Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους...
Γιάννης Σταύρου, Ναύπλιο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Γιώργος Σεφέρης
O γυρισμός του ξενιτεμένου
Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.
Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.
Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.
Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.
Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.
Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015
Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015
και το φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ίδιο...
αφού δεν έχει δεύτερη ζωή ν' αλλάξουμε
και το φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ίδιο...
Γιάννης Σταύρου, Αναμονή με φεγγάρι, λάδι σε καμβά
Νίκος Καρούζος
Νεότερος
Αἰσθάνομαι μόνος
ἀφοῦ δὲν ἔχει δεύτερη ζωὴ ν᾿ ἀλλάξουμε
καὶ τὸ φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ἴδιο.
Σύντροφε οὐρανὲ
ἄλλοτε ἡ ἐλπίδα φεγγοβολοῦσε στὰ χέρια
κοιτάζω τὸ σῶμα βρίσκω τ᾿ ὄνειρο
πάει κ᾿ ἡ ἀγάπη
χάνεται
σὰν τὸ νερὸ στὴν πέτρα.
Τί εἶναι πιὰ ἕνα δέντρο τί εἶναι τ᾿ ἀσημένια φύλλα;
Μέσ᾿ στὴν ὁρμὴ τῆς ἐρημιᾶς γινόμαστε διάφανοι.
και το φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ίδιο...
Γιάννης Σταύρου, Αναμονή με φεγγάρι, λάδι σε καμβά
Νίκος Καρούζος
Νεότερος
Αἰσθάνομαι μόνος
ἀφοῦ δὲν ἔχει δεύτερη ζωὴ ν᾿ ἀλλάξουμε
καὶ τὸ φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ἴδιο.
Σύντροφε οὐρανὲ
ἄλλοτε ἡ ἐλπίδα φεγγοβολοῦσε στὰ χέρια
κοιτάζω τὸ σῶμα βρίσκω τ᾿ ὄνειρο
πάει κ᾿ ἡ ἀγάπη
χάνεται
σὰν τὸ νερὸ στὴν πέτρα.
Τί εἶναι πιὰ ἕνα δέντρο τί εἶναι τ᾿ ἀσημένια φύλλα;
Μέσ᾿ στὴν ὁρμὴ τῆς ἐρημιᾶς γινόμαστε διάφανοι.
Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015
Της Ακρόπολης φεγγάρι...
Φεγγαράκι ταπεινό,
στέκεσαι στον ουρανό…
Το τραγούδι το γλυκό
χάνεται από τη γωνιά·
το παιδί, περαστικό,
πήγε σ’ άλλη γειτονιά.
Της Ακρόπολης φεγγάρι,
της Αθήνας το καμάρι!..
Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολη 1970, λάδι σε καμβά
Τέλλος Άγρας
Φεγγαράκι
Φεγγαράκι αληθινό
βγαίνει πίσω απ’ το βουνό.
Μια φωνή τραγουδιστή
στα σοκάκια κελαηδεί·
κάποιο αγόρι περπατεί,
κάποιο αφρόντιστο παιδί:
– Φεγγαράκι μου λαμπρό,
φέγγε μου, να περπατώ.
Φεγγαράκι μου καλό,
φέγγε, σε παρακαλώ,
φέγγε σ’ όλη την αυλή,
στον ασβέστη, στα σκαλιά,
στου αντρέ* μας το γυαλί,
στου παππού τ’ άσπρα μαλλιά,
φεγγαράκι μου λαμπρό,
χαρωπό, λυπητερό.
Φεγγαράκι ταπεινό,
στέκεσαι στον ουρανό…
Το τραγούδι το γλυκό
χάνεται από τη γωνιά·
το παιδί, περαστικό,
πήγε σ’ άλλη γειτονιά.
Της Ακρόπολης φεγγάρι,
της Αθήνας το καμάρι!
Mες στον κόρφο μου βαλμένα
να ’χα, για καρδιά μου, εσένα!
στέκεσαι στον ουρανό…
Το τραγούδι το γλυκό
χάνεται από τη γωνιά·
το παιδί, περαστικό,
πήγε σ’ άλλη γειτονιά.
Της Ακρόπολης φεγγάρι,
της Αθήνας το καμάρι!..
Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολη 1970, λάδι σε καμβά
Τέλλος Άγρας
Φεγγαράκι
Φεγγαράκι αληθινό
βγαίνει πίσω απ’ το βουνό.
Μια φωνή τραγουδιστή
στα σοκάκια κελαηδεί·
κάποιο αγόρι περπατεί,
κάποιο αφρόντιστο παιδί:
– Φεγγαράκι μου λαμπρό,
φέγγε μου, να περπατώ.
Φεγγαράκι μου καλό,
φέγγε, σε παρακαλώ,
φέγγε σ’ όλη την αυλή,
στον ασβέστη, στα σκαλιά,
στου αντρέ* μας το γυαλί,
στου παππού τ’ άσπρα μαλλιά,
φεγγαράκι μου λαμπρό,
χαρωπό, λυπητερό.
Φεγγαράκι ταπεινό,
στέκεσαι στον ουρανό…
Το τραγούδι το γλυκό
χάνεται από τη γωνιά·
το παιδί, περαστικό,
πήγε σ’ άλλη γειτονιά.
Της Ακρόπολης φεγγάρι,
της Αθήνας το καμάρι!
Mες στον κόρφο μου βαλμένα
να ’χα, για καρδιά μου, εσένα!
Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015
πλατιά, πιο πάνω από το βόγγο του πελάγου...
Και να, που ως σήμερα μ’ εκείνα τα γραφτά του
αγάλλεται η Σιών, και στο πλευρό της,
παλιά και νέα, σκιρτά κρυφά η Ελλάδα,
κάποιοι από μας οπούμαστε ενωμένοι
απ’ τη βαθειά τη λάτρα της Αμπέλου
της ζωντανής, οπού πλατειά ’ναι και μεγάλη
μα λιγοστά τ’ αληθινά τα κλήματά της...
Γιάννης Σταύρου, Σταφύλια σε κεραμικό, λάδι σε καμβά
Άγγελος Σικελιανός
Μνημόσυνο Παπαδιαμάντη
Του Θεού το πέλαγο, βροντή
το μέγα κύμα εβάρει…
Σαν τ’ Άγιο Πνέμμα εφώταγε
ψηλάθε το φεγγάρι
στ’ ακρόγιαλα τις γλώσσες των αφρών
που καβαλίκευαν τα βράχια,
θαμπωτικές,
όταν αυτός,
διαβαίνοντας απ’ το στερνό προσκυνητάρι
τ’ ακρωτηριού,
καθώς σφυρίζαν οι σβιλάδες του Βορριά,
έκλειν’ απάνω του σφιχτά το τρύπιο πανωφόρι,
κι όπως σιγόψελνε,
με πρόσωπο στο στήθος του χωμένο
«τη ταπεινώσει τα υψηλά
και τη πτωχεία τα πλούσια,»
ξάφνου πλημμύριζεν αδόκητα η καρδιά του,
πλατιά, πιο πάνω από το βόγγο του πελάγου
κι απ’ το τραγούδι των αθώρητων Σειρήνων,
Ιερουσαλήμ,
από τον ύμνο το δικό Σου!
Και τότε, το φιδίσιο μονοπάτι,
που απ’ το ξωκλήσι τ’ Άη-Νικόλα
κατέβαινε του λιμανιού ως με κάτου την ταβέρνα,
που μέσα της ακόμα, νυχτωμένο,
εκάπνιζε θαμπό ένα φως,
τον ετραβούσε κιόλας,
εκεί, που το ποτήρι του κρασιού κρατώντας,
σε λίγο, από το νάμα γκαρδιωμένος της Αμπέλου,
της μιας Αμπέλου που πλατειά ’ναι και μεγάλη
μα λιγοστά τ’ αληθινά τα κλήματά της,
θα νάμπαινε στη ζέστα μέσα του Μυστήριου
του ζωντανού, κι ο Διονυσόδοτος Χριστός του,
κι αν στο σταυρόν απάνω ακόμα καρφωμένος
μ’ αιματοστάλαχτο πλευρό, μα αγάλι-αγάλι
την Απολλώνεια θα σαρκώνονταν γαλήνη,
κι από τη ρίζα μέσα της ταπεινωσύνης,
τόσο θα ψήλωνε βαθειά του το τροπάρι
και τόσο μέσα του οι κρυφές αισθήσεις
σε νοσταλγίας θεοτικό ρυθμό δοσμένες
θα τραγουδούσαν, που η ψυχή του, μοναχή της,
σαν το πουλί που ξάφνου ανοίγουν το κλουβί του,
στης ίδιας της τής λευτεριάς συνεπαρμένη
το θάμπος, θα να ορμούσε να μας φέρει
κάτι απ’ το μήνυμα της Μέθης της μεγάλης,
ως που ακουμπώντας πάνω στης ταβέρνας το τραπέζι
λίγα φύλλα χαρτιού τσαλακωμένα
και σκύβοντας απάνω τους,
με το ποτήρι του κρασιού μπροστά του,
θα ν’ αρχινούσε,
ως να τραγούδαε τώρα κι όλο το νησί μαζί του,
κι ακόμα σιγοψέλνοντας ανάμεσα στα δόντια του,
να γράφει…
Και να, που ως σήμερα μ’ εκείνα τα γραφτά του
αγάλλεται η Σιών, και στο πλευρό της,
παλιά και νέα, σκιρτά κρυφά η Ελλάδα,
κάποιοι από μας οπούμαστε ενωμένοι
απ’ τη βαθειά τη λάτρα της Αμπέλου
της ζωντανής, οπού πλατειά ’ναι και μεγάλη
μα λιγοστά τ’ αληθινά τα κλήματά της,
σ’ ευλαβικό Μνημόσυνο κινώντας
μαζί, το μονοπάτι παίρνουμε τ’ ακρογιαλίσιο
της Σκιάθου, που απ’ το ξωκλήσι τ’ Άη-Νικόλα,
του λιμανιού ως με κάτου κατεβαίνει την ταβέρνα
κι εκεί, ενώ γύρα μας μυρόβλητο ανασαίνει
παντούθε το νησί, απ’ το κύμα κι απ’ το φύκι,
κι από τα πεύκα κι απ’ τα σκίνα κι απ’ τα ρείκια,
με το βαθύ ποτήρι μας γιομάτο
από της νέας μας της σοδειάς το γιοματάρι,
ορθοί, στον ίσκιο του μπροστά,
για μια στιγμή,
με το ποτήρι αυτό στο χέρι, του ζητάμε,
αν ευδοκεί, να το τσουγκρίσομε με το δικό του!
αγάλλεται η Σιών, και στο πλευρό της,
παλιά και νέα, σκιρτά κρυφά η Ελλάδα,
κάποιοι από μας οπούμαστε ενωμένοι
απ’ τη βαθειά τη λάτρα της Αμπέλου
της ζωντανής, οπού πλατειά ’ναι και μεγάλη
μα λιγοστά τ’ αληθινά τα κλήματά της...
Γιάννης Σταύρου, Σταφύλια σε κεραμικό, λάδι σε καμβά
Άγγελος Σικελιανός
Μνημόσυνο Παπαδιαμάντη
Του Θεού το πέλαγο, βροντή
το μέγα κύμα εβάρει…
Σαν τ’ Άγιο Πνέμμα εφώταγε
ψηλάθε το φεγγάρι
στ’ ακρόγιαλα τις γλώσσες των αφρών
που καβαλίκευαν τα βράχια,
θαμπωτικές,
όταν αυτός,
διαβαίνοντας απ’ το στερνό προσκυνητάρι
τ’ ακρωτηριού,
καθώς σφυρίζαν οι σβιλάδες του Βορριά,
έκλειν’ απάνω του σφιχτά το τρύπιο πανωφόρι,
κι όπως σιγόψελνε,
με πρόσωπο στο στήθος του χωμένο
«τη ταπεινώσει τα υψηλά
και τη πτωχεία τα πλούσια,»
ξάφνου πλημμύριζεν αδόκητα η καρδιά του,
πλατιά, πιο πάνω από το βόγγο του πελάγου
κι απ’ το τραγούδι των αθώρητων Σειρήνων,
Ιερουσαλήμ,
από τον ύμνο το δικό Σου!
Και τότε, το φιδίσιο μονοπάτι,
που απ’ το ξωκλήσι τ’ Άη-Νικόλα
κατέβαινε του λιμανιού ως με κάτου την ταβέρνα,
που μέσα της ακόμα, νυχτωμένο,
εκάπνιζε θαμπό ένα φως,
τον ετραβούσε κιόλας,
εκεί, που το ποτήρι του κρασιού κρατώντας,
σε λίγο, από το νάμα γκαρδιωμένος της Αμπέλου,
της μιας Αμπέλου που πλατειά ’ναι και μεγάλη
μα λιγοστά τ’ αληθινά τα κλήματά της,
θα νάμπαινε στη ζέστα μέσα του Μυστήριου
του ζωντανού, κι ο Διονυσόδοτος Χριστός του,
κι αν στο σταυρόν απάνω ακόμα καρφωμένος
μ’ αιματοστάλαχτο πλευρό, μα αγάλι-αγάλι
την Απολλώνεια θα σαρκώνονταν γαλήνη,
κι από τη ρίζα μέσα της ταπεινωσύνης,
τόσο θα ψήλωνε βαθειά του το τροπάρι
και τόσο μέσα του οι κρυφές αισθήσεις
σε νοσταλγίας θεοτικό ρυθμό δοσμένες
θα τραγουδούσαν, που η ψυχή του, μοναχή της,
σαν το πουλί που ξάφνου ανοίγουν το κλουβί του,
στης ίδιας της τής λευτεριάς συνεπαρμένη
το θάμπος, θα να ορμούσε να μας φέρει
κάτι απ’ το μήνυμα της Μέθης της μεγάλης,
ως που ακουμπώντας πάνω στης ταβέρνας το τραπέζι
λίγα φύλλα χαρτιού τσαλακωμένα
και σκύβοντας απάνω τους,
με το ποτήρι του κρασιού μπροστά του,
θα ν’ αρχινούσε,
ως να τραγούδαε τώρα κι όλο το νησί μαζί του,
κι ακόμα σιγοψέλνοντας ανάμεσα στα δόντια του,
να γράφει…
Και να, που ως σήμερα μ’ εκείνα τα γραφτά του
αγάλλεται η Σιών, και στο πλευρό της,
παλιά και νέα, σκιρτά κρυφά η Ελλάδα,
κάποιοι από μας οπούμαστε ενωμένοι
απ’ τη βαθειά τη λάτρα της Αμπέλου
της ζωντανής, οπού πλατειά ’ναι και μεγάλη
μα λιγοστά τ’ αληθινά τα κλήματά της,
σ’ ευλαβικό Μνημόσυνο κινώντας
μαζί, το μονοπάτι παίρνουμε τ’ ακρογιαλίσιο
της Σκιάθου, που απ’ το ξωκλήσι τ’ Άη-Νικόλα,
του λιμανιού ως με κάτου κατεβαίνει την ταβέρνα
κι εκεί, ενώ γύρα μας μυρόβλητο ανασαίνει
παντούθε το νησί, απ’ το κύμα κι απ’ το φύκι,
κι από τα πεύκα κι απ’ τα σκίνα κι απ’ τα ρείκια,
με το βαθύ ποτήρι μας γιομάτο
από της νέας μας της σοδειάς το γιοματάρι,
ορθοί, στον ίσκιο του μπροστά,
για μια στιγμή,
με το ποτήρι αυτό στο χέρι, του ζητάμε,
αν ευδοκεί, να το τσουγκρίσομε με το δικό του!
Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015
οι φαυλότεροι γνώμην ως τα πλείω περιεγίγνοντο...
Ο εμφύλιος πόλεμος, λοιπόν, μεταδόθηκε από πολιτεία σε πολιτεία. Κι όσες
πολιτείες έμειναν τελευταίες, έχοντας μάθει τι είχε γίνει αλλού,
προσπαθούσαν να υπερβάλλουν σ’ επινοητικότητα, σε ύπουλα μέσα και σε
ανήκουστες εκδικήσεις. Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν
ακόμα και τη σημασία των λέξεων. Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και
αφοσίωση στο κόμμα (φιλέταιρος), η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε
δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις και η σωφροσύνη προσωπίδα
της ανανδρείας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να
εξετάζωνται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση
για υπεκφυγή. Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ακουστός, ενώ όποιος έφερνε
αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος...
Γιάννης Σταύρου, Άνθρωπος και δέντρο, λάδι σε καμβά
Θουκυδίδης
Ιστορία - Πελοποννησιακός πόλεμος
Aπόσπασμα: Γ΄ Βιβλίο παρ. 82 έως και 84.
(μετάφραση Άγγελου Σ. Βλάχου)
Σ’ αυτές τις ακρότητες έφτασε ο εμφύλιος πόλεμος (στάσις) και προκάλεσε μεγάλη εντύπωση γιατί ήταν ο πρώτος που έγινε. Αργότερα μπορεί κανείς να πή ότι ολόκληρος ο ελληνισμός (το Ελληνικόν) συνταράχτηκε, γιατί παντού σημειώθηκαν εμφύλιοι σπαραγμοί. Οι δημοκρατικοί καλούσαν τους Αθηναίους να τους βοηθήσουν και οι ολιγαρχικοί τους Λακεδαιμονίους. όσο διαρκούσε η ειρήνη δεν είχαν ούτε πρόφαση, αλλά ούτε τη διάθεση να τους καλέσουν σε βοήθεια. Με τον πόλεμο, όμως, καθεμιά από τις αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις μπορούσε εύκολα να βρή ευκαιρία να προκαλέσει εξωτερική επέμβαση για να καταστρέψη τους αντιπάλους της και να ενισχυθή η ίδια για να ανατρέψει το πολίτευμα. Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες κι αμέτρητες συμφορές στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα γίνωνται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί να είναι βαρύτερες ή ελαφρότερες κ’ έχουν διαφορετική μορφή ανάλογα με τις περιστάσεις.
Σε καιρό ειρήνης και όταν ευημερή ο κόσμος και οι πολιτείες, οι άνθρωποι είναι ήρεμοι γιατί δεν τους πιέζουν ανάγκες φοβερές. Αλλ’ όταν έρθη ο πόλεμος που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κ’ ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφωνα με τις καταστάσεις που δημιουργεί. Ο εμφύλιος πόλεμος, λοιπόν, μεταδόθηκε από πολιτεία σε πολιτεία. Κι όσες πολιτείες έμειναν τελευταίες, έχοντας μάθει τι είχε γίνει αλλού, προσπαθούσαν να υπερβάλλουν σ’ επινοητικότητα, σε ύπουλα μέσα και σε ανήκουστες εκδικήσεις. Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων. Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα (φιλέταιρος), η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις και η σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρείας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να εξετάζωνται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση για υπεκφυγή. Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ακουστός, ενώ όποιος έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος. Όποιον επινοούσε κανένα τέχνασμα και πετύχαινε, τον θεωρούσαν σπουδαίο, κι όποιον υποψιαζόταν σύγκαιρα και φανέρωνε τα σχέδια του αντιπάλου, τον θεωρούσαν ακόμα πιο σπουδαίο. Ενώ όποιος ήταν αρκετά προνοητικός, ώστε να μην χρειαστούν τέτοια μέσα, θεωρούσαν ότι διαλύει το κόμμα και ότι είναι τρομοκρατημένος από την αντίπαλη παράταξη. Με μια λέξη, όποιος πρόφταινε να κάνη κακό πρίν από άλλον, ήταν άξιος επαίνου, καθώς κ’ εκείνος που παρακινούσε στο κακό όποιον δεν είχε σκεφτή να το κάνη.
Αλλά και η συγγένεια θεωρήθηκε χαλαρότερος δεσμός από την κομματική αλληλεγγύη, γιατί οι ομοϊδεάτες ήσαν έτοιμοι να επιχειρήσουν ό,τιδήποτε, χωρίς δισταγμό, και τούτο επειδή τα κόμματα δεν σχηματίστηκαν για να επιδιώξουν κοινή ωφέλεια με νόμιμα μέσα, αλλά αντίθετα, για να ικανοποιήσουν την πλεονεξία τους παρανομώντας (ου γαρ μετά των κειμένων νόμων ωφελίας αι τοιαύται ξύνοδοι, αλλά παρά τους καθεστώτας πλεονεξία). Και η μεταξύ τους αλληλεγγύη βασιζόταν περισσότερο στη συνενοχή τους παρά στους όρκους τους στους θεούς. Τις εύλογες προτάσεις των αντιπάλων τους τις δέχονταν με υστεροβουλία και όχι με ειλικρίνεια για να φυλαχτούν από ένα κακό αν οι άλλοι ήσαν πιο δυνατοί. Και προτιμούσαν να εκδικηθούν για κάποιο κακό αντί να προσπαθήσουν να μην το πάθουν. Όταν έκαναν όρκους για κάποια συμφιλίωση, τους κρατούσαν τόσο μόνο όσο δεν είχαν την δύναμη να τους καταπατήσουν, μη έχοντας να περιμένουν βοήθεια από αλλού. Αλλά μόλις παρουσιαζόταν ευκαιρία, εκείνοι που πρώτοι είχαν ξαναβρεί το θάρρος τους, αν έβλεπαν ότι οι αντίπαλοί τους ήσαν αφύλαχτοι, τους χτυπούσαν κ’ ένοιωθαν μεγαλύτερη χαρά να τους βλάψουν εξαπατώντας τους, παρά χτυπώντας τους ανοιχτά. Θεωρούσαν ότι ο τρόπος αυτός όχι μόνο είναι, πιο ασφαλής αλλά και βραβείο σε αγώνα δόλου. Γενικά είναι ευκολώτερο να φαίνονται επιδέξιοι οι κακούργοι, παρά να θεωρούνται τίμιοι όσοι δεν είναι δόλιοι. Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να κάνουν το κακό και να θεωρούνται έξυπνοι, παρά να είναι καλοί και να τους λένε κουτούς. Αιτία όλων αυτών ήταν η φιλαρχία που έχει ρίζα την πλεονεξία και την φιλοδοξία που έσπρωχναν τις φατρίες να αγωνίζονται με λύσσα. Οι αρχηγοί των κομμάτων, στις διάφορες πολιτείες, πρόβαλλαν ωραία συνθήματα. Ισότητα των πολιτών (ισονομία πολιτική) από την μια μεριά, σωφροσύνη της αριστοκρατικής διοίκησης (αριστοκρατία σώφρων) από την άλλη. Προσποιούνταν έτσι ότι υπηρετούν την πολιτεία, ενώ πραγματικά ήθελαν να ικανοποιήσουν προσωπικά συμφέροντα και αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να νικήσουν τους αντιπάλους τους. Τούτο τους οδηγούσε να κάνουν τα φοβερώτερα πράματα επιδιώκοντας να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους, όχι ως το σημείο που επιτρέπει η δικαιοσύνη ή το συμφέρον της πολιτείας, αλλά κάνοντας τις αγριότερες πράξεις, με μοναδικό κριτήριο την ικανοποίηση του κόμματος τους. Καταδίκαζαν άνομα τους αντιπάλους τους ή άρπαζαν βίαια την εξουσία, έτοιμοι να κορέσουν το μίσος τους. Καμιά από τις δύο παρατάξεις δεν είχε κανένα ηθικό φραγμό κ’ εκτιμούσε περισσότερο όσους κατόρθωναν να κρύβουν κάτω από ωραία λόγια φοβερές πράξεις. Όσοι πολίτες ήσαν μετριοπαθείς θανατώνονταν από την μια ή την άλλη παράταξη είτε επειδή είχαν αρνηθή να πάρουν μέρος στον αγώνα είτε επειδή η ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσαν να επιζήσουν προκαλούσε εναντίον τους τον φθόνο.
Έτσι οι εμφύλιοι σπαραγμοί έγιναν αιτία ν’ απλωθή σ’ όλο τον ελληνικό κόσμο κάθε μορφή κακίας και το ήθος, που είναι το κυριότερο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής κατάντησε να είναι καταγέλαστο κ’ εξαφανίστηκε. Ο ανταγωνισμός δημιούργησε απόλυτη δυσπιστία και δεν υπήρχε τρόπος που να μπορή να την διαλύση, ούτε εγγυήσεις ούτε όρκοι φοβεροί. Όλοι, όταν επικρατούσαν, ξέροντας ότι δεν υπήρχε ελπίδα να κρατηθούν μόνιμα στην εξουσία, προτιμούσαν, αντί να δώσουν πίστη στους αντιπάλους τους, να πάρουν τα μέτρα τους για να μην πάθουν οι ίδιοι. Τις περισσότερες φορές επικρατούσαν οι διανοητικά κατώτεροι (οι φαυλότεροι γνώμην ως τα πλείω περιεγίγνοντο). Φοβόνταν την δική τους ανεπάρκεια και την ικανότητα των αντιπάλων τους κ’ έτσι, για να μην νικηθούν στη συζήτηση και για να μην πέσουν θύματα των όσων οι άλλοι θα επινοούσαν, δεν είχαν κανένα δισταγμό να προχωρήσουν σε βίαιες πράξεις. Όσοι, πάλι, περιφρονούσαν τους αντιπάλους τους, νόμιζαν ότι μπορούσαν σύγκαιρα να καταλάβουν τα σχέδιά τους. Θεωρούσαν ότι δεν ήταν ανάγκη να μεταχειριστούν βία για τα όσα μπορούσαν, καθώς νόμιζαν, να πετύχουν με τις ραδιουργίες τους. Έτσι, τις περισσότερες φορές, δεν φυλάγονταν και οι αντίπαλοί τους αφάνιζαν.
Στην Κέρκυρα, λοιπόν, έγιναν, για πρώτη φορά, τα φοβερά αυτά πράγματα στα οποία μπορούν να οδηγηθούν άνθρωποι που ζούν κάτω από καθεστώς τυραννικό όταν τους δοθή η ευκαιρία να εκδικηθούν τους άρχοντές τους. Άλλοι, κινήθηκαν για ν’ απαλλαγούν από τη φτώχεια τους επιδιώκοντας να πάρουν τις περιουσίες των άλλων. Άλλοι χτυπούσαν άγρια και αλύπητα τους ανθρώπους της ίδιας τάξης, όχι από πλεονεξία, αλλά από το τυφλό πάθος του πρωτόγονου ανθρώπου. Ολόκληρη η ζωή της πολιτείας αναστατώθηκε και η ανθρώπινη φύση, η οποία – κι όταν ακόμα υπάρχη ευνομία – έχει την τάση να παρανομή, ξεχείλισε, κι ανατρέποντας τους νόμους, έδειξε με ικανοποίηση, όλη της την ασυγκράτητη έχθρα εναντίον κάθε εξουσίας. Αν προτίμησαν την άνομη εκδίκηση από τη δικαιοσύνη, αν προτίμησαν την πλεονεξία από την ευνομία, τούτο συνέβηκε επειδή ο φθόνος είχε διαβρώσει την ψυχή τους. Για να εκδικηθούν τους εχθρούς τους οι άνθρωποι, σε τέτοιες περιστάσεις, αγνοούν τους κανόνες επάνω στους οποίους στηρίζονται οι κοινωνίες, κανόνες όμως επάνω στους οποίους μπορούν να στηριχτούν για να σωθούν αν βρεθούν στην ανάγκη. Αλλά αδιαφορούν ξεχνώντας ότι, αν καταλύσουν όλους τους κανόνες, τότε κ’ οι ίδιοι θα στερηθούν από την προστασία τους αν έρθη στιγμή που θα την έχουν ανάγκη.
Γιάννης Σταύρου, Άνθρωπος και δέντρο, λάδι σε καμβά
Θουκυδίδης
Ιστορία - Πελοποννησιακός πόλεμος
Aπόσπασμα: Γ΄ Βιβλίο παρ. 82 έως και 84.
(μετάφραση Άγγελου Σ. Βλάχου)
Σ’ αυτές τις ακρότητες έφτασε ο εμφύλιος πόλεμος (στάσις) και προκάλεσε μεγάλη εντύπωση γιατί ήταν ο πρώτος που έγινε. Αργότερα μπορεί κανείς να πή ότι ολόκληρος ο ελληνισμός (το Ελληνικόν) συνταράχτηκε, γιατί παντού σημειώθηκαν εμφύλιοι σπαραγμοί. Οι δημοκρατικοί καλούσαν τους Αθηναίους να τους βοηθήσουν και οι ολιγαρχικοί τους Λακεδαιμονίους. όσο διαρκούσε η ειρήνη δεν είχαν ούτε πρόφαση, αλλά ούτε τη διάθεση να τους καλέσουν σε βοήθεια. Με τον πόλεμο, όμως, καθεμιά από τις αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις μπορούσε εύκολα να βρή ευκαιρία να προκαλέσει εξωτερική επέμβαση για να καταστρέψη τους αντιπάλους της και να ενισχυθή η ίδια για να ανατρέψει το πολίτευμα. Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες κι αμέτρητες συμφορές στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα γίνωνται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί να είναι βαρύτερες ή ελαφρότερες κ’ έχουν διαφορετική μορφή ανάλογα με τις περιστάσεις.
Σε καιρό ειρήνης και όταν ευημερή ο κόσμος και οι πολιτείες, οι άνθρωποι είναι ήρεμοι γιατί δεν τους πιέζουν ανάγκες φοβερές. Αλλ’ όταν έρθη ο πόλεμος που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κ’ ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφωνα με τις καταστάσεις που δημιουργεί. Ο εμφύλιος πόλεμος, λοιπόν, μεταδόθηκε από πολιτεία σε πολιτεία. Κι όσες πολιτείες έμειναν τελευταίες, έχοντας μάθει τι είχε γίνει αλλού, προσπαθούσαν να υπερβάλλουν σ’ επινοητικότητα, σε ύπουλα μέσα και σε ανήκουστες εκδικήσεις. Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων. Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα (φιλέταιρος), η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις και η σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρείας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να εξετάζωνται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση για υπεκφυγή. Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ακουστός, ενώ όποιος έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος. Όποιον επινοούσε κανένα τέχνασμα και πετύχαινε, τον θεωρούσαν σπουδαίο, κι όποιον υποψιαζόταν σύγκαιρα και φανέρωνε τα σχέδια του αντιπάλου, τον θεωρούσαν ακόμα πιο σπουδαίο. Ενώ όποιος ήταν αρκετά προνοητικός, ώστε να μην χρειαστούν τέτοια μέσα, θεωρούσαν ότι διαλύει το κόμμα και ότι είναι τρομοκρατημένος από την αντίπαλη παράταξη. Με μια λέξη, όποιος πρόφταινε να κάνη κακό πρίν από άλλον, ήταν άξιος επαίνου, καθώς κ’ εκείνος που παρακινούσε στο κακό όποιον δεν είχε σκεφτή να το κάνη.
Αλλά και η συγγένεια θεωρήθηκε χαλαρότερος δεσμός από την κομματική αλληλεγγύη, γιατί οι ομοϊδεάτες ήσαν έτοιμοι να επιχειρήσουν ό,τιδήποτε, χωρίς δισταγμό, και τούτο επειδή τα κόμματα δεν σχηματίστηκαν για να επιδιώξουν κοινή ωφέλεια με νόμιμα μέσα, αλλά αντίθετα, για να ικανοποιήσουν την πλεονεξία τους παρανομώντας (ου γαρ μετά των κειμένων νόμων ωφελίας αι τοιαύται ξύνοδοι, αλλά παρά τους καθεστώτας πλεονεξία). Και η μεταξύ τους αλληλεγγύη βασιζόταν περισσότερο στη συνενοχή τους παρά στους όρκους τους στους θεούς. Τις εύλογες προτάσεις των αντιπάλων τους τις δέχονταν με υστεροβουλία και όχι με ειλικρίνεια για να φυλαχτούν από ένα κακό αν οι άλλοι ήσαν πιο δυνατοί. Και προτιμούσαν να εκδικηθούν για κάποιο κακό αντί να προσπαθήσουν να μην το πάθουν. Όταν έκαναν όρκους για κάποια συμφιλίωση, τους κρατούσαν τόσο μόνο όσο δεν είχαν την δύναμη να τους καταπατήσουν, μη έχοντας να περιμένουν βοήθεια από αλλού. Αλλά μόλις παρουσιαζόταν ευκαιρία, εκείνοι που πρώτοι είχαν ξαναβρεί το θάρρος τους, αν έβλεπαν ότι οι αντίπαλοί τους ήσαν αφύλαχτοι, τους χτυπούσαν κ’ ένοιωθαν μεγαλύτερη χαρά να τους βλάψουν εξαπατώντας τους, παρά χτυπώντας τους ανοιχτά. Θεωρούσαν ότι ο τρόπος αυτός όχι μόνο είναι, πιο ασφαλής αλλά και βραβείο σε αγώνα δόλου. Γενικά είναι ευκολώτερο να φαίνονται επιδέξιοι οι κακούργοι, παρά να θεωρούνται τίμιοι όσοι δεν είναι δόλιοι. Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να κάνουν το κακό και να θεωρούνται έξυπνοι, παρά να είναι καλοί και να τους λένε κουτούς. Αιτία όλων αυτών ήταν η φιλαρχία που έχει ρίζα την πλεονεξία και την φιλοδοξία που έσπρωχναν τις φατρίες να αγωνίζονται με λύσσα. Οι αρχηγοί των κομμάτων, στις διάφορες πολιτείες, πρόβαλλαν ωραία συνθήματα. Ισότητα των πολιτών (ισονομία πολιτική) από την μια μεριά, σωφροσύνη της αριστοκρατικής διοίκησης (αριστοκρατία σώφρων) από την άλλη. Προσποιούνταν έτσι ότι υπηρετούν την πολιτεία, ενώ πραγματικά ήθελαν να ικανοποιήσουν προσωπικά συμφέροντα και αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να νικήσουν τους αντιπάλους τους. Τούτο τους οδηγούσε να κάνουν τα φοβερώτερα πράματα επιδιώκοντας να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους, όχι ως το σημείο που επιτρέπει η δικαιοσύνη ή το συμφέρον της πολιτείας, αλλά κάνοντας τις αγριότερες πράξεις, με μοναδικό κριτήριο την ικανοποίηση του κόμματος τους. Καταδίκαζαν άνομα τους αντιπάλους τους ή άρπαζαν βίαια την εξουσία, έτοιμοι να κορέσουν το μίσος τους. Καμιά από τις δύο παρατάξεις δεν είχε κανένα ηθικό φραγμό κ’ εκτιμούσε περισσότερο όσους κατόρθωναν να κρύβουν κάτω από ωραία λόγια φοβερές πράξεις. Όσοι πολίτες ήσαν μετριοπαθείς θανατώνονταν από την μια ή την άλλη παράταξη είτε επειδή είχαν αρνηθή να πάρουν μέρος στον αγώνα είτε επειδή η ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσαν να επιζήσουν προκαλούσε εναντίον τους τον φθόνο.
Έτσι οι εμφύλιοι σπαραγμοί έγιναν αιτία ν’ απλωθή σ’ όλο τον ελληνικό κόσμο κάθε μορφή κακίας και το ήθος, που είναι το κυριότερο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής κατάντησε να είναι καταγέλαστο κ’ εξαφανίστηκε. Ο ανταγωνισμός δημιούργησε απόλυτη δυσπιστία και δεν υπήρχε τρόπος που να μπορή να την διαλύση, ούτε εγγυήσεις ούτε όρκοι φοβεροί. Όλοι, όταν επικρατούσαν, ξέροντας ότι δεν υπήρχε ελπίδα να κρατηθούν μόνιμα στην εξουσία, προτιμούσαν, αντί να δώσουν πίστη στους αντιπάλους τους, να πάρουν τα μέτρα τους για να μην πάθουν οι ίδιοι. Τις περισσότερες φορές επικρατούσαν οι διανοητικά κατώτεροι (οι φαυλότεροι γνώμην ως τα πλείω περιεγίγνοντο). Φοβόνταν την δική τους ανεπάρκεια και την ικανότητα των αντιπάλων τους κ’ έτσι, για να μην νικηθούν στη συζήτηση και για να μην πέσουν θύματα των όσων οι άλλοι θα επινοούσαν, δεν είχαν κανένα δισταγμό να προχωρήσουν σε βίαιες πράξεις. Όσοι, πάλι, περιφρονούσαν τους αντιπάλους τους, νόμιζαν ότι μπορούσαν σύγκαιρα να καταλάβουν τα σχέδιά τους. Θεωρούσαν ότι δεν ήταν ανάγκη να μεταχειριστούν βία για τα όσα μπορούσαν, καθώς νόμιζαν, να πετύχουν με τις ραδιουργίες τους. Έτσι, τις περισσότερες φορές, δεν φυλάγονταν και οι αντίπαλοί τους αφάνιζαν.
Στην Κέρκυρα, λοιπόν, έγιναν, για πρώτη φορά, τα φοβερά αυτά πράγματα στα οποία μπορούν να οδηγηθούν άνθρωποι που ζούν κάτω από καθεστώς τυραννικό όταν τους δοθή η ευκαιρία να εκδικηθούν τους άρχοντές τους. Άλλοι, κινήθηκαν για ν’ απαλλαγούν από τη φτώχεια τους επιδιώκοντας να πάρουν τις περιουσίες των άλλων. Άλλοι χτυπούσαν άγρια και αλύπητα τους ανθρώπους της ίδιας τάξης, όχι από πλεονεξία, αλλά από το τυφλό πάθος του πρωτόγονου ανθρώπου. Ολόκληρη η ζωή της πολιτείας αναστατώθηκε και η ανθρώπινη φύση, η οποία – κι όταν ακόμα υπάρχη ευνομία – έχει την τάση να παρανομή, ξεχείλισε, κι ανατρέποντας τους νόμους, έδειξε με ικανοποίηση, όλη της την ασυγκράτητη έχθρα εναντίον κάθε εξουσίας. Αν προτίμησαν την άνομη εκδίκηση από τη δικαιοσύνη, αν προτίμησαν την πλεονεξία από την ευνομία, τούτο συνέβηκε επειδή ο φθόνος είχε διαβρώσει την ψυχή τους. Για να εκδικηθούν τους εχθρούς τους οι άνθρωποι, σε τέτοιες περιστάσεις, αγνοούν τους κανόνες επάνω στους οποίους στηρίζονται οι κοινωνίες, κανόνες όμως επάνω στους οποίους μπορούν να στηριχτούν για να σωθούν αν βρεθούν στην ανάγκη. Αλλά αδιαφορούν ξεχνώντας ότι, αν καταλύσουν όλους τους κανόνες, τότε κ’ οι ίδιοι θα στερηθούν από την προστασία τους αν έρθη στιγμή που θα την έχουν ανάγκη.
Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015
Σειρήνες, Σκύλλα, Χάρυβδις...
Και το καράβι σου απ' εκεί σα σώση να περάση,
δε σου ορμηνεύω πια από που το δρόμο σου να πάρης
ατός σου κρίνε· εγώ τους δυό θα σου εξηγήσω δρόμους...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά
Ομήρου Οδύσσεια
μ
Σειρήνες. Σκύλλα. Χάρυβδις.
(Μετ. Αργύρη Εφταλιώτη)
Και πρώτα ταξιδεύοντας θα φτάσης στις Σειρήνες,
40 που όλους μαγεύουν τους θνητούς που λάχουνε κοντά τους·
όποιος σιμώση απ' αγνωσιά κι ακούση τη φωνή τους,
από γυναίκα και παιδιά χαρά να μην προσμένη
μήτε πατρίδα πως θα δη, τι με γλυκά τραγούδια
αυτές τόνε μαγεύουνε μες απ' τη λιβαδιά τους.
45 Σωρός εκεί τ' ανθρωπινά τα κόκκαλα σαπίζουν
γυμνά, που είναι το δέρμα τους χυμένο ολοτριγύρω.
Προσπέρνα τις, και στούπωνε καλά τ' αυτιά των άλλων
με μελοζύμωτο κερί να μην μπορούν ν' ακούσουν.
Κι αν ποθυμήσης ίδιος σου ν' ακούσης, ας σε δέσουν
50 ολόρθο χεροπόδαρα στου καταρτιού τη ρίζα,
κι ας καλοσφίξουν τώ σκοινιών τις άκρες στο κατάρτι,
και τότες χαίροντας θ' ακούς μακρόθε τις Σειρήνες.
Μα ανίσως και παρακαλής τους άλλους να σε λύσουν,
εκείνοι ακόμα πιο σφιχτά να δένουν τα σκοινιά σου.
55 Και το καράβι σου απ' εκεί σα σώση να περάση,
δε σου ορμηνεύω πια από που το δρόμο σου να πάρης
ατός σου κρίνε· εγώ τους δυό θα σου εξηγήσω δρόμους.
Από τη μιά είναι κρεμαστές οι πέτρες που ολοένα
60 με κύματα η γλαυκόματη τις δέρνει η Αμφιτρίτη·
αυτές Πλανούμενες τις λεν οι θεοί οι μακαρισμένοι.
Κι ουδέ πουλί τις προσπερνάει, και μήτε οι περιστέρες
την αμβροσία που φέρνουνε στο Δία τον πατέρα,
μόνε κι αυτές κάθε φορά τις παίρνει η γλιστροπέτρα·
65 μα στέλνει κι άλλην ο θεός, λειψές να μην τις έχη.
Θνητού καράβι εκείθενε δεν έφυγε, κι αν ήρθε,
μόνε καραβοσάνιδα και ανθρώπινά κουφάρια
κυλιούνται από τα κύματα κι απ' της φωτιάς τη λύσσα.
Ένα μονάχο διάβηκε της θάλασσας καράβι,
70 η κοσμολάλητη η Αργώ, γυρνώντας απ' του Αιήτη-
κι αυτή σε βράχους θά 'σπανε τρανούς, χωρίς το χέρι
της Ήρας, που λυπήθηκε τον Ιάσονα απ' αγάπη.
Από την άλλη, οι βράχοι οι δυό, που ο ένας ανεβαίνει
στους ουρανούς, κι η σουβλερή κορφή του τους αγγίζει
75 μαύρη τον ζώνει συννεφιά, που πάντα 'ναι απλωμένη,
μηδέ λαμπρύνει η ξαστεριά ποτές το μέτωπό του,
μα ας είναι θερισμού καιρός, ας είναι χινοπώρι.
Ν' ανέβη εκεί ή να κατεβή θνητός δε θα μπορούσε
ποτές κανένας, κι είκοσι χέρια και πόδια αν είχε·
γιατ' είναι ο βράχος γλιστερός, σαν πέτρα λιστρωμένη
80 Και σπήλιο ανοίγει σκοτεινό μες στην καρδιά του βράχου,
στη Δύση, και προς στο Έρεβος· και κατακεί την πλώρη
του καραβιού θα στρέψετε, περίλαμπρε Οδυσσέα,
Μηδέ πιδέξιος τοξευτής μέσ' από το καράβι
ρίχνοντας τη σαγίτα του δε θά 'φτανε στο σπήλιο.
85 Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει·
έχει φωνούλα σκυλακιού νιογέννητου, κι ως τόσο
είναι κακότροπο θεριό, κι ούτε θνητός κανένας,
κι ούτε θεός θα χαίρονταν θωρώντας το αντικρύ του.
Έχει και πόδια δώδεκα, που ξέκρεμα είναι όλα,
90 κι έξι θεόμακρους λαιμούς, και στον καθένα απάνω
κεφάλι στέκει τρομερό με τρεις αράδες δόντια,
πυκνά και σφιχτοκάρφωτα και θάνατο γεμάτα.
Μες στο βαθύ το σπήλιο της ως τα μισά χωμένη,
από το μαύρο βάραθρο τ' άγρια κεφάλια βγάζει,
95 κι εκεί ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα στο βράχο,
δελφίνια και σκυλόψαρα κι άλλα θαλασσαγρίμια,
που μύρια η κυματόβροντη τα βόσκει η Αμφιτρίτη.
Ναύτης δεν το παινέθηκε πως ξέφυγε με πλοίο
από κει πέρα απείραγος· με κάθε της κεφάλι
100 αρπάει απ' το μαυρόπλωρο καράβι κι έναν άντρα.
Τόν άλλο χαμηλότερο, Οδυσσέα, θα δης το βράχο·
κοντά 'ναι οι δυό τους, θά 'φτανε η σαγίτα σου να ρίξης.
Μεγάλος είναι ορνιός εκεί, μυριόφυλλος, και κάτου
η θεία η Χάρυβδη ρουφάει το μελανό το κύμα.
105 Τη μέρα τρεις φορές ξερνάει, και τρεις φορές ρουφάει·
να μη σου τύχη και βρεθής την ώρα που ρουφήξη,
τι δε θα σε ξεγλύτωνε μηδέ του κόσμου ο σείστης.
Μόν' ζύγωνε το πλοίο ευτύς προς τη Σπηλιά της Σκύλλας,
και πέρναε, τι καλύτερο να κλαις έξι συντρόφους
110 του καραβιού παρά όλοι τους μαζί ν' αφανιστούνε.»
Είπε, κι εγώ αποκρίθηκα· «Πες μου, ώ θεά, εσύ τώρα,
τη φοβερή τη Χάρυβδη σαν πως να την ξεφύγω,
μα και της Σκύλλας της φριχτής ν' αντισταθώ, αν χουμίξη;»
115 Είπα, κι η σεβαστή θεά μου απολογιέται αμέσως·
«Πάλε, καημένε, βάσανα γυρεύεις και πολέμους·
μα μήτε τους αθάνατους θεούς πια δε φοβάσαι ;
Αυτή 'ναι αθάνατο κακό, θνητή δεν είναι η Σκύλλα·
άγρια, φριχτή κι αμάχητη, Διαφέντεψη δεν έχει
120 αυτή καμιά, και κάλλιο εσύ να φεύγης απ' ομπρός της.
Τί ανίσως για ν' αρματωθής κοντοσταθής στα βράχια,
φοβούμαι μην προφτάξη αυτή, και μ' ένα χούμισμά της
όσα είναι τα κεφάλια της, τόσους σου αρπάξη ανθρώπους.
Μόνε γοργά να λάμνετε, και την Κραταιή φωνάξτε,
125 τη μάνα που τη γέννησε για το κακό του κόσμου,
και θα την εμποδίση αυτή να μην ξαναχουμίξη.
Αρχαίο Κείμενο
Σειρῆνας μὲν πρῶτον ἀφίξεαι, αἵ ῥά τε πάντας
ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅτις σφεας εἰσαφίκηται.
ὅς τις ἀιδρείῃ πελάσῃ καὶ φθόγγον ἀκούσῃ
Σειρήνων, τῷ δ᾽ οὔ τι γυνὴ καὶ νήπια τέκνα
οἴκαδε νοστήσαντι παρίσταται οὐδὲ γάνυνται,
ἀλλά τε Σειρῆνες λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ
ἥμεναι ἐν λειμῶνι, πολὺς δ᾽ ἀμφ᾽ ὀστεόφιν θὶς
ἀνδρῶν πυθομένων, περὶ δὲ ῥινοὶ μινύθουσι.
ἀλλὰ παρεξελάαν, ἐπὶ δ᾽ οὔατ᾽ ἀλεῖψαι ἑταίρων
κηρὸν δεψήσας μελιηδέα, μή τις ἀκούσῃ
τῶν ἄλλων· ἀτὰρ αὐτὸς ἀκουέμεν αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα,
δησάντων σ᾽ ἐν νηὶ θοῇ χεῖράς τε πόδας τε
ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, ἐκ δ᾽ αὐτοῦ πείρατ᾽ ἀνήφθω,
ὄφρα κε τερπόμενος ὄπ᾽ ἀκούσῃς Σειρήνοιιν.
εἰ δέ κε λίσσηαι ἑτάρους λῦσαί τε κελεύῃς,
οἱ δέ σ᾽ ἔτι πλεόνεσσι τότ᾽ ἐν δεσμοῖσι διδέντων.
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ τάς γε παρὲξ ἐλάσωσιν ἑταῖροι,
ἔνθα τοι οὐκέτ᾽ ἔπειτα διηνεκέως ἀγορεύσω,
ὁπποτέρη δή τοι ὁδὸς ἔσσεται, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς
θυμῷ βουλεύειν· ἐρέω δέ τοι ἀμφοτέρωθεν.
ἔνθεν μὲν γὰρ πέτραι ἐπηρεφέες, προτὶ δ᾽ αὐτὰς
κῦμα μέγα ῥοχθεῖ κυανώπιδος Ἀμφιτρίτης·
Πλαγκτὰς δή τοι τάς γε θεοὶ μάκαρες καλέουσι.
τῇ μέν τ᾽ οὐδὲ ποτητὰ παρέρχεται οὐδὲ πέλειαι
τρήρωνες, ταί τ᾽ ἀμβροσίην Διὶ πατρὶ φέρουσιν,
ἀλλά τε καὶ τῶν αἰὲν ἀφαιρεῖται λὶς πέτρη·
ἀλλ᾽ ἄλλην ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι.
τῇ δ᾽ οὔ πώ τις νηῦς φύγεν ἀνδρῶν, ἥ τις ἵκηται,
ἀλλά θ᾽ ὁμοῦ πίνακάς τε νεῶν καὶ σώματα φωτῶν
κύμαθ᾽ ἁλὸς φορέουσι πυρός τ᾽ ὀλοοῖο θύελλαι.
οἴη δὴ κείνη γε παρέπλω ποντοπόρος νηῦς,
Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα, παρ᾽ Αἰήταο πλέουσα.
καὶ νύ κε τὴν ἔνθ᾽ ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας,
ἀλλ᾽ Ἥρη παρέπεμψεν, ἐπεὶ φίλος ἦεν Ἰήσων.
"᾽οἱ δὲ δύω σκόπελοι ὁ μὲν οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει
ὀξείῃ κορυφῇ, νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκε
κυανέη· τὸ μὲν οὔ ποτ᾽ ἐρωεῖ, οὐδέ ποτ᾽ αἴθρη
κείνου ἔχει κορυφὴν οὔτ᾽ ἐν θέρει οὔτ᾽ ἐν ὀπώρῃ.
οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνὴρ οὐδ᾽ ἐπιβαίη,
οὐδ᾽ εἴ οἱ χεῖρές τε ἐείκοσι καὶ πόδες εἶεν·
πέτρη γὰρ λίς ἐστι, περιξεστῇ ἐικυῖα.
μέσσῳ δ᾽ ἐν σκοπέλῳ ἔστι σπέος ἠεροειδές,
πρὸς ζόφον εἰς Ἔρεβος τετραμμένον, ᾗ περ ἂν ὑμεῖς
νῆα παρὰ γλαφυρὴν ἰθύνετε, φαίδιμ᾽ Ὀδυσσεῦ.
οὐδέ κεν ἐκ νηὸς γλαφυρῆς αἰζήιος ἀνὴρ
τόξῳ ὀιστεύσας κοῖλον σπέος εἰσαφίκοιτο.
ἔνθα δ᾽ ἐνὶ Σκύλλη ναίει δεινὸν λελακυῖα.
τῆς ἦ τοι φωνὴ μὲν ὅση σκύλακος νεογιλῆς
γίγνεται, αὐτὴ δ᾽ αὖτε πέλωρ κακόν· οὐδέ κέ τίς μιν
γηθήσειεν ἰδών, οὐδ᾽ εἰ θεὸς ἀντιάσειεν.
τῆς ἦ τοι πόδες εἰσὶ δυώδεκα πάντες ἄωροι,
ἓξ δέ τέ οἱ δειραὶ περιμήκεες, ἐν δὲ ἑκάστῃ
σμερδαλέη κεφαλή, ἐν δὲ τρίστοιχοι ὀδόντες
πυκνοὶ καὶ θαμέες, πλεῖοι μέλανος θανάτοιο.
μέσση μέν τε κατὰ σπείους κοίλοιο δέδυκεν,
ἔξω δ᾽ ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῖο βερέθρου,
αὐτοῦ δ᾽ ἰχθυάᾳ, σκόπελον περιμαιμώωσα,
δελφῖνάς τε κύνας τε, καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσι
κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη.
τῇ δ᾽ οὔ πώ ποτε ναῦται ἀκήριοι εὐχετόωνται
παρφυγέειν σὺν νηί· φέρει δέ τε κρατὶ ἑκάστῳ
φῶτ᾽ ἐξαρπάξασα νεὸς κυανοπρῴροιο.
"᾽τὸν δ᾽ ἕτερον σκόπελον χθαμαλώτερον ὄψει, Ὀδυσσεῦ.
πλησίον ἀλλήλων· καί κεν διοϊστεύσειας.
τῷ δ᾽ ἐν ἐρινεὸς ἔστι μέγας, φύλλοισι τεθηλώς·
τῷ δ᾽ ὑπὸ δῖα Χάρυβδις ἀναρροιβδεῖ μέλαν ὕδωρ.
τρὶς μὲν γάρ τ᾽ ἀνίησιν ἐπ᾽ ἤματι, τρὶς δ᾽ ἀναροιβδεῖ
δεινόν· μὴ σύ γε κεῖθι τύχοις, ὅτε ῥοιβδήσειεν·
οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ᾽ ὑπὲκ κακοῦ οὐδ᾽ ἐνοσίχθων.
ἀλλὰ μάλα Σκύλλης σκοπέλῳ πεπλημένος ὦκα
νῆα παρὲξ ἐλάαν, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερόν ἐστιν
ἓξ ἑτάρους ἐν νηὶ ποθήμεναι ἢ ἅμα πάντας.᾽
"ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
εἰ δ᾽ ἄγε δή μοι τοῦτο, θεά, νημερτὲς ἐνίσπες,
εἴ πως τὴν ὀλοὴν μὲν ὑπεκπροφύγοιμι Χάρυβδιν,
τὴν δέ κ᾽ ἀμυναίμην, ὅτε μοι σίνοιτό γ᾽ ἑταίρους.᾽
"ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
᾽σχέτλιε, καὶ δὴ αὖ τοι πολεμήια ἔργα μέμηλε
καὶ πόνος· οὐδὲ θεοῖσιν ὑπείξεαι ἀθανάτοισιν;
ἡ δέ τοι οὐ θνητή, ἀλλ᾽ ἀθάνατον κακόν ἐστι,
δεινόν τ᾽ ἀργαλέον τε καὶ ἄγριον οὐδὲ μαχητόν·
οὐδέ τις ἔστ᾽ ἀλκή· φυγέειν κάρτιστον ἀπ᾽ αὐτῆς.
ἢν γὰρ δηθύνῃσθα κορυσσόμενος παρὰ πέτρῃ,
δείδω, μή σ᾽ ἐξαῦτις ἐφορμηθεῖσα κίχῃσι
τόσσῃσιν κεφαλῇσι, τόσους δ᾽ ἐκ φῶτας ἕληται.
ἀλλὰ μάλα σφοδρῶς ἐλάαν, βωστρεῖν δὲ Κράταιιν,
μητέρα τῆς Σκύλλης, ἥ μιν τέκε πῆμα βροτοῖσιν·
δε σου ορμηνεύω πια από που το δρόμο σου να πάρης
ατός σου κρίνε· εγώ τους δυό θα σου εξηγήσω δρόμους...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά
Ομήρου Οδύσσεια
μ
Σειρήνες. Σκύλλα. Χάρυβδις.
(Μετ. Αργύρη Εφταλιώτη)
Και πρώτα ταξιδεύοντας θα φτάσης στις Σειρήνες,
40 που όλους μαγεύουν τους θνητούς που λάχουνε κοντά τους·
όποιος σιμώση απ' αγνωσιά κι ακούση τη φωνή τους,
από γυναίκα και παιδιά χαρά να μην προσμένη
μήτε πατρίδα πως θα δη, τι με γλυκά τραγούδια
αυτές τόνε μαγεύουνε μες απ' τη λιβαδιά τους.
45 Σωρός εκεί τ' ανθρωπινά τα κόκκαλα σαπίζουν
γυμνά, που είναι το δέρμα τους χυμένο ολοτριγύρω.
Προσπέρνα τις, και στούπωνε καλά τ' αυτιά των άλλων
με μελοζύμωτο κερί να μην μπορούν ν' ακούσουν.
Κι αν ποθυμήσης ίδιος σου ν' ακούσης, ας σε δέσουν
50 ολόρθο χεροπόδαρα στου καταρτιού τη ρίζα,
κι ας καλοσφίξουν τώ σκοινιών τις άκρες στο κατάρτι,
και τότες χαίροντας θ' ακούς μακρόθε τις Σειρήνες.
Μα ανίσως και παρακαλής τους άλλους να σε λύσουν,
εκείνοι ακόμα πιο σφιχτά να δένουν τα σκοινιά σου.
55 Και το καράβι σου απ' εκεί σα σώση να περάση,
δε σου ορμηνεύω πια από που το δρόμο σου να πάρης
ατός σου κρίνε· εγώ τους δυό θα σου εξηγήσω δρόμους.
Από τη μιά είναι κρεμαστές οι πέτρες που ολοένα
60 με κύματα η γλαυκόματη τις δέρνει η Αμφιτρίτη·
αυτές Πλανούμενες τις λεν οι θεοί οι μακαρισμένοι.
Κι ουδέ πουλί τις προσπερνάει, και μήτε οι περιστέρες
την αμβροσία που φέρνουνε στο Δία τον πατέρα,
μόνε κι αυτές κάθε φορά τις παίρνει η γλιστροπέτρα·
65 μα στέλνει κι άλλην ο θεός, λειψές να μην τις έχη.
Θνητού καράβι εκείθενε δεν έφυγε, κι αν ήρθε,
μόνε καραβοσάνιδα και ανθρώπινά κουφάρια
κυλιούνται από τα κύματα κι απ' της φωτιάς τη λύσσα.
Ένα μονάχο διάβηκε της θάλασσας καράβι,
70 η κοσμολάλητη η Αργώ, γυρνώντας απ' του Αιήτη-
κι αυτή σε βράχους θά 'σπανε τρανούς, χωρίς το χέρι
της Ήρας, που λυπήθηκε τον Ιάσονα απ' αγάπη.
Από την άλλη, οι βράχοι οι δυό, που ο ένας ανεβαίνει
στους ουρανούς, κι η σουβλερή κορφή του τους αγγίζει
75 μαύρη τον ζώνει συννεφιά, που πάντα 'ναι απλωμένη,
μηδέ λαμπρύνει η ξαστεριά ποτές το μέτωπό του,
μα ας είναι θερισμού καιρός, ας είναι χινοπώρι.
Ν' ανέβη εκεί ή να κατεβή θνητός δε θα μπορούσε
ποτές κανένας, κι είκοσι χέρια και πόδια αν είχε·
γιατ' είναι ο βράχος γλιστερός, σαν πέτρα λιστρωμένη
80 Και σπήλιο ανοίγει σκοτεινό μες στην καρδιά του βράχου,
στη Δύση, και προς στο Έρεβος· και κατακεί την πλώρη
του καραβιού θα στρέψετε, περίλαμπρε Οδυσσέα,
Μηδέ πιδέξιος τοξευτής μέσ' από το καράβι
ρίχνοντας τη σαγίτα του δε θά 'φτανε στο σπήλιο.
85 Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει·
έχει φωνούλα σκυλακιού νιογέννητου, κι ως τόσο
είναι κακότροπο θεριό, κι ούτε θνητός κανένας,
κι ούτε θεός θα χαίρονταν θωρώντας το αντικρύ του.
Έχει και πόδια δώδεκα, που ξέκρεμα είναι όλα,
90 κι έξι θεόμακρους λαιμούς, και στον καθένα απάνω
κεφάλι στέκει τρομερό με τρεις αράδες δόντια,
πυκνά και σφιχτοκάρφωτα και θάνατο γεμάτα.
Μες στο βαθύ το σπήλιο της ως τα μισά χωμένη,
από το μαύρο βάραθρο τ' άγρια κεφάλια βγάζει,
95 κι εκεί ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα στο βράχο,
δελφίνια και σκυλόψαρα κι άλλα θαλασσαγρίμια,
που μύρια η κυματόβροντη τα βόσκει η Αμφιτρίτη.
Ναύτης δεν το παινέθηκε πως ξέφυγε με πλοίο
από κει πέρα απείραγος· με κάθε της κεφάλι
100 αρπάει απ' το μαυρόπλωρο καράβι κι έναν άντρα.
Τόν άλλο χαμηλότερο, Οδυσσέα, θα δης το βράχο·
κοντά 'ναι οι δυό τους, θά 'φτανε η σαγίτα σου να ρίξης.
Μεγάλος είναι ορνιός εκεί, μυριόφυλλος, και κάτου
η θεία η Χάρυβδη ρουφάει το μελανό το κύμα.
105 Τη μέρα τρεις φορές ξερνάει, και τρεις φορές ρουφάει·
να μη σου τύχη και βρεθής την ώρα που ρουφήξη,
τι δε θα σε ξεγλύτωνε μηδέ του κόσμου ο σείστης.
Μόν' ζύγωνε το πλοίο ευτύς προς τη Σπηλιά της Σκύλλας,
και πέρναε, τι καλύτερο να κλαις έξι συντρόφους
110 του καραβιού παρά όλοι τους μαζί ν' αφανιστούνε.»
Είπε, κι εγώ αποκρίθηκα· «Πες μου, ώ θεά, εσύ τώρα,
τη φοβερή τη Χάρυβδη σαν πως να την ξεφύγω,
μα και της Σκύλλας της φριχτής ν' αντισταθώ, αν χουμίξη;»
115 Είπα, κι η σεβαστή θεά μου απολογιέται αμέσως·
«Πάλε, καημένε, βάσανα γυρεύεις και πολέμους·
μα μήτε τους αθάνατους θεούς πια δε φοβάσαι ;
Αυτή 'ναι αθάνατο κακό, θνητή δεν είναι η Σκύλλα·
άγρια, φριχτή κι αμάχητη, Διαφέντεψη δεν έχει
120 αυτή καμιά, και κάλλιο εσύ να φεύγης απ' ομπρός της.
Τί ανίσως για ν' αρματωθής κοντοσταθής στα βράχια,
φοβούμαι μην προφτάξη αυτή, και μ' ένα χούμισμά της
όσα είναι τα κεφάλια της, τόσους σου αρπάξη ανθρώπους.
Μόνε γοργά να λάμνετε, και την Κραταιή φωνάξτε,
125 τη μάνα που τη γέννησε για το κακό του κόσμου,
και θα την εμποδίση αυτή να μην ξαναχουμίξη.
Αρχαίο Κείμενο
Σειρῆνας μὲν πρῶτον ἀφίξεαι, αἵ ῥά τε πάντας
ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅτις σφεας εἰσαφίκηται.
ὅς τις ἀιδρείῃ πελάσῃ καὶ φθόγγον ἀκούσῃ
Σειρήνων, τῷ δ᾽ οὔ τι γυνὴ καὶ νήπια τέκνα
οἴκαδε νοστήσαντι παρίσταται οὐδὲ γάνυνται,
ἀλλά τε Σειρῆνες λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ
ἥμεναι ἐν λειμῶνι, πολὺς δ᾽ ἀμφ᾽ ὀστεόφιν θὶς
ἀνδρῶν πυθομένων, περὶ δὲ ῥινοὶ μινύθουσι.
ἀλλὰ παρεξελάαν, ἐπὶ δ᾽ οὔατ᾽ ἀλεῖψαι ἑταίρων
κηρὸν δεψήσας μελιηδέα, μή τις ἀκούσῃ
τῶν ἄλλων· ἀτὰρ αὐτὸς ἀκουέμεν αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα,
δησάντων σ᾽ ἐν νηὶ θοῇ χεῖράς τε πόδας τε
ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, ἐκ δ᾽ αὐτοῦ πείρατ᾽ ἀνήφθω,
ὄφρα κε τερπόμενος ὄπ᾽ ἀκούσῃς Σειρήνοιιν.
εἰ δέ κε λίσσηαι ἑτάρους λῦσαί τε κελεύῃς,
οἱ δέ σ᾽ ἔτι πλεόνεσσι τότ᾽ ἐν δεσμοῖσι διδέντων.
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ τάς γε παρὲξ ἐλάσωσιν ἑταῖροι,
ἔνθα τοι οὐκέτ᾽ ἔπειτα διηνεκέως ἀγορεύσω,
ὁπποτέρη δή τοι ὁδὸς ἔσσεται, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς
θυμῷ βουλεύειν· ἐρέω δέ τοι ἀμφοτέρωθεν.
ἔνθεν μὲν γὰρ πέτραι ἐπηρεφέες, προτὶ δ᾽ αὐτὰς
κῦμα μέγα ῥοχθεῖ κυανώπιδος Ἀμφιτρίτης·
Πλαγκτὰς δή τοι τάς γε θεοὶ μάκαρες καλέουσι.
τῇ μέν τ᾽ οὐδὲ ποτητὰ παρέρχεται οὐδὲ πέλειαι
τρήρωνες, ταί τ᾽ ἀμβροσίην Διὶ πατρὶ φέρουσιν,
ἀλλά τε καὶ τῶν αἰὲν ἀφαιρεῖται λὶς πέτρη·
ἀλλ᾽ ἄλλην ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι.
τῇ δ᾽ οὔ πώ τις νηῦς φύγεν ἀνδρῶν, ἥ τις ἵκηται,
ἀλλά θ᾽ ὁμοῦ πίνακάς τε νεῶν καὶ σώματα φωτῶν
κύμαθ᾽ ἁλὸς φορέουσι πυρός τ᾽ ὀλοοῖο θύελλαι.
οἴη δὴ κείνη γε παρέπλω ποντοπόρος νηῦς,
Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα, παρ᾽ Αἰήταο πλέουσα.
καὶ νύ κε τὴν ἔνθ᾽ ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας,
ἀλλ᾽ Ἥρη παρέπεμψεν, ἐπεὶ φίλος ἦεν Ἰήσων.
"᾽οἱ δὲ δύω σκόπελοι ὁ μὲν οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει
ὀξείῃ κορυφῇ, νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκε
κυανέη· τὸ μὲν οὔ ποτ᾽ ἐρωεῖ, οὐδέ ποτ᾽ αἴθρη
κείνου ἔχει κορυφὴν οὔτ᾽ ἐν θέρει οὔτ᾽ ἐν ὀπώρῃ.
οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνὴρ οὐδ᾽ ἐπιβαίη,
οὐδ᾽ εἴ οἱ χεῖρές τε ἐείκοσι καὶ πόδες εἶεν·
πέτρη γὰρ λίς ἐστι, περιξεστῇ ἐικυῖα.
μέσσῳ δ᾽ ἐν σκοπέλῳ ἔστι σπέος ἠεροειδές,
πρὸς ζόφον εἰς Ἔρεβος τετραμμένον, ᾗ περ ἂν ὑμεῖς
νῆα παρὰ γλαφυρὴν ἰθύνετε, φαίδιμ᾽ Ὀδυσσεῦ.
οὐδέ κεν ἐκ νηὸς γλαφυρῆς αἰζήιος ἀνὴρ
τόξῳ ὀιστεύσας κοῖλον σπέος εἰσαφίκοιτο.
ἔνθα δ᾽ ἐνὶ Σκύλλη ναίει δεινὸν λελακυῖα.
τῆς ἦ τοι φωνὴ μὲν ὅση σκύλακος νεογιλῆς
γίγνεται, αὐτὴ δ᾽ αὖτε πέλωρ κακόν· οὐδέ κέ τίς μιν
γηθήσειεν ἰδών, οὐδ᾽ εἰ θεὸς ἀντιάσειεν.
τῆς ἦ τοι πόδες εἰσὶ δυώδεκα πάντες ἄωροι,
ἓξ δέ τέ οἱ δειραὶ περιμήκεες, ἐν δὲ ἑκάστῃ
σμερδαλέη κεφαλή, ἐν δὲ τρίστοιχοι ὀδόντες
πυκνοὶ καὶ θαμέες, πλεῖοι μέλανος θανάτοιο.
μέσση μέν τε κατὰ σπείους κοίλοιο δέδυκεν,
ἔξω δ᾽ ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῖο βερέθρου,
αὐτοῦ δ᾽ ἰχθυάᾳ, σκόπελον περιμαιμώωσα,
δελφῖνάς τε κύνας τε, καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσι
κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη.
τῇ δ᾽ οὔ πώ ποτε ναῦται ἀκήριοι εὐχετόωνται
παρφυγέειν σὺν νηί· φέρει δέ τε κρατὶ ἑκάστῳ
φῶτ᾽ ἐξαρπάξασα νεὸς κυανοπρῴροιο.
"᾽τὸν δ᾽ ἕτερον σκόπελον χθαμαλώτερον ὄψει, Ὀδυσσεῦ.
πλησίον ἀλλήλων· καί κεν διοϊστεύσειας.
τῷ δ᾽ ἐν ἐρινεὸς ἔστι μέγας, φύλλοισι τεθηλώς·
τῷ δ᾽ ὑπὸ δῖα Χάρυβδις ἀναρροιβδεῖ μέλαν ὕδωρ.
τρὶς μὲν γάρ τ᾽ ἀνίησιν ἐπ᾽ ἤματι, τρὶς δ᾽ ἀναροιβδεῖ
δεινόν· μὴ σύ γε κεῖθι τύχοις, ὅτε ῥοιβδήσειεν·
οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ᾽ ὑπὲκ κακοῦ οὐδ᾽ ἐνοσίχθων.
ἀλλὰ μάλα Σκύλλης σκοπέλῳ πεπλημένος ὦκα
νῆα παρὲξ ἐλάαν, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερόν ἐστιν
ἓξ ἑτάρους ἐν νηὶ ποθήμεναι ἢ ἅμα πάντας.᾽
"ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
εἰ δ᾽ ἄγε δή μοι τοῦτο, θεά, νημερτὲς ἐνίσπες,
εἴ πως τὴν ὀλοὴν μὲν ὑπεκπροφύγοιμι Χάρυβδιν,
τὴν δέ κ᾽ ἀμυναίμην, ὅτε μοι σίνοιτό γ᾽ ἑταίρους.᾽
"ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
᾽σχέτλιε, καὶ δὴ αὖ τοι πολεμήια ἔργα μέμηλε
καὶ πόνος· οὐδὲ θεοῖσιν ὑπείξεαι ἀθανάτοισιν;
ἡ δέ τοι οὐ θνητή, ἀλλ᾽ ἀθάνατον κακόν ἐστι,
δεινόν τ᾽ ἀργαλέον τε καὶ ἄγριον οὐδὲ μαχητόν·
οὐδέ τις ἔστ᾽ ἀλκή· φυγέειν κάρτιστον ἀπ᾽ αὐτῆς.
ἢν γὰρ δηθύνῃσθα κορυσσόμενος παρὰ πέτρῃ,
δείδω, μή σ᾽ ἐξαῦτις ἐφορμηθεῖσα κίχῃσι
τόσσῃσιν κεφαλῇσι, τόσους δ᾽ ἐκ φῶτας ἕληται.
ἀλλὰ μάλα σφοδρῶς ἐλάαν, βωστρεῖν δὲ Κράταιιν,
μητέρα τῆς Σκύλλης, ἥ μιν τέκε πῆμα βροτοῖσιν·
Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015
άστε με να σιγοταξιδεύω...
Κ’ ύστερα ακόμα νάναι ελιές, και νάναι κυπαρίσσια,
σκυμμένα νάναι και το φώς τ’ αχνό να προσκυνάνε,
να τονε περιμένουνε στον κάμπο τα ξωκκλήσια...
Γιάννης Σταύρου, Ξωκκλήσι στην Αττική, λάδι σε καμβά
Λάμπρος Πορφύρας
Είδα
Eίδα μια χώρα ξωτικιά στ’ ανήσυχο όνειρό μου:
πόσ’ όμορφη δε θα το πει ποτέ καμιά ψυχή.
Tο νου μου πήρε κι άφησα το φτωχικό χωριό μου
κι έκανα τάμα μόνο εκεί ν’ αράξω• μόνο εκεί.
Tρελλό παιδί ξεκίνησα δεμένο με τα μάγια
του ονείρου μου, κι εγνώρισα τις χώρες του γιαλού,
είδα τις χώρες π’ άστραφταν σε κάμπους και σε πλάγια,
μα η χώρα μου, όλο πήγαινα- κι ήτανε πάντ’ αλλού.
Διαβάτες μ’ ανταμώσανε καλοί και μου ‘παν: Mείνε
είν’ όμορφη κι η χώρα μας• καιρός ν’ αράξεις πια.
είν’ όμορφη κι η χώρα σας, διαβάτες, μα δεν είναι
εκείνη που ονειρεύτηκα και με τραβάει μακριά.
Έτσ’ είναι. Σύρτε, κι άστε με να σιγοταξιδεύω
και να περνάω μονάχος μου και κάμπους και βουνά,
ίσως τη βρω• μ’ αν δεν τη βρω τη χώρα που γυρεύω
μη μου ζητάτε, αδέρφια μου, ν’ αράξω πουθενά…
Δέηση για την ψυχή του Παπαδιαμάντη
Χριστέ μου, δόστου τη χαρά, τη μόνη που μπορούσε
να σου ζητήση απάνω εκεί νοσταλγικά η ψυχή του.
κάνε το θάμμα κι άσε τον να ζήση όπως εζούσε
σε μια μεριά που, τάχατες, να μοιάζη το νησί του.
Νάναι τα βράχια στο γκρεμό βαθιά κουφαλιασμένα,
νάχη σωριάσει η θάλασσα στην αμμουδιά τα φύκια,
κι αράδα-αράδα στο γιαλό δεμένα, αποσταμένα,
να σιγοτρίζουν τα φτωχά σκιαθίτικα καΐκια.
Νάναι οι νησιώτισσες οι γριές, κ’ οι νιες, οι πεθαμένες
αυτές που τις θλιμμένες τους μας έλεγε ιστορίες -
να γνέθουν το λινάρι οι γριές στην πόρτα καθισμένες,
και δίπλα στα παράθυρα ν’ ανθίζουν οι γαζίες.
Κ’ ύστερα ακόμα νάναι ελιές, και νάναι κυπαρίσσια,
σκυμμένα νάναι και το φώς τ’ αχνό να προσκυνάνε,
να τονε περιμένουνε στον κάμπο τα ξωκκλήσια
Και την καμπάνα τους μακρυά οι αγγέλοι να χτυπάνε.
Δόστου, Χριστέ μου, τη στερνή χαρά να ιδή και πάλι
τη γνώριμή του τη ζωή κοντά στ’ ακροθαλάσσι !
Αχ, έτσι αθώα, κ’ έτσι απλά κι αγνά την είχε ψάλει,
που της αξίζει εκεί ψηλά μαζί μ’ αυτόν ν’ άγιάση!..
σκυμμένα νάναι και το φώς τ’ αχνό να προσκυνάνε,
να τονε περιμένουνε στον κάμπο τα ξωκκλήσια...
Γιάννης Σταύρου, Ξωκκλήσι στην Αττική, λάδι σε καμβά
Λάμπρος Πορφύρας
Είδα
Eίδα μια χώρα ξωτικιά στ’ ανήσυχο όνειρό μου:
πόσ’ όμορφη δε θα το πει ποτέ καμιά ψυχή.
Tο νου μου πήρε κι άφησα το φτωχικό χωριό μου
κι έκανα τάμα μόνο εκεί ν’ αράξω• μόνο εκεί.
Tρελλό παιδί ξεκίνησα δεμένο με τα μάγια
του ονείρου μου, κι εγνώρισα τις χώρες του γιαλού,
είδα τις χώρες π’ άστραφταν σε κάμπους και σε πλάγια,
μα η χώρα μου, όλο πήγαινα- κι ήτανε πάντ’ αλλού.
Διαβάτες μ’ ανταμώσανε καλοί και μου ‘παν: Mείνε
είν’ όμορφη κι η χώρα μας• καιρός ν’ αράξεις πια.
είν’ όμορφη κι η χώρα σας, διαβάτες, μα δεν είναι
εκείνη που ονειρεύτηκα και με τραβάει μακριά.
Έτσ’ είναι. Σύρτε, κι άστε με να σιγοταξιδεύω
και να περνάω μονάχος μου και κάμπους και βουνά,
ίσως τη βρω• μ’ αν δεν τη βρω τη χώρα που γυρεύω
μη μου ζητάτε, αδέρφια μου, ν’ αράξω πουθενά…
Δέηση για την ψυχή του Παπαδιαμάντη
Χριστέ μου, δόστου τη χαρά, τη μόνη που μπορούσε
να σου ζητήση απάνω εκεί νοσταλγικά η ψυχή του.
κάνε το θάμμα κι άσε τον να ζήση όπως εζούσε
σε μια μεριά που, τάχατες, να μοιάζη το νησί του.
Νάναι τα βράχια στο γκρεμό βαθιά κουφαλιασμένα,
νάχη σωριάσει η θάλασσα στην αμμουδιά τα φύκια,
κι αράδα-αράδα στο γιαλό δεμένα, αποσταμένα,
να σιγοτρίζουν τα φτωχά σκιαθίτικα καΐκια.
Νάναι οι νησιώτισσες οι γριές, κ’ οι νιες, οι πεθαμένες
αυτές που τις θλιμμένες τους μας έλεγε ιστορίες -
να γνέθουν το λινάρι οι γριές στην πόρτα καθισμένες,
και δίπλα στα παράθυρα ν’ ανθίζουν οι γαζίες.
Κ’ ύστερα ακόμα νάναι ελιές, και νάναι κυπαρίσσια,
σκυμμένα νάναι και το φώς τ’ αχνό να προσκυνάνε,
να τονε περιμένουνε στον κάμπο τα ξωκκλήσια
Και την καμπάνα τους μακρυά οι αγγέλοι να χτυπάνε.
Δόστου, Χριστέ μου, τη στερνή χαρά να ιδή και πάλι
τη γνώριμή του τη ζωή κοντά στ’ ακροθαλάσσι !
Αχ, έτσι αθώα, κ’ έτσι απλά κι αγνά την είχε ψάλει,
που της αξίζει εκεί ψηλά μαζί μ’ αυτόν ν’ άγιάση!..
Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου...
Εχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν’ έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει...
Γιάννης Σταύρου, Αμυγδαλιές στον κήπο μου, λάδι σε καμβά
Κώστας Καρυωτάκης
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά•
κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιά μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί•
κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ –
καθάρια πώς ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,
η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που ‘ζησα ζωή!
Μυγδαλιά
Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.
Εχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν’ έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει•
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.
Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση…
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που ‘χει στον κήπο μου φυτρώσει.
Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει•
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν’ απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει
Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ’ αγάπη τόση…
κι είν’ έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει...
Γιάννης Σταύρου, Αμυγδαλιές στον κήπο μου, λάδι σε καμβά
Κώστας Καρυωτάκης
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά•
κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιά μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί•
κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ –
καθάρια πώς ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,
η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που ‘ζησα ζωή!
Μυγδαλιά
Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.
Εχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν’ έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει•
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.
Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση…
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που ‘χει στον κήπο μου φυτρώσει.
Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει•
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν’ απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει
Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ’ αγάπη τόση…
Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015
σαστισμένες κι αντιφατικές ψυχές...
Ισως αυτήν την ώρα εις κανενός γειτόνου σου
το νοικοκυρεμένο σπίτι μπαίνει –
αόρατος, άϋλος - ο Θεόδοτος,
φέρνοντας τέτοιο ένα φρικτό κεφάλι...
Γιάννης Σταύρου, Στα σκοτεινά νερά του λιμανιού, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Ο Θεόδοτος
Αν είσαι από τους αληθινά εκλεκτούς,
την επικράτησί σου κύταζε πώς αποκτάς.
Οσο κι αν δοξασθείς, τα κατορθώματά σου
στην Ιταλία και στην Θεσσαλία
όσο κι αν διαλαλούν η πολιτείες,
όσα ψηφίσματα τιμητικά
κι αν σ’ έβγαλαν στη Ρώμη οι θαυμασταί σου,
μήτε η χαρά σου μήτε ο θρίαμβος θα μείνουν,
μήτε ανώτερος — τι ανώτερος; — άνθρωπος θα αισθανθείς,
όταν, στην Αλεξάνδρεια, ο Θεόδοτος σε φέρει,
επάνω σε σινί αιματωμένο,
του αθλίου Πομπηίου το κεφάλι.
Και μη επαναπαύεσαι που στην ζωή σου
περιωρισμένη, τακτοποιημένη, και πεζή,
τέτοια θεαματικά και φοβερά δεν έχει.
Ισως αυτήν την ώρα εις κανενός γειτόνου σου
το νοικοκυρεμένο σπίτι μπαίνει –
αόρατος, άϋλος — ο Θεόδοτος,
φέρνοντας τέτοιο ένα φρικτό κεφάλι.
Οι ψυχές των γερόντων
Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα
κάθονται των γερόντων η ψυχές.
Τι θλιβερές που είναι η πτωχές
και πως βαρυούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε.
Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την αγαπούνε
οι σαστισμένες κι αντιφατικές
ψυχές, που κάθονται -κωμικοτραγικές-
μες στα παληά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα.
το νοικοκυρεμένο σπίτι μπαίνει –
αόρατος, άϋλος - ο Θεόδοτος,
φέρνοντας τέτοιο ένα φρικτό κεφάλι...
Γιάννης Σταύρου, Στα σκοτεινά νερά του λιμανιού, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Ο Θεόδοτος
Αν είσαι από τους αληθινά εκλεκτούς,
την επικράτησί σου κύταζε πώς αποκτάς.
Οσο κι αν δοξασθείς, τα κατορθώματά σου
στην Ιταλία και στην Θεσσαλία
όσο κι αν διαλαλούν η πολιτείες,
όσα ψηφίσματα τιμητικά
κι αν σ’ έβγαλαν στη Ρώμη οι θαυμασταί σου,
μήτε η χαρά σου μήτε ο θρίαμβος θα μείνουν,
μήτε ανώτερος — τι ανώτερος; — άνθρωπος θα αισθανθείς,
όταν, στην Αλεξάνδρεια, ο Θεόδοτος σε φέρει,
επάνω σε σινί αιματωμένο,
του αθλίου Πομπηίου το κεφάλι.
Και μη επαναπαύεσαι που στην ζωή σου
περιωρισμένη, τακτοποιημένη, και πεζή,
τέτοια θεαματικά και φοβερά δεν έχει.
Ισως αυτήν την ώρα εις κανενός γειτόνου σου
το νοικοκυρεμένο σπίτι μπαίνει –
αόρατος, άϋλος — ο Θεόδοτος,
φέρνοντας τέτοιο ένα φρικτό κεφάλι.
Οι ψυχές των γερόντων
Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα
κάθονται των γερόντων η ψυχές.
Τι θλιβερές που είναι η πτωχές
και πως βαρυούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε.
Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την αγαπούνε
οι σαστισμένες κι αντιφατικές
ψυχές, που κάθονται -κωμικοτραγικές-
μες στα παληά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα.
Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015
Οδηγίες προς τους νέους...
Απλές και πικρές αλήθειες για την εποχή...
Γιάννης Σταύρου, Δυο μήλα με μαχαίρι, λάδι σε καμβά
11 Κανόνες προς τους νέους
Συμπληρώνουμε: Κι αν δε μπορέσετε να βγάλετε άκρη - να πάτε να πνιγείτε. Να ησυχάσουμε...
(*) Από ομιλία του Μπιλ Γκέιτς σε μαθητές σχολείου τη δεκαετία του '90. Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι "κανόνες" συνταχθηκαν από τον εκπαιδευτικό Charles Sykes και περιεχόνται στο βιβλίο του "Dumbing Down our Kids".
Δεν έχει καμμιά σημασία ποιος τους είπε ή ποιος τους συνέταξε...
11 Κανόνες προς τους νέους
- Κανόνας 1: Η ζωή δεν είναι δίκαιη - συνήθισέ το!
- Κανόνας 2: Ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για την αυτό-εκτίμησή σου. Περιμένει πρώτα να επιτύχεις εσύ ο ίδιος κάτι ΠΡΙΝ αισθανθείς καλά με τον εαυτό σου.
- Κανόνας 3: Δεν θα κερδίσεις 60.000 ευρώ το χρόνο τελειώνοντας το σχολείο. Δεν πρόκειται να γίνεις αντιπρόεδρος με δωρεάν αυτοκίνητο και κινητό τηλέφωνο μέχρι να τα κερδίσεις και τα δύο.
- Κανόνας 4: Εάν νομίζεις ότι ο καθηγητής σου είναι σκληρός, περίμενε μέχρι να δεις το αφεντικό.
- Κανόνας 5: Το γύρισμα των μπιφτεκιών δεν σου μειώνει την αξιοπρέπεια. Οι παππούδες σου είχαν μια διαφορετική λέξη για αυτή την εργασία: την έλεγαν ευκαιρία.
- Κανόνας 6: Εάν τα μουσκέψεις, ΔΕΝ ΦΤΑΙΝΕ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΣΟΥ. Γι' αυτό μην κλαψουρίζεις για τα δικά σου λάθη, αλλά μάθε από αυτά.
- Κανόνας 7: Πριν γεννηθείς, οι γονείς σου δεν ήταν τόσο βαρετοί όσο είναι σήμερα. Έγιναν έτσι πληρώνοντας τους λογαριασμούς σου, καθαρίζοντας τα ρούχα σου και ακούγοντάς σε να λες πόσο «cool» είσαι. Πριν λοιπόν σώσεις τα δάση από τα παράσιτα της γενιάς των γονιών σου, προσπάθησε να καθαρίσεις τη ντουλάπα στο δωμάτιό σου.
- Κανόνας 8: Το σχολείο μπορεί να έχει βρει τον τρόπο να εξαλείψει τις διαφορές μεταξύ κερδισμένων και χαμένων, αλλά η ζωή ΟΧΙ. Μερικά σχολεία έχουν απορρίψει τις αρνητικές βαθμολογίες και θα σου δώσουν όσες ευκαιρίες θέλεις για να βρεις τη σωστή απάντηση. Αυτή η κατάσταση δεν μοιάζει ούτε στο ελάχιστο με την πραγματική ζωή.
- Κανόνας 9: Η ζωή δεν είναι χωρισμένη σε εξάμηνα. Δεν υπάρχουν ολόκληρα καλοκαίρια διακοπών και πολύ λίγοι υπάλληλοι είναι διατεθειμένοι να σε βοηθήσουν να «βρεις» τον εαυτό σου. Αυτό μπορείς να το κάνεις στον ελεύθερο χρόνο σου.
- Κανόνας 10: Η τηλεόραση ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ η πραγματική ζωή. Στην πραγματική ζωή οι άνθρωποι είναι στις δουλειές τους και όχι στα μπαρ και στα καφενεία.
- Κανόνας 11: Να είσαι ευγενικός με τους σπασίκλες. Στο τέλος μάλλον θα καταλήξεις να δουλεύεις για έναν από αυτούς.
Μπιλ Γκέιτς (*)
(*) Από ομιλία του Μπιλ Γκέιτς σε μαθητές σχολείου τη δεκαετία του '90. Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι "κανόνες" συνταχθηκαν από τον εκπαιδευτικό Charles Sykes και περιεχόνται στο βιβλίο του "Dumbing Down our Kids".
Δεν έχει καμμιά σημασία ποιος τους είπε ή ποιος τους συνέταξε...
Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015
Δύση στον Θερμαϊκό...
Α, πόσο είναι μεθυστικό το λίκνισμα
των καραβιών που απλώνουνε στη θάλασσα
το ρίγος των μακρών σκιών, που πάλλονται
σαν κόμη εξαίσια, οι αύρες που ανεμίζουν...
Γιάννης Σταύρου, Δύση στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Γιώργος Βαφόπουλος
Θεσσαλονίκη! Θεσσαλονίκη!
(Μονόλογος σε στιγμές πολύ θλιβερές)
Όταν, καμμιά φορά, την τελευταίαν αυγή αντικρίσεις,
κ' έξω απ' τη θύρα σου, μ' απογοήτεψη και φρίκη,
τον κρότο των συντριβομένων σου πλανών ακούσεις,
κι' ούτε καιρός γι' άσκοπες μεταμέλειες θα σου μένει,
στ' άτονα βλέφαρά σου, που θα τα βαραίνει η οδύνη,
προσπάθησε μ' αγάπη, με στοργή να περικλείσεις
το εξαίσιον όραμα, το μέγα όραμα αυτής της πόλης,
που αγάπησες τόσο πολύ, που ελάτρεψες με πάθος.
Ο μέγας πόθος σου, που θα την στερηθεί για πάντα,
στην έξαψη των τελευταίων ονείρων σου ας την πλάσει
καθώς και τότε, όταν ευγενικές πλάνες γεμάτος,
νωχελικά έσερνες το βήμα στους στενούς της δρόμους.
Το απλόχωρο λιμάνι της με τα πυκνά καράβια,
που αψήφιστα της Μεσογείου τα ρεύματα διασχίζουν,
κ' η προκυμαία, που απ' των ναυτών το θόρυβο βουίζει,
στη σκέψη σου ας μετεωρισθούν, σα φευγαλέα εικόνα.
Όμως προσπάθησε πολύ, στου ονείρου σου τη δίνη,
να συγκρατήσεις δυο ματιών εξαίσιων την εικόνα,
που μ' αγωνίαν, απ' του κλειστού παράθυρου τις γρίλλιες,
στο υγρό λιθόστρωτο συντρόφευσαν τα βήματά σου.
Τ' όραμα αυτό προσπάθησε ζωηρά να συγκρατήσεις,
γιατί από χίλιες άσκοπες ζωές πιότερο αξίζει
ο θάνατος κάτω από δυο γλυκών ματιών τον ίσκιο.
Δύση στο Θερμαϊκό
Τον ήλιο δες, Λυδία, πώς γέρνει ανάμεσα
στων καταρτιών το δάσος, που αργοτρέμοντας,
τις άπειρες κορφές σαλεύει μ’ έκσταση
στο θαύμα μπρος, που φλέγεται, της δύσης.
Α, πόσο είναι μεθυστικό το λίκνισμα
των καραβιών που απλώνουνε στη θάλασσα
το ρίγος των μακρών σκιών, που πάλλονται
σαν κόμη εξαίσια, οι αύρες που ανεμίζουν.
Τον κύκλο δες, Λυδία, που αστράφτει πύρινος,
στων καταρτιών μπλεγμένος το κυμάτισμα,
σαν πορφυρή καρδιά πελώριου γίγαντος,
που ένας μεγάλος πόθος τη φλογίζει.
των καραβιών που απλώνουνε στη θάλασσα
το ρίγος των μακρών σκιών, που πάλλονται
σαν κόμη εξαίσια, οι αύρες που ανεμίζουν...
Γιάννης Σταύρου, Δύση στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Γιώργος Βαφόπουλος
Θεσσαλονίκη! Θεσσαλονίκη!
(Μονόλογος σε στιγμές πολύ θλιβερές)
Όταν, καμμιά φορά, την τελευταίαν αυγή αντικρίσεις,
κ' έξω απ' τη θύρα σου, μ' απογοήτεψη και φρίκη,
τον κρότο των συντριβομένων σου πλανών ακούσεις,
κι' ούτε καιρός γι' άσκοπες μεταμέλειες θα σου μένει,
στ' άτονα βλέφαρά σου, που θα τα βαραίνει η οδύνη,
προσπάθησε μ' αγάπη, με στοργή να περικλείσεις
το εξαίσιον όραμα, το μέγα όραμα αυτής της πόλης,
που αγάπησες τόσο πολύ, που ελάτρεψες με πάθος.
Ο μέγας πόθος σου, που θα την στερηθεί για πάντα,
στην έξαψη των τελευταίων ονείρων σου ας την πλάσει
καθώς και τότε, όταν ευγενικές πλάνες γεμάτος,
νωχελικά έσερνες το βήμα στους στενούς της δρόμους.
Το απλόχωρο λιμάνι της με τα πυκνά καράβια,
που αψήφιστα της Μεσογείου τα ρεύματα διασχίζουν,
κ' η προκυμαία, που απ' των ναυτών το θόρυβο βουίζει,
στη σκέψη σου ας μετεωρισθούν, σα φευγαλέα εικόνα.
Όμως προσπάθησε πολύ, στου ονείρου σου τη δίνη,
να συγκρατήσεις δυο ματιών εξαίσιων την εικόνα,
που μ' αγωνίαν, απ' του κλειστού παράθυρου τις γρίλλιες,
στο υγρό λιθόστρωτο συντρόφευσαν τα βήματά σου.
Τ' όραμα αυτό προσπάθησε ζωηρά να συγκρατήσεις,
γιατί από χίλιες άσκοπες ζωές πιότερο αξίζει
ο θάνατος κάτω από δυο γλυκών ματιών τον ίσκιο.
Δύση στο Θερμαϊκό
Τον ήλιο δες, Λυδία, πώς γέρνει ανάμεσα
στων καταρτιών το δάσος, που αργοτρέμοντας,
τις άπειρες κορφές σαλεύει μ’ έκσταση
στο θαύμα μπρος, που φλέγεται, της δύσης.
Α, πόσο είναι μεθυστικό το λίκνισμα
των καραβιών που απλώνουνε στη θάλασσα
το ρίγος των μακρών σκιών, που πάλλονται
σαν κόμη εξαίσια, οι αύρες που ανεμίζουν.
Τον κύκλο δες, Λυδία, που αστράφτει πύρινος,
στων καταρτιών μπλεγμένος το κυμάτισμα,
σαν πορφυρή καρδιά πελώριου γίγαντος,
που ένας μεγάλος πόθος τη φλογίζει.
Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015
σύνεργα του πνιγμού για σε και οράματα της πλάνης...
Το σήμερα είτανε νωρίς, τ’ αύριο αργά θα είναι,
δε θα σου στρέξη τ’ όνειρο, δε θάρθ’ η αυγή που θέλεις,
με τον καημό τ’ αθανάτου που δεν το φτάνεις, μείνε,
κυνηγητής του σύγγνεφου, του ίσκιου Πραξιτέλης...
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινές ανταύγειες, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κωστής Παλαμάς
Η ασάλευτη ζωή
Και τ’ άγαλμα αγωνίστηκα για το ναό να πλάσω
στην πέτρα τη δική μου απάνω,
και να το στήσω ολόγυμνο, και να περάσω,
και να περάσω, δίχως να πεθάνω.
και τό’πλασα. Κ’οι άνθρωποι, στενοί προσκυνητάδες
στα ξόανα τ’ άπλαστα μπροστά και τα κακοντυμένα,
θυμού γρικήσαν τίναγμα και φόβου ανατριχάδες,
κ’ είδανε σαν αντίμαχους και τ’ άγαλμα κ’ εμένα.
Και τ’ άγαλμα στα κύμβαλα, κ’ εμέ στην εξορία.
Και προς τα ξένα τράβηξα το γοργοπέρασμά μου
και πριν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
έσκαψα λάκκο, κ’ έθαψα στο λάκκο τ’ άγαλμά μου.
Και του ψιθύρησα: «Αφαντο βυθίσου αυτού και ζήσε
με τα βαθιά ριζώματα και με τ’ αρχαία συντρίμμια,
όσο που νάρθ’ η ‘ωρα σου, αθάνατ’ άνθος είσαι,
ναός να ντύση καρτερεί τη θεία δική σου γύμνια!»
Και μ’ ένα στόμα διάπλατο, και με φωνή προφήτη,
μίλησ’ ο λάκκος: «Ναός κανείς, βάθρο ούτε, φως, του κάκου.
Για δω, για κει, για πουθενά το άνθος σου, ω τεχνίτη!
Κάλλιο για πάντα να χαθή μέσ’ στ’ άψαχτα ενός λάκκου.
Ποτέ μην έρθ’ η ώρα του! Κι αν έρθη κι αν προβάλη,
μεστός θα λάμπη και ο ναός από λαό αγαλμάτων,
τ’ αγάλματα αψεγάδιαστα, κ’ οι πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στη νύχτα των μνημάτων!
Το σήμερα είτανε νωρίς, τ’ αύριο αργά θα είναι,
δε θα σου στρέξη τ’ όνειρο, δε θάρθ’ η αυγή που θέλεις,
με τον καημό τ’ αθανάτου που δεν το φτάνεις, μείνε,
κυνηγητής του σύγγνεφου, του ίσκιου Πραξιτέλης.
Τα τωρινά και τ’ αυριανά, βρόχοι και πέλαγα, όλα
σύνεργα του πνιγμού για σε και οράματα της πλάνης
μακρότερη απ’ τη δόξα σου και μια του κήπου βιόλα
και θα περάσης, μάθε το, και θα πεθάνης!»
Κ’ εγώ αποκρίθηκα: «Ας περάσω κι ας πεθάνω!
Πλάστης κ’ εγώ μ’ όλο το νου και μ’ όλη την καρδιά μου
λάκκος κι ας φάη το πλάσμα μου, από τ’ αθάνατα όλα
μπορεί ν’ αξίζει πιο πολύ το γοργοπέρασμά μου».
δε θα σου στρέξη τ’ όνειρο, δε θάρθ’ η αυγή που θέλεις,
με τον καημό τ’ αθανάτου που δεν το φτάνεις, μείνε,
κυνηγητής του σύγγνεφου, του ίσκιου Πραξιτέλης...
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινές ανταύγειες, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κωστής Παλαμάς
Η ασάλευτη ζωή
Και τ’ άγαλμα αγωνίστηκα για το ναό να πλάσω
στην πέτρα τη δική μου απάνω,
και να το στήσω ολόγυμνο, και να περάσω,
και να περάσω, δίχως να πεθάνω.
και τό’πλασα. Κ’οι άνθρωποι, στενοί προσκυνητάδες
στα ξόανα τ’ άπλαστα μπροστά και τα κακοντυμένα,
θυμού γρικήσαν τίναγμα και φόβου ανατριχάδες,
κ’ είδανε σαν αντίμαχους και τ’ άγαλμα κ’ εμένα.
Και τ’ άγαλμα στα κύμβαλα, κ’ εμέ στην εξορία.
Και προς τα ξένα τράβηξα το γοργοπέρασμά μου
και πριν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
έσκαψα λάκκο, κ’ έθαψα στο λάκκο τ’ άγαλμά μου.
Και του ψιθύρησα: «Αφαντο βυθίσου αυτού και ζήσε
με τα βαθιά ριζώματα και με τ’ αρχαία συντρίμμια,
όσο που νάρθ’ η ‘ωρα σου, αθάνατ’ άνθος είσαι,
ναός να ντύση καρτερεί τη θεία δική σου γύμνια!»
Και μ’ ένα στόμα διάπλατο, και με φωνή προφήτη,
μίλησ’ ο λάκκος: «Ναός κανείς, βάθρο ούτε, φως, του κάκου.
Για δω, για κει, για πουθενά το άνθος σου, ω τεχνίτη!
Κάλλιο για πάντα να χαθή μέσ’ στ’ άψαχτα ενός λάκκου.
Ποτέ μην έρθ’ η ώρα του! Κι αν έρθη κι αν προβάλη,
μεστός θα λάμπη και ο ναός από λαό αγαλμάτων,
τ’ αγάλματα αψεγάδιαστα, κ’ οι πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στη νύχτα των μνημάτων!
Το σήμερα είτανε νωρίς, τ’ αύριο αργά θα είναι,
δε θα σου στρέξη τ’ όνειρο, δε θάρθ’ η αυγή που θέλεις,
με τον καημό τ’ αθανάτου που δεν το φτάνεις, μείνε,
κυνηγητής του σύγγνεφου, του ίσκιου Πραξιτέλης.
Τα τωρινά και τ’ αυριανά, βρόχοι και πέλαγα, όλα
σύνεργα του πνιγμού για σε και οράματα της πλάνης
μακρότερη απ’ τη δόξα σου και μια του κήπου βιόλα
και θα περάσης, μάθε το, και θα πεθάνης!»
Κ’ εγώ αποκρίθηκα: «Ας περάσω κι ας πεθάνω!
Πλάστης κ’ εγώ μ’ όλο το νου και μ’ όλη την καρδιά μου
λάκκος κι ας φάη το πλάσμα μου, από τ’ αθάνατα όλα
μπορεί ν’ αξίζει πιο πολύ το γοργοπέρασμά μου».
Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015
αλλ' ή πρόσθε θανείν ή έπειτα γενέσθαι...
...θα λείψει κι η ντροπή· θα βλάφτει ο τιποτένιος τον καλύτερό του,
με δόλια λόγια ξεγελώντας τον, και θα ορκίζεται αποπάνω·
ο φθόνος μόνον θα συντροφεύει τους ανθρώπους μες στη συμφορά τους
κακόγλωσσος, χαιρέκακος, μνησίκακος...
Λεπτομέρεια από το έργο του Ιερώνυμου Μπος "Ο Χριστός μεταφέρει τον Σταυρό"
Ησίοδος
Έργα και ημέραι
μηκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ὤφελλον ἐγὼ πέμπτοισι μετεῖναι
ἀνδράσιν, ἀλλ᾽ ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ ἔπειτα γενέσθαι.
νῦν γὰρ δὴ γένος ἐστὶ σιδήρεον· οὐδέ ποτ᾽ ἦμαρ
παύσονται καμάτου καὶ ὀιζύος οὐδέ τι νύκτωρ
φθειρόμενοι· χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας.
ἀλλ᾽ ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν.
Ζεὺς δ᾽ ὀλέσει καὶ τοῦτο γένος μερόπων ἀνθρώπων,
εὖτ᾽ ἂν γεινόμενοι πολιοκρόταφοι τελέθωσιν.
οὐδὲ πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος οὐδέ τι παῖδες
οὐδὲ ξεῖνος ξεινοδόκῳ καὶ ἑταῖρος ἑταίρῳ,
οὐδὲ κασίγνητος φίλος ἔσσεται, ὡς τὸ πάρος περ.
αἶψα δὲ γηράσκοντας ἀτιμήσουσι τοκῆας·
μέμψονται δ᾽ ἄρα τοὺς χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσι,
σχέτλιοι, οὐδὲ θεῶν ὄπιν εἰδότες· οὐδέν κεν οἵ γε
γηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν·
{χειροδίκαι· ἕτερος δ᾽ ἑτέρου πόλιν ἐξαλαπάξει·}
ὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται οὐδὲ δικαίου
οὐδ᾽ ἀγαθοῦ, μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν
ἀνέρα τιμήσουσι· δίκη δ᾽ ἐν χερσί· καὶ αἰδὼς
οὐκ ἔσται, βλάψει δ᾽ ὁ κακὸς τὸν ἀρείονα φῶτα
μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων, ἐπὶ δ᾽ ὅρκον ὀμεῖται.
ζῆλος δ᾽ ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασι
δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει στυγερώπης.
καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένω χρόα καλὸν
ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον προλιπόντ᾽ ἀνθρώπους
Αἰδὼς καὶ Νέμεσις· τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ
θνητοῖς ἀνθρώποισι· κακοῦ δ᾽ οὐκ ἔσσεται ἀλκή.
Ησίοδος
Έργα και ημέραι
(μετ. Δ. Ν. Μαρωνίτης)
Άμποτε να μη ζούσα εγώ σ' αυτήν την πέμπτη γενεά,
με τους ανθρώπους της· καλύτερα να 'χα πεθάνει πιο μπροστά
ή να γεννιόμουν ύστερα. Γιατί έφτασε τώρα η ώρα
του γένους του σιδήρου.
Μήτε τη μέρα θα απολείψουν κάματος και πόνος μήτε τη νύχτα
η φθορά τους θα κοπάσει· τους περιμένουν μέριμνες βαριές,
θεόσταλτες, μόλο που κάποτε θα σμίγει και σ᾽ αυτούς
καλό με το κακό.
Ο Δίας όμως θα αφανίσει κι αυτό το γένος των βροτών·
όταν τα νήπια θα γεννιούνται με κροτάφους γκρίζους·
ούτε ο γονιός θα μοιάζει του παιδιού του μήτε και τα παιδιά
με τους γονείς· ο ξένος στον φιλόξενο, ο σύντροφος στον σύντροφο
μήτε κι ο αδελφός στον αδελφό
δεν θα 'ναι φίλος πια, που ήταν άλλοτε ο κανόνας.
Θα τους καταφρονούν τους γέροντες γονείς οι απόγονοί τους,
θα τους χλευάζουν ξεστομίζοντας λόγια βαριά,
άσπλαχνοι, ανίδεοι μπροστά στον φόβο του θεού·
σ' εκείνους που τους γέννησαν, όταν γεράσουν, δεν θα αποδώσουν
τα τροφεία τους· καμιά αρετή ευορκίας, δικαιοσύνης,
καλοσύνης· αντίθετα, θα δείχνουν την εκτίμησή τους
σ' όποιον θα πράξει το κακό· το δίκιο καθενός η δυνατή γροθιά·
θα λείψει κι η ντροπή· θα βλάφτει ο τιποτένιος τον καλύτερό του,
με δόλια λόγια ξεγελώντας τον, και θα ορκίζεται αποπάνω·
ο φθόνος μόνον θα συντροφεύει τους ανθρώπους μες στη συμφορά τους
κακόγλωσσος, χαιρέκακος, μνησίκακος.
Και τότε προς τον Όλυμπο, μακριά από πλατείες και δρόμους,
καλύπτοντας με τον λευκό τους πέπλο την ωραία θωριά τους,
εγκαταλείποντας για πάντα τους ανθρώπους,
θα φύγουν και θ' ανέβουν στον κόσμο των θεών
η Αιδώς κι η Νέμεση. Ό,τι θα μείνει, θα 'ναι μόνο
βάσανα πικρά, κλήρος για τους απόκληρους βροτούς,
δεν θα υπάρξει στα δεινά τους σωτηρία καμιά.
με δόλια λόγια ξεγελώντας τον, και θα ορκίζεται αποπάνω·
ο φθόνος μόνον θα συντροφεύει τους ανθρώπους μες στη συμφορά τους
κακόγλωσσος, χαιρέκακος, μνησίκακος...
Λεπτομέρεια από το έργο του Ιερώνυμου Μπος "Ο Χριστός μεταφέρει τον Σταυρό"
Ησίοδος
Έργα και ημέραι
μηκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ὤφελλον ἐγὼ πέμπτοισι μετεῖναι
ἀνδράσιν, ἀλλ᾽ ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ ἔπειτα γενέσθαι.
νῦν γὰρ δὴ γένος ἐστὶ σιδήρεον· οὐδέ ποτ᾽ ἦμαρ
παύσονται καμάτου καὶ ὀιζύος οὐδέ τι νύκτωρ
φθειρόμενοι· χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας.
ἀλλ᾽ ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν.
Ζεὺς δ᾽ ὀλέσει καὶ τοῦτο γένος μερόπων ἀνθρώπων,
εὖτ᾽ ἂν γεινόμενοι πολιοκρόταφοι τελέθωσιν.
οὐδὲ πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος οὐδέ τι παῖδες
οὐδὲ ξεῖνος ξεινοδόκῳ καὶ ἑταῖρος ἑταίρῳ,
οὐδὲ κασίγνητος φίλος ἔσσεται, ὡς τὸ πάρος περ.
αἶψα δὲ γηράσκοντας ἀτιμήσουσι τοκῆας·
μέμψονται δ᾽ ἄρα τοὺς χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσι,
σχέτλιοι, οὐδὲ θεῶν ὄπιν εἰδότες· οὐδέν κεν οἵ γε
γηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν·
{χειροδίκαι· ἕτερος δ᾽ ἑτέρου πόλιν ἐξαλαπάξει·}
ὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται οὐδὲ δικαίου
οὐδ᾽ ἀγαθοῦ, μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν
ἀνέρα τιμήσουσι· δίκη δ᾽ ἐν χερσί· καὶ αἰδὼς
οὐκ ἔσται, βλάψει δ᾽ ὁ κακὸς τὸν ἀρείονα φῶτα
μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων, ἐπὶ δ᾽ ὅρκον ὀμεῖται.
ζῆλος δ᾽ ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασι
δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει στυγερώπης.
καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένω χρόα καλὸν
ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον προλιπόντ᾽ ἀνθρώπους
Αἰδὼς καὶ Νέμεσις· τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ
θνητοῖς ἀνθρώποισι· κακοῦ δ᾽ οὐκ ἔσσεται ἀλκή.
Ησίοδος
Έργα και ημέραι
(μετ. Δ. Ν. Μαρωνίτης)
Άμποτε να μη ζούσα εγώ σ' αυτήν την πέμπτη γενεά,
με τους ανθρώπους της· καλύτερα να 'χα πεθάνει πιο μπροστά
ή να γεννιόμουν ύστερα. Γιατί έφτασε τώρα η ώρα
του γένους του σιδήρου.
Μήτε τη μέρα θα απολείψουν κάματος και πόνος μήτε τη νύχτα
η φθορά τους θα κοπάσει· τους περιμένουν μέριμνες βαριές,
θεόσταλτες, μόλο που κάποτε θα σμίγει και σ᾽ αυτούς
καλό με το κακό.
Ο Δίας όμως θα αφανίσει κι αυτό το γένος των βροτών·
όταν τα νήπια θα γεννιούνται με κροτάφους γκρίζους·
ούτε ο γονιός θα μοιάζει του παιδιού του μήτε και τα παιδιά
με τους γονείς· ο ξένος στον φιλόξενο, ο σύντροφος στον σύντροφο
μήτε κι ο αδελφός στον αδελφό
δεν θα 'ναι φίλος πια, που ήταν άλλοτε ο κανόνας.
Θα τους καταφρονούν τους γέροντες γονείς οι απόγονοί τους,
θα τους χλευάζουν ξεστομίζοντας λόγια βαριά,
άσπλαχνοι, ανίδεοι μπροστά στον φόβο του θεού·
σ' εκείνους που τους γέννησαν, όταν γεράσουν, δεν θα αποδώσουν
τα τροφεία τους· καμιά αρετή ευορκίας, δικαιοσύνης,
καλοσύνης· αντίθετα, θα δείχνουν την εκτίμησή τους
σ' όποιον θα πράξει το κακό· το δίκιο καθενός η δυνατή γροθιά·
θα λείψει κι η ντροπή· θα βλάφτει ο τιποτένιος τον καλύτερό του,
με δόλια λόγια ξεγελώντας τον, και θα ορκίζεται αποπάνω·
ο φθόνος μόνον θα συντροφεύει τους ανθρώπους μες στη συμφορά τους
κακόγλωσσος, χαιρέκακος, μνησίκακος.
Και τότε προς τον Όλυμπο, μακριά από πλατείες και δρόμους,
καλύπτοντας με τον λευκό τους πέπλο την ωραία θωριά τους,
εγκαταλείποντας για πάντα τους ανθρώπους,
θα φύγουν και θ' ανέβουν στον κόσμο των θεών
η Αιδώς κι η Νέμεση. Ό,τι θα μείνει, θα 'ναι μόνο
βάσανα πικρά, κλήρος για τους απόκληρους βροτούς,
δεν θα υπάρξει στα δεινά τους σωτηρία καμιά.
Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015
Νύχτα...
Και το πυροφάνι εχάθη,
που στην έρμη ακρογιαλιά
φέγγει του γιαλού τα βάθη
κι αντιλάμπει στη στεριά...
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινό με δύο καράβια, λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Νύχτα βασάνου
Πότε μάτια μου καημένα
θα κλειστείτε στη σιγή,
να χαρίσετε σ’ εμένα
ύπνο, ανάπαψη πικρή;
Αφουγκράσου! πως τα’ αηδόνι
λούφαξε στην ερημιά.
άκουσ’, άκουσε το γκιόνη
παύει να μοιρολογά..
Και τα’ αστέρια, μαραμένα
λουλουδάκια του Θεού,
σβυόνται, πέφτουν ολοένα
απ’ τον κάμπο τα’ ουρανού..
Και το πυροφάνι εχάθη,
που στην έρμη ακρογιαλιά
φέγγει του γιαλού τα βάθη
κι αντιλάμπει στη στεριά.
Κι η Λαλιώ που τ’ αγναντεύει
με λαχτάρα η λυγερή,
σφάλησε το τζάμι, φεύγει•
Αχ! τι όνειρο θα ειδή…
Μοναχός εγώ αγρυπνάω,
νυχτερεύω μοναχός•
λεημοσύνη σας ζητάω
νύχτα, δόλι’ αγάπη, φως!
Ναι, μα το ιερό σκοτάδι,
ναι, μα τ’ άστρο της αυγής,
ούτε ύπνος, για σημάδι,
στη γαλήνη αυτή γης!
Γίνε, νύχτα, συντροφιά μου,
στη βαθειά, άπειρη σιγή•
έλα μες την αγκαλιά μου,
δως μου ανάπαψη πικρή.
που στην έρμη ακρογιαλιά
φέγγει του γιαλού τα βάθη
κι αντιλάμπει στη στεριά...
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινό με δύο καράβια, λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Νύχτα βασάνου
Πότε μάτια μου καημένα
θα κλειστείτε στη σιγή,
να χαρίσετε σ’ εμένα
ύπνο, ανάπαψη πικρή;
Αφουγκράσου! πως τα’ αηδόνι
λούφαξε στην ερημιά.
άκουσ’, άκουσε το γκιόνη
παύει να μοιρολογά..
Και τα’ αστέρια, μαραμένα
λουλουδάκια του Θεού,
σβυόνται, πέφτουν ολοένα
απ’ τον κάμπο τα’ ουρανού..
Και το πυροφάνι εχάθη,
που στην έρμη ακρογιαλιά
φέγγει του γιαλού τα βάθη
κι αντιλάμπει στη στεριά.
Κι η Λαλιώ που τ’ αγναντεύει
με λαχτάρα η λυγερή,
σφάλησε το τζάμι, φεύγει•
Αχ! τι όνειρο θα ειδή…
Μοναχός εγώ αγρυπνάω,
νυχτερεύω μοναχός•
λεημοσύνη σας ζητάω
νύχτα, δόλι’ αγάπη, φως!
Ναι, μα το ιερό σκοτάδι,
ναι, μα τ’ άστρο της αυγής,
ούτε ύπνος, για σημάδι,
στη γαλήνη αυτή γης!
Γίνε, νύχτα, συντροφιά μου,
στη βαθειά, άπειρη σιγή•
έλα μες την αγκαλιά μου,
δως μου ανάπαψη πικρή.
Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015
Επικαιρότητα: Η αριστερά και ο περιούσιος λαός κατά Π. Κονδύλη...
Πλατειές μάζες, που γιά πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου τους
"λάδωσαν το άντερό τους" και επιπλέον απέκτησαν και τη μεθυστική
συναίσθηση του κυρίαρχου και εκλεπτυσμένου καταναλωτή, θα αρνούνται
πάντα να τη συνειδητοποιήσουν (την άτεγκτη οικονομική αλήθεια), όπως επίσης θα αρνούνται να την
ξεστομίσουν και να την κάμουν γνώμονα των πράξεων τους κόμματα, των
οποίων πρώτη έγνοια ήταν, είναι και θα είναι η νομή της εξουσίας πρός
όφελος των φιλόδοξων και αυτάρεσκων στελεχών τους. Ιδιαίτερα
ιλαροτραγική από την άποψη αυτήν παρουσιάζεται η θέση της "αριστεράς" η
οποία όντως οιωνεί καταδικασμένη να υπερασπίζει τα "λαϊκά" αιτήματα,
υποχρεώνεται να γίνει σημαιοφόρος κάθε καταναλωτικής απαίτησης, αρκεί
όποιος την προβάλλει να αυτοτιτλοφορείται "λαός"- υποχρεώνεται δηλαδή εξ
αντικειμένου να προωθεί την εκποίηση της χώρας, αρκεί ο "λαός" να ζητά
την εκποίηση αυτήν.
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη "Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού" - 1991:
Ακόμα και η απλούστερη σκέψη και γνώση φανερώνει οτι εθνική ανάπτυξη μπορεί να γίνει μόνο με την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, δηλαδή με τον αντίστοιχο περιορισμό της κατανάλωσης, πρό παντώς όταν τα καταναλωτικά αγαθά η χώρα δεν τα παράγει αλλά τα εισάγει, και γιά να τα εισαγάγει δανείζεται, δηλαδή εκχωρεί τις αποφάσεις γιά το μέλλον της στους δανειοδότες της.
Ο δρόμος της ανάπτυξης, είναι ο δρόμος της συσσώρρευσης,της εντατικής εργασίας και της προσωρινής τουλάχιστον (μερικής) στέρησης, ενώ ο δρόμος της (βραχυπρόθεσμης μόνον) ευημερίας είναι ο δρόμος του παρασιτισμού και της εκποίησης της χώρας.
Αυτή η άτεγκτη οικονομική αλήθεια ισχύει ανεξάρτητα από το κοινωνικό και ηθικό πρόβλημα της διανομής των βαρών και της ιεράρχησης των στερήσεων.Οσο άτεγκτη όμως κι΄αν είναι, οι πολιτικές και ψυχολογικές ανάγκες που την απωθούν είναι ακόμα ισχυρότερες.
Πλατειές μάζες, που γιά πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου τους "λάδωσαν το άντερό τους" και επιπλέον απέκτησαν και τη μεθυστική συναίσθηση του κυρίαρχου και εκλεπτυσμένου καταναλωτή, θα αρνούνται πάντα νη τη συνειδητοποιήσουν, όπως επίσης θα αρνούνται να την ξεστομίσουν και να την κάμουν γνώμονα των πράξεων τους κόμματα, των οποίων πρώτη έγνοια ήταν, είναι και θα είναι η νομή της εξουσίας πρός όφελος των φιλόδοξων και αυτάρεσκων στελεχών τους. Ιδιαίτερα ιλαροτραγική από την άποψη αυτήν παρουσιάζεται η θέση της "αριστεράς" η οποία όντως οιωνεί καταδικασμένη να υπερασπίζει τα "λαϊκά" αιτήματα, υποχρεώνεται να γίνει σημαιοφόρος κάθε καταναλωτικής απαίτησης, αρκεί όποιος την προβάλλει να αυτοτιτλοφορείται "λαός"- υποχρεώνεται δηλαδή εξ αντικειμένου να προωθεί την εκποίηση της χώρας, αρκεί ο "λαός" να ζητά την εκποίηση αυτήν.
Υπάρχει ωστόσο κι΄ένας ακόμα λόγος, γιά τον οποίο μιά τόσο απλή αλήθεια θάβεται πεισματικά κάτω από μύριες όσες εκλογικευτικές επινοήσεις. Ενας λαός ο οποίος κάτω από την πολύχρονη και βαθειά επιρροή των ελληνοκεντρικών αερολογιών έχει μάθει να θεωρεί τον εαυτό του ως γένος περιούσιο και ως άλας της γής, αρνείται να βάλει με τον νού του ότι μπορεί να κάνει ο ίδιος κάτι τόσο εξευτελιστικό όπως το να ξεπουλάει τον τόπο του γιά να καταναλώσει περισσότερο. Ετσι δημιουργήθηκε μιά ψυχολογική στάση που ελάχιστα διαφέρει από τη συλλογική σχιζοφρένεια.
Πηγή
ΛΟΓΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
Παναγιώτης Κονδύλης
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη "Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού" - 1991:
Ακόμα και η απλούστερη σκέψη και γνώση φανερώνει οτι εθνική ανάπτυξη μπορεί να γίνει μόνο με την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, δηλαδή με τον αντίστοιχο περιορισμό της κατανάλωσης, πρό παντώς όταν τα καταναλωτικά αγαθά η χώρα δεν τα παράγει αλλά τα εισάγει, και γιά να τα εισαγάγει δανείζεται, δηλαδή εκχωρεί τις αποφάσεις γιά το μέλλον της στους δανειοδότες της.
Ο δρόμος της ανάπτυξης, είναι ο δρόμος της συσσώρρευσης,της εντατικής εργασίας και της προσωρινής τουλάχιστον (μερικής) στέρησης, ενώ ο δρόμος της (βραχυπρόθεσμης μόνον) ευημερίας είναι ο δρόμος του παρασιτισμού και της εκποίησης της χώρας.
Αυτή η άτεγκτη οικονομική αλήθεια ισχύει ανεξάρτητα από το κοινωνικό και ηθικό πρόβλημα της διανομής των βαρών και της ιεράρχησης των στερήσεων.Οσο άτεγκτη όμως κι΄αν είναι, οι πολιτικές και ψυχολογικές ανάγκες που την απωθούν είναι ακόμα ισχυρότερες.
Πλατειές μάζες, που γιά πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου τους "λάδωσαν το άντερό τους" και επιπλέον απέκτησαν και τη μεθυστική συναίσθηση του κυρίαρχου και εκλεπτυσμένου καταναλωτή, θα αρνούνται πάντα νη τη συνειδητοποιήσουν, όπως επίσης θα αρνούνται να την ξεστομίσουν και να την κάμουν γνώμονα των πράξεων τους κόμματα, των οποίων πρώτη έγνοια ήταν, είναι και θα είναι η νομή της εξουσίας πρός όφελος των φιλόδοξων και αυτάρεσκων στελεχών τους. Ιδιαίτερα ιλαροτραγική από την άποψη αυτήν παρουσιάζεται η θέση της "αριστεράς" η οποία όντως οιωνεί καταδικασμένη να υπερασπίζει τα "λαϊκά" αιτήματα, υποχρεώνεται να γίνει σημαιοφόρος κάθε καταναλωτικής απαίτησης, αρκεί όποιος την προβάλλει να αυτοτιτλοφορείται "λαός"- υποχρεώνεται δηλαδή εξ αντικειμένου να προωθεί την εκποίηση της χώρας, αρκεί ο "λαός" να ζητά την εκποίηση αυτήν.
Υπάρχει ωστόσο κι΄ένας ακόμα λόγος, γιά τον οποίο μιά τόσο απλή αλήθεια θάβεται πεισματικά κάτω από μύριες όσες εκλογικευτικές επινοήσεις. Ενας λαός ο οποίος κάτω από την πολύχρονη και βαθειά επιρροή των ελληνοκεντρικών αερολογιών έχει μάθει να θεωρεί τον εαυτό του ως γένος περιούσιο και ως άλας της γής, αρνείται να βάλει με τον νού του ότι μπορεί να κάνει ο ίδιος κάτι τόσο εξευτελιστικό όπως το να ξεπουλάει τον τόπο του γιά να καταναλώσει περισσότερο. Ετσι δημιουργήθηκε μιά ψυχολογική στάση που ελάχιστα διαφέρει από τη συλλογική σχιζοφρένεια.
Πηγή
ΛΟΓΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
Στιγμή...
Στιγμή σπυρί της άμμου,
που κράτησες μονάχη σου όλη
την τραγική κλεψύδρα
βουβή, σα να είχε δει την Ύδρα
στο ουράνιο περιβόλι.
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα, λάδι σε καμβά
Γιώργος Σεφέρης
Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα
«Είπες εδώ και χρόνια:
«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός».
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σε ποντίζουν
στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως.
Στροφή
Στιγμή, σταλμένη από ένα χέρι
που είχα τόσο αγαπήσει
με πρόφταξες ίσια στη δύση
σα μαύρο περιστέρι.
Ο δρόμος άσπριζε μπροστά μου,
απαλός αχνός ύπνου
στο γέρμα ενός μυστικού δείπνου…
Στιγμή σπυρί της άμμου,
που κράτησες μονάχη σου όλη
την τραγική κλεψύδρα
βουβή, σα να είχε δει την Ύδρα
στο ουράνιο περιβόλι.
που κράτησες μονάχη σου όλη
την τραγική κλεψύδρα
βουβή, σα να είχε δει την Ύδρα
στο ουράνιο περιβόλι.
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα, λάδι σε καμβά
Γιώργος Σεφέρης
Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα
«Είπες εδώ και χρόνια:
«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός».
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σε ποντίζουν
στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως.
Στροφή
Στιγμή, σταλμένη από ένα χέρι
που είχα τόσο αγαπήσει
με πρόφταξες ίσια στη δύση
σα μαύρο περιστέρι.
Ο δρόμος άσπριζε μπροστά μου,
απαλός αχνός ύπνου
στο γέρμα ενός μυστικού δείπνου…
Στιγμή σπυρί της άμμου,
που κράτησες μονάχη σου όλη
την τραγική κλεψύδρα
βουβή, σα να είχε δει την Ύδρα
στο ουράνιο περιβόλι.
Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015
Χιονίζει...
Χιονίζει στον Υμηττό...
Ο καιρός γκρίζος...
Ξαφνικά ο ουρανός γίνεται γαλάζιος...
Όλα είναι όμορφα...
Ο καιρός γκρίζος...
Ξαφνικά ο ουρανός γίνεται γαλάζιος...
Όλα είναι όμορφα...
Ένα χιονισμένο κλαδί αμυγδαλιάς...
Κυκλάμινα στο χιόνι...
Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015
Ιδού το λυκόφως...
Φύγε, επιτέλους, ω ύπαρξη θεία και ταραγμένη!
Και συ φλογέρα συνόδεψε τον συγκινημένη
Βρέξε παντού το φεγγάρι μ’ ασήμι και δάκρυ...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη με φεγγάρι, λάδι σε καμβά
Paul Valéry
Narcisse Parle
Narcissiae placandis manibus.
Ô frères! tristes lys, je languis de beauté
Pour m’être désiré dans votre nudité,
Et vers vous, Nymphe, Nymphe, ô Nymphe des fontaines,
Je viens au pur silence offrir mes lames vaines.
Un grand calme m’écoute, où j’écoute l’espoir.
La voix des sources change et me parle du soir;
J’entends l’herbe d’argent grandir dans l’ombre sainte,
Et la lune perfide élève son miroir
Jusque dans les secrets de la fontaine éteinte.
Et moi! De tout mon coeur dans ces roseaux jeté,
Je languis, ô saphir, par ma triste beauté!
Je ne sais plus aimer que l’eau magicienne
Où j’oubliai le rire et la rose ancienne.
Que je déplore ton éclat fatal et pur,
Si mollement de moi fontaine environnée,
Où puisèrent mes yeux dans un mortel azur
Mon image de fleurs humides couronnée!
Hélas! L’image est vaine et les pleurs éternels!
À travers les bois bleus et les bras fraternels,
Une tendre lueur d’heure ambiguë existe,
Et d’un reste du jour me forme un fiancé
Nu, sur la place pâle où m’attire l’eau triste…
Délicieux démon, désirable et glacé!
Voici dans l’eau ma chair de lune et de rosée,
Ô forme obéissante à mes yeux opposée!
Voici mes bras d’argent dont les gestes sont purs!…
Mes lentes mains dans l’or adorable se lassent
D’appeler ce captif que les feuilles enlacent,
Et je crie aux échos les noms des dieux obscurs!…
Adieu, reflet perdu sur l’onde calme et close,
Narcisse… ce nom même est un tendre parfum
Au coeur suave. Effeuille aux mânes du défunt
Sur ce vide tombeau la funérale rose.
Sois, ma lèvre, la rose effeuillant le baiser
Qui fasse un spectre cher lentement s’apaiser,
Car la nuit parle à demi-voix, proche et lointaine,
Aux calices pleins d’ombre et de sommeils légers.
Mais la lune s’amuse aux myrtes allongés.
Je t’adore, sous ces myrtes, ô l’incertaine
Chair pour la solitude éclose tristement
Qui se mire dans le miroir au bois dormant.
Je me délie en vain de ta présence douce,
L’heure menteuse est molle aux membres sur la mousse
Et d’un sombre délice enfle le vent profond.
Adieu, Narcisse… Meurs! Voici le crépuscule.
Au soupir de mon coeur mon apparence ondule,
La flûte, par l’azur enseveli module
Des regrets de troupeaux sonores qui s’en vont.
Mais sur le froid mortel où l’étoile s’allume,
Avant qu’un lent tombeau ne se forme de brume,
Tiens ce baiser qui brise un calme d’eau fatal!
L’espoir seul peut suffire à rompre ce cristal.
La ride me ravisse au souffle qui m’exile
Et que mon souffle anime une flûte gracile
Dont le joueur léger me serait indulgent!…
Évanouissez-vous, divinité troublée!
Et, toi, verse à la lune, humble flûte isolée,
Une diversité de nos larmes d’argent.
Πωλ Βαλερύ
Μιλάει ο Νάρκισσος
Κρίνα, λυπημένα αδέλφια μου, πεθαίνω
Από ομορφιά και προς την αθώα γύμνια σας πηγαίνω
Και προς εσένα, Νύμφη, ω Νύμφη, Νύμφη της πηγής
Έρχομαι κλαίγοντας, δάκρυα προσφέρω της σιγής.
Μια γαλήνη απέραντη με κρατάει μα εγώ τη νιώθω σαν ελπίδα τρελή.
Η φωνή των πηγών όλο αλλάζει και για τη νύχτα μου μιλεί-
Ακούω τη χλόη, τί ασημένια, να μεγαλώνει στην άγια σκιά,
Και το φεγγάρι, με τον καθρέφτη του, άπιστο πάλι
Ψάχνει ως μέσα στης σωπασμένης πηγής τα μυστικά.
Μα εμένα η καρδιά μου μες στα καλάμια μ’ έχει ριγμένο,
Από τη θεία ομορφιά μου αργά να πεθαίνω!
Το μαγεμένο νερό μονάχα μπορώ ν’ αγαπάω
Και τα χαμόγελα, τα τριαντάφυλλα όλο ξεχνάω.
Τη μοιραία σου λάμψη τώρα ας θρηνήσω,
Τί γλυκά, τί θανάσιμα, ω πηγή, σ’ αγκάλιαζω,
Άραγε ποιον, εσένα ή τα μάτια μου εγώ να μισήσω
Που την εικόνα μου έχω πιεί σα φαρμάκι και γοργά παρακμάζω.
Αλλίμονο! Τί μάταιο είδωλο, τί δάκρυα παντοτινά!
Μέσ’ από δάση γαλάζια κι απ’ τ’ αδελφού μου περνά
Την αγκαλιά, μία λάμψη αχνή σαν ώρα ακραίου δισταγμού,
Και ιδού ο νυμφίος προβάλλει ολόγυμνος απ’ του φωτός τα συντρίμμια
Στο νερό σχεδιάζεται μία όψη πνιγμού…
Δαίμονά μου ωραίε, ψυχρέ και απρόσιτε, όπως τ’ αγρίμια!
Στο νερό το κορμί μου από κρύα δροσιά καμωμένο κι από σελήνη
Μορφή μου υπάκουη κι όμως σκληρή στων ματιών τη γαλήνη
Τα χέρια μου απλώνονται σαν κρίνα αθώα κι ευγενικά!…
Η ικεσία αυτή πώς τα κούρασε έτσι σκληρά
Και άπρακτα πέφτουν στα φύλλα επάνω και στα μαύρα νερά!
Μάταια κράζω, οι θεοί δεν έχουν ονόματα, τα κρατούν μυστικά.
Χαίρε, ανταύγεια που σβήνεις στο ήσυχο κύμα,
Νάρκισσε… και τ’ όνομα σου ακόμη γλυκαίνει
Την καρδιά σαν ευωδιά. Φυλορροεί και πηγαίνει
Μαζί σου στο θάνατο η τριανταφυλλιά ένα ρόδινο μνήμα.
Στόμα μου, γίνε η τριανταφυλλιά, γίνε το φιλί
Που μια μορφή λατρεμένη τη γαληνεύει αγάλι,
Γιατί η νύχτα ανήσυχη φεύγει ξαναγυρνά
Και με λόγια μισά μιλάει στα φίλυπνα άνθη.
Το φεγγαράκι με της μυρτιάς γλεντάει τα πάθη.
Κάτω απ’ τα μύρτα αυτά τα νεκρά, ο ερωτάς μου ξαγρυπνά
Για σένα δύστυχο κορμί που άνθισες μόνο για τη μοναξιά
Για τον καθρέφτη αυτόν στο δάσος βαθιά που σε κοιτάει μ’ ακαταδεξιά.
Απ’ τη ζωή σου μάταια φεύγω μακριά,
Ολοένα ο χρόνος μας ξεγελάει με ψεύτικα δάκρυα
Και με κρυμμένη χαρά μας προσπερνά.
Χαίρε, Νάρκισσε… Ιδού το λυκόφως, καιρός να πεθάνεις!
Με το στεναγμό, ω καρδιά μου, τί ζωή να σημάνεις,
Με τη φλογέρα θαμμένη στα ουράνια πώς να ποιμάνεις
Το κοπάδι των ήχων της λύπης που περισσεύει.
Αλλά στο θανάσιμο κρύο, όπου μόλις φέγγει τ’ αστέρι,
Προτού η ομίχλη σα μνήμα σκεπάσει τα μέρη,
Κράτα καλά το φιλί μου που ανοίγει τα ύδατα όλα!
Γιατί η ελπίδα μονάχα συντρίβει τα κρύσταλλα.
Ας με πλανέψουν λοιπόν τα νερά, ας με πάρουν στην εξορία
Ας γίνει η ανάσα μου αυλός ή άρια
Κι ας μου κρατήσει κι εμέ η μουσική κάπου μιαν άκρη.
Φύγε, επιτέλους, ω ύπαρξη θεία και ταραγμένη!
Και συ φλογέρα συνόδεψε τον συγκινημένη
Βρέξε παντού το φεγγάρι μ’ ασήμι και δάκρυ.
(Μετ. Βαγγέλης Κάσσος)
Και συ φλογέρα συνόδεψε τον συγκινημένη
Βρέξε παντού το φεγγάρι μ’ ασήμι και δάκρυ...
Πωλ Βαλερύ
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη με φεγγάρι, λάδι σε καμβά
Paul Valéry
Narcisse Parle
Narcissiae placandis manibus.
Ô frères! tristes lys, je languis de beauté
Pour m’être désiré dans votre nudité,
Et vers vous, Nymphe, Nymphe, ô Nymphe des fontaines,
Je viens au pur silence offrir mes lames vaines.
Un grand calme m’écoute, où j’écoute l’espoir.
La voix des sources change et me parle du soir;
J’entends l’herbe d’argent grandir dans l’ombre sainte,
Et la lune perfide élève son miroir
Jusque dans les secrets de la fontaine éteinte.
Et moi! De tout mon coeur dans ces roseaux jeté,
Je languis, ô saphir, par ma triste beauté!
Je ne sais plus aimer que l’eau magicienne
Où j’oubliai le rire et la rose ancienne.
Que je déplore ton éclat fatal et pur,
Si mollement de moi fontaine environnée,
Où puisèrent mes yeux dans un mortel azur
Mon image de fleurs humides couronnée!
Hélas! L’image est vaine et les pleurs éternels!
À travers les bois bleus et les bras fraternels,
Une tendre lueur d’heure ambiguë existe,
Et d’un reste du jour me forme un fiancé
Nu, sur la place pâle où m’attire l’eau triste…
Délicieux démon, désirable et glacé!
Voici dans l’eau ma chair de lune et de rosée,
Ô forme obéissante à mes yeux opposée!
Voici mes bras d’argent dont les gestes sont purs!…
Mes lentes mains dans l’or adorable se lassent
D’appeler ce captif que les feuilles enlacent,
Et je crie aux échos les noms des dieux obscurs!…
Adieu, reflet perdu sur l’onde calme et close,
Narcisse… ce nom même est un tendre parfum
Au coeur suave. Effeuille aux mânes du défunt
Sur ce vide tombeau la funérale rose.
Sois, ma lèvre, la rose effeuillant le baiser
Qui fasse un spectre cher lentement s’apaiser,
Car la nuit parle à demi-voix, proche et lointaine,
Aux calices pleins d’ombre et de sommeils légers.
Mais la lune s’amuse aux myrtes allongés.
Je t’adore, sous ces myrtes, ô l’incertaine
Chair pour la solitude éclose tristement
Qui se mire dans le miroir au bois dormant.
Je me délie en vain de ta présence douce,
L’heure menteuse est molle aux membres sur la mousse
Et d’un sombre délice enfle le vent profond.
Adieu, Narcisse… Meurs! Voici le crépuscule.
Au soupir de mon coeur mon apparence ondule,
La flûte, par l’azur enseveli module
Des regrets de troupeaux sonores qui s’en vont.
Mais sur le froid mortel où l’étoile s’allume,
Avant qu’un lent tombeau ne se forme de brume,
Tiens ce baiser qui brise un calme d’eau fatal!
L’espoir seul peut suffire à rompre ce cristal.
La ride me ravisse au souffle qui m’exile
Et que mon souffle anime une flûte gracile
Dont le joueur léger me serait indulgent!…
Évanouissez-vous, divinité troublée!
Et, toi, verse à la lune, humble flûte isolée,
Une diversité de nos larmes d’argent.
Πωλ Βαλερύ
Μιλάει ο Νάρκισσος
Κρίνα, λυπημένα αδέλφια μου, πεθαίνω
Από ομορφιά και προς την αθώα γύμνια σας πηγαίνω
Και προς εσένα, Νύμφη, ω Νύμφη, Νύμφη της πηγής
Έρχομαι κλαίγοντας, δάκρυα προσφέρω της σιγής.
Μια γαλήνη απέραντη με κρατάει μα εγώ τη νιώθω σαν ελπίδα τρελή.
Η φωνή των πηγών όλο αλλάζει και για τη νύχτα μου μιλεί-
Ακούω τη χλόη, τί ασημένια, να μεγαλώνει στην άγια σκιά,
Και το φεγγάρι, με τον καθρέφτη του, άπιστο πάλι
Ψάχνει ως μέσα στης σωπασμένης πηγής τα μυστικά.
Μα εμένα η καρδιά μου μες στα καλάμια μ’ έχει ριγμένο,
Από τη θεία ομορφιά μου αργά να πεθαίνω!
Το μαγεμένο νερό μονάχα μπορώ ν’ αγαπάω
Και τα χαμόγελα, τα τριαντάφυλλα όλο ξεχνάω.
Τη μοιραία σου λάμψη τώρα ας θρηνήσω,
Τί γλυκά, τί θανάσιμα, ω πηγή, σ’ αγκάλιαζω,
Άραγε ποιον, εσένα ή τα μάτια μου εγώ να μισήσω
Που την εικόνα μου έχω πιεί σα φαρμάκι και γοργά παρακμάζω.
Αλλίμονο! Τί μάταιο είδωλο, τί δάκρυα παντοτινά!
Μέσ’ από δάση γαλάζια κι απ’ τ’ αδελφού μου περνά
Την αγκαλιά, μία λάμψη αχνή σαν ώρα ακραίου δισταγμού,
Και ιδού ο νυμφίος προβάλλει ολόγυμνος απ’ του φωτός τα συντρίμμια
Στο νερό σχεδιάζεται μία όψη πνιγμού…
Δαίμονά μου ωραίε, ψυχρέ και απρόσιτε, όπως τ’ αγρίμια!
Στο νερό το κορμί μου από κρύα δροσιά καμωμένο κι από σελήνη
Μορφή μου υπάκουη κι όμως σκληρή στων ματιών τη γαλήνη
Τα χέρια μου απλώνονται σαν κρίνα αθώα κι ευγενικά!…
Η ικεσία αυτή πώς τα κούρασε έτσι σκληρά
Και άπρακτα πέφτουν στα φύλλα επάνω και στα μαύρα νερά!
Μάταια κράζω, οι θεοί δεν έχουν ονόματα, τα κρατούν μυστικά.
Χαίρε, ανταύγεια που σβήνεις στο ήσυχο κύμα,
Νάρκισσε… και τ’ όνομα σου ακόμη γλυκαίνει
Την καρδιά σαν ευωδιά. Φυλορροεί και πηγαίνει
Μαζί σου στο θάνατο η τριανταφυλλιά ένα ρόδινο μνήμα.
Στόμα μου, γίνε η τριανταφυλλιά, γίνε το φιλί
Που μια μορφή λατρεμένη τη γαληνεύει αγάλι,
Γιατί η νύχτα ανήσυχη φεύγει ξαναγυρνά
Και με λόγια μισά μιλάει στα φίλυπνα άνθη.
Το φεγγαράκι με της μυρτιάς γλεντάει τα πάθη.
Κάτω απ’ τα μύρτα αυτά τα νεκρά, ο ερωτάς μου ξαγρυπνά
Για σένα δύστυχο κορμί που άνθισες μόνο για τη μοναξιά
Για τον καθρέφτη αυτόν στο δάσος βαθιά που σε κοιτάει μ’ ακαταδεξιά.
Απ’ τη ζωή σου μάταια φεύγω μακριά,
Ολοένα ο χρόνος μας ξεγελάει με ψεύτικα δάκρυα
Και με κρυμμένη χαρά μας προσπερνά.
Χαίρε, Νάρκισσε… Ιδού το λυκόφως, καιρός να πεθάνεις!
Με το στεναγμό, ω καρδιά μου, τί ζωή να σημάνεις,
Με τη φλογέρα θαμμένη στα ουράνια πώς να ποιμάνεις
Το κοπάδι των ήχων της λύπης που περισσεύει.
Αλλά στο θανάσιμο κρύο, όπου μόλις φέγγει τ’ αστέρι,
Προτού η ομίχλη σα μνήμα σκεπάσει τα μέρη,
Κράτα καλά το φιλί μου που ανοίγει τα ύδατα όλα!
Γιατί η ελπίδα μονάχα συντρίβει τα κρύσταλλα.
Ας με πλανέψουν λοιπόν τα νερά, ας με πάρουν στην εξορία
Ας γίνει η ανάσα μου αυλός ή άρια
Κι ας μου κρατήσει κι εμέ η μουσική κάπου μιαν άκρη.
Φύγε, επιτέλους, ω ύπαρξη θεία και ταραγμένη!
Και συ φλογέρα συνόδεψε τον συγκινημένη
Βρέξε παντού το φεγγάρι μ’ ασήμι και δάκρυ.
(Μετ. Βαγγέλης Κάσσος)
Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015
το σκοτεινό τρυγόνι...
Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη...
Γιάννης Σταύρου, Θύελλα στο Νημποριό, λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Προς την Μητέρα μου
Μάννα μου, εγώ ’μαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,
οπού το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! όπου κι αν στραφή κι απ’ όπου κι αν περάση,
δε βρίσκει πέτρα να σταθή, κλωνάρι να πλαγιάση.
Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη.
Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μαννούλα μου, ν’ αράξω,
μες στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.
Μαννούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω
του ριζικού μου από μακρυά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.
Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βάσανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο•
είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη,
π’ αρνήθηκε την Παναγιά κι οπόλεος δεν θαύρει.
Κι εκείνη μ΄αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:
«Ήτον ανήλιαστη, άτυχη, η μέρα που γεννήθης•
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες•
όντας σε έπλασ’ ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες».
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη...
Γιάννης Σταύρου, Θύελλα στο Νημποριό, λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Προς την Μητέρα μου
Μάννα μου, εγώ ’μαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,
οπού το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! όπου κι αν στραφή κι απ’ όπου κι αν περάση,
δε βρίσκει πέτρα να σταθή, κλωνάρι να πλαγιάση.
Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη.
Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μαννούλα μου, ν’ αράξω,
μες στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.
Μαννούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω
του ριζικού μου από μακρυά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.
Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βάσανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο•
είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη,
π’ αρνήθηκε την Παναγιά κι οπόλεος δεν θαύρει.
Κι εκείνη μ΄αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:
«Ήτον ανήλιαστη, άτυχη, η μέρα που γεννήθης•
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες•
όντας σε έπλασ’ ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες».
Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015
Αρχή στην πάσα συμφορά...
Μα όλο το πλήθος του χαμού, μηδέ κι αν μέρες
δέκα ιστορούσα στη σειρά, θε νάβρισκ’ άκρη.
Γιατί, νά ξέρης, σε μια μέρα ως τώρ’ ακόμα
τόσο ποτέ δε χάθηκε ανθρώπων πλήθος...
Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολη 1970, λάδι σε καμβά
Αισχύλος
Πέρσαι
Αγγελιοφόρος προς τη βασίλισσα Άτοσσα.
Αρχή στην πάσα συμφορά, δέσποινα, κάποια
θεϊκιά κατάρα ή πονηρόν έκαμε πνεύμα,
που φάνηκε από πού δε ξέρω. Γιατί κάποιος
Έλληνας ήρθ’ από το στρατό των Αθηναίων
κ’ είπε στο γυιό σου Ξέρξη αυτά: πως άμα πέση
της μαύρης νύχτας το σκοτάδι, δε θα εμέναν
οι Έλληνες άλλο, μα στων καραβιών θα ωρμούσαν
τα σκαμνιά πάνω, για να σώση όπου προφτάση
καθένας με κρυφή φευγάλα τη ζωή του.
Και κείνος άμα τάκουσε, χωρίς νά νοιώση
το δόλο του Έλληνα, ούτε των θεών το φθόνο,
σ’ όλους τους ναύαρχούς του αυτή τη διάτα βγάζει:
Σαν παύσουν νά φλογίζουνε του ήλιου οι αχτίνες
τη γη”, κι απλώση το σκοτάδι στον αιθέρα,
σε τρεις σειρές να τάξουν τα πολλά καράβια
για να φυλάξουν τα στενά και τα πολύβουα
περάσματα της θάλασσας, κι ολόγυρ’ άλλα
το θείο του Αίαντα το νησί νά περιζώσουν
γιατί αν γλυτώναν οι Έλληνες τον κακό χάρο,
βρίσκοντας με τα πλοία κρυφό φευγιό από κάπου,
όλοι, να ξέρουν, θάχαναν την κεφαλή τους.
Τέτοια με πάρα θαρρετή καρδιά προστάζει,
γιατί δεν ήξερε, οι θεοί το τι του γράφαν.
Κι αυτοί μ’ όλη την τάξη και με υπάκουη γνώμη
το δείπνο τους ετοίμασαν κι ο κάθε ναύτης
καλοβαλμένα στους σκαρμούς κουπιά επερνούσε.
Κι όταν του ήλιου εχώνεψε το φως κ’ η νύχτα
κατέβαινε, τη θέση τους πήραν καθένας
κ’ οι δουλευτάδες του κουπιού κ’ οι αρματομάχοι.
Κ’ η μια την άλλη απ’ τα μακριά καράβια τάξη
παρακινόντας ξεκινούν μ’ όποια καθένας
του είχε οριστή σειρά, και στα πανιά οληνύχτα
κρατούσαν τα καράβια τους οι καπετάνιοι.
Μα η νύχτα προχωρεί, κ’ οι Έλληνες κρυφό δρόμο
νανοίξουν από πουθενά δε δοκιμάζουν
όταν όμως με τάσπρα τάτια της η μέρα
φωτοπλημμύριστη άπλωσε σ’ όλο τον κόσμο,
μια πρώτ’ ακούστηκε απ’ τα μέρος των Ελλήνων
βουή τραγουδιστά με ήχο φαιδρό να βγαίνη
και δυνατ’ αντιβούιζαν μαζί κ’ οι βράχοι
του νησιού γύρω, ενώ τρομάρα τους βαρβάρους
έπιασεν όλους, πού έβλεπαν πως γελεστήκαν.
γιατί δεν ήταν για φευγιό που έψαλλαν τότε
σεμνόν παιάνα οι Έλληνες, μα σαν να ωρμούσαν
μ’ ολόψυχη καρδιά στη μάχη, ενώ όλη ως πέρα
τη γραμμή των της σάλπιγγας φλόγιζε ό ήχος.
Κι αμέσως τα πλαταγιστά με μιας κουπιά τους
χτυπούνε με το πρόσταγμα την βαθειάν άρμη
και δεν αργούνε να φανούν όλοι μπροστά μας.
Το δεξί πρώτο, σε γραμμή, κέρας ερχόνταν
μ’ όλη την τάξη, κ’ έπειτα κι ο άλλος ο στόλος
από πίσω ακλουθά. Και τότε ήταν νακούσης
φωνή μεγάλη άπά κοντά: «Εμπρός, των Ελλήνων
γενναία παιδιά! νά ελευθερώσετε πατρίδα,
τέκνα, γυναίκες και των πατρικών θεών σας
να ελευτερώστε τα ιερά και των προγόνων
τους τάφους. Τώρα για όλα ‘ναι που πολεμάτε.»
Μα κι από μας βουή στην περσική τη γλώσσα
τους αποκρίνονταν και πια καιρός δεν ήταν
για χάσιμο, μα ευτύς το ένα στο άλλο επάνω
καράβι κρούει τη χάλκινην αρματωσιά του.
Το σύνθημα της εμβολής έδωσε πρώτα
ένα καράβι ελληνικό, που έσπασεν όλα
ενός φοινικικού κορώνες κι ακροστόλια,
κ’ έτσι όλοι στρέφουν ο ένας καταπάνω τάλλου.
Λοιπόν, βαστούσε στην αρχή καλά το ρέμμα
του στόλου των Περσών, μα όταν στο στενό μέσα
τόσο πλήθος στριμώχτηκαν και δεν μπορούσαν
καμμιά βοήθεια ο ένας ταλλουνού να δίνουν
κ’ οι ίδιοι με τις χαλκόστομες συμμεταξύ τους
χτυπιόνταν πρώρες, σπάνανε των κουπιών όλες
μαζί οι φτερούγες ,και, να, τότε των Ελλήνων
τα πλοία ένα γύρο με πολλή επιδεξιωσύνη
από παντού χτυπούσανε, και τα σκαριά μας
αναποδογυρίζονταν και δεν μπορούσες
να βλέπης πια τη θάλασσα που ήταν γιομάτη
από ναυάγια καραβιών κι ανθρώπων φόνο.
Και βρύαζαν οι γιαλοί νεκρούς κ’ οι ξέρες γύρου,
ενώ όσα μας εμένανε καράβια ακόμα
τόβαζαν στο κουπί φευγάλα δίχως τάξη.
Μα εκείνοι, σαν και νάτανε για θύννους ή άλλο
βόλασμα ψάρια, με κουπιά σπασμένα, ή μ’ ο,τι
συντρίμμι απ’ τα ναυάγια, χτυπούν, σκοτώνουν
κ’ ένας βόγγος απλώνονταν μαζί και θρήνος
ως τανοιχτά της θάλασσας, όσο που ή μαύρη
της νύχτας ήρθε σκοτεινιά κ’ έβαλε τέλος.
Μα όλο το πλήθος του χαμού, μηδέ κι αν μέρες
δέκα ιστορούσα στη σειρά, θε νάβρισκ’ άκρη.
Γιατί, νά ξέρης, σε μια μέρα ως τώρ’ ακόμα
τόσο ποτέ δε χάθηκε ανθρώπων πλήθος.
(Μετ. Ι. Ν. Γρυπάρης)
δέκα ιστορούσα στη σειρά, θε νάβρισκ’ άκρη.
Γιατί, νά ξέρης, σε μια μέρα ως τώρ’ ακόμα
τόσο ποτέ δε χάθηκε ανθρώπων πλήθος...
Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολη 1970, λάδι σε καμβά
Αισχύλος
Πέρσαι
Αγγελιοφόρος προς τη βασίλισσα Άτοσσα.
Αρχή στην πάσα συμφορά, δέσποινα, κάποια
θεϊκιά κατάρα ή πονηρόν έκαμε πνεύμα,
που φάνηκε από πού δε ξέρω. Γιατί κάποιος
Έλληνας ήρθ’ από το στρατό των Αθηναίων
κ’ είπε στο γυιό σου Ξέρξη αυτά: πως άμα πέση
της μαύρης νύχτας το σκοτάδι, δε θα εμέναν
οι Έλληνες άλλο, μα στων καραβιών θα ωρμούσαν
τα σκαμνιά πάνω, για να σώση όπου προφτάση
καθένας με κρυφή φευγάλα τη ζωή του.
Και κείνος άμα τάκουσε, χωρίς νά νοιώση
το δόλο του Έλληνα, ούτε των θεών το φθόνο,
σ’ όλους τους ναύαρχούς του αυτή τη διάτα βγάζει:
Σαν παύσουν νά φλογίζουνε του ήλιου οι αχτίνες
τη γη”, κι απλώση το σκοτάδι στον αιθέρα,
σε τρεις σειρές να τάξουν τα πολλά καράβια
για να φυλάξουν τα στενά και τα πολύβουα
περάσματα της θάλασσας, κι ολόγυρ’ άλλα
το θείο του Αίαντα το νησί νά περιζώσουν
γιατί αν γλυτώναν οι Έλληνες τον κακό χάρο,
βρίσκοντας με τα πλοία κρυφό φευγιό από κάπου,
όλοι, να ξέρουν, θάχαναν την κεφαλή τους.
Τέτοια με πάρα θαρρετή καρδιά προστάζει,
γιατί δεν ήξερε, οι θεοί το τι του γράφαν.
Κι αυτοί μ’ όλη την τάξη και με υπάκουη γνώμη
το δείπνο τους ετοίμασαν κι ο κάθε ναύτης
καλοβαλμένα στους σκαρμούς κουπιά επερνούσε.
Κι όταν του ήλιου εχώνεψε το φως κ’ η νύχτα
κατέβαινε, τη θέση τους πήραν καθένας
κ’ οι δουλευτάδες του κουπιού κ’ οι αρματομάχοι.
Κ’ η μια την άλλη απ’ τα μακριά καράβια τάξη
παρακινόντας ξεκινούν μ’ όποια καθένας
του είχε οριστή σειρά, και στα πανιά οληνύχτα
κρατούσαν τα καράβια τους οι καπετάνιοι.
Μα η νύχτα προχωρεί, κ’ οι Έλληνες κρυφό δρόμο
νανοίξουν από πουθενά δε δοκιμάζουν
όταν όμως με τάσπρα τάτια της η μέρα
φωτοπλημμύριστη άπλωσε σ’ όλο τον κόσμο,
μια πρώτ’ ακούστηκε απ’ τα μέρος των Ελλήνων
βουή τραγουδιστά με ήχο φαιδρό να βγαίνη
και δυνατ’ αντιβούιζαν μαζί κ’ οι βράχοι
του νησιού γύρω, ενώ τρομάρα τους βαρβάρους
έπιασεν όλους, πού έβλεπαν πως γελεστήκαν.
γιατί δεν ήταν για φευγιό που έψαλλαν τότε
σεμνόν παιάνα οι Έλληνες, μα σαν να ωρμούσαν
μ’ ολόψυχη καρδιά στη μάχη, ενώ όλη ως πέρα
τη γραμμή των της σάλπιγγας φλόγιζε ό ήχος.
Κι αμέσως τα πλαταγιστά με μιας κουπιά τους
χτυπούνε με το πρόσταγμα την βαθειάν άρμη
και δεν αργούνε να φανούν όλοι μπροστά μας.
Το δεξί πρώτο, σε γραμμή, κέρας ερχόνταν
μ’ όλη την τάξη, κ’ έπειτα κι ο άλλος ο στόλος
από πίσω ακλουθά. Και τότε ήταν νακούσης
φωνή μεγάλη άπά κοντά: «Εμπρός, των Ελλήνων
γενναία παιδιά! νά ελευθερώσετε πατρίδα,
τέκνα, γυναίκες και των πατρικών θεών σας
να ελευτερώστε τα ιερά και των προγόνων
τους τάφους. Τώρα για όλα ‘ναι που πολεμάτε.»
Μα κι από μας βουή στην περσική τη γλώσσα
τους αποκρίνονταν και πια καιρός δεν ήταν
για χάσιμο, μα ευτύς το ένα στο άλλο επάνω
καράβι κρούει τη χάλκινην αρματωσιά του.
Το σύνθημα της εμβολής έδωσε πρώτα
ένα καράβι ελληνικό, που έσπασεν όλα
ενός φοινικικού κορώνες κι ακροστόλια,
κ’ έτσι όλοι στρέφουν ο ένας καταπάνω τάλλου.
Λοιπόν, βαστούσε στην αρχή καλά το ρέμμα
του στόλου των Περσών, μα όταν στο στενό μέσα
τόσο πλήθος στριμώχτηκαν και δεν μπορούσαν
καμμιά βοήθεια ο ένας ταλλουνού να δίνουν
κ’ οι ίδιοι με τις χαλκόστομες συμμεταξύ τους
χτυπιόνταν πρώρες, σπάνανε των κουπιών όλες
μαζί οι φτερούγες ,και, να, τότε των Ελλήνων
τα πλοία ένα γύρο με πολλή επιδεξιωσύνη
από παντού χτυπούσανε, και τα σκαριά μας
αναποδογυρίζονταν και δεν μπορούσες
να βλέπης πια τη θάλασσα που ήταν γιομάτη
από ναυάγια καραβιών κι ανθρώπων φόνο.
Και βρύαζαν οι γιαλοί νεκρούς κ’ οι ξέρες γύρου,
ενώ όσα μας εμένανε καράβια ακόμα
τόβαζαν στο κουπί φευγάλα δίχως τάξη.
Μα εκείνοι, σαν και νάτανε για θύννους ή άλλο
βόλασμα ψάρια, με κουπιά σπασμένα, ή μ’ ο,τι
συντρίμμι απ’ τα ναυάγια, χτυπούν, σκοτώνουν
κ’ ένας βόγγος απλώνονταν μαζί και θρήνος
ως τανοιχτά της θάλασσας, όσο που ή μαύρη
της νύχτας ήρθε σκοτεινιά κ’ έβαλε τέλος.
Μα όλο το πλήθος του χαμού, μηδέ κι αν μέρες
δέκα ιστορούσα στη σειρά, θε νάβρισκ’ άκρη.
Γιατί, νά ξέρης, σε μια μέρα ως τώρ’ ακόμα
τόσο ποτέ δε χάθηκε ανθρώπων πλήθος.
(Μετ. Ι. Ν. Γρυπάρης)
Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015
αμέλησα τα κάλλη σου, Σελήνη!..
Μόνον εσύ ακόμη, φίλη παιδιακή,
μόνον εσύ δεν μ’ έχεις λησμονήσει.
Και σπλαχνικά το φως σου στέλλεις το γλυκύ,
ναρθεί να βρει, να με παρηγορήσει...
Γιάννης Σταύρου, Στο φως της σελήνης, λάδι σε καμβά
Γεώργιος Μ. Βιζυηνός
Προς την Σελήνην
Η σοβαρή και χλωμιασμένη σου θωριά,
που αρμενίζει στ’ αψηλά, Σελήνη,
δεν ‘ξεύρεις τι αδελφική παρηγοριά,
τι παιδιακούς συλλογισμούς με δίνει!
Κανένα φίλον από σένα πιο παλιό,
και πιο πιστό, δεν έχω να ονομάσω.
Σ’ εγνώρισα πριν πρωτοέμβω στο σχολειό,
κι αν ‘μβω στον τάφο, δεν θα σε ξεχάσω.
Θυμάσ’ ακόμα το μικρό παιδί, εμέ,
με τον μεγάλο πόθο στην καρδιά μου;
Με την λαχτάρα, να μου ήρχεσαι χαμαί,
να σ’ έχω σαν παιχνίδι στην ποδιά μου;
Θυμάσαι πώς, εσύ στα ύψη, εγώ στη γη,
ετρέχαμε μαζί, ποιος να περάσει;
Συ έχεις μείνει πάντα νέα και γοργή,
και μόν’ εγώ, εγώ έχω γεράσει!
Θυμάσαι την Βιζώ μας, τ’ όμορφο χωριό;
Το σπίτι μας, τ’ ωραίο περιβόλι;
Και μέσα στ’ άνθη του, θυμάσαι το Μαριώ,
π’ αγάπησα με την καρδία μ’ όλη;
Αυτή τα φταίει, αν απ’ εκείνο τον καιρό
αμέλησα τα κάλλη σου, Σελήνη!
Γιατ’ απαιτούσε και καλά να μη θωρώ,
παρά τες ομορφιές, που είχ’ εκείνη.
Αυτή τα φταίει, αν τώρα πλέον δεν μπορεί
ν’ ανοίξει σαν και πρώτα η καρδιά μου,
να παίξει, φίλη μου, μαζί σου, να χαρεί,
καθώς την ξεύρεις απ’ τα παιδιακά μου!
Αυτή τα φταίει! Και γνωρίζεις διατί;
Διότι, γι’ άλλον, πρόδωκεν εμένα!
Και μ’ έκαμε να κλαίω απ’ την ώρ’ αυτή,
να καταλυώ την νιότη μου στα ξένα!
Δεν είδα πια από τότε πρόσχαρη χρονιά!
-’Εβαλε λες φαρμάκι στην ζωή μου!
Ως και τους φίλους μου τους ηύρεν απονιά,
και μ’ άφηκαν στην μέση της ερήμου!
Μόνον εσύ ακόμη, φίλη παιδιακή,
μόνον εσύ δεν μ’ έχεις λησμονήσει.
Και σπλαχνικά το φως σου στέλλεις το γλυκύ,
ναρθεί να βρει, να με παρηγορήσει.
Σ’ ευχαριστώ! Κι αυτήν απόψε την βραδιά
μ’ ελάφρυνες τα στήθη μου λιγάκι.
Γιατί μου άδειασ’ η γεμάτη μου καρδιά,
σαν σ’ έχω γράψ’ αυτό το τραγουδάκι!
μόνον εσύ δεν μ’ έχεις λησμονήσει.
Και σπλαχνικά το φως σου στέλλεις το γλυκύ,
ναρθεί να βρει, να με παρηγορήσει...
Γιάννης Σταύρου, Στο φως της σελήνης, λάδι σε καμβά
Γεώργιος Μ. Βιζυηνός
Προς την Σελήνην
Η σοβαρή και χλωμιασμένη σου θωριά,
που αρμενίζει στ’ αψηλά, Σελήνη,
δεν ‘ξεύρεις τι αδελφική παρηγοριά,
τι παιδιακούς συλλογισμούς με δίνει!
Κανένα φίλον από σένα πιο παλιό,
και πιο πιστό, δεν έχω να ονομάσω.
Σ’ εγνώρισα πριν πρωτοέμβω στο σχολειό,
κι αν ‘μβω στον τάφο, δεν θα σε ξεχάσω.
Θυμάσ’ ακόμα το μικρό παιδί, εμέ,
με τον μεγάλο πόθο στην καρδιά μου;
Με την λαχτάρα, να μου ήρχεσαι χαμαί,
να σ’ έχω σαν παιχνίδι στην ποδιά μου;
Θυμάσαι πώς, εσύ στα ύψη, εγώ στη γη,
ετρέχαμε μαζί, ποιος να περάσει;
Συ έχεις μείνει πάντα νέα και γοργή,
και μόν’ εγώ, εγώ έχω γεράσει!
Θυμάσαι την Βιζώ μας, τ’ όμορφο χωριό;
Το σπίτι μας, τ’ ωραίο περιβόλι;
Και μέσα στ’ άνθη του, θυμάσαι το Μαριώ,
π’ αγάπησα με την καρδία μ’ όλη;
Αυτή τα φταίει, αν απ’ εκείνο τον καιρό
αμέλησα τα κάλλη σου, Σελήνη!
Γιατ’ απαιτούσε και καλά να μη θωρώ,
παρά τες ομορφιές, που είχ’ εκείνη.
Αυτή τα φταίει, αν τώρα πλέον δεν μπορεί
ν’ ανοίξει σαν και πρώτα η καρδιά μου,
να παίξει, φίλη μου, μαζί σου, να χαρεί,
καθώς την ξεύρεις απ’ τα παιδιακά μου!
Αυτή τα φταίει! Και γνωρίζεις διατί;
Διότι, γι’ άλλον, πρόδωκεν εμένα!
Και μ’ έκαμε να κλαίω απ’ την ώρ’ αυτή,
να καταλυώ την νιότη μου στα ξένα!
Δεν είδα πια από τότε πρόσχαρη χρονιά!
-’Εβαλε λες φαρμάκι στην ζωή μου!
Ως και τους φίλους μου τους ηύρεν απονιά,
και μ’ άφηκαν στην μέση της ερήμου!
Μόνον εσύ ακόμη, φίλη παιδιακή,
μόνον εσύ δεν μ’ έχεις λησμονήσει.
Και σπλαχνικά το φως σου στέλλεις το γλυκύ,
ναρθεί να βρει, να με παρηγορήσει.
Σ’ ευχαριστώ! Κι αυτήν απόψε την βραδιά
μ’ ελάφρυνες τα στήθη μου λιγάκι.
Γιατί μου άδειασ’ η γεμάτη μου καρδιά,
σαν σ’ έχω γράψ’ αυτό το τραγουδάκι!
Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015
και μες στον ήλιο τον λαμπρό...
Κι επήραμ’ έτσι τα βουνά-δεν έπαιζε τ’ αγέρι
με τα μαλλάκια καμιανής νεράιδας-η μορφή του
αδιάκοπα σκυθρώπαζε-άγνωστα τα μέρη
που μ’ επερνούσε ήτανε κι επήγαινα μαζί του...
Γιάννης Σταύρου, Πλαγιά στον Υμηττό, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Άγγελος Σημηριώτης
Το μέλαν κρίνον
Μια μέρα, ένα φλογερό του Μάη μεσημέρι
στο δάσος, που καθόμουνα ν’ ακούσω τη φωνή του,
ο Δάντης ήλθε σκυθρωπός, μ’ επήρενάπ’ το χέρι
Κι επήραμ’ έτσι τα βουνά-δεν έπαιζε τ’ αγέρι
με τα μαλλάκια καμιανής νεράιδας-η μορφή του
αδιάκοπα σκυθρώπαζε-άγνωστα τα μέρη
που μ’ επερνούσε ήτανε κι επήγαινα μαζί του.
Ξάφνω μπροστά μας φάνηκε μεγάλο περιβόλι
κοντά σε θάλασσα στενή, που πέρνα σαν ποτάμι,
ανάμεσα σε δύο βουνά, εκεί, κατά την Πόλη
και μες στον ήλιο τον λαμπρό, μονάχο σαν καλάμι,
σε χίλια μέσα λούλουδα στο περιβόλι εκείνο,
ο Δάντης μου ‘δειξε θολός κατάμαυρο ένα κρίνο.
Το κάστρο
Μια μέρα στο περήφανο, θεμελιωμένο κάστρο
που έκρυβε στα σύννεφα ΄περύψηλη κορφή
— μάτι της μέρας, ω λαμπρό κ΄ ευλογημένο άστρο,
εσύ την είδες! — πλάκωσε βαρειά καταστροφή!
Επέρασεν ο πόλεμος με τ΄ αστραπόβροντά του,
ο πόλεμος πωχθρεύεται τ΄ ανθρώπου η καρδιά,
κ΄ εστέναξεν η μάνα μας η γη στο πάτημά του,
και στις σπηλιές των κρύφθηκαν του λόγγου τα θεριά!
Αστροπελέκι και φωτιά: χίλια στοιχειά μαζί του
ξαπόλυσεν ανήμερα, πείνα, σφαγή, σεισμό
ώσπου στο αίμα έπνιξε την άδικη οργή του,
χωρίς κανένα έλεο στον κόσμο γαλασμό!
Δρεπάνι και θανατικό! εσκότωνε μανούλες
και παλληκάρια πούχανε του ήλιου την μορφιά,
έκανε χήρες νιόπανδρες και τις βασιλοπούλες
τις έβαλε στα σίδερα, τις πήρε στη σκλαβιά!
Αχ! κι όταν πια εδιάβηκε σαν σύννεφο και τ΄ άστρο
εφάνηκε περίλυπο στον κόσμο τον νεκρό,
ερείπιο το περήφανο και παινεμένο κάστρο
τόκλαψε η μαύρη θάλασσα, το κύμα το πικρό.
Σήμερα, όποιος απερνά την νύχτ΄ από τα πλάγια,
το βλέπει μαύρο φάντασμα στο φως του φεγγαριού,
ακούει στα χαλάσματα να σκούζ΄ η κουκουβάγια
και τάζει τρέχοντας κερί στον άγιο του χωριού!
Πριν ν΄ αντικρύσουν τ΄ άσπλαγχνα, τα φονικά σου μάτια,
τα μάτια μου, εγώμουνα το κάστρο το τρανό,
το κάστρο το περήφανο, γυναίκα! και παλάτια
τα όνειρά μου σήκωνα χρυσά στον ουρανό.
Ήμουν αυτός – και σήμερα σαν κάστρο χαλασμένο,
γυναίκα, είμαι! φάντασμα βαρύ κ΄ αγριωπό,
που η ζωή το ξόρκισε γιατ΄ είναι κολασμένο!
γυναίκα· ακούς; κι ο άμοιρος ακόμα σ΄ αγαπώ!
με τα μαλλάκια καμιανής νεράιδας-η μορφή του
αδιάκοπα σκυθρώπαζε-άγνωστα τα μέρη
που μ’ επερνούσε ήτανε κι επήγαινα μαζί του...
Γιάννης Σταύρου, Πλαγιά στον Υμηττό, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Άγγελος Σημηριώτης
Το μέλαν κρίνον
Μια μέρα, ένα φλογερό του Μάη μεσημέρι
στο δάσος, που καθόμουνα ν’ ακούσω τη φωνή του,
ο Δάντης ήλθε σκυθρωπός, μ’ επήρενάπ’ το χέρι
Κι επήραμ’ έτσι τα βουνά-δεν έπαιζε τ’ αγέρι
με τα μαλλάκια καμιανής νεράιδας-η μορφή του
αδιάκοπα σκυθρώπαζε-άγνωστα τα μέρη
που μ’ επερνούσε ήτανε κι επήγαινα μαζί του.
Ξάφνω μπροστά μας φάνηκε μεγάλο περιβόλι
κοντά σε θάλασσα στενή, που πέρνα σαν ποτάμι,
ανάμεσα σε δύο βουνά, εκεί, κατά την Πόλη
και μες στον ήλιο τον λαμπρό, μονάχο σαν καλάμι,
σε χίλια μέσα λούλουδα στο περιβόλι εκείνο,
ο Δάντης μου ‘δειξε θολός κατάμαυρο ένα κρίνο.
Το κάστρο
Μια μέρα στο περήφανο, θεμελιωμένο κάστρο
που έκρυβε στα σύννεφα ΄περύψηλη κορφή
— μάτι της μέρας, ω λαμπρό κ΄ ευλογημένο άστρο,
εσύ την είδες! — πλάκωσε βαρειά καταστροφή!
Επέρασεν ο πόλεμος με τ΄ αστραπόβροντά του,
ο πόλεμος πωχθρεύεται τ΄ ανθρώπου η καρδιά,
κ΄ εστέναξεν η μάνα μας η γη στο πάτημά του,
και στις σπηλιές των κρύφθηκαν του λόγγου τα θεριά!
Αστροπελέκι και φωτιά: χίλια στοιχειά μαζί του
ξαπόλυσεν ανήμερα, πείνα, σφαγή, σεισμό
ώσπου στο αίμα έπνιξε την άδικη οργή του,
χωρίς κανένα έλεο στον κόσμο γαλασμό!
Δρεπάνι και θανατικό! εσκότωνε μανούλες
και παλληκάρια πούχανε του ήλιου την μορφιά,
έκανε χήρες νιόπανδρες και τις βασιλοπούλες
τις έβαλε στα σίδερα, τις πήρε στη σκλαβιά!
Αχ! κι όταν πια εδιάβηκε σαν σύννεφο και τ΄ άστρο
εφάνηκε περίλυπο στον κόσμο τον νεκρό,
ερείπιο το περήφανο και παινεμένο κάστρο
τόκλαψε η μαύρη θάλασσα, το κύμα το πικρό.
Σήμερα, όποιος απερνά την νύχτ΄ από τα πλάγια,
το βλέπει μαύρο φάντασμα στο φως του φεγγαριού,
ακούει στα χαλάσματα να σκούζ΄ η κουκουβάγια
και τάζει τρέχοντας κερί στον άγιο του χωριού!
Πριν ν΄ αντικρύσουν τ΄ άσπλαγχνα, τα φονικά σου μάτια,
τα μάτια μου, εγώμουνα το κάστρο το τρανό,
το κάστρο το περήφανο, γυναίκα! και παλάτια
τα όνειρά μου σήκωνα χρυσά στον ουρανό.
Ήμουν αυτός – και σήμερα σαν κάστρο χαλασμένο,
γυναίκα, είμαι! φάντασμα βαρύ κ΄ αγριωπό,
που η ζωή το ξόρκισε γιατ΄ είναι κολασμένο!
γυναίκα· ακούς; κι ο άμοιρος ακόμα σ΄ αγαπώ!
Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015
Η τύχη ξαφνικές έχει μεταβολές...
Μα ν' αρκεσθεί, φρονώ, με τόσα που έχει ο βασιλεύς.
Τα περισσότερα εις κινδύνους θα τον φέρουν.
Θυμήσου να τον πεις αυτό, αξιωματικέ:
με τόσα που έχει, προς θεού, ν' αρκείται!..
Γιάννης Σταύρου, Πεπρωμένο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Εν πορεία προς την Σινώπην
Ο Μιθριδάτης, ένδοξος και κραταιός,
μεγάλων πόλεων ο κύριος,
κάτοχος ισχυρών στρατών και στόλων,
πηγαίνοντας προς την Σινώπην πέρασε από δρόμον
εξοχικόν, πολύ απόκεντρον
όπου ένας μάντις είχε κατοικίαν.
Έστειλεν αξιωματικό του ο Μιθριδάτης
τον μάντι να ρωτήσει πόσα θ' αποκτήσει ακόμη
στο μέλλον αγαθά, πόσες δυνάμεις άλλες.
Έστειλεν αξιωματικό του, και μετά
προς την Σινώπην την πορεία του ξακολούθησε.
Ο μάντις αποσύρθηκε σ' ένα δωμάτιο μυστικό.
Μετά περίπου μισήν ώρα βγήκε
περίφροντις, κ' είπε στον αξιωματικό,
«Ικανοποιητικώς δεν μπόρεσα να διευκρινίσω.
Κατάλληλη δεν είν' η μέρα σήμερα.
Κάτι σκιώδη πράγματα είδα. Δεν κατάλαβα καλά.-
Μα ν' αρκεσθεί, φρονώ, με τόσα που έχει ο βασιλεύς.
Τα περισσότερα εις κινδύνους θα τον φέρουν.
Θυμήσου να τον πεις αυτό, αξιωματικέ:
με τόσα που έχει, προς θεού, ν' αρκείται!
Η τύχη ξαφνικές έχει μεταβολές.
Να πεις στον βασιλέα Μιθριδάτη:
λίαν σπανίως βρίσκεται ο εταίρος του προγόνου του
ο ευγενής, που εγκαίρως με την λόγχην γράφει
στο χώμα επάνω το σωτήριον Φεύγε Μιθριδάτα».
Τα περισσότερα εις κινδύνους θα τον φέρουν.
Θυμήσου να τον πεις αυτό, αξιωματικέ:
με τόσα που έχει, προς θεού, ν' αρκείται!..
Γιάννης Σταύρου, Πεπρωμένο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Εν πορεία προς την Σινώπην
Ο Μιθριδάτης, ένδοξος και κραταιός,
μεγάλων πόλεων ο κύριος,
κάτοχος ισχυρών στρατών και στόλων,
πηγαίνοντας προς την Σινώπην πέρασε από δρόμον
εξοχικόν, πολύ απόκεντρον
όπου ένας μάντις είχε κατοικίαν.
Έστειλεν αξιωματικό του ο Μιθριδάτης
τον μάντι να ρωτήσει πόσα θ' αποκτήσει ακόμη
στο μέλλον αγαθά, πόσες δυνάμεις άλλες.
Έστειλεν αξιωματικό του, και μετά
προς την Σινώπην την πορεία του ξακολούθησε.
Ο μάντις αποσύρθηκε σ' ένα δωμάτιο μυστικό.
Μετά περίπου μισήν ώρα βγήκε
περίφροντις, κ' είπε στον αξιωματικό,
«Ικανοποιητικώς δεν μπόρεσα να διευκρινίσω.
Κατάλληλη δεν είν' η μέρα σήμερα.
Κάτι σκιώδη πράγματα είδα. Δεν κατάλαβα καλά.-
Μα ν' αρκεσθεί, φρονώ, με τόσα που έχει ο βασιλεύς.
Τα περισσότερα εις κινδύνους θα τον φέρουν.
Θυμήσου να τον πεις αυτό, αξιωματικέ:
με τόσα που έχει, προς θεού, ν' αρκείται!
Η τύχη ξαφνικές έχει μεταβολές.
Να πεις στον βασιλέα Μιθριδάτη:
λίαν σπανίως βρίσκεται ο εταίρος του προγόνου του
ο ευγενής, που εγκαίρως με την λόγχην γράφει
στο χώμα επάνω το σωτήριον Φεύγε Μιθριδάτα».
Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015
η δίκαιη Μεσημβρία συνθέτει την θάλασσα...
Όχι, όχι!… Ορθός! Μες στον αδιάκοπον αιώνα!
Σύντριψε αυτήν τη σκεφτική μορφή, κορμί μου!
Ρούφηξε, στέρνο μου, την γέννηση του ανέμου!
Μια δροσιά από τη θάλασσαν αναδοσμένη,
μου ξαναδίδει την ψυχήν… Ω δύναμη άρμης!
Για ν’ αναβρύσω ζωντανός, στο κύμα ας τρέξω!.
Γιάννης Σταύρου, Εκδρομή, λάδι σε καμβά.
Πωλ Βαλερύ
Το θαλασσινό κοιμητήρι
‘‘Μη, φίλα ψυχά, βίον αθάνατον σπεύδε,
τάν δ’ έμπρακτον άντλει μαχανάν’’. Πίνδαρος
Η ήρεμη στέγη, όπου βαδίζουν περιστέρια,
πάλλεται ανάμεσα στα πεύκα και στους τάφους·
με φωτιές εκεί η δίκαιη Μεσημβρία συνθέτει
την θάλασσα, την θάλασσα, απ’ την αρχή πάντα!
Ω ανταμοιβή μετά απ’ τον στοχασμόν, όσο ένα
βλέμμα μακρύ στων θεών απάνω τη γαλήνη!
Ποιο, από αστραπές λεπτές, αγνό έργον αναλίσκει
αφρού ανεπαίσθητου τόσα πολλά διαμάντια,
και τι γαλήνη μοιάζει εδώ να εγκυμονείται!
Όταν πάνω στην άβυσσο ηρεμεί ένας ήλιος,
καθάρια εργόχειρα μιας αιώνιας συμφωνίας,
μαρμαίρει ο Χρόνος κι είναι τ’ Όνειρο επιστήμη.
Στέρεο ταμείον, λιτός ναός στην Αθηνά,
όγκος γαλήνης, θέασης άφθονη προμήθεια,
νερό αυστηρό, Μάτι που μέσα σου φυλάττεις,
κάτω από πέπλο φλόγινο, τόσον πολύ ύπνον,
ω σιωπή μου! Οικοδόμημα στην ψυχή μέσα,
χρυσή χιλιοκεράμιδη στέγη όμως, Στέγη!
Του χρόνου ναέ, συνοψισμένε σ’ έναν στόνο,
στο αγνό ύφος ανεβαίνω αυτό και συνηθίζω,
απ’ το θαλάσσιο βλέμμα μου τριγυρισμένος·
και σαν μεγίστη προσφορά μου προς τους Θεούς
το σπινθηροβόλημα σπείρει το γαλήνιο
μιαν απεριόριστη έπαρσην απάνω στο ύψος.
Όπως μέσα σ’ απόλαυσην ο καρπός λυώνει,
όπως την απουσία του μ’ ηδονήν αλλάζει
μες σ’ ένα στόμα όπου το σχήμα του πεθαίνει,
έτσι γεύομαι εδώ τον μέλλοντα καπνό μου,
κι ο ουρανός στην ψυχή που αναλίσκεται μέλπει
για τις βρυχώμενες ακτές που ολοένα αλλάζουν.
Ωραίε ουρανέ, αληθή ουρανέ, δες με που αλλάζω!
Μετά από τόσην έπαρση, μετά από τόσην
αλλόκοτη, μα δύναμη γεμάτην, οκνηρία,
αφήνομαι στο διάστημα αυτό το μαρμαίρον,
πάνω απ’ τα σπίτια των νεκρών διαβαίνει η σκιά μου
που με την εύθραυστή της κίνηση μ’ οικειώνει.
Με ψυχή στους πυρσούς του ηλιοστάσιου εκθεμένη,
σ’ υπερασπίζομαι, θαυμάσια δικαιοσύνη
του φωτός, που ανοικτίρμονα είναι τ’ άρματά σου!
Στην πρώτη σου τη θέση αγνή σ’ επαναφέρω:
κοιτάξου!…Αλλά το φως να επαναφερθεί πίσω
σημαίνει ένα μισό σκοτεινιασμένο από ίσκιο.
Ω για μέ μόνο, σ’ εμέ μόνο, εμέ τον ίδιο,
κοντά σε μια καρδιά, το ποίημα όπου πηγάζει,
μεταξύ του κενού και του αγνού γεγονότος,
την ηχώ ακούω του εσώτερού μου μεγαλείου,
δεξαμενή πικρή, ηχηρή και ζοφερή,
που ηχεί ένα, στην ψυχή, μελλούμενο πάντα, άδειο!
Ξέρεις, ψεύτικη αιχμάλωτη των φυλλωμάτων,
κόλπε που τα ισχνά κάγκελα αυτά τρως, τα μάτια
όταν σφαλώ, τυφλά απ’ τα μυστικά που βλέπουν,
ποιο σώμα στ’ οκνό τέλος του με παρασύρει,
ποιο μέτωπο σ’ αυτήν τη γη απ’ οστά το σύρει;
Μια σπίθα τους απόντες μου σκέφτεται εντός του.
Κλειστός, ιερός κι από μιαν άυλη φωτιάν όλος,
ένα γήινο κομμάτι στο φως προσφερμένο,
αγαπώ αυτόν τον τόπο, όπου δεσπόζουν λύχνοι,
πέτρας, χρυσού και σύσκιων δέντρων σύνθεση, όπου
πάνω σε πλήθος σκιές, μαρμάρου πλήθος τρέμει·
στους τάφους μου πλάι η θάλασσα πιστή κοιμάται!
Λάμπουσα σκύλλα, διώξε τον ειδωλολάτρη!
Όταν, μονήρης, με χαμόγελο ποιμένος,
αρνιά βοσκίζω μυστηριώδη επί πολλή ώρα,
των ήρεμών μου τάφων το λευκό κοπάδι,
τα φρόνιμα από κει να διώχνεις περιστέρια,
τους περίεργους αγγέλους, τα όνειρα τα μάταια.
Αν έρθει εδώ, το μέλλον άνεργο θα μείνει.
Την ξηρασία το ξεκομμένο έντομο ξύνει·
όλα καήκαν, διαλύθηκαν κι ανεμοπήγαν
μήτε ξέρω κι εγώ σε ποια αυστηρήν ουσία…
Η ζωή φαρδαίνει από της απουσίας τη μέθη,
κι είναι η πικρία γλυκιά, το πνεύμα είναι καθάριο.
Οι κρυμμένοι νεκροί, καλά ’ναι στη γη τούτη,
τους ζεσταίνει και το μυστήριο τους ξεραίνει.
Ψηλά και δίχως κίνηση το Μεσημέρι!
Σκέφτεται ενδόμυχα κι αυτοσυνεννογιέται…
Πλήρες κεφάλι, εντελές διάδημα που φέρεις,
η μυστική μεταλλαγή μέσα σου εγώ ’μαι.
Τους φόβους για να συγκρατείς εμέ ’χεις μόνο!
Οι αμφιβολίες μου, οι μεταμέλειές μου κι οι πιέσεις
το ελάττωμα είναι του μεγάλου διαμαντιού σου…
Μα στην κατάφορτη, απ’ τα μάρμαρά τους, νύχτα,
ένας αόριστος λαός στις ρίζες των δέντρων
κιόλας αγάλι-αγάλι εστράφη προς εσένα.
Έχουνε διαλυθεί σε μια πυκνή απουσία,
το κοκκινόχωμα το λευκόν είδος ήπιε,
μες στα λουλούδια πέρασε της ζωής το δώρο!
Τι εγίναν των νεκρών οι γνώριμες οι φράσεις,
οι ασύγκριτες ψυχές, η προσωπική τέχνη;
Εκεί που δάκρυα πλάθονταν, η νύμφη κλώθει.
Τα τσιριχτά των κοριτσιών, σα γαργαλούνται,
τα βλέφαρα τα υγρά, τα μάτια και τα δόντια,
το στήθος τ’ όμορφο, με τη φωτιά που παίζει,
το αίμα στα προσφερόμενα χείλη που λάμπει,
τα ύστερα δώρα, δάχτυλα που τα φυλάνε,
στη γη όλα πάνε κι επιστρέφουν στο παιγνίδι!
Κι εσύ, ψυχή μεγάλη, σ’ όνειρον ελπίζεις,
που τις απατηλές χροιές τούτες, που, σε μάτια
σάρκινα, έχουν χρυσός και κύμα, πια θα ’χει;
Θα τραγουδάς κι όταν ατμός θα ’χεις πια γίνει;
Αχ, όλα παν! Είναι πορώδης η ύπαρξή μου,
κι η άγια μου ανυπομονησία, κι αυτή πεθαίνει!
Κάτισχνη αθανασία κι επίχρυση και μαύρη,
φριχτά δαφνοστεφάνωτη παρηγορήτρα,
που στέρνο μητρικό τον θάνατο εμφανίζεις,
τον δόλο ευλαβικό και την απάτη ωραία!
Ποιος δεν τα ξέρει τάχα και ποιος δεν τ’ αρνιέται,
το άδειο τούτο κρανίο κι αυτό το αιώνιο γέλιο!
Βαθιοί πατέρες, ακατοίκητα κεφάλια,
που κάτω απ’ των φτυαρισματιών το τόσο βάρος
η γη είστε και μπερδεύετε τα βήματά μας,
ο αληθής σάραξ, το αναπάρνητο σκουλήκι,
για σας, κάτω απ’ την πλάκα που κοιμόσαστε, όχι
δεν είναι, από ζωή ζει, και δε μ’ εγκαταλείπει!
Αγάπη μήπως, είτε μίσος του εαυτού μου;
Το μυστικό του δόντι τόσο είναι κοντά μου
που όλα τα ονόματα μπορούν να του ταιριάζουν!
Αδιάφορο! Θωρεί, ρεμβάζει, θέλει, αγγίζει!
Τη σάρκα μου αγαπά κι ως στη στρωμνή μου απάνω,
ζω στον ζωντανό τούτον για ν’ ανήκω μόνο!
Ω Ζήνων! Σκληρέ Ζήνων! Ζήνωνα Ελεάτη!
Μ’ έχεις μ’ αυτό το φτερωτό βέλος τρυπήσει
που δονείται, πετά, και δεν πετά καθόλου!
Ο ήχος του με γεννά και το ίδιο με σκοτώνει!
Ο ήλιος!…Τι σκιά χελώνης για την ψυχήν, ο ήλιος,
ακίνητε Αχιλλέα με το μεγάλο βήμα!
Όχι, όχι!… Ορθός! Μες στον αδιάκοπον αιώνα!
Σύντριψε αυτήν τη σκεφτική μορφή, κορμί μου!
Ρούφηξε, στέρνο μου, την γέννηση του ανέμου!
Μια δροσιά από τη θάλασσαν αναδοσμένη,
μου ξαναδίδει την ψυχήν… Ω δύναμη άρμης!
Για ν’ αναβρύσω ζωντανός, στο κύμα ας τρέξω!
Ναι! Προικισμένε με μανίες μεγάλε πόντε,
δέρμα του πάνθηρα και διάτρητη χλαμύδα
με χίλιες κι άλλες χίλιες του ήλιου εξεικονίσεις,
έξαλλη απ’ τη γλαυκή σου σάρκα, απόλυτη ύδρα,
που η μαρμαίρουσα ουρά σου σε ξαναδαγκώνει,
μες σε μια ταραχή που με τη σιωπή μοιάζει,
σηκώθηκε ο άνεμος!… Τη ζωήν ας δοκιμάσω!
Το άπειρο αγέρι το βιβλίο μου ανοιγοκλείνει,
τολμά το κύμα κονιορτός από τα βράχια
ν’ αναβρύζει! Πετάξετε, έκθαμβες σελίδες!
Κύματα, μ’ εύθυμα νερά αυτήν τη γαλήνια
στέγη, όπου φλόκοι τρώγανε, συντρίψετέ την!
(Μετ. Άρης Δικταίος)
Paul Valéry
Le cimetière marin
Ce toit tranquille, où marchent des colombes,
Entre les pins palpite, entre les tombes;
Midi le juste y compose de feux
La mer, la mer, toujours recommencee
O récompense après une pensée
Qu'un long regard sur le calme des dieux!
Quel pur travail de fins éclairs consume
Maint diamant d'imperceptible écume,
Et quelle paix semble se concevoir!
Quand sur l'abîme un soleil se repose,
Ouvrages purs d'une éternelle cause,
Le temps scintille et le songe est savoir.
Stable trésor, temple simple à Minerve,
Masse de calme, et visible réserve,
Eau sourcilleuse, Oeil qui gardes en toi
Tant de sommeil sous une voile de flamme,
O mon silence! . . . Édifice dans l'ame,
Mais comble d'or aux mille tuiles, Toit!
Temple du Temps, qu'un seul soupir résume,
À ce point pur je monte et m'accoutume,
Tout entouré de mon regard marin;
Et comme aux dieux mon offrande suprême,
La scintillation sereine sème
Sur l'altitude un dédain souverain.
Comme le fruit se fond en jouissance,
Comme en délice il change son absence
Dans une bouche où sa forme se meurt,
Je hume ici ma future fumée,
Et le ciel chante à l'âme consumée
Le changement des rives en rumeur.
Beau ciel, vrai ciel, regarde-moi qui change!
Après tant d'orgueil, après tant d'étrange
Oisiveté, mais pleine de pouvoir,
Je m'abandonne à ce brillant espace,
Sur les maisons des morts mon ombre passe
Qui m'apprivoise à son frêle mouvoir.
L'âme exposée aux torches du solstice,
Je te soutiens, admirable justice
De la lumière aux armes sans pitié!
Je te tends pure à ta place première,
Regarde-toi! . . . Mais rendre la lumière
Suppose d'ombre une morne moitié.
O pour moi seul, à moi seul, en moi-même,
Auprès d'un coeur, aux sources du poème,
Entre le vide et l'événement pur,
J'attends l'écho de ma grandeur interne,
Amère, sombre, et sonore citerne,
Sonnant dans l'âme un creux toujours futur!
Sais-tu, fausse captive des feuillages,
Golfe mangeur de ces maigres grillages,
Sur mes yeux clos, secrets éblouissants,
Quel corps me traîne à sa fin paresseuse,
Quel front l'attire à cette terre osseuse?
Une étincelle y pense à mes absents.
Fermé, sacré, plein d'un feu sans matière,
Fragment terrestre offert à la lumière,
Ce lieu me plaît, dominé de flambeaux,
Composé d'or, de pierre et d'arbres sombres,
Où tant de marbre est tremblant sur tant d'ombres;
La mer fidèle y dort sur mes tombeaux!
Chienne splendide, écarte l'idolâtre!
Quand solitaire au sourire de pâtre,
Je pais longtemps, moutons mystérieux,
Le blanc troupeau de mes tranquilles tombes,
Éloignes-en les prudentes colombes,
Les songes vains, les anges curieux!
Ici venu, l'avenir est paresse.
L'insecte net gratte la sécheresse;
Tout est brûlé, défait, reçu dans l'air
A je ne sais quelle sévère essence . . .
La vie est vaste, étant ivre d'absence,
Et l'amertume est douce, et l'esprit clair.
Les morts cachés sont bien dans cette terre
Qui les réchauffe et sèche leur mystère.
Midi là-haut, Midi sans mouvement
En soi se pense et convient à soi-même
Tête complète et parfait diadème,
Je suis en toi le secret changement.
Tu n'as que moi pour contenir tes craintes!
Mes repentirs, mes doutes, mes contraintes
Sont le défaut de ton grand diamant! . . .
Mais dans leur nuit toute lourde de marbres,
Un peuple vague aux racines des arbres
A pris déjà ton parti lentement.
Ils ont fondu dans une absence épaisse,
L'argile rouge a bu la blanche espèce,
Le don de vivre a passé dans les fleurs!
Où sont des morts les phrases familières,
L'art personnel, les âmes singulières?
La larve file où se formaient les pleurs.
Les cris aigus des filles chatouillées,
Les yeux, les dents, les paupières mouillées,
Le sein charmant qui joue avec le feu,
Le sang qui brille aux lèvres qui se rendent,
Les derniers dons, les doigts qui les défendent,
Tout va sous terre et rentre dans le jeu!
Et vous, grande âme, espérez-vous un songe
Qui n'aura plus ces couleurs de mensonge
Qu'aux yeux de chair l'onde et l'or font ici?
Chanterez-vous quand serez vaporeuse?
Allez! Tout fuit! Ma présence est poreuse,
La sainte impatience meurt aussi!
Maigre immortalité noire et dorée,
Consolatrice affreusement laurée,
Qui de la mort fais un sein maternel,
Le beau mensonge et la pieuse ruse!
Qui ne connaît, et qui ne les refuse,
Ce crâne vide et ce rire éternel!
Pères profonds, têtes inhabitées,
Qui sous le poids de tant de pelletées,
Êtes la terre et confondez nos pas,
Le vrai rongeur, le ver irréfutable
N'est point pour vous qui dormez sous la table,
Il vit de vie, il ne me quitte pas!
Amour, peut-être, ou de moi-même haine?
Sa dent secrète est de moi si prochaine
Que tous les noms lui peuvent convenir!
Qu'importe! Il voit, il veut, il songe, il touche!
Ma chair lui plaît, et jusque sur ma couche,
À ce vivant je vis d'appartenir!
Zénon! Cruel Zénon! Zénon d'Êlée!
M'as-tu percé de cette flèche ailée
Qui vibre, vole, et qui ne vole pas!
Le son m'enfante et la flèche me tue!
Ah! le soleil . . . Quelle ombre de tortue
Pour l'âme, Achille immobile à grands pas!
Non, non! . . . Debout! Dans l'ère successive!
Brisez, mon corps, cette forme pensive!
Buvez, mon sein, la naissance du vent!
Une fraîcheur, de la mer exhalée,
Me rend mon âme . . . O puissance salée!
Courons à l'onde en rejaillir vivant.
Oui! grande mer de delires douée,
Peau de panthère et chlamyde trouée,
De mille et mille idoles du soleil,
Hydre absolue, ivre de ta chair bleue,
Qui te remords l'étincelante queue
Dans un tumulte au silence pareil
Le vent se lève! . . . il faut tenter de vivre!
L'air immense ouvre et referme mon livre,
La vague en poudre ose jaillir des rocs!
Envolez-vous, pages tout éblouies!
Rompez, vagues! Rompez d'eaux rejouies
Ce toit tranquille où picoraient des focs!
Σύντριψε αυτήν τη σκεφτική μορφή, κορμί μου!
Ρούφηξε, στέρνο μου, την γέννηση του ανέμου!
Μια δροσιά από τη θάλασσαν αναδοσμένη,
μου ξαναδίδει την ψυχήν… Ω δύναμη άρμης!
Για ν’ αναβρύσω ζωντανός, στο κύμα ας τρέξω!.
Γιάννης Σταύρου, Εκδρομή, λάδι σε καμβά.
Πωλ Βαλερύ
Το θαλασσινό κοιμητήρι
‘‘Μη, φίλα ψυχά, βίον αθάνατον σπεύδε,
τάν δ’ έμπρακτον άντλει μαχανάν’’. Πίνδαρος
Η ήρεμη στέγη, όπου βαδίζουν περιστέρια,
πάλλεται ανάμεσα στα πεύκα και στους τάφους·
με φωτιές εκεί η δίκαιη Μεσημβρία συνθέτει
την θάλασσα, την θάλασσα, απ’ την αρχή πάντα!
Ω ανταμοιβή μετά απ’ τον στοχασμόν, όσο ένα
βλέμμα μακρύ στων θεών απάνω τη γαλήνη!
Ποιο, από αστραπές λεπτές, αγνό έργον αναλίσκει
αφρού ανεπαίσθητου τόσα πολλά διαμάντια,
και τι γαλήνη μοιάζει εδώ να εγκυμονείται!
Όταν πάνω στην άβυσσο ηρεμεί ένας ήλιος,
καθάρια εργόχειρα μιας αιώνιας συμφωνίας,
μαρμαίρει ο Χρόνος κι είναι τ’ Όνειρο επιστήμη.
Στέρεο ταμείον, λιτός ναός στην Αθηνά,
όγκος γαλήνης, θέασης άφθονη προμήθεια,
νερό αυστηρό, Μάτι που μέσα σου φυλάττεις,
κάτω από πέπλο φλόγινο, τόσον πολύ ύπνον,
ω σιωπή μου! Οικοδόμημα στην ψυχή μέσα,
χρυσή χιλιοκεράμιδη στέγη όμως, Στέγη!
Του χρόνου ναέ, συνοψισμένε σ’ έναν στόνο,
στο αγνό ύφος ανεβαίνω αυτό και συνηθίζω,
απ’ το θαλάσσιο βλέμμα μου τριγυρισμένος·
και σαν μεγίστη προσφορά μου προς τους Θεούς
το σπινθηροβόλημα σπείρει το γαλήνιο
μιαν απεριόριστη έπαρσην απάνω στο ύψος.
Όπως μέσα σ’ απόλαυσην ο καρπός λυώνει,
όπως την απουσία του μ’ ηδονήν αλλάζει
μες σ’ ένα στόμα όπου το σχήμα του πεθαίνει,
έτσι γεύομαι εδώ τον μέλλοντα καπνό μου,
κι ο ουρανός στην ψυχή που αναλίσκεται μέλπει
για τις βρυχώμενες ακτές που ολοένα αλλάζουν.
Ωραίε ουρανέ, αληθή ουρανέ, δες με που αλλάζω!
Μετά από τόσην έπαρση, μετά από τόσην
αλλόκοτη, μα δύναμη γεμάτην, οκνηρία,
αφήνομαι στο διάστημα αυτό το μαρμαίρον,
πάνω απ’ τα σπίτια των νεκρών διαβαίνει η σκιά μου
που με την εύθραυστή της κίνηση μ’ οικειώνει.
Με ψυχή στους πυρσούς του ηλιοστάσιου εκθεμένη,
σ’ υπερασπίζομαι, θαυμάσια δικαιοσύνη
του φωτός, που ανοικτίρμονα είναι τ’ άρματά σου!
Στην πρώτη σου τη θέση αγνή σ’ επαναφέρω:
κοιτάξου!…Αλλά το φως να επαναφερθεί πίσω
σημαίνει ένα μισό σκοτεινιασμένο από ίσκιο.
Ω για μέ μόνο, σ’ εμέ μόνο, εμέ τον ίδιο,
κοντά σε μια καρδιά, το ποίημα όπου πηγάζει,
μεταξύ του κενού και του αγνού γεγονότος,
την ηχώ ακούω του εσώτερού μου μεγαλείου,
δεξαμενή πικρή, ηχηρή και ζοφερή,
που ηχεί ένα, στην ψυχή, μελλούμενο πάντα, άδειο!
Ξέρεις, ψεύτικη αιχμάλωτη των φυλλωμάτων,
κόλπε που τα ισχνά κάγκελα αυτά τρως, τα μάτια
όταν σφαλώ, τυφλά απ’ τα μυστικά που βλέπουν,
ποιο σώμα στ’ οκνό τέλος του με παρασύρει,
ποιο μέτωπο σ’ αυτήν τη γη απ’ οστά το σύρει;
Μια σπίθα τους απόντες μου σκέφτεται εντός του.
Κλειστός, ιερός κι από μιαν άυλη φωτιάν όλος,
ένα γήινο κομμάτι στο φως προσφερμένο,
αγαπώ αυτόν τον τόπο, όπου δεσπόζουν λύχνοι,
πέτρας, χρυσού και σύσκιων δέντρων σύνθεση, όπου
πάνω σε πλήθος σκιές, μαρμάρου πλήθος τρέμει·
στους τάφους μου πλάι η θάλασσα πιστή κοιμάται!
Λάμπουσα σκύλλα, διώξε τον ειδωλολάτρη!
Όταν, μονήρης, με χαμόγελο ποιμένος,
αρνιά βοσκίζω μυστηριώδη επί πολλή ώρα,
των ήρεμών μου τάφων το λευκό κοπάδι,
τα φρόνιμα από κει να διώχνεις περιστέρια,
τους περίεργους αγγέλους, τα όνειρα τα μάταια.
Αν έρθει εδώ, το μέλλον άνεργο θα μείνει.
Την ξηρασία το ξεκομμένο έντομο ξύνει·
όλα καήκαν, διαλύθηκαν κι ανεμοπήγαν
μήτε ξέρω κι εγώ σε ποια αυστηρήν ουσία…
Η ζωή φαρδαίνει από της απουσίας τη μέθη,
κι είναι η πικρία γλυκιά, το πνεύμα είναι καθάριο.
Οι κρυμμένοι νεκροί, καλά ’ναι στη γη τούτη,
τους ζεσταίνει και το μυστήριο τους ξεραίνει.
Ψηλά και δίχως κίνηση το Μεσημέρι!
Σκέφτεται ενδόμυχα κι αυτοσυνεννογιέται…
Πλήρες κεφάλι, εντελές διάδημα που φέρεις,
η μυστική μεταλλαγή μέσα σου εγώ ’μαι.
Τους φόβους για να συγκρατείς εμέ ’χεις μόνο!
Οι αμφιβολίες μου, οι μεταμέλειές μου κι οι πιέσεις
το ελάττωμα είναι του μεγάλου διαμαντιού σου…
Μα στην κατάφορτη, απ’ τα μάρμαρά τους, νύχτα,
ένας αόριστος λαός στις ρίζες των δέντρων
κιόλας αγάλι-αγάλι εστράφη προς εσένα.
Έχουνε διαλυθεί σε μια πυκνή απουσία,
το κοκκινόχωμα το λευκόν είδος ήπιε,
μες στα λουλούδια πέρασε της ζωής το δώρο!
Τι εγίναν των νεκρών οι γνώριμες οι φράσεις,
οι ασύγκριτες ψυχές, η προσωπική τέχνη;
Εκεί που δάκρυα πλάθονταν, η νύμφη κλώθει.
Τα τσιριχτά των κοριτσιών, σα γαργαλούνται,
τα βλέφαρα τα υγρά, τα μάτια και τα δόντια,
το στήθος τ’ όμορφο, με τη φωτιά που παίζει,
το αίμα στα προσφερόμενα χείλη που λάμπει,
τα ύστερα δώρα, δάχτυλα που τα φυλάνε,
στη γη όλα πάνε κι επιστρέφουν στο παιγνίδι!
Κι εσύ, ψυχή μεγάλη, σ’ όνειρον ελπίζεις,
που τις απατηλές χροιές τούτες, που, σε μάτια
σάρκινα, έχουν χρυσός και κύμα, πια θα ’χει;
Θα τραγουδάς κι όταν ατμός θα ’χεις πια γίνει;
Αχ, όλα παν! Είναι πορώδης η ύπαρξή μου,
κι η άγια μου ανυπομονησία, κι αυτή πεθαίνει!
Κάτισχνη αθανασία κι επίχρυση και μαύρη,
φριχτά δαφνοστεφάνωτη παρηγορήτρα,
που στέρνο μητρικό τον θάνατο εμφανίζεις,
τον δόλο ευλαβικό και την απάτη ωραία!
Ποιος δεν τα ξέρει τάχα και ποιος δεν τ’ αρνιέται,
το άδειο τούτο κρανίο κι αυτό το αιώνιο γέλιο!
Βαθιοί πατέρες, ακατοίκητα κεφάλια,
που κάτω απ’ των φτυαρισματιών το τόσο βάρος
η γη είστε και μπερδεύετε τα βήματά μας,
ο αληθής σάραξ, το αναπάρνητο σκουλήκι,
για σας, κάτω απ’ την πλάκα που κοιμόσαστε, όχι
δεν είναι, από ζωή ζει, και δε μ’ εγκαταλείπει!
Αγάπη μήπως, είτε μίσος του εαυτού μου;
Το μυστικό του δόντι τόσο είναι κοντά μου
που όλα τα ονόματα μπορούν να του ταιριάζουν!
Αδιάφορο! Θωρεί, ρεμβάζει, θέλει, αγγίζει!
Τη σάρκα μου αγαπά κι ως στη στρωμνή μου απάνω,
ζω στον ζωντανό τούτον για ν’ ανήκω μόνο!
Ω Ζήνων! Σκληρέ Ζήνων! Ζήνωνα Ελεάτη!
Μ’ έχεις μ’ αυτό το φτερωτό βέλος τρυπήσει
που δονείται, πετά, και δεν πετά καθόλου!
Ο ήχος του με γεννά και το ίδιο με σκοτώνει!
Ο ήλιος!…Τι σκιά χελώνης για την ψυχήν, ο ήλιος,
ακίνητε Αχιλλέα με το μεγάλο βήμα!
Όχι, όχι!… Ορθός! Μες στον αδιάκοπον αιώνα!
Σύντριψε αυτήν τη σκεφτική μορφή, κορμί μου!
Ρούφηξε, στέρνο μου, την γέννηση του ανέμου!
Μια δροσιά από τη θάλασσαν αναδοσμένη,
μου ξαναδίδει την ψυχήν… Ω δύναμη άρμης!
Για ν’ αναβρύσω ζωντανός, στο κύμα ας τρέξω!
Ναι! Προικισμένε με μανίες μεγάλε πόντε,
δέρμα του πάνθηρα και διάτρητη χλαμύδα
με χίλιες κι άλλες χίλιες του ήλιου εξεικονίσεις,
έξαλλη απ’ τη γλαυκή σου σάρκα, απόλυτη ύδρα,
που η μαρμαίρουσα ουρά σου σε ξαναδαγκώνει,
μες σε μια ταραχή που με τη σιωπή μοιάζει,
σηκώθηκε ο άνεμος!… Τη ζωήν ας δοκιμάσω!
Το άπειρο αγέρι το βιβλίο μου ανοιγοκλείνει,
τολμά το κύμα κονιορτός από τα βράχια
ν’ αναβρύζει! Πετάξετε, έκθαμβες σελίδες!
Κύματα, μ’ εύθυμα νερά αυτήν τη γαλήνια
στέγη, όπου φλόκοι τρώγανε, συντρίψετέ την!
(Μετ. Άρης Δικταίος)
Paul Valéry
Le cimetière marin
Ce toit tranquille, où marchent des colombes,
Entre les pins palpite, entre les tombes;
Midi le juste y compose de feux
La mer, la mer, toujours recommencee
O récompense après une pensée
Qu'un long regard sur le calme des dieux!
Quel pur travail de fins éclairs consume
Maint diamant d'imperceptible écume,
Et quelle paix semble se concevoir!
Quand sur l'abîme un soleil se repose,
Ouvrages purs d'une éternelle cause,
Le temps scintille et le songe est savoir.
Stable trésor, temple simple à Minerve,
Masse de calme, et visible réserve,
Eau sourcilleuse, Oeil qui gardes en toi
Tant de sommeil sous une voile de flamme,
O mon silence! . . . Édifice dans l'ame,
Mais comble d'or aux mille tuiles, Toit!
Temple du Temps, qu'un seul soupir résume,
À ce point pur je monte et m'accoutume,
Tout entouré de mon regard marin;
Et comme aux dieux mon offrande suprême,
La scintillation sereine sème
Sur l'altitude un dédain souverain.
Comme le fruit se fond en jouissance,
Comme en délice il change son absence
Dans une bouche où sa forme se meurt,
Je hume ici ma future fumée,
Et le ciel chante à l'âme consumée
Le changement des rives en rumeur.
Beau ciel, vrai ciel, regarde-moi qui change!
Après tant d'orgueil, après tant d'étrange
Oisiveté, mais pleine de pouvoir,
Je m'abandonne à ce brillant espace,
Sur les maisons des morts mon ombre passe
Qui m'apprivoise à son frêle mouvoir.
L'âme exposée aux torches du solstice,
Je te soutiens, admirable justice
De la lumière aux armes sans pitié!
Je te tends pure à ta place première,
Regarde-toi! . . . Mais rendre la lumière
Suppose d'ombre une morne moitié.
O pour moi seul, à moi seul, en moi-même,
Auprès d'un coeur, aux sources du poème,
Entre le vide et l'événement pur,
J'attends l'écho de ma grandeur interne,
Amère, sombre, et sonore citerne,
Sonnant dans l'âme un creux toujours futur!
Sais-tu, fausse captive des feuillages,
Golfe mangeur de ces maigres grillages,
Sur mes yeux clos, secrets éblouissants,
Quel corps me traîne à sa fin paresseuse,
Quel front l'attire à cette terre osseuse?
Une étincelle y pense à mes absents.
Fermé, sacré, plein d'un feu sans matière,
Fragment terrestre offert à la lumière,
Ce lieu me plaît, dominé de flambeaux,
Composé d'or, de pierre et d'arbres sombres,
Où tant de marbre est tremblant sur tant d'ombres;
La mer fidèle y dort sur mes tombeaux!
Chienne splendide, écarte l'idolâtre!
Quand solitaire au sourire de pâtre,
Je pais longtemps, moutons mystérieux,
Le blanc troupeau de mes tranquilles tombes,
Éloignes-en les prudentes colombes,
Les songes vains, les anges curieux!
Ici venu, l'avenir est paresse.
L'insecte net gratte la sécheresse;
Tout est brûlé, défait, reçu dans l'air
A je ne sais quelle sévère essence . . .
La vie est vaste, étant ivre d'absence,
Et l'amertume est douce, et l'esprit clair.
Les morts cachés sont bien dans cette terre
Qui les réchauffe et sèche leur mystère.
Midi là-haut, Midi sans mouvement
En soi se pense et convient à soi-même
Tête complète et parfait diadème,
Je suis en toi le secret changement.
Tu n'as que moi pour contenir tes craintes!
Mes repentirs, mes doutes, mes contraintes
Sont le défaut de ton grand diamant! . . .
Mais dans leur nuit toute lourde de marbres,
Un peuple vague aux racines des arbres
A pris déjà ton parti lentement.
Ils ont fondu dans une absence épaisse,
L'argile rouge a bu la blanche espèce,
Le don de vivre a passé dans les fleurs!
Où sont des morts les phrases familières,
L'art personnel, les âmes singulières?
La larve file où se formaient les pleurs.
Les cris aigus des filles chatouillées,
Les yeux, les dents, les paupières mouillées,
Le sein charmant qui joue avec le feu,
Le sang qui brille aux lèvres qui se rendent,
Les derniers dons, les doigts qui les défendent,
Tout va sous terre et rentre dans le jeu!
Et vous, grande âme, espérez-vous un songe
Qui n'aura plus ces couleurs de mensonge
Qu'aux yeux de chair l'onde et l'or font ici?
Chanterez-vous quand serez vaporeuse?
Allez! Tout fuit! Ma présence est poreuse,
La sainte impatience meurt aussi!
Maigre immortalité noire et dorée,
Consolatrice affreusement laurée,
Qui de la mort fais un sein maternel,
Le beau mensonge et la pieuse ruse!
Qui ne connaît, et qui ne les refuse,
Ce crâne vide et ce rire éternel!
Pères profonds, têtes inhabitées,
Qui sous le poids de tant de pelletées,
Êtes la terre et confondez nos pas,
Le vrai rongeur, le ver irréfutable
N'est point pour vous qui dormez sous la table,
Il vit de vie, il ne me quitte pas!
Amour, peut-être, ou de moi-même haine?
Sa dent secrète est de moi si prochaine
Que tous les noms lui peuvent convenir!
Qu'importe! Il voit, il veut, il songe, il touche!
Ma chair lui plaît, et jusque sur ma couche,
À ce vivant je vis d'appartenir!
Zénon! Cruel Zénon! Zénon d'Êlée!
M'as-tu percé de cette flèche ailée
Qui vibre, vole, et qui ne vole pas!
Le son m'enfante et la flèche me tue!
Ah! le soleil . . . Quelle ombre de tortue
Pour l'âme, Achille immobile à grands pas!
Non, non! . . . Debout! Dans l'ère successive!
Brisez, mon corps, cette forme pensive!
Buvez, mon sein, la naissance du vent!
Une fraîcheur, de la mer exhalée,
Me rend mon âme . . . O puissance salée!
Courons à l'onde en rejaillir vivant.
Oui! grande mer de delires douée,
Peau de panthère et chlamyde trouée,
De mille et mille idoles du soleil,
Hydre absolue, ivre de ta chair bleue,
Qui te remords l'étincelante queue
Dans un tumulte au silence pareil
Le vent se lève! . . . il faut tenter de vivre!
L'air immense ouvre et referme mon livre,
La vague en poudre ose jaillir des rocs!
Envolez-vous, pages tout éblouies!
Rompez, vagues! Rompez d'eaux rejouies
Ce toit tranquille où picoraient des focs!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)