t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Άλλοι σπέρνανε κι άλλοι θερίζουνε - Καλή Χρονιά!

―Αν δεν ηρχόμουν εγώ απ' την Αμέρικα, έλεγε μέσα του, και δεν έφερνα αυτούς τους παράδες, ολ' αυτὰ θα έλειπαν… Γάμος μπορούσε να γίνη, αλλά θα ήτον πολύ πτωχικώτερος… και τέτοιος χορός δεν θα εγίνετο.
Κ' εκείνην την στιγμήν ησθάνθη την ανάγκην να θωπεύση με τας χείράς του το χρηματοφυλάκιον, το οποίον είχεν υπό τον προσκεφάλαιόν του. Από τριών ή τεσσάρων ημερών δεν είχε σηκώσει το προσκέφαλον να το ίδη...
...Το πορτοφόλιον έλειπε...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Κόκκινα καράβια, λάδι σε καμβά

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Η τύχη απ' την Αμέρικα

Τὴν πτωχὴν τὴν Ἀσημίναν, σύζυγον τοῦ βαρελᾶ τοῦ χωρίου, ὅλαι αἱ συγγενεῖς της τὴν ἐλυποῦντο καὶ τὴν ἐκαίοντο, πῶς θὰ κατώρθωνε ν᾽ ἀποκαταστήσῃ καὶ νὰ ὑπανδρεύσῃ τὰς τέσσαρας κόρας, τὰς ὁποίας τῆς ἔδωκεν ὁ Θεός, ὕστερον ἀπὸ δύο υἱούς, τοὺς ὁποίους τῆς εἶχε χαρίσει, καὶ ἀφοῦ τὰ ἓξ αὐτὰ τέκνα μὲ κόπον καὶ μὲ πολὺν καημὸν τὰ εἶχεν ἀναθρέψει. Τὸ ἐπάγγελμα τοῦ συζύγου της εἶχε, κυρίως εἰπεῖν, μόνον δύο μῆνας γονίμους δι᾽ ὅλου τοῦ ἔτους, ὅλον δὲ τὸν ἄλλον καιρὸν ἦτον ἀπραξία, μὲ ὀλίγες κουτσοδουλειὲς καὶ «μερεμέτια». Καὶ πάλιν οἱ δύο ἐκεῖνοι μῆνες ἔφεραν περισσότερα παράπονα καὶ δυσαρεσκείας, παρὰ κέρδη καὶ εἰσπράξεις.
Καθ᾽ ὅλον τὸν Αὔγουστον καὶ τὸν Σεπτέμβριον, εἰς τὴν ἐποχὴν τοῦ τρύγου τῶν πρωίμων καὶ τῶν ὀψίμων, μοσχάτων καὶ μαύρων, ἔτρεχον ὅλοι καὶ ὅλαι μαζί, οἱ ἀμπελοκτήμονες, εἰς τοῦ μαστρο-Στεφανῆ, φέροντες κυλιστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τὶς κάδες καὶ τὰ βυτία των καὶ τὰ βαρέλια των διὰ νὰ τοὺς τὰ διορθώσῃ. Ὁ μαστρο-Στεφανής, ἀγαπῶν τ᾽ ἀστεῖα, συνήθιζε νὰ λέγῃ:
― Μὰ ὅλοι μαζί, Χριστιανοί μου;… Τὰ ἴδια ποὺ παθαίνει ὁ παπα-Μακάριος, ὁ πνεματικός, τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τὴ Μεγάλη Βδομάδα… Ὁλωνῶν τὰ κρίματα προφταίνει ἕνας παπάς, ὅσο κι ἂν πιάν᾽ ἡ εὐκή του, νὰ τὰ σχωρέσῃ μονοκοπανιά;… Τί νὰ κάμῃ κ᾽ ἐκεῖνος, τολοιπόν;… «Βαφτίζω καὶ μυρώνω…»
Τῷ ὄντι, πῶς θὰ ἠδύνατο ποτὲ ὁ μαστρο-Στεφανὴς νὰ τοὺς εὐχαριστήσῃ ὅλους, τόσους πελάτας διὰ μιᾶς; Ὅσον καλὴν θέλησιν καὶ ἂν εἶχεν, ἀδύνατον. Σπεύδων νὰ εὐχαριστήσῃ τοὺς πάντας, σχεδὸν κανένα δὲν εὐχαρίστει. Κ᾽ ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων τὰ ἀγγεῖα πρῶτα ἐπεσκεύαζε, κ᾽ ἐκεῖνοι ἔφευγον δυσηρεστημένοι, ἰσχυριζόμενοι ὅτι «ἀπ᾽ τὴ βιά του, δὲν τοὺς ἔκαμε παστρικὴ δουλειά». Κ᾽ ἐκεῖνοι, ὅσων τὰ βαρέλια τελευταῖα ἔμενον, ἀκόμη πικρότερον ἐγόγγυζον, ἐπειδὴ ἔμενε πίσω ἡ δουλειά τους. Ἕκαστος εἶχε τὸ παράπονόν του. Αἱ χῆραι γερόντισσαι ἔλεγον:
― Ἄ! γιατὶ ἡμεῖς εἴμαστε γυναῖκες ἔρημες, καὶ δὲν ἔχουμε κανένα νὰ μᾶς βοηθήσῃ μᾶς παραβλέπουνε. Ἡμεῖς δὲν ἔχουμε ψυχή;…
Καὶ μερικοὶ ἄνδρες ἔλεγον:
― Ἄ! νὰ εἶναι καμμιὰ ὄμορφη, νὰ γυαλίζῃ, ἔχει χατίρι… Τὸ ξέρω κ᾽ ἐγώ.
Οἱ γείτονες ἔλεγον:
―Ἡμᾶς ποὺ ἔχουμε ὅλον τὸ χρόνο τὸ μπελά σου, καὶ τὸ φοβερὸ σαμαντά σου, μᾶς ἀφήνεις τὰ βαρέλια ἄφτιαστα. Ἡμεῖς δὲν ἔχουμε στὸν ἥλιο μοῖρα… Σὲ ἄλλους κάνεις τὰ χατίρια.
Καὶ οἱ μακρόθεν ἐρχόμενοι ἔλεγον:
―Ἡμᾶς ποὺ εἴμαστε ἀπ᾽ τὸν ἄλλο μαχαλά, ποὺ κάνουμε τόσον κόπο νὰ σοῦ κουβαλοῦμε τὰ βαρέλια ἀπ᾽ τὴν ἄλλην ἄκρη, μᾶς ἀφήνεις στὰ κρύα… Ἡμᾶς οἱ δεκάρες μας δὲν ἔχουν νούμερο…
Τέλος τῶν πλείστων τὰ ἀγγεῖα ἐπεσκευάζοντο, ὀλίγοι τινὲς ἀνυπόμονοι τ᾽ ἀπέσυρον πρὸ τῆς ὥρας, ἀδιόρθωτα, καὶ μερικοὶ ἐπολεμοῦσαν μόνοι τους νὰ τὰ διορθώσουν. Κ᾽ ἐνῷ εἷς μόνον βαρελὰς ἐβασίλευεν εἰς τὴν πολίχνην, ἐκ πολλῶν χρόνων, κανεὶς δὲν ἀπεφάσιζε νὰ μάθῃ τὴν τέχνην. Μόνον εἷς γηραιὸς ἄνθρωπος, ἑξηντάρης, ὁ μπαρμπα-Δημητρὸς ὁ Τσουμπός, παρουσιάσθη ζητῶν νὰ τὴν μάθῃ. Ἀλλ᾽ ἦτο τόσον ὀκνὸς καὶ τόσον κοιμισμένος, ἀπ᾽ τὰ νιᾶτά του ἀκόμη, ὥστε, καὶ ἂν κατώρθωνε νὰ μάθῃ τι, θὰ τὸ ἐλησμόνει πρὶν τὸ μάθῃ, ὅπως λέγει ὁ ἀρχαῖος κωμικός.
Ἦτο δὲ τόσον πολυάσχολος κατὰ τοὺς δύο μῆνας τοῦ φθινοπώρου ὁ μαστρο-Στεφανής, ὥστε ἀπὸ βαθείας πρωίας μέχρι νυκτὸς δὲν εὐκαίρει νὰ λείψῃ οὐδὲ στιγμὴν ἀπὸ τὸ ἐργαστήρι του καὶ ἀπὸ τὸ «τσαρδί» του, τὸ ἐκ ξύλων καὶ κλάδων παράπηγμα, τὸ ὁποῖον εἶχε κατασκευάσει ἰδιοχείρως κατέμπροσθεν τῆς θύρας τοῦ ἐργαστηρίου. Μόνον εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἐπήγαινε τὴν Κυριακὴν πρωί, καὶ μόνον πρὸ τῆς θύρας τοῦ μικροῦ καφενείου τοῦ Γιάννη τοῦ Βλάχου βιαστικὰ ἐπερνοῦσε, ἱστάμενος δὲ τότε ἐπὶ στιγμήν, ἐφώναζε τὸν Ἀντώνην, τὸν υἱὸν τοῦ καφετζῆ:
― Πάτερ Ἀβραάμ!… πέμψον Λάζαρον!…
Τὸ «πέμψον Λάζαρον» ἐσήμαινε νὰ τὸν δροσίσῃ μ᾽ ἕνα ποτηράκι ρακί, τὸ θέρος, ἢ ρώμι, τὸν χειμῶνα, τὸ ὁποῖον εἶχε κανονισμένον. Ἓν καὶ μόνον τὴν ἡμέραν ἔπινε.
Ὅταν ἔγινε δώδεκα χρόνων ὁ Στάθης, ὁ πρωτότοκος, ὁ πατήρ του τὸν ἀπέσυρεν ἀπὸ τὸ σχολεῖον, διὰ νὰ μάθῃ τὴν πατρῴαν τέχνην. Πλὴν μόλις ἔμαθε κάτι τι ὁ Στάθης, καὶ τοῦ ἦλθεν ἔρως νὰ μπαρκάρῃ μὲ τὰ καράβια, νὰ γίνῃ ναυτικός. Τρία ἔτη ὕστερον, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν αὐτὴν ὡς ἀνωτέρω ἡλικίαν ὁ Θανασάκης, ὁ δεύτερος υἱός, τότε τὸν ἐσχόλασε καὶ αὐτὸν ἀπὸ τὰ γράμματα, καὶ τὸν «ἔστρωσε» στὴν τέχνην. Ἀλλ᾽ οὗτος δὲν εἶχεν ὑπομονὴν οὔτε τὰ στοιχεῖα τῆς τέχνης νὰ μάθῃ. Ὅταν ἔγινε δεκατριῶν ἐτῶν, ἐπήγαινε καθημερινῶς μὲ τὶς βάρκες, εἰς τοὺς ναύλους καὶ τὸ ὀψάρευμα, καὶ ὅταν ἔγινε δεκατεσσάρων ἐτῶν, ἐμβαρκάρισε μὲ μίαν σκούναν κ᾽ ἔφυγε.
Οἱ νησιῶταί μας δὲν ἐπέδιδον εἰς ἄλλο ἐπάγγελμα παρὰ τὸ ναυτικόν. Οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἔγινε ποτὲ ἔμπορος τῆς ξηρᾶς ἢ βιομήχανος ἢ χειρῶναξ. Καὶ τέχνην ἂν εἶχον διδαχθῆ, τὴν ἐγκατέλειπον χάριν τῆς ἀστάτου ἐρωμένης, τῆς θαλάσσης.
Ἐντοσούτῳ ὁ πρῶτος υἱὸς τοῦ μαστρο-Στεφανῆ δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ εἶναι καὶ ὀλίγον βαρελάς, ἂν καὶ τὸν περισσότερον καιρὸν ἐταξίδευε μὲ τὰ καράβια. Κατὰ Ἰούλιον ἢ Αὔγουστον ἤρχετο πάντοτε, κ᾽ ἔμενεν ἐπ᾽ ὀλίγους μῆνας βοηθῶν τὸν πατέρα του. Ἐμεγάλωσεν, ἐνυμφεύθη, κ᾽ ἔγινε καλὸς καὶ φρόνιμος ἄνθρωπος.
Ὁ δεύτερος υἱός, ἀφοῦ ἔκαμε πολλὰ ταξίδια, καὶ ἀφοῦ ἐπανῆλθε δὶς ἢ τρὶς μετὰ μακρὰς ἀπουσίας, ὅταν ἔγινε δεκαοκτὼ ἐτῶν, ἐμβαρκαρίσθη μὲ βαπόρια, κ᾽ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀμερικήν. Ἐκεῖθεν ἔγραψε δύο ἢ τρεῖς ἐπιστολὰς κατὰ μακρὰ διαλείμματα, ὑποσχόμενος ὅτι ἔμελλε ταχέως νὰ στείλῃ καὶ χρήματα· ἀλλὰ δὲν ἔστειλεν. Εἶτα ἔπαυσε νὰ γράφῃ, καὶ δὲν ἠκούετο πλέον.
Παρῆλθον δέκα ἔτη, καὶ δὲν ἔδωκε σημεῖα ὑπάρξεως. Μόνον δύο φορὰς ὁ μαστρο-Στεφανὴς ἔμαθεν ἐμμέσως ἐκ τρίτων, λεγόντων ὅτι ἤκουσαν ἄλλους οἵτινες τὸν εἶχον ἀνταμώσει, ὅτι εὑρίσκετο εἰς μίαν τῶν δημοκρατιῶν τῆς Νοτίου Ἀμερικῆς ― ὅπου φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε χρυσίον πολύ, ἀλλὰ καὶ κακαὶ νόσοι πλειότεραι καὶ διαφθορὰ καὶ κακουργία μεγίστη.
Κατὰ τοὺς πρώτους χρόνους τῆς ἀποδημίας τοῦ νέου, οἱ γείτονες καὶ οἱ φίλοι ἐπείραζον ἐνίοτε τὸν πατέρα του.
― Τώρα θὰ ἔχῃ βγάλει μουστάκια, ὁ Θανάσης, μαστρο-Στεφανή…
― Τί ἠθέλατε νὰ βγάλῃ… σπανάκια;
Ἄλλοι πάλιν ἔλεγον:
― Πῶς δὲν ἔστειλε τίποτε λίρες ἀκόμα, ὁ Θανάσης;
― Μὰ ἂς κιτρινίσουν πρῶτα οἱ λίρες… ἀκόμα δὲν ὡρίμασαν.
Σημειωτέον ὅτι «λύρες» ἐκαλοῦντο εἰς τὸν τόπον καὶ τὰ ὄψιμα κολοκύνθια, τὰ λαμβάνοντα τεραστίαν ἀνάπτυξιν.
Ἐντοσούτῳ, ἂν εἶχε μέσα του καημὸν ὁ μαστρο-Στεφανὴς διὰ τὸν ξενιτευμὸν τοῦ υἱοῦ ἐκείνου, αὐτὸς μόνος τὸ ἤξευρε. Εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους, καθ᾽ ὅσον ἐγήραζεν, εἶχεν ἀρχίσει νὰ ὑπερβαίνῃ τὸν κανονισμόν, καὶ δὶς ἢ τρὶς τῆς ἡμέρας ἵστατο ἔξω τῆς θύρας τοῦ καπηλείου τοῦ Γιάννη Βλάχου κ᾽ ἐφώναζε τὴν φράσιν τὴν συνθηματικήν:
―Ἐλέησόν με… καὶ πέμψον Λάζαρον!
Ἐν τῷ μεταξύ, αἱ τέσσαρες θυγατέρες ἐκεῖναι, διὰ τὴν τύχην τῶν ὁποίων ἀνησύχουν αἱ ἐξαδέλφαι τῆς Ἀσημίνας, ἔλαβον διαφόρους τύχας.
Ἡ δευτερότοκος αὐτῶν εἶχεν εὕρει τὴν τύχην της πρὸ τῆς πρωτοτόκου, ὅταν ἦτον μόνον ἑπταέτις καὶ πρὶν ἀπέλθῃ εἰς τὴν Ἀμερικὴν ὁ ἀδελφός της. Μίαν ἑσπέραν, ὅταν κατόπιν ραγδαίας συνεχοῦς βροχῆς εἶχον γεμίσει τὰ πηγάδια, οἱ λάκκοι, καὶ τὰ κοιλώματα, ἡ μικρὰ Ροδαυγή (οὕτω τὴν εἶχαν βαπτίσει) εὑρισκομένη εἰς τὴν αὐλὴν μεγάλης γειτονικῆς οἰκίας, εἶχε κύψει εἰς τὸ χεῖλος βαθέος φρέατος διὰ νὰ «καραβίσῃ» ἓν πτερὸν ὄρνιθος, θέλουσα νὰ μιμηθῇ τ᾽ ἀγόρια, τὰ ὁποῖα ἔβλεπε καθημερινῶς νὰ καραβίζουν εἰς τὸ γειτονικὸν ποτάμιον, τὸ σχηματιζόμενον εἰς τὸ κοῖλον κέντρον τῆς πολίχνης κατόπιν τῶν ὑετῶν. Ἡ παιδίσκη ἔκυψεν ὀλίγον τι βαθύτερα, ἐγλίστρησε, κ᾽ ἔπεσε κατὰ κεφαλῆς μέσα εἰς τὸ νερόν.
Ἡ κραυγή της ἐπνίγη, ἄνθρωπος δὲν ἔτυχε πλησίον ἐκεῖ νὰ τὴν ἴδῃ. Μάτην ἐδοκίμασε νὰ πιασθῇ ἀπὸ τὸ φρακτὸν στόμιον τοῦ πηγαδιοῦ. Ἐτάραξεν, ἔπλευσεν, ἐσπαρτάρησε. Μετ᾽ ὀλίγα λεπτὰ τὴν ἀνέσυραν νεκράν.
Δευτέρα εὗρε τὴν τύχην της ἡ πρωτότοκος, ἡ Ἑλένη, καὶ συγχρόνως μ᾽ αὐτὴν ἡ τριτότοκος, ἡ Μαργαρώ. Εὗρον αἱ δύο μίαν τύχην, ἀλλὰ διφορουμένην καὶ κάπως παράδοξον. Ἡ Ἑλένη εἶχεν ἀρραβωνιασθῆ τὸν Παναγὴ τὸν Νικούτσικον, λεπτουργὸν τὸ ἐπάγγελμα, τὸν ὁποῖον τῆς εἶχον ἐκλέξει αἱ ἐξαδέλφαι τῆς μητρός της, ὡς καλὸν νέον καὶ προκομμένον. Ἀλλ᾽ ὅταν, κατὰ τὸ ἔθος τοῦ τόπου ἐτελέσθησαν τὰ μβασίδια, καὶ εἰσήχθη διὰ πρώτην φορὰν ὁ γαμβρὸς εἰς τὸ σπίτι, ὁ νέος εἶδε τὴν ἀρραβωνιαστικὴν τὴν ὁποίαν τοῦ εἶχον προορίσει, εἶδε καὶ τὴν μικροτέραν ἀδελφήν της, τὴν Μαργαρώ. Ἡ καλύπτρα, φεῦ! πρὸ πολλοῦ εἶχε καταργηθῆ εἰς τὰ ἤθη μας.
Ὁ Παναγὴς δὲν ἠθέλησε τὴν Λείαν, τὴν Ἑλενιώ, ἀλλ᾽ ἠθέλησε τὴν Ραχήλ, τὴν Μαργαρώ. Τὴν ἄλλην ἡμέραν δὲν ἐδίστασε νὰ ἐκδηλώσῃ τὴν προτίμησίν του πρὸς τὴν πενθεράν του τὴν ἰδίαν. «Ἢ μοῦ δίνετε τὴν Μαργαρώ, εἶπεν, ἢ σᾶς στέλνω τὰ σημάδια πίσω».
Νὰ πετάξῃ ὁ γαμβρὸς τὰ «σημάδια», δηλ. τοὺς ἀρραβῶνας! κακὸν καὶ ψυχρὸν τὸ πρᾶγμα. Τί νὰ κάμῃ ἡ πτωχὴ ἡ Ἀσημίνα, τί νὰ κάμῃ κι ὁ μαστρο-Στεφανής, ὁ σύζυγός της. Μετὰ πολλοὺς δισταγμοὺς καὶ διαβούλια, ἀλλὰ καὶ ἔριδας μεταξὺ τοῦ παλαιοῦ ἀνδρογύνου, ἀφοῦ ἡ Ἀσημίνα ἤκουσε καὶ τὰς γνώμας τῶν ἐξαδέλφων της, ἠναγκάσθησαν νὰ ὑποκύψουν.
Ἡ Μαργαρώ, ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ γαμβρὸς τὴν προτιμᾷ, δὲν ὤκνησε νὰ εἴπῃ ὅτι κι αὐτὴ τὸν θέλει. Ἦτον, εἶναι ἀληθές, ἀνθηροτέρα καὶ χαριεστέρα τῆς ἀδελφῆς της, καὶ ἦτο μόλις δεκαοκταέτις. Ἡ Λενιώ, ἡ ἀτυχὴς παραγκωνισθεῖσα, τὸ ἐπῆρε κατάκαρδα. Ἐφαίνετο ὀλίγον ἀσχημούτσικη, καὶ ἦτον χλωμὴ καὶ κακοπλασμένη ἐξ ἀρχῆς. Εἴτε ἔπασχεν ἀρχῆθεν εἴτε ὄχι, τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἀπέθανε φθισική, ὀλίγον χρόνον ὕστερον, μετὰ δύο μῆνας ἀπὸ τὸν γάμον τῆς Μαργαρῶς!
Ἰδοὺ πῶς ἀθρόως καὶ χονδρικῶς, οὕτως εἰπεῖν, διεσκεδάζετο ἡ φιλόστοργος ἀνησυχία τῶν ἐξαδελφάδων τῆς Ἀσημίνας.
Ἔμεινε τώρα μία κόρη, ἡ Ἀφέντρα, ἡ τελευταία. Ἡ μήτηρ της τὴν εἶχε πλέον «χαδούλα καὶ χαδιάρα», καὶ αἱ ἐξαδέλφαι τῆς μητρός της δὲν ἀνησύχουν πολὺ δι᾽ αὐτήν. Ἡ Ἀσημίνα ἔτρεφε μητρικὴν φιλοδοξίαν, τὴν ὁποίαν ἠρέσκετο νὰ σχετίζῃ μὲ τὸν καημόν της διὰ τὴν ἀποδημίαν τοῦ υἱοῦ, κ᾽ ἔβλεπε ξυπνητὰ ὄνειρα ἐν σχέσει πρὸς τὴν μέλλουσαν λαμπρὰν καὶ ἔνδοξον ἐκ τῆς Ἀμερικῆς ἐπάνοδον ἐκείνου.
― Τῆς Ἀφέντρας μου ἡ τύχη, ἔλεγε, θά ᾽ρθῃ ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα.
Καὶ ἡ κόρη ἐμεγάλωνε μὲ τὴν ἰδέαν ταύτην. Ἀλλ᾽ ἐν τῷ μεταξὺ ἡ τύχη της ἐκινδύνευσε νὰ ἔλθῃ ἀπὸ πολὺ ἀπωτέρω, δηλαδὴ ἀπὸ τὰς ἰδίας περίπου σφαίρας, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει τῆς ἀτυχοῦς Ἑλένης ἡ τύχη καὶ τῆς μικρᾶς Ροδαυγῆς.
Μία ἐξαδέλφη τοῦ μαστρο-Στεφανῆ εἶχε συνδεθῆ διὰ τοῦ γάμου της μὲ μεγαλύτερον σόι. Ἐκαλεῖτο κοινῶς ἡ Ἐπαρχίνα. Ἦτον συνταξιοῦχος χήρα διοικητικοῦ ὑπαλλήλου πρὸ χρόνων ἀποθανόντος. Εἶχε ζήσει εἰς ἄλλας πόλεις τῆς Ἑλλάδος καὶ εἶχεν ἀποκτήσει ξενιζούσας ἕξεις καὶ κλίσεις. Μία τῶν ἰδιοτροπιῶν της, ἥτις ἐφάνη ἀλλόκοτος εἰς τὸ χωρίον, ὑπῆρξε τὸ νὰ παραγγείλῃ νὰ τῆς κατασκευάσουν ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ κοινοῦ κοιμητηρίου τὸν τάφον της κτιστόν, καὶ νὰ ἐπιγράψουν ἐπὶ πλακὸς τ᾽ ὄνομά της· «Ἐνθάδε κεῖται ἡ ἀείμνηστος Π. Χ., χήρα τοῦ ἀοιδίμου ἐπάρχου Σ. Χ.», πρὶν αὕτη ἀποθάνῃ ἀκόμη.
Τοῦτο τὸ εἶχον κάμει καὶ ἄλλοι τινὲς πρὸ αὐτῆς. Ἓν μάλιστα γεροντικὸν ἀνδρόγυνον εἶχε κτίσει διδύμους τάφους, ἀνοικτούς, χάσκοντας, μὲ τὰς ἐπιγραφὰς τῶν ὀνομάτων τῶν ζώντων ἀκόμη. Καὶ τὸ ἀνδρόγυνον εἶχε φθάσει εἰς βαθὺ γῆρας, 87 ἐτῶν ὁ σύζυγος, 84 ἡ συμβία, καὶ οἱ τάφοι ἔχασκον προκλητικῶς πρὸς τοὺς ἐπισκέπτας καὶ τὸ ἀνδρόγυνον δὲν ἀπέθνησκε. Τινὲς μάλιστα εἶπον ὅτι ἐπίτηδες εἶχον κτίσει οἱ δύο σύζυγοι τοὺς τάφους ἐκείνους τοὺς ἀνοικτούς, διὰ νὰ ξεγελάσουν τὸν θάνατον καὶ διὰ νὰ ἐξορκίσουν τὸν Χάρον…
Τούτους εἶχε μιμηθῆ καὶ ἡ χήρα Π. Χ. Καθὼς ἦτον ὁ τάφος νεόκτιστος, ἀσβεστωμένος, καὶ μὲ ὑγρὰν ἀκόμη κονίαν, μίαν ἑσπέραν θερινήν, ἡ συνταξιοῦχος γερόντισσα, συνοδευομένη ἀπὸ τὴν μικρὰν Ἀφέντραν, δευτέραν ἀνεψιάν της, δωδεκαετῆ τότε παιδίσκην, πρὸς ἣν ἐφαίνετο νὰ τρέφῃ στοργήν τινα, ἐνῷ ἐπέστρεφον ἀπὸ τὴν ἄμπελον, ὀλίγον μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, μὲ τὰ καλαθάκια των ἀπὸ τοὺς ἀγκῶνας κρεμάμενα, διῆλθον ἔξωθεν τοῦ νεκροταφείου. Εἰσῆλθον εἰς τὸν περίβολον διὰ νὰ ἴδῃ ἡ χήρα τὸν τάφον, καὶ δείξῃ τοῦτον, ὡς ἀξιοπερίεργόν τι, εἰς τὴν μικρὰν ἀνεψιάν της.
― Νά, Ἀφέντρα μου, κοίταξε ποῦ θὰ μὲ βάλουν!…
Ἡ κόρη ἐκοίταζε μὲ ἄκακον περιέργειαν καὶ ἀφοβίαν.
― Τί ὄμορφο ταφάκι ποὺ θά ᾽χῃς, θειά, εἶπε· μικρούτσικο, μικρούτσικο…
― Μοῦ πῆραν μέτρο, εἶπεν ἡ γραῖα, μὰ δὲν ξέρω ἂν θὰ μοῦ ᾽ρχεται ἴσα-ἴσα. Ἤθελα νὰ κατεβῶ μιὰ κάτω, νὰ ξαπλωθῶ, γιὰ νὰ δοκιμάσω… πρέπει να τεντωθῶ καλά…
Ἡ παιδίσκη ἀκουσίως ἐγέλασε.
― Ποῦ σ᾽ ἀφήνει, θειά, εἶπεν, ἡ καμπουρίτσα ποὺ ἔχεις, γιὰ νὰ ξαπλωθῇς, νὰ δοκιμάσῃς;..
Ἡ γραῖα ἐμόρφασε.
― Μπά! εἶπε, δὲν ἔχω καμπούρα, ποῦ τὴν ηὗρα τὴν καμπούρα;…
Κ᾽ ἔφερε τὴν χεῖρα ὀπίσω εἰς τὴν ράχιν της.
― Σὰν πεθάνουμε, ἐξηκολούθησε νὰ λέγῃ στρυφνῶς πως καὶ μετὰ πικρίας… τότε ἡ καμπούρα φεύγει ἀποπάνω μας, τότε ὅλα τὰ κορμιὰ ἰσάζουν… Κι ὅλοι μας γινόμαστε ἴσοι, ἴσοι κι ὅμοιοι, ἴσωμα, σὰν αὐτὸν τὸν κάμπο ποὺ θὰ πλαγιάσουμε ὅλοι μας, σὰν αὐτὸ τὸ χῶμα ποὺ θὰ μᾶς σκεπάσῃ.
Αἴφνης τῆς γραίας τῆς ἦλθε μία ἰδέα.
― Θέλεις, Ἀφέντρα μου, νὰ μβῇς ἐδῶ μέσα νὰ ξαπλωθῇς ὄμορφα-ὄμορφα, νὰ καμαρώνῃς, γιὰ νὰ ἰδῶ πῶς θὰ φαίνωμαι ὅταν μὲ βάλουν μέσα… ἴσα κοντεύουμε νὰ εἴμαστε στὸ μπόι, γιατὶ ἐσὺ ψηλώνεις γλήγορα… Νὰ τεντωθῇς ὀλίγο σύ, νὰ ξεδιπλωθῶ λίγο ἐγώ, ἴσα θὰ εἴμαστε, πάνω-κάτω.
Ἡ παιδίσκη μειδιῶσα, ἄκακα, ἄφοβα, ἄφησε τὸ καλαθάκι της καὶ κατέβη εἰς τὸν κενὸν λάκκον. Ἐκάθισε κάτω, περιμαζεύουσα τὰ κράσπεδα τοῦ φορέματός της, εἶτα ἐξηπλώθη, ἐσταύρωσε τὰ χεράκια της, ἔκλεισε τὰ ματάκια της, καὶ ἐκαμάρωνεν ὄμορφα-ὄμορφα, καθὼς ἔλεγεν ἡ γραῖα θεία της.
― Φτάνει τώρα, ἔκραξεν ἡ χήρα τοῦ ἐπάρχου· σήκω ἀπάνω, μὴ μᾶς ἰδοῦν, καὶ λένε, τί πάθανε αὐτές;… Τί ὄμορφα ποὺ κάνεις τὴν πεθαμένη!… Ἀνέβα γλήγορα, καὶ πᾶμε.
*
Ἡ Ἀφέντρα τὴν ἰδίαν ἑσπέραν διηγήθη τὸ πρᾶγμα εἰς δύο συνομήλικας φίλας της. Τούτων ἡ μία, μεγαλυτέρα κατὰ δύο ἔτη ἀπὸ τὴν Ἀφέντραν, ἔβαλε φωνὴν τρόμου, καὶ κατεφόβισε τὴν κορασίδα.
― Πὼ πώ! ἔκαμες τὴν πεθαμένη! καὶ τὸ λὲς κιόλα;
― Γιατί;
― Οἱ βρυκολάκοι θὰ σὲ κυνηγοῦν!… καὶ θὰ γυρεύουν νὰ σὲ πάρουν μαζί τους…
Τότε ἡ Ἀφέντρα ἐτρόμαξε. Τὴν νύκτα ἐπλάγιασε μὲ πονοκέφαλον. Τῆς ἦλθε πυρετός. Ἔβλεπεν ὅλην τὴν νύκτα νεκροὺς καὶ τάφους καὶ βρυκόλακας εἰς τὸν τεταραγμένον ὕπνον της. Ἡ ἰδία ἡ θεία της τῆς ἐφαίνετο ὅτι εἶχεν ἀποθάνει, ὅτι ἐβρυκολάκιασε κ᾽ ἐζητοῦσε νὰ τῆς πίῃ τὸ αἷμα. Ἐξύπνησε παγωμένη, καὶ τὴν κατέλαβε κάτι σπασμῶδες καὶ νευροπαθές.
Εἶχε πάρει «φρῖξιν»*, καθὼς ἔλεγεν ἡ μητέρα της. Τὴν ἑσπέραν προσεκλήθη εἷς ἱερεύς, καὶ ἤρχισε νὰ τῆς διαβάζῃ, ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς της, τὰ Τετραβάγγελα. Ἡ χήρα ἡ Ἐπαρχίνα κατεθλίβη κ᾽ ἐπροσπάθει μὲ κάθε τρόπον νὰ ἐγκαρδιώσῃ τὴν νέαν καὶ νὰ παρηγορήσῃ τὴν μητέρα, ἡ ὁποία ὅμως ἔκαμνε μορφασμοὺς δυσμενείας πρὸς τὴν ἀνδρεξαδέλφην της.
― Εἶδες τὴν Ἐπαρχίνα! ἔλεγε κατ᾽ ἰδίαν ἡ Ἀσημίνα ἡ πτωχή. Νὰ μοῦ τρελάνῃ τὸ κορίτσι, μιὰν ὥραν μιὰν ὡρίτσα! Τ᾽ ἤθελε νὰ τὴν πάῃ στὰ Μνημούρια, θὰ πῶ, τί ἤθελε; Καὶ τὴν ἔβαλε, λέει, νὰ πέσῃ μὲς στὸν τάφο ποὺ ἔχει χτίσει, γιὰ νὰ δοκιμάσῃ τὸ μπόι της!… Κορίτσι ἀπάρθενο, ἀγουρίδα, ἄκακο, μοῦστο* πράμα! Καὶ νὰ ξαπλωθῇ στὸν λάκκο μέσα, ἀκοῦς! Γιὰ νὰ σκιάξῃ, μαθές, τοὺς πεθαμένους… Γιὰ νὰ τὴν ἀφήσῃ ὁ Χάρος, γριά, κακόγρια, κακομαγειρεμένη, νὰ μὴν τὴν πάρῃ, καὶ σωθοῦν οἱ ἁμαρτίες της!… Καὶ τὴν ἔσπρωξε μέσα στὸν λάκκο, ἀκοῦς! Κ᾽ ἐσταύρωσε τὰ χέρια, κ᾽ ἐσφάλησε τὰ μάτια της, τ᾽ ἀκοῦς! Κ᾽ ἔκανε τὴν πεθαμένη, τ᾽ ἀκοῦς!… Ποιὸς ξέρει ἂν δὲν τῆς ἔρριξε καὶ χώματα ἀπάνω της;… κι ἂν δὲν τὴν ἐκακομελέτησε, τάχα; Καὶ τώρα ποὺ ἦρθε ἄτυχα τοῦ κοριτσιοῦ μου… Καὶ πῶς νὰ τό ᾽χω ἕνα παλαβό, ἕνα σκιασμένο, ἕνα φριμένο, Θέ μου!… Κορίτσι μυριάκριβο, ποὺ ἦταν σὰν τὸ κρύο νερό… Ποὺ μοῦ τὸ γύρευαν οἱ γαμβροὶ ἀπὸ τώρα… Κ᾽ ἐγὼ ἔλεγα, ἡ καημένη, νά ᾽ρθῃ ὁ Θανάσης ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα, νὰ μοῦ φέρῃ πολλὲς-πολλὲς λίρες, νὰ τὸ παντρέψω, νὰ τὸ νοικοκυρέψω, νὰ εὐφρανθῶ, νὰ χαρῶ!… καὶ τώρα ἡ Ἐπαρχίνα μοῦ τὸ βόλεψε καλά!… Ἀπ᾽ τὸ Θεὸ ἂς τό ᾽βρῃ!
Ἀφοῦ ὁ ἱερεὺς ἐπέρανεν ἀναγινώσκων ὅλα τὰ Τετραβάγγελα, ὑπεράνω τῆς κορυφῆς της, ἡ Ἀφέντρα ἔδειξε σημεῖα βελτιώσεως. Μετὰ τρεῖς ἑβδομάδας, αἱ πένθιμοι εἰκόνες ἐξηλείφοντο μικρὸν κατὰ μικρὸν ἀπὸ τὸν νοῦν της. Ἡ μητέρα ἐπροσπάθει νὰ τὴν κάμῃ νὰ φαιδρυνθῇ.
― Δὲν ἔχεις τίποτε, Ἀφέντρα μου· τώρα εἶσαι καλά… Καὶ ποῦ νά ᾽ρθῃ ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα ὁ Θανάσης μας!… νὰ σοῦ φέρῃ ὅλα τὰ καλούδια… καὶ θὰ φέρῃ λίρες, λίρες μὲ-τὴν-οὐρά… νὰ σὲ στολίσω, νὰ σὲ κάμω νύφη… Ἑκατὸ λίρες θὰ βάλω κολλαΐνα πάνω στὰ στήθια σου, στὸ γάμο, ποὺ θὰ φορῇς τὸ στεφάνι… νὰ καμαρώνῃς, νὰ σὲ ζηλεύουν ὅλοι!
Κατ᾽ ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἔφθασεν ἐπιστολὴ ἐξ Ἀμερικῆς. Ὁ Θανάσης ἔγραφεν ὅτι εἶναι καλά, καὶ ὅτι ὀλίγον ἀκόμα θ᾽ ἀργήσῃ νὰ ἔλθῃ διὰ νὰ φέρῃ πολλὲς λίρες.
Παρῆλθον χρόνοι. Ὁ Θανάσης ἔλειπεν ἤδη δεκαεπτὰ ἔτη εἰς τὴν Ἀμερικήν, καὶ θὰ ἦτον πλέον ἢ 35 ἐτῶν ἤδη. Ἡ ἀδελφή του εἶχεν ὑπερβῆ τὸ εἰκοστόν. Καὶ τέλος δὲν εἶχε μεγαλώσει πολύ, καὶ ἡ μήτηρ της ἔτρεφε πεποίθησιν ὅτι δὲν θὰ ἐβράδυνε πολὺ ἡ τύχη τῆς κόρης νὰ ἔλθῃ. Μόνον ἂν συνέβαινε ποτὲ νὰ πειραχθῇ μὲ καμμίαν συνομήλικα ἡ Ἀφέντρα, ἔμενεν ἡ παλαιὰ ἠχώ, ἥτις κάμνει ὅλους καὶ ὅλας νὰ φέρουν εἰς ὅλην τὴν ζωήν των ἓν παρεγκώμιον, εἰς τοὺς μικροὺς τόπους, ὅπου οὐδὲν κρύπτεται οὐδενὸς καὶ ὅπου ἡ μετάβασις ἀπὸ τῆς φιλίας εἰς τὴν ἔχθραν εἶναι τόσον εὔκολος καὶ ταχεῖα.
Καὶ τότε ἡ παλαιὰ ἠχώ, διὰ στόματος τῆς φίλης τῆς χθές, τῆς ἐχθρᾶς τῆς σήμερον, ἐπανέλεγε:
«Παλαβή!… σκιασμένη!… φριμένη… ποὺ τὴν πιάνει!…» Καὶ τοῦτο θὰ ἔφθανεν ἀκόμη καὶ εἰς τὰ ὦτα παντὸς ὑποψηφίου μνηστῆρος… Πλήν, ἂν ἤρχετο ὁ Θανάσης ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν, κ᾽ ἔφερνε τόσον χρυσίον, ὅσον ὠνειροπόλει ἡ μήτηρ, τὸ προηγούμενον ἐκεῖνο θὰ ἦτο πολὺ μικρὸν ἐμπόδιον διὰ τοὺς ἐπιδόξους γαμβρούς.
Τέλος, μίαν πρωίαν, ἦλθε γράμμα, μὲ μέγαν χρωματιστὸν φάκελον, μὲ πολλὰς σφραγῖδας καὶ γραμματόσημα ὄχι ὀλίγα.
― Καλῶς τὰ ᾽δέχτης, καλῶς τὰ ᾽δέχτης, γειτόνισσα.
― Καλῶς τὰ ᾽δέχτης, ἐξαδέρφη!
― Φχαριστῶ, καλὸ νά ᾽χετε.
Ἡ Ἀσημίνα εἶχε μεγάλες χαρές, ὁμοίως καὶ ἡ Ἀφέντρα, ἡ κόρη της. Τὸ γράμμα ἐκεῖνο ἐφάνη εἰς τὴν νέαν ὅτι περιέκλειε πράγματι τὴν τύχην της, τὴν ὁποίαν ἀπὸ τόσον χρόνον ἐπερίμενε πότε νὰ ἔλθῃ.
―Ἔλα νὰ μᾶς ξαναγλώσῃς τὸ γράμμα, παπά!
Ὁ παπάς, ὁ γείτων, ἀνέβη στὸ σπίτι τοῦ μαστρο-Στεφανῆ, καὶ «ξανάγλωσε» τὸ γράμμα.
Ἡ ἐπιστολὴ ἦτον πράγματι ἀπὸ τὸν Θανάσην, κ᾽ ἔγραφεν ὅτι μετὰ ἕνα μῆνα ἔρχεται. Εἶχε πάθει ὀλίγον τὴν ὑγείαν, ἔγραφε, κ᾽ ἔχει πεποίθησιν ὅτι τὸ ἀέρι τῆς πατρίδος θὰ τὸν κάμῃ καλά. Θὰ ἔφερε μαζί του καὶ ὅλας τὰς μικρὰς οἰκονομίας του.
Δὲν ἐκιτρίνισαν μόνες οἱ λίρες τόσα χρόνια, εἰς τὰ κλίματα τῆς Νοτίου Ἀμερικῆς, ὅπως ἔλεγεν ἄλλοτε ὁ μαστρο-Στεφανὴς· ἐκιτρίνισε κι ὁ ἴδιος ὁ Θανάσης, ὁ υἱός του. Κατὰ Μάρτιον μῆνα ἔφθασεν οὗτος εἰς τὸν Πειραιᾶ, ἀνέβη δὲ εἰς τὰς Ἀθήνας διὰ νὰ τὸν ἴδουν οἱ ἰατροί· καὶ οὗτοι τὸν εὗρον φθισικόν. Εἶχε παρουσιασθῆ εἰς τοὺς ἰατροὺς μὲ ὅλα τὰ δακτυλίδια του, τὶς καδένες καὶ τὶς καρφίτσες του. Τοῦ ἐπῆραν μερικὰς λίρας, τοῦ ἔδωκαν πολλὰς συνταγάς, διάφορα φιαλίδια μὲ χρωματιστὰ νερά, καὶ κάτι σκόνες, μὲ ὀσμὴν φαρμακείου, καὶ τὸν ἐσυμβούλευσαν νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν πατρίδα του. Κ᾽ ἐκεῖνος δι᾽ ἐκεῖ ἐπήγαινε.
Ἅμα ἠκούσθη εἰς τὸ χωρίον ὅτι ἔρχεται μὲ τὸ βαπόρι ὁ Θανάσης, φέρων καὶ λίρες μαζί του, πέντε προξενιὲς ἔστειλαν διὰ μιᾶς εἰς τὴν μητέρα του διὰ τὴν κόρην της, τὴν Ἀφέντραν. Περισσότεροι ἡτοιμάζοντο νὰ στείλουν προξενιὰν διὰ τὸν Θανάσην τὸν ἴδιον, πλὴν ἤξευραν ὅτι ὁ νέος δὲν θὰ ἐνυμφεύετο πρὶν ἐξασφαλίσῃ τὴν ἀδελφήν του, καὶ οἱ θέλοντες αὐτὸν διὰ γαμβρὸν ἐφιλοτιμοῦντο νὰ προσφέρωσιν ἐκδουλεύσεις, μετερχόμενοι τὸν προξενητὴν καὶ τὴν παντρολόγισσαν ὅλοι καὶ ὅλαι, συντελοῦντες εἰς τὴν ἀποκατάστασιν τῆς κόρης τὸ ταχύτερον. Ἅμα ἔφθασεν ὁ Θανάσης, καὶ τὸν εἶδαν, καὶ ἦτον ἰσχνὸς καὶ κάτωχρος, ἐνόησαν πὼς δὲν ἔμελλε νὰ νυμφευθῇ εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον ὁ Θανάσης, καὶ παρῃτήθησαν.
Μεταξὺ τῶν γαμβρῶν, ὅσοι παρουσιάσθησαν, προεκρίθη εἷς νέος ἔχων μικρὸν ἐμπορικόν. Ἐκαλεῖτο κοινῶς ὁ Γρηγόρης τῆς Μονεβασῶς. Οὗτος ἐσκέφθη ὅτι τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα ἔφερεν ἐκ τῆς Ἀμερικῆς ὁ φθισικὸς νέος, θὰ ἦσαν καλὰ διὰ ν᾽ αὐξήσῃ τὸ ἐμπόριόν του, διὰ νὰ πληρώσῃ τὰ χρέη του καὶ ἀνοίξῃ περισσοτέρας πιστώσεις. Αἱ ἐξαδέλφαι τῆς Ἀσημίνας, πάλιν, ἐσκέφθησαν ὅτι καλὸν θὰ ἦτο νὰ συγγενεύσωσι μὲ τὴν ἐμπορικὴν τάξιν, ἥτις ἐξήσκει ἐπιρροὴν εἰς τὸ χωρίον, κ᾽ ἐξευγένιζε διὰ τῶν χρημάτων, πλάττουσα δημάρχους, συμβούλους, κλπ. Τέλος ἐταίριασαν, καὶ συνήφθη ὁ ἀρραβών.
Ὁ μεγάλος υἱὸς τοῦ Στεφανῆ, ὁ Στάθης, ἔλαβε τὸ τσέκι, τὸ ὁποῖον ἔφερεν ἐξ Ἀμερικῆς ὁ ἀδελφός του, ἀπῆλθεν εἰς Βόλον καὶ τὸ ἐξηργύρωσε. Ἦτον περίπου διὰ πεντακοσίας ἀγγλικὰς λίρας. Ἐπιστρέψας ἐκ Βόλου ἔφερε περὶ τὰς 18 ἢ 19 χιλιάδας χαρτίνας δραχμάς. Τόση ἦτον ἡ περιουσία τοῦ Θανάση.
Τὸν φθισικὸν νέον τὸν ἐπῆγαν, μετὰ τὸ Πάσχα, εἰς τὸ μονύδριον τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, μίαν τερπνὴν ἐξοχήν. Ὁ νέος γαμβρός, ὅστις ἦτον πολιτισμένος, ἀπῄτησε νὰ βγάλῃ ἡ ἀρραβωνιαστική του τὰ ἐγχώρια φορέματα καὶ νὰ φορέσῃ εὐρωπαϊκά.
Ἡ Ἀφέντρα ἤθελε κι αὐτὴ νὰ ἐνδυθῇ ξενικά, ὅσῳ μᾶλλον ὅ,τι ἐσώζετο ἀκόμη ἐκ τῆς νυμφικῆς στολῆς τῆς μακαρίτιδος Ἑλένης, μὲ τῆς ὁποίας τὸ κυριώτερον μέρος εἶχον ἐνδύσει τὴν νεκράν, δὲν ἤθελε νὰ τὸ φορέσῃ, ἕνεκα προλήψεων. Ἡ ἄλλη, ἡ ὕπανδρος ἀδελφή, 〈ἡ〉 Μαργαρώ, ἀποτόμως ὅπως ἔγινεν ὁ γάμος της, εἶχε κάμει πρόχειρα νυμφικὰ φορέματα, ἐπειδὴ οὔτε ἡ Ἑλένη θὰ τῆς παρεχώρει τὰ ἰδικά της στολίδια διὰ νὰ στεφανωθῇ μ᾽ αὐτά, οὔτε αὐτὴ ἡ Μαργαρὼ θὰ τὰ ἐδέχετο. Τὰ ἐνδύματα τῆς Ἑλένης, ὅσα εὑρίσκοντο ἀκόμη ἐντὸς τοῦ κιβωτίου, ἀρχαιοπρεπέστερα, ἦσαν ἐν μέρει αὐτὰ τὰ νυμφικὰ φορέματα τῆς μητρός των, ὀλίγον τροποποιημένα διὰ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς. Ἡ δὲ Ἀφέντρα ἦτον πολὺ νεωτέρα, τῆς εἶχεν ἔλθει ἡ τύχη της ἀπὸ τὴν Ἀμέρικαν καὶ ἤθελε νὰ συμβαδίσῃ μὲ τὴν ἐποχήν.
Ὁ Θανάσης, ὁ φθισικὸς νέος, ὅστις ἦτον πλήρης ἐλπίδων καὶ θάρρους, ὅτι θ᾽ ἀνέκτα τὴν ὑγείαν του, τώρα ποὺ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα, εἶχεν εἰπεῖ εἰς τὴν μητέρα του μετὰ τοὺς ἀρραβῶνας τῆς ἀδελφῆς:
― Νὰ γίνω κ᾽ ἐγὼ καλά, μητέρα, καὶ νὰ γίνῃ ὁ γάμος.
―Ἔννοια σου παιδί μου· θὰ γένῃς καλά, πρῶτα ὁ Θεός· σὰ δὲ γένῃς καλά, πρῶτα, ποῦ κάνουμε ἡμεῖς γάμο… Καὶ τώρα ποὺ θ᾽ ἀρχίσουν νὰ μᾶς ἔρχωνται οἱ νυφάδες, νὰ μᾶς στέλνουν προξενιὲς γιὰ τ᾽ ἐσένα, Θανασάκη μου! Μοῦ εἶπαν, πέντ᾽ ἕξι πεθεράδες εἶν᾽ ἕτοιμες, γιὰ νὰ μοῦ στείλουν προξενιά, ἀκοῦς… Τρελαθήκανε, ζουρλαθήκανε, τ᾽ ἀκοῦς… Χαρὰ σ᾽ ἐμένα!… Ποιὰ κι ἄλλη θά ᾽χῃ τὴν τύχη μου;… Καὶ τάζουν… καὶ τί δὲν τάζουν!… Μὰ ἔννοια σου, ἡμεῖς θὰ διαλέξουμε καὶ θὰ πάρουμε, Θανασάκη… Ἔτσι κ᾽ ἔτσι δὲ μᾶς γελοῦν ἐμᾶς… Κουράγιο… κάμε νὰ γένῃς καλά, παιδάκι μου!
Ἡ προθεσμία δὲν ἤρεσεν εἰς τὸν Γρηγόρην, τὸν υἱὸν τῆς Μονεβασῶς, οὔτε ἴσως εἰς αὐτὴν τὴν Ἀφέντραν. Κατὰ συγκυρίαν δέ, ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἀρρώστησε καὶ αὐτὴ ἡ μητέρα τοῦ γαμβροῦ, ἡ γραῖα Μονεβασώ. Κατά τινα στιγμήν, εἰς τὸ τέλος μιᾶς ἐπισκέψεως τοῦ μνηστῆρος, ἐνῷ οὗτος ἐξήρχετο τῆς οἰκίας, μεταξὺ τῆς πόρτας καὶ τῆς σκάλας, ἡ Ἀφέντρα σιγὰ-σιγὰ ἐψιθύρισεν εἰς τὸν ἀρραβωνιαστικόν της:
― Εἰπὲ τῆς μάννας σου, εἶναι φόβος μὴν πεθάνῃ ὁ Θανάσης, κ᾽ ὕστερα τὸ πένθος θὰ μᾶς κάμῃ ν᾽ ἀναβάλουμε τὰ στέφανα… Κ᾽ ἐγὼ θὰ πῶ τοῦ Θανάση, πὼς εἶναι φόβος μὴν πεθάνῃ ἡ μητέρα σου, κι ἀπ᾽ τὴ λύπη μας, θ᾽ ἀναγκαστοῦμε ν᾽ ἀφήσουμε τὸ γάμο γιὰ τοῦ χρόνου.
―Ἔννοια σου!.. εἶπε μετὰ ἀληθοῦς θαυμασμοῦ ὁ γαμβρός.
Ὁ Θανάσης ἐνέδωκεν εἰς τὸ ἐπιχείρημα τῆς ἀδελφῆς του. Ἀλλὰ τῆς Μονεβασῶς δὲν τὸ ἐχώρει ὁ νοῦς της νὰ γίνῃ ὁ γάμος τοῦ υἱοῦ της, καὶ νὰ μὴ παρευρεθῇ διὰ νὰ δώσῃ τὴν εὐχή της.
Εὐτυχῶς αὕτη ἦτον καλύτερα, κ᾽ ἐσηκώθη εἰς ὀλίγας ἡμέρας. Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἐγίνοντο αἱ ἑτοιμασίαι τοῦ γάμου, καὶ εἶχον κατεβάσει τὸν ἄρρωστον ἀπὸ τὴν ἐξοχὴν τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους εἰς τὴν πολίχνην, ὁ γαμβρὸς καὶ ὁ Στάθης διεφώνησαν ὡς πρὸς τὸ ποσὸν τῆς μετρητῆς προικός.
Ὁ γαμβρὸς ἰσχυρίζετο ὅτι πέντε χιλιάδας εἶχον συμφωνήσει, καὶ χωριστὰ τὸ σπίτι, τὸ ἀμπέλι, τὸν μικρὸν ἐλαιῶνα, καὶ τὰ ροῦχα. Ὁ Στάθης διετείνετο ὅτι τεσσερεσήμισυ χιλιάδες τὸ ὅλον, μαζὶ μὲ τὰ ροῦχα, τὰ ἔπιπλα, τὰ σκεύη καὶ τὰ λοιπά. Καὶ οἱ δύο ἔλεγον τὴν ἀλήθειαν, ἐπειδὴ ἑκάτερος εἶχεν εἴπει ἄλλον ἀριθμόν, ὅταν ἔδωκαν τὰς χεῖρας… Ἐπειδὴ δὲ τώρα ὁ γαμβρὸς ἠθέλησεν εὐρωπαϊκὰ φορέματα διὰ τὴν νύφην, ὅλη ἡ σκευή, θὰ ἐκόστιζε περίπου χιλίας δραχμάς, καὶ ἄλλας τέσσαρας χιλιάδας μὲ τρόπον συμβιβαστικὸν καὶ χωρὶς ξεσυνέρια, ἤθελε νὰ μετρήσῃ διὰ τὴν ἀδελφήν του.
Εἰς τὰ παράπονα τῆς Ἀφέντρας καὶ τῆς μητρός, ὁ Θανασάκης ἐπένευσε, καὶ εἶπε νὰ δώσουν ἀκόμη χιλίας δραχμὰς τοῦ γαμβροῦ. Ἀλλ᾽ ὁ Στάθης εἶχε τὸ λύειν καὶ τὸ δεσμεῖν, καὶ δὲν ἐπείθετο νὰ τὰς δώσῃ.
Ὁ Στάθης καὶ ὁ γαμβρὸς ἤλλαξαν δριμείας φράσεις.
― Σὲ ξένο βιὸ κάνεις κουμάντο ἐσύ;… Ἄλλος τὰ καζάντισε, αὐτὰ τὰ γρόσα…
― Καὶ σὺ μὲ τ᾽ ἀδερφοῦ μου τὰ γρόσα, ποὺ ἔχασε τὴν ὑγειά του γιὰ νὰ τ᾽ ἀποχτήσῃ, θέλεις ν᾽ ἀνοίξῃς μεγάλο μαγαζί;.. Ποῦ εἶναι τὰ καζάντια σου, ἐσένα;
Ὁ γερο-Στεφανής, ὅστις εἰσῆλθε τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἐπιστρέφων ἐκ τῆς ἀγορᾶς, ὅπου εἶχε περάσει ἀπὸ τὸ καπηλεῖον τοῦ Γιάννη τοῦ Βλάχου, ἐνθυμήθη τὴν παροιμίαν.
―Ἔ! τώρα, δὲν ἡσυχάζετε καὶ σεῖς;.. Μοιάζετε μὲ τοὺς δυὸ… ποὺ μάλωναν σὲ ξένον ἀχ…
Ὁ γερο-Στεφανὴς δὲν ἐτελείωσε τὴν φράσιν. Ἡ Ἀφέντρα εἶχε στραφῆ πρὸς τὸν πατέρα της, κ᾽ ἐπειδὴ ἐγνώριζε τὰς παροιμίας του, τοῦ ἔνευσε φέρουσα ζωηρῶς τὸν δάκτυλον εἰς τὰ χείλη. Ἐφοβεῖτο μὴ προσβληθῇ ὁ μνηστήρ της.
Ὁ Στάθης ὅμως ἤξευρε, φαίνεται, τὸν ἄνθρωπόν του, καὶ ἦτο βέβαιος περὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς πρᾳότητος τοῦ γαμβροῦ. Τῷ ὄντι οὗτος εἶχε λάβει τὴν προτεραίαν ἤδη τὰς τέσσαρας χιλιάδας, καίτοι ἐπέμενε νὰ λάβῃ ἄλλας χιλίας, καὶ εἶχε διαθέσει μέγα μέρος τοῦ ποσοῦ ἐκείνου εἰς ἐξόφλησιν ἐμπορικῶν ὑποχρεώσεων.
Ὁ ἀσθενὴς Θανάσης, τὸν ὁποῖον εἶχον φέρει ὀπίσω εἰς τὴν πόλιν, δὲν κατῴκησε πλέον εἰς τὴν πατρῴαν οἰκίαν, τὴν ὁποίαν εἶχον γράψει ὡς προῖκα εἰς τὸ συμβόλαιον κ᾽ ἐν αὐτῇ θὰ ἐγίνοντο αἱ ἑορταὶ καὶ τὰ δεῖπνα τοῦ γάμου. Πρὸς ἀνατολὰς ταύτης ἦτο μικρὰ πλατεῖα, καὶ πέραν τῆς πλατείας ἦσαν ἄλλαι οἰκίαι. Μεταξὺ τούτων, ἐνοικίασαν τὸν οἰκίσκον πτωχῆς γυναικός, διὰ νὰ κατοικήσῃ ὁ ἄρρωστος, εἶτα καὶ οἱ γονεῖς του.
Ὁ φθισικός, καὶ ἂν δὲν ἠδύνατο νὰ σηκωθῇ διὰ νὰ παρευρεθῇ εἰς τὸν γάμον, θὰ ἔβλεπε διὰ τοῦ παραθύρου τὸν μέγαν χορόν, ὅστις θὰ ἐχορεύετο ἐπὶ τῆς πλατείας, εἰς τὸ ὕπαιθρον, μετὰ τὸ γαμήλιον γεῦμα. Ἦτον ἤδη περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ θέρους. Ὁ νεαρὸς γαμβρὸς ἠγάπα, φαίνεται, τὴν ἐπίδειξιν, καὶ ἤθελε νὰ καλέσῃ πλείστους, καὶ δικοὺς καὶ ξένους εἰς τοὺς γάμους του.
Ἐντοσούτῳ ἡ ἀπαίτησις τῶν χιλίων δραχμῶν δὲν εἶχε διευθετηθῆ ἀκόμη. Ὁ Θανάσης εἶπε νὰ δώσῃ ὁ Στάθης τὰς χιλίας δραχμὰς ἐκ τῶν χρημάτων ὅσα εἶχεν εἰς τὰς χεῖράς του, ὡς ἔχων τὴν διαχείρισιν τῶν ἐξόδων. Ὁ Στάθης ἐμόρφασεν, ἔγρυξε, καὶ εἶπε: «Καλά!» Ἀλλὰ δὲν ἔδωκε τὰ χρήματα.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν, ἥτις ἦτο ἡ παραμονὴ τοῦ γάμου, ὁ γαμβρὸς ὑπέμνησε καὶ πάλιν τὴν ἀπαίτησιν. Τότε ὁ Στάθης εἶπεν ὅτι δὲν ἔχει πλέον χρήματα, ἐπειδὴ ὅσα εἶχεν εἰς χεῖρας ἐπῆγαν ὅλα στὰ ἔξοδα, καὶ ἂς δώσῃ τὰ χρήματα ὁ Θανάσης, ἂν θέλῃ.
Αὐτὰ εἶπεν εἰς τὸν γαμβρόν. Εἰς δὲ τὸν Θανάσην εἶπεν:
― Αὐτὰ νὰ τοῦ τὰ δώσουμε γιὰ πανωπροίκι, σὰ στεφανωθῇ κ᾽ ὕστερα, τί λὲς καὶ σύ;
― Ναί, εἶπεν ὁ Θανάσης, ὅστις ἐπείθετο εὐκόλως εἰς ὅ,τι τοῦ ἔλεγον ὅλοι, καὶ μάλιστα ὁ Στάθης.
― Βέβαια, ἐπέφερεν ὁ Στάθης, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ἀποδείξῃ κι αὐτὸς πὼς μᾶς ἐμπιστεύεται, ὅπως τὸν ἐμπιστευτήκαμε κ᾽ ἡμεῖς…
Ἅμα ἐξῆλθεν ὁ πρωτότοκος ἀδελφός, εἰσῆλθεν ἡ Ἀφέντρα. Αὕτη ἐπλησίασεν εἰς τὴν κλίνην τοῦ Θανάση, καὶ ἤρχισε νὰ τὸν θωπεύῃ καὶ νὰ τοῦ γλυκομιλῇ:
― Νά, τώρα, ποὺ λές, Θανασάκη μου, ἐπειδὴ πάτησε ποδάρι αὐτὴ ἡ γριά, ἡ πεθερά μου, ποὺ φοβᾶται μὴν πεθάνῃ, κ᾽ ἤθελε νὰ γένῃ ὁ γάμος τώρα… Ἐγὼ εἶπα, νὰ γένῃς πρῶτα καλὰ ἐσύ, κ᾽ ὕστερα νὰ μᾶς βάλουν στέφανα… Μόλις σηκώθηκε στὰ πόδια της, καὶ βιάζεται νὰ δώσῃ τὴν εὐκή της, φοβᾶται μὴν ξανακυλίσῃ… ὣς τόσο εἶσαι, καὶ σύ, καλύτερα, Θανάση, δὲν εἶσαι;
― Σὰν καλύτερα εἶμαι, εἶπεν ὁ Θανάσης, ὅστις εὐκόλως ἐπείθετο ὅτι εἶναι καλύτερα, ἅμα τοῦ τὸ ἔλεγέ τις· ᾐσθάνετο δ᾽ ἐνίοτε καὶ ψευδοβελτιώσεις τῆς νόσου.
― Μακάρι· ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ νὰ εἶσαι καλά. Θὰ σηκωθῇς, Θανασάκη μου; Θὰ κάμῃς κουράγιο νά ᾽ρθῃς στὸ γάμο, νὰ μὲ καμαρώσῃς, ποὺ θὰ φορῶ τὸ στεφάνι;
― Νὰ ἰδῶ… σὰν μπορέσω… Ὅπως μοῦ πῇ ὁ γιατρός.
―Ἂν δὲν ἔλθῃς, δὲ βάζουν στέφανα, εἶπεν ἡ Ἀφέντρα. Ἐσὺ εἶσαι δεύτερος πατέρας γιὰ μᾶς, θὰ σοῦ φιλήσουμε τὸ χέρι κ᾽ ἐγὼ κι ὁ Γρηγόρης… ὣς τόσο, δὲ δίνεις μόνος σου κειναδὰ τὰ λεπτά;… χίλιες δραχμὲς τοῦ ἔχουνε τάξει ἀκόμα… Δὲν τὰ δίνεις μὲ τὸ χεράκι σου; Ἀποκάτ᾽ ἀπὸ τὸ προσκέφαλό σου τά ᾽χεις;
Καὶ λέγουσα ἔρριπτε βλέμματα πλήρη ἀπληστίας ὑπὸ τὸ προσκέφαλον, ὡς νὰ ἤθελε νὰ ἴδῃ μέσῳ τοῦ λινομετάξου περιβλήματος, καὶ κάτωθεν τοῦ πατημένου μαλλίνου ὄγκου, τί ἐκρύπτετο ὑποκάτω. Ἔκαμε δὲ κίνημα ὡς διὰ νὰ χώσῃ τὴν χεῖρά της κάτωθεν τοῦ προσκεφαλαίου.
Ὁ Θανάσης εἶχε τῷ ὄντι ὑπὸ τὸ προσκέφαλόν του, ἐντὸς χαρτοφυλακίου, τὸ μέγιστον μέρος τῶν χαρτίνων νομισμάτων, τὰ ὁποῖα εἶχε φέρει ὁ Στάθης ἐκ Βόλου ― περὶ τὰς ἕνδεκα χιλιάδας δραχμῶν.
― Δὲν τὰ δίνεις, ἐπανέλαβεν ἡ κόρη, γιὰ νὰ μὴν εὕρῃ καμμιὰ πρόφαση ὁ γαμβρός; Τώρα πλιά, Θανασάκη, δὲν εἴμαστε γιὰ ν᾽ ἀπομείνουμε… Τί θὰ πῇ ὁ κόσμος; Ἂν μοῦ κάμῃ τίποτε, Θεὸς νὰ φυλάῃ, καὶ πῇ πὼς δὲ στεφανώνεται!… Κάλλιο ἔχω νὰ…
Καὶ δάκρυα ἔπνιξαν τὴν φωνήν της. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν εἰσῆλθεν ὁ Στάθης, ὅστις φαίνεται ὅτι ἦτον ἀπ᾽ ἔξω, καὶ ἴσως εἶχε τείνει τὸ οὖς, ἢ τυχαίως ἤκουσε.
Ὁ Στάθης ἤρχισεν ἄλλην ὁμιλίαν, ὡμίλει διὰ τὰ καθέκαστα τοῦ γάμου, διὰ τοὺς καλεσμένους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν τόσον πολλοί, ὥστε δὲν θὰ τοὺς ἐχώρει τὸ σπίτι… Εἶναι τῷ ὄντι φαντασμένος, αὐτὸς ὁ γαμβρός.
― Μὴν τὸ λές, καὶ κακιών᾽ ἡ ἀδερφή μας, εἶπε μειδιῶν ὁ Θανάσης.
―Ἐμένα μ᾽ ἔχει ἀδελφό, εἶπεν ὁ Στάθης· τὸν Γρηγόρη, δὲν τὸν ἔχει ἀκόμα τίποτε.
Ἡ Ἀφέντρα εἶχε χαμηλωμένα τὰ ὄμματα κ᾽ ἐσιώπα. Εἰσῆλθε καὶ ἡ Ἀσημίνα, ἥτις ἵστατο πρὸ μικροῦ εἰς τὸν προθάλαμον, καὶ εἶχεν ἀκούσει τὸν Στάθην.
― Τώρα πλιὰ ἔχουμε χαρές… Θὰ κάμωμε γάμο, ποὺ νὰ δώσῃ νάμι. Δημάρχους, λιμενάρχους, ντελεγραφιστάδες, νεροδίκη, τελώνη, ἀστρονόμο, ὅλους τοὺς ἐκάλεσε ὁ γαμβρός μας… Θὰ στήσουμε αὔριο ἕνα χορό, ποὺ θὰ δώσῃ κρότο, τί λές, καλέ!… Θὰ κάμῃ χαρά, λέει, ποὺ νὰ βαστάξῃ τρεῖς βδομάδες. Παράγγειλε στὸν μπάρμπα μας, τὸν Κοψιδάκη, νὰ τοῦ σφάξῃ τέσσερ᾽ ἀρνιά, τρία πρόβατα, δυὸ κατσίκια, θυσία… Καὶ χωριστὰ ὁ κουμπάρος, ποὺ θὰ σφάξῃ δυὸ τραγιά, καὶ θὰ κουβαλήσῃ πίττες καὶ μπακλαβάδες. Καὶ βιολιά, καὶ λαοῦτα, ἀκοῦς, καὶ λογιῶν-τῶ-λογιῶν λαλούμενα*, τ᾽ ἀκοῦς, κι ὅλ᾽ οἱ βιολιτζῆδες οἱ ντόπιοι, τρεῖς ξένοι, οἱ τουρκόγυφτοι μὲ τὰ κλαρινέτα, ἀκοῦς… Καὶ θὰ χορέψουν ὅλοι, ποὺ νὰ πηδήσουν μεσούρανα, τ᾽ ἀκοῦς… Καὶ ποῦ εἶσ᾽ ἀκόμα, ν᾽ ἀρχίσουν νὰ μᾶς ἔρχωνται οἱ νυφάδες γιὰ τὸ Θανάση, κ᾽ οἱ πεθεράδες ποὺ θὰ μᾶς κουβαλοῦν ζαχαροχαμαλιά, καὶ κουραμπιέδες, καὶ λογιῶν-τῶ-λογιῶν καλούδια… ὣς τὸ χειμῶνα, φέτος, ἄλλο γάμο θά ᾽χουμε… Καὶ ποιὰ μάννα εἶναι σὰν ἐμένα;… Πῶς ἔχω τὸ νοῦ μου, δὲν λέτε;…
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἐπῆλθε παροξυσμὸς βηχός, μετὰ διαταραχῆς τοῦ στομάχου εἰς τὸν φθισικόν. Ἐν τῇ παραζάλῃ καὶ τῷ θορύβῳ, κ᾽ ἐνῷ αἱ δύο γυναῖκες προσεπάθουν ν᾽ ἀνακουφίσουν τὸν πάσχοντα, ὁ Στάθης ἔβαλε τὴν χεῖρα ὑπὸ τὸ προσκέφαλον, ἥρπασε τὸ χρηματοφυλάκιον, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸν παρατηρήσῃ, καὶ τὸ ἔθεσεν ἠρέμα εἰς τὸν κόλπον του.
Εἶτα ὁ Θανάσης ἡσύχασεν. Ἡ μήτηρ ἔκλεισε καλῶς τὴν θύραν τοῦ θαλάμου, καὶ εἶπεν εἰς ὅλους, καθὼς εἶχον ἐξέλθει εἰς τὸν προθάλαμον:
―Ἀφῆστέ τον νὰ κοιμηθῇ… Εἶναι κρῖμα ἀπ᾽ τὸ Θεό… Τὶς χίλιες δραχμὲς θὰ τὶς δώσῃ αὔριο… Ἂς εἶναι καλά, τὸ παιδάκι μου… Μακάρι νὰ εἴχατε νὰ λαβαίνετε… Ἔχασε τὰ νιᾶτά του, ἀρρώστησε τὸ παιδί μου… Τόσα χρόνια ἤτανε βαθιὰ στὴ γῆς, ἐκεῖ ποὺ βγάζουν τ᾽ ἀσήμι, ἀκοῦς! βαθιὰ κάτω, σὰν τυφλοπόντικας νὰ σκάφτῃ, μὲς στὰ λαγούμια, τ᾽ ἀκοῦς!… Ἀφῆστέ το ν᾽ ἀνασάνῃ, νὰ πάρῃ ἀέρα, ποὺ ἔλυωσε στὸν ἀπάν᾽ κόσμο, κι ἀνάλυσε, σὰν τὸ κερί, τὸ παιδάκι μου!… Ἂς ἡσυχάσῃ καλὰ τὴ νύχτα.
*
Τὴν ἐπαύριον, ὅλ᾽ αἱ ἑτοιμασίαι διὰ τὸν γάμον ἦσαν συμπληρωμέναι… Τὴν νύκτα ἡ Ἀφέντρα, καθ᾽ ἣν στιγμὴν ὁ μνηστὴρ τοὺς ἐκαλονύκτιζεν, εἶχε ψιθυρίσει πρὸς αὐτὸν κατ᾽ ἰδίαν:
― Θὰ μοῦ τὶς δώσῃ αὔριο τὶς χίλιες δραχμές… Ὑποσχέθηκε κ᾽ ἡ μητέρα.
Τὴν ὥραν ποὺ ἐπῆγαν τὰ βιολιά, κ᾽ ἔφεραν τὸν κουμπάρον ἔμπροσθεν τῆς πατρικῆς οἰκίας τοῦ γαμβροῦ, ὁ Γρηγόρης, μὴ ἔχων τίνα ἄλλον νὰ ἐρωτήσῃ, ἠρώτησε κρύφα τὸν Στάθην, ὅστις, στολισμένος, συνώδευε μὲ πολλοὺς ἐκ τῶν καλεσμένων τὸν κουμπάρον, ἐλθόντα νὰ παραλάβῃ τὸν γαμβρόν.
― Οἱ χίλιες δραχμὲς τί γίνονται;
― Θαρρῶ πὼς τὶς ἔδωκεν ὁ Θανάσης τῆς Ἀφέντρας, ἀπήντησε βιαστικὰ ὁ Στάθης.
Ἡ πομπὴ τῶν καλεσμένων, μετὰ βιολίων καὶ λαγούτων, ἄγουσα τὸν κουμπάρον καὶ τὸν γαμβρόν, κατῆλθε μέχρι τῆς οἰκίας τῆς νύμφης. Ἀνέβησαν εἰς τὴν οἰκίαν ὁ γαμβρός, ὁ σύντεκνος, καὶ οἱ οἰκεῖοι· οἱ πλεῖστοι ἐπερίμεναν εἰς τὰ πρόθυρα τῆς οἰκίας. Μετ᾽ ὀλίγα λεπτὰ κατῆλθον ὅλοι, ἄγοντες καὶ τὴν νύμφην, στολισμένην μὲ φορέματα τῆς προτελευταίας μόδας, καὶ μὲ καπέλον μετὰ τεχνητῶν ἀνθέων πορτοκαλέας, συνοδευομένην ἀπὸ τὴν μητέρα της τὴν Ἀσημίναν, ἥτις ἔφερε τὸ σαλομέταξο* φουστάνι της, καὶ γουνάκι* καὶ κουζούκαν* ἐκ βελούδου, ἀμαυροῦ χρώματος, καὶ ἀπὸ τὰς θείας της, ὅλας ἀναλόγως στολισμένας. Ὁ γερο-Στεφανὴς ἐφόρει πανωβράκι* τσόχινον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀπὸ τριακονταετίας, καὶ δὲν τὸ εἶχε φορέσει περισσότερον ἀπὸ πέντε φορὰς εἰς ὅλην τὴν ζωήν του. Ἔφερε φέσι κατακόκκινον, μὲ φούνταν κυανῆν, τὸ ὁποῖον τοῦ εἶχε φέρει ἀπὸ τὸ Τούνεζι κατὰ τὴν ἐποχὴν τῶν Κριμαϊκῶν ὁ κουμπάρος, ὅστις τὸν εἶχε στεφανώσει, ἐμποροπλοίαρχος, πρὸ χρόνων ἀποθαμένος τώρα, εἶχε δὲ κρεμασμένον ἀπὸ τὴν τσέπην τῆς τζάκας του τὴν ἐσωτερικήν, κατερχόμενον ἕως τὸ γόνα του, μακρότατον μεταξωτὸν μανδήλιον, κόκκινον, διανθές.
Πρὶν καταβῶσιν ἀπὸ τὴν οἰκίαν, ὁ γαμβρός, καθὼς εἶχε πλησιάσει τὴν νύμφην, τὴν ἠρώτησε μὲ πολὺ χαμηλὴν φωνήν, διὰ νὰ μὴν ἀκούσουν ὁ σύντεκνος καὶ ἄλλοι οἰκεῖοι ἱστάμενοι πλησίον:
― Σοῦ τὶς ἔδωκε ὁ Θανάσης;
Ἡ Ἀφέντρα, μὴ τολμῶσα ν᾽ ἀρθρώσῃ φωνήν, καθὼς ἔνευε τὴν κεφαλὴν κάτω, κατένευσεν ἀκόμη χαμηλότερα, ἐρυθριῶσα.
― Τὶς ἔχεις; ἠρώτησε πάλιν ὁ Γρηγόρης.
Δεύτερον νεῦμα ἔτι ἀσθενέστερον ἔκαμεν ἡ νέα.
Ἦτον Κυριακὴ πρωί, ὥρα δεκάτη, ἀπολείτουργα. Ἡ πομπὴ διευθύνθη εἰς τὸν ναόν, ὅπου ἐτελέσθη ὁ γάμος.
Ὁ γάμος ἔγινεν ἐπίσημος. Μετὰ τὸ γεῦμα, ὅλοι οἱ καλεσμένοι, ὁ δήμαρχος, ὁ λιμενάρχης, ὁ εἰρηνοδίκης, ὁ ὑποτελώνης καὶ οἱ λοιποί, ὅσους εἶχε καταριθμήσει ἡ Ἀσημίνα, ὅλοι μετὰ τῶν συζύγων των, ἔλαβον μέρος εἰς τὸν χορόν ―τινὲς ὡς ἁπλοῖ θεαταί― ὅστις εἶχε στηθῆ εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν, ἐκεῖθεν τῆς οἰκίας.
Πολλοὶ ἐχόρευσαν, ὅλοι σχεδὸν εὐφράνθησαν, καὶ κανεὶς δὲν ἐμελαγχόλησεν. Ὁ δυστυχὴς ὁ φθισικός, ὅστις εἶχε σηκωθῆ μετὰ βίας ἀπὸ τὴν κλίνην, καὶ τὸν εἶχον καθίσει ἐπὶ καναπὲ πλησίον τοῦ παραθύρου, ἐθεώρει τὸν χορόν, καὶ ᾐσθάνετο ἠθικὴν εὐχαρίστησιν.
―Ἂν δὲν ἠρχόμουν ἐγὼ ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα, ἔλεγε μέσα του, καὶ δὲν ἔφερνα αὐτοὺς τοὺς παράδες, ὅλ᾽ αὐτὰ θὰ ἔλειπαν… Γάμος μποροῦσε νὰ γίνῃ, ἀλλὰ θὰ ἦτον πολὺ πτωχικώτερος… καὶ τέτοιος χορὸς δὲν θὰ ἐγίνετο.
Κ᾽ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ᾐσθάνθη τὴν ἀνάγκην νὰ θωπεύσῃ μὲ τὰς χεῖράς του τὸ χρηματοφυλάκιον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιόν του. Ἀπὸ τριῶν ἢ τεσσάρων ἡμερῶν δὲν εἶχε σηκώσει τὸ προσκέφαλον νὰ τὸ ἴδῃ.
Ἦτον εἰς τὸν τελευταῖον βαθμὸν τῆς νόσου, καὶ μόλις ἠδύνατο νὰ ἵσταται εἰς τοὺς πόδας του. Ἀνεσηκώθη κ᾽ ἔκαμε τρία βήματα, διὰ νὰ πλησιάσῃ εἰς τὴν κλίνην.
Ἐσήκωσε τὸ προσκέφαλον, καὶ βλέπει ὅτι ἡ θέσις ἦτο κενή. Τὸ πορτοφόλιον ἔλειπε.
Ἀνεσήκωσε τὴν προσκεφαλάδα, ἢ μαξιλάραν, τὴν ὑποκάτωθεν. Ἔψαξε τὰ σινδόνια. Τίποτε. Τὸ χρηματοφυλάκιον εἶχε γίνει ἄφαντον.
Κρύος ἱδρὼς τὸν περιέχυσε, καὶ βὴξ ἀγωνίας τὸν ἔπνιξε.
― Μάννα μου! μάννα!
Ἡ μικρὴ Ἀνθοῦσα, πτωχὴ κορασίς, συγγενὴς τῆς οἰκογενείας, τὴν ὁποίαν εἶχαν προσλάβει ἐκείνας τὰς ἡμέρας διὰ νὰ ὑπηρετῇ τὸν ἀσθενῆ, ἵστατο εἰς τὴν θύραν τοῦ οἰκίσκου, κ᾽ ἐκοίταζεν ἐν ἐκστάσει τὸν μέγαν χορόν, ὅστις ἦτον ὡς τεράστιος ὁρμαθὸς ἀνθρώπων πολύχρωμος καὶ ἀεικίνητος. Μ᾽ ὅλον τὸν θόρυβον ὅστις ἤρχετο ἔξωθεν, ἤκουσε τὴν κραυγὴν καὶ τὸν βῆχα τοῦ Θανάση, κ᾽ ἔτρεξεν ἐπάνω.
― Τί ἔχεις, Θανάση;
― Ἀθουσώ!… Ἀθουσώ!… τρέξε γλήγορα, φώναξε τὴ μάννα μου…
― Εἶναι πιασμένη στὸ χορό…
― Νὰ ξεπιαστῇ… καὶ νὰ τρέξῃ!
Μετ᾽ ὀλίγον ἦλθε τῷ ὄντι ἡ Ἀσημίνα.
―Ὤ! καλὰ ἔκαμε τ᾽ Ἀθουσώ, κ᾽ ἦρθε, καὶ μ᾽ ἔκαμε νὰ ξεπιαστῶ ἀπ᾽ τὸ χορό. Μπαΐλντισα, παιδάκι μου! Μὲ τὶς νιὲς αὐτουνοῦ τοῦ καιροῦ, μὲ δημαρχίνες, νεροδίκηνες, λιμενάρχηνες, ντελιγραφιστίνες, ξέρω ἐγὼ νὰ χορεύω;… Ὄχι ἄλλο!.. Ἂς εἶναι στεριωμένα, καλορρίζικα, παιδάκι μου… Τί μ᾽ ἐφώναξες, Ἀθοῦσα; Μὲ θέλεις τίποτε, Θανάση;
― Μάννα, ποιὸς μοῦ πῆρε τὸ πορτοφόλι μου;
― Ποιό; τί εἶπες;
― Τὸ πορτοφόλι, ποὺ εἶχα τοὺς παράδες μέσα…
―Ἔ;
― Λείπει… Μοῦ τὸ κλέψανε, μάννα…
― Τί λές, παιδί μου;
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἠκούσθη ἡ φωνὴ τοῦ Στάθη, καλοῦντος ἔξωθεν τῆς θύρας.
― Μάννα!.. Μάννα!
― Ποιὸς φωνάζει; Ἐσ᾽ εἶσαι, Στάθη;
Καὶ ἡ Ἀσημίνα προέκυψεν εἰς τὸ παράθυρον.
― Πὲς τοῦ Θανάση, ἐγὼ τό ᾽χω τὸ πορτοφόλι, καὶ νὰ ἡσυχάσῃ.
Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο, ὁ Στάθης ἀπεμακρύνθη.
Ὁ Θανάσης ἐν μέρει μόνον κατεπραΰνθη.
― Γιατί δὲν ἦρθε μέσα;
―Ἔχει δουλειές, παιδί μου… Αὐτὸς ἔχει ὅλη τὴ φροντίδα τοῦ χοροῦ, τῶν παιγνιδιῶν, καὶ τὰ κεράσματα… Πηρετεῖ ὅλους τοὺς καλεσμένους…
Ἀκολούθως ἡ μητέρα κατῆλθεν εἰς τὴν πλατεῖαν, καὶ διελθοῦσα πλησίον τοῦ Στάθη, τοῦ ἔρριψε βλέμμα ἐρωτηματικόν.
― Σῦρε νὰ πῇς τοῦ Θανάση, εἶπεν οὗτος, ὁ Στάθης, πές, τό ᾽χει τὸ πορτοφόλι, καὶ θὰ τοῦ τὸ δώσῃ, πές… Τὸ πῆρα, γιατὶ φοβήθηκε μὴν τ᾽ ἁρπάξ᾽ ἡ θυγατέρα σου, τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔπιασε ὁ βήχας… κι αὐτὴ πολεμοῦσε νὰ τόνε καταφέρῃ γιὰ νὰ τῆς δώσῃ τὶς χίλιες δραχμές, τὰ παραπανισμένα ποὺ μᾶς γύρευε ὁ γαμβρός… Τώρα πιὰ ἡ πόρτα ἔκλεισε… Πανωπροίκια δὲν ἔχει.
Ὅλην τὴν ἡμέραν, καὶ μέχρι βαθείας νυκτός, διήρκεσεν ἡ εὐθυμία, καὶ ὁ χορὸς διακοπτόμενος ἐπανελαμβάνετο πάλιν. Εἶτα οἱ καλεσμένοι, ὀλίγοι-ὀλίγοι, ἐσκορπίσθησαν. Τελευταῖοι ἔμειναν ὁ κουμπάρος καὶ οἱ στενώτεροι οἰκεῖοι, μὲ τὰ βιολιὰ καὶ τὰ λαγοῦτα. Πέραν τοῦ μεσονυκτίου ἔφαγαν νέον δεῖπνον. Τὰ γλυκοχαράματα, ἀφοῦ ἔφεραν γῦρον μὲ τὰ βιολιά, ὁ κουμπάρος καὶ οἱ οἰκεῖοι, ἐγύρισαν ὀπίσω ὑπὸ τὴν οἰκίαν καὶ ἔμελψαν τὰ πιστρόφια.
Ὅλην τὴν ἑσπέραν, καὶ μέχρι βαθείας νυκτός, καὶ τὴν πρωίαν τῆς ἐπιούσης ἀκόμη, ὁ Στάθης δὲν ἀνῆλθεν εἰς τὴν μικρὰν οἰκίαν, ὅπου εὑρίσκετο ὁ ἀσθενὴς ἀδελφός του. Οὗτος, ἐνῷ τὴν νύκτα τῆς παραμονῆς τοῦ γάμου εἶχε κοιμηθῇ καλὰ κ᾽ ἐπὶ πολλὰς ὥρας, κατόπιν τοῦ παροξυσμοῦ ὅστις τοῦ εἶχεν ἐπέλθει τὴν ἡμέραν, κ᾽ ἐφαίνετο ἡσυχώτερος, τὴν νύκτα τὴν μετὰ τὸν γάμον, καὶ κατόπιν τῆς ἀνακαλύψεως τῆς ἀπουσίας τοῦ χρηματοφυλακίου, τὴν διῆλθεν ἄυπνος καὶ μὲ φοβερὰς ἐκρήξεις βηχός.
Τὴν ὥραν τοῦ μεταμεσονυκτίου δείπνου, ἐνῷ ὁ κουμπάρος μετὰ τῶν στενωτέρων ἐκ τῶν καλεσμένων εὐφραίνοντο, ὁ γαμβρὸς ἐνθυμήθη νὰ ἐρωτήσῃ τὴν νεόνυμφον.
― Ποῦ τὶς ἔχεις, τὶς χίλιες; Ἀπάνω σου;
Ἡ Ἀφέντρα ἔκαμεν ἀδιόρατον νεῦμα.
― Καὶ δὲν μοῦ λές, εἶπεν ὁ Γρηγόρης, γιατί δὲ σοῦ ἔβαλε ἡ μάννα σου τὴν κολλαΐνα μὲ τὶς λίρες, ποὺ μοῦ ᾽λεγες, πὼς ἔλεγε νὰ σοῦ βάλῃ;
― Ποῦ νὰ τὶς βροῦμε τὶς λίρες, εἶπε τότε ἡ Ἀφέντρα, λυθείσης τῆς γλώσσης της ― ἐπειδὴ ἡ μοδίστρα τῆς εἶχεν εἰπεῖ ὅτι οἱ νύφες ποὺ φοροῦν εὐρωπαϊκὰ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ σιωποῦν οὔτε νὰ καμαρώνουν*, καθὼς ἐσυνήθιζαν οἱ πρωτινές, ποὺ φοροῦσαν καβοῦκες κεντητὲς καὶ χρυσοΰφαντα ποδογύρια*, ―καὶ μάλιστα ὡμοίαζαν πολὺ μὲ ἀχελῶνες, καθὼς ἔλεγεν ἡ μοδίστρα.― Ποῦ νὰ τὶς βροῦμε τὶς λίρες· ὁ Στάθης μόνο σιχνάτσες* ἔφερε ἀπ᾽ τὸ Βόλο… Κ᾽ ἔπειτα, ἡ κολλαΐνα ποὺ ἔλεγε ἡ μητέρα, θὰ ταίριαζε ἂν φοροῦσα νυφιάτικα ντόπια… Μ᾽ αὐτὰ ποὺ φόρεσα τώρα, δὲν πάει…
Τὴν πρωίαν, καθὼς ὁ Στάθης ἐπέστρεψεν εἰς τὸ σπίτι του, καὶ ὅλοι οἱ καλεσμένοι ἐπῆγαν τέλος νὰ κοιμηθοῦν, ὁ γέρων πατὴρ ἐλθὼν ἐφώναξε τὸν Στάθην, καὶ τοῦ εἶπε:
― Σῦρε νὰ ἰδῇς τὸν ἀδερφό σου… Σὲ θέλει.
Ὁ Στάθης ἦτον πλαγιασμένος, ἐπῆρε ἕναν ὕπνον, καὶ ἀργοπόρησε.
Μετ᾽ ὀλίγον, ἡ Ἀσημίνα ἔτρεξε κ᾽ ἐφώναξε τὴν νύμφην της:
― Γερακίνα, ποῦ εἶν᾽ ὁ Στάθης; Μὴν κοιμᾶται;… Δὲν εἶναι καλὰ ὁ Θανάσης· πές του νὰ φθάσῃ γλήγορα!
Ὀλίγῳ ὕστερον ἦλθεν ἡ Μαργαρώ, ἡ ἄλλη ὕπανδρος ἀδελφή.
― Στάθη! τρέξε γλήγορα!… πεθαίνει ὁ Θανάσης!…
Ὁ Στάθης εἶχε σηκωθῆ, κ᾽ ἐνίπτετο, κ᾽ ἐκτενίζετο, κι ἀργοποροῦσε… Εὐθὺς κατόπιν, ἔφθασε μία θεία.
― Στάθη! ἔλα γλήγορα!… σὲ γυρεύει ὁ Θανάσης… τὴν ψυχὴ στὰ δόντια!..
Τελευταῖος, καὶ πάλιν ἦλθεν ὁ γερο-Στεφανής.
― Τρέξε γλήγορα!.. τὸν ἀδερφό σου τὸν μεταλαβαίνουνε.
Τέλος ἐξεκίνησεν ὁ Στάθης. Συνήντησε τὸν ἱερέα, ἀσκεπῆ, μὲ τὸ Ἅγιον Ποτήριον, κατερχόμενον ἀπὸ τὸν οἰκίσκον τοῦ ἀσθενοῦς.
Ὁ Στάθης ἔβγαλε τὸ καπέλο του, ἐπροσκύνησε βαθέως, καὶ τέλος ἀνῆλθεν εἰς τὴν μικρὰν οἰκίαν.
Ὁ Θανάσης ἦτον εἰς τὰς λοισθίας στιγμάς.
Ὁ Στάθης ἐπλησίασεν ἐκθύμως, τοῦ ἔδωσε τὸ πορτοφόλι εἰς τὰς χεῖρας. Ἐκεῖνος τὸ ἔλαβε κ᾽ ἐμειδίασε.
― Σχώρεσέ με, ἀδελφέ μου, γιὰ καλὸ τό ᾽καμα, νὰ μὴ σὲ γδύσουν… Σοῦ χρειάζουνται τὰ λεπτὰ γιὰ νὰ κοιταχθῇς, νὰ γένῃς καλά… νὰ ζήσῃς ἀκόμα, πολύ, πολύ!..
Ὁ φθισικὸς εἶπεν «εὐχαριστῶ», ἔσφιγξε τὸ πορτοφόλι εἰς τὴν παλάμην του, κ᾽ ἐξέπνευσε.
Μόλις ἀπέδωκε τὴν τελευταίαν πνοὴν ὁ Θανάσης, καὶ ὁ Στάθης ἀνέλαβε πάλιν τὸ πορτοφόλι, καὶ τὸ ἔβαλεν εἰς τὸν κόλπον του.
Ἡ Ἀσημίνα ἔρρηξε μίαν κραυγήν, εἶτα, μετὰ τὴν συστολὴν τοῦ νεκροῦ, ἀπηγόρευσε τὰ μοιρολόγια. Εἶχαν χαρὰν εἰς τὴν φαμιλιάν της, καὶ τὸ σπίτι τῆς νεονύμφου ἦτον ἑκατὸν βήματα παρέκει, ἀντικρὺ ἐκεῖ. Δὲν ἥρμοζε ν᾽ ἀμαυρωθῇ μὲ θρήνους ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ γάμου τῆς θυγατρός της.
Ὁ μαστρο-Στεφανής, ὅστις δὲν εἶχε μάθει ὅτι ὁ Στάθης εἶχε πάρει τὸ πορτοφόλι μὲ τὰ χαρτονομίσματα, καὶ δὲν ἤξευρεν ἂν τὸ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν Θανάσην, οὔτε ὅτι τὸ ἔλαβεν ὀπίσω πάλιν, μόλις ἔμαθε τὸ τέλος τοῦ Θανάση, ἔφερε μίαν γύραν εἰς τὴν ἀγοράν, ἐπέρασεν ἀπὸ τὸ καπηλεῖον, κ᾽ ἐφώναξε τὸν Ἀντώνην τὸν Βλάχον.
― Πάτερ Ἀβραάμ!… ἐλέησόν με, καὶ πέμψον Λάζαρον!
Τὰ μελίμηνα τοῦ ἀνδρογύνου ἐπικράνθησαν ἀπὸ τὸν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ προικοδότου καὶ χορηγητοῦ. Ὁ Γρηγόρης ἐξηκολούθει ἐπὶ πολὺν καιρὸν ἀκόμη νὰ ζητῇ τὰς χιλίας δραχμάς, καὶ νὰ παραπονῆται κατὰ τῆς συζύγου του ὅτι αὕτη τοῦ εἶχεν εἰπεῖ ψεῦδος. Πλὴν ἡ Ἀφέντρα ἰσχυρίζετο ὅτι δὲν τοῦ εἶπε ποτέ, μὲ τὸ στόμα, ὅτι εἶχε λάβει τὰ χρήματα ἐκεῖνα.
Ὁ Στάθης ὑπεσχέθη νὰ γηροκομήσῃ τοὺς γονεῖς του, ἀλλ᾽ οὐδέποτε ἐπείσθη νὰ δώσῃ τὸ «πανωπροίκι» εἰς τὸν γαμβρόν. Εἶχεν εὕρει τώρα καὶ ἄλλο ἐπιχείρημα, ὅτι καὶ ὁ ἄλλος γαμβρός, ὁ σύζυγος τῆς πρεσβυτέρας ἀδελφῆς, Μαργαρῶς, ἤγειρεν ἀπαίτησιν, ζητῶν καὶ αὐτὸς «πανωπροίκια», ἐπειδὴ ἡ προὶξ τὴν ὁποίαν εἶχε λάβει οὗτος ἦτο πολὺ εὐτελεστέρα.
― Καὶ μὲ τὰ πανωπροίκια, ποῦ πᾶμε, καὶ τί θὰ γίνουμε; εἶπεν ὁ Στάθης.
Ὁ γερο-Στεφανὴς προσέθηκε μελαγχολικῶς:
― Ἄλλοι σπέρνανε, κι ἄλλοι θερίζουνε.

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Πώς να την πάρεις τη ζωή δόλωμα του θανάτου;

Όπως τα φύλλα σε αψηλό καβάκι
Οιά τε φύλλα μακεδνής αιγείροιο.
Όμως εκείνο το μοναδικό ανατρίχιασμα της λεύκας...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Λεύκες στον Λαγκαδά, λάδι σε καμβά

Ζήσιμος Λορεντζάτος
Χαϊκού

Χίλια σκαλούνια
να τ’ ανέβεις της τέχνης
το Παλαμήδι.
*
Που ’ναι το τέλος;
Εν αρχή ην ο Λόγος
εμείς στη μέση.
*
Απ’ τα δυο τραίνα
στο σταθμό ποιο κουνιέται
εμείς για το άλλο;
*
Αχ η Ακριβούλα
κοχύλια τα προικιά της
Παπαδιαμάντη.
*
Όλη τη νύχτα
τ’ άρμπουρο με τ’ αστέρια
παίζαν τραμπάλα.
*
Λεύκα
(Απόσπασμα)

Μπορείς κι άλλα να πεις. Αστέρευτος ο λόγος
Ακόμα κι Όμηρος αν είσαι στου Αλκίνοου τα παλάτια
Και με την πρωτοεικόνα σου γνέμα κι αδράχτια
Στων γυναικών τα δάχτυλα στριφογυρίζουν
Όπως τα φύλλα σε αψηλό καβάκι
Οιά τε φύλλα μακεδνής αιγείροιο.
Όμως εκείνο το μοναδικό ανατρίχιασμα της λεύκας
Κάθε φορά που τη σαλεύει αγέρας (με το χέρι δείξε)
Του κάκου μάχεσαι δε θα μπορέσεις να το πεις
Μολύβι πέφτουν τα φτερά της τέχνης σου της ποιητικής
Μπροστά στο κάλεσμα το αδούλωτο της ζωής
*
Αδήλων δραμάτων
(Απόσπασμα)

Καημένη αγάπη της στεριάς και που δε σε περπάτησα
Και που δε σε κολύμπησα της θάλασσας αγάπη –
Τέτοια χαρά στον ουρανό και τέτοιο φως στον κόσμο
Πώς να την πάρεις τη ζωή δόλωμα του θανάτου;

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Νέος χρόνος...

Νέος χρόνος
μελαγχολία απ΄το
περασμένο φθινόπωρο... 

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Γιασεμί σε βάζο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Ματσούο Μπασό
Χαϊκού

Μην το ξεχνάς:
βαδίζουμε στην κόλαση
κοιτάζοντας λουλούδια.

(μετ. Βασίλης Λαλιώτης)
*
Αυτό το πρωί
μες στο νέο μου ράσο
κάποιος άλλος
*
Χρόνο το χρόνο
η μάσκα του πιθήκου
φανερώνει τον πίθηκο.
*
Νέος χρόνος
μελαγχολία απ΄το
περασμένο φθινόπωρο
*
Ανοιξιάτικο φεγγάρι
πρόσωπο λουλουδιού
στην ομίχλη
*
Μην ξεχάσεις
την δαμασκηνιά
που ανθίζει στη λόγχη
*
Σε ξερό κλαδί
κάθεται το κοράκι
φθινοπωρινή νύχτα
*
Εκεί που χάνεται
ο κούκος,
ένα νησί.
*
Πεταλούδα
τα φτερά λυγίζουν μες
στη λευκή παπαρούνα
*
Βιολέτες
πόσο πολύτιμες
στο ορεινό μονοπάτι
*
Λαμπρό φεγγάρι
τριγύριζα τη λίμνη
όλη νύχτα
*
Μετά τη βροχή
η καμέλια πέφτει
σκορπώντας σταγόνες.


(μετ. Γιάννης Λειβαδάς)

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις...

Αποχαιρέτα την Ελλάδα που γνώρισες...
Την Αθήνα... κι ό,τι γνώρισες...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολη με φεγγάρι 1970, λάδι σε καμβά

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Απολείπειν ο θεός Αντώνιον

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές --
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Βουλιάζει ο κόσμος...

Βουλιάζει ο κόσμος
κρατήσου, θα σ΄ αφήσει
μόνο στον ήλιο...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Αποθήκες στο λιμάνι, λάδι σε καμβά

Γιώργος Σεφέρης
Δεκαέξι Χαϊκού 
Τούτο το ακαριαίον....(Μάρκος Αυρήλιος)

Α

Στάξε στη λίμνη
μόνο μια στάλα κρασί
και σβήνει ο ήλιος

Β

Στον κάμπο ούτ΄ ένα
τετράφυλλο τριφύλλι
ποιος φταίει από τους τρεις;

Γ

Στον κήπο του μουσείου

Άδειες καρέκλες
τ΄αγάλματα γυρίσαν
στ΄ άλλο μουσείο

Δ

Να ΄ναι η φωνή
πεθαμένων φίλων μας
η φωνογράφος;

Ε

Τα δάκτυλά της
στο θαλασσί μαντήλι
κοίτα: κοράλλια

ΣΤ

Συλλογισμένο
το στήθος της βαρύ
μες στο καθρέφτη

Ζ

Φόρεσα πάλι
τη φυλλωσιά του δένδρου
κι εσύ βελάζεις.

Η

Νύχτα, ο αγέρας
ο χωρισμός απλώνει
και κυματίζει

Θ

Νέα μοίρα

Γυμνή γυναίκα
το ρόδι έσπασε ήταν
γεμάτο αστέρια

Ι

Τώρα σηκώνω
μια νεκρή πεταλούδα
χωρίς φτιασίδι.

ΙΑ

Που να μαζεύεις
τα χίλια κομματάκια
του κάθε ανθρώπου.

ΙΒ

Άγονος γραμμή

Το δοιάκι τι έχει;
Η βάρκα γράφει κύκλους
κι ούτε ένας γλάρος

ΙΓ

Άρρωστη ερινύς

Δεν έχει μάτια
τα φίδια που κρατούσε
της τρων τα χέρια

ΙΔ

Τούτη η κολόνα
έχει μια τρύπα, βλέπεις
την Περσεφόνη

ΙΕ

Βουλιάζει ο κόσμος
κρατήσου, θα σ΄ αφήσει
μόνο στον ήλιο.

ΙΣΤ

Γράφεις
το μελάνι λιγόστεψε
η θάλασσα πληθαίνει. 

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Ιστορίες της πόλης...

Και θυμήθηκα ότι μια φορά έμενα σ’ ένα σπίτι που ήταν αντίκρυ σ’ αυτό που γκρέμιζα, ένα μεγάλο σπίτι, που από καιρό έχει χαθεί, χωρίς ρυθμό, βαρύ, με γερμανικά παράθυρα ξεβαμμένα, και που τώρα στη θέση ένα άλλο από κατάλευκα μάρμαρα υψώνεται και τίποτα, τίποτα δε θυμίζει ότι εκεί υπήρχε κείνο το παλιό...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Διαγώνιος 1954, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά

Δημοσθένης Βουτυράς
Το παλιό σπίτι

Ο κασμάς, το σκεπάρνι, ο λοστός ρίχνανε, ρίχνανε, γκρεμίζανε τα δωμάτια με τους τοίχους τους κόκκινους, τους τριανταφυλλένιους, τους γαλάζιους, που από τόσα και τόσα χρόνια ήτανε μάρτυρες, άκουγαν, είδαν τι είχε συμβεί και τι είχε γίνει, χαρά, λύπη, πένθος, στο παλιό μεγάλο σπίτι. Οι εργάτες, άλλοι ανεβασμένοι πάνω στους μισογκρεμισμένους τοίχους, χτυπούσαν, έριχναν κάτω πέτρες, ασβέστη, άμμο, άλλοι βγάζανε πλάκες, άλλοι φόρτωναν χώματα στα κάρα, κι άλλοι χωρίζανε πέτρες, τούβλα. Κι όλοι μαζί μού φαινόντανε σαν κοπάδι από κοράκια, που τρώνε, σπαράζουνε νεκρό γιγάντιο θηρίο.

Βρισκόμουνα πάνω σε σωρό πετρών και κοίταζα το γκρέμισμα, όταν βλέπω δυο εργάτες να μου έρχονται, ο ένας πίσω απ’ τον άλλο.

- Τι είναι, Μανολιό; ρώτησα τον πρώτο, έναν ψηλό, κοκκινομούρη.

- Να σας πω…

Και πριν κατεβώ καλά, αυτός ήρθε κοντά και μου είπε σιγά:

- Κύριε Μεράτη, κει κάτω είναι ένας τάφος!

Αιστάνθηκα πως το χρώμα μου άλλαζε και τρόμαξα σα να είχα κάνει εγώ το κακό.

- Τι λες; του λέω.

- Μάλιστα! Μόλις άρχισα κει κοντά που ήταν το καζάνι, τον βρήκα…

Τους είχα σε μια μεριά πέρα, που ήταν ένα ιδιαίτερο μικρό πολύ οικοδόμημα, που τώρα, απ’ αυτό, δεν υπήρχε τίποτα, να βαθύνουν το υπόγειο, αφού είχανε βγάλει τις πλάκες, για να σβήσουνε ασβέστη.

Αυτό χρησίμευε για πλυσταριό του μεγάλου σπιτιού και δεν ήταν βαθύ – με δυο σκαλοπάτια πήγαινες κάτω.

Προχωρήσαμε μαζί και πηδήσαμε στο ρηχό λάκκο κι ευθύς αντίκρισα έναν τάφο μισανοιγμένο…

Λίγα κόκαλα χεριού ήτανε πάνω στο χώμα.

- Για κάνε λίγο ακόμα!

Ο Μανολιός πήρε το τσαπί κι άρχισε με προσοχή.

- Να τον! μου λέει σε λίγο.

Πλησίασα τότε και είδα, σε μικρό βάθος, μορφή σκελετωμένη…

Μου έκανε τρομερή εντύπωση… Έτσι, μου φάνηκε σα να περίμενε, να παραμόνευε κει από κάτω, να βγει στο φως…

- Έγκλημα! είπα. Πρέπει να ειδοποιήσουμε την αστυνομία.

Αλλ’ ο Μανολιός ταράχτηκε.

- Τι, τι; Τι είπατε, κύριε Μεράτη; μου λέει, να ειδοποιήσουμε την αστυνομία; Τι λέτε; Να ’χουμε ανακρίσεις, χασομέρια;

- Έτσι πρέπει, Μανολιό!

- Μα αυτό θα ’ναι εκατό χρονών· κείνοι που το έκαναν θα έχουνε πάει στον άλλο κόσμο!

- Δεν ξέρω γω πόσο χρονώ είναι, ξέρω πως πρέπει να το πούμε…

- Εγώ λέω… κύριε Μεράτη, μ’ αφήνετε να κάνω όπως θέλω;

- Και τι θα κάνεις;

- Να!

Και ο Μανολιός με το τσαπί πέταξε τα κόκαλα δω και κει, με δύναμη. Το κρανίο κύλησε και φάνηκε να κοιτάζει ψηλά με τις τρύπες του και σα να γελούσε.

- Στάσου! έκανα στο Μανολιό, και τονε σταμάτησα καθώς σήκωνε το τσαπί να το σπάσει.

Σταμάτησε αυτός, όχι όμως χωρίς να μουρμουρίσει και να πει πάλι για χασομέρια και μπελάδες.

Έστειλα γρήγορα το σύντροφό του να ειδοποιήσει την αστυνομία.

Αυτός όμως θα ειδοποίησε πρώτα τους εργάτες, γιατί τους είδα να αφήνουν την εργασία τους και να μας έρχονται.

Σε λίγο άρχισε να μαζεύεται πυκνός πυκνός για να δει.

Πάει η εργασία!

Και τότε, μα την αλήθεια, έδωσα μεγάλο δίκιο στο Μανολιό.

Αυτή η εύρεση του σκελετού στο παλιό σπίτι, η εντύπωση που μου έκανε, σα να ταράξανε βάθη και φέρανε στην επιφάνεια πράματα θαμμένα, μια ανάμνηση παλιά, λησμονημένη φάνηκε στο νου μου.

Και θυμήθηκα ότι μια φορά έμενα σ’ ένα σπίτι που ήταν αντίκρυ σ’ αυτό που γκρέμιζα, ένα μεγάλο σπίτι, που από καιρό έχει χαθεί, χωρίς ρυθμό, βαρύ, με γερμανικά παράθυρα ξεβαμμένα, και που τώρα στη θέση ένα άλλο από κατάλευκα μάρμαρα υψώνεται και τίποτα, τίποτα δε θυμίζει ότι εκεί υπήρχε κείνο το παλιό.

Κι έμενα σ’ αυτό το σπίτι μαζί μ’ ένα φίλο μου… Μα τι να γίνεται; Ζει άραγε; Ήταν ένας ιδιότροπος αλλά καλός σύντροφος. Είχε μια μύτη μεγάλη, που τον πειράζανε άλλοι πάλι, φίλοι, και του λέγανε πως δεν ήταν άλλο παρά μύτη!

Καθόμαστε σ’ ένα δωμάτιο ψηλό, σα φωλιά ορνέων, αρσενικών όμως, έρημη από θηλυκό, καθώς έλεγε ο φίλος μου, που η κάθε ματιά τους, που έπεφτε από τα ύψη κάτω και γύρω, δεν ήτανε για ζήτηση κυνηγιού, τροφής, αλλά για κανένα όμορφο κοριτσάκι, για κανένα προσωπάκι άσπρο ή μελαχρινό, με καπέλο και φτερό, ή και χωρίς καπέλο, ξεσκούφωτο, με τσίτινο φουστάνι και ταψί στα χέρια.

Αυτός όμως, αν κι έλεγε έτσι, δεν έδινε πεντάρα γι’ αυτά τα πράματα και για τούτο ούτε πολυπρόσεξε στο αντικρινό σπίτι που, κάποτε κάποτε, ένα προσωπάκι φαινότανε σ’ ένα παράθυρο και το έκανε να λάμπει.

Η μορφή αυτής της κόρης σβηστή μένει στη μνήμη μου. Κάποτε όμως ένα χαμόγελο την ζωηρεύει και την κάνει να φανεί, να φανούν δυο μάτια καστανά, που υγρά με κοίταζαν… Αλλά γρήγορα χάνονται! Ο χρόνος έρχεται με ορμή, και σβήνει, σβήνει…

Σ’ αυτό το σπίτι, που τώρα ακολουθεί το άλλο, που μέναμε μεις και που χάθηκε, έβγαινε αυτό το κορίτσι, όλο χαρά, σαν πεταλούδα που μόλις βγαίνει στον ανθισμένο κήπο. Τι να γίνεται τώρα; Αλλά κάποτε μια άγρια μορφή κίτρινη, την ακολουθούσε, σα μετά την εμφάνιση της πεταλούδας να επρόβελνε και η σαύρα.

Και παρουσιαζότανε ρίχνοντας μια μαύρη ματιά γύρω και στο παράθυρό μας, όταν προπάντων βρισκότανε σ’ αυτό ο Ζάνερος, ο φίλος μου.

Αλλά κι αυτός άμα τον έβλεπε, αγρίευε κι έλεγε σιγά:

- Αμ ήξεραν οι Σπαρτιάτες τι κάνανε! Στο βάραθρο τον κάθε μισερό, στο βάραθρο…

Το ’λεγε αυτό, γιατί το πρόσωπο που παρουσιαζότανε ήταν ένας μεσόκοπος ραχιτικός, μελαχρινός, κίτρινος, με κατάμαυρα μάτια.

Είχαμε μάθει πως ήταν θείος της κόρης κι είχε μια γυναίκα που δε φαινότανε και πολύ στο παράθυρο, κοντή, παχιά, αλλά νόστιμη κι άσπρη, άσπρη σα χιονάτη.

Αλλ’ είπα πως ο Ζάνερος δε φρόντιζε, ούτε έδινε λεπτό για γυναίκα, και τώρα θυμήθηκα πως τον είχα ακούσει να λέει για τη γυναίκα του ραχιτικού:

- Πιο αφράτη γυναίκα δεν έχω δει! Νομίζεις ότι είναι φτιαγμένη από ασπράδι αυγού και ζάχαρη!

Και μια μέρα θυμούμαι πως τον έπιασα και να πηγαίνει πίσω της, να την καμαρώνει. Το αρνήθηκε και θύμωσε γι’ αυτό, αλλ’ εγώ το είδα…

Ήταν, είπα, θείος της κόρης ο ραχιτικός. Αλλά γιατί έκανε έτσι; Γιατί έτρεχε πίσω της, πίσω απ’ την κόρη, σα να ’τανε ζηλιάρης εραστής ή σύζυγος;

Το παράδοξο όμως πάλι ήταν πως αντί να ταράζουμαι εγώ στη θέα του, ταραζότανε ο Ζάνερος, και ταραζότανε πολύ. Μου έλεγε πως δεν μπορούσε να τον υποφέρει, να υποφέρει τη ματιά του, τον έπιανε πυρετός, δεν ήταν όλη την ημέρα καλά…

Ο ραχιτικός, καθώς φαινόταν, σε κείνον είχε ρίξει την υποψία του, γιατί, αν και πολλές φορές εμένα έπιασε στο παράθυρο, η ματιά του αδιάφορη, ψυχρή περνούσε. Ενώ, όταν έβλεπε το φίλο μου, πώς αγρίευε!

Κι οι δυο έμεναν, κοιταζόντουσαν άγρια, άγρια… Και ο φίλος μου έλεγε σιγά, καθώς ανάγκαζε το ραχιτικό ν’ αποσύρει τα μάτια του και να φύγει απ’ το παράθυρο:

- Μωρέ, καλά και άγια κάνανε οι Σπαρτιάτες! Στο βάραθρο ο κάθε μισερός, στο βάραθρο! Για το βάραθρο ήσουνα…

Αλλ’ η έχθρα του φίλου μου μεγάλωνε, έπασχε απ’ αυτή. Το έβλεπα καλά. Πολλές φορές μου ’λεγε το πρωί:

- Είδα απόψε αυτόν στον ύπνο μου, είδα πως παλεύαμε. Τον έριχνα, λέει, κάτω, αλλ’ αυτός γινότανε τόσο δυνατός, σα σίδερο, και μου ριχνότανε. Στο διάολο!

Μια νύχτα τον άκουσα να φωνάζει και τον ξύπνησα.

- Δεν ξέρεις, μου είπε, έβλεπα πάλι αυτόν… Πάλι πάλευα μαζί του και μου είχε κολλήσει στο λαιμό…

Μια μέρα η κόρη δε φάνηκε… Τι έγινε; Πού να μάθω στην αρχή; Μετά μέρες όμως έμαθα πως πήγε στην πατρίδα της, στους γονείς της. Πάει η αγάπη…

Δεν πέρασε και πολύς καιρός και μαθαίνω μια μέρα πως ο ραχιτικός ο πλούσιος χάθηκε κι ότι λέγανε πως σκοτώθηκε μόνος, πνίγηκε…

Κείνο που υποπτευόμουνα το πίστεψα τότε, ήταν αλήθεια. Αγαπούσε την ανεψιά του και γι’ αυτό σκοτώθηκε…

Και δεν το είπα και σε λίγους! Τις ίδιες μέρες έφυγε κι ο Ζάνερος, κι από τότε ούτε άκουσα τι γίνεται. Έπρεπε μάλιστα να ’ρθει για τις εξετάσεις…

Αυτά σκεπτόμουνα την άλλη μέρα το μεσημέρι, κλεισμένος στο δωμάτιό μου, γιατί η βροχή μας εμπόδισε να εργαστούμε, όταν η πόρτα μου χτύπησε σιγά.

Ήταν ένα παιδί που είχα στην εργασία κι έφερνε ένα γράμμα.

Μου ’γραφε ένας από τους εργολάβους της οικοδομής, που θα έκανα, και μου ’λεγε πως η ταμπακέρα που βρήκανε μέσα στον τάφο, μαζί με το σκελετό, είχε πάνω ένα όνομα: Π. Συνέρης.

Γρήγορα θυμήθηκα πως ήτανε το όνομα του ραχιτικού που καθότανε στο σπίτι αυτό και που είχανε πει πως είχε πέσει στη θάλασσα κι αυτή είχε γίνει ο τάφος του!

Έχει γούστο να ’ναι αυτός! είπα.

Και ήταν! Όπως απόδειξε κι η εξέταση του σκελετού, ήταν αυτός! Ενώ τον ζητούσανε στη θάλασσα, αυτός βρισκότανε κει κάτω θαμμένος…

Τώρα, τι συνέβαινε;

Εγώ δε λέω τίποτα.

Ένα πράμα μόνο έχω να σας πω, ότι τώρα περισσότερο, όταν χαλώ κανένα παλιό σπίτι, περισσότερο σκέπτομαι πόσα κρυφά δράματα, πόσες άγνωστες τραγωδίες έχουνε γίνει σ’ αυτά…

Από τη συλλογή «Τριανταδύο διηγήματα» (1921)

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Γιορτινές μέρες με Παπαδιαμάντη...

Οταν απεβιβάσθη ο Άγάλλος, κ' επάτησε τον πόδα εις την ξυλίνην αποβάθραν της ανόρμου εσοχής· αγκάλης‚ του αιγιαλού ―την κατεσκεύαζον ξυλίνην επειδή κατά τον χειμώνα τα κύματα του βορρά την κατέστρεφον, και πάσαν άνοιξιν την ανεκαίνιζον πάλιν―, αόριστον νέφος λύπης και κατηφείας· του εφάνη ότι‚ επεπόλαζεν· επλανάτο‚ εις όλην την παραθαλάσσιον...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ναυτική σχολή της Ύδρας, λάδι σε καμβά

Αλεξανδρος Παπαδιαμάντης
Τα μαύρα κούτσουρα

Σοβαρὸς καὶ ἀρχαϊκός, γαλανὸς κι ἀνοιχτοπρόσωπος, ὁ κυρ–Δημητράκης τ᾿ Ἀγάλλου, μὲ τὰς πλατείας χειρῖδας, τὴν κεντητὴν ζώνην, καὶ τὰ στιλπνὰ πανωβράκια του, ἐσύχναζε καθ᾿ ἑκάστην εἰς τὸ Κιόσκι, εὐθὺς ἐντὸς τῆς σιδηρᾶς πύλης τοῦ Κάστρου, καὶ ἀντικρὺ εἰς τὸ μικρὸν τζαμί, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο διὰ τὸν τύπον ἐκεῖ, τάχα διὰ τὰς θρησκευτικὰς ἀνάγκας τοῦ μοναδικοῦ ἀγᾶ, ὅστις εὑρίσκετο ὡς σημεῖον συνδέσμου καὶ ὑποταγῆς ἐφ᾿ ὅλης τῆς νήσου. Ἐκεῖ ἐσυναθροίζοντο ὅλοι οἱ προεστοί, πρόκριτοι, καὶ δημογέροντες τοῦ τόπου, διὰ νὰ καπνίζουν τὸ μακρὸν τσιμπούκι, νὰ πίνουν τὸ σερμπέτι* καὶ νὰ συζητοῦν, ὡς μεγάλα κεφάλια, τὰ συμφέροντα ὅλης τῆς κοινότητος. Ἐσχάτως μόνον τὸ σερμπέτι ἤρχισε νὰ τὸ ἀντικαθιστᾷ ὁ καφές, τὸν ὁποῖον ἐκόμισε πρῶτος, ἐπιστρέψας ἄρτι ἐκ τῆς Βλαχίας καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ κὺρ Ἀλεξανδράκης ὁ Λογοθέτης, μεγαλέμπορος καὶ πρῶτος προεστὼς τοῦ Κάστρου.
Συνήθως οἱ προεστοὶ ἦσαν βραχύλογοι. Ἔσφιγγαν τὰ χείλη, καὶ δυσκόλως ἔφευγε λόγος τὸ ἕρκος τῶν ὀδόντων των. Ἔμεναν πάντοτε ἀμφίρροποι, καὶ δὲν ἐξεφράζοντο ποτὲ ἀρκετὰ σαφῶς διὰ πᾶν ζήτημα. Ὁ κὺρ Δημητράκης τ᾿ Ἀγάλλου ἔλεγε μόνος του εἰς μίαν ἡμέραν τόσα λόγια, ὅσα δὲν ἔλεγαν εἰς δέκα συνεδριάσεις ὅλοι ὁμοῦ οἱ προεστοί. Πλὴν μὲ ὅλην τὴν στωμυλίαν ταύτην, κανὲν ὑποκείμενον δὲν ἐσαφηνίζετο. Οὔτε ὁ λέγων ἐφαίνετο νὰ ἠξεύρῃ ἀκριβῶς τί ἔλεγεν, οὔτε οἱ ἀκροαταί του ἐννόουν εὐκρινῶς τί ἤθελεν ὁ ἀγορητὴς νὰ εἴπῃ.
Ἐκεῖνο τὸ Σάββατον, ὁποὺ ὁ κὺρ Δημητράκης ἐπέστρεφεν οἴκαδε περὶ τὴν μεσημβρίαν, σοβαρὸς καὶ γαλανός, σκεπτικὸς εἰς ὅλον τὸν δρόμον, εἶχε συζητηθῆ θέμα πολὺ εὐγενὲς εἰς τὸ Κιόσκι, εἰς τὴν συνάθροισιν τῶν προεστῶν. Ἐπρόκειτο περὶ παίδων ἀνατροφῆς καὶ μάλιστα περὶ τῆς διαγωγῆς τῶν ἐφήβων καὶ νεανίσκων ἐκείνου τοῦ καιροῦ, μεσοῦντος τοῦ ΙΗ´ αἰῶνος. Δύο ἢ τρεῖς νέοι τὰς ἡμέρας ἐκείνας, ἀπὸ καλὰς οἰκίας ὁπωσοῦν, εἶχον ἐκτραπῆ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, καὶ εἶχον ἐξοκείλει εἰς θορυβώδεις κώμους τὴν νύκτα, μὲ βιολιὰ καὶ μὲ λαγοῦτα, καὶ μὲ λίαν ζωηρὰ καὶ ξανοιχτὰ ᾄσματα. Μίαν λέξιν εἶχεν εἰπεῖ μετὰ γενικότητος ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος ὁ Κονόμος.
― Δὲν πᾶμε καλά.
― Ξωκείλαμε, ἐπρόσθεσεν ὁ κὺρ Φραγκούλης τοῦ Φραγκούλα.
― Μπατάραμε.
― Πέσαμ᾿ ὄξου, ἐπέφερεν ὁ καπετὰν Πέρρος ὁ Μαυρογιαλής.
―Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἔλειψε, συνεπέρανεν ὁ Σακελλάριος ὁ παπα-Ζαχαρίας.
Κι ὁ κὺρ Δημητράκης ἤρχισε στωμύλως ν᾿ ἀναπτύσσῃ τὸ ζήτημα.
―Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἤρχισε μὲ ὕφος σχεδὸν καλογηρικόν, πρέπει νὰ ξέρουμε πὼς ὅλοι μας εἴμαστε σὰ μιὰ οἰκογένεια ἀγαπημένη, ἀπὸ πατέρα κι ἀπὸ μάννα, ὅλοι ἀδέρφια εἴμαστε. Πατέρας μας εἶναι ὁ Θεός, μάννα μας εἶν᾿ ἡ γῆς. Καὶ λοιπὸν ἐπειδὴς εἴμαστε ὅλοι ἀδέρφια, μὲ τὸ νὰ ἔχουμε ὅλοι ἕνα πατέρα, τὸν Θεόν, καὶ μιὰ μητέρα, τὴν γῆς, πρέπει νὰ εἴμαστε ἀγαπημένοι καὶ τιμημένοι, ὡσὰν μιὰ οἰκογένεια ποὺ εἴμαστε. Τί λέγει τὸ ἱερὸ Βγαγγέλιο; Ἀγαπήσεις τὸν πλησίο σου ὡς σεαυτόν. Ἐπειδὴς ὁ πλησίος, ὁ γείτονάς σου, εἶναι ἀδελφός, μὲ τὸ νὰ ἔχῃ ἕνα πατέρα, τὸν Θεόν, καὶ μία μάννα, τὴν γῆς, ἤγουν θὰ πῇ πὼς εἶναι σὰν ἀδερφός σου, σωστὸς ἀδερφός σου. Καὶ τί λέγει πάλιν; Ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρων μὴ ποιήσῃς· ἑταῖρος, μοῦ ἔλεγε ὁ Λογιώτατος ὁ γυιός μου, ἑταῖρος, θὰ πῇ σύντροφος, φίλος. Πῶς μπορεῖς νὰ κάμῃς κακὸ στὸν ἀδερφό σου, στὸν σύντροφό σου, στὸν φίλο σου; Ἤγουν, διὰ νὰ καταλάβετε καλά, πατέρες, τί λέγω, θέλεις ἐσὺ νά ᾽ρχωνται νὰ κάνουν πατινάδες ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὰ παραθύρια σου, τὴν νύχτα;
― Δὲν τὰ λὲς καὶ τόσο βαθιὰ ἑλληνικά, καταλάβαμε, εἶπεν ὁ πρῶτος λαλήσας, ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Κονόμος.
―Ἀγκαλά, κὺρ Δημητράκη, κι ὁ γυιός σου, καθὼς ἔμαθα, ὁ Ἀγάλλος ἦτον ἀπὸ σταβὲτ* κι αὐτός, εἶπεν ὁ καπετὰν Πέρρος, ἦτον μαζὶ μὲ τὸ τσοῦρμο.
― Ποιὸ τσοῦρμο, καπετὰν Πέρρο; Στὸ καράβι εἶν᾿ ὁ νοῦς σου;
― Μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔκαναν τὴν πατινάδα, ἡρμήνευσεν ὁ παπα-Ζαχαρίας. Κ᾿ ἐγὼ τ᾿ ἄκουσα, κὺρ Δημητράκη.
― Τί λές, παπά;
― Τὸ ναί, ναί, καὶ τὸ οὔ, οὔ, ἐπέμεινεν ὁ παπάς. Καλύτερα νὰ τὰ λέμε μπροστά, κὺρ Δημητράκη. Νὰ μὴ γνέφῃ τινὰς ὀφθαλμῷ μετὰ δόλου, λέγει ὁ σοφὸς Σολομών· ὁ ἐλέγχων μετὰ παρρησίας εἰρηνοποιεῖ.
―Ἐγὼ τώρα τ᾿ ἀκούω αὐτό, ἐπανέλαβε κατηφὴς ὁ κυρ-Δημητράκης.
― Γιατὶ στερνὰ τὰ μαθαίνει ὅλα κεῖνος ὁποὺ ἔπρεπε πρῶτος νὰ τὰ ξέρῃ, εἶπεν ὁ παπάς. Καὶ ἔσονται οἱ πρῶτοι ἔσχατοι.
―Ἔ! καὶ τί νὰ κάμῃ, σὰ σᾶς ἀκούω καὶ σᾶς! ἔκραξεν ἀνυπόμονος ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Κονόμος. Μπορεῖ νὰ μνουχίσῃ τὸν γυιό του;
Κ᾿ ἐκάγχασεν ὀλίγον φορτικῶς.
― Καλύτερα νὰ τὸν πανδρέψῃ, εἶπεν ὁ παπάς. Ἔχουμε κορίτσια στὸ χωριό. Πῶς σᾶς φαίνεται ἡ ἀνιψιά μου, ἡ Οὐρανίτσα τοῦ Θωμᾶ Κουμπῆ;
― Καλὴ κι ἄξια, εἶπεν ὁ καπετὰν Πέρρος.
― Καλά, θὰ τὸν παντρέψω, εἶπεν ἀποφασιστικῶς ὁ κὺρ Δημητράκης. Σοῦ δίνω τὸν λόγον μου, παπά μου.
Ἔτεινε τὴν χεῖρα πρὸς τὸν ἱερέα. Εἶτα ἐπῆρε τὸ τσιμπούκι του, κι ἀπῆλθεν ὁρμητικός.
*
―Ἄκουσε τί σοῦ λέει ὁ ἀφέντης σου, ἔλεγεν ἡ γρια-Ἀρετή, ἡ Δημητράκαινα, πρὸς τὸν υἱόν της, τὸν πρωτότοκον Ἀγάλλον.
―Ἔδωκα τὸν λόγο μου στὸν παπα-Ζαχαρία, ἐπανέλαβε πολλάκις ὁ κὺρ Δημητράκης.
― Κ᾿ ἐγὼ εἶχα ρίξει τὸ μάτι μου στὴν κόρη τῆς Γκλεζίτσας, στὴ Σκόπελο, ἐπέμενεν ἄκαμπτος ὁ Ἀγάλλος.
Ὁ Ἀγάλλος ἦτο 22 ἐτῶν, ὑψηλὸς καὶ εὔμορφος, γαλανὸς ὅπως ὁ πατήρ του. Εἶχεν ἀρχίσει ἀπὸ τριῶν ἐτῶν νὰ κάμνῃ ταξίδια ἐπάνω στὸν Ποταμόν, εἰς τὴν Βλαχίαν, κ᾿ ἐκεῖθεν εἶχεν ἐπανακάμψει πρὸ ὀλίγων μηνῶν φέρων ὀλίγας ἑκατοντάδας φλωρίων, ὡς πρωτόλεια εἰς τοὺς γονεῖς του. Εἶχε κρατήσει πέντ᾿ ἓξ διὰ νὰ εὐθυμήσῃ μὲ τοὺς φίλους του.
Πρὶν φθάσῃ εἰς τὸ Κάστρον, εἶχε ξεμβαρκάρει κατ᾿ ἀνατολὰς εἰς τὴν ἀντικρινὴν νῆσον, κ᾿ ἐκεῖ εἶχεν ἰδεῖ τὴν ὡραίαν, λεπτοφυῆ, ὠχράν, λευκήν, καὶ σχεδὸν μεταξωτὴν 〈κόρην〉, εἰς συγγενικὴν οἰκίαν, διότι εἶχε πρωτεξαδέλφους ἐξ ἀγχιστείας, καθότι ἐγίνοντο τότε συχναὶ ἀγχιστεῖαι μεταξὺ τῶν ἐγκρίτων οἰκογενειῶν τῶν δύο νήσων. Ὁ Ἀγάλλος εἶχεν ἐρωτευθῆ τὴν γαλαζοαίματην, τὴν ὡς κηρίνην καὶ σχεδὸν διαφανῆ κόρην.
Ὁ κὺρ Δημητράκης ἤρχισε νὰ διηγῆται μακρὸν συναξάρι, περὶ ὑπακοῆς καὶ ἀπειθείας τέκνου καὶ ὅτι εὐχαὶ γονέων στηρίζουσι θεμέλια οἴκων. Ὁ Ἀγάλλος μόλις ἤκουεν. Ἡ γρια-Ἀρετὴ πρόχνυ καθημένη, περιβάλλουσα μὲ συμπεπλεγμένας χεῖρας τὰ δύο γόνατα, ἔσειεν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὴν κεφαλήν, ὡς νὰ ἐπέθετεν ὀξείας καὶ περισπωμένας εἰς τὸ λεκτικὸν τοῦ συζύγου της.
Τέλος ὁ κὺρ Δημητράκης εἶπε:
― Θέλεις νά ᾽χῃς τὴν κατάρα μου;
―Ὄχι, ἀφέντη, εἶπεν ὁ νέος.
― Σοῦ λέω, ἔδωκα τὸν λόγο μου.
― Κ᾿ ἐγὼ ἔδωκα τὴν καρδιά μου.
―Ἄκουσε τί σοῦ λέει ὁ κύρης σου, παιδί μ᾿, Ἀγάλλο μ᾿, εἶπεν ἡ Ἀρετή.
― Τὸν ἀκούω, μάννα ― μά, ἂν δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ δὲν θὰ γένῃ.
― Δὲν σοῦ εἶπα, εὐχαὶ γονέων στηρίζουσι… παιδί μου; ἐπανέλαβε δευτέραν φορὰν ὁ γέρος.
― Μοῦ τὸ εἶπες, ἀφέντη· μὰ λέει κι αὐτό: «Πατέρες μερίζουσιν οἴκους καὶ ὕπαρξιν τέκνοις· παρὰ δὲ Κυρίου ἁρμόζεται ἀνδρὶ γυνή».
Ἂν καὶ δὲν ἦτο τόσον σοφὸς ὅσον ὁ Λογιώτατος, ἤξευρε ρητά.
― Θὰ σὲ ἀποκληρώσω.
Παρῆλθον ὀλίγαι ἡμέραι· εἶχεν ἐμβῆ ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ἐπανήρχετο ἡ ἄνοιξις, κι ὁ Ἀγάλλος ἡτοιμάζετο νὰ πλεύσῃ διὰ τὴν Ἱερισσὸν καὶ τὸν Βόσπορον κ᾿ ἐκεῖθεν διὰ τὸν Δούναβιν. Ὅταν ἐζήτησε τὴν πατρικὴν εὐλογίαν, ὁ κὺρ Δημητράκης τοῦ εἶπεν:
―Ἂς εἶναι, παιδί μου· ἐσὺ θὰ μὲ γηροκομήσῃς.
Κι ὅταν ἐφίλησε τὴν δεξιὰν τῆς μητρός του, ἡ Ἀρετὴ τοῦ εἶπε:
― Τὰ χεράκια σου θὰ μὲ θάψουνε.
*
Διέτριψε μίαν ἑβδομάδα καὶ πλέον εἰς τὴν ἀντικρινὴν νῆσον, ὅπου ἐπῆγε νὰ ἐπισκεφθῇ τὴν μεταξωτὴν κόρην, τὴν γαλαζοαίματην· τὴν Γκλεζώ, θυγατέρα τῆς Γκλεζίτσας, καταγομένης ἀπὸ τὸ αἷμα τὸ Τσιρωνέικον, ἐξ εὐγενῶν Βενετῶν φυγάδων.
Τὴν ἐπαύριον, ἀφοῦ ἐμίσεψεν ὁ Ἀγάλλος, ὁ κὺρ Δημητράκης ὅταν ἐπῆγεν, ὡς συνήθως, εἰς τὸ Κιόσκι, εἰς τὸ μέσον τῶν προεστῶν, ἐστράφη πρὸς τὸν παπα-Ζαχαρίαν τὸν Σακελλάριον καὶ τοῦ εἶπε:
― Σοῦ δίνω, παπά, στὴν ἀνεψιά σου τὴν Οὐρανίτσα, τὸν Λογιώτατον, ἐπειδὴ ὁ Ἀγάλλος δὲν ἠθέλησε νὰ μ᾿ ἀκούσῃ.
― Καλά, κὺρ Δημητράκη· ὡς ἐπίτροπος τῆς κόρης, σοῦ λέγω ὅτι εἶναι δεκτόν.
Ὁ Ἐπιφάνιος ἦτο δευτερότοκος υἱὸς τοῦ Δημητράκη, τὸν ὁποῖον αὐτὸς εἶχεν ἐπονομάσει Λογιώτατον, καὶ τὸ ἐπίθετον αὐτὸ ἐκόλλησεν ἐπάνω του καὶ τοῦ ἔμεινε.
Ὁ νέος εἶχε σπουδάσει στ᾿ Ἀμπελάκια, στὰ Γιάννενα, καὶ κάπου ἀλλοῦ, ὅπου τὸν εἶχε στείλει ὁ πατήρ του. Φαίνεται ὅτι ἦτο καλὸς ἑλληνιστής, καὶ πονήματά τινα κατέλιπεν ἔμμετρα καὶ πεζά, ἐξ ὧν ἓν μόνον φυλλάδιον εἶχε τυπωθῆ ἐν Βενετίᾳ, ζῶντος τοῦ συγγραφέως.
Ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἔγινεν ἡ μνηστεία, καὶ μετ᾿ ὀλίγον καιρὸν ὁ γάμος. Ὁ Ἐπιφάνιος ἐπῆρε τὴν γυναῖκά του, κ᾿ ἐπῆγεν ὡς διδάσκαλος εἰς τὴν Ὕδραν, ὅπου διέτριψεν ἔτη πολλά, μεταξὺ τοῦ τέλους τοῦ ΙΗ´ καὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ ΙΘ´ αἰῶνος, διδάσκων τὰ ἑλληνικὰ γράμματα. Ὑπέγραφε δὲ συνήθως Στέφανος (ἀντὶ τοῦ Ἐπιφάνιος) Δημητριάδης.
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἀγάλλος διέμεινεν ἐπὶ πέντε ἔτη εἰς Βλαχίαν, κ᾿ ἔγραφεν ἀνὰ δύο ἢ τρεῖς μῆνας πρὸς τοὺς γονεῖς του, εἰς τὴν νῆσον. Πότε τὰ γράμματα παρέπιπτον κ᾿ ἐχάνοντο, πότε ἔφθανον εἰς χεῖρας τοῦ πατρός του. Ὁ 〈κὺρ〉 Δημητράκης συνήθως οὔτε ἔστελλεν ἀπάντησιν, καὶ διότι εἶχε γογγύσει ἡ καρδία του κατὰ τοῦ Ἀγάλλου, καὶ διότι δὲν εἶχε πλέον γραμματικόν, ὅστις νὰ τοῦ συντάξῃ ἐπιστολήν. Ὁ Λογιώτατος ἔλειπε χρονικῶς εἰς Ὕδραν. Εἰς τὸν ἴδιον αὐτὸν [τὸν] Λογιώτατον δὲν ἔστελλε γράμματα, ἀλλὰ μόνον στοματικὰ χαιρετίσματα, ὁπωσοῦν συχνά ― διὰ μέσου ἁλιέων καὶ σπογγοθηρῶν πλεόντων ἀπὸ τοῦ Σαρωνικοῦ εἰς τὰς βορεινὰς νήσους καὶ τἀνάπαλιν, κάποτε καὶ διὰ μοναχῶν ταξιδιωτῶν, ἐξ Ἁγίου Ὄρους ἐρχομένων, οἵτινες ἀφοῦ ἐπεσκέπτοντο τὰ ἐπὶ τῆς νήσου Μονύδρια, τὴν Παναγίαν τῆς Κεχριᾶς τὴν θαυματουργόν, τὴν Κ᾿νιστριώτισσαν, τὸν Πρόδρομον τὸν Κρυφόν, τὸν ἄλλον τὸν Ἀσέληνον κτλ., κατηυθύνοντο εἶτα εἰς Ὕδραν, διὰ νὰ ἴδωσι τὰς ἐκεῖ μονὰς καὶ τοὺς μονάζοντας, καὶ εἶτα ἔφθαναν μέχρι τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου καὶ τῆς Ἁγίας Λαύρας, εἰς τὰ βορειοδυτικὰ τοῦ Μορέως.
Ὅταν εἰς τὸ τέλος τῶν πέντε ἐτῶν, ὁ Ἀγάλλος ἐκίνησεν ἀπὸ τὸν Ποταμὸν διὰ νὰ κατέλθῃ εἰς τὴν Προποντίδα, καὶ ἐξέλθῃ εἰς τὴν Ἄσπρην Θάλασσαν, ἠγνόει πολλὰ ἄλλα πράγματα ἐν τῷ μεταξὺ ἐπισυμβάντα, ἀλλὰ καὶ τὸν γάμον τοῦ Ἐπιφανίου μετὰ τῆς Οὐρανίτσας. Καὶ ὅμως ἐκ φήμης εἶχεν ἀκούσει ὅτι εἷς Λογιώτατος καλούμενος νέος, ἀπὸ βορεινὴν νῆσον προερχόμενος, ἦτο διδάσκαλος εἰς τὴν Ὕδραν· ἀλλ᾿ ἡ φήμη δὲν ἦτο ἀρκετὰ φωτισμένη, ὥστε νὰ τὸν πληροφορήσῃ ἂν ὁ Λογιώτατος ἐκεῖνος εἶχε γυναῖκα, καὶ ποίαν, καὶ πόθεν. Ὁ Ἀγάλλος ἔφερε μαζί του ὄχι ὀλίγας ἑκατοντάδας φλωρίων αὐτὴν τὴν φοράν.
Μετὰ ἕνα μῆνα ἀπὸ τὸν μισεμόν του ἐκ τῆς Βλαχίας, ἔφθασεν εἰς τὸν ὡραῖον τόπον, εἰς τὴν πατρίδα τῆς φαρφουρένιας Γκλεζῶς. Ἐμελέτα νὰ μείνῃ αὐτόθι ὀλίγας ἡμέρας, εἶτα νὰ πλεύσῃ εἰς τὴν πατρίδα του ἀντικρύ, νὰ ἐξευμενίσῃ τοὺς γονεῖς του μὲ πᾶσαν θυσίαν, νὰ τοὺς πείσῃ νὰ ἔλθουν εἰς τὸν γάμον, καὶ νὰ ἐπανέλθῃ ἄγων αὐτοὺς πλησίον τῆς μνηστῆς του. Ὁ γάμος θὰ ἐτελεῖτο πανηγυρικῶς, μὲ τὰς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, δώδεκα παπάδων, ἀπὸ δώδεκα ἐνοριακὰς ἐκκλησίας, καὶ τῶν γονέων, καὶ τῆς πενθερᾶς του τῆς Γκλεζίτσας καὶ τόσων παρομοίων ἄλλων, κηδεστῶν, ἀγχιστέων καὶ φίλων.
*
Ὅταν ἀπεβιβάσθη ὁ Ἀγάλλος, κ᾿ ἐπάτησε τὸν πόδα εἰς τὴν ξυλίνην ἀποβάθραν τῆς ἀνόρμου ἐσοχῆς ·ἀγκάλης‚ τοῦ αἰγιαλοῦ ―τὴν κατεσκεύαζον ξυλίνην ἐπειδὴ κατὰ τὸν χειμῶνα τὰ κύματα τοῦ βορρᾶ τὴν κατέστρεφον, καὶ πᾶσαν ἄνοιξιν τὴν ἀνεκαίνιζον πάλιν―, ἀόριστον νέφος λύπης καὶ κατηφείας ·τοῦ ἐφάνη ὅτι‚ ἐπεπόλαζεν ·ἐπλανᾶτο‚ εἰς ὅλην τὴν παραθαλάσσιον. Τὰ πρόσωπα, ὅσα ἄλλοτε ἔτρεχον μετὰ χαρᾶς νὰ τὸν ὑποδεχθῶσι καὶ νὰ τὸν χαιρετίσωσι, σκαιὰ καὶ ψυχρά, δὲν ἔτρεχον μετὰ προθυμίας εἰς συνάντησίν του. Δύο ἢ τρεῖς γνώριμοι, φίλοι ἢ συγγενεῖς τῆς μνηστῆς του, τοῦ εἶπον «καλῶς ὥρισες» μὲ μελαγχολικόν τινα τρόπον, ὡς νὰ τὸν ᾤκτειρον. Ἐφαίνοντο ὅτι εἰς πέντε ἔτη ὅλοι οἱ νέοι εἶχον γηράσει ὡς νὰ εἶχε παρέλθει εἰκοσαετία, καὶ ὅλοι οἱ ὡρίμου ἡλικίας εἶχον γίνει ψυχροὶ καὶ δύσκαμπτοι, ὡς παγωμένα σκέλεθρα.
Ὁ Ἀγάλλος ὑπωπτεύθη ὅτι ἡ μνηστή του τὸν εἶχεν ἀρνηθῆ, καὶ εἶχε προτιμήσει ἄλλον. ᾘσθάνθη εἰς τὸ στῆθός του αἰφνίδιον πλῆγμα ὡς δικόπου μαχαίρας· ἡ μία ἀκωκὴ τὸν ἔπληττεν εἰς τὸ αἴσθημα, ἡ ἄλλη, ἥτις πιθανὸν νὰ ἦτο καὶ ἡ ὀξυτέρα, εἰς τὴν φιλαυτίαν του.
― Τί γίνεται τὸ Γκλεζώ, καλὰ εἶναι; ἐτόλμησε νὰ ἐρωτήσῃ τὸν κὺρ Φάλκον, ἕνα θεῖον τῆς κόρης, ὅστις ἦτο συγχρόνως καὶ τοῦ ἰδίου συγγενής, ἀπὸ τὴν παλαιοτέραν ἀγχιστείαν, ἥτις προϋπῆρχε μεταξὺ τῶν οἰκογενειῶν των.
―Ἔ, ὑπομονή, κουράγιο· τί νὰ κάμουμε; εἶπεν εἰς ἀπάντησιν ὁ γερο-Φάλκος.
― Τί ὑπομονή, κουράγιο; ἐπανέλαβεν ἐν ἀπορίᾳ ὁ Ἀγάλλος.
― Αὐτὰ ἔχει ὁ κόσμος, ἀπήντησεν ὁ Φάλκος.
― Τὸ ξέρω, εἶπεν ὁ Ἀγάλλος· μόνο πές μου, τί τρέχει;
― Ζωὴ σὲ λόγου σου, εἶπε πάλιν ὁ ἄλλος.
― Πέθανε τὸ Γκλεζώ;
― Δὲν ἐπέθανε ἀκόμα· πεθαίνει.
Τῳόντι ἡ νεᾶνις ἔπνεε τὰ λοίσθια. Ὠχρά, διαφανής, μεταξωτή, εἶχε κρυολογήσει εἰς τὴν ἐξοχὴν τὸ περασμένον φθινόπωρον, ὅπου ἐπῆγε κ᾿ ἔμεινε δύο-τρεῖς ἡμέρας εἰς τὸ ἰδιόκτητον καλύβι τῆς οἰκογενείας, ἐκ φιλοτιμίας βοηθοῦσα τὰς ἐργατίνας εἰς τὸ μάζεμα τῶν ἐλαιῶν, ἀκόμη καὶ ὑπηρετοῦσα εἰς τὴν ἔκθλιψιν τοῦ ἐλαίου εἰς τὸ πατητήρι, τὸ ὁποῖον ὑπῆρχεν εἰς τὸ κατώγι τῆς μικρᾶς ἐπαύλεως. Δὲν ἤκουε τὰς νουθεσίας τῆς μητρός της, ἥτις τὴν εἶχεν ἀκριβὴν καὶ πολυζήτητον, κ᾿ ἤθελε νὰ ἐξασκηθῇ εἰς τὴν ἐργασίαν. Εἶχεν ἀκούσει ὅτι εἰς τὴν ἄλλην νῆσον, εἰς τὴν πατρίδα τοῦ ἀρραβωνιστικοῦ της, δὲν τὸ εἶχον εἰς ἐντροπὴν αἱ γυναῖκες τῶν καλυτέρων οἰκογενειῶν νὰ βοηθῶσιν εἰς τοιαύτας ἐργασίας, κ᾿ ἐφιλοτιμεῖτο νὰ τὰς μιμηθῇ, διὰ νὰ δείξῃ εἰς τὴν πενθερὰν καὶ τὰς ἀνδραδέλφας της, ὅταν ἔμελλε νὰ πλεύσῃ μὲ τὸν Ἀγάλλον ἀντικρύ, στὸ Κάστρον, ὅτι αὐτή, ἂς ἦτον καὶ γαλαζοαίματη, ἐπεθύμει νὰ εἶναι χρήσιμος κ᾿ ἐργατική, ὅπως ἐκεῖναι. Τέλος ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν ἄρρωστη. Ἡ μήτηρ της ἀνήσυχος τὴν ἐπεμελήθη τρυφερά. Ὅλαι αἱ γιάτρισσαι τῆς πόλεως, μὲ τὰ φάρμακα καὶ τὰ μαντζούνια, ἐτέθησαν εἰς ἐνέργειαν. Ἀλλ᾿ ἡ φύσις δὲν ἐβοήθει, καὶ ἡ κόρη ἐχειροτέρευε. Παρῆλθεν ὁ χειμών, καὶ ἤλπιζεν ἡ Γκλεζίτσα ὅτι μὲ τὴν ἀνατολὴν τῆς ἀνοίξεως ·ἐστρώθη τὸ φθινόπωρον, εἰσέβαλεν ὁ χειμὼν‚ θὰ ἐδυνάμωνεν ἡ μεταξωτὴ κόρη. Εἰς μάτην. Ἡ γλυκεῖα νεᾶνις ἐχειροτέρευεν, ἀφηρεῖτο τὸ περίβλημα, κ᾿ ἐφανερώνετο εἰς τὰ ἔξω, κ᾿ ἐγίνετο ψυχή. Καὶ τέλος, τὸν Ἀπρίλιον ἐκεῖνον, ὀλίγον μετὰ τὸ Πάσχα, ὅταν ἔφθασεν ὁ Ἀγάλλος, τὸ ἄνθος ἐφυλλορρόησε, κ᾿ ἔγειρε, κ᾿ ἐμαράνθη.
*
Ἀφοῦ ἔκλαυσεν ὡς παιδίον, κ᾿ ἐθρήνησεν ὡς γυνὴ ὁ Ἀγάλλος, κ᾿ ἔβρεξε μὲ δάκρυα τὸ χῶμα, δευτέραν καὶ τρίτην ἡμέραν μετὰ τὴν ταφήν, συγχρόνως εἶπε μέσα του:
― Δὲν πάω ἐγὼ τώρα ν᾿ ἀρραβωνισθῶ τὴν Οὐρανίτσα, διὰ νὰ πάρω τὴν εὐχὴ τῶν γονέων μου; Ἰδοὺ φῶς φανερά, καθὼς εἶπεν ὁ πατέρας, δὲν ἠμπορεῖ νὰ θεμελιώσῃ σπίτι χωρὶς τὴν εὐχή τους.
Ὁ γερο-Φάλκος κ᾿ οἱ συγγενεῖς τῆς τεθνεώσης τὸν ἐλυπήθησαν, καὶ τοῦ εἶχαν ναυλώσει πέραμα διὰ νὰ τὸν στείλουν πέραν, νὰ ὑπάγῃ νὰ λησμονήσῃ, νὰ παρηγορηθῇ καὶ νὰ μὴ ὑγραίνῃ καθημερινῶς τὸ χῶμα τοῦ νεοσκαφοῦς τάφου. Ὁ Ἀγάλλος τοὺς ἀπεχαιρέτισεν, ἐπεβιβάσθη, καὶ εἰς ὀλίγας ὥρας ἔφθασεν εἰς τὴν γενέθλιον νῆσον. Ἀπεβιβάσθη εἰς τὸ Ξάνεμον, εἰς ἕνα βορειανατολικὸν λιμένα, ἐβάδισε δύο ὥρας, συνοδευόμενος ἀπὸ δύο ἀγωγιάτας μὲ τοὺς ἡμιόνους των, φέροντας τὴν μικρὰν ἀποσκευήν του. Ἔφθασεν εἰς τὸ Κάστρον. Ἡ αὔρα τῆς θαλάσσης ἐφάνη σώτειρα καὶ ὑγιαντική. Ἐπαρουσιάσθη εἰς τοὺς γονεῖς του, κ᾿ εἶπε:
― Καλὰ μοῦ λέγατε, δὲν μπορεῖ νὰ θεμελιώσῃ τινὰς ἐπάνω στὴν ἄμμο. Τὸ Γκλεζὼ πέθανε. Λοιπόν, ἀφέντη, εἶμ᾿ ἕτοιμος, μὲ τὴν εὐχή σου, νὰ πάρω τὴν Οὐρανίτσα· ἰδού, λάβε τὸ δαχτυλίδι νὰ τῆς στείλῃς δι᾿ ἀρραβῶνα.
― Τί λές, παιδί μου; Ἡ Οὐρανίτσα τώρα ἔχει δυὸ παιδιά, ἀνίψια σου. Βρίσκεται στὴν Ὕδρα μὲ τὸν ἀδερφό σου.
― Τὸν ἀδερφό μου;… Τὴν ἐπῆρε ὁ Μπεφάνης γυναῖκα;
― Τί ἤθελες νὰ κάμω; Ἀφοῦ εἶχα δώσει τὸν λόγο μου… Δὲν μὲ ἄκουσες ἐσύ, ὁ Μπεφάνης ἔκαμε ὑπακοή.
Καὶ πάλιν ὁ Ἀγάλλος ᾐσθάνθη κρυφίαν ἀνακούφισιν· εἰς τὸ φανερόν, ἐκρέμασε τὸ κεφάλι, κ᾿ εἶπε:
― Καλά, τὰ γενόμενα οὐκ ἀπογίνονται.
*
Ἐξῆλθε νὰ περιπατήσῃ ἀνὰ τὰ στενὰ σοκάκια τοῦ Κάστρου, διέσχισε κατὰ μῆκος τὰς συνοικίας, ἔφθασεν ἕως ἐπάνω στῆς Ἀναγκιᾶς τὸ Κανόνι, εἰς τὴν ὑψηλὴν βορειοτέραν ἄκραν, καὶ μέσα του ἐμελετοῦσε κ᾿ ἔλεγε:
― Καλά, ἐγὼ τώρα τί νὰ κάμω; Ἢ πρέπει νὰ βρῶ νύφη ἢ νὰ καλογερέψω.
Ἐστάθη πολλὴν ὥραν ἐκεῖ. Ἐκάθισεν ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τοῦ μακροῦ πελωρίου κανονίου ρεμβάζων, ἀγναντεύων τὸ βαθὺ γαλανὸν πέλαγος, καὶ τὰ ἄσπρα πετρώδη νησιά, κατοικίας τῶν θαλασσαετῶν καὶ τῶν γλάρων, ἀκούων τὸν ρόχθον τῶν κυμάτων εἰς τοὺς πόδας τοῦ Κάστρου, ὁποὺ εἶναι γιγαντιαῖος μονοκόμματος βράχος μὲ δέκα σπιθαμὰς χῶμα στρωμένον ἐπὶ τῆς κορυφῆς καὶ τῆς κυματοειδοῦς πτυχῆς του, ὣς πεντακοσίας ὀργυιὰς ὕψος ἀπὸ τῆς θαλάσσης. Ἔβλεπε πλῆθος παιδιὰ νὰ παίζουν εἰς τὸ χεῖλος τοῦ κρημνοῦ, χωρὶς φόβον, καὶ χωρὶς ἓν ἐξ αὐτῶν νὰ κυλισθῇ ποτὲ τὸν κατήφορον. Ἄλλα, ὡς εἶδος παιδικῆς γυμναστικῆς, κατωλίσθαινον εἰς τὴν Γλίστραν, ἥτις κατήρχετο διαγωνίως ἐκεῖ πρὸς χαμηλὸν ἐπίπεδον, σχεδὸν σύρριζα στὸν κρημνόν· πέτρα πελεκημένη, λεία, ὣς πέντε ὀργυιὰς τὸ μῆκος τὸ κατωφερές. Ἄλλα προσέπαιζον εἰς τὴν Ἀλτανού, τὴν μυθώδη σπηλιάν, ἥτις ἦτο ἀντικρὺ ἐπὶ τῆς πρώτης νησῖδος, ἀποτείνοντα τὰς εἰθισμένας ταύτας ἐρωτήσεις, καὶ δεχόμενα τῆς Ἠχοῦς τὰς ἀμυδρὰς καὶ παλμώδεις ἀπαντήσεις:
―Ἀλτανού!
― Οὐ ου οῦ;
―Ἔχεις παιδιά;
―Ἂ α ἆ!
(Τὸ πρῶτον εἶναι ὡς ἀποκριτικὸν ἐπιφώνημα, κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Πηλιορειτῶν μᾶλλον, ὄχι τῶν νησιωτῶν· ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ ἐ ε ἔ! τὸ εἰθισμένον παρ᾿ ἄλλοις. Τὸ δεύτερον εἶναι καταφατικόν, ἀντὶ τοῦ ναί.)
Ἐκεῖ, καθὼς ἔστρεφεν ὁ Ἀγάλλος τὸ βλέμμα μίαν πρὸς τὸ πέλαγος, καὶ μίαν πρὸς τὰ ἔσω τοῦ Κάστρου, ἓν παράθυρον ἀπὸ μίαν οἰκίαν, ἀντικρὺ στὸ Κανόνι, ἠνοίχθη μὲ τριγμόν, ὡς ἐξ ἐσκωριασμένων στροφέων ἐκ τῆς ὑγρασίας τοῦ βορρᾶ καὶ τῆς ἀνερχομένης διηνεκῶς ἅλμης τῶν κυμάτων εἰς τὴν γείτονα ἐκείνην ἀκτήν, ὅπου διηνεκῶς διεξήγετο ἡ πάλη τῶν στοιχείων. Ὁ Ἀγάλλος ἔστρεψε τὸ βλέμμα, καὶ εἶδεν ὡραίαν ὄψιν νεαρᾶς γυναικὸς τῆς ὁποίας τὸ βλέμμα, ἐπὶ στιγμήν, ἔπεσε τυχαίως ἐπάνω του. Ἡ νεᾶνις ἐστερέωσε ταχέως τὰ παραθυρόφυλλα ἐπὶ τοῦ τοίχου, μὲ τοὺς συνήθεις σιδηροῦς μύλους (τὰ στηρίγματά των), καὶ ἀπεσύρθη τάχιστα εἰς τὰ ἔσω τῆς οἰκίας. Δὲν τὴν εἶδε πλέον, ἂν καὶ πολλάκις ἐπανέφερε πρὸς τὰ ἐκεῖ τὸ βλέμμα.
Συγχρόνως μία γριὰ κυρτὴ ἐπέρασεν ἔμπροσθέν του, τὸν ἐγνώρισε, καὶ τοῦ εἶπε: «Καλῶς ὥρισες». Ὁ Ἀγάλλος τὴν ἐνθυμήθη.
― Δὲν εἶσαι ἡ Μανιά; τῆς εἶπε. Τὸ Γηρακὼ τῆς Κατερίνης, ποὺ σὲ λένε κοινῶς Μανιά;
― Ναί.
― Δὲν μοῦ λές, Μανιά, ποιὰ εἶν᾿ αὐτὴ ἡ κόρη ποὺ βγῆκε τώρα, κι ἄνοιξε τὸ παραθύρι κεῖνο;
― Εἶναι ἡ Λ… τῆς Μ…
― Πανδρεμένη;
―Ἀρραβωνιασμένη ὀχτὼ χρόνια.
― Πῶς αὐτό;
―Ὁ Γιαννάκης ὁ Δράκος, ὁ σαστικός* της, βρίσκεται στὸ Μισίρι. Ἐκεῖ εἶναι πραματευτής.
―Ἄ!
Ὁ Ἀγάλλος διελογίσθη, καὶ ἀνεπόλησεν. Ἐνθυμήθη τὸν Γιαννάκην τὸν Δράκον, ἐκεῖνον ποὺ ἔλεγεν ἡ γριά. Παιδιὰ ἦσαν συμμαθηταὶ εἰς τὸ σχολεῖον τοῦ Ἀλεξάνδρου τοῦ Δασκαλάκη, ὅπου ἐμάνθανον μαζὶ τὰ κολλυβογράμματα, ἐκεῖνος δὲ ἦτο ὣς δύο χρόνους πρεσβύτερος αὐτοῦ. Τώρα εἶχε τόσα χρόνια νὰ τὸν ἰδῇ, ὅσα εἶπεν ἡ Μανιά, καὶ σχεδὸν τὸν εἶχε ξεχάσει.
― Καὶ τὴν ἔχει ἀρραβωνιασμένην; ἐπανέλαβε κάπως ἐνθέρμως ὁ Ἀγάλλος.
―Ἐδῶ καὶ δέκα χρόνια.
― Καὶ βρίσκεται στὸ Μισίρι;
― Σοῦ εἶπα, στὸ Μισίρι.
― Καὶ δὲν ξανᾶρθε ἀπὸ τότε ποὺ «ἔδεσαν τὶς παντρειές»;
― Δὲν ξανᾶρθε, παιδάκι μ᾿.
― Καὶ δὲν τῆς στέλνει γράμματα;
― Κάποτε τῆς ἔστελνε. Ὕστερα ἔπαψε. Θαρρῶ πὼς ἔχει καιρὸ νὰ λάβῃ γράμμα.
― Κι αὐτὴ τὸν καρτερεῖ ἀκόμα;
― Τὸν καρτερεῖ.
―Ὣς πότε;
―Ἄχ, παιδάκι μ᾿, μὴ μ᾿ ἐρωτᾷς πολλά. Ἡ ᾽πομονὴ πού ᾽χουμε ἡμεῖς οἱ γυναῖκες εἶναι μεγάλο πρᾶμα.
― Καλά, νὰ μὲ συμπαθᾷς, Μανιά, εἶπεν ἐν συναισθήσει ὁ Ἀγάλλος.
Εἶτα, μετὰ μίαν στιγμήν, ἐκθύμως τὴν ἠρώτησε:
― Εἶσαι γειτόνισσα ἐδῶ κοντά;
― Εἶμαι παιδάκι μ᾿. Τὸ σπιτάκι ἐκεῖνο ποὺ βλέπεις δίπλα, εἶναι τὸ δικό μου. Παραθύρι μὲ παραθύρι σμίγουμε. Ἄνδρας μπορεῖ νὰ πηδήσῃ τὸ χάσμα ἀνάμεσα στὰ δυὸ παραθύρια.
Βεβαίως τυχαίως τὰ ἔλεγεν αὐτὰ ἡ Μανιά. Ἀλλ᾿ ἦτο ὡς νὰ ἔρριπτε προσανάμματα εἰς τὴν σκέψιν ἢ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ νέου. Ὁ Ἀγάλλος ἀπεχαιρέτισε τὴν γραῖαν καὶ κατῆλθεν εἰς τὴν πατρικὴν οἰκίαν του, εἰς τὴν χαμηλὴν πτυχὴν τοῦ ἐδάφους, ἀνάμεσα εἰς τὸν Χριστόν, τὴν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, καὶ τὸν Ἁι-Νικόλαν, ὅπου ἦσαν ὅλα τὰ ἀρχοντόσπιτα.
Τὴν ἑσπέραν διωργάνωσε μικρὸν κῶμον ἀνὰ τὴν ὑψηλὴν συνοικίαν τῆς Ἀναγκιᾶς, ὅπου αὐτοσχεδίασεν ὀλίγα δίστιχα, καὶ τὰ ἔμαθεν εἰς τοὺς συγκωμαστάς του νὰ τὰ τραγουδήσουν ὑπὸ τὰ παράθυρα τῆς Λ…
Ἀπὸ τὸ Κάστρο ὣς τὴ Βλαχιὰ στῆς Ἀναγκιᾶς τὸ τόπι
Δὲν εἶναι χῶρες καὶ χωριά, ὄρη, βουνὰ καὶ τόποι.†
Γιὰ σὲ πονεῖ ἡ καρδούλα μου, ψυχὴ λησμονημένη,
Καὶ στὸ Μισίρι μὴ διαβῇς, καὶ ὁ νοῦς σου ἐδῶ νὰ μένῃ
.
*
Μετὰ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας ἐσχεδίασεν ἐκδρομήν, μετὰ δύο ἢ τριῶν φίλων του, εἰς τὰ ἔξω, πρὸς τ᾿ ἀνατολικὰ μέρη τῆς νήσου. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἐλειτουργήθησαν εἰς τὸν Πύργον, ὅπου ἦτο παλαιὸν σεβάσμιον παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐστρώθησαν εἰς τὴν βρύσιν τῆς Ἀβρακῆς, ὀλίγον ἀνήφορον ὑψηλότερα εἰς τ᾿ ἄνω τοῦ ρεύματος, κ᾿ ἔφαγαν ἐκεῖ ἕνα πετεινὸν ψημένον στὴν σούβλαν, κ᾿ ἤρχισαν νὰ λέγουν τὸ ᾆσμα. Ἐκεῖ, κατὰ περίεργον σύμπτωσιν παρουσιάζεται ἡ γρια-Μανιά (φαίνεται ὅτι εἶχεν ἀναβῆ ἀφανὴς μὲ ἄλλας γυναῖκας, διὰ ν᾿ ἀνάψουν τὰ κανδήλια, καὶ διὰ νὰ ἴδουν τὰ ἐκεῖ κτήματα, χωράφια ἔρημα, ὁποὺ τὰ κατεπάτουν ἐν ἀκολασίᾳ οἱ γείτονες Α ἢ Β).
―Ὥρα καλή σας, παιδάκια μ᾿. Πετεινὸ φάγατε; Εὔχομαι, Ἀγάλλο, ἀρχοντόπουλό μου, γλήγορα νὰ τὸν φᾷς κι ἀγκαλιαστὸ μὲ τὴν κόττα.
Τοῦτο ἐσήμαινεν εὐχὴν περὶ προσεχοῦς ἀρραβῶνος ἤ γάμου.
―Ἀπ᾿ τὸ στόμα σ᾿ κὶ σ᾿ Θεοῦ τ᾿ αὐτί, εἶπεν ὁ Ἀγάλλος, ἐπειδὴ ἐμβῆκεν ἀμέσως εἰς τὸ νόημα.
Ἡ γραῖα ἔπαιζε τὰ μάτια της, ἔνευε δὲ πονηρῶς ὅτι κάτι ἤθελε νὰ τοῦ πῇ. Ὁ Ἀγάλλος εὗρε πρόφασιν καὶ ἀπεμακρύνθη διακόσια βήματα ἀπὸ τὴν συντροφιάν του, ἔφθασε δὲ εἰς πυκνὴν λόχμην, δίπλα εἰς μικρὸν ρυάκιον, τὸ ὁποῖον ἔσκαζεν ἐπὶ τοῦ ὄχθου, εἰς τοὺς πόδας τοῦ βράχου, κ᾿ ἐκεῖ ἐκάθισεν ἐν ρεμβασμῷ, τάχα διὰ νὰ εὕρῃ δροσιὰν καὶ πρόσκαιρον μοναξίαν.
Ἡ γρια-Μανιά, ὁποὺ ἤξευρε καλῶς τὰ μονοπάτια, ἐπῆγεν ἀπὸ ἄλλον δρομίσκον καὶ τὸν ἀντάμωσε.
― Καλῶς σ᾿ ηὗρα, γυιόκα μ᾿. Τὰ εἶπα τῆς Λ…
― Τί τῆς εἶπες;
― Τὰ ὅσα μοῦ ᾽πες.
― Δὲν σοῦ εἶπα νὰ τῆς πῇς τίποτα.
― Κ᾿ ἐγὼ δὲν τῆς εἶπα τίποτε παραπάνω. Τὸ πὼς ἀρωτοῦσες γι᾿ αὐτήν, καὶ τὸν σαστικό της, καὶ πὼς τὸν καρτερεῖ δέκα χρόνια, πότε νά ᾽ρθῃ.
― Καὶ τί ἄλλο θὰ τῆς πῇς ἀκόμα, γρια-Γηρακώ;
― Τὸ πὼς ὁ Ἀγάλλος εἶναι καλὸς ἀπ᾿ τοὺς καλούς, πρῶτο σόι. Καὶ τί μαντᾶτα ἔχει ἀπ᾿ τὸν Δράκο, ποὺ τὸν ἀπαντέχει χρόνους καὶ καιρούς;
― Τί μαντᾶτα; ἠρώτησεν ὁ Ἀγάλλος παρανοήσας τὴν φράσιν τῆς γραίας.
― Τί διάφορο ἔχει μαθές; Φωτιὰ π᾿ τὸν ἔ…! Πέτρα ἔρριξε πίσω, ἀγυρισά του γένηκε. Τόσα χρόνια μήτε γράμμα, μήτ᾿ ἀπηλογιά.
Τὴν ἰδίαν νύκτα, ὅταν ἐπέστρεψαν εἰς τὸ Κάστρον οἱ εὐθυμοῦντες φίλοι, πατινάδα ἠκούσθη πάλιν περὶ τὴν συνοικίαν τῆς Ἀναγκιᾶς. Μεταξὺ τῶν ψαλέντων ἆσμάτων ὁ Ἀγάλλος αὐτοσχεδίασε τὸ ἑξῆς:
Στὴν Ἀβρακὴ εἶν᾿ ἕνα νερό, καινούργιο συντριβάνι,
ποιὸς ἔχει ἀγάπη στὴν καρδιὰ ἂς πᾷ νὰ πιῇ νὰ γιάνῃ.
*
Τὴν πρωίαν εἰς τὸ Κιόσκι μακρὸς λόγος ἔγινεν εἰς τὸ σύνηθες συμβούλιον τῶν προεστῶν, σχετικῶς μὲ τὴν διαγωγὴν τῆς νεολαίας, καὶ μάλιστα περὶ τοῦ ἄρτι παλιννοστήσαντος υἱοῦ τοῦ κὺρ Δημητράκη.
―Ἀκοῦστε νὰ σᾶς πῶ, ἄρχοντες, εἶπεν ὁ κὺρ Φραγκούλης τοῦ Φραγκούλα, οἱ νέοι τούτου τοῦ καιροῦ ἄλλαξαν πλέον τὰ φερσίματά τους καὶ τὴν διαγωγή τους. Ὅσοι μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τὶς Βλαχίες, κι ἀπὸ ἄλλα μέρη, ἔμαθαν ἐκεῖ ἄλλα καμώματα κι ἄλλους τρόπους, κι αὐτὰ τὰ καμώματα τὰ μαθαίνουν καὶ στοὺς ἄλλους συνομηλίκους τους, τοὺς ἐδῶ. Τί τὰ θέλετε; Αὐτὸ εἶναι πρᾶμα ποὺ κολλάει σὰν ψώρα. Μιὰ ψιλὴ σκέπη, μιὰ τσίπα εἶναι ὅλη τοῦ ἀνθρώπου ἡ ντροπή. Ἅμα κοπῇ ἡ τσίπα, πάει πλέον ἠθικὴ καὶ γνώση. Οἱ νέοι μας ἀθετοῦν τὴν Διαθήκην, καθὼς λέει ὁ σοφὸς Σολομών. Εἶναι ἀσύνθετοι καὶ ἄσπονδοι.
―Ἔτσι εἶναι, κὺρ Φραγκούλη, εἶπεν ὁ καπετὰν Πέρρος ὁ Μαυρογιαλής. Μπάτει* ἀποδῶ, μπάτει ἀποκεῖ, τὸ καράβι πέφτει ὄρτσα λαμπάντα*. Ἕνα σαγανίδι* χρειάζεται μοναχά, γιὰ νὰ τὸ καϊνατίσῃ*.
― Καὶ τί θὰ πῇ ἀσύνθετοι καὶ ἄσπονδοι, κὺρ Φραγκούλη; ἠρώτησεν ὁ παπα-Ζαχαρίας. Βαθιὰ ἑλληνικὰ μᾶς εἶπες σήμερα. Κι ὁ Λογιώτατος ὁ γυιὸς τοῦ συμπέθερου ἐδῶ (δείξας τὸν κὺρ Δημητράκην) βρίσκεται στην Ὕδρα, δὲν εἶν᾿ ἐδῶ γιὰ νὰ μᾶς τὰ ἐξηγήσῃ.
―Ἀσύνθετοι εἶναι κεῖνοι ποὺ δὲν στέκουν στὸν λόγο τους, παπα-Ζαχαρία· καὶ ἄσπονδοι εἶν᾿ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν θέλουν νὰ παραδεχθοῦν ὅρκους καὶ συμφωνίες. Κι ἂν θέλῃς νὰ ξέρῃς, παπά μου, ἄκουσε τί λέει ὁ Ἐκκλησιαστής: «Τὸν καθαιροῦντα φραγμὸν δήξεται αὐτὸν ὄφις»· ὅποιος χαλνάει φράχτη, τὸ φίδι θὰ τὸν φάῃ.
― Καὶ ποιὸν φράχτη, σὲ παρακαλῶ, κὺρ Φραγκούλη, χάλασ᾿ ὁ γυιός μου; ἠρώτησε μὲ πεῖσμα ὁ κὺρ Δημητράκης. Γιατὶ ἐννόησα καλά, μὴ μοῦ τὸ ἀρνεῖσαι, πὼς τά ᾽χεις μὲ τὸ γυιό μου.
―Ἕνας ἀρραβώνας μιᾶς κόρης εἶναι φράχτης, εἶπεν ὁ Φραγκούλης. Ἡ Λ… εἶναι ἀρραβωνιασμένη μὲ τὸν Γιαννάκη τὸν Δράκο, ὁ γυιός σου πάει καὶ τῆς κάνει πατινάδα ἀποκάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ παραθύρια της, καὶ λοιπὸν θέλει νὰ χαλάσῃ τὸν φράχτη.
― Λοιπὸν ἀκούσατε, πατέρες κι ἀδελφοί, ἐπῆρε δρόμον νὰ εἴπῃ ὁ κὺρ Δημητράκης. Ὁ γυιός μου ὁ Ἀγάλλος, πηγαινάμενος εἰς τὴν Βλαχία, δὲν ἠθέλησε νὰ πάρῃ ᾽κείνην ποὺ τοῦ ἔλεγα, θυμεῖσθε· ἐγὼ πάλι ὡς καλὸς γονιὸς τῆς ἔδωκα τὸν γυιό μου τὸν Λογιώτατο. Ἐπιστρέφοντας ὁ γυιὸς ὁ μεγάλος ἀπὸ τὴν Βλαχία, καὶ πηγαινάμενος στὴν Σκόπελο, ηὗρε ᾽κείνην ποὺ ἤθελε νὰ πάρῃ τοῦ κεφαλιοῦ του πεθαμένη, κ᾿ ἦλθε ἐδῶ μὲ πένθος μεγάλο καὶ μὲ λύπηση, κ᾿ ἐπειδὴ τὸν ἔπιπτεν ἡ συνείδησίς του, ἤθελε νὰ κάμῃ τὸν λόγο μου, νὰ πάρῃ τὴν Οὐρανίτσα, μὴ ξεύροντας πὼς ἐγὼ τὴν εἶχα δώσει τοῦ γυιοῦ μου τοῦ Λογιώτατου. Καὶ τότε ὁ Ἀγάλλος, γιὰ νὰ ξεχάσῃ τὸν καημόν του, ὡς νέος ποὺ εἶναι ἔκαμε ζέφκι*, ὄξ᾿ ἀπὸ τὸ Κάστρο, μὲ τοὺς φίλους του, καὶ πηγαινάμενοι στὴν Ἀβρακὴ ἔφαγαν κ᾿ ἤπιαν καὶ στὸ γυρισμό τους θὰ εἶπαν κανὰ δύο τραγούδια τὴν νύχτα μέσα στὸ χωριό. Τώρα ἂν τὰ τραγούδια τὰ εἶπαν ἀποκάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ παραθύρια καποιανῆς, ἐλπίζω, ὅτι θὰ πέρασαν κάτω ἀπὸ πολλὰ παραθύρια κ᾿ ἐτραγούδησαν.
― Κ᾿ ἔπειτα ἐκεῖ στῆς Ἀναγκιᾶς, ἐπρόσθεσεν ὡς καλὸς ἐμβαλωματὴς καὶ ὡς ἰσοπεδωτικὸν ἐργαλεῖον ·μιστρὶ‚ ὁ παπα-Ζαχαρίας, ἐκεῖ ἐπάνω εἶναι ψηλά, ξέφαντο τὸ μέρος. Βέβαια ἐκεῖ θὰ ἐσταμάτησαν διὰ ν᾿ ἀναψυχθοῦν καὶ ν᾿ ἀναπνεύσουν πελαγίσον ἀέρα.
― Γειά σου, παπα-Σακελλάριε, εἶσαι βλέπω καλὸ μιστρί, εἶπεν ὁ καπετὰν Πέρρος. Ἀκόμα καὶ γιὰ μαλαχτάρι νὰ σ᾿ εἶχα θὰ μοῦ ἔκανες, ἂν εἶχα γιὰ παλάμισμα* τὸ καράβι στὸ καρινάγιο.
―Ὣς τόσον ἐγὼ σᾶς ὑποσκέβομαι, ἀνίσως κ᾿ ἔγινε παρατιμονιά, ὅπως θὰ ἔλεες τουλόου σ᾿, καπτὰν Μαυρογιαλή, πὼς δὲν θὰ ξαναγίνῃ.
Τὸ δειλινόν, ὅταν εἶδεν ὁ 〈κὺρ〉 Δημητράκης τὸν υἱόν του, τοῦ εἶπεν:
―Ἄκουσα, κὺρ Ἀγάλλο, πὼς πῆγες κάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ παραθύρια καποιανῆς κ᾿ ἔκαμες πατινάδα. Τώρα δὲν εἶσαι μικρός, εἶσαι μεγαλύτερος ἀπ᾿ τὸν ἀδελφό σου τὸν νοικοκυρεμένο. Κοντεύεις νὰ τριανταρίσῃς.
―Ἀλήθεια, ἀφέντη, εἶπεν ὁ Ἀγάλλος.
Καὶ ὅταν ἐνύχτωσε, διευθύνθη διὰ πλαγίου δρομίσκου πρὸς τὸ μέρος τῆς Ἀναγκιᾶς. Ἐκεῖ ηὗρε μίαν θύραν ἀνοιχτήν, καὶ εἰσῆλθεν. Ἦτο μικρὰ οἰκία ἀνώγειος, ὅπου ἐκατοίκει ἡ Γηρακὼ τῆς Κατερίνης, ἡ λεγομένη Μανιά. Ἦτο χήρα καὶ ἠτεκνωμένη, κ᾿ ἐνδιεφέρετο δι᾿ ὅλας τὰς ἀλλοτρίας ὑποθέσεις, καὶ μάλιστα διὰ πανδρολογήματα, προξενιὲς κ᾿ ἐνίοτε δι᾿ ἀνδρογυνοχωρισιές.
― Καλησπέρα, Μανιά.
― Καλῶς τὸ παιδί μου.
― Αὐτὸ εἶναι τὸ παραθυράκι ποὺ ἔλεγες;
― Ναί.
―Ὁποὺ μπορεῖ ἕνας ἄνδρας νὰ τὸ πηδήσῃ;
― Αὐτό.
―Ὁ πατέρας μου τώρα μοῦ εἶπε πὼς «πῆγα ἀποκάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ παραθύρια καποιανῆς», καὶ δὲν ξέρω πῶς, μοῦ ἦρθε στὸ νοῦ αὐτὸ τὸ παραθυράκι, ποὺ μοῦ εἶπες τὴν πρώτη βραδιὰ ποὺ ἀνταμωθήκαμε. Μπορεῖ, λές, νὰ τὸ πηδήσῃ ἕνας ἄνδρας;
― Μπορεῖ.
Ὁ Ἀγάλλος ἔδωκεν ἓν νόμισμα εἰς τὴν γραῖαν. Ἐκείνη ἐπῆγε ν᾿ ἀγοράσῃ τρόφιμα ἀπὸ τὸ πλησιέστερον καπηλεῖον. Εἰς τὸ διάλειμμα ὁποὺ ἔλειψεν ἡ Μανιά, ἐπὶ δέκα λεπτά, ὁ ἀποφασιστικὸς νέος περιειργάσθη μὲ βαθεῖαν προσοχὴν τὸ ἀντικρινὸν παράθυρον, διαγωνίως κείμενον, καθότι αἱ δύο οἰκίαι ἔσμιγαν κατ᾿ ὀξεῖαν γωνίαν. Ἀλλ᾿ ὅμως ἦτο κλειστόν. Ἐσχεδίασε πῶς ἦτο δυνατὸν ν᾿ ἀνοίξῃ. Διὰ βίας, ἢ διὰ δόλου. Διὰ ρήξεως, ἢ κάλλιον δι᾿ ἀπάτης. Λόγου χάριν, ἂν ἡ γραῖα ἔκραζε μὲ κλαυθμηρὰν φωνὴν τὴν νεαράν της γειτόνισσαν, καὶ τὴν παρεκάλει ν᾿ ἀνοίξῃ, διὰ νὰ τῆς ζητήσῃ, ὡς ἐν ὥρᾳ ἀνάγκης κάτι, οἷον ἓν πυρεῖον διὰ ν᾿ ἀνάψῃ τὸ σβημένον κανδήλι, ἐπειδὴ ἦτο παράωρα, κ᾿ εἶχε λησμονήσει ν᾿ ἀγοράσῃ ἐνωρίς. Ἡ Μανιὰ ἐπέστρεψε φέρουσα τὰ ὀψώνια. Ὁ νέος ἐδείπνησε μαζί της, κ᾿ ἔμειν᾿ ἐκεῖ μέχρι πρώτου λαλήματος τοῦ πετεινοῦ.
Ὅλα τὰ ἀνωτέρω ὑποδειχθέντα τὰ εἶχε σκεφθῆ ἡ γραῖα πολὺ πρωιμώτερα καὶ λογικώτερα ἢ ὁ Ἀγάλλος. Ἡ Λ… εἰς τὰς πρώτας ἐξηγήσεις τῆς Μανιᾶς εἶχεν ἀπαντήσει πολὺ ψυχρά, εἶπε δηλαδὴ ρητῶς ὅτι αὐτὴ ἀνῆκεν εἰς τὸν ἀρραβωνιαστικόν της, καὶ ποτὲ δὲν θὰ ἔπαιρνεν ἄλλον, ἂν ἐκεῖνος τὴν ἐγκατέλειπε.
Ἡ Μανιὰ ἐξύπνησε τὴν γειτόνισσάν της παράωρα, μὲ ἐπικλήσεις καὶ φωνὰς πόνου. Ἐκείνη ἐξύπνησε, τὴν ἐλυπήθη, καὶ ἤνοιξε τὸ παράθυρόν της. Ἡ γραῖα τῆς ἐζήτησε μὲ κομμένην καὶ τρέμουσαν φωνὴν «ἕνα κόμπο ρακὶ» νὰ βάλῃ στὸ στόμα της, διὰ «νὰ πιασθῇ ἡ ψυχή της», ἐπειδὴ τῆς «εἶχε λυθῆ ὁ ἀφαλός της» ἀπὸ ἕνα «σφάχτη», δριμὺν πόνον ποὺ τὴν ἔπιασεν ἔξαφνα σ᾿ ὅλα τὸ σωθικά της, ἀπὸ τὸ «χουλιαράκι»* της καὶ κάτω. Ἤξευρε καλῶς ὅτι τῆς εὑρίσκετο ρακί. Εἶχε διὰ πούλημα στὸ σπίτι, ἐπειδὴ ἔκαμνε πολὺ ρακὶ ἀπ᾿ τὸ ἀμπέλι της. Ἔζη μοναχή, μὲ τὴν παραλυτικὴν μητέρα της, ἥτις δὲν τῆς ἐχρησίμευεν εἰμὴ διὰ συντροφιάν, καὶ διὰ νὰ ἔχῃ ἄνθρωπον τὸν ὁποῖον νὰ ὑπηρετῇ, διότι ἄλλως ἡ ζωή της θὰ ἦτο κακὴ καὶ ἔρημος.
*
Τὴν πρωίαν, ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου, ἠκούσθη εἰς ὅλον τὸ χωρίον, ὅτι ὁ Ἀγάλλος εἶχε «χαλάσει τὸν φράχτην», ὅπως ἔλεγεν ὁ Φραγκούλης. Ὁ φράχτης ἦτο τὸ παράθυρον, τὸ ὁποῖον διεσκέλισε καὶ ὑπερεπήδησεν. Ὅλον τὸ Κάστρον ἐβόησε κατὰ τοῦ τολμητίου.
Ὁ νέος τὸ εἶχε πράξει μὲ «καλὴν προαίρεσιν», καθὼς τὸν ἐδικαιολόγει εἰς τὴν συνέλευσιν τοῦ Κιοσκίου, αὐθημερὸν ὁ πατήρ του. Ἦτο ἀνάγκη νὰ 〈τὴν〉 ἐκθέσῃ ὁπωσοῦν εἰς τὰ ὄμματα κ᾿ εἰς τὰ στόματα τοῦ κόσμου, ὥστε ν᾿ ἀποφασίσῃ ὀψέποτε αὕτη νὰ ἐγκαταλίπῃ τὸν ἄκαρδον μνηστῆρα, ὅστις ἐμπορεύετο εἰς τὴν Αἴγυπτον καιροὺς καὶ χρόνους, καὶ εἶχε ρίξει «πέτραν ὀπίσω του», ὅπως ἔλεγεν ἡ γριὰ τὸ Γηρακὼ ἡ Μανιά, καὶ εἶχε γίνει ἀγυρισά του ―φωτιὰ π᾿ τὸν ἔ!…― καὶ δὲν τῆς ἔστελλε «γράμμα μήτ᾿ ἀπηλογιά». Τὴν ἄλλην ἡμέραν, ἤρκει νὰ ἔλεγεν ἡ κόρη τὸ Ναί, αὐτὸς θὰ τὴν ἐστεφανώνετο, «ἀποκάτω ἀπ᾿ τὸ στεφάνι τῶν Προφητῶν, καταμεσῆς στὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει».
Καὶ οὕτως θὰ ἔμελλε βεβαίως νὰ γίνῃ, ἐὰν ἡ Θεία Πρόνοια δὲν ᾠκονόμει ἄλλως τὰ πράγματα. Τὴν πρωίαν τῆς ἄλλης ἡμέρας ἐξημέρωνε Κυριακή, καὶ ἔκπαγλος εἴδησις ἠκούσθη ἀνὰ τὸ χωρίον. Ὁ Γιαννάκης ὁ Δράκος, ὁ ξενιτευμένος ἀρραβωνιστικὸς τῆς Λ…, ἔφθασε κάτω εἰς τὸν μεσημβρινὸν λιμένα, εἰς τὴν ἄλλην πλευρὰν τῆς νήσου, ὅπου ἦτο ἐπίνειον, μὲ ὀλίγα νεώρια καὶ μαγαζεῖα. Τὴν εἴδησιν ἔφεραν ἐκεῖθεν ἐλθόντες κάτοικοι τοῦ Κάστρου, ὁποὺ εἶχον καταβῆ διὰ νὰ πωλήσουν κηπουρικὰ προϊόντα, τρεῖς ὥρας δρόμον, ἀπὸ τὰ Μποστάνια τὰ κείμενα κατὰ τὴν δυτικὴν πλαγιάν, ἀριστερόθεν τοῦ Κάστρου.
Πῶς ὁ Γιαννάκης δὲν ἦλθε μίαν ἡμέραν πρίν, προτοῦ νὰ πηδήσῃ ὁ Ἀγάλλος τὸ παράθυρον; Καὶ πῶς δὲν ἔφθασε μίαν ἡμέραν ὕστερον, ἀφοῦ τὴν Κυριακὴν ἡτοιμάζετο νὰ στεφανωθῇ ὁ Ἀγάλλος, ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει, ἀποκάτω ἀπὸ τὸ στεφάνι τῶν Προφητῶν, καταμεσῆς στὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ; Γράφει ὁ Θεὸς δράματα;
Ὁ Ἀγάλλος τὸ ἔμαθε, κ᾿ ἔμεινεν ἐμβρόντητος ἐπ᾿ ὀλίγας στιγμάς. Ταχέως ὅμως συνῆλθε, κ᾿ ἔτρεξε νὰ εὕρῃ τὸν παπα-Ζαχαρίαν, τὸν Σακελλάριον. Ὁ σκοπός του ἦτο νὰ κατορθώσῃ νὰ τελεσθῇ ὁ γάμος, πρὶν φθάσῃ ἡ εἴδησις διὰ τὸν ἐρχομὸν τοῦ Δράκου εἰς τὰ ὦτα τῆς Λ… καὶ πρὶν αὐτὸς φθάσῃ στὸ Κάστρον. Τοῦτο θὰ ἦτο ἀπηλπισμένον, σπασμωδικὸν διάβημα, καὶ ἂν δὲν εἶχε μάθει ἡ κόρη τὸν ἐρχομὸν τοῦ μνηστῆρος. Ἀλλ᾿ ὅμως, καὶ τοῦτο οὐδὲν τὸ παράδοξον, ἡ Λ… εἶχε μάθει τὴν εἴδησιν ἀκριβῶς δέκα λεπτὰ πρὶν τὴν μάθῃ ὁ Ἀγάλλος.
Διότι δὲν ὑπῆρχε μόνη ἡ Μανιὰ γραῖα εἰς τὸ χωρίον. Ἦτο ἡ γρια-Κομνιανάκαινα, κατοικοῦσα εἰς μικρὰν καλύβην ἀμέσως ἐντὸς τῆς πύλης τοῦ φρουρίου. Αὐτὴ πρώτη ἤκουσε τὸ μαντᾶτον ἀπὸ τοὺς δύο παραγυιοὺς τοῦ κηπουροῦ, τοῦ Κωσταντῆ τοῦ Ἄγγουρου, ὁποὺ ἐμβῆκαν τὸ βράδυ στὸ Κάστρον. Ὄχι ὅτι εἰς αὐτὴν πρώτην τὸ εἶπαν, ἀλλ᾿ αὐτὴ πρώτη τὸ ἤκουσε, πρὶν καταλάβῃ καλὰ ὁ πορτάρης τῆς σιδηρᾶς πύλης, εἰς τὸν ὁποῖον τὸ εἶπαν. Εὐτυχῶς δὲν ἦτο τελείως κωφή, ἤκουε καλὰ ἀπὸ τὸ ἓν ὠτίον. Εἶχε πάρει τὴν ρόκαν της, καθὼς ἐβασίλεψεν ἀντικρὺ στὰ κυανᾶ καὶ τὰ ρόδινα τοῦ Πηλίου ὁ ἥλιος τῆς Κυριακῆς, ὁποὺ ἔπαυε πλέον ἡ κανονισμένη ἀργία, κ᾿ ἐκάθισε κάτω ἀπὸ τὴν Μεγάλην Ταράτσα, ἐκεῖ ὅπου εἶχαν τὸ σύνηθες χάσμα ἄνω τῆς φλιᾶς τῆς σιδερόπορτας, διὰ νὰ ζεματίζουν τοὺς κλέφτας, κ᾿ ἐμάζωνε δροσιὰν ἀπὸ τὸ βουνὸν εἰς τὸν κόλπον της κι ἀπὸ τοὺς γιαλούς, καὶ ἤκουσε τὸ νέον, τὸ ὁποῖον ἐν σπουδῇ καὶ ἀκρατήτως μετέδωκαν τὰ δύο κοπέλια τοῦ κηπουροῦ εἰς τὸν γερο-Κώσταν τὸν πυλωρόν.
― Καλά, τρεχᾶτε νὰ πάρετε τὰ σχαρίκια, ἀπάνω στῆς Ἀναγκιᾶς, νὰ τὸ πῆτε τῆς Χ… καὶ τῆς κόρης της, εἶπεν ὁ πορτάρης, ἀφοῦ οἱ δύο ἀγροδίαιτοι νέοι εἶπαν καὶ ξαναεῖπαν τὴν εἴδησιν καὶ 〈τὸν〉 ξάφνιασαν, κι αὐτὸς μόλις ἐκατάλαβε τί ἤθελαν νὰ εἴπουν.
Ἡ γρια-Κομνιανάκαινα εἶχε χώσει τὴν ρόκαν μέσ᾿ ἀπὸ τὴν τραχηλιάν της, κ᾿ ἐποδάρωσε κ᾿ ἔτρεξεν ἀπνευστὶ πρὸς τὴν ἐπάνω συνοικίαν. Μετ᾿ ὀλίγα λεπτὰ ἔφθασε πετάμενη, ὡς κουρούνα, κ᾿ ἐφώναξε κάτω ἀπὸ τὸ μικρὸν πρόστῳον τῆς οἰκίας τῆς Λ…
― Τὰ σχαρίκια, Λ…, ἦρθ᾿ ὁ ἀρραβωνιαστικός σου· ὁ Γιαννάκης ὁ Δράκος ἔφθασε.
Ἡ Λ… δὲν ἐπίστευε τὰ ὦτά της· ἐπὶ ἱκανὴν ὥραν ἔμεινεν ὡς ἀπολιθωμένη.
*
Τὴν πρωίαν ἔφθασεν εἰς τὸ Κάστρον ὁ μνήστωρ ὁ ξενιτευμένος. Ὁ Γιαννάκης δὲν ἔφερε καμμίαν δυσκολίαν, ὡς ἔμαθε τὰ συμβάντα, ἔρριψε τὰ βάρη ὅλα στὸν Ἀγάλλον, κ᾿ εἶπεν ὅτι ἤξευρε τὴν ἀρραβωνιαστικήν του ὡς πιστήν, καὶ ἀφωσιωμένην, καὶ ὅτι, ἂν ἔπταισε τίποτε ἐκείνη, αὐτὸς τὸ ἀναλαμβάνει ὡς ἴδιον πταῖσμά του.
Ὁ Γιαννάκης εἶχε φέρει, ὡς ἔλεγαν, δύο χιλιάδες τάλληρα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. Ἄνθρωπος πραγματευτής, τόσον εὔπορος, δὲν ἔπρεπε νὰ λεπτολογῇ διὰ μικρὰ πράγματα. Μετὰ τρεῖς ἡμέρας, τὴν Πέμπτην, συνέπιπτεν ἑορτή, τῆς Ἀναλήψεως, περὶ τὰ τέλη Μαΐου, ἦτο δὲ ἀκριβῶς νέα σελήνη· καὶ ὁ γάμος ἐτελέσθη τὴν ἑσπέραν τῆς Πέμπτης· ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει, καταμεσῆς εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, ἀποκάτω ἀπ᾽ τὸ στεφάνι τοῦ μεγάλου πολυελέου, πρὶν φύγῃ ἀκόμη ὁ Ἀγάλλος διὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
*
Μετὰ πολλοὺς χρόνους, ὅταν ὅλα τὰ πρόσωπα τοῦ δράματος τὰ μὲν ἀπῆλθον, τὰ δὲ ἐγήρασαν ― μετὰ εἴκοσι περίπου ἔτη, ἐπανέκαμψεν ἀπὸ τὸ Ὄρος ὁ Ἀλύπιος, ἱερομόναχος καὶ πνευματικός. Εἶχεν ἀσκητεύσει τόσα χρόνια εἰς τὰ Κατουνάκια, κατὰ τὰς δυτικομεσημβρινὰς ὑπωρείας τοῦ Ἄθωνος· εἶτα εἶχεν ἀποθάνει ὁ γέροντάς του, αὐτὸς δὲ ἐπώλησε τὴν ἀσκητικὴν καλύβην, κ᾿ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν γενέθλιον νῆσόν του.
Τὸ γηραιὸν ἀνδρόγυνον ἐπέζη ἀκόμη, ὁ κὺρ Δημητράκης τ᾿ Ἀγάλλου κ᾿ ἡ γραῖα Ἀρετή. Ὁ παπα-Ἀλύπας ἐπῆγε κ᾿ ἐγκατεστάθη ὁριστικῶς εἰς τὸ νεόκτιστον σταυροπηγιακὸν καὶ πατριαρχικὸν Κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
Ἐξελέχθη τέταρτος ἡγούμενος μετὰ τὸν Νήφωνα καὶ τὸν Γρηγόριον τοὺς κτήτορας (ὁ δεύτερος ἦτο ἐντόπιος, καὶ μακρινὸς συγγενής του, υἱὸς τοῦ ἄρχοντος Χατζησταμάτη), οἵτινες εἶχον ἀποθάνει πρὸ τοῦ 1821, καὶ μετὰ τὸν Φλαβιανόν, ἀπελθόντα πρὸς καιρὸν ἐκ τῆς Μονῆς ἕνεκα τῶν ἀνωμαλιῶν καὶ τῶν περιστάσεων. Ὡς ἡγούμενος διέπρεψε, κ᾿ ἐφημίσθη μάλιστα τὸ Ἀλυπιακὸν μοσχᾶτον, ὁποὺ αὐτὸς περιτέχνως τὸ κατεσκεύαζε. Ἦτο φερωνύμως κατάλληλον διὰ ν᾿ ἀνακουφίζῃ τὰς λύπας, τοὺς καημούς, καὶ τὰ βάσανα τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ γραῖα Ἀρετὴ ἀπέθανε, καὶ ὁ γυιός της ὁ Ἀλύπιος τὴν ἔθαψε «μὲ τὰ χεράκια του», ὡς ἱερεὺς καὶ ὡς υἱός, ὅπως αὐτὴ εὐχήθη. Ὁ κὺρ Δημητράκης, ἀφοῦ ἔδωσε πολλὰ πανωπροίκια εἰς τὰς δύο θυγατέρας του τὰς ὑπάνδρους, ἔδωκεν ἱκανὰ κ᾿ εἰς τὸν Ἐπιφάνιον, ὅστις εἶχεν ἔλθει ἐκ τῆς Ὕδρας, πρὸ πολλοῦ, καὶ μετήρχετο τὸ διδασκαλικὸν ἐπάγγελμα εἰς τὸν τόπον, ἐμοίρασε δὲ καί τινα εἰς τοὺς πτωχούς, ἐκράτησεν ἀκόμη ὀλίγα διὰ τὸν ἑαυτόν του, κ᾿ ἐπῆγε κ᾿ ἐκοινοβίασεν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, διὰ νὰ γηροκομηθῇ πλησίον τοῦ υἱοῦ του Ἀγάλλου, ὅπως πάλαι εἶχε προείπει. Ἐκάρη, καὶ ὠνομάσθη Δαυὶδ ὁ μοναχός.
Μετὰ χρόνους ὕστερον, ὁ πρωτότοκος υἱὸς τοῦ Ἐπιφανίου, τοῦ Λογιωτάτου, Δημήτριος, ἀφοῦ ἔμεινεν ὀλίγα ἔτη εἰς τὸ Ρωσικὸν μοναστήρι, εἰς τὸν Ἄθωνα, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα του. Οὗτος ἔμελλέ ποτε νὰ φημισθῇ ἀργότερα ὡς Διονύσιος ὁ Γέροντας καὶ ὡς πνευματικός. Πλὴν τότε, ὅταν ἐπαρουσιάσθη εἰς τὸν θεῖόν του Ἀλύπιον, μόλις εἰκοσιοκταέτης, ἐκαλεῖτο Δανιὴλ ἱεροδιάκονος μοναχός.
Ὅταν τὸν εἶδεν ἔξαφνα ὁ θεῖός του, μὲ λύπην καὶ πόνον ἀνέκραξε:
― Μαῦρο κούτσουρο ἐγώ, μαῦρο κούτσουρο ἐσύ.