὲν συμπαθεῖ πρὸς τὰ φυτά, ἑξαιρουμένων τῶν προσοδοφόρων. Πολλοὶ τεχνοκρῖται κατηγόρησαν τοὺς ἀρχαίους ὡς ἀνικάνους νὰ αἰσθανθῶσι καὶ νὰ ὑμνήσωσι τὰ θέλγητρα τῆς φύσεως, ὅπως οἱ σήμερον ρομαντικοί. Τὴν μομφὴν ταύτην δύναται νὰ εὕρη ἄδικον ὁ ἀναγινώσκων τὸν Οἰδίποδα ἐπὶ Κολωνῷ ἢ τὸν Ἰππόλυτον Στεφανηφόρον, ὄχι ὅμως καὶ ὁ ἀποβλέπων εἰς τὴν παρὰ τῶν ἀπογόνων αὐτῶν ἀνοχὴν τῆς καταστροφῆς τῶν δασῶν καὶ τῆς μεταποιήσεως εἰς ἄσβεστον γραφικωτάτων λόφων τῶν Ἀθηνῶν. Παραπέμποντες ἤδη εἰς τὸν Βεδέκερ καὶ τὰ Ἑλληνικὰ τοῦ Ραγκαβῆ τοὺς ἐπιθυμοῦντας τοπογραφικὰς καὶ ἀρχαιολογικὰς εἰδήσεις περὶ τῶν περιχώρων τῶν Ἀθηνῶν, θέλομεν ἀρκεσθῆ νὰ εἴπωμεν ὀλίγα τινὰ μόνο περὶ ἐκείνων τὰ ὁποῖα θεωροῦμεν ἀξιώτερα προστασίας.

Εἰς εἴκοσι λεπτῶν ἀπόστασιν ἀπὸ τῆς πλατείας τῆς Ὁμονοίας εὑρίσκει τις παρὰ τὴν ὄχθην ἢ μᾶλλον παρὰ τὴν κοίτην τοῦ Κηφισσοῦ τὴν Κολοκυνθοῦν καὶ τὰ συνεχόμενα μετ᾿ αὐτῆς Σεπόλια. Ὁ Ραγκαβὴβ μέμφεται τὸν Στράφωνα ἐπὶ ἀνακριβείᾳ ὡς εἰπόντα ὅτι ὁ ποταμὸς οὗτος ξηραίνεται τὸ θέρος, ἐνῷ εἶναι ἀέναον τὸ ρεῖθρον αὐτοῦ. Ὅταν πρωτοῆλθα ὀλίγον πρὸ τῆς μεταπολιτεύσεως εἰς τὴν Ἑλλάδα, εὗρον ὅτι εἶχε δίκαιον ὁ Ραγκαβὴς καὶ ἄδικον ὁ Στράβων. Κατ᾿ οὐδεμίαν τότε ὥραν τοῦ ἔτους ἔλειπε τὸ ὕδωρ ἐκ τοῦ Κηφισσοῦ. Δὲν ἔτυχε μὲν νὰ προβῶ εἰς καταμετρήσεις πρὸς ἐξακρίβωσιν τοῦ βάθους αὐτοῦ, κάλλιστα ὅμως ἐνθυμοῦμαι ὅτι, ὅταν μὲν ἦτο ὀλίγον ἔβρεχε μέχρι μέσης κνήμης τοὺς πόδας τοῦ ἵππου μου, καὶ ὅταν ἦτο πολὺ ἔφθανε μέχρι τῶν ἰδικῶν μου καὶ πολλάκις ἔτυχε διερχόμενος τὰ Σεπόλια νὰ περιπλεχθῶ εἰς ἀδιέξοδον λαβύρινθον διασταυρουμένων ρυακίων. Ταῦτα εἶναι περασμένα μεγαλεῖα καὶ σήμερον ὁ πόταμος οὗτος εἶναι σχεδὸν πάντοτε ξηρός. Ἐν ἐλλείψει ὅμως ὕδατος ὑπάρχουσι δυὸ καλλιμάρμαραι γέφυραι πρὸς ὑπέρβασιν ρεύματος ἀνυπάρκτου.

Ἀλλὰ καὶ οὕτω δὲν ἀπώλεσαν, δὲ ἐμὲ τολάχιστον, ὅλα των τὰ θέλγητρα τὰ Σεπόλια. Ἡ ἀπομένουσα ὀλίγη ὑγρασία ἀρκεῖ νὰ καταστήσῃ τερπνότατον τὸν περίπατον παρὰ τὴν κοίτην τοῦ πρώην Κηφισσοῦ. Ἡ βλάστησις δὲν δύναται μὲν νὰ ὀνομασθῆ πλουσία, ἀλλὰ εἶναι ἀπαράμιλλος κατὰ τὴν ποικιλίαν. Ἂν ἦμην βοτανικὸς θὰ ἠδυνάμην πρὸς πίστωσιν τούτου νὰ παρατάξω τὰ ὀνόματα ποικίλων φιλύδρων ἀνθυλλίων, σπαρτίων καὶ σπαθοχόρτων, καὶ παρ᾿ αὐτοῖς παντοία εἴδη καρδάμων, ρόκας, ἐλελισφάκων καὶ βατομούρων. Ὀλίγον ἄνωθεν τῆς Κολοκυνθοῦς ἐκπλήσσει κάπως τὸν διαβάτην ἡ αἰφνιδία συνάντησις λιμνάζοντος νερομαζώματος. Τὸ ὕδωρ τοῦτο, τὸ ἀντανακλῶν φυλλώματα καὶ ἀναπαυόμενον ἐπὶ χορτοσκεποῦς κοίτης, φαίνεται τόσο πράσινον, ὥστε θὰ τὸ ὑπέθετε τις ἄποτον ἂν δὲν ἔβλεπε νὰ τὸ ροφῶσιν ἀπλήστως αἱ ἀγελάδες, αἱ φημιζόμεναι ὡς δειναὶ ὑδατογνώστριαι.

....................................

Ἐκ διαμέτρου ἀντίθετος εἶναι ὁ τύπος τῆς Καισαριανῆς, τῆς ποιητικωτάτης τῶν γειτόνων ἐξοχῶν. Αὕτη κεῖται εἰς μίαν καὶ ἡμίσειαν περίπου ὥραν πεζοπορίας ἀπὸ τῆς ὁδοῦ Κηφισσίας, εἰς ἱκανὸν ὕψος, ἐπὶ συδένδρου πλάτης τοῦ Ὑμηττοῦ. Τὸν κόπον τῶν ποδῶν ἀμείβει γενναίως ἡ ἐντρύφησις τῆς ὁράσεως εἰς θέαμα τοῦ ὁποίου αὐξάνουσι τὰ θέλγητρα ἐφ᾿ ὅσον τὶς ἀναβαίνει. Ἡ ἵδρυσις τῆς μονῆς ταύτης ἀνάγεται εἰς τὸν δέκατον πέμπτον αἰῶνα καὶ ἡ ὄψις αὐτῆς, ὡς πάντων τῶν μεσαιωνικῶν μοναστηρίων, μετέχει τῆς τοῦ φρουρίου. Ὅταν ἐπεσκέφθημεν αὐτὴν πρώτην φορὰν πρὸ τριακονταετίας, ἦτο μὲν ἤδη ἐν συνόλῳ ἠρειπωμένη, ἀλλ᾿ ἀπέμενεν ἀκόμη σειρὰ κελλίων κατοικησίμων καὶ κατοικημένων. Σήμερον ἠρειπώθησαν καὶ ταῦτα καὶ δὲν ἀπομένουν παρὰ ἄστεγοι τοῖχοι.

Οὐδ᾿ εἶναι μικροτέρα ἡ ζημία τῆς ἀραιώσεως τοῦ παρακειμένου δάσους, τοῦ ὁποίου ἀπέμειναν μόναι αἱ ἐλαίαι. Τὸ δάσος τοῦτο δὲν ἦτο μὲν ἐκτεταμένον, ἀλλ᾿ ἦτο τὸ μόνον ἐκ τῶν ὅσων εἶδον εἰς τὰ περίχωρα τῆς Ἀττικῆς τὸ παρέχον τὴν δυσεύρετον παρ᾿ ἡμῖν ἀπόλαυσιν περιπάτου ἢ ἀναπαύσεως ὑπὸ τὸν πράσινον θόλον ὑψηλῶν δένδρων. Πρὸς ἐκτίμησιν τοῦ μεγέθους τῆς ζημίας ἀρκεῖ τις ν᾿ ἀναλογισθῆ ὅτι χρήματα μόνο χρειάζονται πρὸς οἰκοδομὴν ἐντὸς δυὸ ἢ τριῶν ἐτῶν ὅσον δήποτε μεγαλοπρεποῦς λιθίνου θόλου, ἐνῷ ἀπαιτεῖται παρέλευσις ὁλοκλήρου αἰῶνος ὅπως ἀνέλθωσι τὰ δένδρα εἰς ὕψος ἱκανὸν νὰ σχηματίσωσι τοιοῦτον. Περὶ τούτου ὅμως ὀλίγον φροντίζουσιν οἱ μὴ διακρινομένοι βεβαίως ἐπὶ ἀλσοφιλίᾳ Ἀθηναῖοι.

Ἐ. Ροΐδης, 1896

Δεν υπάρχουν σχόλια: