t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Ιδού το λυκόφως...

Φύγε, επιτέλους, ω ύπαρξη θεία και ταραγμένη!
Και συ φλογέρα συνόδεψε τον συγκινημένη
Βρέξε παντού το φεγγάρι μ’ ασήμι και δάκρυ...
                                                                           Πωλ Βαλερύ

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη με φεγγάρι, λάδι σε καμβά

Paul Valéry
Narcisse Parle

Narcissiae placandis manibus.

Ô frères! tristes lys, je languis de beauté
Pour m’être désiré dans votre nudité,
Et vers vous, Nymphe, Nymphe, ô Nymphe des fontaines,
Je viens au pur silence offrir mes lames vaines.

Un grand calme m’écoute, où j’écoute l’espoir.
La voix des sources change et me parle du soir;
J’entends l’herbe d’argent grandir dans l’ombre sainte,
Et la lune perfide élève son miroir
Jusque dans les secrets de la fontaine éteinte.

Et moi! De tout mon coeur dans ces roseaux jeté,
Je languis, ô saphir, par ma triste beauté!
Je ne sais plus aimer que l’eau magicienne
Où j’oubliai le rire et la rose ancienne.

Que je déplore ton éclat fatal et pur,
Si mollement de moi fontaine environnée,
Où puisèrent mes yeux dans un mortel azur
Mon image de fleurs humides couronnée!

Hélas! L’image est vaine et les pleurs éternels!
À travers les bois bleus et les bras fraternels,
Une tendre lueur d’heure ambiguë existe,
Et d’un reste du jour me forme un fiancé
Nu, sur la place pâle où m’attire l’eau triste…
Délicieux démon, désirable et glacé!

Voici dans l’eau ma chair de lune et de rosée,
Ô forme obéissante à mes yeux opposée!
Voici mes bras d’argent dont les gestes sont purs!…
Mes lentes mains dans l’or adorable se lassent
D’appeler ce captif que les feuilles enlacent,
Et je crie aux échos les noms des dieux obscurs!…

Adieu, reflet perdu sur l’onde calme et close,
Narcisse… ce nom même est un tendre parfum
Au coeur suave. Effeuille aux mânes du défunt
Sur ce vide tombeau la funérale rose.

Sois, ma lèvre, la rose effeuillant le baiser
Qui fasse un spectre cher lentement s’apaiser,
Car la nuit parle à demi-voix, proche et lointaine,
Aux calices pleins d’ombre et de sommeils légers.
Mais la lune s’amuse aux myrtes allongés.

Je t’adore, sous ces myrtes, ô l’incertaine
Chair pour la solitude éclose tristement
Qui se mire dans le miroir au bois dormant.
Je me délie en vain de ta présence douce,
L’heure menteuse est molle aux membres sur la mousse
Et d’un sombre délice enfle le vent profond.

Adieu, Narcisse… Meurs! Voici le crépuscule.
Au soupir de mon coeur mon apparence ondule,
La flûte, par l’azur enseveli module
Des regrets de troupeaux sonores qui s’en vont.
Mais sur le froid mortel où l’étoile s’allume,
Avant qu’un lent tombeau ne se forme de brume,
Tiens ce baiser qui brise un calme d’eau fatal!
L’espoir seul peut suffire à rompre ce cristal.
La ride me ravisse au souffle qui m’exile
Et que mon souffle anime une flûte gracile
Dont le joueur léger me serait indulgent!…

Évanouissez-vous, divinité troublée!
Et, toi, verse à la lune, humble flûte isolée,
Une diversité de nos larmes d’argent.


Πωλ Βαλερύ
Μιλάει ο Νάρκισσος

Κρίνα, λυπημένα αδέλφια μου, πεθαίνω
Από ομορφιά και προς την αθώα γύμνια σας πηγαίνω
Και προς εσένα, Νύμφη, ω Νύμφη, Νύμφη της πηγής
Έρχομαι κλαίγοντας, δάκρυα προσφέρω της σιγής.

Μια γαλήνη απέραντη με κρατάει μα εγώ τη νιώθω σαν ελπίδα τρελή.
Η φωνή των πηγών όλο αλλάζει και για τη νύχτα μου μιλεί-
Ακούω τη χλόη, τί ασημένια, να μεγαλώνει στην άγια σκιά,
Και το φεγγάρι, με τον καθρέφτη του, άπιστο πάλι
Ψάχνει ως μέσα στης σωπασμένης πηγής τα μυστικά.

Μα εμένα η καρδιά μου μες στα καλάμια μ’ έχει ριγμένο,
Από τη θεία ομορφιά μου αργά να πεθαίνω!
Το μαγεμένο νερό μονάχα μπορώ ν’ αγαπάω
Και τα χαμόγελα, τα τριαντάφυλλα όλο ξεχνάω.

Τη μοιραία σου λάμψη τώρα ας θρηνήσω,
Τί γλυκά, τί θανάσιμα, ω πηγή, σ’ αγκάλιαζω,
Άραγε ποιον, εσένα ή τα μάτια μου εγώ να μισήσω
Που την εικόνα μου έχω πιεί σα φαρμάκι και γοργά παρακμάζω.

Αλλίμονο! Τί μάταιο είδωλο, τί δάκρυα παντοτινά!
Μέσ’ από δάση γαλάζια κι απ’ τ’ αδελφού μου περνά
Την αγκαλιά, μία λάμψη αχνή σαν ώρα ακραίου δισταγμού,
Και ιδού ο νυμφίος προβάλλει ολόγυμνος απ’ του φωτός τα συντρίμμια
Στο νερό σχεδιάζεται μία όψη πνιγμού…
Δαίμονά μου ωραίε, ψυχρέ και απρόσιτε, όπως τ’ αγρίμια!

Στο νερό το κορμί μου από κρύα δροσιά καμωμένο κι από σελήνη
Μορφή μου υπάκουη κι όμως σκληρή στων ματιών τη γαλήνη
Τα χέρια μου απλώνονται σαν κρίνα αθώα κι ευγενικά!…
Η ικεσία αυτή πώς τα κούρασε έτσι σκληρά
Και άπρακτα πέφτουν στα φύλλα επάνω και στα μαύρα νερά!
Μάταια κράζω, οι θεοί δεν έχουν ονόματα, τα κρατούν μυστικά.

Χαίρε, ανταύγεια που σβήνεις στο ήσυχο κύμα,
Νάρκισσε… και τ’ όνομα σου ακόμη γλυκαίνει
Την καρδιά σαν ευωδιά. Φυλορροεί και πηγαίνει
Μαζί σου στο θάνατο η τριανταφυλλιά ένα ρόδινο μνήμα.

Στόμα μου, γίνε η τριανταφυλλιά, γίνε το φιλί
Που μια μορφή λατρεμένη τη γαληνεύει αγάλι,
Γιατί η νύχτα ανήσυχη φεύγει ξαναγυρνά
Και με λόγια μισά μιλάει στα φίλυπνα άνθη.
Το φεγγαράκι με της μυρτιάς γλεντάει τα πάθη.

Κάτω απ’ τα μύρτα αυτά τα νεκρά, ο ερωτάς μου ξαγρυπνά
Για σένα δύστυχο κορμί που άνθισες μόνο για τη μοναξιά
Για τον καθρέφτη αυτόν στο δάσος βαθιά που σε κοιτάει μ’ ακαταδεξιά.
Απ’ τη ζωή σου μάταια φεύγω μακριά,
Ολοένα ο χρόνος μας ξεγελάει με ψεύτικα δάκρυα
Και με κρυμμένη χαρά μας προσπερνά.

Χαίρε, Νάρκισσε… Ιδού το λυκόφως, καιρός να πεθάνεις!
Με το στεναγμό, ω καρδιά μου, τί ζωή να σημάνεις,
Με τη φλογέρα θαμμένη στα ουράνια πώς να ποιμάνεις
Το κοπάδι των ήχων της λύπης που περισσεύει.
Αλλά στο θανάσιμο κρύο, όπου μόλις φέγγει τ’ αστέρι,
Προτού η ομίχλη σα μνήμα σκεπάσει τα μέρη,
Κράτα καλά το φιλί μου που ανοίγει τα ύδατα όλα!
Γιατί η ελπίδα μονάχα συντρίβει τα κρύσταλλα.
Ας με πλανέψουν λοιπόν τα νερά, ας με πάρουν στην εξορία
Ας γίνει η ανάσα μου αυλός ή άρια
Κι ας μου κρατήσει κι εμέ η μουσική κάπου μιαν άκρη.

Φύγε, επιτέλους, ω ύπαρξη θεία και ταραγμένη!
Και συ φλογέρα συνόδεψε τον συγκινημένη
Βρέξε παντού το φεγγάρι μ’ ασήμι και δάκρυ.


(Μετ. Βαγγέλης Κάσσος)

Δεν υπάρχουν σχόλια: