Ανάμεσα
σε μια παλιά ξύλινη πόρτα ξεβαμμένη απ' τον ήλιο κι ένα κλωναράκι
γιασεμιού τρεμάμενο που, έτσι και συμβεί να μου λείψουν μια μέρα, η ανθρωπότητα όλη θα μου φαίνεται άχρηστη...
Γιάννης Σταύρου, Γιασεμί, λάδι σε καβά (λεπτομέρεια)
Οδυσσέας Ελύτης
Τα δημόσια και τα ιδιωτικά
(απόσπασμα)
Ἀνάμεσα σὲ μιὰ παλιὰ ξύλινη πόρτα ξεβαμμένη ἀπ᾿ τὸν ἥλιο κι ἕνα κλωναράκι γιασεμιοῦ τρεμάμενο πού, ἔτσι καὶ συμβεῖ νὰ μοῦ λείψουν μιὰ μέρα, ἡ ἀνθρωπότητα ὅλη θὰ μοῦ φαίνεται ἄχρηστη. Σχεδὸν σοβαρολογῶ. Ἐπειδὴ ἐδῶ δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ τὴ φύση, ποὺ αὐτήν, πιστεύω, εἶναι πιὸ σημαντικὸ νὰ τὴ διαλογίζεσαι παρὰ νὰ τὴ βιώνεις, οὔτε κἂν γιὰ τὴν παράδοση. Πρόκειται γιὰ τὴ βαθύτερη ἐκείνη δύναμη τῶν ἀναλογιῶν ποὺ συνέχει τὰ παραμικρὰ μὲ τὰ σπουδαῖα ἢ τὰ καίρια μὲ τὰ ἀσήμαντα, καὶ διαμορφώνει κάτω ἀπὸ τὴν κατατεμαχισμένη τῶν φαινομένων ἐπιφάνεια, ἕνα πιὸ στερεὸ ἔδαφος, γιὰ νὰ πατήσει τὸ πόδι μου - παραλίγο νὰ πῶ ἡ ψυχή μου.
Γιάννης Σταύρου, Γιασεμί, λάδι σε καβά (λεπτομέρεια)
Οδυσσέας Ελύτης
Τα δημόσια και τα ιδιωτικά
(απόσπασμα)
Ἀνάμεσα σὲ μιὰ παλιὰ ξύλινη πόρτα ξεβαμμένη ἀπ᾿ τὸν ἥλιο κι ἕνα κλωναράκι γιασεμιοῦ τρεμάμενο πού, ἔτσι καὶ συμβεῖ νὰ μοῦ λείψουν μιὰ μέρα, ἡ ἀνθρωπότητα ὅλη θὰ μοῦ φαίνεται ἄχρηστη. Σχεδὸν σοβαρολογῶ. Ἐπειδὴ ἐδῶ δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ τὴ φύση, ποὺ αὐτήν, πιστεύω, εἶναι πιὸ σημαντικὸ νὰ τὴ διαλογίζεσαι παρὰ νὰ τὴ βιώνεις, οὔτε κἂν γιὰ τὴν παράδοση. Πρόκειται γιὰ τὴ βαθύτερη ἐκείνη δύναμη τῶν ἀναλογιῶν ποὺ συνέχει τὰ παραμικρὰ μὲ τὰ σπουδαῖα ἢ τὰ καίρια μὲ τὰ ἀσήμαντα, καὶ διαμορφώνει κάτω ἀπὸ τὴν κατατεμαχισμένη τῶν φαινομένων ἐπιφάνεια, ἕνα πιὸ στερεὸ ἔδαφος, γιὰ νὰ πατήσει τὸ πόδι μου - παραλίγο νὰ πῶ ἡ ψυχή μου.
Μέσα σ᾿ ἕνα τέτοιο πνεῦμα εἶχα κινηθεῖ ἄλλοτε, ὅταν ἔλεγα ὅτι ἕνα τοπίο δὲν εἶναι ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνονται μερικοὶ κάποιο, ἁπλῶς, σύνολο γῆς, φυτῶν καὶ ὑδάτων. Εἶναι ἡ προβολὴ τῆς ψυχῆς ἑνὸς λαοῦ ἐπάνω στὴν ὕλη. Θέλω νὰ πιστεύω - καὶ ἡ πίστη μου αὐτὴ βγαίνει πάντοτε πρώτη στὸν ἄγωνά της μὲ τὴ γνώση - ὅτι ὅπως καὶ νὰ τὰ ἐξετάσουμε, ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὰ δῶθε ἢ ἐκεῖθε του Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νὰ καθιερώσει μίαν ὀρθογραφία, ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεῖα, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη δὲν εἶναι παρά, ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σε μιὰ καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοὶ ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἢ κοκκινάκια, ἐδῶ ἢ ἐκεῖ ἀπὸ περιστεριῶνες καὶ γλάστρες μὲ γεράνια.
Εἶναι μιὰ γλῶσσα μὲ πολὺ αὐστηρὴ γραμματική, ποὺ τὴν ἔφκιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ δὲν ἐπήγαινε ἀκόμη σχολεῖο. Καὶ τὴν τήρησε μὲ θρησκευτικὴ προσήλωση κι ἀντοχὴ ἀξιοθαύμαστη, μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἑκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμ᾿ ἐμεῖς, μὲ τὰ διπλώματα καὶ τοὺς νόμους, νὰ τὸν βοηθήσουμε. Καὶ σχεδὸν τὸν ἀφανίσαμε. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ φάγαμε τὰ κατάλοιπα τῆς γραφῆς του καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τοῦ ροκανίσαμε τὴν ἴδια του τὴν ὑπόσταση, τὸν κοινωνικοποιήσαμε, τὸν μεταβάλαμε σὲ ἕναν ἀκόμα μικροαστό, ποὺ μᾶς κοιτάζει ἀπορημένος ἀπὸ κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας τοῦ Αἰγάλεω. Δὲν ἀναφέρομαι σὲ καμιὰ χαμένη γραφικότητα. Οὔτε θυμᾶμαι νὰ ᾿χω ζήσει σὲ καμιὰ καλὴ ἐποχὴ γιὰ νὰ τὴ νοσταλγῶ. Ἁπλῶς, δὲν ἀνέχομαι τὶς ἀνορθογραφίες. Μὲ ταράζουν. Νιώθω σὰν ν᾿ ἀνακατώνονται τὰ γράμματα στὸ ἴδιο μου τὸ ἐπώνυμο, νὰ μὴν ξέρω ποιὸς εἶμαι νὰ μὴν ἀνήκω πουθενά. Τόσο πολὺ αἰσθάνομαι νὰ εἶναι ἡ ζωή μου συνυφασμένη μ᾿ αὐτὴν τὴν «ὑδρόγεια λαλιά», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ὀπτικὴ φάση τῆς ἑλληνικῆς λαλιᾶς, τῆς ἱκανῆς μὲ τὴ διπλή της ὑπόσταση νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ ζωγραφίζει συνάμα. Καὶ ποὺ ἐξακολουθεῖ ἀθόρυβα ὅσο καὶ δραστικά, παρὰ τὶς ἄνωθεν ἐπεμβάσεις, νὰ εἰσχωρεῖ ὁλοένα μέσα στὴν ἱστορία καὶ μέσα στὴ φύση ποὺ τὴ γέννησαν, ἔτσι ὥστε νὰ μετατρέπει τεράστιες ποσότητες παρελθόντος χρόνου σὲ παρόν, καὶ νὰ μετατρέπεται ἀπὸ τὸ παρὸν αὐτό σε ὄργανο προικισμένο μὲ τὴ δύναμη νὰ ὁδηγεῖ τὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας στὴν πρωτογενῆ, φυσική τους ἀλήθεια. Ὅμως, γιὰ νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ αὐτὸ κανείς, πρέπει νὰ ᾿χει περάσει ἀπ᾿ ὅλες τὶς διεργασίες, ὅσες ἀπαιτοῦνται γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει ποῦ κεῖται τὸ καίριο. Τὸ καίριο στὴ ζωὴ αὐτὴ κεῖται πέραν τοῦ ἀτόμου. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἂν δὲν ὁλοκληρωθεῖ κανεὶς σὰν ἄτομο -κι ὅλα συνωμοτοῦν στὴν ἐποχή μας γι᾿ αὐτὸ- ἀδυνατεῖ νὰ τὸ ὑπερβεῖ.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο σταύρωσης βρισκόμαστε σήμερα, ποὺ οἱ περισσότεροι ἀδυνατοῦν, ἐπὶ παραδείγματι, νὰ ἐκτιμήσουν τὴν ὑγεία ἐπειδὴ δὲν ἔτυχε ν᾿ ἀρρωστήσουν, ἢ ἐπειδὴ -τὸ χειρότερο- θεώρησαν «καίριο» τὴν ἀρρώστια. Ὁ μηχανισμὸς μιᾶς λειτουργίας ὅπως αὐτὴ ἀντανακλᾷ πάνω στὴ λογοτεχνία μας, τὴν καταδυναστεύει, τὴν ὑποβάλλει σ᾿ ἕνα εἶδος παραμορφωτικῆς ἀρθρίτιδας, ποὺ ἐξαιτίας μιᾶς μακρᾶς καὶ συνεχοῦς τακτικῆς ἐκλαμβάνεται ὡς ἡ μόνη φυσιολογική.
ΑΡΧΙΣΕ ΤΩΡΑ καὶ νὰ ψιλοβρέχει. Ἔχω ἀποτραβηχτεῖ πίσω ἀπὸ τὴν τζαμαρία καὶ παρακολουθῶ τὸν γέρο Λεμονῆ, ποὺ τρέχει κατὰ τὸ μόλο φωνάζοντας καὶ χειρονομώντας. Θὰ τοῦ λύθηκε τὸ παλαμάρι τῆς βάρκας. Ἔ, αὐτὸς εἶναι κι ἂν εἶναι, κυριολεκτικά, μ᾿ ἕναν παλιὸ πουνέντε στὸ γῦρο τοῦ προσώπου του. Ἀγρότης καὶ ναυτικὸς συνάμα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους διαχρονικοὺς Ἕλληνες, μὲ τὶς γερές του πλάτες, τὸ πυκνὸ λευκό του μαλλὶ καὶ τὸ κορμί του τὸ κεραμιδὶ ποὺ σοῦ ὑποβάλλει τὴν ἰδέα ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ᾿ναι κι ἕνας ὑπήκοος τῆς Κρήτης τοῦ Μίνωα. Δοῦλος ἴσως, ἀλλὰ σὲ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπὸ τὸν ἄρχοντά του. Καὶ αὐτὸ ἔχει σημασία. Ἐπειδὴ ἔκτοτε δὲν παρατηρήθηκε, ὡς φαίνεται, σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς πολιτισμοὺς ποὺ γνωρίζουμε. Τὰ μικρὰ μεγέθη, ὁ περιορισμένος πληθυσμός, ἡ περίπου ἀνυπαρξία καταναλωτικῶν ἀγαθῶν, μείωναν τὶς διαφορὲς ἀνάμεσα στὰ κοινωνικὰ στρώματα, ἔτσι ποὺ ἡ πλάστιγγα νὰ γέρνει πάντοτε ἀπὸ τὸ μέρος τῆς ποιότητας καὶ τοῦ καλοῦ γούστου, ποὺ ἢ ὑπάρχουν διάχυτα στὸν ἀέρα γιὰ τὸν καθένα, ἢ δὲν πουλιοῦνται στὴν ἀγορὰ ὥστε νὰ μποροῦν νὰ τὰ προμηθεύονται οἱ ὀλίγοι. Καὶ μολονότι τὸ ἄτομο στὰ χρόνια ἐκεῖνα ἔμοιαζε τὸ ἴδιο ἰσχυρὰ σβησμένο πίσω ἀπὸ τὴν τεχνουργία ὅσο καὶ στὰ χρόνια της πλέον ἀκμαίας χριστιανοσύνης, θὰ ἔλεγε κανένας ὅτι προηγουμένως εἶχε προφτάσει νὰ ὁλοκληρωθεῖ, θέλω νὰ πῶ νὰ ἐξαντλήσει ὅλους τοὺς πόρους τῆς ψυχικῆς του εὐφορίας, ὥστε νὰ κόβει λουλούδι καὶ γιὰ νὰ τὸ χαίρεται καὶ γιὰ νὰ τὸ ἐκμεταλλεύεται, χωρὶς νὰ σημειώνεται πουθενὰ τὸ παραμικρὸ χάσμα. Μπορεῖ νὰ φαίνεται παράξενο, ἀλλὰ δικαιολογημένα ὑποψιάζεται κανεὶς ὅτι ἡ λατρεία τῆς σωματικῆς δύναμης -ποὺ ὅσο πιὸ πίσω πᾶμε τόσο πιὸ ἰσχυρὴ τὴ βρίσκουμε- παραχωροῦσε τότε τὴ θέση της σὲ (ἡ , ἂν αὐτὸ πάει πολύ, συνυπῆρχε μὲ) μίαν ἀνάμεικτη ἀπὸ ἡδυπάθεια κι εὐωδία λωτοῦ τρυφερότητα, διόλου διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν «τρυφερότητα τῶν μαστῶν» ποὺ ἀντικρίζανε καθημερινὰ γύρω τους οἱ κάτοικοι τῆς Κρήτης ἐκείνης καὶ μὲ τὴ γνωστὴ πλαστική τους εὐκρίνεια, διασώσανε στὰ ἔργα τους.
Αὐτὸ θὰ πεῖ νὰ μπαίνει ἕνας πολιτισμὸς ὄχι στὴν ἱστορία μὲ πολέμους ἀλλὰ στὴ ζωὴ μὲ τὸν ἥλιο στὴν κοιλιά. Ὁλόκληρο τὸ δυναμικὸν ποὺ θ᾿ ἀντιστοιχοῦσε στὴ διεξαγωγὴ ἐχθροπραξιῶν θὰ διοχετεύεται στὴν ἐρωτικὴ συζυγία μὲ τὴ φύση καὶ στὴ διαιώνιση τῶν καρπῶν ἑνὸς τέτοιου γάμου. Ἴσως αὐτὰ ὅλα (χρειάζεται νὰ τὸ πῶ) νὰ μὴ συμπίπτουν πάντοτε, ἢ καὶ καθόλου, μὲ τὰ συμπεράσματα τῆς ἐπιστήμης. Ἀλλὰ ἐγὼ λέω αὐτὰ ποὺ διαβάζω στὰ μόνα κείμενα ποὺ μᾶς ἄφησαν καὶ ποὺ εἶναι τὰ ἔργα τῶν χειρῶν τους. Φτάνει κανεὶς καὶ ἀπὸ τὶς ἄκρες καὶ ἀπὸ τὶς ὀφιοειδεῖς γραμμὲς στὴν ἀποκατάσταση μιᾶς ἠθικῆς τῆς ὀμορφιᾶς, ποὺ πιθανὸν κάποτε στὸν κόσμο αὐτὸ νὰ ἐπεκράτησε. Ὅτι καμιὰ σημαντικὴ πολιτεία δὲν ἦταν κτισμένη σὲ μέρος ποὺ νὰ προσφέρει ἀμυντικὰ πλεονεκτήματα, ὅπως οἱ κατοπινὲς ἀκροπόλεις ἢ τ᾿ ἀμέτρητα κάστρα τοῦ Μεσαίωνα, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲ συναντᾶμε παρὰ σπάνια τὴν ὕπαρξη ὀχυρωματικῶν ἔργων συνηγοροῦν ἄμεσα μὲ τὴν ἄποψη αὐτή. Ὅπως συνηγοροῦν ἔμμεσα ὅλα τὰ ἔργα τέχνης ποὺ μᾶς ἄφησαν. Ἀπὸ τὶς νωπογραφίες ἀρχινώντας, ὅπου ἡ χρωματικὴ ἀντίληψη ἐκδηλώνεται μὲ μίαν ἀθῳότητα ποὺ χρειάστηκε νὰ περάσουν χιλιετίες ὄχι κὰν γιὰ νὰ τὴν ξαναβροῦμε ἀλλὰ μὲ κόπους καὶ μὲ γνώση νὰ τὴν ξαναφτιάξουμε περνώντας ὕστερα στοὺς ἀπείρου ποικιλίας δακτυλιολίθους, αὐτὰ τὰ ὠάρια ἑνὸς κόσμου μαγικοῦ, ὅπου οἱ συγχορδίες τῆς φαντασίας καὶ τῆς δεξιοτεχνίας καταφέρνουν νὰ συγκροτήσουν ἕναν σωστὸ Πανδέκτη τοῦ σχηματολογικοῦ δυναμικοῦ της ὕλης ἕως, τέλος, τ᾿ ἀντικείμενά τους τῆς καθημερινῆς ζωῆς, πιὸ δυναμικὰ ἐτοῦτα, ἐὰν ὄχι κάποτε καὶ βάρβαρα, ὅμως μὲ μίαν ἀνεξάντλητη στὰ σχήματα καὶ στὰ μεγέθη εὐρηματικότητα.
Ἐδῶ, δὲν ξέρω πὼς νὰ τὸ πῶ, ἀλλὰ αἰσθάνομαι κάτι σὰν ζήλια, ποὺ εἶναι παράπονο συνάμα κι εὐχή. Νά τί ἐννοῶ. Θὰ ἤθελα νὰ μποροῦσαν αὐτὰ ὅλα νὰ βρίσκονται σὲ συνεχῆ συνεννόηση μὲ τὸν ἥλιο. Νὰ ὑπάρχει καὶ γι᾿ αὐτὰ μιὰ φωτοταξία, πού, ὅπως ἐξασφαλίζε στὰ φυτὰ τὴ χλωροφύλλη τὴν ἀπαραίτητη γιὰ νὰ ἀνανεώνονται ἀέναα καὶ νὰ μᾶς βρέχουν τὸ μάτι μὲ τὴ δροσιά τους, νὰ ὑπαγορεύει καὶ σ᾿ αὐτὰ ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ σκιρτήματα, προικισμένα μὲ τὴ χάρη, ἀκόμη καὶ μέσ᾿ ἂπ᾿ τὶς πιὸ τρομερὲς θεομηνίες, ποὺ τσακίζουν πολιτισμοὺς καὶ ἀφανίζουν ἀκεραιότητες λαῶν, νὰ πηδοῦν ἀπὸ τὸν ἕνα στὸν ἄλλον αἰῶνα καὶ νὰ περνοῦν βελονιὲς πάνω στὸ δέρμα τοῦ χρόνου. Νὰ περνᾷ ἡ Παριζιάνα τῆς Κνωσοῦ στὴ συλλέκτρια τῶν κρόκων τῆς Θήρας, κι αὐτὴ στὴν Κόρη μὲ τὸν θαλλὸν μυρσίνης, τῆς Πάρου, κι αὐτὴ στὴ Μυροφόρο τὴ ῥόδινη μὲ τὴ λαμπάδα, κι αὐτὴ στὴν ὡραία Ἀντριάνα τῶν Ἀθηνῶν, κι αὐτὴ στὴν Κόρη μὲ τὸ ῥόδι τῆς Αἴγινας. Ἂν ὄχι τίποτε ἄλλο, ἐπειδὴ κατοικοῦμε στὰ ἴδια χώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου