Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Τα τραγούδια του Θεού
Με είχε καλέσει ο γενναίος φίλος μου, ο κυρ Στέφανος Μ. εις την οικίαν του την ημέραν του Πάσχα, δια να συμφάγωμεν την ώραν του προγεύματος περί τας δέκα, απὸ συγκατάβασιν και ευσπλαγχνίαν, δια να κάμω κι εγὼ μετὰ τόσα χρόνια Πάσχα… οικιακόν, έρημος και ξένος στα ξένα. Εύχαρι και θαλπερὸν ήτο το εσωτερικόν της εστίας του, αφού διήλθον την ευρείαν αυλήν, με την διάπλατον πύλην και τους σταύλους των αλόγων και την πρασινάδαν και τας γάστρας των ανθέων. Η οικογένειά του, η γραία Μαρία η συμβία του, αφελὴς και αρχαϊκή, ὁ υιός του αμόρφωτος και άπλαστος καλὸς αμαξηλάτης, κι ο αδελφός του, στιβαρός, γεροντοπαλλήκαρον, τραχὺς καὶ φιλαλήθης. Τέλος ἡ κόρη του ἡ Ρηνούλα, τελεία αντιπρόσωπος της νέας γενεάς, κεντήτρια, ζωγραφίνα καὶ θεατρίνα. Πλην όμως κι αυτὴ αφελὴς και απλή εις το πρόσωπον και τους τρόπους: Είχε μίαν παιδίσκην επτά ετών, την Μαρίαν, πάντοτε μειδιώσαν και ανοικτόκαρδον, και εν χαριτωμένον ξενικὸν πλάσμα, την Τοτώ, ξανθήν, γαλανόμορφον, και αγγελοθωροῦσαν. Η μικρὰ κόρη, δεν ηξεύρω ακριβώς πως, είχε πέσει εις τας χείρας της, και απετέλει μέρος της οικογενείας. Φαίνεται, ότι κάποια ξένη Γαλλίς, παιδαγωγὸς ή διδασκάλισσα εἰς πλουσίαν οἰκίαν, είχεν ἐμπέσει εἰς τὰ δίκτυα κανενὸς επιχηρευτού καὶ είχε συλλάβει τὸ μαγικὸν τοῦτο χρυσόψαρον τῆς δεξαμενής, δια να πλεύσῃ εις τό πέλαγος του αγνώστου, εάν δεν έμελλε ποτὲ νὰ πτεροφυσήσῃ εις τον αἰθέρα τοῦ ἀχανοῦς.
Είτα την φερέοικον μητέρα, οποὺ δεν είχε κτίσει την φωλεάν της ποτέ, την επήραν άλλαι πνοαὶ καὶ την μετεκόμισαν, τις οίδε που, εις άλλα κλίματα . Εύρε θέσιν καλλιτέραν αλλού, κι εταξίδευσε, κι ενεπιστεύθη το έμψυχον κειμήλιον αυτὸ εις χείρας της Ρηνούλας, όπως την είχεν εγκαταλίπει κι αυτὴν ο πλανητής, όστις την εστεφανώθη, και ανέθρεψε [εκείνη] το τέκνον της, κι έμεινε ζωντοχηρούσα, κι εδέχθη ως έρμαιον το ξένον βρέφος αυτό, ίσως επειδὴ ησθάνετο μικρὸν θησαυρὸν φιλοστοργίας εις τα στήθη της.
Πόση είναι η δύναμις της επιρροής, και αν η Ρηνούλα είχε γοητείαν καὶ όμμα επιβάλλον δια ν᾿ ανατρέφῃ παιδία, το ησθάνθην την ημέραν εκείνην του Πάσχα, όταν η μικρὰ Τοτώ, ηλικίας τότε τριάντα μηνῶν περίπου, ήρχισεν αίφνης να κλαυθμυρίζη εκεί που την είχαν βάλει να φάγη, δια μίαν μικρὰν παράλειψιν. Η Ρηνούλα εστράφη προς την μικρὰν και της είπεν απλῶς με τον τρόπον και με το βλέμμα που αυτὴ ήξευρε:
― Faut pas pleurer! Δεν πρέπει να κλαις.
Κι η μικρὰ ελούφαξεν ως εκ θαύματος.
Ὅταν απεφάγαμεν, κι ἐσυγκρίσαμεν τα κόκκινο αυγό, και είχαμεν κενώσει τὰ τρία τέταρτα της χιλιάρικης ―ήτο ὡραίον ρετσινάτο, όλον άρωμα καὶ πτήσις και αφρός― αφού έψαλεν ο γέρων Φίλιππος το Χ ρ ι σ τ ὸ ς α ν έ σ τ η (ο κυρ Στέφανος δεν ήξευρεν άλλο να ψάλη ειμὴ τό, «Ψήσου γίδα ψήσου και ροδοκοκκινίσου»), ηθέλησα κ᾿ εγὼ να είπω το Α ν α σ τ ά σ ε ω ς η μ έ ρ α, το αλλέγρο, τον πρώτον δηλαδή ειρμόν του Κανόνος της ημέρας, όχι το τελευταίον το δοξαστικόν, το αργόν. Μόλις ήνοιξα τὸ στόμα μου κι επρόφερα
Αναστάσεως ημέρα,
Λαμπρυνθώμεν, λαοί·
Πάσχα Κυρίου, Πάσχα…
η μικρὰ Τοτώ, βλέπουσα ατενώς προς με, αφήκεν ακράτητον επιφώνημα χαράς,
κι έλαμψε τι προσωπάκι της, τα ματάκια της, το στόμα της, τα μάγουλά
της, όλα εμόρφασαν κι εμειδίασαν άρρητον μειδίαμα αγαλλιάσεως. Το πράγμα
μου επροξένησεν αίσθησιν. Φαίνεται τω όντι, ότι έχουν άφατον άρωμα και
κάλλος μαρτυρούμενον «εκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων», αυτά τα
εμπνευσμένα άσματα της Αγίας Εκκλησίας μας. Συγχρόνως ἡ Μαρία μὲ
παιδικὴν χαρὰν κι αὐτή, ανέκραξεν.Λαμπρυνθώμεν, λαοί·
Πάσχα Κυρίου, Πάσχα…
― Αυτὰ δεν είναι τροπάρια που ψέλνετε, κύριε.
―Αλλὰ τι είναι, κορίτσι μου; ηρώτησα.
― Αυτὰ είναι σαν γλυκὰ-γλυκὰ τραγουδάκια.
Τούτο μου ενθύμισε μίαν άλλην μικρὰν κορασίδα, την Κούλαν (Αγγελικὴν) τοῦ φίλου μου Νικόλα τοῦ Μπούκη. Απλούς μανάβης, ή οπωροπώλης ήτον ὁ άνθρωπος, αλλ᾿ είχε λάβει θεόθεν δια την φιλοξενίαν του την ευλογίαν του Αβραάμ. Η μικρὰ οικία ήτο ξενὼν δια τους φίλους και τους διαβατικούς, δια τους εκλεκτοὺς καὶ τους τυχόντας. Είχεν απολύσει η λειτουργία μετά την παννυχίδα εις τὸ παρεκκλήσι του Αγίου Ελισσαίου και την ώραν του αντιδώρου, η γυνὴ τού Μπούκη του φίλου μου, ακολουθουμένη από την μικράν κόρην της, την Αγγελικούλαν, μ᾿ επλησίασεν εις το στασίδι, δια να μου υπομνήσῃ, ως συνήθως, ότι έπρεπε να υπάγω εις το γεύμα.
Τότε η μικρὰ παιδίσκη (ήτο ως εννέα ετών, ροδίνη και καστανή, και την είχαν υιοθετήσει από το βρεφοκομείον, ως άτεκνον οποὺ ήτο το ανδρόγυνον· αλλ᾿ αυτὴ το ηγνόει), μ᾿ εχαιρέτησε καὶ μου λέγει:
―Εσύ, μπαρμπ᾿- Ἀλέξανδρε, ψέλνεις τα τραγούδια του Θεοῦ.
Τραγούδια του Θεού! Έκτοτε η μικρὰ με ήκουε να ψάλλω συνεχώς «Τραγούδια του Θεού», εις τον πενιχρὸν νυκτερινὸν ναΐσκον, όπου εσύχναζε τακτικὰ μὲ τὴν μητέρα της. Εκοιμάτο μες στο στασίδι, εις τον γυναικωνίτην, την ώρα των αποστίχων, εξύπνα μετὰ δυο ώρας εις τον Πολυέλεον, κι έκτοτε δεν ήθελε να κοιμηθή πλέον. Ήτο μία μετὰ τα μεσάνυχτα.
Εκείνην την ημέραν, ήτο 8η Σεπτεμβρίου, είχα ψάλει τὸ «Χαῖρε σεμνὴ μῆτερ καὶ δούλη Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ». Μετὰ έξ ἡμέρας μὲ ήκουσεν η μικρὰ να ψάλλω το «Αγαλλιάσθω τα δρυμού ξύλα σύμπαντα». Και την ημέραν του Θεολόγου έψαλα το «Φίλε μυστικέ, Χριστού επιστήθιε». Και του Ἁγίου Δημητρίου ἔμελψα τὸ «Δεύρο Μάρτυς Χριστού προς ημάς». Και των Εισοδίων έψαλα το «Διανέμοις των χαρισμάτων». Και του Αγίου Νικολάου έψαλα «Την Ζωοδόχον πηγὴν την αέναον», και «Της Εκκλησίας τα άνθη περιιπτάμενος». Και τα Χριστούγεννα έψαλα το «Θεὸς ων εἰρήνης». Και του Αγίου Βασιλείου το «Δεύτε του Δεσπότου τα ένδοξα Χριστού ονομαστήρια», και το «Σου την φωνὴν έδει παρείναι, Βασίλειε». Και των Φώτων έψαλα το «Ιησούς ο ζωής αρχηγός». Και της Υπαπαντής έψαλα το «Χέρσον αβυσσοτόκον». Και του Ευαγγελισμού το «Ως εμψύχῳ Θεού κιβωτώ». Και του Αγίου Γεωργίου το «Ανέτειλε το έαρ», καὶ της Αναλήψεως το «Θείω καλυφθείς». Και της Πεντηκοστῆς το «Παράδοξα σήμερον». Καὶ των Αγίων Αποστόλων έψαλα το «Σε την υπερένδοξον νύμφην», και το «Ο Χριστοκήρυξ Σταυρού καύχημα φέρων, συ την πολυέραστον θείαν αγάπησιν». Και της Μεταμορφώσεως έψαλα το «Προ του Σταυρού σου, Κύριε, όρος ουρανὸν εμιμεῖτο». Και εἰς την μνήμην της Παναγίας έψαλα τα θεσπέσια εκεῖνα κελαδήματα, το «Πεποικιλμένη» καὶ τὸ «Νενίκηνται», και το «Συνέστειλε χορὸς των Αποστόλων, το Θεοδόχον σῶμα σου· εις οὐρανίους θαλάμους προς τον υιὸν εκφοιτῶσα». Και εἰς τὴν αποτομὴν τοῦ Προδρόμου έψαλα το «Φρίττουσι πάθη των βροτῶν», και τόσα άλλα. Κι η μικρὰ κόρη τα ησθάνετο, και τα επόθει και τα εχαρακτήριζε, με αγγελικὸν αίσθημα, ως «τραγούδια τοῦ Θεοῦ».
Έκτοτε απουσίασα απὸ τας Αθήνας. Είχα ενθυμηθή τους πτωχοὺς οικείους εις την μικρὰν πατρίδα μου, μακρὰν της οποίας είχα ζήσει, εκ μικρών διαλειμμάτων, υπέρ το ήμισυ της ζωής μου. Όταν τέλος με είχον βαρυνθή κι εκεί, ετόλμησα μετά τρία έτη να επανέλθω εις την πρωτεύουσαν, με την αμυδράν ελπίδα ότι δεν θα εγενόμην και πάλιν βαρετὸς εις τους φίλους μου.
Αφοῦ εκρύβην επὶ εβδομάδα εις ταπεινόν τινα ξενώνα, επῆγα λάθρᾳ μίαν πρωίαν να ανταμώσω τον φίλον μου Νικόλαν τον Μπούκην. Φευ! τι έμαθα; Η μικρὰ Κούλα, ήτις ήγε τώρα το ενδέκατον έτος της ηλικίας της, ήτον άρρωστη βαριά. Είχε δέκα ημέρας στο κρεβάτι, και ο ιατρὸς είπεν ότι ήτο κακὸς πυρετός, ίσως τυφοειδούς φύσεως.
Επήγα κατ᾿ ευθείαν απὸ το οπωροπωλεῖον, όπως με προέτρεψεν ο Νικόλας, δια να βοηθήσω με λόγια και ενθαρρύνω την μητέρα. Η πτωχή, ήτις την ηγάπα ως να ήτο γέννημα των σπλάγχνων της, ίσως και περισσότερον, εχάρη άμα με είδεν, είτα μου έδειξε την κλίνην.
Η μικρὰ Κούλα ήτο ισχνή, κάτωχρος, πυρέσσουσα, κι έκειτο σχεδὸν αναίσθητος επὶ της κλίνης. Είπα εις την μητέρα τα συνήθη λόγια της παρηγορίας καὶ της ἐνθαρρύνσεως, έμεινα δυο ώρας εκεί. Είτα επανήλθα πάλιν το δειλινόν, και την νύκτα, και την άλλην πρωίαν. Η Κούλα έβαινε χειρότερα. Είτα, την τρίτην ημέραν, εφάνη να είχε βελτιωθῆ κάπως, και ησθάνετο. Η μητέρα της μου είπε να πλησιάσω και να της ομιλήσω.
― Περαστικά, Κούλα. Δεν έχεις τίποτα, κορίτσι μου.
―Α! μπάρμπ᾿- Αλέξανδρε, εψέλλισεν ασθενώς. Πότε θα μου πης πάλι τὰ θεῖα… τραούγια;
―Όποτε θέλεις, Κούλα μου. Άμα γίνη αγρυπνία εις τον Άγιον Ελισσαῖον να έλθης, να σου τα πω.
― Να μου τα πης. Μα θα τ᾿ ακούσω;
―Άμα προσέχης, θα τ᾿ ακούσης…
― Ωχ!
Εστέναξεν, έκλεισε τα όμματα, και δεν μου ωμίλησε πλέον. Εφαίνετο ότι είχε πολὺ κουρασθή (έφερεν ασθενώς την ισχνὴν χείρα προς το ους ενώ εψέλλιζε. Φαίνεται ότι είχε πάθει βαρυηκοΐαν ένεκα της νόσου). Της έφεραν χρίσμα, έλαιον από την κανδήλαν. Αυτὴ ανέλαβε προς στιγμὴν τας αισθήσεις της, κ᾿ εψιθύρισε:
― Μοσχοβολά η ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ἠρεμία. Θὰ πλέψω καλά.
Μετά τρεις ημέρας την προεπέμπομεν εις τον τάφον. Οι επαγγελματικοὶ ιερείς κι οι ψάλται έψαλλον τα κατὰ συνθήκην, ἀπὸ τὴν «΄Άμωμον οδὸν» έως τον «Τελευταίον ασπασμόν». Μόνος ο παπα-Νικόλας απ᾿ τον Ἁι-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι ἔκανε χωριστὴν ακολουθίαν, εμορμούριζε μέσα του, καὶ τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα.
― Τί μουρμουρίζεις, παπά; τού είπα, από το όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακουμβήσει.
― Λέγω την ακολουθίαν των Νηπίων μέσα μου, είπεν ο παπα-Νικόλας. Εἰς αυτὸ το άκακον αρμόζει η κηδεία τῶν νηπίων.
Τωόντι κ᾿ ἐγώ, με όλον τον πόνον και τα δάκρυά μου, είχα αναλογισθῆ εκείνην την στιγμὴν την ακολουθίαν των νηπίων και ακουσίως έλεγα μέσα μου τα τραγούδια τοῦ Θεοῦ: «Των του κόσμου ηδέων αναρπασθὲν άγευστον» και «ως καθαρόν, Δέσποτα, στρουθίον προς καλιὰς επουρανίους έσωσας» και «του Αβραάμ, εν κόλποις, εν τόποις ανέσεως, ένθα τὸ ύδωρ εστὶ το ζων, τάξαι σε Χριστὸς ο δι᾿ ημάς νηπιάσας» καὶ «οις αριθμοίς το πλάσμα σου, νήπιον φοιτήσαν τανύν προς σε».
Και αντὶ του «Δεῦτε τελευταῖον…», «Ω, τις μη θρηνήσει, τέκνον μου. Ότι βρέφος άωρον εκ μητρικῶν αγκαλών νυν, ώσπερ στρουθίον τάχος επέτασας». Και ακροτελεύτιον, ύστερον από τόσα και τόσα τραγούδια του Θεοῦ, τα οποία προ τριών ημερών είχε προφητεύσει ότι δεν θα ηδύνατο να τ᾿ ακούσῃ, το: «Άλγος τω Αδὰμ εχρημάτισεν, η του ξύλου απόγευσις πάλαι εν Εδέμ, ότε όφις ιόν εξηρεύξατο». Αλλὰ τα ήκουε τάχα η αγνὴ ψυχή, αν ο άγγελός της τής επέτρεπε να περιίπταται εκεῖ γύρω;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου