μουρμούρισμα μητρικού ολολυγμού
ποιες είναι αυτές οι κουκουλωμένες ορδές που μερμηγκιάζουν...
Thomas Stearns Eliot
Έρημη Χώρα
Nam Sibyllam quidem Cumis ego ipse oculis meis vidi in ampulla pedere, et cum illi pueri dicerent: Σίβυλλα τι θέλεις; respondebat illa: ἀποθανεῖν θέλω.
Στον Ezra Pound
Il miglior fabbro
Ε'. Τι είπε ο κεραυνός
Ύστερα από το φως του πυρσού κόκκινο σε ιδρωμένα πρόσωπα
ύστερα από την παγερή σιωπή μέσα στους κήπους
ύστερα από την αγωνία σε τόπους πετρωτούς
τις κραυγές και τους αλαλαγμούς
τη φυλακή το παλάτι και τ’ αντιφέγγισμα
του ανοιξιάτικου κεραυνού πάνω από μακρινά βουνά
εκείνος που ήταν ζωντανός είναι τώρα πεθαμένος
εμείς που ζούσαμε τώρα πεθαίνουμε
με λίγη υπομονή
δεν έχει εδώ νερό παρά μονάχα βράχια
βράχια χωρίς νερό κι ο άμμος του δρόμου
του δρόμου που ξετυλίγεται στα βουνά
που είναι βραχόβουνα χωρίς νερό
αν είχε νερό εδώ-πέρα θα στεκόμασταν να πιούμε
μέσα στα βράχια πώς να σταθούμε πώς να στοχαστούμε
ξερός ο ιδρώς και τα πόδια μες στον άμμο
αν είχε τουλάχιστο νερό στο βράχο
στόμα νεκρό του βουνού με σάπια δόντια που δεν μπορεί να φτύσει
εδώ κανείς δεν μπορεί να σταθεί ούτε να πλαγιάσει ούτε να καθίσει
δεν έχει μηδέ σιωπή μέσα στα βουνά
μόνο ο ξερός κεραυνός στείρος χωρίς βροχή
δεν έχει μηδέ μοναξιά μέσα στα βουνά
μόνο κόκκινα πρόσωπα βλοσυρά σαρκάζουν και γρυλίζουν
μέσα απ’ τις πόρτες ξεροσκασμένων λασποκαλυβιών
Αν είχε νερό
χωρίς τα βράχια
αν ήταν τα βράχια
μαζί με νερό
και νερό
μια πηγή
μια γούρνα μες στα βράχια
αν ήταν ήχος μοναχά νερού
όχι ο τζίτζικας
και το ξερό χορτάρι τραγουδώντας
μα ήχος νερού πάνω από βράχο
εκεί που η τσίχλα κελαηδεί μέσα στα πεύκα
Βριξ βροξ βριξ βροξ βροξ βροξ βροξ
αλλά δεν έχει νερό
Ποιος είναι ο τρίτος που περπατεί πάντα στό πλάι σου;
Όταν μετρώ, είμαι μονάχα εγώ και συ μαζί μου
μα όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο
υπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο πλάι σου
γλιστρώντας τυλιγμένος σε καστανό μανδύα, κουκουλωμένος
αν είναι άντρας αν είναι γυναίκα δεν το ξέρω
– Μ’ αυτός εκεί ποιος είναι απ’ τ’ άλλο πλάι σου;
Ποιος είναι αυτός ο ήχος ψηλά στον αέρα
μουρμούρισμα μητρικού ολολυγμού
ποιες είναι αυτές οι κουκουλωμένες ορδές που μερμηγκιάζουν
πάνω σ’ ατέλειωτους κάμπους, σκοντάφτοντας στη σκασμένη γης
ζωσμένες από τον ορίζοντα το χαμηλό μονάχα
ποια είναι η πολιτεία πέρα απ’ τα βουνά
σκάζει, ξαναγεννιέται, θρουβαλιάζεται μες στο μενεξεδένιο αέρα
πύργοι πέφτουν
Ιερουσαλήμ Αθήνα Αλεξάντρεια
Βιέννη Λόντρα
ανύπαρχτες
Μετ. Γιώργος Σεφέρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου