Κάτω από τη σελήνη στιλπνή
με μόνη συντροφιά γυρίζω στο σπίτι μου
τη σκιά μου...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη με φεγγάρι, λάδι σε καμβά
Κλασική Ιαπωνική Ποίηση
(μετάφραση Ζ. Δ. Αϊναλής)
Χαϊκού 1568 – 1868
Matsuo Bashο
(1644 – 1694)
Αρρώστησα ταξιδεύοντας,
τα όνειρα μου τώρα πλανώνται
σ’ ένα λειμώνα γυμνό.
Δεν καίει λάδι πια στη λάμπα μου,
ξάπλωσα. Και μες τη νύχτα
να μπαίνει το φεγγάρι απ’ το παράθυρο.
Όπου να ‘ναι θα πεθάνουνε
τα τζιτζίκια. Όσο τ’ ακούμε
δεν το σκεφτόμαστε.
Μιαν αστραπή:
Μες το σκοτάδι αστράφτει
του ερωδιού η κραυγή.
Σ’ ένα κλαρί νεκρό
κάποιο κοράκι στάθηκε
του φθινοπώρου δείλι.
Φεγγάρι ολόγιομο.
Τριγύρω απ’ τη λίμνη όλη τη νύχτα
περιπλανήθηκα.
Τα νερά του καταρράκτη διαυγή.
Μέσα στα κύματα άσπιλα
λάμπει η σελήνη καλοκαιρινή.
Ξύπνα, ξύπνα, φωνάζω,
φίλη μου εσύ μοναχή,
πεταλούδα, που τώρα κοιμήθηκες.
Πρώτη του χειμώνα νεροποντή.
Ο πίθηκος μοιάζει κι αυτός
ένα βρόχινο να ζητάει παλτό.
Yamaguchi Sodο
(1642 – 1716)
Κάτω από τη σελήνη στιλπνή
με μόνη συντροφιά γυρίζω στο σπίτι μου
τη σκιά μου.
Sugiyama Sampu
(1647 – 1732)
Θα τον περιμένουνε τα παιδιά του
όσο ο κορυδαλλός
ανεβαίνει ψηλά!
Ikenishi Gonsui
(1650 – 1722)
Κόπασε του χειμώνα
ο άγριος άνεμος,
μην αφήνοντας πίσω του παρά τον αχό των κυμάτων.
Mukai Kyorai
(1651 – 1704)
Μπείτε! Μπείτε λοιπόν!
Ούρλιαζα, μα συνεχίζαμε να χτυπάμε
τη θύρα σκεπασμένη με χιόνι.
Hattori Ransetsu
(1654 – 1707)
Φθινόπωρο φεγγάρι γεμάτο
έρπουνε οι ατμοί
στην επιφάνεια του νερού.
Enomoto Kikaku
(1661 – 1707)
Στο καπέλο μου
το χιόνι μου φαντάζει λαφρύ
ότι είναι δικό μου.
Έφτασε ο χειμώνας.
Στα σκιάχτρα
κουρνιάζουνε τα κοράκια.
Το γεμάτο φεγγάρι λαμπρό.
Στο ψάθινο δάπεδο, των πεύκων
αντανακλώνται οι σκιές.
Tachibana Hokushi
(1718)
Όλα καήκαν.
Ευτυχώς οι ανθοί
είχαν προλάβει ν’ ανθίσουν.
Ομπρέλες…
Πόσες περάσαν
Τούτη τη βραδιά μες το χιόνι;
Yosa Buson
(1716 – 1783)
Καθ’ όλην τη διάρκεια της μέρας
στου φθινοπώρου τη θάλασσα
η φουσκοθαλασσιά κυματίζει.
Τshima Ryοta
(1718 – 1787)
Κρύβονται
οι πυγολαμπίδες κυνηγημένες
στις ακτίνες του φεγγαριού.
Kobayashi Issa
(1763 – 1827)
Με τι βλέμμα ζηλόφθονο
την πεταλούδα ακολουθεί
στο κλουβί το πουλί!
Suzuki Michihiko
(1757 – 1819)
Ω! υπέροχη, με το χιόνι
όπου παντρεύεται η ομίχλη
και τη σελήνη, αυγή!
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Τρίτη 29 Απριλίου 2014
Δευτέρα 28 Απριλίου 2014
Α.Ρωμανού: Γιατί είναι επιζήμια η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου
Γιάννης Σταύρου, Ακαδημία, λάδι σε καμβά
Γι’ αυτόν το λόγο οι περισσότεροι πολίτες αντιμετωπίζουν την κριτική της πεζοδρόμησης με καχυποψία, ενώ μερικοί τη θεωρούν αδικαιολόγητη. Μπείτε όμως στον κόπο να διαβάσετε το παρακάτω σχόλιο, να προβληματιστείτε, και τότε είναι πιθανό να συμφωνήσετε πως το έργο αυτό είναι περιττό και εν δυνάμει βλαβερό για ολόκληρο το κέντρο της πόλης.
Εμπρός μας έχουμε ένα τυπικό πρόβλημα ιεράρχησης προτεραιοτήτων μεταξύ ανταγωνιστικών (ως προς την εξασφάλιση δημοσίων πόρων) έργων. Μια συγκεκριμένη παρέμβαση αναζωογόνησης του δημόσιου χώρου, όπως κάθε πολεοδομική παρέμβαση, δεν είναι πολιτικά ουδέτερη: άλλα κοινωνικά στρώματα ή ομάδες ευνοεί, άλλα αφήνει αδιάφορα και άλλα ενδεχομένως ζημιώνει. Με δεδομένο ότι οι διαθέσιμοι δημοσιονομικοί πόροι είναι πάντα περιορισμένοι (ιδιαίτερα τώρα), κάθε έργο που αποφασίζεται κατά προτεραιότητα, στερεί –ή πάντως καθυστερεί– από κάποια ομάδα (κοινωνική, γεωγραφική ή συμφερόντων) την ωφέλεια από κάποιο άλλο έργο, που ματαιώνεται.
Από τα πολλά ερωτήματα, ας δοθεί ένα παράδειγμα: γιατί αποτελεί προτεραιότητα η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου απέναντι π.χ. στην ολοκλήρωση της ανάπλασης του Φαληρικού όρμου ή στη δημιουργία Διεθνούς Συνεδριακού Κέντρου στο Φάληρο ή στην ανάκτηση της ακτής σε άλλο σημείο της μητροπολιτικής Αθήνας;
Μήπως ο στόχος της καθιέρωσης της Αθήνας ως city break δικαιολογεί την προτεραιότητα μιας ανάπλασης στο κέντρο της πόλης αντί μιας άλλης στο θαλάσσιο μέτωπο; Συζητήσιμο, αλλά τότε με τι κριτήρια επιλέγεται η Πανεπιστημίου έναντι της Σταδίου π.χ. που έχει φτάσει σε τέτοια παρακμή και έχει οφθαλμοφανώς ανάγκη βελτίωσης;
Ακόμα όμως και βάζοντας προς το παρόν στην άκρη το επιχείρημα της προτεραιότητας, η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου αφήνει αναπάντητα κρίσιμα ερωτήματα και κρύβει κινδύνους:
Είναι εύλογη -και δύσκολα αντικρούεται- η υπόνοια ότι η υλοποίηση του έργου θα έχει, για ολόκληρο το κέντρο, δυσμενείς κυκλοφοριακές επιπτώσεις που εκτείνονται μέχρι και το μεγάλο περιμετρικό δακτύλιο –κατά την ίδια τη μελέτη- και ότι η δαπάνη για την αντιμετώπισή τους θα ανέλθει σε απροσδιόριστο επίπεδο. Αποκλείεται;
Η εγκατάσταση λειτουργιών αναψυχής και λιανικού εμπορίου σε μια λεωφόρο που, στο μεγαλύτερο μήκος της, έχει κτίρια ιδρυματικά και εμβληματικά (Κρατική Τράπεζα, Ναός, Μνημεία, Πανεπιστήμιο, Βιβλιοθήκη, Ακαδημία, Ανώτατο Δικαστήριο κ.ά.) είναι άστοχη και θα σημάνει πλήρη απαξίωση του χαρακτήρα της. Ποιος άραγε θα θεωρούσε βελτίωση το ενδεχόμενο, κάτω από την πίεση μιας επακόλουθης αύξησης των τιμών των ακινήτων, το ισόγειο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, π.χ., να μετατραπεί σε πιτσαρία ή σουβλατζίδικο; Αποκλείεται;
Η έλλειψη διέλευσης ΙΧ αυξάνει τους κινδύνους για τις παρόδιες εγκαταστάσεις και τους τολμηρούς πεζούς τις νυχτερινές ώρες. Οι συνθήκες ανασφάλειας από τη διακοπή της κυκλοφορίας οχημάτων θα επιτρέψει στα παραβατικά φαινόμενα της Πλατείας Βάθη, της Ομόνοιας και του Μουσείου να επεκταθούν ευκολότερα και κατά μήκος της Πανεπιστημίου μέχρι το Σύνταγμα. Βραχυπρόθεσμα πιστεύω ότι απόρροια της πρότασης θα είναι η προσέλκυση –και εύκολη επέκταση- της αθλιότητας και της εγκληματικότητας από την Ομόνοια στο Σύνταγμα. Αποκλείεται;
Τέλος, ο στόχος της δημιουργίας ζώνης αναψυχής μπορεί να επιτευχθεί με διαπλάτυνση των πεζοδρομίων (ίσως των φαρδύτερων πεζοδρομίων της πόλης), φύτευση δενδροστοιχιών και παρόδια επιμήκη υπαίθρια εστίαση, στο τμήμα του δρόμου όπου υπάρχουν ήδη αντίστοιχες κτιριακές χρήσεις (ας πούμε χονδρικά από τη διασταύρωση της Χαριλάου Τρικούπη και κάτω) φυσικά με ασύγκριτα χαμηλότερη δαπάνη ανά μ2 ενοικιαζόμενου χώρου τραπεζοκαθισμάτων.
Καλούμαστε λοιπόν να δεχτούμε άνευ συζητήσεως την πεζοδρόμηση ενός ήδη ωραίου δρόμου της Αθήνας, ενός δρόμου με έντονο χαρακτήρα, που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα πολεοδομικά κεφάλαια της πόλης από την άποψη του κτιριακού πλούτου. Ο δρόμος αυτός θα μπορούσε να βελτιωθεί -αν το θελήσουμε- με πολύ μικρότερη δαπάνη από αυτή που έχει προϋπολογιστεί βάσει της πρότασης πεζοδρόμησης (και από τη σίγουρη υπέρβασής της).
Απέναντι στα παραπάνω ζητήματα, ερωτήματα και κινδύνους, πώς αντιδρά η πόλη; Θα έλεγα σαν ευνουχισμένη: ολόκληρο το πολιτικό, καλλιτεχνικό, πνευματικό, αυτοδιοικητικό, οικολογικό κατεστημένο στην πλειονότητά του σιωπά και βαδίζει χαρούμενο, ‘ανύποπτο’ και απροβλημάτιστο προς τα εγκαίνια! Είναι το μοναδικό θέμα στο οποίο συμφωνούν μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί, δεξιοί, δεξιότεροι, αριστεροί, αριστερότεροι, κεντρώοι και α-πολιτίκ.
Πλήρης σύμπνοια και συναίνεση σε ένα έργο:
(α) για το οποίο δεν έγιναν διαβουλεύσεις μεταξύ φορέων (δεν διαθέτει την ‘κοινωνική νομιμοποίηση’),
(β) το οποίο παρουσιάζεται κατακερματισμένο (‘σαλαμοποιημένο’ στην ομιλουμένη), ώστε ουδείς δημόσιος φορέας φέρει ολόκληρη την ευθύνη γι αυτό πλην του Αττικό Μετρό. Ποιος υπουργός, δήμαρχος, περιφερειάρχης ή άλλος αρμόδιος για την πολεοδομία υπογράφει το ολοκληρωμένο και ενιαίο έργο (κυκλοφοριακό, συγκοινωνιακό, περιβαλλοντικό, δίκτυα υποδομής, πολεοδομικές διαμορφώσεις, αλλαγές των χρήσεων, προδιαγραφές του φορέα συντήρησης και κανονισμοί λειτουργίας του); Μήπως το Αττικό Μετρό έχει, νομικά κατοχυρωμένη, την αποκλειστική ευθύνη για μείζονες πολεοδομικές παρεμβάσεις της Αθήνας; Και τέλος, αλήθεια ποιες είναι οι προεκλογικές θέσεις των υποψήφιων δημάρχων στο θέμα;
(γ) το οποίο δεν απαντά στα, κατά βάση κοινωνικά, προβλήματα του Κέντρου της πόλης, υπεκφεύγοντας με την κλασική αποπροσανατολιστική συνταγή ΠΓΠ (πεζοδρόμηση, γλάστρες, παγκάκια) ή, ακόμα χειρότερα, με το ατράνταχτο δείγμα της παντελούς αμηχανίας και θλιβερής απώλειας στόχου: «ας κάνουμε κάτι, οτιδήποτε τέλος πάντων, σε αυτήν την πόλη».
Το 2011 είχα δημοσιεύσει μια μελέτη που κατέγραφε τις ελλείψεις σε δημόσιο χώρο των υποβαθμισμένων πυκνοδομημένων κεντρικών περιοχών της Αθήνας. Πρότεινα τότε ένα πρόγραμμα δημιουργίας πάρκων γειτονιάς (χώρων πρασίνου και κοινωνικών υπηρεσιών) που θα λειτουργούσαν ως πυρήνες τοπικής αναζωογόνησης.
Αντιπαραβάλλοντας το πρόγραμμα εκείνο με την πρόταση της πεζοδρόμησης της Πανεπιστημίου, είχα κατακρίνει τη δεύτερη ως «έργο προκλητικό που παραβλέπει οικονομικές δυνατότητες, αγνοεί κοινωνικές ανισότητες, ανατρέπει οφθαλμοφανείς προτεραιότητες και επιδεινώνει πιθανώς τη λειτουργία της πόλης· χαρακτηρίζεται, με άλλα λόγια, έργο πολυτελές, περιττό και ενδεχομένως βλαβερό».
Από τότε δεν άλλαξε τίποτε, εκτός ίσως από μια μεγαλύτερη ένταση της ανισότητας: αυξημένο ενδιαφέρον για την επιφανειακή εικόνα, πλήρης αδιαφορία για το περιεχόμενο της πόλης. Όλοι φλέγονται για τη ‘βιτρίνα του μαγαζιού’, όλοι αγνοούν τον ‘ακάλυπτο’ - για να μεταφέρω δύο χαρακτηριστικούς κτιριακούς όρους στο πολεοδομικό/κοινωνικό επίπεδο της Πρωτεύουσας.
* Ο κ. Ρωμανός είναι αρχιτέκτων (ΕΜΠ) και πολεοδόμος (ΜPhil., Πανεπιστήμιο του Λονδίνου).
_________________________________________
Πηγή: ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗΣ
Κυριακή 27 Απριλίου 2014
Π. Κονδύλης: το τέλος των ιδεολογιών ως μερική επιστροφή στο ζωικό βασίλειο...
Παναγιώτης Κονδύλης
Ένα κείμενο...
Ώστε η Δύση νίκησε την Ανατολή μονάχα όταν ή αστική ταξική κοινωνία είχε δώσει πια τη θέση της στη μαζική δημοκρατία, πράγμα που έκαμε την κομμουνιστική κριτική του καπιταλισμού να φαίνεται απαρχαιωμένη και μάλλον αδιάφορη. Για να το πούμε παραδοξολογικά: ο αποχαιρετισμός από την Ουτοπία στην Ανατολή έγινε δυνατός χάρη στην πραγμάτωση της Ουτοπίας στη Δύση. Πράγματι, στη δυτική μαζική δημοκρατία ξεπεράσθηκε για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία η σπάνη των αγαθών και η κοινωνία αρθρώθηκε κατά μεγάλο μέρος με βάση τα κριτήρια της λειτουργικότητας και της απόδοσης, ήτοι πραγματώθηκε κατ’ αρχήν η ισότητα σε στενή συνάφεια με τον κατακερματισμό της κοινωνίας σε άτομα, ενώ συνάμα η αυτοπραγμάτωση του άτομου οιονεί ανακηρύχθηκε σε σκοπό του κράτους. Οι ελλείψεις και οι σκιές αυτής της εικόνας είναι γνωστές με το παραπάνω, όμως δεν άλλάζουν τίποτε στο γεγονός ότι αυτή ή -εξαμβλωματική, γελοιογραφική, ιλαροτραγική ή ό,τι άλλο- πραγμάτωση της Ουτοπίας εν τέλει αφόπλισε την κομμουνιστική κριτική του φιλελευθερισμού και του καπιταλισμού.
Έτσι, η σύγχρονη μαζική δημοκρατία παραμέρισε με μια και μόνη κίνηση το αντικείμενο των εννοιών «συντηρητισμός», «φιλελευθερισμός» και «σοσιαλισμός». Με την άκρα κατάτμηση της κοινωνίας σε άτομα και την απεριόριστη κοινωνική κινητικότητα, την οποία χρειάζεται απολύτως για να λειτουργήσει, διέλυσε τα μεγάλα συλλογικά υποκείμενα, με τα όποια συνδέονταν οι έννοιες εκείνες όσο είχαν συγκεκριμένο ιστορικό περιεχόμενο και συγκεκριμένη ιστορική αναφορά. Άλλωστε το κοινό τους πεπρωμένο απέρρεε από την κοινή τους καταγωγή και σταδιοδρομία. Διαμορφώθηκαν μέσα στην κοσμοϊστορική στροφή από τη societas civilis στη μαζική κοινωνία ή από τον αγροτικό στον βιομηχανικό πολιτισμό και έδωσαν από διαφορετικές κοινωνικοπολιτικές και κοσμοθεωρητικές σκοπιές απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα που αναγκαστικά έθεσε η στροφή αυτή.
Η διαδικασία, στην οποία αναφερόμαστε, άρχισε με την ευλαβή υποταγή του άνθρωπου στον Θεό και τέλειωσε με την υπεροπτική κυριαρχία του πάνω στη Φύση, ξεκίνησε από την αυτονόητη ένταξη του ατόμου σε μια κοινωνική ομάδα και έφθασε στην κατάτμηση της κοινωνίας σε άτομα, ορμήθηκε από πάγια ιεραρχημένες ουράνιες και γήινες ουσίες και κατέληξε σε λειτουργίες συνδυάσιμες κατά βούληση. Οι όροι αυτοί εμπεριέχουν τα κεντρικά θέματα των Νέων Χρόνων, τα οποία εξειδικεύθηκαν στην ιδιαίτερη προβληματική της φιλοσοφίας και της κοινωνικής θεωρίας. Από την άποψη αυτή, ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός ανήκουν λόγω των ειδοποιών γνωρισμάτων τους στους Νέους Χρόνους, κι επομένως ή διαπίστωση, ότι αυτές οι έννοιες στην πορεία του αιώνα μας έχασαν προοδευτικά το πραγματικό τους περιεχόμενο, αναγκαστικά γεννά το ερώτημα αν οι Νέοι Χρόνοι ως ιστορική εποχή έφθασαν στο τέρμα τους. Στην προοπτική αυτή δεν μπορεί ούτε η κατάλυση του μαρξισμού να θεωρηθεί ως νίκη των φιλελεύθερων ιδεών. Γιατί, από την άποψη της ιστορίας των ιδεών, ο μαρξισμός πήρε τις θεμελιώδεις του προκείμενες από τον φιλελευθερισμό: όπως και τούτος, επιδίωξε μια σύνθεση οικονομισμού και ανθρωπισμού, ενώ συνάμα θέλησε να κατανοήσει τον κόσμο με βάση την ιστορία ως πρόοδο. Απ’ αυτή τη σκοπιά η ήττα του μαρξισμού σημαίνει τον παραμερισμό των τελευταίων συστηματικά οργανωμένων υπολειμμάτων του ανθρωπιστικού φιλελευθερισμού και την τελειωτική νίκη μιας σκέψης, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε προσωρινά μεταμοντέρνα, αν θυμόμαστε συνεχώς τις μαζικοδημοκρατικές της ρίζες και λειτουργίες.
Η διαπίστωση της απαρχαίωσης του πολιτικού λεξιλογίου μετά τη νίκη των δυτικών μαζικών δημοκρατιών πάνω στον κομμουνισμό δεν είναι απαραίτητη μονάχα για τους σκοπούς της ακαδημαϊκής ερευνάς. Γιατί η πλανητική πολιτική θα διαμορφωθεί μελλοντικά με δεδομένο το γεγονός ότι τα δρώντα υποκείμενα θα αποδέχονται μαζικοδημοκρατικές αξίες και μαζικοδημοκρατικούς σκοπούς, από την απλώς ποσοτική άνοδο του βιοτικού επιπέδου ίσαμε την ποιοτική εξίσωση των ευκαιριών και της απόλαυσης τόσο εντός των επί μέρους εθνών όσο και στις σχέσεις των εθνών μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει πρώτα-πρώτα ότι τα οικονομικά (επίμαχα) ζητήματα θα αποκτήσουν μεγαλύτερο πολιτικό βάρος, ότι δηλ η πολιτική όλο και περισσότερο θα κατανοείται και θα ασκείται, ξεκινώντας από την οικονομία, ενώ θα περάσει στο περιθώριο το παραδοσιακά πρωταρχικό πρόβλημα του άριστου κράτους και του άριστου πολιτεύματος. Είναι αξιοσημείωτο ότι μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου φαίνεται να διαμορφώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο μια σύμπνοια πάνω στο πρόβλημα τούτο, ήτοι υφίσταται μια διάθεση μίμησης των πολιτικών θεσμών της Δύσης σε τούτη ή σε κείνη την παραλλαγή. Αυτό συναρτάται με τη συγχώνευση πολιτικής και οικονομίας, γιατί θεωρείται ότι οι τέτοιοι θεσμοί ευνοούν την οικονομική πρόοδο. Συνάμα εμφανίσθηκαν στον ορίζοντα του πλανήτη μας, που στενεύει όλο και περισσότερο, σοβαρότατα προβλήματα, όπως το οικολογικό και το πληθυσμιακό, που ούτε συλλαμβάνονται ούτε και αντιμετωπίζονται με βάση τις νοητικές κατηγορίες και τις συνήθεις σκέψης του συντηρητισμού, του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού. Όπως εν τω μεταξύ γνωρίζουμε, η συντήρηση έχει γίνει από καιρό οργανωτικό ζήτημα, η ελευθερία σε μαζικές κοινωνίες μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην έκρηξη ή στη διάλυση, ενώ ο άκαμπτος σχεδιασμός γεννά κακά που δεν μπορεί να θεραπεύσει ο ίδιος.
Ωστόσο θα ήταν ευσεβής πόθος να πιστεύει κανείς ότι η αναπόδραστη αποκοπή από τις παραδοσιακές πολιτικές έννοιες καθώς και η συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία θα καταργήσουν ή έστω θα μετριάσουν τις συγκρούσεις ανάμεσα στις ανθρώπινες ομάδες. Χωρίς αμφιβολία θα αποϊδεολογοποιήσουν την πολιτική, δηλ θα μειώσουν ή θα αφανίσουν την επιρροή των ιδεολογιών εκείνων, οι όποιες νομιμοποιούσαν την πολιτική δραστηριότητα από τον καιρό της γαλλικής Επανάστασης και μετά. Όμως είναι κοντόθωρο να αποδίδει κανείς τούς πολιτικούς αγώνες των τελευταίων δύο αιώνων απλώς σε ιδεολογικό φανατισμό και να περιμένει ex contrario από το «τέλος των ιδεολογιών» και το τέλος των αγώνων. Οι αποϊδεολογοποιημένοι αγώνες θα είναι ίσως σφοδρότεροι από τούς ιδεολογικούς, αν ορισμένα αγαθά αποδειχθούν σπάνια ακριβώς σε μιαν εποχή όπου ύψιστος σκοπός της ανθρωπότητας θεωρείται η υπέρβαση της σπάνης των αγαθών. Η άποϊδεολογοποίηση και η συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία σε τελευταία ανάλυση σημαίνουν ότι στο έξης οι αγώνες θα διεξάγονται για χειροπιαστά υλικά αγαθά, δίχως αξιόλογες ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις. Για να είμαστε λοιπόν ακριβείς θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε το τέλος των ιδεολογιών ως μερική επιστροφή στο ζωικό βασίλειο. Αν είναι ωραίο και ευκταίο να φθάσει ως εκεί ο αποχαιρετισμός από την Ουτοπία, παραμένει βέβαια ζήτημα γούστου.
ΠΗΓΗ: ΛΟΓΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
Ένα κείμενο...
Ώστε η Δύση νίκησε την Ανατολή μονάχα όταν ή αστική ταξική κοινωνία είχε δώσει πια τη θέση της στη μαζική δημοκρατία, πράγμα που έκαμε την κομμουνιστική κριτική του καπιταλισμού να φαίνεται απαρχαιωμένη και μάλλον αδιάφορη. Για να το πούμε παραδοξολογικά: ο αποχαιρετισμός από την Ουτοπία στην Ανατολή έγινε δυνατός χάρη στην πραγμάτωση της Ουτοπίας στη Δύση. Πράγματι, στη δυτική μαζική δημοκρατία ξεπεράσθηκε για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία η σπάνη των αγαθών και η κοινωνία αρθρώθηκε κατά μεγάλο μέρος με βάση τα κριτήρια της λειτουργικότητας και της απόδοσης, ήτοι πραγματώθηκε κατ’ αρχήν η ισότητα σε στενή συνάφεια με τον κατακερματισμό της κοινωνίας σε άτομα, ενώ συνάμα η αυτοπραγμάτωση του άτομου οιονεί ανακηρύχθηκε σε σκοπό του κράτους. Οι ελλείψεις και οι σκιές αυτής της εικόνας είναι γνωστές με το παραπάνω, όμως δεν άλλάζουν τίποτε στο γεγονός ότι αυτή ή -εξαμβλωματική, γελοιογραφική, ιλαροτραγική ή ό,τι άλλο- πραγμάτωση της Ουτοπίας εν τέλει αφόπλισε την κομμουνιστική κριτική του φιλελευθερισμού και του καπιταλισμού.
Έτσι, η σύγχρονη μαζική δημοκρατία παραμέρισε με μια και μόνη κίνηση το αντικείμενο των εννοιών «συντηρητισμός», «φιλελευθερισμός» και «σοσιαλισμός». Με την άκρα κατάτμηση της κοινωνίας σε άτομα και την απεριόριστη κοινωνική κινητικότητα, την οποία χρειάζεται απολύτως για να λειτουργήσει, διέλυσε τα μεγάλα συλλογικά υποκείμενα, με τα όποια συνδέονταν οι έννοιες εκείνες όσο είχαν συγκεκριμένο ιστορικό περιεχόμενο και συγκεκριμένη ιστορική αναφορά. Άλλωστε το κοινό τους πεπρωμένο απέρρεε από την κοινή τους καταγωγή και σταδιοδρομία. Διαμορφώθηκαν μέσα στην κοσμοϊστορική στροφή από τη societas civilis στη μαζική κοινωνία ή από τον αγροτικό στον βιομηχανικό πολιτισμό και έδωσαν από διαφορετικές κοινωνικοπολιτικές και κοσμοθεωρητικές σκοπιές απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα που αναγκαστικά έθεσε η στροφή αυτή.
Η διαδικασία, στην οποία αναφερόμαστε, άρχισε με την ευλαβή υποταγή του άνθρωπου στον Θεό και τέλειωσε με την υπεροπτική κυριαρχία του πάνω στη Φύση, ξεκίνησε από την αυτονόητη ένταξη του ατόμου σε μια κοινωνική ομάδα και έφθασε στην κατάτμηση της κοινωνίας σε άτομα, ορμήθηκε από πάγια ιεραρχημένες ουράνιες και γήινες ουσίες και κατέληξε σε λειτουργίες συνδυάσιμες κατά βούληση. Οι όροι αυτοί εμπεριέχουν τα κεντρικά θέματα των Νέων Χρόνων, τα οποία εξειδικεύθηκαν στην ιδιαίτερη προβληματική της φιλοσοφίας και της κοινωνικής θεωρίας. Από την άποψη αυτή, ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός ανήκουν λόγω των ειδοποιών γνωρισμάτων τους στους Νέους Χρόνους, κι επομένως ή διαπίστωση, ότι αυτές οι έννοιες στην πορεία του αιώνα μας έχασαν προοδευτικά το πραγματικό τους περιεχόμενο, αναγκαστικά γεννά το ερώτημα αν οι Νέοι Χρόνοι ως ιστορική εποχή έφθασαν στο τέρμα τους. Στην προοπτική αυτή δεν μπορεί ούτε η κατάλυση του μαρξισμού να θεωρηθεί ως νίκη των φιλελεύθερων ιδεών. Γιατί, από την άποψη της ιστορίας των ιδεών, ο μαρξισμός πήρε τις θεμελιώδεις του προκείμενες από τον φιλελευθερισμό: όπως και τούτος, επιδίωξε μια σύνθεση οικονομισμού και ανθρωπισμού, ενώ συνάμα θέλησε να κατανοήσει τον κόσμο με βάση την ιστορία ως πρόοδο. Απ’ αυτή τη σκοπιά η ήττα του μαρξισμού σημαίνει τον παραμερισμό των τελευταίων συστηματικά οργανωμένων υπολειμμάτων του ανθρωπιστικού φιλελευθερισμού και την τελειωτική νίκη μιας σκέψης, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε προσωρινά μεταμοντέρνα, αν θυμόμαστε συνεχώς τις μαζικοδημοκρατικές της ρίζες και λειτουργίες.
Η διαπίστωση της απαρχαίωσης του πολιτικού λεξιλογίου μετά τη νίκη των δυτικών μαζικών δημοκρατιών πάνω στον κομμουνισμό δεν είναι απαραίτητη μονάχα για τους σκοπούς της ακαδημαϊκής ερευνάς. Γιατί η πλανητική πολιτική θα διαμορφωθεί μελλοντικά με δεδομένο το γεγονός ότι τα δρώντα υποκείμενα θα αποδέχονται μαζικοδημοκρατικές αξίες και μαζικοδημοκρατικούς σκοπούς, από την απλώς ποσοτική άνοδο του βιοτικού επιπέδου ίσαμε την ποιοτική εξίσωση των ευκαιριών και της απόλαυσης τόσο εντός των επί μέρους εθνών όσο και στις σχέσεις των εθνών μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει πρώτα-πρώτα ότι τα οικονομικά (επίμαχα) ζητήματα θα αποκτήσουν μεγαλύτερο πολιτικό βάρος, ότι δηλ η πολιτική όλο και περισσότερο θα κατανοείται και θα ασκείται, ξεκινώντας από την οικονομία, ενώ θα περάσει στο περιθώριο το παραδοσιακά πρωταρχικό πρόβλημα του άριστου κράτους και του άριστου πολιτεύματος. Είναι αξιοσημείωτο ότι μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου φαίνεται να διαμορφώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο μια σύμπνοια πάνω στο πρόβλημα τούτο, ήτοι υφίσταται μια διάθεση μίμησης των πολιτικών θεσμών της Δύσης σε τούτη ή σε κείνη την παραλλαγή. Αυτό συναρτάται με τη συγχώνευση πολιτικής και οικονομίας, γιατί θεωρείται ότι οι τέτοιοι θεσμοί ευνοούν την οικονομική πρόοδο. Συνάμα εμφανίσθηκαν στον ορίζοντα του πλανήτη μας, που στενεύει όλο και περισσότερο, σοβαρότατα προβλήματα, όπως το οικολογικό και το πληθυσμιακό, που ούτε συλλαμβάνονται ούτε και αντιμετωπίζονται με βάση τις νοητικές κατηγορίες και τις συνήθεις σκέψης του συντηρητισμού, του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού. Όπως εν τω μεταξύ γνωρίζουμε, η συντήρηση έχει γίνει από καιρό οργανωτικό ζήτημα, η ελευθερία σε μαζικές κοινωνίες μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην έκρηξη ή στη διάλυση, ενώ ο άκαμπτος σχεδιασμός γεννά κακά που δεν μπορεί να θεραπεύσει ο ίδιος.
Ωστόσο θα ήταν ευσεβής πόθος να πιστεύει κανείς ότι η αναπόδραστη αποκοπή από τις παραδοσιακές πολιτικές έννοιες καθώς και η συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία θα καταργήσουν ή έστω θα μετριάσουν τις συγκρούσεις ανάμεσα στις ανθρώπινες ομάδες. Χωρίς αμφιβολία θα αποϊδεολογοποιήσουν την πολιτική, δηλ θα μειώσουν ή θα αφανίσουν την επιρροή των ιδεολογιών εκείνων, οι όποιες νομιμοποιούσαν την πολιτική δραστηριότητα από τον καιρό της γαλλικής Επανάστασης και μετά. Όμως είναι κοντόθωρο να αποδίδει κανείς τούς πολιτικούς αγώνες των τελευταίων δύο αιώνων απλώς σε ιδεολογικό φανατισμό και να περιμένει ex contrario από το «τέλος των ιδεολογιών» και το τέλος των αγώνων. Οι αποϊδεολογοποιημένοι αγώνες θα είναι ίσως σφοδρότεροι από τούς ιδεολογικούς, αν ορισμένα αγαθά αποδειχθούν σπάνια ακριβώς σε μιαν εποχή όπου ύψιστος σκοπός της ανθρωπότητας θεωρείται η υπέρβαση της σπάνης των αγαθών. Η άποϊδεολογοποίηση και η συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία σε τελευταία ανάλυση σημαίνουν ότι στο έξης οι αγώνες θα διεξάγονται για χειροπιαστά υλικά αγαθά, δίχως αξιόλογες ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις. Για να είμαστε λοιπόν ακριβείς θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε το τέλος των ιδεολογιών ως μερική επιστροφή στο ζωικό βασίλειο. Αν είναι ωραίο και ευκταίο να φθάσει ως εκεί ο αποχαιρετισμός από την Ουτοπία, παραμένει βέβαια ζήτημα γούστου.
ΠΗΓΗ: ΛΟΓΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ...
Κυριακή 27 Απριλίου 1941
Οι Γερμανοί εισβάλουν στην Αθήνα
Οι Γερμανοί εισβάλουν στην Αθήνα
Σάββατο 26 Απριλίου 2014
ο άνθρωπος δημιουργός είναι του θανάτου...
Τα χρόνια που έρχονται μοιάζουν ξοδεμένη ανάσα
σκόρπια ανάσα τα χρόνια που περάσαν
Και ο θάνατος που πλησιάζει σε αρμονία
με εκείνη που φεύγει τη ζωή...
The years to come seemed waste of breath,
A waste of breath the years behind
In balance with this life, this death...
Γιάννης Σταύρου, Πεπρωμένο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς
Το παλτό
Στο τραγούδι μου έφτιαξα παλτό
Από παλιές μυθολογίες βγαλμένο
Με στολίδι καλυμμένο
Από τη φτέρνα ως το λαιμό.
Μα άντρες ανόητοι τ’ αρπάξαν
Στου κόσμου τα μάτια φορέσαν το παλτό
Και σαν να το κέντησαν εκείνοι προχωρούν
Τραγούδι μου, άσε τους να το φορούν
Γιατί είναι τολμηρότερο, θαρρώ
Γυμνός να περπατάς.
Ένας Ιρλανδός αεροπόρος προβλέπει το θάνατό του
Γνωρίζω πως τη μοίρα μου θα συναντήσω
Κάπου ανάμεσα στα σύννεφα.
Αυτούς που πολεμώ δεν τους μισώ
δεν αγαπώ αυτούς που προστατεύω
Πατρίδα μου το σταυροδρόμι του Κίλταρταν
Και συγγενείς μου του Κίλταρταν οι φτωχοί
Κανένα αποτέλεσμα δε θα τους έφερνε χαρά
ή λύπη περισσότερη από πριν
Ο αγώνας μου δεν υπακούει σε νόμους, καθήκοντα,
πρόσωπα δημόσια ή κραυγές του πλήθους
Μια μοναχική παρόρμηση χαράς
Με έφερε σε αυτή την καταιγίδα πάνω από τα σύννεφα
Καλά τα υπολόγισα, τα πάντα έφερα στο νου
Τα χρόνια που έρχονται μοιάζουν ξοδεμένη ανάσα
σκόρπια ανάσα τα χρόνια που περάσαν
Και ο θάνατος που πλησιάζει σε αρμονία
με εκείνη που φεύγει τη ζωή.
William Butler Yeats
An Irish Airman Forsees His Death
I KNOW that I shall meet my fate
Somewhere among the clouds above;
Those that I fight I do not hate,
Those that I guard I do not love;
My county is Kiltartan Cross,
My countrymen Kiltartan's poor,
No likely end could bring them loss
Or leave them happier than before.
Nor law, nor duty bade me fight,
Nor public men, nor cheering crowds,
A lonely impulse of delight
Drove to this tumult in the clouds;
I balanced all, brought all to mind,
The years to come seemed waste of breath,
A waste of breath the years behind
In balance with this life, this death.
Θάνατος
Ούτε το φόβο, ούτε την ελπίδα περιμένει
ένα ζώο καθώς πεθαίνει.
Ο άνθρωπος το τέλος πλησιάζει
πάντα φοβάται και πάντα ελπίζει
Πολλές φορές έχει πεθάνει
φορές πολλές ξανά έχει ανθίσει.
Μα του μεγάλου ανθρώπου η περηφάνεια
τον χλευασμό της μεγάλο ορθώνει
Όταν σε αγνώστους μπροστά γεμάτους φόνο
η τελευταία ανάσα του παγώνει.
Τον θάνατο γνωρίζει μέχρι τα κόκαλά του,
ο άνθρωπος δημιουργός είναι του θανάτου.
σκόρπια ανάσα τα χρόνια που περάσαν
Και ο θάνατος που πλησιάζει σε αρμονία
με εκείνη που φεύγει τη ζωή...
The years to come seemed waste of breath,
A waste of breath the years behind
In balance with this life, this death...
Γιάννης Σταύρου, Πεπρωμένο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς
Το παλτό
Στο τραγούδι μου έφτιαξα παλτό
Από παλιές μυθολογίες βγαλμένο
Με στολίδι καλυμμένο
Από τη φτέρνα ως το λαιμό.
Μα άντρες ανόητοι τ’ αρπάξαν
Στου κόσμου τα μάτια φορέσαν το παλτό
Και σαν να το κέντησαν εκείνοι προχωρούν
Τραγούδι μου, άσε τους να το φορούν
Γιατί είναι τολμηρότερο, θαρρώ
Γυμνός να περπατάς.
Ένας Ιρλανδός αεροπόρος προβλέπει το θάνατό του
Γνωρίζω πως τη μοίρα μου θα συναντήσω
Κάπου ανάμεσα στα σύννεφα.
Αυτούς που πολεμώ δεν τους μισώ
δεν αγαπώ αυτούς που προστατεύω
Πατρίδα μου το σταυροδρόμι του Κίλταρταν
Και συγγενείς μου του Κίλταρταν οι φτωχοί
Κανένα αποτέλεσμα δε θα τους έφερνε χαρά
ή λύπη περισσότερη από πριν
Ο αγώνας μου δεν υπακούει σε νόμους, καθήκοντα,
πρόσωπα δημόσια ή κραυγές του πλήθους
Μια μοναχική παρόρμηση χαράς
Με έφερε σε αυτή την καταιγίδα πάνω από τα σύννεφα
Καλά τα υπολόγισα, τα πάντα έφερα στο νου
Τα χρόνια που έρχονται μοιάζουν ξοδεμένη ανάσα
σκόρπια ανάσα τα χρόνια που περάσαν
Και ο θάνατος που πλησιάζει σε αρμονία
με εκείνη που φεύγει τη ζωή.
William Butler Yeats
An Irish Airman Forsees His Death
I KNOW that I shall meet my fate
Somewhere among the clouds above;
Those that I fight I do not hate,
Those that I guard I do not love;
My county is Kiltartan Cross,
My countrymen Kiltartan's poor,
No likely end could bring them loss
Or leave them happier than before.
Nor law, nor duty bade me fight,
Nor public men, nor cheering crowds,
A lonely impulse of delight
Drove to this tumult in the clouds;
I balanced all, brought all to mind,
The years to come seemed waste of breath,
A waste of breath the years behind
In balance with this life, this death.
Θάνατος
Ούτε το φόβο, ούτε την ελπίδα περιμένει
ένα ζώο καθώς πεθαίνει.
Ο άνθρωπος το τέλος πλησιάζει
πάντα φοβάται και πάντα ελπίζει
Πολλές φορές έχει πεθάνει
φορές πολλές ξανά έχει ανθίσει.
Μα του μεγάλου ανθρώπου η περηφάνεια
τον χλευασμό της μεγάλο ορθώνει
Όταν σε αγνώστους μπροστά γεμάτους φόνο
η τελευταία ανάσα του παγώνει.
Τον θάνατο γνωρίζει μέχρι τα κόκαλά του,
ο άνθρωπος δημιουργός είναι του θανάτου.
Παρασκευή 25 Απριλίου 2014
Όταν βγαίνει το φεγγάρι οι καμπάνες χάνονται...
Η στρογγυλεμένη της νύχτας σιγαλιά
μια τελεία στη μουσική
του απείρου...
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς, λάδι σε καμβά
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Γη
Προχωρούμε
πάνω σ'έναν καθρέφτη
δίχως ασήμι
πάνω σ'ένα κρύσταλλο
δίχως σύννεφα.
Αν οι ίριδες γεννιόταν
στην ανάστροφη όψη
αν τα ρόδα γεννιόταν
στην ανάστροφη όψη
αν όλες οι ρίζες
κοιτούσαν τ' αστέρια
κι ο νεκρός δεν έκλεινε
τα μάτια
θα γινόμασταν σαν κύκνοι.
μτφ: Τάκης Βαρβιτσιώτης
Βγαίνει το φεγγάρι
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
οι καμπάνες χάνονται,
κι εμφανίζονται τ' απρόσβατα
τα μονοπάτια.
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
η θάλασσα σκεπάζει τη γη,
κι η καρδιά αισθάνεται νησί
καταμεσής του απείρου.
Κανείς δεν τρώει πορτοκάλια
κάτω απ'την πανσέληνο.
Πρέπει να φας
πράσινα φρούτα παγωμένα.
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
με τα εκατό όμοια πρόσωπα
το αργυρό νόμισμα
κλαίει στην τσέπη
μτφ: Ρήγα Καππάτου
Γκασέλα του απελπισμένου έρωτα
Η νύχτα αρνιέται να'ρθει
για να μην έρθεις εσύ
και μήτε εγώ να μπορέσω να πάω.
Όμως εγώ θα πάω
κι ας τρώει το μηνύγγι μου ένας ήλιος από σκορπιούς.
Όμως κι εσύ θα'ρθεις με τη γλώσσα σου καμένη από την αλμυρή βροχή.
Η μέρα αρνιέται να'ρθει
για να μην έρθεις εσύ
και μήτε εγώ να μπορέσω να πάω.
Όμως εγώ θα πάω
παρατώντας στα βατράχια το τσακισμένο μου γαρύφαλλο.
Όμως κι εσύ θα'ρθεις
ανάμεσα από τα θολά του σκοταδιού λαγούμια.
Η νύχτα κι η μέρα δε θέλουν να'ρθουν
για να πεθάνω εγώ για σένα
κι εσύ να πεθάνεις για μένα.
μτφ: Τάκης Βαρβιτσιώτης
Κασίντα του ρόδου
Το ρόδο
δεν ζητούσε την αυγή
σχεδόν αιώνιο στο κλωνί του,
κάτι άλλο ζητούσε.
Το ρόδο
μήτε γνώση μήτε ίσκιο ζητούσε
όριο σάρκας και ονείρου,
κάτι άλλο ζητούσε.
Το ρόδο
δεν ζητούσε το ρόδο.
Ασάλευτο στον ουρανό
κάτι άλλο ζητούσε.
μτφ: Τάκης Βαρβιτσιώτης
Αστερωμένη ώρα
Η στρογγυλεμένη της νύχτας σιγαλιά
μια τελεία στη μουσική
του απείρου.
Βγαίνω ολόγυμνος στο δρόμο
μεθυσμένος από στίχους
χαμένους.
Το σκοτάδι, διάτρητο
από τραγούδια γρύλων,
έχει εκείνη τη μοιραία νεκρή
φωτιά
του ήχου.
Αυτό το μουσικό φως
που ξεχωρίζει
ο νους.
Οι σκελετοί από χίλιες πεταλούδες
κοιμούνται στον περίβολό μου.
Νιάτα από τρελές αύρες περνούνε
πάνω στο ποτάμι.
μτφ: Κ. Πολίτης
μια τελεία στη μουσική
του απείρου...
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς, λάδι σε καμβά
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Γη
Προχωρούμε
πάνω σ'έναν καθρέφτη
δίχως ασήμι
πάνω σ'ένα κρύσταλλο
δίχως σύννεφα.
Αν οι ίριδες γεννιόταν
στην ανάστροφη όψη
αν τα ρόδα γεννιόταν
στην ανάστροφη όψη
αν όλες οι ρίζες
κοιτούσαν τ' αστέρια
κι ο νεκρός δεν έκλεινε
τα μάτια
θα γινόμασταν σαν κύκνοι.
μτφ: Τάκης Βαρβιτσιώτης
Βγαίνει το φεγγάρι
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
οι καμπάνες χάνονται,
κι εμφανίζονται τ' απρόσβατα
τα μονοπάτια.
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
η θάλασσα σκεπάζει τη γη,
κι η καρδιά αισθάνεται νησί
καταμεσής του απείρου.
Κανείς δεν τρώει πορτοκάλια
κάτω απ'την πανσέληνο.
Πρέπει να φας
πράσινα φρούτα παγωμένα.
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
με τα εκατό όμοια πρόσωπα
το αργυρό νόμισμα
κλαίει στην τσέπη
μτφ: Ρήγα Καππάτου
Γκασέλα του απελπισμένου έρωτα
Η νύχτα αρνιέται να'ρθει
για να μην έρθεις εσύ
και μήτε εγώ να μπορέσω να πάω.
Όμως εγώ θα πάω
κι ας τρώει το μηνύγγι μου ένας ήλιος από σκορπιούς.
Όμως κι εσύ θα'ρθεις με τη γλώσσα σου καμένη από την αλμυρή βροχή.
Η μέρα αρνιέται να'ρθει
για να μην έρθεις εσύ
και μήτε εγώ να μπορέσω να πάω.
Όμως εγώ θα πάω
παρατώντας στα βατράχια το τσακισμένο μου γαρύφαλλο.
Όμως κι εσύ θα'ρθεις
ανάμεσα από τα θολά του σκοταδιού λαγούμια.
Η νύχτα κι η μέρα δε θέλουν να'ρθουν
για να πεθάνω εγώ για σένα
κι εσύ να πεθάνεις για μένα.
μτφ: Τάκης Βαρβιτσιώτης
Κασίντα του ρόδου
Το ρόδο
δεν ζητούσε την αυγή
σχεδόν αιώνιο στο κλωνί του,
κάτι άλλο ζητούσε.
Το ρόδο
μήτε γνώση μήτε ίσκιο ζητούσε
όριο σάρκας και ονείρου,
κάτι άλλο ζητούσε.
Το ρόδο
δεν ζητούσε το ρόδο.
Ασάλευτο στον ουρανό
κάτι άλλο ζητούσε.
μτφ: Τάκης Βαρβιτσιώτης
Αστερωμένη ώρα
Η στρογγυλεμένη της νύχτας σιγαλιά
μια τελεία στη μουσική
του απείρου.
Βγαίνω ολόγυμνος στο δρόμο
μεθυσμένος από στίχους
χαμένους.
Το σκοτάδι, διάτρητο
από τραγούδια γρύλων,
έχει εκείνη τη μοιραία νεκρή
φωτιά
του ήχου.
Αυτό το μουσικό φως
που ξεχωρίζει
ο νους.
Οι σκελετοί από χίλιες πεταλούδες
κοιμούνται στον περίβολό μου.
Νιάτα από τρελές αύρες περνούνε
πάνω στο ποτάμι.
μτφ: Κ. Πολίτης
Πέμπτη 24 Απριλίου 2014
Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!...
Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα
κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη
και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα
κι όλο η μητέρα μου 'λεγε: το Μάρτη...
Γιάννης Σταύρου, Αποθήκες, λάδι σε καμβά
Νίκος Καββαδίας
Γράμμα ενός αρρώστου
Φίλε μου Αλέξη, το 'λαβα το γράμμα σου
και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω;
Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου
ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω...
Είναι καιρός όπου έπληξα, διαβάζοντας
όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία,
κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα
που να μου φέρει λίγη ποικιλία.
Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα
- σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε -
και τ' άκουσα. Στην κάμαρα εσκοτείνιαζε
κι ο θόρυβος του δρόμου εσταματούσε.
Έκλαψα βέβαια, κάτω απ' την κουβέρτα μου.
Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος!
Μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα
πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος.
Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα
κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη
και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα
κι όλο η μητέρα μου 'λεγε: το Μάρτη...
Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα
κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:
"Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!"
Κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει.
Να πεις στους φίλους χαιρετίσματα,
κι αν τύχει κι ανταμώσεις την Ελένη,
πως μ' ένα φορτηγό - πες της - μπαρκάρισα
και τώρα πια να μη με περιμένει...
Αλήθεια! Ο Χάρος ήθελα να 'ρχότανε.
κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη
και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα
κι όλο η μητέρα μου 'λεγε: το Μάρτη...
Γιάννης Σταύρου, Αποθήκες, λάδι σε καμβά
Νίκος Καββαδίας
Γράμμα ενός αρρώστου
Φίλε μου Αλέξη, το 'λαβα το γράμμα σου
και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω;
Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου
ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω...
Είναι καιρός όπου έπληξα, διαβάζοντας
όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία,
κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα
που να μου φέρει λίγη ποικιλία.
Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα
- σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε -
και τ' άκουσα. Στην κάμαρα εσκοτείνιαζε
κι ο θόρυβος του δρόμου εσταματούσε.
Έκλαψα βέβαια, κάτω απ' την κουβέρτα μου.
Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος!
Μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα
πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος.
Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα
κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη
και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα
κι όλο η μητέρα μου 'λεγε: το Μάρτη...
Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα
κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:
"Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!"
Κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει.
Να πεις στους φίλους χαιρετίσματα,
κι αν τύχει κι ανταμώσεις την Ελένη,
πως μ' ένα φορτηγό - πες της - μπαρκάρισα
και τώρα πια να μη με περιμένει...
Αλήθεια! Ο Χάρος ήθελα να 'ρχότανε.
Τετάρτη 23 Απριλίου 2014
Σαλπάρισε μακριά από το σίγουρο λιμάνι...
Όποτε βρεθείς με την πλευρά της πλειοψηφίας, είναι η στιγμή που πρέπει να σταθείς και να συλλογιστείς...
Γιάννης Σταύρου, Πειραιάς, λάδι σε καμβά
Μαρκ Τουέιν
Αφορισμοί
Μην πείτε στη μητέρα μου ότι ασχολούμαι με την πολιτική. Νομίζει ότι είμαι πιανίστας σε μπουρδέλο.
Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν τον κόσμο κυβερνούν κάποιοι έξυπνοι που μας δουλεύουν ή κάποιοι ηλίθιοι που μιλάνε σοβαρά.
Ο θόρυβος δεν αποδεικνύει τίποτα. Συχνά, η κότα που έκανε απλά ένα αβγό κακαρίζει λες και έχει γεννήσει έναν αστεροειδή.
Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που τρώει χωρίς να πεινάει, πίνει χωρίς να διψάει και μιλάει χωρίς να έχει τίποτα να πει.
Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο. Οι γυμνοί άνθρωποι έχουν μικρή ή μηδαμινή επιρροή στην κοινωνία.
Όποτε βρεθείς με την πλευρά της πλειοψηφίας, είναι η στιγμή που πρέπει να σταθείς και να συλλογιστείς.
Το γεγονός πως ο άνθρωπος γνωρίζει το καλό και το κακό, αποδεικνύει την ανωτερότητα της σκέψης του σε σχέση με τα ζώα. Το γεγονός πως παρ’ όλα αυτά, κάνει το κακό, αποδεικνύει την ηθική κατωτερότητα σε σχέση με τα ζώα.
Είκοσι χρόνια από τώρα θα είσαι πιο απογοητευμένος για τα πράγματα που δεν έκανες παρά για τα πράγματα που έκανες. Γι’ αυτό, λύσε τους κάβους. Σαλπάρισε μακριά από το σίγουρο λιμάνι. Εξερεύνησε, ονειρέψου, ανακάλυψε.
Ο παράδεισος βρίσκεται εκεί που είναι η Εύα.
Απόφευγε ανθρώπους που προσπαθούν να μειώσουν τις φιλοδοξίες σου. Οι μικροπρεπείς άνθρωποι πάντα το κάνουν αυτό. Αλλά οι πραγματικά μεγάλοι, σε κάνουν να αισθανθείς ότι κι εσύ μπορείς να γίνεις μεγάλος.
Καλοί τρόποι είναι η συμφιλίωση της μεγάλης ιδέας που έχουμε για τον εαυτό μας με τη μικρή ιδέα που έχουμε για τους άλλους.
Τράπεζα είναι το μέρος που σου δανείζουν χρήματα, αν μπορείς ν’ αποδείξεις ότι δεν τα έχεις ανάγκη.
Η πεποίθηση ότι οι θρησκείες των αλλόδοξων είναι ψεύτικες, με κάνει να υποψιάζομαι ότι ίσως και η δική μου θρησκεία να είναι ψεύτικη.
Οι ευτυχισμένοι πρέπει να ξέρουν πως όσο πιο γεμάτο είναι ένα ποτήρι, τόσο πιο εύκολα χύνεται
Να πας στον Παράδεισο για το κλίμα και στην Κόλαση για την παρέα.
Στη ζωή μου έχω περάσει από φρικτές καταστάσεις, μερικές από τις οποίες μάλιστα συνέβησαν και στην πραγματικότητα.
Δεν επέτρεψα ποτέ στο σχολείο να αναμειχθεί στην εκπαίδευσή μου.
Οι ρυτίδες θα έπρεπε απλώς να υποδεικνύουν από πού έχουν περάσει χαμόγελα.
Δεν είναι τα εδάφια της βίβλου, που δεν καταλαβαίνω, που με προβληματίζουν. Είναι τα κομμάτια που καταλαβαίνω.
Υπάρχουν διάφορα καλά προστατευτικά μέσα εναντίον των πειρασμών, αλλά το καλύτερο απ’ όλα είναι η δειλία.
Καλοί φίλοι, καλά βιβλία και μια αποκοιμισμένη συνείδηση. Αυτά είναι η ουσία μιας ευτυχισμένης ζωής.
Οι δυο πιο σημαντικές μέρες στη ζωή σου είναι η μέρα που γεννιέσαι και η μέρα που ανακαλύπτεις γιατί.
Βαθιά μέσα του, κανένας άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να έχει σε μεγάλη υπόληψη τον εαυτό του.
Πολιτισμός είναι ο ασταμάτητος πολλαπλασιασμός μη αναγκαίων αναγκών.
Μπορώ να διδάξω στον καθένα πώς να αποκτήσει αυτό που θέλει στη ζωή. Το πρόβλημα είναι ότι δεν βρίσκω κανέναν που να ξέρει τι θέλει.
Ο Αδάμ ήταν άνθρωπος: δεν θέλησε το μήλο για το μήλο, το θέλησε επειδή ήταν απαγορευμένο.
Μέσα στο χιούμορ βρίσκει κανείς τον αστεϊσμό ενός ανθρώπου που είναι σπάνια ευδιάθετος και ποτέ ευτυχισμένος.
Ο άνθρωπος που έχει μια καινούργια ιδέα είναι ένας παράξενος μέχρι η ιδέα να πετύχει.
Λίγα πράγματα συγκρίνονται με την ενόχληση που προξενεί το «καλό παράδειγμα».
Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που κοκκινίζει· ή που θα έπρεπε να το κάνει.
Όταν έχεις αμφιβολίες, πες την αλήθεια.
Δεν μ’ αρέσει η δουλειά, ακόμα κι όταν την κάνει κάποιος άλλος.
Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, κάνει όμως ομοιοκαταληξίες.
Μια γάτα που κάθισε πάνω σε μια ζεστή σόμπα, δεν πρόκειται να καθίσει σε μια ζεστή σόμπα ξανά, αλλά δεν θα ξανακαθίσει ούτε πάνω σε μια κρύα σόμπα.
Η κυβέρνηση είναι απλώς ένας υπηρέτης -ένας προσωρινός υπηρέτης. Δεν είναι στα καθήκοντά της να ορίζει τι είναι σωστό και τι είναι λάθος και να αποφασίζει ποιος είναι πατριώτης και ποιος δεν είναι. Η δουλειά της είναι να υπακούει σε εντολές, όχι να τις δίνει. (ναι, καλά...)
Κλασικό είναι αυτό που όλοι ήθελαν να το ξέρουν, αλλά κανείς δεν κάθεται να το διαβάσει.
Δεν είμαι απ’ αυτούς που όταν εκφέρουν τη γνώμη τους περιορίζονται στα γεγονότα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντέχουν να κάτσουν στην εκκλησία ούτε για μια ώρα την Κυριακή. Πώς υποτίθεται ότι θα μπορούσαν να ζήσουν σε κάτι πολύ παρόμοιο για μια αιωνιότητα;
Η σωστή δοσολογία των αφορισμών: μάξιμουμ νόημα, μίνιμουμ λέξεις.
Ποτέ μη μάθεις να κάνεις τίποτα. Αν δεν μάθεις, πάντα θα βρίσκεις κάποιον άλλο να το κάνει για σένα.
Η πραγματική πηγή του ίδιου του χιούμορ δεν είναι η χαρά, αλλά η λύπη. Δεν υπάρχει χιούμορ στον Παράδεισο.
Το κρεβάτι είναι το πιο επικίνδυνο μέρος. Το 90% των ανθρώπων πεθαίνουν εκεί.
Ας υποθέσουμε ότι είσαι ηλίθιος. Και ας υποθέσουμε ότι είσαι μέλος του Κογκρέσου… Αλλά επαναλαμβάνομαι.
Το να κόψεις το τσιγάρο είναι το ευκολότερο πράγμα. Εγώ το ‘χω κόψει τουλάχιστον δέκα φορές.
Όταν είσαι θυμωμένος, μέτρα μέχρι το τέσσερα. Όταν είσαι πολύ θυμωμένος, βρίσε.
Καλό είναι να διαβάζουμε την πρόγνωση του καιρού πριν προσευχηθούμε για βροχή.
Η βασική διαφορά μεταξύ μιας γάτας και ενός ψέματος είναι ότι η γάτα έχει μόνο εννιά ζωές.
Όλοι μιλούν για τον καιρό, αλλά κανένας δεν κάνει τίποτα γι’ αυτό.
Ο μόνος τρόπος να διατηρήσεις την υγεία σου είναι να τρως αυτά που δεν θέλεις, να πίνεις αυτά που δεν σου αρέσουν και να κάνεις αυτά που θα προτιμούσες να μην έκανες.
Γιάννης Σταύρου, Πειραιάς, λάδι σε καμβά
Μαρκ Τουέιν
Αφορισμοί
Μην πείτε στη μητέρα μου ότι ασχολούμαι με την πολιτική. Νομίζει ότι είμαι πιανίστας σε μπουρδέλο.
Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν τον κόσμο κυβερνούν κάποιοι έξυπνοι που μας δουλεύουν ή κάποιοι ηλίθιοι που μιλάνε σοβαρά.
Ο θόρυβος δεν αποδεικνύει τίποτα. Συχνά, η κότα που έκανε απλά ένα αβγό κακαρίζει λες και έχει γεννήσει έναν αστεροειδή.
Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που τρώει χωρίς να πεινάει, πίνει χωρίς να διψάει και μιλάει χωρίς να έχει τίποτα να πει.
Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο. Οι γυμνοί άνθρωποι έχουν μικρή ή μηδαμινή επιρροή στην κοινωνία.
Όποτε βρεθείς με την πλευρά της πλειοψηφίας, είναι η στιγμή που πρέπει να σταθείς και να συλλογιστείς.
Το γεγονός πως ο άνθρωπος γνωρίζει το καλό και το κακό, αποδεικνύει την ανωτερότητα της σκέψης του σε σχέση με τα ζώα. Το γεγονός πως παρ’ όλα αυτά, κάνει το κακό, αποδεικνύει την ηθική κατωτερότητα σε σχέση με τα ζώα.
Είκοσι χρόνια από τώρα θα είσαι πιο απογοητευμένος για τα πράγματα που δεν έκανες παρά για τα πράγματα που έκανες. Γι’ αυτό, λύσε τους κάβους. Σαλπάρισε μακριά από το σίγουρο λιμάνι. Εξερεύνησε, ονειρέψου, ανακάλυψε.
Ο παράδεισος βρίσκεται εκεί που είναι η Εύα.
Απόφευγε ανθρώπους που προσπαθούν να μειώσουν τις φιλοδοξίες σου. Οι μικροπρεπείς άνθρωποι πάντα το κάνουν αυτό. Αλλά οι πραγματικά μεγάλοι, σε κάνουν να αισθανθείς ότι κι εσύ μπορείς να γίνεις μεγάλος.
Καλοί τρόποι είναι η συμφιλίωση της μεγάλης ιδέας που έχουμε για τον εαυτό μας με τη μικρή ιδέα που έχουμε για τους άλλους.
Τράπεζα είναι το μέρος που σου δανείζουν χρήματα, αν μπορείς ν’ αποδείξεις ότι δεν τα έχεις ανάγκη.
Η πεποίθηση ότι οι θρησκείες των αλλόδοξων είναι ψεύτικες, με κάνει να υποψιάζομαι ότι ίσως και η δική μου θρησκεία να είναι ψεύτικη.
Οι ευτυχισμένοι πρέπει να ξέρουν πως όσο πιο γεμάτο είναι ένα ποτήρι, τόσο πιο εύκολα χύνεται
Να πας στον Παράδεισο για το κλίμα και στην Κόλαση για την παρέα.
Στη ζωή μου έχω περάσει από φρικτές καταστάσεις, μερικές από τις οποίες μάλιστα συνέβησαν και στην πραγματικότητα.
Δεν επέτρεψα ποτέ στο σχολείο να αναμειχθεί στην εκπαίδευσή μου.
Οι ρυτίδες θα έπρεπε απλώς να υποδεικνύουν από πού έχουν περάσει χαμόγελα.
Δεν είναι τα εδάφια της βίβλου, που δεν καταλαβαίνω, που με προβληματίζουν. Είναι τα κομμάτια που καταλαβαίνω.
Υπάρχουν διάφορα καλά προστατευτικά μέσα εναντίον των πειρασμών, αλλά το καλύτερο απ’ όλα είναι η δειλία.
Καλοί φίλοι, καλά βιβλία και μια αποκοιμισμένη συνείδηση. Αυτά είναι η ουσία μιας ευτυχισμένης ζωής.
Οι δυο πιο σημαντικές μέρες στη ζωή σου είναι η μέρα που γεννιέσαι και η μέρα που ανακαλύπτεις γιατί.
Βαθιά μέσα του, κανένας άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να έχει σε μεγάλη υπόληψη τον εαυτό του.
Πολιτισμός είναι ο ασταμάτητος πολλαπλασιασμός μη αναγκαίων αναγκών.
Μπορώ να διδάξω στον καθένα πώς να αποκτήσει αυτό που θέλει στη ζωή. Το πρόβλημα είναι ότι δεν βρίσκω κανέναν που να ξέρει τι θέλει.
Ο Αδάμ ήταν άνθρωπος: δεν θέλησε το μήλο για το μήλο, το θέλησε επειδή ήταν απαγορευμένο.
Μέσα στο χιούμορ βρίσκει κανείς τον αστεϊσμό ενός ανθρώπου που είναι σπάνια ευδιάθετος και ποτέ ευτυχισμένος.
Ο άνθρωπος που έχει μια καινούργια ιδέα είναι ένας παράξενος μέχρι η ιδέα να πετύχει.
Λίγα πράγματα συγκρίνονται με την ενόχληση που προξενεί το «καλό παράδειγμα».
Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που κοκκινίζει· ή που θα έπρεπε να το κάνει.
Όταν έχεις αμφιβολίες, πες την αλήθεια.
Δεν μ’ αρέσει η δουλειά, ακόμα κι όταν την κάνει κάποιος άλλος.
Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, κάνει όμως ομοιοκαταληξίες.
Μια γάτα που κάθισε πάνω σε μια ζεστή σόμπα, δεν πρόκειται να καθίσει σε μια ζεστή σόμπα ξανά, αλλά δεν θα ξανακαθίσει ούτε πάνω σε μια κρύα σόμπα.
Η κυβέρνηση είναι απλώς ένας υπηρέτης -ένας προσωρινός υπηρέτης. Δεν είναι στα καθήκοντά της να ορίζει τι είναι σωστό και τι είναι λάθος και να αποφασίζει ποιος είναι πατριώτης και ποιος δεν είναι. Η δουλειά της είναι να υπακούει σε εντολές, όχι να τις δίνει. (ναι, καλά...)
Κλασικό είναι αυτό που όλοι ήθελαν να το ξέρουν, αλλά κανείς δεν κάθεται να το διαβάσει.
Δεν είμαι απ’ αυτούς που όταν εκφέρουν τη γνώμη τους περιορίζονται στα γεγονότα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντέχουν να κάτσουν στην εκκλησία ούτε για μια ώρα την Κυριακή. Πώς υποτίθεται ότι θα μπορούσαν να ζήσουν σε κάτι πολύ παρόμοιο για μια αιωνιότητα;
Η σωστή δοσολογία των αφορισμών: μάξιμουμ νόημα, μίνιμουμ λέξεις.
Ποτέ μη μάθεις να κάνεις τίποτα. Αν δεν μάθεις, πάντα θα βρίσκεις κάποιον άλλο να το κάνει για σένα.
Η πραγματική πηγή του ίδιου του χιούμορ δεν είναι η χαρά, αλλά η λύπη. Δεν υπάρχει χιούμορ στον Παράδεισο.
Το κρεβάτι είναι το πιο επικίνδυνο μέρος. Το 90% των ανθρώπων πεθαίνουν εκεί.
Ας υποθέσουμε ότι είσαι ηλίθιος. Και ας υποθέσουμε ότι είσαι μέλος του Κογκρέσου… Αλλά επαναλαμβάνομαι.
Το να κόψεις το τσιγάρο είναι το ευκολότερο πράγμα. Εγώ το ‘χω κόψει τουλάχιστον δέκα φορές.
Όταν είσαι θυμωμένος, μέτρα μέχρι το τέσσερα. Όταν είσαι πολύ θυμωμένος, βρίσε.
Καλό είναι να διαβάζουμε την πρόγνωση του καιρού πριν προσευχηθούμε για βροχή.
Η βασική διαφορά μεταξύ μιας γάτας και ενός ψέματος είναι ότι η γάτα έχει μόνο εννιά ζωές.
Όλοι μιλούν για τον καιρό, αλλά κανένας δεν κάνει τίποτα γι’ αυτό.
Ο μόνος τρόπος να διατηρήσεις την υγεία σου είναι να τρως αυτά που δεν θέλεις, να πίνεις αυτά που δεν σου αρέσουν και να κάνεις αυτά που θα προτιμούσες να μην έκανες.
Κυριακή 20 Απριλίου 2014
Ελληνικό Πάσχα
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα, λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Τα τραγούδια του Θεού
Με είχε καλέσει ο γενναίος φίλος μου, ο κυρ Στέφανος Μ. εις την οικίαν του την ημέραν του Πάσχα, δια να συμφάγωμεν την ώραν του προγεύματος περί τας δέκα, απὸ συγκατάβασιν και ευσπλαγχνίαν, δια να κάμω κι εγὼ μετὰ τόσα χρόνια Πάσχα… οικιακόν, έρημος και ξένος στα ξένα. Εύχαρι και θαλπερὸν ήτο το εσωτερικόν της εστίας του, αφού διήλθον την ευρείαν αυλήν, με την διάπλατον πύλην και τους σταύλους των αλόγων και την πρασινάδαν και τας γάστρας των ανθέων. Η οικογένειά του, η γραία Μαρία η συμβία του, αφελὴς και αρχαϊκή, ὁ υιός του αμόρφωτος και άπλαστος καλὸς αμαξηλάτης, κι ο αδελφός του, στιβαρός, γεροντοπαλλήκαρον, τραχὺς καὶ φιλαλήθης. Τέλος ἡ κόρη του ἡ Ρηνούλα, τελεία αντιπρόσωπος της νέας γενεάς, κεντήτρια, ζωγραφίνα καὶ θεατρίνα. Πλην όμως κι αυτὴ αφελὴς και απλή εις το πρόσωπον και τους τρόπους: Είχε μίαν παιδίσκην επτά ετών, την Μαρίαν, πάντοτε μειδιώσαν και ανοικτόκαρδον, και εν χαριτωμένον ξενικὸν πλάσμα, την Τοτώ, ξανθήν, γαλανόμορφον, και αγγελοθωροῦσαν. Η μικρὰ κόρη, δεν ηξεύρω ακριβώς πως, είχε πέσει εις τας χείρας της, και απετέλει μέρος της οικογενείας. Φαίνεται, ότι κάποια ξένη Γαλλίς, παιδαγωγὸς ή διδασκάλισσα εἰς πλουσίαν οἰκίαν, είχεν ἐμπέσει εἰς τὰ δίκτυα κανενὸς επιχηρευτού καὶ είχε συλλάβει τὸ μαγικὸν τοῦτο χρυσόψαρον τῆς δεξαμενής, δια να πλεύσῃ εις τό πέλαγος του αγνώστου, εάν δεν έμελλε ποτὲ νὰ πτεροφυσήσῃ εις τον αἰθέρα τοῦ ἀχανοῦς.
Είτα την φερέοικον μητέρα, οποὺ δεν είχε κτίσει την φωλεάν της ποτέ, την επήραν άλλαι πνοαὶ καὶ την μετεκόμισαν, τις οίδε που, εις άλλα κλίματα . Εύρε θέσιν καλλιτέραν αλλού, κι εταξίδευσε, κι ενεπιστεύθη το έμψυχον κειμήλιον αυτὸ εις χείρας της Ρηνούλας, όπως την είχεν εγκαταλίπει κι αυτὴν ο πλανητής, όστις την εστεφανώθη, και ανέθρεψε [εκείνη] το τέκνον της, κι έμεινε ζωντοχηρούσα, κι εδέχθη ως έρμαιον το ξένον βρέφος αυτό, ίσως επειδὴ ησθάνετο μικρὸν θησαυρὸν φιλοστοργίας εις τα στήθη της.
Πόση είναι η δύναμις της επιρροής, και αν η Ρηνούλα είχε γοητείαν καὶ όμμα επιβάλλον δια ν᾿ ανατρέφῃ παιδία, το ησθάνθην την ημέραν εκείνην του Πάσχα, όταν η μικρὰ Τοτώ, ηλικίας τότε τριάντα μηνῶν περίπου, ήρχισεν αίφνης να κλαυθμυρίζη εκεί που την είχαν βάλει να φάγη, δια μίαν μικρὰν παράλειψιν. Η Ρηνούλα εστράφη προς την μικρὰν και της είπεν απλῶς με τον τρόπον και με το βλέμμα που αυτὴ ήξευρε:
― Faut pas pleurer! Δεν πρέπει να κλαις.
Κι η μικρὰ ελούφαξεν ως εκ θαύματος.
Ὅταν απεφάγαμεν, κι ἐσυγκρίσαμεν τα κόκκινο αυγό, και είχαμεν κενώσει τὰ τρία τέταρτα της χιλιάρικης ―ήτο ὡραίον ρετσινάτο, όλον άρωμα καὶ πτήσις και αφρός― αφού έψαλεν ο γέρων Φίλιππος το Χ ρ ι σ τ ὸ ς α ν έ σ τ η (ο κυρ Στέφανος δεν ήξευρεν άλλο να ψάλη ειμὴ τό, «Ψήσου γίδα ψήσου και ροδοκοκκινίσου»), ηθέλησα κ᾿ εγὼ να είπω το Α ν α σ τ ά σ ε ω ς η μ έ ρ α, το αλλέγρο, τον πρώτον δηλαδή ειρμόν του Κανόνος της ημέρας, όχι το τελευταίον το δοξαστικόν, το αργόν. Μόλις ήνοιξα τὸ στόμα μου κι επρόφερα
― Αυτὰ δεν είναι τροπάρια που ψέλνετε, κύριε.
―Αλλὰ τι είναι, κορίτσι μου; ηρώτησα.
― Αυτὰ είναι σαν γλυκὰ-γλυκὰ τραγουδάκια.
Τούτο μου ενθύμισε μίαν άλλην μικρὰν κορασίδα, την Κούλαν (Αγγελικὴν) τοῦ φίλου μου Νικόλα τοῦ Μπούκη. Απλούς μανάβης, ή οπωροπώλης ήτον ὁ άνθρωπος, αλλ᾿ είχε λάβει θεόθεν δια την φιλοξενίαν του την ευλογίαν του Αβραάμ. Η μικρὰ οικία ήτο ξενὼν δια τους φίλους και τους διαβατικούς, δια τους εκλεκτοὺς καὶ τους τυχόντας. Είχεν απολύσει η λειτουργία μετά την παννυχίδα εις τὸ παρεκκλήσι του Αγίου Ελισσαίου και την ώραν του αντιδώρου, η γυνὴ τού Μπούκη του φίλου μου, ακολουθουμένη από την μικράν κόρην της, την Αγγελικούλαν, μ᾿ επλησίασεν εις το στασίδι, δια να μου υπομνήσῃ, ως συνήθως, ότι έπρεπε να υπάγω εις το γεύμα.
Τότε η μικρὰ παιδίσκη (ήτο ως εννέα ετών, ροδίνη και καστανή, και την είχαν υιοθετήσει από το βρεφοκομείον, ως άτεκνον οποὺ ήτο το ανδρόγυνον· αλλ᾿ αυτὴ το ηγνόει), μ᾿ εχαιρέτησε καὶ μου λέγει:
―Εσύ, μπαρμπ᾿- Ἀλέξανδρε, ψέλνεις τα τραγούδια του Θεοῦ.
Τραγούδια του Θεού! Έκτοτε η μικρὰ με ήκουε να ψάλλω συνεχώς «Τραγούδια του Θεού», εις τον πενιχρὸν νυκτερινὸν ναΐσκον, όπου εσύχναζε τακτικὰ μὲ τὴν μητέρα της. Εκοιμάτο μες στο στασίδι, εις τον γυναικωνίτην, την ώρα των αποστίχων, εξύπνα μετὰ δυο ώρας εις τον Πολυέλεον, κι έκτοτε δεν ήθελε να κοιμηθή πλέον. Ήτο μία μετὰ τα μεσάνυχτα.
Εκείνην την ημέραν, ήτο 8η Σεπτεμβρίου, είχα ψάλει τὸ «Χαῖρε σεμνὴ μῆτερ καὶ δούλη Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ». Μετὰ έξ ἡμέρας μὲ ήκουσεν η μικρὰ να ψάλλω το «Αγαλλιάσθω τα δρυμού ξύλα σύμπαντα». Και την ημέραν του Θεολόγου έψαλα το «Φίλε μυστικέ, Χριστού επιστήθιε». Και του Ἁγίου Δημητρίου ἔμελψα τὸ «Δεύρο Μάρτυς Χριστού προς ημάς». Και των Εισοδίων έψαλα το «Διανέμοις των χαρισμάτων». Και του Αγίου Νικολάου έψαλα «Την Ζωοδόχον πηγὴν την αέναον», και «Της Εκκλησίας τα άνθη περιιπτάμενος». Και τα Χριστούγεννα έψαλα το «Θεὸς ων εἰρήνης». Και του Αγίου Βασιλείου το «Δεύτε του Δεσπότου τα ένδοξα Χριστού ονομαστήρια», και το «Σου την φωνὴν έδει παρείναι, Βασίλειε». Και των Φώτων έψαλα το «Ιησούς ο ζωής αρχηγός». Και της Υπαπαντής έψαλα το «Χέρσον αβυσσοτόκον». Και του Ευαγγελισμού το «Ως εμψύχῳ Θεού κιβωτώ». Και του Αγίου Γεωργίου το «Ανέτειλε το έαρ», καὶ της Αναλήψεως το «Θείω καλυφθείς». Και της Πεντηκοστῆς το «Παράδοξα σήμερον». Καὶ των Αγίων Αποστόλων έψαλα το «Σε την υπερένδοξον νύμφην», και το «Ο Χριστοκήρυξ Σταυρού καύχημα φέρων, συ την πολυέραστον θείαν αγάπησιν». Και της Μεταμορφώσεως έψαλα το «Προ του Σταυρού σου, Κύριε, όρος ουρανὸν εμιμεῖτο». Και εἰς την μνήμην της Παναγίας έψαλα τα θεσπέσια εκεῖνα κελαδήματα, το «Πεποικιλμένη» καὶ τὸ «Νενίκηνται», και το «Συνέστειλε χορὸς των Αποστόλων, το Θεοδόχον σῶμα σου· εις οὐρανίους θαλάμους προς τον υιὸν εκφοιτῶσα». Και εἰς τὴν αποτομὴν τοῦ Προδρόμου έψαλα το «Φρίττουσι πάθη των βροτῶν», και τόσα άλλα. Κι η μικρὰ κόρη τα ησθάνετο, και τα επόθει και τα εχαρακτήριζε, με αγγελικὸν αίσθημα, ως «τραγούδια τοῦ Θεοῦ».
Έκτοτε απουσίασα απὸ τας Αθήνας. Είχα ενθυμηθή τους πτωχοὺς οικείους εις την μικρὰν πατρίδα μου, μακρὰν της οποίας είχα ζήσει, εκ μικρών διαλειμμάτων, υπέρ το ήμισυ της ζωής μου. Όταν τέλος με είχον βαρυνθή κι εκεί, ετόλμησα μετά τρία έτη να επανέλθω εις την πρωτεύουσαν, με την αμυδράν ελπίδα ότι δεν θα εγενόμην και πάλιν βαρετὸς εις τους φίλους μου.
Αφοῦ εκρύβην επὶ εβδομάδα εις ταπεινόν τινα ξενώνα, επῆγα λάθρᾳ μίαν πρωίαν να ανταμώσω τον φίλον μου Νικόλαν τον Μπούκην. Φευ! τι έμαθα; Η μικρὰ Κούλα, ήτις ήγε τώρα το ενδέκατον έτος της ηλικίας της, ήτον άρρωστη βαριά. Είχε δέκα ημέρας στο κρεβάτι, και ο ιατρὸς είπεν ότι ήτο κακὸς πυρετός, ίσως τυφοειδούς φύσεως.
Επήγα κατ᾿ ευθείαν απὸ το οπωροπωλεῖον, όπως με προέτρεψεν ο Νικόλας, δια να βοηθήσω με λόγια και ενθαρρύνω την μητέρα. Η πτωχή, ήτις την ηγάπα ως να ήτο γέννημα των σπλάγχνων της, ίσως και περισσότερον, εχάρη άμα με είδεν, είτα μου έδειξε την κλίνην.
Η μικρὰ Κούλα ήτο ισχνή, κάτωχρος, πυρέσσουσα, κι έκειτο σχεδὸν αναίσθητος επὶ της κλίνης. Είπα εις την μητέρα τα συνήθη λόγια της παρηγορίας καὶ της ἐνθαρρύνσεως, έμεινα δυο ώρας εκεί. Είτα επανήλθα πάλιν το δειλινόν, και την νύκτα, και την άλλην πρωίαν. Η Κούλα έβαινε χειρότερα. Είτα, την τρίτην ημέραν, εφάνη να είχε βελτιωθῆ κάπως, και ησθάνετο. Η μητέρα της μου είπε να πλησιάσω και να της ομιλήσω.
― Περαστικά, Κούλα. Δεν έχεις τίποτα, κορίτσι μου.
―Α! μπάρμπ᾿- Αλέξανδρε, εψέλλισεν ασθενώς. Πότε θα μου πης πάλι τὰ θεῖα… τραούγια;
―Όποτε θέλεις, Κούλα μου. Άμα γίνη αγρυπνία εις τον Άγιον Ελισσαῖον να έλθης, να σου τα πω.
― Να μου τα πης. Μα θα τ᾿ ακούσω;
―Άμα προσέχης, θα τ᾿ ακούσης…
― Ωχ!
Εστέναξεν, έκλεισε τα όμματα, και δεν μου ωμίλησε πλέον. Εφαίνετο ότι είχε πολὺ κουρασθή (έφερεν ασθενώς την ισχνὴν χείρα προς το ους ενώ εψέλλιζε. Φαίνεται ότι είχε πάθει βαρυηκοΐαν ένεκα της νόσου). Της έφεραν χρίσμα, έλαιον από την κανδήλαν. Αυτὴ ανέλαβε προς στιγμὴν τας αισθήσεις της, κ᾿ εψιθύρισε:
― Μοσχοβολά η ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ἠρεμία. Θὰ πλέψω καλά.
Μετά τρεις ημέρας την προεπέμπομεν εις τον τάφον. Οι επαγγελματικοὶ ιερείς κι οι ψάλται έψαλλον τα κατὰ συνθήκην, ἀπὸ τὴν «΄Άμωμον οδὸν» έως τον «Τελευταίον ασπασμόν». Μόνος ο παπα-Νικόλας απ᾿ τον Ἁι-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι ἔκανε χωριστὴν ακολουθίαν, εμορμούριζε μέσα του, καὶ τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα.
― Τί μουρμουρίζεις, παπά; τού είπα, από το όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακουμβήσει.
― Λέγω την ακολουθίαν των Νηπίων μέσα μου, είπεν ο παπα-Νικόλας. Εἰς αυτὸ το άκακον αρμόζει η κηδεία τῶν νηπίων.
Τωόντι κ᾿ ἐγώ, με όλον τον πόνον και τα δάκρυά μου, είχα αναλογισθῆ εκείνην την στιγμὴν την ακολουθίαν των νηπίων και ακουσίως έλεγα μέσα μου τα τραγούδια τοῦ Θεοῦ: «Των του κόσμου ηδέων αναρπασθὲν άγευστον» και «ως καθαρόν, Δέσποτα, στρουθίον προς καλιὰς επουρανίους έσωσας» και «του Αβραάμ, εν κόλποις, εν τόποις ανέσεως, ένθα τὸ ύδωρ εστὶ το ζων, τάξαι σε Χριστὸς ο δι᾿ ημάς νηπιάσας» καὶ «οις αριθμοίς το πλάσμα σου, νήπιον φοιτήσαν τανύν προς σε».
Και αντὶ του «Δεῦτε τελευταῖον…», «Ω, τις μη θρηνήσει, τέκνον μου. Ότι βρέφος άωρον εκ μητρικῶν αγκαλών νυν, ώσπερ στρουθίον τάχος επέτασας». Και ακροτελεύτιον, ύστερον από τόσα και τόσα τραγούδια του Θεοῦ, τα οποία προ τριών ημερών είχε προφητεύσει ότι δεν θα ηδύνατο να τ᾿ ακούσῃ, το: «Άλγος τω Αδὰμ εχρημάτισεν, η του ξύλου απόγευσις πάλαι εν Εδέμ, ότε όφις ιόν εξηρεύξατο». Αλλὰ τα ήκουε τάχα η αγνὴ ψυχή, αν ο άγγελός της τής επέτρεπε να περιίπταται εκεῖ γύρω;
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Τα τραγούδια του Θεού
Με είχε καλέσει ο γενναίος φίλος μου, ο κυρ Στέφανος Μ. εις την οικίαν του την ημέραν του Πάσχα, δια να συμφάγωμεν την ώραν του προγεύματος περί τας δέκα, απὸ συγκατάβασιν και ευσπλαγχνίαν, δια να κάμω κι εγὼ μετὰ τόσα χρόνια Πάσχα… οικιακόν, έρημος και ξένος στα ξένα. Εύχαρι και θαλπερὸν ήτο το εσωτερικόν της εστίας του, αφού διήλθον την ευρείαν αυλήν, με την διάπλατον πύλην και τους σταύλους των αλόγων και την πρασινάδαν και τας γάστρας των ανθέων. Η οικογένειά του, η γραία Μαρία η συμβία του, αφελὴς και αρχαϊκή, ὁ υιός του αμόρφωτος και άπλαστος καλὸς αμαξηλάτης, κι ο αδελφός του, στιβαρός, γεροντοπαλλήκαρον, τραχὺς καὶ φιλαλήθης. Τέλος ἡ κόρη του ἡ Ρηνούλα, τελεία αντιπρόσωπος της νέας γενεάς, κεντήτρια, ζωγραφίνα καὶ θεατρίνα. Πλην όμως κι αυτὴ αφελὴς και απλή εις το πρόσωπον και τους τρόπους: Είχε μίαν παιδίσκην επτά ετών, την Μαρίαν, πάντοτε μειδιώσαν και ανοικτόκαρδον, και εν χαριτωμένον ξενικὸν πλάσμα, την Τοτώ, ξανθήν, γαλανόμορφον, και αγγελοθωροῦσαν. Η μικρὰ κόρη, δεν ηξεύρω ακριβώς πως, είχε πέσει εις τας χείρας της, και απετέλει μέρος της οικογενείας. Φαίνεται, ότι κάποια ξένη Γαλλίς, παιδαγωγὸς ή διδασκάλισσα εἰς πλουσίαν οἰκίαν, είχεν ἐμπέσει εἰς τὰ δίκτυα κανενὸς επιχηρευτού καὶ είχε συλλάβει τὸ μαγικὸν τοῦτο χρυσόψαρον τῆς δεξαμενής, δια να πλεύσῃ εις τό πέλαγος του αγνώστου, εάν δεν έμελλε ποτὲ νὰ πτεροφυσήσῃ εις τον αἰθέρα τοῦ ἀχανοῦς.
Είτα την φερέοικον μητέρα, οποὺ δεν είχε κτίσει την φωλεάν της ποτέ, την επήραν άλλαι πνοαὶ καὶ την μετεκόμισαν, τις οίδε που, εις άλλα κλίματα . Εύρε θέσιν καλλιτέραν αλλού, κι εταξίδευσε, κι ενεπιστεύθη το έμψυχον κειμήλιον αυτὸ εις χείρας της Ρηνούλας, όπως την είχεν εγκαταλίπει κι αυτὴν ο πλανητής, όστις την εστεφανώθη, και ανέθρεψε [εκείνη] το τέκνον της, κι έμεινε ζωντοχηρούσα, κι εδέχθη ως έρμαιον το ξένον βρέφος αυτό, ίσως επειδὴ ησθάνετο μικρὸν θησαυρὸν φιλοστοργίας εις τα στήθη της.
Πόση είναι η δύναμις της επιρροής, και αν η Ρηνούλα είχε γοητείαν καὶ όμμα επιβάλλον δια ν᾿ ανατρέφῃ παιδία, το ησθάνθην την ημέραν εκείνην του Πάσχα, όταν η μικρὰ Τοτώ, ηλικίας τότε τριάντα μηνῶν περίπου, ήρχισεν αίφνης να κλαυθμυρίζη εκεί που την είχαν βάλει να φάγη, δια μίαν μικρὰν παράλειψιν. Η Ρηνούλα εστράφη προς την μικρὰν και της είπεν απλῶς με τον τρόπον και με το βλέμμα που αυτὴ ήξευρε:
― Faut pas pleurer! Δεν πρέπει να κλαις.
Κι η μικρὰ ελούφαξεν ως εκ θαύματος.
Ὅταν απεφάγαμεν, κι ἐσυγκρίσαμεν τα κόκκινο αυγό, και είχαμεν κενώσει τὰ τρία τέταρτα της χιλιάρικης ―ήτο ὡραίον ρετσινάτο, όλον άρωμα καὶ πτήσις και αφρός― αφού έψαλεν ο γέρων Φίλιππος το Χ ρ ι σ τ ὸ ς α ν έ σ τ η (ο κυρ Στέφανος δεν ήξευρεν άλλο να ψάλη ειμὴ τό, «Ψήσου γίδα ψήσου και ροδοκοκκινίσου»), ηθέλησα κ᾿ εγὼ να είπω το Α ν α σ τ ά σ ε ω ς η μ έ ρ α, το αλλέγρο, τον πρώτον δηλαδή ειρμόν του Κανόνος της ημέρας, όχι το τελευταίον το δοξαστικόν, το αργόν. Μόλις ήνοιξα τὸ στόμα μου κι επρόφερα
Αναστάσεως ημέρα,
Λαμπρυνθώμεν, λαοί·
Πάσχα Κυρίου, Πάσχα…
η μικρὰ Τοτώ, βλέπουσα ατενώς προς με, αφήκεν ακράτητον επιφώνημα χαράς,
κι έλαμψε τι προσωπάκι της, τα ματάκια της, το στόμα της, τα μάγουλά
της, όλα εμόρφασαν κι εμειδίασαν άρρητον μειδίαμα αγαλλιάσεως. Το πράγμα
μου επροξένησεν αίσθησιν. Φαίνεται τω όντι, ότι έχουν άφατον άρωμα και
κάλλος μαρτυρούμενον «εκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων», αυτά τα
εμπνευσμένα άσματα της Αγίας Εκκλησίας μας. Συγχρόνως ἡ Μαρία μὲ
παιδικὴν χαρὰν κι αὐτή, ανέκραξεν.Λαμπρυνθώμεν, λαοί·
Πάσχα Κυρίου, Πάσχα…
― Αυτὰ δεν είναι τροπάρια που ψέλνετε, κύριε.
―Αλλὰ τι είναι, κορίτσι μου; ηρώτησα.
― Αυτὰ είναι σαν γλυκὰ-γλυκὰ τραγουδάκια.
Τούτο μου ενθύμισε μίαν άλλην μικρὰν κορασίδα, την Κούλαν (Αγγελικὴν) τοῦ φίλου μου Νικόλα τοῦ Μπούκη. Απλούς μανάβης, ή οπωροπώλης ήτον ὁ άνθρωπος, αλλ᾿ είχε λάβει θεόθεν δια την φιλοξενίαν του την ευλογίαν του Αβραάμ. Η μικρὰ οικία ήτο ξενὼν δια τους φίλους και τους διαβατικούς, δια τους εκλεκτοὺς καὶ τους τυχόντας. Είχεν απολύσει η λειτουργία μετά την παννυχίδα εις τὸ παρεκκλήσι του Αγίου Ελισσαίου και την ώραν του αντιδώρου, η γυνὴ τού Μπούκη του φίλου μου, ακολουθουμένη από την μικράν κόρην της, την Αγγελικούλαν, μ᾿ επλησίασεν εις το στασίδι, δια να μου υπομνήσῃ, ως συνήθως, ότι έπρεπε να υπάγω εις το γεύμα.
Τότε η μικρὰ παιδίσκη (ήτο ως εννέα ετών, ροδίνη και καστανή, και την είχαν υιοθετήσει από το βρεφοκομείον, ως άτεκνον οποὺ ήτο το ανδρόγυνον· αλλ᾿ αυτὴ το ηγνόει), μ᾿ εχαιρέτησε καὶ μου λέγει:
―Εσύ, μπαρμπ᾿- Ἀλέξανδρε, ψέλνεις τα τραγούδια του Θεοῦ.
Τραγούδια του Θεού! Έκτοτε η μικρὰ με ήκουε να ψάλλω συνεχώς «Τραγούδια του Θεού», εις τον πενιχρὸν νυκτερινὸν ναΐσκον, όπου εσύχναζε τακτικὰ μὲ τὴν μητέρα της. Εκοιμάτο μες στο στασίδι, εις τον γυναικωνίτην, την ώρα των αποστίχων, εξύπνα μετὰ δυο ώρας εις τον Πολυέλεον, κι έκτοτε δεν ήθελε να κοιμηθή πλέον. Ήτο μία μετὰ τα μεσάνυχτα.
Εκείνην την ημέραν, ήτο 8η Σεπτεμβρίου, είχα ψάλει τὸ «Χαῖρε σεμνὴ μῆτερ καὶ δούλη Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ». Μετὰ έξ ἡμέρας μὲ ήκουσεν η μικρὰ να ψάλλω το «Αγαλλιάσθω τα δρυμού ξύλα σύμπαντα». Και την ημέραν του Θεολόγου έψαλα το «Φίλε μυστικέ, Χριστού επιστήθιε». Και του Ἁγίου Δημητρίου ἔμελψα τὸ «Δεύρο Μάρτυς Χριστού προς ημάς». Και των Εισοδίων έψαλα το «Διανέμοις των χαρισμάτων». Και του Αγίου Νικολάου έψαλα «Την Ζωοδόχον πηγὴν την αέναον», και «Της Εκκλησίας τα άνθη περιιπτάμενος». Και τα Χριστούγεννα έψαλα το «Θεὸς ων εἰρήνης». Και του Αγίου Βασιλείου το «Δεύτε του Δεσπότου τα ένδοξα Χριστού ονομαστήρια», και το «Σου την φωνὴν έδει παρείναι, Βασίλειε». Και των Φώτων έψαλα το «Ιησούς ο ζωής αρχηγός». Και της Υπαπαντής έψαλα το «Χέρσον αβυσσοτόκον». Και του Ευαγγελισμού το «Ως εμψύχῳ Θεού κιβωτώ». Και του Αγίου Γεωργίου το «Ανέτειλε το έαρ», καὶ της Αναλήψεως το «Θείω καλυφθείς». Και της Πεντηκοστῆς το «Παράδοξα σήμερον». Καὶ των Αγίων Αποστόλων έψαλα το «Σε την υπερένδοξον νύμφην», και το «Ο Χριστοκήρυξ Σταυρού καύχημα φέρων, συ την πολυέραστον θείαν αγάπησιν». Και της Μεταμορφώσεως έψαλα το «Προ του Σταυρού σου, Κύριε, όρος ουρανὸν εμιμεῖτο». Και εἰς την μνήμην της Παναγίας έψαλα τα θεσπέσια εκεῖνα κελαδήματα, το «Πεποικιλμένη» καὶ τὸ «Νενίκηνται», και το «Συνέστειλε χορὸς των Αποστόλων, το Θεοδόχον σῶμα σου· εις οὐρανίους θαλάμους προς τον υιὸν εκφοιτῶσα». Και εἰς τὴν αποτομὴν τοῦ Προδρόμου έψαλα το «Φρίττουσι πάθη των βροτῶν», και τόσα άλλα. Κι η μικρὰ κόρη τα ησθάνετο, και τα επόθει και τα εχαρακτήριζε, με αγγελικὸν αίσθημα, ως «τραγούδια τοῦ Θεοῦ».
Έκτοτε απουσίασα απὸ τας Αθήνας. Είχα ενθυμηθή τους πτωχοὺς οικείους εις την μικρὰν πατρίδα μου, μακρὰν της οποίας είχα ζήσει, εκ μικρών διαλειμμάτων, υπέρ το ήμισυ της ζωής μου. Όταν τέλος με είχον βαρυνθή κι εκεί, ετόλμησα μετά τρία έτη να επανέλθω εις την πρωτεύουσαν, με την αμυδράν ελπίδα ότι δεν θα εγενόμην και πάλιν βαρετὸς εις τους φίλους μου.
Αφοῦ εκρύβην επὶ εβδομάδα εις ταπεινόν τινα ξενώνα, επῆγα λάθρᾳ μίαν πρωίαν να ανταμώσω τον φίλον μου Νικόλαν τον Μπούκην. Φευ! τι έμαθα; Η μικρὰ Κούλα, ήτις ήγε τώρα το ενδέκατον έτος της ηλικίας της, ήτον άρρωστη βαριά. Είχε δέκα ημέρας στο κρεβάτι, και ο ιατρὸς είπεν ότι ήτο κακὸς πυρετός, ίσως τυφοειδούς φύσεως.
Επήγα κατ᾿ ευθείαν απὸ το οπωροπωλεῖον, όπως με προέτρεψεν ο Νικόλας, δια να βοηθήσω με λόγια και ενθαρρύνω την μητέρα. Η πτωχή, ήτις την ηγάπα ως να ήτο γέννημα των σπλάγχνων της, ίσως και περισσότερον, εχάρη άμα με είδεν, είτα μου έδειξε την κλίνην.
Η μικρὰ Κούλα ήτο ισχνή, κάτωχρος, πυρέσσουσα, κι έκειτο σχεδὸν αναίσθητος επὶ της κλίνης. Είπα εις την μητέρα τα συνήθη λόγια της παρηγορίας καὶ της ἐνθαρρύνσεως, έμεινα δυο ώρας εκεί. Είτα επανήλθα πάλιν το δειλινόν, και την νύκτα, και την άλλην πρωίαν. Η Κούλα έβαινε χειρότερα. Είτα, την τρίτην ημέραν, εφάνη να είχε βελτιωθῆ κάπως, και ησθάνετο. Η μητέρα της μου είπε να πλησιάσω και να της ομιλήσω.
― Περαστικά, Κούλα. Δεν έχεις τίποτα, κορίτσι μου.
―Α! μπάρμπ᾿- Αλέξανδρε, εψέλλισεν ασθενώς. Πότε θα μου πης πάλι τὰ θεῖα… τραούγια;
―Όποτε θέλεις, Κούλα μου. Άμα γίνη αγρυπνία εις τον Άγιον Ελισσαῖον να έλθης, να σου τα πω.
― Να μου τα πης. Μα θα τ᾿ ακούσω;
―Άμα προσέχης, θα τ᾿ ακούσης…
― Ωχ!
Εστέναξεν, έκλεισε τα όμματα, και δεν μου ωμίλησε πλέον. Εφαίνετο ότι είχε πολὺ κουρασθή (έφερεν ασθενώς την ισχνὴν χείρα προς το ους ενώ εψέλλιζε. Φαίνεται ότι είχε πάθει βαρυηκοΐαν ένεκα της νόσου). Της έφεραν χρίσμα, έλαιον από την κανδήλαν. Αυτὴ ανέλαβε προς στιγμὴν τας αισθήσεις της, κ᾿ εψιθύρισε:
― Μοσχοβολά η ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ἠρεμία. Θὰ πλέψω καλά.
Μετά τρεις ημέρας την προεπέμπομεν εις τον τάφον. Οι επαγγελματικοὶ ιερείς κι οι ψάλται έψαλλον τα κατὰ συνθήκην, ἀπὸ τὴν «΄Άμωμον οδὸν» έως τον «Τελευταίον ασπασμόν». Μόνος ο παπα-Νικόλας απ᾿ τον Ἁι-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι ἔκανε χωριστὴν ακολουθίαν, εμορμούριζε μέσα του, καὶ τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα.
― Τί μουρμουρίζεις, παπά; τού είπα, από το όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακουμβήσει.
― Λέγω την ακολουθίαν των Νηπίων μέσα μου, είπεν ο παπα-Νικόλας. Εἰς αυτὸ το άκακον αρμόζει η κηδεία τῶν νηπίων.
Τωόντι κ᾿ ἐγώ, με όλον τον πόνον και τα δάκρυά μου, είχα αναλογισθῆ εκείνην την στιγμὴν την ακολουθίαν των νηπίων και ακουσίως έλεγα μέσα μου τα τραγούδια τοῦ Θεοῦ: «Των του κόσμου ηδέων αναρπασθὲν άγευστον» και «ως καθαρόν, Δέσποτα, στρουθίον προς καλιὰς επουρανίους έσωσας» και «του Αβραάμ, εν κόλποις, εν τόποις ανέσεως, ένθα τὸ ύδωρ εστὶ το ζων, τάξαι σε Χριστὸς ο δι᾿ ημάς νηπιάσας» καὶ «οις αριθμοίς το πλάσμα σου, νήπιον φοιτήσαν τανύν προς σε».
Και αντὶ του «Δεῦτε τελευταῖον…», «Ω, τις μη θρηνήσει, τέκνον μου. Ότι βρέφος άωρον εκ μητρικῶν αγκαλών νυν, ώσπερ στρουθίον τάχος επέτασας». Και ακροτελεύτιον, ύστερον από τόσα και τόσα τραγούδια του Θεοῦ, τα οποία προ τριών ημερών είχε προφητεύσει ότι δεν θα ηδύνατο να τ᾿ ακούσῃ, το: «Άλγος τω Αδὰμ εχρημάτισεν, η του ξύλου απόγευσις πάλαι εν Εδέμ, ότε όφις ιόν εξηρεύξατο». Αλλὰ τα ήκουε τάχα η αγνὴ ψυχή, αν ο άγγελός της τής επέτρεπε να περιίπταται εκεῖ γύρω;
Σάββατο 19 Απριλίου 2014
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
Καλό Πάσχα & Καλή Ανάσταση!
Ὅπως τὸ διηγοῦνται, ὅσοι τὸ ἔφθασαν, ἐν ἠλικίᾳ ὄντες εἰς Ἀθήνας τῷ 1870, ὁ νεκρὸς τοῦ ἑνὸς τῶν ληστῶν τοῦ Δηλεσίου, κομισθέντων εἰς Ἀθήνας κατὰ Μάιον, εἶχε τὸ πρόσωπον παραδόξως φαιδρὸν καὶ γελαστόν. Τὴν ὥραν ποὺ τοὺς ἐτουφεκοβολοῦσαν τ᾿ ἀποσπάσματα, ἐλλοχεῦον ὄπισθεν πυκνῶν θάμνων καὶ βράχων τὸ παλληκάρι ἐκεῖνο τῆς Ρούμελης, ἴσως διότι τὸ ταμπούρι του τοῦ ἐφαίνετο πολὺ ἀσφαλές, τίς οἶδε τί εἶχε σκεφθῆ, ἢ τί σοβαρὸν εἶδεν, ἢ τί ἀστεῖον ἤκουσε παρά τινος γείτονος συντρόφου του, κ᾿ ἐγέλασεν, ὅπως οἱ ἄνθρωποι γελοῦν. Συγχρόνως, ἐν ἀκαρεῖ, τοῦ ἦλθε τὸ βόλι. Τὸν ηὗρε καίριον εἰς τὸν λαιμόν, καὶ τὸν ἀφῆκεν εἰς τὸν τόπον.
Μετὰ δύο ἡμέρας οἱ σκοτωμένοι, πέντε ἢ ἓξ τὸν ἀριθμόν, ἐκομίζοντο εἰς Ἀθήνας. Εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ νέου ἐκείνου ὅλοι οἱ φρικώδεις περίεργοι εἶδον ἐντυπωμένον, πιστωμένον τὸν γέλωτα. Οὔτ᾿ ἐπρόφθασεν, ὁ εὐτυχὴς ἄνθρωπος, νὰ αἰσθανθῇ τὴν πικρίαν τοῦ βέλους, ἀλλ᾿ ὁ θάνατος τοῦ ἦλθε μυστηριώδης, γλυκύς, πρὸ τῆς ἀλγηδόνος.
Ἀλλ᾿ ὅμως ὁ Γιάννης δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ καμμίαν ἀγρυπνίαν εἰς τὰ ἐξωκκλήσια, ὅταν ἐπηγαίναμεν στὰ πανηγύρια, ἀρχόμενος ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἔαρος ἕως τὸ βασίλεμα τοῦ θέρους, κ᾿ ἕως τὴν στρῶσιν τοῦ φθινοπώρου, καὶ πρὶν εἰσβάλῃ ὁ χειμών. Πρῶτον εἰς τὴν Παναγίαν τῆς Ἀγαλλιανοῦς, ὅπου ἡ ψυχή μας ἐμοσχοβολοῦσεν ἴα καὶ ναρκίσσους καὶ λευκὰ ἄνθη τῆς ἀγραμπελιᾶς. Εἶτα εἰς τὴν Παναγίαν τὴν 〈Ντομάν〉, ὅπου ἔτρεχε μὲ μόρμυρον καὶ ρόχθον τὸ ρεῦμα τῆς Ζωοδόχου, κάτω εἰς τοὺς μυστηριώδεις καταρράκτας μὲ τὰ κρεμάμενα πολυτρίχια καὶ τοὺς ἀνέρποντας κισσοὺς ἀνὰ τοὺς ὑγροὺς βράχους εἰς τὰ κυρτὰ ὑλομανοῦντα δένδρα. Καὶ στὸν Ἁι-Γεώργην, ὅπου αἱ τόσαι νύμφαι τοῦ χωρίου ἐλιτάνευον στολισμέναι μὲ τὰ πεποικιλμένα μανίκια, τὰς μεταξωτὰς ποδιὰς καὶ τὰ χρυσᾶ ποδογύρια* των, ἐρχόμεναι ἄλλαι μὲ τὶς βάρκες καὶ ἄλλαι διὰ ξηρᾶς. Καὶ εἰς τὰ Πέντ᾿ Ἀδέλφια, ὅπου τὰ ἀγκαλιασμένα γηραιὰ δένδρα καλύπτουν τὴν βρύσιν καὶ στεγάζουν τὸν πενιχρὸν ναὸν μὲ τὸ θεσπέσιον ἄλσος των. Κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Γιάννην τὸν Μυρωδίτην, ὅπου τὰ τελευταῖα ἀηδόνια ἐκαλοῦσαν εἰς διαδοχὴν τὰ κοσσύφια ἀνὰ τὸ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ἀπὸ τὸ ὕψος τῶν . . . . . . . . . . . ἕως τὸν γιαλὸν . . . . . . . ., καὶ τὸ κελαρύζον νερὸν τοῦ βαθέος, ἀνερχομένου Δασκαλιοῦ ἀνέβλυζεν ἀπὸ τὴν ρίζαν τῆς γηραιᾶς δρυός, ὅπου μὲ τὰ κυμβαλίζοντα πέταλα τῶν φυλλομανούντων κλώνων της διηγεῖτο τὰς ἀναμνήσεις τῶν αἰώνων. Πόσαι οἰκογενειακαὶ θαλίαι εἶχον τελεσθῆ τὸ πάλαι ὑπὸ τοὺς βαθυφύλλους κλάδους της, πόσα ἄκακα ἐρωτικὰ ζεύγη εἶχον εὕρει ποτὲ καταφύγιον εἰς τὴν σκιάν της. Καὶ εἶτα εἰς τὸν Ἅγ. Ἠλίαν καὶ εἰς τὸν Ἅγ. Παντελεήμονα, κ᾿ εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, κ᾿ εἰς τὴν Παναγίαν τοῦ Καρδάση, κ᾿ εἰς τὴν ἄλλην Παναγίαν τοῦ Ἀραδιᾶ, κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Γιάννην τοῦ Κάστρου, κ᾿ εἰς τὸν ἄλλον Ἁι-Γιάννην τοῦ Μετοχιοῦ, κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Δημήτρην, κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Ἀσώματον τ᾿ Ἀγγελῆ, καὶ τέλος εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κ᾿νιστριώτισσαν, ὅπου πᾶσα σεμνότης καὶ πᾶσα χάρις ἐν γαλήνῃ συνηνοῦντο, καὶ πᾶν γόνυ ἔκλινεν ἐνώπιον τῆς θείας ·ἐν γαλήνῃ‚ Πολιούχου: «Διανέμοις τῶν χαρισμάτων τὴν σὴν γαλήνην, Θεοτόκε, τῇ ψυχῇ μου».
Ἐκεῖ ἔστεκεν ὁ Γιάννης, καὶ ἤκουε γελῶν τὰ ὑπαγορεύματα τῶν γυναικῶν, τὰς ἀπηχήσεις καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς τοῦ παπᾶ. Τέλος, ὅταν ἤρχιζεν ἡ ψαλμῳδία, ὁ Γιάννης ἐξηκολούθει νὰ γελᾷ πρὸς τὰς ἀντιφωνίας τῶν διαφόρων νεαρῶν ψαλτῶν καὶ τὰς ὀξυφωνίας τοῦ παπᾶ. Συνήθως ἀντεῖχεν ὄρθιος ἐπὶ ὥρας, εἶτα ἐκάθητο εἰς τὸ σκαλοπάτι τοῦ βήματος κάτωθεν τῆς τελευταίας ἀριστερὰ εἰκόνος (ἥτις ἦτο συνήθως τοῦ Ἁγίου τοῦ ναοῦ). Ἡ μάννα του, ἐπειδὴ τὸν εἶχε μονογενῆ, συχνὰ ἔταζε καὶ παρεκάλει τοὺς Ἁγίους «νὰ τὸν κάμουν καλά». Πλὴν φαίνεται ὅτι αὐτὸς ἦτο ἀρκετὰ καλά, σχεδὸν καλύτερα ἀπὸ πλείστους ἄλλους, καὶ οἱ Ἅγιοι δὲν ἔκρινον ὅτι ἐσύμφερε νὰ τοῦ δώσουν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἡ μάννα του ὠνόμαζε «τὴν ὑγειά του», δηλ. τὴν ἐλευθερίαν νὰ κακουργῇ ἐν γνώσει.
Κ᾿ εἰς τὰ ξωκκλήσια, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἀγρυπνίας, συνήθως ἤρχετο μετὰ τὰ μεσάνυχτα πάντοτε, ἢ ὁ γερο-Δημήτρης ὁ Ἠπειρώτης ὁ νυχτοβάτης, ἢ ὁ πάτερ Ἰωακείμ, ὁ ἄστεγος μοναχός, συνήθως ξυπόλυτος καὶ ξεσκούφωτος. Ὅταν τὸν ἔβλεπεν ὁ Γιάννης, τότε ᾐσθάνετο ἄκραν εὐθυμίαν, κ᾿ ἐνετρύφα εἰς τὴν θέαν του. Ὁ Ἰωακεὶμ ἵστατο εἰς τὴν ἄλλην γωνίαν τοῦ Τέμπλου, δεξιά, καὶ συνήθως τοῦ ἔδιδον οἱ ψάλται νὰ διαβάσῃ τὸ Ψαλτήρι. Ὁ Γιάννης δὲν ἐχόρταινε νὰ τὸν κοιτάζῃ, κ᾿ ἐγέλα, ἐγέλα μὲ ἡδονὴν ἄρρητον.
Εἶχε μετακομίσει στὶς πλάτες της πέντε ἢ ἓξ παλιοσάνιδα, τὰ ὁποῖα τῆς ἔδωκαν, διὰ νὰ ἐπισκευάσῃ τὴν στέγην τοῦ ναοῦ τοῦ Χριστοῦ στὸ Κάστρον. Ἡ Μαλαμώ, χάριν εὐκολίας, τὰ ἀπέθεσε προσωρινῶς ἔξωθεν τοῦ Κάστρου, πρὸ φοβεροῦ χάσματος τῆς παλαιᾶς γεφύρας, κ᾿ εἰς τὴν κάτω βαθμίδα τῆς ἰλιγγιώδους, μεγαλοβάθρου, κυκλοτεροῦς καὶ πλατείας σκάλας. Ἦτο μεσοβδόμαδα. Ἡ Μαλαμὼ ἔλεγε μέσα της: «Χριστιανὸς δὲν θὰ βρεθῇ νὰ τὰ κλέψῃ». Καὶ ὅμως εὑρέθη. Ὑψηλὰ ἀπὸ τὸ μικρὸν σαθρὸν καλύβι, ὅπου ἦτο ἓν παλιοχώραφον ἀνάμεσα εἰς τὰ ὀρμάνια, ὅπου ἔβοσκε πέντε ἢ ἓξ ψωραλέας αἶγας ὁ Νικολὸς ὁ Μπασιόλης, μακρόθεν ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἐτηλεσκόπει τὴν Μαλαμώ, ὥστε εἶχε κάμει στὰ μάτια* νὰ τὴν κοιτάζῃ, κ᾿ ἐμορμύριζε μεγαλοφώνως μέσ᾿ στὰ δόντια του: «Ποῦ τὰ πάει αὐτή, τρομάρα της, τὰ παλιοσάνιδα;»
Τὴν ὑστεραίαν ἡ Μαλαμὼ εἶχε δουλειὰ στὸ σπίτι της, κάτω στὸ χωρίον, τρεῖς ὥρας δρόμον. Τὴν τρίτην ἡμέραν δὲν εὐκαιροῦσεν ὁ σύζυγός της, ὁποὺ ἦτον ὀλίγον κτίστης, ἀλλὰ καὶ ἀγωγιάτης καὶ γεωργός. Τὴν ἄλλην ἦτο Σάββατον, κ᾿ ἡ Μαλαμὼ ἐκατάφερε τὸν σύζυγόν της νὰ ὑπάγουν, μαζὶ καὶ τὸ μουλάρι, νὰ κουβαλήσῃ αὐτὸς ἄμμον κι ἀσβέστην ἀπὸ μίαν ἀνεμιαίαν ἔπαυλιν, ὄχι πολὺ μακρὰν τοῦ Κάστρου, νὰ εἰσέλθουν φέροντες καὶ τὰ σανίδια τ᾿ ἀποτεθειμένα ἔξω, νὰ φθάσουν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Σωτῆρος, κι αὐτὴ ν᾿ ἀσβεστώσῃ, κ᾿ ἐκεῖνος ν᾿ ἀνεβῇ στὸν τοῖχον, πατῶν ὡς εἰς σκαλωσιὲς εἰς τὰ λιποπετροῦντα τοιχία τὰ πλαγινά, νὰ καρφώσῃ τὰ σανίδια εἰς τὸ ἐλλιπὲς μέρος τῆς στέγης, νὰ τὰ ἐπιχρίσῃ μὲ τὴν κονίαν ποὺ θὰ ἐζύμωνε μὲ τὰ ὑλικὰ ποὺ ἔμελλε νὰ μετακομίσῃ.
Φθάνουν εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ Κάστρου, κάτω εἰς τὸ βαραθρῶδες τοῦ χάσματος, κοιτάζει ἡ Μαλαμώ. Τὰ σανίδια ἔλειπαν. Ἔκαμε πολλοὺς σταυρούς, ἠπόρησεν, ἠγανάκτησε.
― Τὸ λοιπόν, ποῦ τά ᾽χεις βάλει τὰ σανίδια; ἠρώτησεν ὁ Πολύζος.
―Ἐδῶ τὰ εἶχα βαλμένα, στὸ κάτω σκαλοπάτι τ᾿ ἀκούμπησα.
― Ποῦ εἶναί τα, τὸ λοιπόν;
― Ποῦ ᾽ν᾿ τα; Νὰ κοπῇ τὸ χεράκι του ὅποιος τὰ πῆρε.
― Δὲν σοῦ ᾽πα ἐγώ, βλοημένη, νὰ μὴν κάνῃς μισὲς δουλειές; Ἢ νὰ καρτερέσῃς ἔπρεπε ν᾿ ἀδειάσω, νὰ τὰ κουβαλήσω μὲ τὸ μουλάρι, ἤ, ἀφοῦ τά ᾽φερες, νά ᾽κανες ἀκόμα ἕναν κόπον νὰ τὰ πᾷς ὣς μέσα στὴν Ἐκκλησιά.
― Καὶ ποιὸς ξέρει, ἂν δὲν θὰ τὰ βροῦμε μὲς στὴν Ἐκκλησιά, εἶπε τὸ Μαλαμὼ μὲ εὔκολον θάρρος καὶ πρὸς ἰδίαν της παρηγορίαν. Ἔλα, Χριστέ μου, καμμιὰ καλὴ Χριστιανὴ θὰ ἦρθε χτὲς-προχτὲς ν᾿ ἀνάψῃ τὰ κανδήλια, καὶ τὴν ἐφώτισ᾿ ὁ Θεὸς καὶ τὰ κουβάλησε.
―Ἄμποτε!
Ὁ Πολύζος ἐξεφόρτωσε τὰ ὑλικὰ ἀπὸ τὸ ζῷον, ἔδεσε τὸ ζῷόν του, ἀνέβασε μὲ πολὺν κόπον πρῶτον τὸν σάκκον τῆς ἄμμου, εἶτα τὴν κοπάναν* μὲ τὸν ἀσβέστην ἀνὰ τὴν ὑψηλὴν φοβερὰν σκάλαν, ἡ γυνὴ ἀνῆλθε μὲ τὸ καλαθάκι της, ὅπου εἶχε λάδι, κηρία, ὡς καὶ μικρὰν προμήθειαν τροφίμων. Εἶτα ἐφορτώθη αὐτὴ τὸν ἀσβέστην, ὁ ἀνήρ της ἐπῆρε τὴν ἄμμον καὶ τὸ καλαθάκι, ὑπερέβησαν τὴν σιδηρᾶν πύλην, καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸ παλαιὸν ἔρημον χωρίον. Μετὰ δέκα λεπτὰ ἔφθασαν πρὸ τοῦ ναοῦ. Ἐξεφορτώθησαν, ἐκάθισαν νὰ ξαποστάσουν. Τῆς ἐφάνη τῆς Μαλαμῶς ὅτι ἤκουε κάτι ὡς χαλαρὰν καὶ ἄρρυθμον ψαλμῳδίαν ἔσωθεν τοῦ ναοῦ. Δὲν ἐπίστευσε τ᾿ αὐτιά της. Ἐπλησίασεν εἰς τὴν θύραν, τὴν ὤθησεν. Ἡ θύρα ἦτο κλεισμένη ἔνδοθεν. Ἠκούοντο τώρα εὐκρινέστερον αἱ ἄμουσοι ψαλμῳδίαι.
―Ὤχ, Θέ μου, τί νὰ εἶναι; εἶπε τὸ Μαλαμώ. Ἔλα, Πολύζο, νὰ ἰδῇς καὶ ν᾿ ἀκούσῃς. Ἡ πόρτα εἶναι κλειδωμένη ἀπὸ μέσα.
Ἐπλησίασεν ὁ ἄνθρωπος, ἔκρουσεν, ὤθησεν ἰσχυρῶς. Εἰς μάτην. Ἡ θύρα ἦτο πράγματι μανδαλωμένη.
― Τί πειρασμὸς εἶναι αὐτός; ἔκραξε τὸ Μαλαμώ, συνάπτουσα τὰς χεῖρας. Τὰ σανίδια λείπουν ἀπ᾿ ἔξω, ἡ πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς κλειδωμένη, κι οὐρλιάσματα ἄχαρα ἀκούονται μέσα. Τί νά ᾽ν᾿ αὐτό; Μπαίνουν τάχα καὶ στὶς ἐκκλησιὲς πειρασμικὰ* πράγματα;
Ἀπ᾿ ὅλον τὸν ἀκατάληπτον βόμβον τοῦ ἤχου τοῦ ἀκουομένου, ἡ ἀκοή των αἴφνης διέκρινε δὶς ἢ τρὶς τὰς λέξεις: «Χριστὸς Ἀνέστη».
― Χριστὸς Ἀνέστη, ἐπανέλαβεν ἡ Μαλαμώ. Κι ἀκόμα τώρα πέρασε τὸ μεσοσαράκοστο.
Ἦτο τῷ ὄντι Σάββατον τῆς Δ´ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν.
― Μὴν πηαίνῃ ἀλὰ φράγκα αὐτὸς ποὺ εἶναι μέσα; εἶπεν ὁ Πολύζος.
― Στοιχειὸ θὰ εἶναι· ξωρκισμένος ὀξαποδῶ, ἀπήντησεν ἡ Μαλαμώ.
― Κανένας μουρλὸς θὰ εἶναι, εἶπεν ὁ Πολύζος. Ἂς ἰδοῦμε. Μὴν εἶν᾿ ἐκεῖνος ὁ Γιάννης τῆς Λέκαινας;
Ἔκρουσε πάλιν δυνατώτερα τὴν θύραν. Εἶτα ἀνέβλεψεν ἀνὰ τὸν τοῖχον, κ᾿ ἔδειξεν εἰς ὕψος δύο ὀργυιῶν σχεδὸν τὸν μικρὸν φεγγίτην μὲ τὴν χρωματιστὴν ὕαλον, ποὺ ἔφεγγε τὸν ναὸν ἀπὸ τὴν δεξιὰν πλευράν.
― Νὰ μποροῦσα ν᾿ ἀνεβῶ κεῖ ἀπάνω, εἶπεν. Ἔλα, βόηθα, Μαλαμώ, νὰ σωρέψουμε πέτρες πολλές, νὰ τὶς στερεώσουμε, γιὰ ν᾿ ἀνεβῶ ὣς ἐκεῖ.
― Δὲν φωνάζουμε μιά; εἶπε τὸ Μαλαμώ, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρξε φωνὴ καὶ ἀκρόασις.
Ἤρχισαν ν᾿ ἀποκόπτουν λίθους ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῶν παλαιῶν οἰκιῶν ἐδῶθεν κ᾿ ἐκεῖθεν. Ὅταν συνέλεξαν λίθους ἀρκετούς, ἤρχισεν ὁ Πολύζος νὰ τοὺς στοιβάζῃ εἰς σωρόν. Πλὴν τότε παρ᾿ ἐλπίδα ἠκούσθη κρότος μανδάλου ἢ μοχλίου ἀποσυρομένου καὶ ὀξὺς γέλως ἤχησεν εἰς τὸ χάσμα τῆς διανοιγείσης θύρας.
Ἦτο τῷ ὄντι ὁ Γιάννης τοῦ Λέκα. Ὑπεδέχετο μὲ παιδικοὺς καγχασμοὺς τὴν γυναῖκα καὶ τὸν ἄνδρα της.
―Ἄ! Ἐσύ ᾽σαι λοχεμένε*! εἶπεν ἡ Μαλαμώ· γιατί δὲν ἀκοῦς τόσην ὥρα ποὺ σὲ φωνάζουμε;
Ὁ Γιάννης ἀπήντησε διὰ νέου καγχασμοῦ. Ἐστράφησαν πρὸς τὴν θύραν, καὶ εἶδον τὰ ἐντός.
Ὁ Γιάννης εἶχεν ἀνάψει στὰ μανάλια ὅλα τ᾿ ἀπόκηρα, ὅσα εἶχεν εὑρεῖ ἐκεῖ, εἶχε χύσει τὸ λάδι ἀπὸ τὰ κανδήλια, εἶχε κενώσει ὅλον τὸ λαδικόν, ποὺ ηὗρεν εἰς τὸ ἑρμάρι τῆς βορειοδυτικῆς γωνίας, καὶ εἶχε κατορθώσει νὰ [τ᾿] ἀνάψῃ ὡς πυροφάνι μόνον δύο κανδήλια ἐκ τῶν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ τῶν πρὸ τοῦ Τέμπλου καὶ τοῦ προσκυνηταρίου, καὶ ηὐφραίνετο ψάλλων τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», ὅπως αὐτὸς ἤξευρεν. Εἶχε βαρεθῆ τὴν Σαρακοστήν, ἐπόθει τὸ Πάσχα, καὶ ἤρχισε νὰ τὸ προεορτάζῃ.
Ἀφοῦ ἐγέλασεν ἀρκετά, ἡ Μαλαμὼ ἔσβησε τ᾿ ἀπόκηρα, ἐπροσπάθησε νὰ σκουπίσῃ τὰ χυμένα λάδια, καὶ εἶτα ἐμελέτα ν᾿ ἀρχίσῃ τὸ ἀσβέστωμα. Ἐλησμόνει ἤδη τὰ χαμένα σανίδια. Ἀλλ᾿ ὁ Πολύζος εἶπε:
― Καὶ ποῦ ᾽ν᾿ τὰ σανίδια, Μαλαμώ;
― Ποῦ ᾽ν᾿ τα, μαθές; ἐπανέλαβεν ἡ γυνή.
Τυχαίως καὶ στὸν βρόντον ἡ γυνὴ ἐστράφη πρὸς τὸν πτωχὸν νέον, καὶ τὸν ἠρώτησε:
― Μὴν εἶδες, Γιάννη, τὰ σανίδια πουθενά;
Ὁ ἄκακος νέος ἀπήντησε μόνον:
― Κουβάλας.
Ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος τῷ ὄντι εἶχε συναντήσει τὸν Γιάννην κατὰ τὴν προχθές, τὴν ὥραν ὁποὺ ἐκουβάλα τὰ κλοπιμαῖα. Τοῦ ἔδωκε δύο ξυλιὲς ὡς ἀρραβῶνα, καὶ τὸν ἐφοβέρισε νὰ μὴν μαρτυρήσῃ τίποτε. Ὁ Γιάννης ἀπήντησε μὲ τὸ παγωμένον γέλιο του.
Εἶχε ξεχάσει τὶς ξυλιές, ὡς καὶ τὴν φοβέραν. Τὴν ἐπαύριον ἀνεῦρε τὰ κλοπιμαῖα ἡ Μαλαμώ.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη
Ὅλα εὐωδίαζον ἄνοιξιν καὶ ἁπλότητα καὶ χαράν.
Ὁ Γιάννης ἔμβαινεν εἰς τὸ
παρεκκλήσι γελῶν, τὸν ὡδηγοῦσεν ἡ μάννα του, χήρα ἔχουσα αὐτὸν ὡς
μοναχογυιόν, νὰ «χαιρετίσῃ», δηλ. νὰ ἀσπασθῇ τὴν εἰκόνα στὸ
προσκυνητάρι, τὴν ἠσπάζετο γελῶν, εἶτα ἐπήγαινε στ᾿ ἀριστερὰ τοῦ χοροῦ,
κ᾿ ἔστεκε δίπλα εἰς τὸ ἄκρον ἀνατολικὸν στασίδι, δύο βήματα ἀπὸ τὴν
βορείαν πύλην, ὅπου αἱ γυναῖκες ἔφερον τυλιγμένας μὲ προσόψια τὰς
προσφοράς, καὶ ἔγραφαν τὰ ὀνόματα...
Ὅπως τὸ διηγοῦνται, ὅσοι τὸ ἔφθασαν, ἐν ἠλικίᾳ ὄντες εἰς Ἀθήνας τῷ 1870, ὁ νεκρὸς τοῦ ἑνὸς τῶν ληστῶν τοῦ Δηλεσίου, κομισθέντων εἰς Ἀθήνας κατὰ Μάιον, εἶχε τὸ πρόσωπον παραδόξως φαιδρὸν καὶ γελαστόν. Τὴν ὥραν ποὺ τοὺς ἐτουφεκοβολοῦσαν τ᾿ ἀποσπάσματα, ἐλλοχεῦον ὄπισθεν πυκνῶν θάμνων καὶ βράχων τὸ παλληκάρι ἐκεῖνο τῆς Ρούμελης, ἴσως διότι τὸ ταμπούρι του τοῦ ἐφαίνετο πολὺ ἀσφαλές, τίς οἶδε τί εἶχε σκεφθῆ, ἢ τί σοβαρὸν εἶδεν, ἢ τί ἀστεῖον ἤκουσε παρά τινος γείτονος συντρόφου του, κ᾿ ἐγέλασεν, ὅπως οἱ ἄνθρωποι γελοῦν. Συγχρόνως, ἐν ἀκαρεῖ, τοῦ ἦλθε τὸ βόλι. Τὸν ηὗρε καίριον εἰς τὸν λαιμόν, καὶ τὸν ἀφῆκεν εἰς τὸν τόπον.
Μετὰ δύο ἡμέρας οἱ σκοτωμένοι, πέντε ἢ ἓξ τὸν ἀριθμόν, ἐκομίζοντο εἰς Ἀθήνας. Εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ νέου ἐκείνου ὅλοι οἱ φρικώδεις περίεργοι εἶδον ἐντυπωμένον, πιστωμένον τὸν γέλωτα. Οὔτ᾿ ἐπρόφθασεν, ὁ εὐτυχὴς ἄνθρωπος, νὰ αἰσθανθῇ τὴν πικρίαν τοῦ βέλους, ἀλλ᾿ ὁ θάνατος τοῦ ἦλθε μυστηριώδης, γλυκύς, πρὸ τῆς ἀλγηδόνος.
*
Ὁ Γιάννης τοῦ Λέκα, νέος εἰκοσαετής, ἐφαίνετο ὅτι ἔχαιρε μεγάλην χαρὰν
σφόδρα, ὅταν τοῦ ἔλεγαν ὅτι θὰ ἤρχετο ἐκεῖνον τὸν χρόνον, διὰ νὰ τὸν
πάρῃ στρατιώτην, τὸ περιοδεῦον Στρατιωτικὸν Συμβούλιον. Ἤρχιζεν ἀμέσως
νὰ κάμνῃ βήματα, προφέρων: ἓν γυό, ἓν γυό, κ᾿ ἦτον ὅλος γέλια καὶ χαρά.
Πλήν, ὅταν ἦλθε πράγματι ἡ Στρατολογικὴ Ἐπιτροπή, πρὸς μεγάλην χαρὰν τοῦ
Δημάρχου, καὶ κατέλυσαν ἄλλοι εἰς τὴν Δημαρχίαν, ἄλλοι στὸ οἱονεὶ
ξενοδοχεῖον, κι ἄλλοι στὰ σπίτια μερικῶν, ὁ Γιάννης, χωρὶς νὰ παύσῃ τὰ
γέλια, ἡ ἐνδόμυχος εὐθυμία καὶ τὸ θάρρος τοῦ ἔφυγαν, κ᾿ ἠρνήθη ἀποτόμως
νὰ παρουσιασθῇ ἐνώπιον τῆς Ἐπιτροπῆς. Ἐστήλωνε τὰ πόδια του, ἀντεστήλωνε
τὸ κορμί του, ἔκλαιε, κ᾿ ἐφώναζε: «δὲν πάω, δὲν πάω». Ὅταν δὲ ὁ
ὑπίατρος ὡδηγήθη στὸ σπιτάκι τῆς Λέκαινας, κ᾿ ἐδοκίμασε νὰ ἰδῇ καὶ νὰ
ἐξετάσῃ τὸν κληροῦχον, ὁ Γιάννης ἔπεσεν εἰς μίαν γωνίαν, ἐμαζώχθη,
ἐκουβαριάσθη, ἐσταύρωσε σφιχτὰ τὰ χέρια του, ἔσφιγξε τὸν ἀφαλόν του,
ἔκαμψε τοὺς πόδας του μὲ τὰ γόνατα ἕως τὸν ἀφαλόν, καὶ ἠρνήθη νὰ ὑποστῇ
τὴν ἐξέτασιν τοῦ ἰατροῦ. Τέλος ἡ Ἐπιτροπὴ ἀπεφάσισε νὰ τὸν κηρύξῃ
«βλᾶκα», καὶ τὸν ἀπήλλαξε πάσης περαιτέρω ἐνοχλήσεως.Ἀλλ᾿ ὅμως ὁ Γιάννης δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ καμμίαν ἀγρυπνίαν εἰς τὰ ἐξωκκλήσια, ὅταν ἐπηγαίναμεν στὰ πανηγύρια, ἀρχόμενος ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἔαρος ἕως τὸ βασίλεμα τοῦ θέρους, κ᾿ ἕως τὴν στρῶσιν τοῦ φθινοπώρου, καὶ πρὶν εἰσβάλῃ ὁ χειμών. Πρῶτον εἰς τὴν Παναγίαν τῆς Ἀγαλλιανοῦς, ὅπου ἡ ψυχή μας ἐμοσχοβολοῦσεν ἴα καὶ ναρκίσσους καὶ λευκὰ ἄνθη τῆς ἀγραμπελιᾶς. Εἶτα εἰς τὴν Παναγίαν τὴν 〈Ντομάν〉, ὅπου ἔτρεχε μὲ μόρμυρον καὶ ρόχθον τὸ ρεῦμα τῆς Ζωοδόχου, κάτω εἰς τοὺς μυστηριώδεις καταρράκτας μὲ τὰ κρεμάμενα πολυτρίχια καὶ τοὺς ἀνέρποντας κισσοὺς ἀνὰ τοὺς ὑγροὺς βράχους εἰς τὰ κυρτὰ ὑλομανοῦντα δένδρα. Καὶ στὸν Ἁι-Γεώργην, ὅπου αἱ τόσαι νύμφαι τοῦ χωρίου ἐλιτάνευον στολισμέναι μὲ τὰ πεποικιλμένα μανίκια, τὰς μεταξωτὰς ποδιὰς καὶ τὰ χρυσᾶ ποδογύρια* των, ἐρχόμεναι ἄλλαι μὲ τὶς βάρκες καὶ ἄλλαι διὰ ξηρᾶς. Καὶ εἰς τὰ Πέντ᾿ Ἀδέλφια, ὅπου τὰ ἀγκαλιασμένα γηραιὰ δένδρα καλύπτουν τὴν βρύσιν καὶ στεγάζουν τὸν πενιχρὸν ναὸν μὲ τὸ θεσπέσιον ἄλσος των. Κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Γιάννην τὸν Μυρωδίτην, ὅπου τὰ τελευταῖα ἀηδόνια ἐκαλοῦσαν εἰς διαδοχὴν τὰ κοσσύφια ἀνὰ τὸ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ἀπὸ τὸ ὕψος τῶν . . . . . . . . . . . ἕως τὸν γιαλὸν . . . . . . . ., καὶ τὸ κελαρύζον νερὸν τοῦ βαθέος, ἀνερχομένου Δασκαλιοῦ ἀνέβλυζεν ἀπὸ τὴν ρίζαν τῆς γηραιᾶς δρυός, ὅπου μὲ τὰ κυμβαλίζοντα πέταλα τῶν φυλλομανούντων κλώνων της διηγεῖτο τὰς ἀναμνήσεις τῶν αἰώνων. Πόσαι οἰκογενειακαὶ θαλίαι εἶχον τελεσθῆ τὸ πάλαι ὑπὸ τοὺς βαθυφύλλους κλάδους της, πόσα ἄκακα ἐρωτικὰ ζεύγη εἶχον εὕρει ποτὲ καταφύγιον εἰς τὴν σκιάν της. Καὶ εἶτα εἰς τὸν Ἅγ. Ἠλίαν καὶ εἰς τὸν Ἅγ. Παντελεήμονα, κ᾿ εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, κ᾿ εἰς τὴν Παναγίαν τοῦ Καρδάση, κ᾿ εἰς τὴν ἄλλην Παναγίαν τοῦ Ἀραδιᾶ, κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Γιάννην τοῦ Κάστρου, κ᾿ εἰς τὸν ἄλλον Ἁι-Γιάννην τοῦ Μετοχιοῦ, κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Δημήτρην, κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Ἀσώματον τ᾿ Ἀγγελῆ, καὶ τέλος εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κ᾿νιστριώτισσαν, ὅπου πᾶσα σεμνότης καὶ πᾶσα χάρις ἐν γαλήνῃ συνηνοῦντο, καὶ πᾶν γόνυ ἔκλινεν ἐνώπιον τῆς θείας ·ἐν γαλήνῃ‚ Πολιούχου: «Διανέμοις τῶν χαρισμάτων τὴν σὴν γαλήνην, Θεοτόκε, τῇ ψυχῇ μου».
*
Ὅλα εὐωδίαζον ἄνοιξιν καὶ ἁπλότητα καὶ χαράν. Ὁ Γιάννης ἔμβαινεν εἰς τὸ
παρεκκλήσι γελῶν, τὸν ὡδηγοῦσεν ἡ μάννα του, χήρα ἔχουσα αὐτὸν ὡς
μοναχογυιόν, νὰ «χαιρετίσῃ», δηλ. νὰ ἀσπασθῇ τὴν εἰκόνα στὸ
προσκυνητάρι, τὴν ἠσπάζετο γελῶν, εἶτα ἐπήγαινε στ᾿ ἀριστερὰ τοῦ χοροῦ,
κ᾿ ἔστεκε δίπλα εἰς τὸ ἄκρον ἀνατολικὸν στασίδι, δύο βήματα ἀπὸ τὴν
βορείαν πύλην, ὅπου αἱ γυναῖκες ἔφερον τυλιγμένας μὲ προσόψια τὰς
προσφοράς, καὶ ἔγραφαν τὰ ὀνόματα, δηλ. τὰ ἔγραφεν ὁ παπὰς καθ᾿
ὑπαγόρευσιν ἱστάμενος εἰς τὸ χάσμα τῆς θύρας, μὲ τὸ μολυβδοκόνδυλον,
κρατῶν φύλλα διπλωμένα χάρτου ἐπὶ τοῦ βιβλίου τῶν Ἀποστόλων ἢ τοῦ
Ψαλτηρίου: «Γεωργό, Γεωργὸ καὶ τοὺ πλὶ (δηλ. τὸ πλοῖον) μετὰ τῶν
συμπλεόντων αὐτῷ, Νικολάκη, πάλι Νικολάκη (ὁ παπὰς ἔγραφε, Ν.Ν.),
Κυρατσούλα, Σειραΐνα, ἄλλη Σειραϊνώ (Κυρ. Σειρ.), Κωνσταντή, Κωνσταντὴ
(Κ.Κ.), συμβίας, τέκνων, γονέων καὶ ἀδελφῶν αὐτῶν».Ἐκεῖ ἔστεκεν ὁ Γιάννης, καὶ ἤκουε γελῶν τὰ ὑπαγορεύματα τῶν γυναικῶν, τὰς ἀπηχήσεις καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς τοῦ παπᾶ. Τέλος, ὅταν ἤρχιζεν ἡ ψαλμῳδία, ὁ Γιάννης ἐξηκολούθει νὰ γελᾷ πρὸς τὰς ἀντιφωνίας τῶν διαφόρων νεαρῶν ψαλτῶν καὶ τὰς ὀξυφωνίας τοῦ παπᾶ. Συνήθως ἀντεῖχεν ὄρθιος ἐπὶ ὥρας, εἶτα ἐκάθητο εἰς τὸ σκαλοπάτι τοῦ βήματος κάτωθεν τῆς τελευταίας ἀριστερὰ εἰκόνος (ἥτις ἦτο συνήθως τοῦ Ἁγίου τοῦ ναοῦ). Ἡ μάννα του, ἐπειδὴ τὸν εἶχε μονογενῆ, συχνὰ ἔταζε καὶ παρεκάλει τοὺς Ἁγίους «νὰ τὸν κάμουν καλά». Πλὴν φαίνεται ὅτι αὐτὸς ἦτο ἀρκετὰ καλά, σχεδὸν καλύτερα ἀπὸ πλείστους ἄλλους, καὶ οἱ Ἅγιοι δὲν ἔκρινον ὅτι ἐσύμφερε νὰ τοῦ δώσουν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἡ μάννα του ὠνόμαζε «τὴν ὑγειά του», δηλ. τὴν ἐλευθερίαν νὰ κακουργῇ ἐν γνώσει.
*
Ἡ ψαλμῳδία ἐξηκολούθει δι᾿ ὅλης τῆς νυκτός. Πενῆντα ἢ ἑκατὸν ἄνδρες καὶ
παιδιά ―συνήθως εἶχον παραφάγει καὶ παραπίει― ἐκοιμῶντο ἔξω, ἀνάμεσα
στοὺς σχοίνους, καὶ ὀκτὼ ἢ δώδεκα γυναῖκες, καὶ τρεῖς γέροι, εἰς τὰ
στασίδια ἢ στὰς πλάκας τοῦ ναοῦ ἐκοιμῶντο καθήμενοι. Ἐνίοτε ἠκούετο τὸ
ρογχάλισμα τοῦ ἱερέως μέσα ἀπ᾿ τὸ Ἁι-Βῆμα. Ὁ ψάλτης ὑπενύσταζε καὶ
ἔκαμνε «μετάνοιες» ὄρθιος στὸ στασίδι, κι ὁ γερο-Δημητρός, ὁ πρῴην
νεωκόρος κ᾿ ἐπίτροπος ἐπὶ τῶν ἐξωκκλησίων, χωρὶς ὁ νοῦς του ν᾿ ἀποσπᾶται
ἀπ᾿ τὸ παγκάρι καὶ τὰ κηρία, ἔπαιρνε «δυὸ τροπάρια*» καθιστὸς στὸ
στασίδι. Ὁ Γιάννης ἄγρυπνος δὲν ἔπαυε νὰ γελᾷ.
*
Κάτω εἰς τὴν πολίχνην, ὅπου ὁ Γιάννης ἦτο εὐθυμία καὶ χαρὰ τῶν σπιτιῶν,
ὁ ἴδιος ἐγέλα θορυβωδέστερον ὅταν συνήντα ἕνα ἀπὸ τοὺς περιπλανωμένους
τοῦ χωριοῦ, σχεδὸν ὁμοιοπαθῆ του, ἢ τὸν Ζαχαρίαν τὸν Κοῦκκον, ἢ τὸν
Τάσον τὸν Νικολήν, ἢ τὸ Ματὼ ἀπ᾿ τὸν Ἀπάνω Μαχαλάν. Τότε ἄνοιγε πράγματι
ἡ καρδιά του. Ἐγέλα ἀκρατήτως, καὶ δὲν ἠμποροῦσε «νὰ μαζώξῃ τὸ στόμα
του». Ἦτο ὡς νὰ ἔλεγε: «Χαίρομαι, ἀδελφέ μου, ποὺ σὲ βλέπω τέτοιον· οἱ
ἄλλοι ποὺ μᾶς γελοῦν εἶναι πολὺ χειρότεροι».Κ᾿ εἰς τὰ ξωκκλήσια, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἀγρυπνίας, συνήθως ἤρχετο μετὰ τὰ μεσάνυχτα πάντοτε, ἢ ὁ γερο-Δημήτρης ὁ Ἠπειρώτης ὁ νυχτοβάτης, ἢ ὁ πάτερ Ἰωακείμ, ὁ ἄστεγος μοναχός, συνήθως ξυπόλυτος καὶ ξεσκούφωτος. Ὅταν τὸν ἔβλεπεν ὁ Γιάννης, τότε ᾐσθάνετο ἄκραν εὐθυμίαν, κ᾿ ἐνετρύφα εἰς τὴν θέαν του. Ὁ Ἰωακεὶμ ἵστατο εἰς τὴν ἄλλην γωνίαν τοῦ Τέμπλου, δεξιά, καὶ συνήθως τοῦ ἔδιδον οἱ ψάλται νὰ διαβάσῃ τὸ Ψαλτήρι. Ὁ Γιάννης δὲν ἐχόρταινε νὰ τὸν κοιτάζῃ, κ᾿ ἐγέλα, ἐγέλα μὲ ἡδονὴν ἄρρητον.
*
Καὶ ὅταν δὲν ἦτο πανηγύρι ὁ Γιάννης μὲ τὸ γαϊδουράκι ἔτρεχε συνήθως εἰς
τὴν ἐξοχήν. Εἶχεν ἡ μάννα του μικροὺς ἐλαιῶνας καὶ χωραφάκια, κι ὁ
πτωχὸς νέος φαίνεται ὅτι κάτι ἔκαμνεν εἰς γεωργικὰς ἀγγαρείας καὶ
βοηθητικὰ ἔργα, μὲ ὅλην τὴν ἀδυναμίαν του. Ἀλλὰ καὶ τότε, ὅταν ἐπέρνα
ἀπὸ ἐξωκκλήσι, ἐπέζευεν, ἔδενεν εἰς τὴν ρίζαν θύμου τὸ γαϊδούρι καὶ
εἰσήρχετο εἰς τὸν ναΐσκον. Ἐκεῖ ἔβγαζεν ἀτάκτους φωνάς, θέλων νὰ μιμηθῇ
τοὺς ψάλτας, καὶ κάποτε ἔβαλλε χεῖρα εἰς εἰκονίσματα καὶ τὰ κατεβίβαζε
κάτω διὰ νὰ τὰ ξεσκονίσῃ, ὅπως ἐφρόνει· ἄλλοτε ἔβγαζε τὰ θυρόφυλλα τῆς
Ἁγίας Πύλης, κ᾿ ἤρχιζε νὰ τὰ πελεκᾷ μὲ τὸ μικρὸν κλαδευτήρι ποὺ εἶχε.
Πότε τὰ ἐπανέφερεν εἰς τὴν θέσιν των, καὶ πότε τ᾿ ἄφηνε κάτω εἰς τὸ
ἔδαφος, ὅπου ἔτυχε.
*
Ἡ Μαλαμὼ τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ, συμβία τοῦ Γιώργη τοῦ Πολύζου, ἦτο
ἀπαράμιλλος εἰς τὴν θρησκευτικὴν εὐλάβειαν. Ἄλλη δὲν ἦτον ὡς αὐτὴ νὰ
τρέχῃ διαρκῶς σ᾿ ὅλα τὰ ξωκκλήσια, νὰ τ᾿ ἀσβεστώνῃ, νὰ τὰ καλλωπίζῃ, ν᾿
ἀνάφτῃ τὰ κανδήλια, πότε μὲ λάδι δικό της, πότε ἐκ μέρους ἄλλων γυναικῶν
εὐπορωτέρων της.Εἶχε μετακομίσει στὶς πλάτες της πέντε ἢ ἓξ παλιοσάνιδα, τὰ ὁποῖα τῆς ἔδωκαν, διὰ νὰ ἐπισκευάσῃ τὴν στέγην τοῦ ναοῦ τοῦ Χριστοῦ στὸ Κάστρον. Ἡ Μαλαμώ, χάριν εὐκολίας, τὰ ἀπέθεσε προσωρινῶς ἔξωθεν τοῦ Κάστρου, πρὸ φοβεροῦ χάσματος τῆς παλαιᾶς γεφύρας, κ᾿ εἰς τὴν κάτω βαθμίδα τῆς ἰλιγγιώδους, μεγαλοβάθρου, κυκλοτεροῦς καὶ πλατείας σκάλας. Ἦτο μεσοβδόμαδα. Ἡ Μαλαμὼ ἔλεγε μέσα της: «Χριστιανὸς δὲν θὰ βρεθῇ νὰ τὰ κλέψῃ». Καὶ ὅμως εὑρέθη. Ὑψηλὰ ἀπὸ τὸ μικρὸν σαθρὸν καλύβι, ὅπου ἦτο ἓν παλιοχώραφον ἀνάμεσα εἰς τὰ ὀρμάνια, ὅπου ἔβοσκε πέντε ἢ ἓξ ψωραλέας αἶγας ὁ Νικολὸς ὁ Μπασιόλης, μακρόθεν ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἐτηλεσκόπει τὴν Μαλαμώ, ὥστε εἶχε κάμει στὰ μάτια* νὰ τὴν κοιτάζῃ, κ᾿ ἐμορμύριζε μεγαλοφώνως μέσ᾿ στὰ δόντια του: «Ποῦ τὰ πάει αὐτή, τρομάρα της, τὰ παλιοσάνιδα;»
Τὴν ὑστεραίαν ἡ Μαλαμὼ εἶχε δουλειὰ στὸ σπίτι της, κάτω στὸ χωρίον, τρεῖς ὥρας δρόμον. Τὴν τρίτην ἡμέραν δὲν εὐκαιροῦσεν ὁ σύζυγός της, ὁποὺ ἦτον ὀλίγον κτίστης, ἀλλὰ καὶ ἀγωγιάτης καὶ γεωργός. Τὴν ἄλλην ἦτο Σάββατον, κ᾿ ἡ Μαλαμὼ ἐκατάφερε τὸν σύζυγόν της νὰ ὑπάγουν, μαζὶ καὶ τὸ μουλάρι, νὰ κουβαλήσῃ αὐτὸς ἄμμον κι ἀσβέστην ἀπὸ μίαν ἀνεμιαίαν ἔπαυλιν, ὄχι πολὺ μακρὰν τοῦ Κάστρου, νὰ εἰσέλθουν φέροντες καὶ τὰ σανίδια τ᾿ ἀποτεθειμένα ἔξω, νὰ φθάσουν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Σωτῆρος, κι αὐτὴ ν᾿ ἀσβεστώσῃ, κ᾿ ἐκεῖνος ν᾿ ἀνεβῇ στὸν τοῖχον, πατῶν ὡς εἰς σκαλωσιὲς εἰς τὰ λιποπετροῦντα τοιχία τὰ πλαγινά, νὰ καρφώσῃ τὰ σανίδια εἰς τὸ ἐλλιπὲς μέρος τῆς στέγης, νὰ τὰ ἐπιχρίσῃ μὲ τὴν κονίαν ποὺ θὰ ἐζύμωνε μὲ τὰ ὑλικὰ ποὺ ἔμελλε νὰ μετακομίσῃ.
Φθάνουν εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ Κάστρου, κάτω εἰς τὸ βαραθρῶδες τοῦ χάσματος, κοιτάζει ἡ Μαλαμώ. Τὰ σανίδια ἔλειπαν. Ἔκαμε πολλοὺς σταυρούς, ἠπόρησεν, ἠγανάκτησε.
― Τὸ λοιπόν, ποῦ τά ᾽χεις βάλει τὰ σανίδια; ἠρώτησεν ὁ Πολύζος.
―Ἐδῶ τὰ εἶχα βαλμένα, στὸ κάτω σκαλοπάτι τ᾿ ἀκούμπησα.
― Ποῦ εἶναί τα, τὸ λοιπόν;
― Ποῦ ᾽ν᾿ τα; Νὰ κοπῇ τὸ χεράκι του ὅποιος τὰ πῆρε.
― Δὲν σοῦ ᾽πα ἐγώ, βλοημένη, νὰ μὴν κάνῃς μισὲς δουλειές; Ἢ νὰ καρτερέσῃς ἔπρεπε ν᾿ ἀδειάσω, νὰ τὰ κουβαλήσω μὲ τὸ μουλάρι, ἤ, ἀφοῦ τά ᾽φερες, νά ᾽κανες ἀκόμα ἕναν κόπον νὰ τὰ πᾷς ὣς μέσα στὴν Ἐκκλησιά.
― Καὶ ποιὸς ξέρει, ἂν δὲν θὰ τὰ βροῦμε μὲς στὴν Ἐκκλησιά, εἶπε τὸ Μαλαμὼ μὲ εὔκολον θάρρος καὶ πρὸς ἰδίαν της παρηγορίαν. Ἔλα, Χριστέ μου, καμμιὰ καλὴ Χριστιανὴ θὰ ἦρθε χτὲς-προχτὲς ν᾿ ἀνάψῃ τὰ κανδήλια, καὶ τὴν ἐφώτισ᾿ ὁ Θεὸς καὶ τὰ κουβάλησε.
―Ἄμποτε!
Ὁ Πολύζος ἐξεφόρτωσε τὰ ὑλικὰ ἀπὸ τὸ ζῷον, ἔδεσε τὸ ζῷόν του, ἀνέβασε μὲ πολὺν κόπον πρῶτον τὸν σάκκον τῆς ἄμμου, εἶτα τὴν κοπάναν* μὲ τὸν ἀσβέστην ἀνὰ τὴν ὑψηλὴν φοβερὰν σκάλαν, ἡ γυνὴ ἀνῆλθε μὲ τὸ καλαθάκι της, ὅπου εἶχε λάδι, κηρία, ὡς καὶ μικρὰν προμήθειαν τροφίμων. Εἶτα ἐφορτώθη αὐτὴ τὸν ἀσβέστην, ὁ ἀνήρ της ἐπῆρε τὴν ἄμμον καὶ τὸ καλαθάκι, ὑπερέβησαν τὴν σιδηρᾶν πύλην, καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸ παλαιὸν ἔρημον χωρίον. Μετὰ δέκα λεπτὰ ἔφθασαν πρὸ τοῦ ναοῦ. Ἐξεφορτώθησαν, ἐκάθισαν νὰ ξαποστάσουν. Τῆς ἐφάνη τῆς Μαλαμῶς ὅτι ἤκουε κάτι ὡς χαλαρὰν καὶ ἄρρυθμον ψαλμῳδίαν ἔσωθεν τοῦ ναοῦ. Δὲν ἐπίστευσε τ᾿ αὐτιά της. Ἐπλησίασεν εἰς τὴν θύραν, τὴν ὤθησεν. Ἡ θύρα ἦτο κλεισμένη ἔνδοθεν. Ἠκούοντο τώρα εὐκρινέστερον αἱ ἄμουσοι ψαλμῳδίαι.
―Ὤχ, Θέ μου, τί νὰ εἶναι; εἶπε τὸ Μαλαμώ. Ἔλα, Πολύζο, νὰ ἰδῇς καὶ ν᾿ ἀκούσῃς. Ἡ πόρτα εἶναι κλειδωμένη ἀπὸ μέσα.
Ἐπλησίασεν ὁ ἄνθρωπος, ἔκρουσεν, ὤθησεν ἰσχυρῶς. Εἰς μάτην. Ἡ θύρα ἦτο πράγματι μανδαλωμένη.
― Τί πειρασμὸς εἶναι αὐτός; ἔκραξε τὸ Μαλαμώ, συνάπτουσα τὰς χεῖρας. Τὰ σανίδια λείπουν ἀπ᾿ ἔξω, ἡ πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς κλειδωμένη, κι οὐρλιάσματα ἄχαρα ἀκούονται μέσα. Τί νά ᾽ν᾿ αὐτό; Μπαίνουν τάχα καὶ στὶς ἐκκλησιὲς πειρασμικὰ* πράγματα;
Ἀπ᾿ ὅλον τὸν ἀκατάληπτον βόμβον τοῦ ἤχου τοῦ ἀκουομένου, ἡ ἀκοή των αἴφνης διέκρινε δὶς ἢ τρὶς τὰς λέξεις: «Χριστὸς Ἀνέστη».
― Χριστὸς Ἀνέστη, ἐπανέλαβεν ἡ Μαλαμώ. Κι ἀκόμα τώρα πέρασε τὸ μεσοσαράκοστο.
Ἦτο τῷ ὄντι Σάββατον τῆς Δ´ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν.
― Μὴν πηαίνῃ ἀλὰ φράγκα αὐτὸς ποὺ εἶναι μέσα; εἶπεν ὁ Πολύζος.
― Στοιχειὸ θὰ εἶναι· ξωρκισμένος ὀξαποδῶ, ἀπήντησεν ἡ Μαλαμώ.
― Κανένας μουρλὸς θὰ εἶναι, εἶπεν ὁ Πολύζος. Ἂς ἰδοῦμε. Μὴν εἶν᾿ ἐκεῖνος ὁ Γιάννης τῆς Λέκαινας;
Ἔκρουσε πάλιν δυνατώτερα τὴν θύραν. Εἶτα ἀνέβλεψεν ἀνὰ τὸν τοῖχον, κ᾿ ἔδειξεν εἰς ὕψος δύο ὀργυιῶν σχεδὸν τὸν μικρὸν φεγγίτην μὲ τὴν χρωματιστὴν ὕαλον, ποὺ ἔφεγγε τὸν ναὸν ἀπὸ τὴν δεξιὰν πλευράν.
― Νὰ μποροῦσα ν᾿ ἀνεβῶ κεῖ ἀπάνω, εἶπεν. Ἔλα, βόηθα, Μαλαμώ, νὰ σωρέψουμε πέτρες πολλές, νὰ τὶς στερεώσουμε, γιὰ ν᾿ ἀνεβῶ ὣς ἐκεῖ.
― Δὲν φωνάζουμε μιά; εἶπε τὸ Μαλαμώ, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρξε φωνὴ καὶ ἀκρόασις.
Ἤρχισαν ν᾿ ἀποκόπτουν λίθους ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῶν παλαιῶν οἰκιῶν ἐδῶθεν κ᾿ ἐκεῖθεν. Ὅταν συνέλεξαν λίθους ἀρκετούς, ἤρχισεν ὁ Πολύζος νὰ τοὺς στοιβάζῃ εἰς σωρόν. Πλὴν τότε παρ᾿ ἐλπίδα ἠκούσθη κρότος μανδάλου ἢ μοχλίου ἀποσυρομένου καὶ ὀξὺς γέλως ἤχησεν εἰς τὸ χάσμα τῆς διανοιγείσης θύρας.
Ἦτο τῷ ὄντι ὁ Γιάννης τοῦ Λέκα. Ὑπεδέχετο μὲ παιδικοὺς καγχασμοὺς τὴν γυναῖκα καὶ τὸν ἄνδρα της.
―Ἄ! Ἐσύ ᾽σαι λοχεμένε*! εἶπεν ἡ Μαλαμώ· γιατί δὲν ἀκοῦς τόσην ὥρα ποὺ σὲ φωνάζουμε;
Ὁ Γιάννης ἀπήντησε διὰ νέου καγχασμοῦ. Ἐστράφησαν πρὸς τὴν θύραν, καὶ εἶδον τὰ ἐντός.
Ὁ Γιάννης εἶχεν ἀνάψει στὰ μανάλια ὅλα τ᾿ ἀπόκηρα, ὅσα εἶχεν εὑρεῖ ἐκεῖ, εἶχε χύσει τὸ λάδι ἀπὸ τὰ κανδήλια, εἶχε κενώσει ὅλον τὸ λαδικόν, ποὺ ηὗρεν εἰς τὸ ἑρμάρι τῆς βορειοδυτικῆς γωνίας, καὶ εἶχε κατορθώσει νὰ [τ᾿] ἀνάψῃ ὡς πυροφάνι μόνον δύο κανδήλια ἐκ τῶν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ τῶν πρὸ τοῦ Τέμπλου καὶ τοῦ προσκυνηταρίου, καὶ ηὐφραίνετο ψάλλων τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», ὅπως αὐτὸς ἤξευρεν. Εἶχε βαρεθῆ τὴν Σαρακοστήν, ἐπόθει τὸ Πάσχα, καὶ ἤρχισε νὰ τὸ προεορτάζῃ.
Ἀφοῦ ἐγέλασεν ἀρκετά, ἡ Μαλαμὼ ἔσβησε τ᾿ ἀπόκηρα, ἐπροσπάθησε νὰ σκουπίσῃ τὰ χυμένα λάδια, καὶ εἶτα ἐμελέτα ν᾿ ἀρχίσῃ τὸ ἀσβέστωμα. Ἐλησμόνει ἤδη τὰ χαμένα σανίδια. Ἀλλ᾿ ὁ Πολύζος εἶπε:
― Καὶ ποῦ ᾽ν᾿ τὰ σανίδια, Μαλαμώ;
― Ποῦ ᾽ν᾿ τα, μαθές; ἐπανέλαβεν ἡ γυνή.
Τυχαίως καὶ στὸν βρόντον ἡ γυνὴ ἐστράφη πρὸς τὸν πτωχὸν νέον, καὶ τὸν ἠρώτησε:
― Μὴν εἶδες, Γιάννη, τὰ σανίδια πουθενά;
Ὁ ἄκακος νέος ἀπήντησε μόνον:
― Κουβάλας.
Ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος τῷ ὄντι εἶχε συναντήσει τὸν Γιάννην κατὰ τὴν προχθές, τὴν ὥραν ὁποὺ ἐκουβάλα τὰ κλοπιμαῖα. Τοῦ ἔδωκε δύο ξυλιὲς ὡς ἀρραβῶνα, καὶ τὸν ἐφοβέρισε νὰ μὴν μαρτυρήσῃ τίποτε. Ὁ Γιάννης ἀπήντησε μὲ τὸ παγωμένον γέλιο του.
Εἶχε ξεχάσει τὶς ξυλιές, ὡς καὶ τὴν φοβέραν. Τὴν ἐπαύριον ἀνεῦρε τὰ κλοπιμαῖα ἡ Μαλαμώ.
Πέμπτη 17 Απριλίου 2014
Καθώς θάλασσα και ουρανός...
Είμαστε παιδιά
κι αγαπούμε τα ωραία καράβια
είμαστε παιδιά
κι αγαπούμε τη θάλασσα...
Γιάννης Σταύρου, Αναμονή στην ομίχλη, λάδι σε καμβά
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
Μες στο υγρό σκοτάδι
Μες στο υγρό σκοτάδι
πολύ πλανήθηκα
Αγάπησα τις φωτοσκιές των δέντρων
τη γνώριμη νύχτα
τον ουρανό
Βροχή
μουσικές φωνές
Μες στο υγρό σκοτάδι
Έλα
θα βαδίσουμε σιγά μην ακουστούμε
Είμαστε παιδιά
κι αγαπούμε τα ωραία καράβια
είμαστε παιδιά
κι αγαπούμε τη θάλασσα
Λάσπες και νερά
ο άνεμος ταξιδεύει
τραγούδια που σβήνουν
Από τη συλλογή Δύσκολος θάνατος (1954)
Κοιτάζοντας ένα ερωτευμένο σιντριβάνι
Μια νύχτα θα ταξιδέψω για πάντα. Θ΄αγκαλιάσω με τα χέρια την πόλη και θα πνιγώ στη δίνη των χρωματιστών νερών
Θα 'ναι μια νάρκωση ή ο θάνατος, δεν ξέρω να πω. Μέσα στα δάκρυα δε θα καταλαβαίνω πια γιατί το θέλησα ούτε πού αστόχησα. Οι αποσκευές μου θα παρασύρουν το σώμα μέχρι τη θάλασσα, ως τους υφάλους, έξω απ' τον παλιό σταθμό. Άμμος και ξερολίθια
Σφυρίγματα των τραίνων κι ο κάμπος ολόγυρα και δε θα μπορέσω να καταλάβω γιατί ήσουν και καταδότης και συνεργός
Μες στη νεροσυρμή δε θα σε ξαναδώ ποτέ. Μια νύχτα θ' αγαπηθούμε για πάντα. Καθώς θάλασσα και ουρανός
Από τη συλλογή Νοσοκομείο εκστρατείας (1972)
κι αγαπούμε τα ωραία καράβια
είμαστε παιδιά
κι αγαπούμε τη θάλασσα...
Γιάννης Σταύρου, Αναμονή στην ομίχλη, λάδι σε καμβά
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
Μες στο υγρό σκοτάδι
Μες στο υγρό σκοτάδι
πολύ πλανήθηκα
Αγάπησα τις φωτοσκιές των δέντρων
τη γνώριμη νύχτα
τον ουρανό
Βροχή
μουσικές φωνές
Μες στο υγρό σκοτάδι
Έλα
θα βαδίσουμε σιγά μην ακουστούμε
Είμαστε παιδιά
κι αγαπούμε τα ωραία καράβια
είμαστε παιδιά
κι αγαπούμε τη θάλασσα
Λάσπες και νερά
ο άνεμος ταξιδεύει
τραγούδια που σβήνουν
Από τη συλλογή Δύσκολος θάνατος (1954)
Κοιτάζοντας ένα ερωτευμένο σιντριβάνι
Μια νύχτα θα ταξιδέψω για πάντα. Θ΄αγκαλιάσω με τα χέρια την πόλη και θα πνιγώ στη δίνη των χρωματιστών νερών
Θα 'ναι μια νάρκωση ή ο θάνατος, δεν ξέρω να πω. Μέσα στα δάκρυα δε θα καταλαβαίνω πια γιατί το θέλησα ούτε πού αστόχησα. Οι αποσκευές μου θα παρασύρουν το σώμα μέχρι τη θάλασσα, ως τους υφάλους, έξω απ' τον παλιό σταθμό. Άμμος και ξερολίθια
Σφυρίγματα των τραίνων κι ο κάμπος ολόγυρα και δε θα μπορέσω να καταλάβω γιατί ήσουν και καταδότης και συνεργός
Μες στη νεροσυρμή δε θα σε ξαναδώ ποτέ. Μια νύχτα θ' αγαπηθούμε για πάντα. Καθώς θάλασσα και ουρανός
Από τη συλλογή Νοσοκομείο εκστρατείας (1972)
Τετάρτη 16 Απριλίου 2014
Αλεξανδρος Παπαδιαμάντης, Τ' Αγνάντεμα
Ἀγνάντεψε τὸ καράβι ποὺ ἔφευγε, κ᾽
ἔκλαψε πικρὰ κ᾽ ἔπεσαν τὰ δάκρυά της στὰ κύματα· καὶ τὰ κύματα
ἐπικράθηκαν, κ᾽ ἐφαρμακώθηκαν, καὶ θύμωσαν, κι ἀγρίεψαν κ᾽ ἐθέριεψαν…
καὶ στὸ δρόμο τους ποὺ ηὗραν τὸ καράβι, ἔπνιξαν τὸν ἄνδρα τῆς Φλανδρῶς,
κ᾽ ἔγινε ἀγυρισιά του… Καὶ τὸ Φλανδρὼ ἦρθε κ᾽ ἐξαναῆρθε σ᾽ αὐτὸν τὸν
ἔρμο γιαλὸ κ᾽ ἐκοίταζε κι ἀγνάντευε… κ᾽ ἐπερίμενε, κ᾽ ἐκαρτεροῦσε, κι
ἀπάντεχε…
Γιάννης Σταύρου, Αγνάντεμα, λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Τ' Αγνάντεμα
Ἐπάνω στὸν βράχον τῆς ἐρήμου ἀκτῆς, ἀπὸ παλαιοὺς λησμονημένους χρόνους, εὑρίσκετο κτισμένον τὸ ἐξωκκλήσι τῆς Παναγίας τῆς Κατευοδώτρας. Ὅλον τὸν χειμῶνα παπὰς δὲν ἤρχετο νὰ τὸ λειτουργήσῃ. Ὁ βορρᾶς μαίνεται καὶ βρυχᾶται ἀνὰ τὸ πέλαγος τὸ ἁπλωμένον μαυρογάλανον καὶ βαθύ, τὸ κῦμα λυσσᾷ καὶ ἀφρίζει ἐναντίον τοῦ βράχου. Κι ὁ βράχος ὑψώνει τὴν πλάτην του γίγας ἀκλόνητος, στοιχειὸ ριζωμένο βαθιὰ στὴν γῆν, καὶ τὸ ἐρημοκκλήσι λευκὸν καὶ γλαρόν, ὡς φωλιὰ θαλασσαετοῦ στεφανώνει τὴν κορυφήν του.
Ὅλον τὸν χρόνον παπὰς δὲν ἐφαίνετο καὶ καλόγηρος δὲν ἤρχετο νὰ δοξολογήσῃ. Μόνον τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων κατέβαινεν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ βραχώδους βουνοῦ, ἀπὸ τὸ λευκὸν μοναστηράκι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, μὲ φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιὰ καὶ κυματίζοντα βαθιὰ γένεια, ἕνας γέρων ἱερεὺς «ὡς νεοττὸς τῆς ἄνω καλιᾶς τῶν Ἀγγέλων» διὰ νὰ λειτουργήσῃ τὸ παλαιὸν λησμονημένον ἐρημοκκλήσι. Ἐκεῖ ἤρχοντο τρεῖς-τέσσαρες βοσκοί, βουνίσιοι, ἀλειτούργητοι, ἀλιβάνιστοι, ἤρχοντο μὲ τὶς φαμίλιες* των, τὶς ἀνέβγαλτες καὶ ἄπραχτες*, μὲ τὰ βοσκόπουλά των τ᾽ ἀχτένιστα καὶ ἄνιφτα, ποὺ δὲν ἤξευραν νὰ κάμουν τὸν σταυρόν τους, διὰ ν᾽ ἁγιασθοῦν καὶ νὰ λειτουργηθοῦν ἐκεῖ· καὶ εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας ὁ γηραιὸς παπὰς μὲ τοὺς πτερυγίζοντας βοστρύχους εἰς τὸ φύσημα τοῦ βορρᾶ, καὶ τὴν βαθεῖαν κυμαινομένην γενειάδα, κατέβαινε κάτω εἰς τὸν μέγαν ἁπλωτὸν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς ἀγρίους θαλασσοπλήκτους βράχους, διὰ νὰ φωτίσῃ κι ἁγιάσῃ τ᾽ ἀφώτιστα κύματα.
Τὸν ἄλλον καιρὸν ἤρχοντο, συνήθως τὴν ἄνοιξιν, γυναῖκες ναυτικῶν καὶ θυγατέρες, κάτω ἀπὸ τὴν χώραν, μὲ σκοπὸν ν᾽ ἀνάψουν τὰ κανδήλια, καὶ παρακαλέσουν τὴν Παναγίαν τὴν Κατευοδώτραν νὰ ὁδηγήσῃ καὶ κατευοδώσῃ τοὺς θαλασσοδαρμένους συζύγους καὶ τοὺς πατέρας των. Ὡραῖες κοπέλες μὲ ὑποκάμισα κόκκινα μεταξωτά, μὲ τραχηλιὲς ψιλοκεντημένες, μὲ τοὺς χυτοὺς βραχίονας καὶ τὰ στήθη τὰ γλαφυρά, ἤρχοντο νὰ ἱκετεύσουν διὰ τ᾽ ἀδελφάκια των ποὺ ἐθαλασσοπνίγοντο δι᾽ αὐτάς, διὰ νὰ τὶς φέρουν προικιὰ ἀπὸ τὴν Πόλιν, στολίδια ἀπὸ τὴν Βενετιάν, κειμήλια ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν. «Πάντα νά ᾽ρχωνται, πάντα νὰ φέρνουν». Βοϊδάκια λογικά, ποὺ ὤργωναν ἀντὶ τῆς ξηρᾶς τὴν θάλασσαν· φρόνιμα ὅπως τὰ δύο ἐκεῖνα τέκνα τῆς ἱερείας τῆς Δήμητρος, τὰ μακαρισθέντα. Νεαραὶ γυναῖκες ρεμβάζουσαι καὶ μητέρες συλλογισμέναι ἤρχοντο διὰ νὰ καθίσουν καὶ ἀγναντέψουν.
Ἐσηκώνοντο στὰ πανιὰ τὰ αἱμωδιασμένα καὶ ναρκωμένα ἀπὸ τὴν μακρὰν ρᾳστώνην σκάφη ἀνὰ δύο ἢ τρία τὴν αὐτὴν ἡμέραν· καὶ ἡ σκούνα ἔφερνε βόλτες εἰς τὸν λιμένα, ἂν ἦτο ἐναντίος, ἢ καὶ οὔριος ἂν ἦτο, ὁ ἄνεμος. Ἡ βάρκα ἐπερίμενε διπλαρωμένη ἔξω εἰς τὴν προκυμαίαν. Ὁ καπετάνιος δὲν ἐτελείωνε τοὺς ἀποχαιρετισμοὺς εἰς τὴν οἰκίαν· καὶ ὁ λοστρόμος ἐμάκρυνε τὶς παινετάδες εἰς τὰ καπηλειά. Κ᾽ ἡ βάρκα ἐπερίμενε. Καὶ ὁ μοῦτσος ἔχασκε καθήμενος ἔξω, ἐπάνω στὸ κεφαλόσκαλον. Καὶ ὁ νεαρὸς ναύτης, ὅστις εἶχεν ἔλθει μὲ τὸν μοῦτσον τώρα ἀπὸ τὴν σκούνα, ποὺ ἦτον στὰ πανιά, ἐγίνετο ἄφαντος. Δύο ἄλλοι σύντροφοι, περασμένοι στὰ χαρτιά, ναυτολογημένοι, ἔλειπαν. Κανεὶς δὲν ἤξευρε ποῦ ἦσαν. Καὶ μέσα εἰς τὸ πλοῖον, ὁποὺ ἔφερνε βόλτες-βόλτες, κ᾽ ἐστρέφετο ὡς δεμένον περὶ κέντρον ἀόρατον ―τὸ κέντρον ἦτο μέσα εἰς τὰς καρδίας καὶ εἰς τὰς ἑστίας τῶν ναυτικῶν― ἄλλος δὲν ἦτο εἰμὴ ὁ πηδαλιοῦχος, ὁ μάγειρος, κ᾽ ἕνας ἐπιβάτης, ξένος κ᾽ ἔρημος, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχαν εἰπεῖ, «τώρα, στὴ στιγμή, νά, τώρα-τώρα θὰ φύγουμε» κ᾽ εἶχε μπαρκάρει, ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ δώδεκα ὥρας πρίν.
Ὁ πλοίαρχος ἔπρεπε νὰ βάλῃ ἐμπρὸς τὴν καπετάνισσαν· αὐτὴ ὤφειλε νὰ προπορευθῇ, ἐπειδὴ ἦτον τυχερή, βέβαια· κ᾽ ἔτσι ἀπεφάσιζε νὰ μπαρκάρῃ. Τέλος ἐσυμμαζεύετο ὁ λοστρόμος, ἀνεκαλύπτοντο οἱ δύο ἀπόντες σύντροφοι, ἐξεκολλοῦσε ὁ πλοίαρχος, ἔπεφταν τρομπόνια ἀρκετά, τρομπόνια ἀπὸ τὸ πλοῖον, τρομπόνια ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν· ἔκοφταν, ἐψαλίδιζαν τὶς βόλτες ταχύτερα, συντομώτερα, ὡς νὰ ἐσφίγγοντο διὰ νὰ κόψουν τὴν ἀόρατον ἐκείνην κλωστήν, τὸ λεπτὸν ἰσχυρὸν νῆμα, ὡς μίαν τρίχα ξανθὴν μακρᾶς κυματιζούσης κόμης· καὶ τὸ σκάφος ἔβαλλε πλώρην πρὸς βορρᾶν.
Τότε ἔλαμπον μὲ μεγάλες φωτιὲς τὰ κανδήλια τῆς Παναγίας τῆς Κατευοδώτρας. Ἡ γραῖα Μαλαμίτσα, ἡ κλησάρισσα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἔβαλλε τὶς φωνές· ἔκανε τὸ κακό… ἐμάλωνε μὲ ὅλες τὶς γυναῖκες. Αὐτὴ ἐπῆρε τὸ καλαθάκι της, τὴν ρόκα της, τ᾽ ἀδράχτι της, καὶ ἦλθεν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Νικόλαον ἐπίτηδες, κατὰ παραγγελίαν τοῦ κὺρ Ἀγγελῆ, τοῦ ἐπιτρόπου… διὰ νὰ μαλώσῃ τὶς γυναῖκες, τὶς εὐλαβητικές (ἀλλοίμονον! ἡ εὐλάβειά μας εἶναι γιὰ τὸ συφέρο! ἔλεγε σείουσα τὴν κεφαλήν), νὰ μὴν τὸ παρακάνουν καὶ χύνουν λάδια πολλὰ καὶ καταλαδώνουν τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, καὶ τὰ στασίδια, καὶ τ᾽ ἀναλόγι, καὶ τὰ δύο-τρία παμπάλαια βιβλία ποὺ ἦσαν ἐκεῖ, καὶ τὰ μανάλια καὶ τὸν τοῖχον, καὶ τὸ τέμπλο, καὶ τὶς ποδιές, καὶ αὐτὰς τὰς ἁγίας εἰκόνας. Ἀλλ᾽ οἱ γυναῖκες δὲν τὴν ἄκουαν. Τί χρειάζονται τόσες φωτιές, σὰν πυροφάνια, ἐφώναζεν ἡ γρια-Μαλαμίτσα. Αὐτὴ εἶχε μάθει ἀπὸ τὸν γέροντά της τὸν παπα-Γεράσιμον, ὅτι οἱ φωτιὲς τῶν κανδηλιῶν πρέπει νὰ εἶναι μικρές, τόσες δά, σὰν λαμπυρίδες. Τουκάκου. Κανεὶς δὲν τὴν ἤκουε.
Οἱ ὁρμαθοὶ τῶν γυναικῶν ὁμάδες-ὁμάδες, συγγενολόγια…, διεσπείροντο εἰς μικροὺς ὄχθους, εἰς πτυχὰς τοῦ βράχου, ἀνάμεσα εἰς θάμνους καὶ χαμόκλαδα, εἰς μέρη ὑψηλὰ καὶ εἰς μέρη ὑπήνεμα· ἤρχοντο μὲ τὰ καλαθάκια τους, μὲ τὰ μαχαιρίδιά τους… διότι πολλαὶ ἐξ αὐτῶν ἠσχολοῦντο νὰ βγάλουν ἀγριολάχανα… μὲ τὰ προγεύματά τους τὰ σαρακοστιανά, καὶ ἀφοῦ εἶχαν ἀνάψει τὰ κανδήλια τῆς Παναγιᾶς, ἀφοῦ εἶχαν κάμει μετάνοιες στρωτὲς πολλές, κ᾽ εἶχαν κολλήσει ἀφιερώματα εἰς τὴν εἰκόνα, κ᾽ εἶχαν χορτάσει τ᾽ αὐτιά τους ἀπὸ τὰς νουθεσίας τῆς γρια-Μαλαμίτσας, ἐστρώνοντο ἐκεῖ εἰς τὴν δροσερὰν χλόην κι ἀγνάντευαν κατὰ τὸ πέλαγος.
Τὰ βοσκόπουλα ἐκεῖνα τ᾽ ἄγρια κι ἀχτένιστα κι ἁπλοϊκά, ποὺ τὶς ἔβλεπαν ἀπὸ μακρὰν σὰν σκιασμένα, ἀποροῦσαν κ᾽ ἔλεγαν:
― Κοίτα τις! στὰ μάτια ἔκαμαν.
Ἰδοὺ τὸ καράβι τοῦ καπετὰν Σταμάτη τοῦ Σύρραχου. Ὑπερήφανα, καμαρωμένα, ἀδελφωμένα τὰ δυό, αὐτὸ κι ὁ πλοίαρχός του, πᾶνε νὰ μᾶς φέρουν καλά, νὰ μᾶς φέρουν στολίδια. Στὸ καλό, πουλί μου, στὸ καλό!
Ἰδοὺ καὶ ἡ γολέτα τοῦ καπετὰν Μανώλη τοῦ Χατζηχάνου… Ἡ ψυχή μου, ἡ πνοή μου νὰ εἶναι πάντα στὰ πανιά σου, ὡσὰν λαμπάδα τοῦ Ἐπιταφίου, νὰ διώχνῃ τὰ μαῦρα, τὰ κατακόκκινα τελώνια, πρὶν προφτάσουν νὰ κατακαθίσουν στὰ πινά* σου. Σῦρε, πουλί μου, στὸ καλό, καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα! Στὸ καλό!
Νά κ᾽ ἡ σκούνα τοῦ καπετὰν Ἀποστόλη τοῦ Βιδελνῆ, καινούργιο σκαρί, ἡ τετάρτη ἢ πέμπτη, τὴν ὁποίαν κατορθώνει ἐντὸς δεκαετίας νὰ σκαρώσῃ, μ᾽ ὅλην τῆς τύχης τὴν καταδρομήν. Ἔπεσε πολὺ γιαλό, δὲν τὴν ηὗρε καλὰ τὸ ἀπόγειο κι ἄργησε. Διακρίνεται τὸ πλήρωμα, οἱ ἄνθρωποι σὰν ψύλλοι, ποὺ πηδοῦν ἐμπρὸς κι ὀπίσω στὴν κουβέρτα. Δούλευέ τα*, καπετάνιο μου! 〈Ἡ〉 Παναγιὰ μπροστά σας! Στὸ καλό, στὸ καλό!
― Πῶς δὲν τὸ ξέρουμε, εἶπαν αἱ ἄλλαι, ἂς ἔχῃ δόξα τὸ ὄνομά της.
― Τὸ ἐξωκκλήσι αὐτὸ ἁγίασε καὶ μέρωσε ὅλο τὸ ἄγριο κῦμα· πρωτύτερα εἶχε κατάρα ὅλος αὐτὸς ὁ γιαλός.
― Γιατί;
― Βλέπετε κεῖνον τὸ βράχο, κάτω στὸ κῦμα, ποὺ ξεχωρίζει ἀπ᾽ τὸ γιαλό;… ποὺ φαίνεται σὰν ἄνθρωπος, μὲ κεφάλι καὶ μὲ στήθια… ποὺ μοιάζει σὰν γυναῖκα; Ἐκείνη εἶναι τὸ Φλανδρώ.
― Ναί, τὸ Φλανδρώ, εἶπεν ἡ ὑπερεξηκοντοῦτις Χατζηχάναινα. Κάτι ἔχω ἀκουστά μου. Ἐσὺ θὰ τὸ ξέρῃς καλύτερα, θεια-Φλωρού.
― Τὸ βλέπετε κ᾽ εἶναι ξέρα, εἶπεν ἡ Φλωρού, ἡ Συρραχίνα· μιὰ φορὰ κ᾽ ἕναν καιρὸ ἦτον ἄνθρωπος.
― Ἄνθρωπος;
― Ἄνθρωπος καθὼς ἐμεῖς. Γυναίκα.
Αἱ ἄλλαι ἤκουον μὲ ἀπορίαν. Ἡ γρια-Συρραχίνα ἤρχισε νὰ διηγῆται:
«Στὸν καιρὸ τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων, ἦτον μιὰ κόρη ἀρχοντοπούλα, ποὺ τὴν ἔλεγαν Φλάνδρα ἢ Φλανδρώ. Ἡ Φλανδρὼ εἶχε νοματιστῆ ἔτσι ― καθὼς μοῦ ᾽πε ὁ πνεματικός, ἀπάνω στὸν Ἁι-Χαράλαμπο· ὅσο τὸν θυμοῦμαι, μακαρία ἡ ψυχή του. Ἤμουν μικρὸ κορίτσι, δώδεκα χρονῶ, καὶ μ᾽ ἐπῆγε ἡ μάννα μου νὰ ξαγορευτῶ, τὴ Μεγάλη Τετράδη… τί νὰ ξαγορευτῶ, ἐγὼ τίποτα δὲν ἤξερα, τὰ ξεράματά μου… τὸ τί μὄλεε ὁ πνεματικὸς δὲν ἀγροικοῦσα, φωτιὰ ποὺ μ᾽ ἔ!… Τὸ νόημά του δὲν τὸ καταλάβαινα, τὰ λόγια τὰ θυμούμουν κ᾽ ὕστερ᾽ ἀπὸ χρόνια… τὸ κορίτσι πρέπει νά ᾽ναι φρόνιμο καὶ ντροπαλό, νά ᾽ναι ὑπάκοο, νὰ μὴν κοιτάζῃ τοὺς νιούς, ν᾽ ἀγαπᾷ τὸν κύρη του καὶ τὴ μαννούλα του· καὶ σὰν μεγαλώσῃ, καὶ δώσῃ ὁ Θιὸς καὶ παντρευτῇ, μὲ τὴν εὐκὴ τῶν γονιῶ της, ἄλλον νὰ μὴν ἀγαπᾷ ἀπ᾽ τὸν ἄνδρα της.
»Μὄφερε τὸ παράδειγμα τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων… Οἱ παλιοὶ Ἕλληνες, ποὺ προσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα… Κεῖνον τὸν καιρὸ ἦτον μιὰ ποὺ τὴν ἔλεγαν Φλάνδρα, Φλανδρώ. Φλανδρὼ θὰ πῇ Φιλανδρώ. Φιλανδρὼ θὰ πῇ μιὰ ποὺ ἀγαπᾷ τὸν ἄνδρα της. Φλανδρὼ τὴν εἶπαν, Φλανδρὼ βγῆκε. Ἀγάπησε ὁλόψυχα τὸν ἄνδρα της, ὅσο ποὺ ἔχασε τ᾽ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου, κ᾽ ἔγινε πέτρα γι᾽ αὐτό. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνο ἦτον ἕνας καραβοκύρης, ὄμορφο παλληκάρι, κι ἀγάπησε τὸ Φλανδρώ, καὶ τὴν ἐγύρεψε, καὶ τῆς ἔδωσε ἀρραβῶνα. Σὰν τῆς ἔδωσε ἀρραβῶνα, ἐσκάρωσε καινούργιο καράβι· καὶ σὰν ἐσκάρωσε τὸ καράβι, ἔγινε κι ὁ γάμος· καὶ σὰν ἔγινε ὁ γάμος, ἔρριξε τὸ καράβι στὸ γιαλό, κ᾽ ἐμπαρκάρισε κ᾽ ἐπῆγε νὰ ταξιδέψῃ.
»Τότε τὸ Φλανδρὼ ἦρθε ν᾽ ἀγναντέψῃ, σὰν καλὴ ὥρα, σ᾽ αὐτὸν τὸν ἔρμο τὸ γιαλό. Ξεκολλοῦσε ἡ ψυχή της ποὺ ἔφευγε ὁ ἄνδρας της· δὲν μποροῦσε νὰ τὸ βαστάξῃ, νὰ στυλώσῃ τὴν καρδιά της. Ἀγνάντεψε τὸ καράβι ποὺ ἔφευγε, κ᾽ ἔκλαψε πικρὰ κ᾽ ἔπεσαν τὰ δάκρυά της στὰ κύματα· καὶ τὰ κύματα ἐπικράθηκαν, κ᾽ ἐφαρμακώθηκαν, καὶ θύμωσαν, κι ἀγρίεψαν κ᾽ ἐθέριεψαν… καὶ στὸ δρόμο τους ποὺ ηὗραν τὸ καράβι, ἔπνιξαν τὸν ἄνδρα τῆς Φλανδρῶς, κ᾽ ἔγινε ἀγυρισιά του… Καὶ τὸ Φλανδρὼ ἦρθε κ᾽ ἐξαναῆρθε σ᾽ αὐτὸν τὸν ἔρμο γιαλὸ κ᾽ ἐκοίταζε κι ἀγνάντευε… κ᾽ ἐπερίμενε, κ᾽ ἐκαρτεροῦσε, κι ἀπάντεχε… Πέρασαν μῆνες, πέρασε χρόνος, πέρασαν δυὸ χρόνια, πέρασαν τρία… καὶ τὸ καράβι πουθενὰ δὲν ἐφάνηκε… καὶ τὸ Φλανδρὼ ἔκλαψε, καὶ καταράστηκε τὴν θάλασσα, καὶ τὰ μάτια της ἐστέγνωσαν, καὶ δὲν εἶχε πλιὰ δάκρυ νὰ χύσῃ… καὶ παρακάλεσε τοὺς θεούς της ποὺ ἦταν εἴδωλα, πέτρες, νὰ τῆς κάμουν τὴ χάρη νὰ γίνῃ κι αὐτὴ εἴδωλο, βράχος, πέτρα… καὶ τὸ ζήτημά της ἔγινε καὶ τὴν ἔκαμαν βράχο ξέρα… μὲ τὸ σκῆμα τ᾽ ἀνθρωπινό, ποὺ τρίβηκε καὶ φθάρηκε ἀπ᾽ τὰ κύματα ὕστερ᾽ ἀπὸ χιλιάδες χρόνια· καὶ τὸ ἀνθρωπινὸ σκῆμα φαίνεται ἀκόμα· καὶ νά ὁ βράχος ἐκεῖ, ἡ πέτρα ποὺ θαλασσοδέρνεται καὶ χτυπᾷ καὶ βογγᾷ ἀπάνω της τὸ κῦμα… κ᾽ ἡ φωνή της, τὸ βογγητό της γίνεται ἕνα μὲ τὸ βογγητὸ τῆς θάλασσας… Νά ἡ ξέρα ἐκεῖ. Αὐτή ᾽ναι ἡ Φλανδρώ.
»Ὕστερα, μὲ χρόνια πολλά, σὰν ἦρθε ὁ Χριστὸς ν᾽ ἁγιάσῃ τὰ νερά, γιὰ νὰ βαφτιστῇ ἡ πλάση, μιὰ χριστιανὴ ἀρχόντισσα, ἡ Χατζηγιάνναινα, ποὺ εἶχαν σκαρώσει τὰ παιδιά της δυὸ καράβια, ἔταξε στὴν Παναγία, κ᾽ ἔχτισε αὐτὸ τὸ παρακκλήσι, γιὰ τὸ καλὸ κατευόδιο τῶν παιδιῶνέ της… Ἂς δώσ᾽ ἡ Παναγιὰ καὶ σήμερα νά ᾽ναι καλὸ κατευόδιο στοὺς ἄνδρες σας, στ᾽ ἀδέρφια σας καὶ στοὺς γονιούς σας».
― Φχαριστοῦμε· ὁμοίως καὶ στὰ παιδάκια σου, θεια-Φλωρού!
Ἡ νυκτερινὴ αὔρα ἐσύριζεν εἰς τὰ δένδρα, καὶ οἱ λογισμοὶ τῶν γυναικῶν ἐπετοῦσαν μαζί της, κ᾽ ἔστελλαν πολλὰς εὐχὰς εἰς τὰ κατάρτια, εἰς τὰ πανιὰ καὶ εἰς τὰ ἐξάρτια τῶν καραβιῶν. Καὶ βαθιά, εἰς τὴν σιωπὴν τῆς νυκτός, τίποτε ἄλλο δὲν ἠκούσθη εἰμὴ τὸ λάλημα τοῦ νυκτερινοῦ πουλιοῦ, καὶ τὸ ᾆσμα μιᾶς τελευταίας συντροφιᾶς ναυτικῶν, μελλόντων ν᾽ ἀναχωρήσωσιν αὔριον. «Σῦρε, πουλί μου στὸ καλό ― καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα».
Γιάννης Σταύρου, Αγνάντεμα, λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Τ' Αγνάντεμα
Ἐπάνω στὸν βράχον τῆς ἐρήμου ἀκτῆς, ἀπὸ παλαιοὺς λησμονημένους χρόνους, εὑρίσκετο κτισμένον τὸ ἐξωκκλήσι τῆς Παναγίας τῆς Κατευοδώτρας. Ὅλον τὸν χειμῶνα παπὰς δὲν ἤρχετο νὰ τὸ λειτουργήσῃ. Ὁ βορρᾶς μαίνεται καὶ βρυχᾶται ἀνὰ τὸ πέλαγος τὸ ἁπλωμένον μαυρογάλανον καὶ βαθύ, τὸ κῦμα λυσσᾷ καὶ ἀφρίζει ἐναντίον τοῦ βράχου. Κι ὁ βράχος ὑψώνει τὴν πλάτην του γίγας ἀκλόνητος, στοιχειὸ ριζωμένο βαθιὰ στὴν γῆν, καὶ τὸ ἐρημοκκλήσι λευκὸν καὶ γλαρόν, ὡς φωλιὰ θαλασσαετοῦ στεφανώνει τὴν κορυφήν του.
Ὅλον τὸν χρόνον παπὰς δὲν ἐφαίνετο καὶ καλόγηρος δὲν ἤρχετο νὰ δοξολογήσῃ. Μόνον τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων κατέβαινεν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ βραχώδους βουνοῦ, ἀπὸ τὸ λευκὸν μοναστηράκι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, μὲ φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιὰ καὶ κυματίζοντα βαθιὰ γένεια, ἕνας γέρων ἱερεὺς «ὡς νεοττὸς τῆς ἄνω καλιᾶς τῶν Ἀγγέλων» διὰ νὰ λειτουργήσῃ τὸ παλαιὸν λησμονημένον ἐρημοκκλήσι. Ἐκεῖ ἤρχοντο τρεῖς-τέσσαρες βοσκοί, βουνίσιοι, ἀλειτούργητοι, ἀλιβάνιστοι, ἤρχοντο μὲ τὶς φαμίλιες* των, τὶς ἀνέβγαλτες καὶ ἄπραχτες*, μὲ τὰ βοσκόπουλά των τ᾽ ἀχτένιστα καὶ ἄνιφτα, ποὺ δὲν ἤξευραν νὰ κάμουν τὸν σταυρόν τους, διὰ ν᾽ ἁγιασθοῦν καὶ νὰ λειτουργηθοῦν ἐκεῖ· καὶ εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας ὁ γηραιὸς παπὰς μὲ τοὺς πτερυγίζοντας βοστρύχους εἰς τὸ φύσημα τοῦ βορρᾶ, καὶ τὴν βαθεῖαν κυμαινομένην γενειάδα, κατέβαινε κάτω εἰς τὸν μέγαν ἁπλωτὸν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς ἀγρίους θαλασσοπλήκτους βράχους, διὰ νὰ φωτίσῃ κι ἁγιάσῃ τ᾽ ἀφώτιστα κύματα.
Τὸν ἄλλον καιρὸν ἤρχοντο, συνήθως τὴν ἄνοιξιν, γυναῖκες ναυτικῶν καὶ θυγατέρες, κάτω ἀπὸ τὴν χώραν, μὲ σκοπὸν ν᾽ ἀνάψουν τὰ κανδήλια, καὶ παρακαλέσουν τὴν Παναγίαν τὴν Κατευοδώτραν νὰ ὁδηγήσῃ καὶ κατευοδώσῃ τοὺς θαλασσοδαρμένους συζύγους καὶ τοὺς πατέρας των. Ὡραῖες κοπέλες μὲ ὑποκάμισα κόκκινα μεταξωτά, μὲ τραχηλιὲς ψιλοκεντημένες, μὲ τοὺς χυτοὺς βραχίονας καὶ τὰ στήθη τὰ γλαφυρά, ἤρχοντο νὰ ἱκετεύσουν διὰ τ᾽ ἀδελφάκια των ποὺ ἐθαλασσοπνίγοντο δι᾽ αὐτάς, διὰ νὰ τὶς φέρουν προικιὰ ἀπὸ τὴν Πόλιν, στολίδια ἀπὸ τὴν Βενετιάν, κειμήλια ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν. «Πάντα νά ᾽ρχωνται, πάντα νὰ φέρνουν». Βοϊδάκια λογικά, ποὺ ὤργωναν ἀντὶ τῆς ξηρᾶς τὴν θάλασσαν· φρόνιμα ὅπως τὰ δύο ἐκεῖνα τέκνα τῆς ἱερείας τῆς Δήμητρος, τὰ μακαρισθέντα. Νεαραὶ γυναῖκες ρεμβάζουσαι καὶ μητέρες συλλογισμέναι ἤρχοντο διὰ νὰ καθίσουν καὶ ἀγναντέψουν.
*
Ἅμα εἶχαν φωτισθῆ τὰ νερά, ἢ ὀψιμώτερα, ἀφοῦ εἶχαν περάσει κ᾽ αἱ
Ἀπόκρεῳ, συνήθως περὶ τὴν β´ ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, ἀφοῦ εἶχαν γευθῆ
πλέον ἀχινοὺς καὶ στρείδια ἀρκετά, οἱ ναυτικοί μας ἐπέβαιναν εἰς τὰ
βρίκια, εἰς τὶς σκοῦνες των, κ᾽ ἐμίσευαν· ἐπήγαιναν νὰ ταξιδέψουν. Τὸν
καιρὸν ἐκεῖνον, καράβια καὶ γολέτες «ἔδεναν» μεσοῦντος τοῦ φθινοπώρου.
Οἱ θαλασσινοί μας ἀγαποῦσαν πολὺ τῆς ἑστίας τὴν θαλπωρήν, τὸν καπνὸν τοῦ
μελάθρου, καὶ τὸ θάλπος τῆς ἀγκάλης. Καὶ ὅταν ἐπανήρχετο ἡ ἄνοιξις εἰς
τὴν γῆν, τότε αὐτοὶ ἐπέστρεφαν εἰς τὴν θάλασσαν.Ἐσηκώνοντο στὰ πανιὰ τὰ αἱμωδιασμένα καὶ ναρκωμένα ἀπὸ τὴν μακρὰν ρᾳστώνην σκάφη ἀνὰ δύο ἢ τρία τὴν αὐτὴν ἡμέραν· καὶ ἡ σκούνα ἔφερνε βόλτες εἰς τὸν λιμένα, ἂν ἦτο ἐναντίος, ἢ καὶ οὔριος ἂν ἦτο, ὁ ἄνεμος. Ἡ βάρκα ἐπερίμενε διπλαρωμένη ἔξω εἰς τὴν προκυμαίαν. Ὁ καπετάνιος δὲν ἐτελείωνε τοὺς ἀποχαιρετισμοὺς εἰς τὴν οἰκίαν· καὶ ὁ λοστρόμος ἐμάκρυνε τὶς παινετάδες εἰς τὰ καπηλειά. Κ᾽ ἡ βάρκα ἐπερίμενε. Καὶ ὁ μοῦτσος ἔχασκε καθήμενος ἔξω, ἐπάνω στὸ κεφαλόσκαλον. Καὶ ὁ νεαρὸς ναύτης, ὅστις εἶχεν ἔλθει μὲ τὸν μοῦτσον τώρα ἀπὸ τὴν σκούνα, ποὺ ἦτον στὰ πανιά, ἐγίνετο ἄφαντος. Δύο ἄλλοι σύντροφοι, περασμένοι στὰ χαρτιά, ναυτολογημένοι, ἔλειπαν. Κανεὶς δὲν ἤξευρε ποῦ ἦσαν. Καὶ μέσα εἰς τὸ πλοῖον, ὁποὺ ἔφερνε βόλτες-βόλτες, κ᾽ ἐστρέφετο ὡς δεμένον περὶ κέντρον ἀόρατον ―τὸ κέντρον ἦτο μέσα εἰς τὰς καρδίας καὶ εἰς τὰς ἑστίας τῶν ναυτικῶν― ἄλλος δὲν ἦτο εἰμὴ ὁ πηδαλιοῦχος, ὁ μάγειρος, κ᾽ ἕνας ἐπιβάτης, ξένος κ᾽ ἔρημος, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχαν εἰπεῖ, «τώρα, στὴ στιγμή, νά, τώρα-τώρα θὰ φύγουμε» κ᾽ εἶχε μπαρκάρει, ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ δώδεκα ὥρας πρίν.
Ὁ πλοίαρχος ἔπρεπε νὰ βάλῃ ἐμπρὸς τὴν καπετάνισσαν· αὐτὴ ὤφειλε νὰ προπορευθῇ, ἐπειδὴ ἦτον τυχερή, βέβαια· κ᾽ ἔτσι ἀπεφάσιζε νὰ μπαρκάρῃ. Τέλος ἐσυμμαζεύετο ὁ λοστρόμος, ἀνεκαλύπτοντο οἱ δύο ἀπόντες σύντροφοι, ἐξεκολλοῦσε ὁ πλοίαρχος, ἔπεφταν τρομπόνια ἀρκετά, τρομπόνια ἀπὸ τὸ πλοῖον, τρομπόνια ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν· ἔκοφταν, ἐψαλίδιζαν τὶς βόλτες ταχύτερα, συντομώτερα, ὡς νὰ ἐσφίγγοντο διὰ νὰ κόψουν τὴν ἀόρατον ἐκείνην κλωστήν, τὸ λεπτὸν ἰσχυρὸν νῆμα, ὡς μίαν τρίχα ξανθὴν μακρᾶς κυματιζούσης κόμης· καὶ τὸ σκάφος ἔβαλλε πλώρην πρὸς βορρᾶν.
*
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, καὶ τὰς ἄλλας ἡμέρας τῆς ἀρχῆς τοῦ ἔαρος, καραβάνια
γυναικῶν, ἀσκέρια, φουσᾶτα γυναικῶν, ἀνεῖρπον, ἀνέβαινον, ἀνήρχοντο
ἐπάνω στὴν ρεματιάν, τὸ ρέμα-ρέμα, τὸν ἑλικοειδῆ δρομίσκον, ὅστις
διαχαράσσεται ἀνὰ τοὺς λόφους τοὺς τερπνοὺς μὲ τὰς χιλιάδας τῶν
ἐλαιοδένδρων, τὸν ἀειθαλῆ πρασινόφαιον στολισμὸν τῆς μεγάλης κοιλάδος μὲ
τὰς ράχεις, μὲ τὰς κορυφάς, μὲ τὰς ἐσοχὰς καὶ ἐξοχάς, ἀνετώτερον ἀπὸ
τὴν κυματίζουσαν ποδιὰν τῆς βοσκοπούλας τοῦ βουνοῦ, πολυπτυχώτερον ἀπὸ
τὴν χρυσοκέντητον ἐσθῆτα τῆς νύμφης. Ἐπάνω εἰς τὸν βράχον τῆς ἐρήμου
βορεινῆς ἀκτῆς, πλησίον εἰς τὸ λησμονημένον παρεκκλήσι τῆς Παναγίας τῆς
Κατευοδώτρας, ἐκεῖ ἐγίνετο τὸ μάζεμα τῶν γυναικῶν, ἡ σύναξις ἡ μεγάλη.Τότε ἔλαμπον μὲ μεγάλες φωτιὲς τὰ κανδήλια τῆς Παναγίας τῆς Κατευοδώτρας. Ἡ γραῖα Μαλαμίτσα, ἡ κλησάρισσα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἔβαλλε τὶς φωνές· ἔκανε τὸ κακό… ἐμάλωνε μὲ ὅλες τὶς γυναῖκες. Αὐτὴ ἐπῆρε τὸ καλαθάκι της, τὴν ρόκα της, τ᾽ ἀδράχτι της, καὶ ἦλθεν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Νικόλαον ἐπίτηδες, κατὰ παραγγελίαν τοῦ κὺρ Ἀγγελῆ, τοῦ ἐπιτρόπου… διὰ νὰ μαλώσῃ τὶς γυναῖκες, τὶς εὐλαβητικές (ἀλλοίμονον! ἡ εὐλάβειά μας εἶναι γιὰ τὸ συφέρο! ἔλεγε σείουσα τὴν κεφαλήν), νὰ μὴν τὸ παρακάνουν καὶ χύνουν λάδια πολλὰ καὶ καταλαδώνουν τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, καὶ τὰ στασίδια, καὶ τ᾽ ἀναλόγι, καὶ τὰ δύο-τρία παμπάλαια βιβλία ποὺ ἦσαν ἐκεῖ, καὶ τὰ μανάλια καὶ τὸν τοῖχον, καὶ τὸ τέμπλο, καὶ τὶς ποδιές, καὶ αὐτὰς τὰς ἁγίας εἰκόνας. Ἀλλ᾽ οἱ γυναῖκες δὲν τὴν ἄκουαν. Τί χρειάζονται τόσες φωτιές, σὰν πυροφάνια, ἐφώναζεν ἡ γρια-Μαλαμίτσα. Αὐτὴ εἶχε μάθει ἀπὸ τὸν γέροντά της τὸν παπα-Γεράσιμον, ὅτι οἱ φωτιὲς τῶν κανδηλιῶν πρέπει νὰ εἶναι μικρές, τόσες δά, σὰν λαμπυρίδες. Τουκάκου. Κανεὶς δὲν τὴν ἤκουε.
Οἱ ὁρμαθοὶ τῶν γυναικῶν ὁμάδες-ὁμάδες, συγγενολόγια…, διεσπείροντο εἰς μικροὺς ὄχθους, εἰς πτυχὰς τοῦ βράχου, ἀνάμεσα εἰς θάμνους καὶ χαμόκλαδα, εἰς μέρη ὑψηλὰ καὶ εἰς μέρη ὑπήνεμα· ἤρχοντο μὲ τὰ καλαθάκια τους, μὲ τὰ μαχαιρίδιά τους… διότι πολλαὶ ἐξ αὐτῶν ἠσχολοῦντο νὰ βγάλουν ἀγριολάχανα… μὲ τὰ προγεύματά τους τὰ σαρακοστιανά, καὶ ἀφοῦ εἶχαν ἀνάψει τὰ κανδήλια τῆς Παναγιᾶς, ἀφοῦ εἶχαν κάμει μετάνοιες στρωτὲς πολλές, κ᾽ εἶχαν κολλήσει ἀφιερώματα εἰς τὴν εἰκόνα, κ᾽ εἶχαν χορτάσει τ᾽ αὐτιά τους ἀπὸ τὰς νουθεσίας τῆς γρια-Μαλαμίτσας, ἐστρώνοντο ἐκεῖ εἰς τὴν δροσερὰν χλόην κι ἀγνάντευαν κατὰ τὸ πέλαγος.
Τὰ βοσκόπουλα ἐκεῖνα τ᾽ ἄγρια κι ἀχτένιστα κι ἁπλοϊκά, ποὺ τὶς ἔβλεπαν ἀπὸ μακρὰν σὰν σκιασμένα, ἀποροῦσαν κ᾽ ἔλεγαν:
― Κοίτα τις! στὰ μάτια ἔκαμαν.
*
Ὣς τόσον αἱ γυναῖκες τῶν θαλασσινῶν ἀγνάντευαν. Ἰδοὺ τὸ βρίκι τοῦ
καπετὰν Λιμπέριου τοῦ Λιμνιοῦ· εἶχε σηκωθῆ στὰ πανιὰ ἀργὰ τὴν νύκτα· μὲ
τὸ ἀπόγειο τῆς νυκτὸς ηὗρε τὸ ρέμα καὶ ἀπεμακρύνθη κ᾽ ἐχώνεψε. Κατευόδιο
καλό. Ἡ προσευχὴ τῶν μικρῶν παιδιῶν του ἂς εἶναι ὡς πνοὴ στὰ πανιά, στὰ
ξάρτια τοῦ καραβιοῦ σας… στὸ καλό, στὸ καλό!Ἰδοὺ τὸ καράβι τοῦ καπετὰν Σταμάτη τοῦ Σύρραχου. Ὑπερήφανα, καμαρωμένα, ἀδελφωμένα τὰ δυό, αὐτὸ κι ὁ πλοίαρχός του, πᾶνε νὰ μᾶς φέρουν καλά, νὰ μᾶς φέρουν στολίδια. Στὸ καλό, πουλί μου, στὸ καλό!
Ἰδοὺ καὶ ἡ γολέτα τοῦ καπετὰν Μανώλη τοῦ Χατζηχάνου… Ἡ ψυχή μου, ἡ πνοή μου νὰ εἶναι πάντα στὰ πανιά σου, ὡσὰν λαμπάδα τοῦ Ἐπιταφίου, νὰ διώχνῃ τὰ μαῦρα, τὰ κατακόκκινα τελώνια, πρὶν προφτάσουν νὰ κατακαθίσουν στὰ πινά* σου. Σῦρε, πουλί μου, στὸ καλό, καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα! Στὸ καλό!
Νά κ᾽ ἡ σκούνα τοῦ καπετὰν Ἀποστόλη τοῦ Βιδελνῆ, καινούργιο σκαρί, ἡ τετάρτη ἢ πέμπτη, τὴν ὁποίαν κατορθώνει ἐντὸς δεκαετίας νὰ σκαρώσῃ, μ᾽ ὅλην τῆς τύχης τὴν καταδρομήν. Ἔπεσε πολὺ γιαλό, δὲν τὴν ηὗρε καλὰ τὸ ἀπόγειο κι ἄργησε. Διακρίνεται τὸ πλήρωμα, οἱ ἄνθρωποι σὰν ψύλλοι, ποὺ πηδοῦν ἐμπρὸς κι ὀπίσω στὴν κουβέρτα. Δούλευέ τα*, καπετάνιο μου! 〈Ἡ〉 Παναγιὰ μπροστά σας! Στὸ καλό, στὸ καλό!
*
― Παιδιά μου, κορίτσια μου, ἀρχίζει νὰ ὁμιλῇ ἡ γρια-Συρραχίνα, παλαιὰ
καπετάνισσα μὲ τὸ ραβδάκι της καὶ μὲ τὸ καλαθάκι της στὸ χέρι, μὲ τὰ
ὀγδόντα χρόνια στὴν πλάτη της, μπόρεσε κι ἀνέβη τὸν ἀνήφορον καὶ ἦλθε ―
διὰ νὰ καμαρώσῃ, ἴσως διὰ τελευταίαν φοράν, τὸ καράβι τοῦ γυιοῦ της ποὺ
ἔφευγε. Ξέρετε τί μεγάλη χάρη ἔχει, καὶ πόσο καλὸ ἔκαμε στοὺς
θαλασσινοὺς αὐτὸ τὸ ἐκκλησιδάκι τῆς Μεγαλόχαρης;― Πῶς δὲν τὸ ξέρουμε, εἶπαν αἱ ἄλλαι, ἂς ἔχῃ δόξα τὸ ὄνομά της.
― Τὸ ἐξωκκλήσι αὐτὸ ἁγίασε καὶ μέρωσε ὅλο τὸ ἄγριο κῦμα· πρωτύτερα εἶχε κατάρα ὅλος αὐτὸς ὁ γιαλός.
― Γιατί;
― Βλέπετε κεῖνον τὸ βράχο, κάτω στὸ κῦμα, ποὺ ξεχωρίζει ἀπ᾽ τὸ γιαλό;… ποὺ φαίνεται σὰν ἄνθρωπος, μὲ κεφάλι καὶ μὲ στήθια… ποὺ μοιάζει σὰν γυναῖκα; Ἐκείνη εἶναι τὸ Φλανδρώ.
― Ναί, τὸ Φλανδρώ, εἶπεν ἡ ὑπερεξηκοντοῦτις Χατζηχάναινα. Κάτι ἔχω ἀκουστά μου. Ἐσὺ θὰ τὸ ξέρῃς καλύτερα, θεια-Φλωρού.
― Τὸ βλέπετε κ᾽ εἶναι ξέρα, εἶπεν ἡ Φλωρού, ἡ Συρραχίνα· μιὰ φορὰ κ᾽ ἕναν καιρὸ ἦτον ἄνθρωπος.
― Ἄνθρωπος;
― Ἄνθρωπος καθὼς ἐμεῖς. Γυναίκα.
Αἱ ἄλλαι ἤκουον μὲ ἀπορίαν. Ἡ γρια-Συρραχίνα ἤρχισε νὰ διηγῆται:
«Στὸν καιρὸ τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων, ἦτον μιὰ κόρη ἀρχοντοπούλα, ποὺ τὴν ἔλεγαν Φλάνδρα ἢ Φλανδρώ. Ἡ Φλανδρὼ εἶχε νοματιστῆ ἔτσι ― καθὼς μοῦ ᾽πε ὁ πνεματικός, ἀπάνω στὸν Ἁι-Χαράλαμπο· ὅσο τὸν θυμοῦμαι, μακαρία ἡ ψυχή του. Ἤμουν μικρὸ κορίτσι, δώδεκα χρονῶ, καὶ μ᾽ ἐπῆγε ἡ μάννα μου νὰ ξαγορευτῶ, τὴ Μεγάλη Τετράδη… τί νὰ ξαγορευτῶ, ἐγὼ τίποτα δὲν ἤξερα, τὰ ξεράματά μου… τὸ τί μὄλεε ὁ πνεματικὸς δὲν ἀγροικοῦσα, φωτιὰ ποὺ μ᾽ ἔ!… Τὸ νόημά του δὲν τὸ καταλάβαινα, τὰ λόγια τὰ θυμούμουν κ᾽ ὕστερ᾽ ἀπὸ χρόνια… τὸ κορίτσι πρέπει νά ᾽ναι φρόνιμο καὶ ντροπαλό, νά ᾽ναι ὑπάκοο, νὰ μὴν κοιτάζῃ τοὺς νιούς, ν᾽ ἀγαπᾷ τὸν κύρη του καὶ τὴ μαννούλα του· καὶ σὰν μεγαλώσῃ, καὶ δώσῃ ὁ Θιὸς καὶ παντρευτῇ, μὲ τὴν εὐκὴ τῶν γονιῶ της, ἄλλον νὰ μὴν ἀγαπᾷ ἀπ᾽ τὸν ἄνδρα της.
»Μὄφερε τὸ παράδειγμα τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων… Οἱ παλιοὶ Ἕλληνες, ποὺ προσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα… Κεῖνον τὸν καιρὸ ἦτον μιὰ ποὺ τὴν ἔλεγαν Φλάνδρα, Φλανδρώ. Φλανδρὼ θὰ πῇ Φιλανδρώ. Φιλανδρὼ θὰ πῇ μιὰ ποὺ ἀγαπᾷ τὸν ἄνδρα της. Φλανδρὼ τὴν εἶπαν, Φλανδρὼ βγῆκε. Ἀγάπησε ὁλόψυχα τὸν ἄνδρα της, ὅσο ποὺ ἔχασε τ᾽ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου, κ᾽ ἔγινε πέτρα γι᾽ αὐτό. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνο ἦτον ἕνας καραβοκύρης, ὄμορφο παλληκάρι, κι ἀγάπησε τὸ Φλανδρώ, καὶ τὴν ἐγύρεψε, καὶ τῆς ἔδωσε ἀρραβῶνα. Σὰν τῆς ἔδωσε ἀρραβῶνα, ἐσκάρωσε καινούργιο καράβι· καὶ σὰν ἐσκάρωσε τὸ καράβι, ἔγινε κι ὁ γάμος· καὶ σὰν ἔγινε ὁ γάμος, ἔρριξε τὸ καράβι στὸ γιαλό, κ᾽ ἐμπαρκάρισε κ᾽ ἐπῆγε νὰ ταξιδέψῃ.
»Τότε τὸ Φλανδρὼ ἦρθε ν᾽ ἀγναντέψῃ, σὰν καλὴ ὥρα, σ᾽ αὐτὸν τὸν ἔρμο τὸ γιαλό. Ξεκολλοῦσε ἡ ψυχή της ποὺ ἔφευγε ὁ ἄνδρας της· δὲν μποροῦσε νὰ τὸ βαστάξῃ, νὰ στυλώσῃ τὴν καρδιά της. Ἀγνάντεψε τὸ καράβι ποὺ ἔφευγε, κ᾽ ἔκλαψε πικρὰ κ᾽ ἔπεσαν τὰ δάκρυά της στὰ κύματα· καὶ τὰ κύματα ἐπικράθηκαν, κ᾽ ἐφαρμακώθηκαν, καὶ θύμωσαν, κι ἀγρίεψαν κ᾽ ἐθέριεψαν… καὶ στὸ δρόμο τους ποὺ ηὗραν τὸ καράβι, ἔπνιξαν τὸν ἄνδρα τῆς Φλανδρῶς, κ᾽ ἔγινε ἀγυρισιά του… Καὶ τὸ Φλανδρὼ ἦρθε κ᾽ ἐξαναῆρθε σ᾽ αὐτὸν τὸν ἔρμο γιαλὸ κ᾽ ἐκοίταζε κι ἀγνάντευε… κ᾽ ἐπερίμενε, κ᾽ ἐκαρτεροῦσε, κι ἀπάντεχε… Πέρασαν μῆνες, πέρασε χρόνος, πέρασαν δυὸ χρόνια, πέρασαν τρία… καὶ τὸ καράβι πουθενὰ δὲν ἐφάνηκε… καὶ τὸ Φλανδρὼ ἔκλαψε, καὶ καταράστηκε τὴν θάλασσα, καὶ τὰ μάτια της ἐστέγνωσαν, καὶ δὲν εἶχε πλιὰ δάκρυ νὰ χύσῃ… καὶ παρακάλεσε τοὺς θεούς της ποὺ ἦταν εἴδωλα, πέτρες, νὰ τῆς κάμουν τὴ χάρη νὰ γίνῃ κι αὐτὴ εἴδωλο, βράχος, πέτρα… καὶ τὸ ζήτημά της ἔγινε καὶ τὴν ἔκαμαν βράχο ξέρα… μὲ τὸ σκῆμα τ᾽ ἀνθρωπινό, ποὺ τρίβηκε καὶ φθάρηκε ἀπ᾽ τὰ κύματα ὕστερ᾽ ἀπὸ χιλιάδες χρόνια· καὶ τὸ ἀνθρωπινὸ σκῆμα φαίνεται ἀκόμα· καὶ νά ὁ βράχος ἐκεῖ, ἡ πέτρα ποὺ θαλασσοδέρνεται καὶ χτυπᾷ καὶ βογγᾷ ἀπάνω της τὸ κῦμα… κ᾽ ἡ φωνή της, τὸ βογγητό της γίνεται ἕνα μὲ τὸ βογγητὸ τῆς θάλασσας… Νά ἡ ξέρα ἐκεῖ. Αὐτή ᾽ναι ἡ Φλανδρώ.
»Ὕστερα, μὲ χρόνια πολλά, σὰν ἦρθε ὁ Χριστὸς ν᾽ ἁγιάσῃ τὰ νερά, γιὰ νὰ βαφτιστῇ ἡ πλάση, μιὰ χριστιανὴ ἀρχόντισσα, ἡ Χατζηγιάνναινα, ποὺ εἶχαν σκαρώσει τὰ παιδιά της δυὸ καράβια, ἔταξε στὴν Παναγία, κ᾽ ἔχτισε αὐτὸ τὸ παρακκλήσι, γιὰ τὸ καλὸ κατευόδιο τῶν παιδιῶνέ της… Ἂς δώσ᾽ ἡ Παναγιὰ καὶ σήμερα νά ᾽ναι καλὸ κατευόδιο στοὺς ἄνδρες σας, στ᾽ ἀδέρφια σας καὶ στοὺς γονιούς σας».
― Φχαριστοῦμε· ὁμοίως καὶ στὰ παιδάκια σου, θεια-Φλωρού!
*
Ὁ ἥλιος ἐχαμήλωνε κατὰ τὸ βουνόν, τὰ πρῶτα πλοῖα εἶχαν γίνει ἄφαντα πρὸ
ὥρας· καὶ ἡ τελευταία γολέτα, μικρὸν κατὰ μικρόν, ἐχώνευεν εἰς τὸ μέγα
πέλαγος. Τὰ συγγενολόγια καὶ τὰ φουσᾶτα τῶν γυναικῶν, μὲ τὰ καλαθάκια
καὶ τὰ μαχαιράκια τους, διεσπάρησαν ἀνὰ τοὺς λόφους, κ᾽ ἔβγαζαν
καυκαλῆθρες καὶ μυρόνια, κ᾽ ἔκοφταν φτέρες κι ἀγριομάραθα. Σιγὰ-σιγὰ
κατέβη ὁ ἥλιος εἰς τὸ βουνὸν καὶ αὐταὶ κατῆλθον εἰς τὴν πολίχνην.Ἡ νυκτερινὴ αὔρα ἐσύριζεν εἰς τὰ δένδρα, καὶ οἱ λογισμοὶ τῶν γυναικῶν ἐπετοῦσαν μαζί της, κ᾽ ἔστελλαν πολλὰς εὐχὰς εἰς τὰ κατάρτια, εἰς τὰ πανιὰ καὶ εἰς τὰ ἐξάρτια τῶν καραβιῶν. Καὶ βαθιά, εἰς τὴν σιωπὴν τῆς νυκτός, τίποτε ἄλλο δὲν ἠκούσθη εἰμὴ τὸ λάλημα τοῦ νυκτερινοῦ πουλιοῦ, καὶ τὸ ᾆσμα μιᾶς τελευταίας συντροφιᾶς ναυτικῶν, μελλόντων ν᾽ ἀναχωρήσωσιν αὔριον. «Σῦρε, πουλί μου στὸ καλό ― καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα».
Κυριακή 13 Απριλίου 2014
μέσα στα βράχια πώς να σταθούμε πώς να στοχαστούμε...
Ποιος είναι αυτός ο ήχος ψηλά στον αέρα
μουρμούρισμα μητρικού ολολυγμού
ποιες είναι αυτές οι κουκουλωμένες ορδές που μερμηγκιάζουν...
Γιάννης Σταύρου, Αναμονή, Σαλαμίνα, λάδι σε καμβά
Thomas Stearns Eliot
Έρημη Χώρα
Nam Sibyllam quidem Cumis ego ipse oculis meis vidi in ampulla pedere, et cum illi pueri dicerent: Σίβυλλα τι θέλεις; respondebat illa: ἀποθανεῖν θέλω.
Στον Ezra Pound
Il miglior fabbro
Ε'. Τι είπε ο κεραυνός
Ύστερα από το φως του πυρσού κόκκινο σε ιδρωμένα πρόσωπα
ύστερα από την παγερή σιωπή μέσα στους κήπους
ύστερα από την αγωνία σε τόπους πετρωτούς
τις κραυγές και τους αλαλαγμούς
τη φυλακή το παλάτι και τ’ αντιφέγγισμα
του ανοιξιάτικου κεραυνού πάνω από μακρινά βουνά
εκείνος που ήταν ζωντανός είναι τώρα πεθαμένος
εμείς που ζούσαμε τώρα πεθαίνουμε
με λίγη υπομονή
δεν έχει εδώ νερό παρά μονάχα βράχια
βράχια χωρίς νερό κι ο άμμος του δρόμου
του δρόμου που ξετυλίγεται στα βουνά
που είναι βραχόβουνα χωρίς νερό
αν είχε νερό εδώ-πέρα θα στεκόμασταν να πιούμε
μέσα στα βράχια πώς να σταθούμε πώς να στοχαστούμε
ξερός ο ιδρώς και τα πόδια μες στον άμμο
αν είχε τουλάχιστο νερό στο βράχο
στόμα νεκρό του βουνού με σάπια δόντια που δεν μπορεί να φτύσει
εδώ κανείς δεν μπορεί να σταθεί ούτε να πλαγιάσει ούτε να καθίσει
δεν έχει μηδέ σιωπή μέσα στα βουνά
μόνο ο ξερός κεραυνός στείρος χωρίς βροχή
δεν έχει μηδέ μοναξιά μέσα στα βουνά
μόνο κόκκινα πρόσωπα βλοσυρά σαρκάζουν και γρυλίζουν
μέσα απ’ τις πόρτες ξεροσκασμένων λασποκαλυβιών
Αν είχε νερό
χωρίς τα βράχια
αν ήταν τα βράχια
μαζί με νερό
και νερό
μια πηγή
μια γούρνα μες στα βράχια
αν ήταν ήχος μοναχά νερού
όχι ο τζίτζικας
και το ξερό χορτάρι τραγουδώντας
μα ήχος νερού πάνω από βράχο
εκεί που η τσίχλα κελαηδεί μέσα στα πεύκα
Βριξ βροξ βριξ βροξ βροξ βροξ βροξ
αλλά δεν έχει νερό
Ποιος είναι ο τρίτος που περπατεί πάντα στό πλάι σου;
Όταν μετρώ, είμαι μονάχα εγώ και συ μαζί μου
μα όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο
υπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο πλάι σου
γλιστρώντας τυλιγμένος σε καστανό μανδύα, κουκουλωμένος
αν είναι άντρας αν είναι γυναίκα δεν το ξέρω
– Μ’ αυτός εκεί ποιος είναι απ’ τ’ άλλο πλάι σου;
Ποιος είναι αυτός ο ήχος ψηλά στον αέρα
μουρμούρισμα μητρικού ολολυγμού
ποιες είναι αυτές οι κουκουλωμένες ορδές που μερμηγκιάζουν
πάνω σ’ ατέλειωτους κάμπους, σκοντάφτοντας στη σκασμένη γης
ζωσμένες από τον ορίζοντα το χαμηλό μονάχα
ποια είναι η πολιτεία πέρα απ’ τα βουνά
σκάζει, ξαναγεννιέται, θρουβαλιάζεται μες στο μενεξεδένιο αέρα
πύργοι πέφτουν
Ιερουσαλήμ Αθήνα Αλεξάντρεια
Βιέννη Λόντρα
ανύπαρχτες
Μετ. Γιώργος Σεφέρης
μουρμούρισμα μητρικού ολολυγμού
ποιες είναι αυτές οι κουκουλωμένες ορδές που μερμηγκιάζουν...
Thomas Stearns Eliot
Έρημη Χώρα
Nam Sibyllam quidem Cumis ego ipse oculis meis vidi in ampulla pedere, et cum illi pueri dicerent: Σίβυλλα τι θέλεις; respondebat illa: ἀποθανεῖν θέλω.
Στον Ezra Pound
Il miglior fabbro
Ε'. Τι είπε ο κεραυνός
Ύστερα από το φως του πυρσού κόκκινο σε ιδρωμένα πρόσωπα
ύστερα από την παγερή σιωπή μέσα στους κήπους
ύστερα από την αγωνία σε τόπους πετρωτούς
τις κραυγές και τους αλαλαγμούς
τη φυλακή το παλάτι και τ’ αντιφέγγισμα
του ανοιξιάτικου κεραυνού πάνω από μακρινά βουνά
εκείνος που ήταν ζωντανός είναι τώρα πεθαμένος
εμείς που ζούσαμε τώρα πεθαίνουμε
με λίγη υπομονή
δεν έχει εδώ νερό παρά μονάχα βράχια
βράχια χωρίς νερό κι ο άμμος του δρόμου
του δρόμου που ξετυλίγεται στα βουνά
που είναι βραχόβουνα χωρίς νερό
αν είχε νερό εδώ-πέρα θα στεκόμασταν να πιούμε
μέσα στα βράχια πώς να σταθούμε πώς να στοχαστούμε
ξερός ο ιδρώς και τα πόδια μες στον άμμο
αν είχε τουλάχιστο νερό στο βράχο
στόμα νεκρό του βουνού με σάπια δόντια που δεν μπορεί να φτύσει
εδώ κανείς δεν μπορεί να σταθεί ούτε να πλαγιάσει ούτε να καθίσει
δεν έχει μηδέ σιωπή μέσα στα βουνά
μόνο ο ξερός κεραυνός στείρος χωρίς βροχή
δεν έχει μηδέ μοναξιά μέσα στα βουνά
μόνο κόκκινα πρόσωπα βλοσυρά σαρκάζουν και γρυλίζουν
μέσα απ’ τις πόρτες ξεροσκασμένων λασποκαλυβιών
Αν είχε νερό
χωρίς τα βράχια
αν ήταν τα βράχια
μαζί με νερό
και νερό
μια πηγή
μια γούρνα μες στα βράχια
αν ήταν ήχος μοναχά νερού
όχι ο τζίτζικας
και το ξερό χορτάρι τραγουδώντας
μα ήχος νερού πάνω από βράχο
εκεί που η τσίχλα κελαηδεί μέσα στα πεύκα
Βριξ βροξ βριξ βροξ βροξ βροξ βροξ
αλλά δεν έχει νερό
Ποιος είναι ο τρίτος που περπατεί πάντα στό πλάι σου;
Όταν μετρώ, είμαι μονάχα εγώ και συ μαζί μου
μα όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο
υπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο πλάι σου
γλιστρώντας τυλιγμένος σε καστανό μανδύα, κουκουλωμένος
αν είναι άντρας αν είναι γυναίκα δεν το ξέρω
– Μ’ αυτός εκεί ποιος είναι απ’ τ’ άλλο πλάι σου;
Ποιος είναι αυτός ο ήχος ψηλά στον αέρα
μουρμούρισμα μητρικού ολολυγμού
ποιες είναι αυτές οι κουκουλωμένες ορδές που μερμηγκιάζουν
πάνω σ’ ατέλειωτους κάμπους, σκοντάφτοντας στη σκασμένη γης
ζωσμένες από τον ορίζοντα το χαμηλό μονάχα
ποια είναι η πολιτεία πέρα απ’ τα βουνά
σκάζει, ξαναγεννιέται, θρουβαλιάζεται μες στο μενεξεδένιο αέρα
πύργοι πέφτουν
Ιερουσαλήμ Αθήνα Αλεξάντρεια
Βιέννη Λόντρα
ανύπαρχτες
Μετ. Γιώργος Σεφέρης
Ετικέτες
Γιάννης Σταύρου,
Έλιοτ,
έλληνες ζωγράφοι,
ζωγραφική,
ζωγράφοι,
θαλασσογραφίες,
καράβια ζωγραφική,
ποίηση
Παρασκευή 11 Απριλίου 2014
RETHINK ATHENS
Δικτατορία της ασχήμιας. Υποβολή μιας ανύπαρκτης μνήμης.
...Πόσο σίγουροι ήμασταν όταν στεκόμασταν στα τέσσερα..!
Η ορθία στάση συνεχίζει να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην υγεία. Πόνοι στη μέση, δισκοπάθεια, ισχυαλγίες και δε συμμαζεύται...Πρέπει να ξαναδούμε σοβαρά το θέμα. Ένα RETHINK στην ανθρώπινη στάση. Θα μπορούσαμε μάλλον να σκαρφαλώνουμε ευκολότερα στα δεντράκια που θα φυτέψουν στην Πανεπιστημίου.
Καημένη Αθήνα.
...Πόσο σίγουροι ήμασταν όταν στεκόμασταν στα τέσσερα..!
Η ορθία στάση συνεχίζει να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην υγεία. Πόνοι στη μέση, δισκοπάθεια, ισχυαλγίες και δε συμμαζεύται...Πρέπει να ξαναδούμε σοβαρά το θέμα. Ένα RETHINK στην ανθρώπινη στάση. Θα μπορούσαμε μάλλον να σκαρφαλώνουμε ευκολότερα στα δεντράκια που θα φυτέψουν στην Πανεπιστημίου.
Καημένη Αθήνα.
Πέμπτη 10 Απριλίου 2014
Παπαδιαμάντης & Μπάυρον
Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος! Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος!
ὅπου ἡ φλογερὰ Σαπφὼ ἠρᾶτο καὶ ἔψαλλεν·
ὅπου ἐβλάστησαν αἱ τέχναι τῆς εἰρήνης καὶ τοῦ πολέμου...
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα, λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ποιητής Έλλην
Ἐκ τῆς πρώτης ἐπιστολῆς, ἥτις εἶναι εὐγενὲς προανάκρουσμα τῆς εἰς τὸν Ἑλληνικὸν Ἀγῶνα συμμετοχῆς τοῦ ποιητοῦ, καὶ τὴν ὁποίαν οὗτος ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Βλακιέρην, ὅστις εἶχεν ἀποσταλῆ εἰς τὴν Ἑλλάδα ὑπὸ τοῦ Φιλελληνικοῦ Κομιτάτου τοῦ Λονδίνου, ὅπως ἐξακριβώσῃ πῶς εἶχον τὰ πράγματα, καταφαίνεται ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ μεγάλου ποιητοῦ ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος. Ἰδοὺ τί ἔγραφεν ἀπὸ Ἀλβάρου καὶ ἀπὸ 5 Ἀπριλίου 1823.
«Μετὰ χαρᾶς θὰ σᾶς δεχθῶ, σᾶς καὶ τὸν Ἕλληνα φίλον σας, καὶ ὅσον τὸ ταχύτερον τόσον τὸ καλύτερον. Σᾶς περιμένω ἀπό τινος· θὰ μ᾿ εὕρητε οἴκοι. Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς ἐκφράσω πόσον ἐνδιαφέρομαι εἰς ἀγῶνα, καὶ μόνον αἱ ἐλπίδες ἃς ἔτρεφον νὰ παραστῶ εἰς τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἰταλίας μ᾿ ἐκώλυσαν πρὸ πολλοῦ τοῦ νὰ ἐπανέλθω ὅπως πράξω τὸ κατὰ δύναμιν, ὡς ἄτομον, εἰς τὴν χώραν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν εἶναι τιμὴ καὶ νὰ ἔχῃ ἐπισκεφθῆ τις».
Πλήν, δέκα ἔτη πρότερον, μετὰ τὴν πρώτην ἐπίσκεψίν του εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὁ Μπάυρων παρενέβαλεν εἰς τὴν σατυρικὴν ἐποποιίαν τοῦ Δὸν Ζουὰν τὴν ἀθάνατον ἐκείνην ᾠδήν, τὴν ὁποίαν ἀπέδωκεν εἰς ἐντόπιον Ἕλληνα ψάλτην, καὶ τὴν ὁποίαν μόνον ἀρχαῖος Ἕλλην, ἐὰν ἐπανήρχετο εἰς τὴν ζωήν, μόνον Ἀλκαῖος, ἢ Σιμωνίδης, ἢ Πίνδαρος, ἠδύνατο πράγματι νὰ συνθέσῃ.
Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος! Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος!
ὅπου ἡ φλογερὰ Σαπφὼ ἠρᾶτο καὶ ἔψαλλεν·
ὅπου ἐβλάστησαν αἱ τέχναι τῆς εἰρήνης καὶ τοῦ πολέμου,
ὅπου ἡ Δῆλος ἠγέρθη καὶ ὁ Φοῖβος ἀνέθορεν.
Αἰώνιον θέρος τὰ χρυσώνει ἀκόμη,
πλὴν ὅλα, ἐκτὸς τοῦ ἡλίου των, ἔδυσαν.
Τὰ βουνὰ βλέπουν κατὰ τὸν Μαραθῶνα,
καὶ ὁ Μαραθὼν βλέπει κατὰ τὴν θάλασσαν.
Ἐκεῖ ρεμβάζων μίαν ὥραν μόνος,
ὠνειρεύθην ὅτι ἡ Ἑλλὰς θὰ ἠμποροῦσεν ἀκόμη νὰ εἶν᾿ ἐλευθέρα.
Διότι, ἐπάνω εἰς τὸν τύμβον τῶν Περσῶν ὅπου ἱστάμην,
δὲν ἠμποροῦσα νὰ νομίζω τὸν ἑαυτόν μου δοῦλον.
Μὴν περιμένετε ἐλευθερίαν ἀπὸ τοὺς Φράγκους·
ἔχουν βασιλέα ὁποὺ πωλεῖ κι ἀγοράζει·
εἰς τὰ ἐντόπια ξίφη, εἰς τὰς ἐντοπίους φάλαγγας
εἶναι ἡ μόνη ἐλπὶς τῆς ἀνδρείας.
Ἀλλ᾿ ἡ τουρκικὴ βία καὶ ὁ λατινικὸς δόλος
θὰ θραύσῃ τὴν ἀσπίδα σας, ὅσον εὐρεῖα καὶ ἂν εἶναι.
ὅπου ἡ φλογερὰ Σαπφὼ ἠρᾶτο καὶ ἔψαλλεν·
ὅπου ἐβλάστησαν αἱ τέχναι τῆς εἰρήνης καὶ τοῦ πολέμου...
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα, λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ποιητής Έλλην
Ἐκ τῆς πρώτης ἐπιστολῆς, ἥτις εἶναι εὐγενὲς προανάκρουσμα τῆς εἰς τὸν Ἑλληνικὸν Ἀγῶνα συμμετοχῆς τοῦ ποιητοῦ, καὶ τὴν ὁποίαν οὗτος ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Βλακιέρην, ὅστις εἶχεν ἀποσταλῆ εἰς τὴν Ἑλλάδα ὑπὸ τοῦ Φιλελληνικοῦ Κομιτάτου τοῦ Λονδίνου, ὅπως ἐξακριβώσῃ πῶς εἶχον τὰ πράγματα, καταφαίνεται ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ μεγάλου ποιητοῦ ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος. Ἰδοὺ τί ἔγραφεν ἀπὸ Ἀλβάρου καὶ ἀπὸ 5 Ἀπριλίου 1823.
«Μετὰ χαρᾶς θὰ σᾶς δεχθῶ, σᾶς καὶ τὸν Ἕλληνα φίλον σας, καὶ ὅσον τὸ ταχύτερον τόσον τὸ καλύτερον. Σᾶς περιμένω ἀπό τινος· θὰ μ᾿ εὕρητε οἴκοι. Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς ἐκφράσω πόσον ἐνδιαφέρομαι εἰς ἀγῶνα, καὶ μόνον αἱ ἐλπίδες ἃς ἔτρεφον νὰ παραστῶ εἰς τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἰταλίας μ᾿ ἐκώλυσαν πρὸ πολλοῦ τοῦ νὰ ἐπανέλθω ὅπως πράξω τὸ κατὰ δύναμιν, ὡς ἄτομον, εἰς τὴν χώραν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν εἶναι τιμὴ καὶ νὰ ἔχῃ ἐπισκεφθῆ τις».
Πλήν, δέκα ἔτη πρότερον, μετὰ τὴν πρώτην ἐπίσκεψίν του εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὁ Μπάυρων παρενέβαλεν εἰς τὴν σατυρικὴν ἐποποιίαν τοῦ Δὸν Ζουὰν τὴν ἀθάνατον ἐκείνην ᾠδήν, τὴν ὁποίαν ἀπέδωκεν εἰς ἐντόπιον Ἕλληνα ψάλτην, καὶ τὴν ὁποίαν μόνον ἀρχαῖος Ἕλλην, ἐὰν ἐπανήρχετο εἰς τὴν ζωήν, μόνον Ἀλκαῖος, ἢ Σιμωνίδης, ἢ Πίνδαρος, ἠδύνατο πράγματι νὰ συνθέσῃ.
Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος! Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος!
ὅπου ἡ φλογερὰ Σαπφὼ ἠρᾶτο καὶ ἔψαλλεν·
ὅπου ἐβλάστησαν αἱ τέχναι τῆς εἰρήνης καὶ τοῦ πολέμου,
ὅπου ἡ Δῆλος ἠγέρθη καὶ ὁ Φοῖβος ἀνέθορεν.
Αἰώνιον θέρος τὰ χρυσώνει ἀκόμη,
πλὴν ὅλα, ἐκτὸς τοῦ ἡλίου των, ἔδυσαν.
Τὰ βουνὰ βλέπουν κατὰ τὸν Μαραθῶνα,
καὶ ὁ Μαραθὼν βλέπει κατὰ τὴν θάλασσαν.
Ἐκεῖ ρεμβάζων μίαν ὥραν μόνος,
ὠνειρεύθην ὅτι ἡ Ἑλλὰς θὰ ἠμποροῦσεν ἀκόμη νὰ εἶν᾿ ἐλευθέρα.
Διότι, ἐπάνω εἰς τὸν τύμβον τῶν Περσῶν ὅπου ἱστάμην,
δὲν ἠμποροῦσα νὰ νομίζω τὸν ἑαυτόν μου δοῦλον.
Μὴν περιμένετε ἐλευθερίαν ἀπὸ τοὺς Φράγκους·
ἔχουν βασιλέα ὁποὺ πωλεῖ κι ἀγοράζει·
εἰς τὰ ἐντόπια ξίφη, εἰς τὰς ἐντοπίους φάλαγγας
εἶναι ἡ μόνη ἐλπὶς τῆς ἀνδρείας.
Ἀλλ᾿ ἡ τουρκικὴ βία καὶ ὁ λατινικὸς δόλος
θὰ θραύσῃ τὴν ἀσπίδα σας, ὅσον εὐρεῖα καὶ ἂν εἶναι.
Ετικέτες
Γιάννης Σταύρου,
έλληνες ζωγράφοι,
ζωγραφική,
ζωγραφική τοπία,
ζωγράφοι,
Μπάυρον,
Παπαδιαμάντης
Τρίτη 8 Απριλίου 2014
Διονύσιος Σολωμός
216 χρόνια από τη γέννηση του Εθνικού μας ποιητή...
Διονύσιος Σολωμός
Ο Πόρφυρας
«Κοντά ῾ναι τὸ χρυσόφτερο καὶ κατὰ δῶ γυρμένο,
π᾿ ἄφησε ξάφνου τὸ κλαδὶ γιὰ τοῦ γιαλοῦ τὴν πέτρα
κι ἐκεῖ γρικᾶ τῆς θάλασσας καὶ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη
κι ἐκεῖ τραβᾶ τὸν ἦχο του μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πὄχει.
Γλυκά ῾δεσε τὴ θάλασσα καὶ τὴν ἐρμιὰ τοῦ βράχου
κι ἃ δὲν εἶν᾿ ὥρα γιὰ τ᾿ ἄστρι θὲ νὰ συρθεῖ καὶ νά ῾βγει.
(Χιλιάδες ἄστρα στὸ λουτρὸ μ᾿ ἐμὲ νὰ στείλ᾿ ἡ νύχτα !).
Πουλὶ πουλάκι ποὺ λαλεῖς μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πὄχεις,
εὐτυχισμὸς ἂ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα τῆς φωνῆς σου,
καλὸ δὲν ἄνθισε στὴ γῆ, στὸν οὐρανό, κανένα.
Δὲν τό ῾λπιζα νά ῾ν᾿ ἡ ζωὴ μέγα καλὸ καὶ πρῶτο !
Ἀλλ᾿ ἄχ, ἀλλ᾿ ἄχ, νὰ μπόρουνα σὰν ἀστραπὴ νὰ τρέξω,
ἀκόμ᾿, ἀφρέ μου, νὰ βαστᾶς καὶ νά ῾μαι γυρισμένος
μὲ δυὸ φιλιὰ τῆς μάνας μου, μὲ φούχτα γῆ τῆς γῆς μου!».
Κι ἡ φύσις ὅλη τοῦ γελᾶ καὶ γένεται δική του.
Ἐλπίδα, τὸν ἀγκάλιασες καὶ τοῦ κρυφομιλοῦσες
καὶ τοῦ σφιχτόδεσες τὸ νοῦ μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πόχεις.
Νιὸς κόσμος ὄμορφος παντοῦ χαρᾶς καὶ καλοσύνης.
Ἀλλ᾿ ἀπαντοῦν τὰ μάτια του τρανὸ θεριὸ πελάγου
κι ἀλιά, μακριά ῾ναι τὸ σπαθί, μακριά ῾ναι τὸ τουφέκι!
Κοντὰ ῾ν᾿ ἐκεῖ στὸ νιὸν ὀμπρὸς ὁ τίγρης τοῦ πελάγου·
ἀλλ᾿ ὅπως ἔσκισ᾿ εὔκολα βαθιὰ νερὰ κι ἐβγῆκε
κατὰ τὸν κάτασπρο λαιμὸ ποὺ λάμπει ὡσὰν τὸν κύκνο,
κατὰ τὸ στῆθος τὸ πλατὺ καὶ τὸ ξανθὸ κεφάλι,
ἔτσι κι ὁ νιὸς ἐλεύτερος, μ᾿ ὅλες τὲς δύναμές του,
τῆς φύσης ἀπὸ τσ᾿ ὄμορφες καὶ δυνατὲς ἀγκάλες,
ὁποῦ τὸν ἐγλυκόσφιγγε καὶ τοῦ γλυκομιλοῦσε,
εὐτὺς ἑνώνει στὸ λευκὸ γυμνὸ κορμὶ π᾿ ἀστράφτει,
τὴν τέχνη τοῦ κολυμπιστῆ καὶ τὴν ὁρμὴ τῆς μάχης.
Πρὶν πάψ᾿ ἡ μεγαλόψυχη πνοὴ χαρὰ γεμίζει:
Ἀστράψε φῶς κι ἐγνώρισεν ὁ νιὸς τὸν ἑαυτό του.
Ἀπομεινάρι θαυμαστὸ ἐρμιᾶς καὶ μεγαλείου,
ὄμορφε ξένε καὶ καλὲ καὶ στὸν ἀνθὸ τῆς νιότης,
ἄμε καὶ δέξου στὸ γιαλὸ τοῦ δυνατοῦ τὴν κλάψα.
Διονύσιος Σολωμός
Ο Πόρφυρας
«Κοντά ῾ναι τὸ χρυσόφτερο καὶ κατὰ δῶ γυρμένο,
π᾿ ἄφησε ξάφνου τὸ κλαδὶ γιὰ τοῦ γιαλοῦ τὴν πέτρα
κι ἐκεῖ γρικᾶ τῆς θάλασσας καὶ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη
κι ἐκεῖ τραβᾶ τὸν ἦχο του μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πὄχει.
Γλυκά ῾δεσε τὴ θάλασσα καὶ τὴν ἐρμιὰ τοῦ βράχου
κι ἃ δὲν εἶν᾿ ὥρα γιὰ τ᾿ ἄστρι θὲ νὰ συρθεῖ καὶ νά ῾βγει.
(Χιλιάδες ἄστρα στὸ λουτρὸ μ᾿ ἐμὲ νὰ στείλ᾿ ἡ νύχτα !).
Πουλὶ πουλάκι ποὺ λαλεῖς μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πὄχεις,
εὐτυχισμὸς ἂ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα τῆς φωνῆς σου,
καλὸ δὲν ἄνθισε στὴ γῆ, στὸν οὐρανό, κανένα.
Δὲν τό ῾λπιζα νά ῾ν᾿ ἡ ζωὴ μέγα καλὸ καὶ πρῶτο !
Ἀλλ᾿ ἄχ, ἀλλ᾿ ἄχ, νὰ μπόρουνα σὰν ἀστραπὴ νὰ τρέξω,
ἀκόμ᾿, ἀφρέ μου, νὰ βαστᾶς καὶ νά ῾μαι γυρισμένος
μὲ δυὸ φιλιὰ τῆς μάνας μου, μὲ φούχτα γῆ τῆς γῆς μου!».
Κι ἡ φύσις ὅλη τοῦ γελᾶ καὶ γένεται δική του.
Ἐλπίδα, τὸν ἀγκάλιασες καὶ τοῦ κρυφομιλοῦσες
καὶ τοῦ σφιχτόδεσες τὸ νοῦ μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πόχεις.
Νιὸς κόσμος ὄμορφος παντοῦ χαρᾶς καὶ καλοσύνης.
Ἀλλ᾿ ἀπαντοῦν τὰ μάτια του τρανὸ θεριὸ πελάγου
κι ἀλιά, μακριά ῾ναι τὸ σπαθί, μακριά ῾ναι τὸ τουφέκι!
Κοντὰ ῾ν᾿ ἐκεῖ στὸ νιὸν ὀμπρὸς ὁ τίγρης τοῦ πελάγου·
ἀλλ᾿ ὅπως ἔσκισ᾿ εὔκολα βαθιὰ νερὰ κι ἐβγῆκε
κατὰ τὸν κάτασπρο λαιμὸ ποὺ λάμπει ὡσὰν τὸν κύκνο,
κατὰ τὸ στῆθος τὸ πλατὺ καὶ τὸ ξανθὸ κεφάλι,
ἔτσι κι ὁ νιὸς ἐλεύτερος, μ᾿ ὅλες τὲς δύναμές του,
τῆς φύσης ἀπὸ τσ᾿ ὄμορφες καὶ δυνατὲς ἀγκάλες,
ὁποῦ τὸν ἐγλυκόσφιγγε καὶ τοῦ γλυκομιλοῦσε,
εὐτὺς ἑνώνει στὸ λευκὸ γυμνὸ κορμὶ π᾿ ἀστράφτει,
τὴν τέχνη τοῦ κολυμπιστῆ καὶ τὴν ὁρμὴ τῆς μάχης.
Πρὶν πάψ᾿ ἡ μεγαλόψυχη πνοὴ χαρὰ γεμίζει:
Ἀστράψε φῶς κι ἐγνώρισεν ὁ νιὸς τὸν ἑαυτό του.
Ἀπομεινάρι θαυμαστὸ ἐρμιᾶς καὶ μεγαλείου,
ὄμορφε ξένε καὶ καλὲ καὶ στὸν ἀνθὸ τῆς νιότης,
ἄμε καὶ δέξου στὸ γιαλὸ τοῦ δυνατοῦ τὴν κλάψα.
Κυριακή 6 Απριλίου 2014
Το μακρινό ταξίδι...
ταξιδεύουν καὶ σωπαίνουν, ὑπομένουν καὶ σωπαίνουν
παρὰ δήμων ὀνείρων, παρὰ δήμων ὀνείρων...
Γιάννης Σταύρου, Αρόδο, λάδι σε καμβά
Γιώργος Σεφέρης
Ο Στρατής ο Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους
παρὰ δήμων ὀνείρων, παρὰ δήμων ὀνείρων...
Γιάννης Σταύρου, Αρόδο, λάδι σε καμβά
Γιώργος Σεφέρης
Ο Στρατής ο Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους
Δὲν ἔχει ἀσφοδίλια, μενεξέδες, μήτε ὑάκινθους-
πῶς νὰ μιλήσεις μὲ τοὺς πεθαμένους.
Οἱ πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τὴ γλώσσα τῶν λουλουδιῶν-
γι᾿ αὐτὸ σωπαίνουν
ταξιδεύουν καὶ σωπαίνουν, ὑπομένουν καὶ σωπαίνουν
παρὰ δήμων ὀνείρων, παρὰ δήμων ὀνείρων.
Ἂν ἀρχίσω νὰ τραγουδῶ θὰ φωνάξω
κι ἂν φωνάξω-
Οἱ ἀγάπανθοι προστάζουν σιωπὴ
σηκώνοντας ἕνα χεράκι μαβιοῦ μωροῦ τῆς Ἀραβίας
ἢ ἀκόμη τὰ πατήματα μιᾶς χήνας στὸν ἀέρα.
Εἶναι βαρὺ καὶ δύσκολο, δέ μου φτάνουν οἱ ζωντανοὶ-
πρῶτα γιατὶ δὲ μιλοῦν, κι ὕστερα
γιατὶ πρέπει νὰ ρωτήσω τοὺς νεκροὺς
γιὰ νὰ μπορέσω νὰ προχωρήσω παρακάτω.
Ἀλλιῶς δὲ γίνεται, μόλις μὲ πάρει ὁ ὕπνος
οἱ σύντροφοι κόβουνε τοὺς ἀσημένιους σπάγκους
καὶ τὸ φλασκὶ τῶν ἀνέμων ἀδειάζει.
Τὸ γεμίζω κι ἀδειάζει, τὸ γεμίζω κι ἀδειάζει-
ξυπνῶ
σὰν τὸ χρυσόψαρο κολυμπώντας
μέσα στὰ χάσματα τῆς ἀστραπῆς,
κι ὁ ἀγέρας κι ὁ κατακλυσμὸς καὶ τ᾿ ἀνθρώπινα σώματα,
κι οἱ ἀγάπανθοι καρφωμένοι σὰν τὶς σαΐτες τῆς μοίρας
στὴν ἀξεδίψαστη γῆς
συγκλονισμένοι ἀπὸ σπασμωδικὰ νοήματα,
Θἄ῾λεγες εἶναι φορτωμένοι σ᾿ ἕνα παμπάλαιο κάρο
κατρακυλώντας σὲ χαλασμένους δρόμους, σὲ παλιὰ καλντερίμια,
οἱ ἀγάπανθοι τ᾿ ἀσφοδίλια τῶν νέγρων:
Πῶς νὰ τὴ μάθω ἐτούτη τὴ Θρησκεία;
Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀγάπη
ἔπειτα ἔρχεται τὸ αἷμα
κι ἡ δίψα γιὰ τὸ αἷμα
ποὺ τὴν κεντρίζει
τὸ σπέρμα τοῦ κορμιοῦ καθὼς τ᾿ ἁλάτι.
Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε ὁ θεὸς εἶναι τὸ μακρινὸ ταξίδι-
ἐκεῖνο τὸ σπίτι περιμένει
μ᾿ ἕνα γαλάζιο καπνὸ
μ᾿ ἕνα σκυλὶ γερασμένο
περιμένοντας γιὰ νὰ ξεψυχήσει τὸ γυρισμό.
Μὰ πρέπει νὰ μ᾿ ἀρμηνέψουν οἱ πεθαμένοι-
εἶναι οἱ ἀγάπανθοι ποὺ τοὺς κρατοῦν ἀμίλητους,
ὅπως τὰ βάθη τῆς Θάλασσας ἢ τὸ νερὸ μὲς στὸ ποτήρι.
Κι οἱ σύντροφοι μένουν στὰ παλάτια τῆς Κίρκης-
ἀκριβέ μου Ἐλπήνωρ! Ἠλίθιε, φτωχέ μου Ἐλπήνωρ!
Ἤ, δὲν τοὺς βλέπεις;
-«Βοηθῆστε μας!»-
Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχη.
πῶς νὰ μιλήσεις μὲ τοὺς πεθαμένους.
Οἱ πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τὴ γλώσσα τῶν λουλουδιῶν-
γι᾿ αὐτὸ σωπαίνουν
ταξιδεύουν καὶ σωπαίνουν, ὑπομένουν καὶ σωπαίνουν
παρὰ δήμων ὀνείρων, παρὰ δήμων ὀνείρων.
Ἂν ἀρχίσω νὰ τραγουδῶ θὰ φωνάξω
κι ἂν φωνάξω-
Οἱ ἀγάπανθοι προστάζουν σιωπὴ
σηκώνοντας ἕνα χεράκι μαβιοῦ μωροῦ τῆς Ἀραβίας
ἢ ἀκόμη τὰ πατήματα μιᾶς χήνας στὸν ἀέρα.
Εἶναι βαρὺ καὶ δύσκολο, δέ μου φτάνουν οἱ ζωντανοὶ-
πρῶτα γιατὶ δὲ μιλοῦν, κι ὕστερα
γιατὶ πρέπει νὰ ρωτήσω τοὺς νεκροὺς
γιὰ νὰ μπορέσω νὰ προχωρήσω παρακάτω.
Ἀλλιῶς δὲ γίνεται, μόλις μὲ πάρει ὁ ὕπνος
οἱ σύντροφοι κόβουνε τοὺς ἀσημένιους σπάγκους
καὶ τὸ φλασκὶ τῶν ἀνέμων ἀδειάζει.
Τὸ γεμίζω κι ἀδειάζει, τὸ γεμίζω κι ἀδειάζει-
ξυπνῶ
σὰν τὸ χρυσόψαρο κολυμπώντας
μέσα στὰ χάσματα τῆς ἀστραπῆς,
κι ὁ ἀγέρας κι ὁ κατακλυσμὸς καὶ τ᾿ ἀνθρώπινα σώματα,
κι οἱ ἀγάπανθοι καρφωμένοι σὰν τὶς σαΐτες τῆς μοίρας
στὴν ἀξεδίψαστη γῆς
συγκλονισμένοι ἀπὸ σπασμωδικὰ νοήματα,
Θἄ῾λεγες εἶναι φορτωμένοι σ᾿ ἕνα παμπάλαιο κάρο
κατρακυλώντας σὲ χαλασμένους δρόμους, σὲ παλιὰ καλντερίμια,
οἱ ἀγάπανθοι τ᾿ ἀσφοδίλια τῶν νέγρων:
Πῶς νὰ τὴ μάθω ἐτούτη τὴ Θρησκεία;
Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀγάπη
ἔπειτα ἔρχεται τὸ αἷμα
κι ἡ δίψα γιὰ τὸ αἷμα
ποὺ τὴν κεντρίζει
τὸ σπέρμα τοῦ κορμιοῦ καθὼς τ᾿ ἁλάτι.
Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε ὁ θεὸς εἶναι τὸ μακρινὸ ταξίδι-
ἐκεῖνο τὸ σπίτι περιμένει
μ᾿ ἕνα γαλάζιο καπνὸ
μ᾿ ἕνα σκυλὶ γερασμένο
περιμένοντας γιὰ νὰ ξεψυχήσει τὸ γυρισμό.
Μὰ πρέπει νὰ μ᾿ ἀρμηνέψουν οἱ πεθαμένοι-
εἶναι οἱ ἀγάπανθοι ποὺ τοὺς κρατοῦν ἀμίλητους,
ὅπως τὰ βάθη τῆς Θάλασσας ἢ τὸ νερὸ μὲς στὸ ποτήρι.
Κι οἱ σύντροφοι μένουν στὰ παλάτια τῆς Κίρκης-
ἀκριβέ μου Ἐλπήνωρ! Ἠλίθιε, φτωχέ μου Ἐλπήνωρ!
Ἤ, δὲν τοὺς βλέπεις;
-«Βοηθῆστε μας!»-
Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχη.
Παρασκευή 4 Απριλίου 2014
Ὢ καρδιά μου - τρομαχτικότερη σελήνη...
Ἔχουν ἀρχίσει νὰ μὲ κυκλώνουν ἐπικίνδυνα οἱ ὧρες.
Ἀκούω τὰ φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν ἀνήσυχα χορικά...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη των χρωμάτων, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Νίκος Καρούζος
Αίφνης
Αὐτὸ ποὺ λέμε ὄνειρο δὲν εἶν᾿ ὄνειρο
ποὺ ἡ πλατιὰ πραγματικότητα δὲν εἶναι πραγματική.
Κάπου γελιέμαι μὰ ἐκεῖ κιόλας ὑπάρχω ἀπόλυτα,
σὰν τὸ σύννεφο ποὺ ἀλλάζει στὰ νωθρὰ δευτερόλεπτα
ὄντας μονάχα ἡ ἀκάλεστη μεταμόρφωση.
Κανένα λιοντάρι δὲν παραγνώρισε τὸ θήραμα
καὶ ἡ πάπια δὲν ἔπαψε νὰ πιπιλίζει τὴ λάσπη·
τὸ χταπόδι βγαίνει ἀπ᾿ τὸ ρηχὸ θαλάμι του μὲ γαλαζόπετρα
στὰ ξέφωτα ἡ τίγρη λησμονιέται ἀνεπίληπτα.
Νυχτώνει καὶ σήμερα. Ἡ ἀγωνία
λέει πάλι: θὰ βοσκήσω τὸ μαῦρο.
Η χρησιμότητα της απειλής
Ἔχουν ἀρχίσει νὰ μὲ κυκλώνουν ἐπικίνδυνα οἱ ὧρες.
Ἀκούω τὰ φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν ἀνήσυχα χορικά.
Πρέπει νὰ ζήσω τὶς ἀντίστροφες δυνάμεις.
Ὢ καρδιά μου - τρομαχτικότερη σελήνη!
Ἀκούω τὰ φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν ἀνήσυχα χορικά...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη των χρωμάτων, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Νίκος Καρούζος
Αίφνης
Αὐτὸ ποὺ λέμε ὄνειρο δὲν εἶν᾿ ὄνειρο
ποὺ ἡ πλατιὰ πραγματικότητα δὲν εἶναι πραγματική.
Κάπου γελιέμαι μὰ ἐκεῖ κιόλας ὑπάρχω ἀπόλυτα,
σὰν τὸ σύννεφο ποὺ ἀλλάζει στὰ νωθρὰ δευτερόλεπτα
ὄντας μονάχα ἡ ἀκάλεστη μεταμόρφωση.
Κανένα λιοντάρι δὲν παραγνώρισε τὸ θήραμα
καὶ ἡ πάπια δὲν ἔπαψε νὰ πιπιλίζει τὴ λάσπη·
τὸ χταπόδι βγαίνει ἀπ᾿ τὸ ρηχὸ θαλάμι του μὲ γαλαζόπετρα
στὰ ξέφωτα ἡ τίγρη λησμονιέται ἀνεπίληπτα.
Νυχτώνει καὶ σήμερα. Ἡ ἀγωνία
λέει πάλι: θὰ βοσκήσω τὸ μαῦρο.
Η χρησιμότητα της απειλής
Ἔχουν ἀρχίσει νὰ μὲ κυκλώνουν ἐπικίνδυνα οἱ ὧρες.
Ἀκούω τὰ φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν ἀνήσυχα χορικά.
Πρέπει νὰ ζήσω τὶς ἀντίστροφες δυνάμεις.
Ὢ καρδιά μου - τρομαχτικότερη σελήνη!
Ετικέτες
Γιάννης Σταύρου,
έλληνες ζωγράφοι,
ζωγραφική,
ζωγράφοι,
Καρούζος,
ποιητές,
τοπία Θεσσαλονίκης
Πέμπτη 3 Απριλίου 2014
Η ζωή στο πλοίο είναι θλιμμένη...
Κανένα πλοίο δεν υπάρχει εμπρός μου
να με πάει όσο μακριά γυρεύω...
Φερνάντο Πεσσόα
Opiarium
Στον κύριο Mário de Sá-Carneiro
Πριν τ’ όπιο η ψυχή μου υποφέρει.
Τη ζωή να νιώθεις τι ανημπόρια
και τώρα στ’ όπιο ζητάω παρηγόρια
όνειρα Ανατολής για να μου φέρει.
Η ναυτική ζωή θα με σκοτώσει.
Ο πυρετός πυρώνει το μυαλό
κι όσο κι αν ψάχνω για να λυτρωθώ
τη σωτηρία δεν μπορεί να μου τη δώσει.
Μες στο παράδοξο, την αστρική αγνωσία
ζω στου χρυσού τα κρόσσια τη ζωή μου,
κύμα όπου η άβυσσος είναι η τιμή μου
κι οι ηδονές της αρρώστιας μου η ουσία.
Καταστροφές που ο νους σου δεν τις βάνει,
τιμόνια ψεύτικα που γύρω μου γυρίζουν,
οράματα κρεμάλες ν’ ανεμίζουν
σε κήπους με ανθούς δίχως κοτσάνι.
Βαδίζω κουρασμένος δύσκολη ζωή
όλο δαντέλα και βερνίκια η ψυχή μου.
Νομίζω πως στο σπίτι έχω δική μου
τη μάχαιρα που καρατόμησε τον Βαπτιστή.
Για του προγόνου το έγκλημα σ’ αποσκευή κλεισμένος
ένοχος αισθητικής εκτίω την ποινή.
Τα νεύρα μου δεμένα είκοσι μαζί,
στο όπιο κυλίστηκα απελπισμένος.
Σαν η μορφίνη μ’ αγγίζει υπνωτισμένη
χάνομαι σε αιθέριους παλμούς
και σε μια νύχτα όλο ιριδισμούς
το φεγγάρι συναντάει την ειμαρμένη.
Ήμουνα πάντα ο τελευταίος μαθητής,
κοιτάζω τώρα το καράβι όλο βιάση
το κανάλι του Σουέζ για να περάσει
με τη ζωή μου αμφορέα της αυγής.
Έχασα ανώφελα την κάθε μέρα
Δούλεψα κι είμαι μόνο κουρασμένος
κι ο λαιμός μου σήμερα είναι σφιγμένος
από ’να χέρι που όλα τα διώχνει πέρα.
Παιδί ήμουν κι εγώ όπως όλοι σας μια μέρα.
Γεννήθηκα σε πορτογαλική επαρχία
γνωρίζω πολύ κόσμο απ’ την Αγγλία
που με περνούν για Άγγλο πέρα ως πέρα.
Ποιήματα και νουβέλες στο Παρίσι
στον Plon και στον Mercure θα επιθυμούσα,
κι άλλη από τούτη τη ζωή θα λαχταρούσα.
Θύελλες να ’χε το ταξίδι είχα ελπίσει!
Η ζωή στο πλοίο είναι θλιμμένη
αν και συχνά ο κόσμος διασκεδάζει.
Μιλώ με Άγγλους, Γερμανούς, λίγο με νοιάζει
αλλά η θλίψη της ζωής μου επιμένει.
Τον κόπο δεν αξίζει να ’χεις δει
Ανατολή, Ινδία, Κίνα και Περού.
Η γη είναι μικρή κι ίδια παντού
κι η ζωή καμιά δεν έχει εναλλαγή.
Γι’ αυτό για φάρμακο όπιο παίρνω.
Είμαι εδώ κλινήρης της Στιγμής.
Ζω στο ισόγειο της λογικής
και μαζί μου μόνο πλήξη σέρνω.
Καπνίζω. Κούραση πολλή. Γη
στην Ανατολή κι όχι στη Δύση!
Τι πήγα στις Ινδίες, τι ’χα ελπίσει;
Αν οι Ινδίες είναι μόνο στην ψυχή!
Πρωτότοκος κι άτυχος είμαι τόσο!
Την τύχη μου τσιγγάνοι κλέψαν.
Κι ούτε στο θάνατο προβλέψαν
ένα μέρος απ’ το κρύο να γλιτώσω.
Μηχανικός σπούδασα στη Σκοτία.
Όλη απ’ άκρη σ’ άκρη γύρισα την Ιρλανδία.
Η καρδιά μου σαν γριά κυρία
ζητάει ελεημοσύνη μπρος στην Ευθυμία.
Όχι στο Πορτ-Σάιντ μη σταματάς, καράβι της φωτιάς!
Στρίψε δεξιά, σ’ ισημερία άλλη πέρα.
Στο smoking room με τον κόμη όλη μέρα,
Γάλλο escroc, κόμη της συμφοράς.
Γυρίζω στην Ευρώπη για να γενώ μοιραία
ποιητής υπνοβάτης απλώς.
Είμαι μοναρχικός κι όχι καθολικός
πράγματα θα ’θελα να ’μουν σπουδαία.
Θα ’θελα να ’χα πεποιθήσεις και λεφτά,
άνθρωποι να ’μουν ασήμαντοι που ’δα εδώ.
Σήμερα τελικά άλλο δεν είμαι εγώ
παρά ένας ταξιδιώτης μοναχά.
Προσωπικότητα δεν έχω καμία.
Ο καμαρότος είναι από με πιο ευπρεπής
στους τρόπους του καθ’ όλα ευγενής
σαν Σκοτσέζος laird μέρες σε νηστεία.
Πουθενά να σταθώ δεν μπορώ. Για με είναι πατρίδα
όπου δεν είμαι. Αδύναμος είμαι και ασθενής.
Κι ο καπετάνιος γέρος χωρατατζής.
Με τη Σουηδέζα μ’ είδε… δεν έχω ελπίδα.
Μια μέρα σκάνδαλο εδώ θα κάνω,
για να μιλήσουνε για μένα οι άλλοι.
Νιώθω το θυμό να με τυφλώνει πάλι
κι απ’ τη ζωή αυτή πάω να πεθάνω.
Όλη τη μέρα πίνω και καπνίζω ουσίες
αμερικάνικα ναρκωτικά που σε κοιμίζουν.
Ανάγκη εγώ δεν έχω για να με ζαλίζουν!
Αλλάξτε μου εγκέφαλο για νεύρα έχω ορτανσίες.
Γράφω στίχους. Αδύνατο μου φαίνεται εμένα
ταλέντο να ’χω. Δεν με νοιάζει μία!
Τούτη η ζωή είναι μια αγροικία
για τις ευαίσθητες ψυχές μέλλον κανένα.
Οι Εγγλέζοι για να υπάρχουν είναι πλασμένοι.
Απόλυτα ταιριάζουν με την Ηρεμία.
Ρίχνεις κάποιο κέρμα στη γωνία
κι όλο χαμόγελα ένας τους έξω βγαίνει.
Στων Πορτογάλων το γένος ανήκω εγώ
που αφού ανακαλύψαν την Ινδία
μείνανε δίχως δουλειά καμία.
Πολλές φορές το ’χω σκεφτεί. Το μνήμα είν’ εδώ.
Στο διάβολο η ζωή κι ο κόσμος που τη θέλει!
Στο προσκεφάλι μένει άκοπο το βιβλίο.
Η Ανατολή είναι ένα αδειανό δοχείο
που το κυλάς παντού κι ούτε σε μέλει.
Στ’ όπιο κατρακύλησα. Να θέλετε από μένα
ζωή μ’ ωράρια και τάξη απ’ αυτές
μην το ζητάτε τίμιες ψυχές
που τρώτε και κοιμάστε νοικοκυρεμένα.
Στο διάβολο να πάτε! Σας ζηλεύω.
Τα νεύρα τούτα είν’ ο θάνατός μου.
Κανένα πλοίο δεν υπάρχει εμπρός μου
να με πάει όσο μακριά γυρεύω!
Στο τέλος όλα θα ’τανε πάλι το ίδιο πράγμα.
Θα ’θελα άλλο όπιο να πιω για να ξεφύγω
άλλα όνειρα που αντί σ’ αυτά να καταφύγω
θα μ’ έριχναν σε κάποιο άθλιο μάγμα.
Τι άλλο από πυρετός να ’ναι αυτό που νιώθω!
Πυρετός όλο και πιο πολύς.
Η αλήθεια είναι πως είμαι ασθενής.
Φίλοι μου άλλο δεν έχω πόθο.
Νύχτωσε κιόλας. Χτύπησε το καμπανάκι
έτοιμοι για το δείπνο πάμε όλοι.
Κοινωνική ζωή όπως στην πόλη
ένας μετά τον άλλο πιασμένοι απ’ το χεράκι.
Όλα θα ’χουν τέλος άσχημο θα δεις
(άκου!) αίμα και περίστροφο θα βγει.
Απ’ την ανησυχία αυτή που με ταλαιπωρεί
τρόπος δεν υπάρχει να σωθείς.
Όποιος με βλέπει σαν τους άλλους με νομίζει
εμένα, τη ζωή μου… Κοίτα έναν νεαρό…
Το ματογυάλι μου με κάνει να περνώ
για κάποιον που απ’ το πλήθος δεν χωρίζει.
Α πόσοι σαν εμένα θα ’ναι τώρα
στα πλοία με ψυχή το ίδιο μυστική!
Πόσοι ντυμένοι μ’ αυστηρή περιβολή
τη φρίκη της ζωής κρύβουν αυτή την ώρα;
Ενδιαφέρων όσο και εντός μου
ας ήμουνα τουλάχιστον κι απ’ έξω!
Πηγαίνω στο Μαέλστρομ κι όσο αντέξω.
Δεν κάνω τίποτα, αυτός είν’ ο χαμός μου.
Άχρηστος είμαι. Μα είναι ωραίο άχρηστος να ’σαι!
Αχ να μπορούσες τους άλλους να περιφρονείς
ακόμη και μ’ αγκώνες πληγωμένους να γενείς
όμορφος, ήρωας, τρελός, καταραμένος, να ’σαι.
Τα χέρια μου θέλω στο στόμα να βάλω
να τα δαγκώσω με λύσσα και κακία.
Θα ήταν μια ενέργεια όλο πρωτοτυπία
και θα διασκέδαζαν οι λογικοί, το δίχως άλλο.
Το παράλογο σαν άνθος τάχα μ’ ινδικό
που δεν το βρήκα στην Ινδία ανθίζει
στο μυαλό μου που η κούραση αναβλύζει.
Τη ζωή Θεέ μου ν’ αλλάξεις ή ένα τέλος δώσε εδώ…
Στην καρέκλα αφήστε με στην ησυχία μου,
ώσπου να με βάλετε στο μνήμα βαθιά.
Είμαι μανδαρίνος εγώ από γενιά,
μα μου λείπουν το τσάι, η ψάθα κι η ηρεμία μου.
Α τι ωραία στον τάφο να γλιστρήσω με ορμή
Σαν σε καταπακτή μέσα να πέσω εδώ!
Η ζωή μυρίζει σαν τον ξανθό καπνό.
Άλλο δεν έκανα απ’ το να καπνίζω τη ζωή.
Αυτό που θέλω είναι πίστη, ηρεμία στη ζωή μου
αισθήσεις μπερδεμένες όχι άλλο.
Θεέ μου, βοήθεια, τέλος δώσε δίχως άλλο!
Όχι άλλες κωμωδίες στην ψυχή μου!
Μετ. Μαρία Παπαδήμα
Άλβαρο ντε Κάμπος, Θαλασσινή ωδή και άλλα ποιήματα
να με πάει όσο μακριά γυρεύω...
Φερνάντο Πεσσόα
Opiarium
Στον κύριο Mário de Sá-Carneiro
Πριν τ’ όπιο η ψυχή μου υποφέρει.
Τη ζωή να νιώθεις τι ανημπόρια
και τώρα στ’ όπιο ζητάω παρηγόρια
όνειρα Ανατολής για να μου φέρει.
Η ναυτική ζωή θα με σκοτώσει.
Ο πυρετός πυρώνει το μυαλό
κι όσο κι αν ψάχνω για να λυτρωθώ
τη σωτηρία δεν μπορεί να μου τη δώσει.
Μες στο παράδοξο, την αστρική αγνωσία
ζω στου χρυσού τα κρόσσια τη ζωή μου,
κύμα όπου η άβυσσος είναι η τιμή μου
κι οι ηδονές της αρρώστιας μου η ουσία.
Καταστροφές που ο νους σου δεν τις βάνει,
τιμόνια ψεύτικα που γύρω μου γυρίζουν,
οράματα κρεμάλες ν’ ανεμίζουν
σε κήπους με ανθούς δίχως κοτσάνι.
Βαδίζω κουρασμένος δύσκολη ζωή
όλο δαντέλα και βερνίκια η ψυχή μου.
Νομίζω πως στο σπίτι έχω δική μου
τη μάχαιρα που καρατόμησε τον Βαπτιστή.
Για του προγόνου το έγκλημα σ’ αποσκευή κλεισμένος
ένοχος αισθητικής εκτίω την ποινή.
Τα νεύρα μου δεμένα είκοσι μαζί,
στο όπιο κυλίστηκα απελπισμένος.
Σαν η μορφίνη μ’ αγγίζει υπνωτισμένη
χάνομαι σε αιθέριους παλμούς
και σε μια νύχτα όλο ιριδισμούς
το φεγγάρι συναντάει την ειμαρμένη.
Ήμουνα πάντα ο τελευταίος μαθητής,
κοιτάζω τώρα το καράβι όλο βιάση
το κανάλι του Σουέζ για να περάσει
με τη ζωή μου αμφορέα της αυγής.
Έχασα ανώφελα την κάθε μέρα
Δούλεψα κι είμαι μόνο κουρασμένος
κι ο λαιμός μου σήμερα είναι σφιγμένος
από ’να χέρι που όλα τα διώχνει πέρα.
Παιδί ήμουν κι εγώ όπως όλοι σας μια μέρα.
Γεννήθηκα σε πορτογαλική επαρχία
γνωρίζω πολύ κόσμο απ’ την Αγγλία
που με περνούν για Άγγλο πέρα ως πέρα.
Ποιήματα και νουβέλες στο Παρίσι
στον Plon και στον Mercure θα επιθυμούσα,
κι άλλη από τούτη τη ζωή θα λαχταρούσα.
Θύελλες να ’χε το ταξίδι είχα ελπίσει!
Η ζωή στο πλοίο είναι θλιμμένη
αν και συχνά ο κόσμος διασκεδάζει.
Μιλώ με Άγγλους, Γερμανούς, λίγο με νοιάζει
αλλά η θλίψη της ζωής μου επιμένει.
Τον κόπο δεν αξίζει να ’χεις δει
Ανατολή, Ινδία, Κίνα και Περού.
Η γη είναι μικρή κι ίδια παντού
κι η ζωή καμιά δεν έχει εναλλαγή.
Γι’ αυτό για φάρμακο όπιο παίρνω.
Είμαι εδώ κλινήρης της Στιγμής.
Ζω στο ισόγειο της λογικής
και μαζί μου μόνο πλήξη σέρνω.
Καπνίζω. Κούραση πολλή. Γη
στην Ανατολή κι όχι στη Δύση!
Τι πήγα στις Ινδίες, τι ’χα ελπίσει;
Αν οι Ινδίες είναι μόνο στην ψυχή!
Πρωτότοκος κι άτυχος είμαι τόσο!
Την τύχη μου τσιγγάνοι κλέψαν.
Κι ούτε στο θάνατο προβλέψαν
ένα μέρος απ’ το κρύο να γλιτώσω.
Μηχανικός σπούδασα στη Σκοτία.
Όλη απ’ άκρη σ’ άκρη γύρισα την Ιρλανδία.
Η καρδιά μου σαν γριά κυρία
ζητάει ελεημοσύνη μπρος στην Ευθυμία.
Όχι στο Πορτ-Σάιντ μη σταματάς, καράβι της φωτιάς!
Στρίψε δεξιά, σ’ ισημερία άλλη πέρα.
Στο smoking room με τον κόμη όλη μέρα,
Γάλλο escroc, κόμη της συμφοράς.
Γυρίζω στην Ευρώπη για να γενώ μοιραία
ποιητής υπνοβάτης απλώς.
Είμαι μοναρχικός κι όχι καθολικός
πράγματα θα ’θελα να ’μουν σπουδαία.
Θα ’θελα να ’χα πεποιθήσεις και λεφτά,
άνθρωποι να ’μουν ασήμαντοι που ’δα εδώ.
Σήμερα τελικά άλλο δεν είμαι εγώ
παρά ένας ταξιδιώτης μοναχά.
Προσωπικότητα δεν έχω καμία.
Ο καμαρότος είναι από με πιο ευπρεπής
στους τρόπους του καθ’ όλα ευγενής
σαν Σκοτσέζος laird μέρες σε νηστεία.
Πουθενά να σταθώ δεν μπορώ. Για με είναι πατρίδα
όπου δεν είμαι. Αδύναμος είμαι και ασθενής.
Κι ο καπετάνιος γέρος χωρατατζής.
Με τη Σουηδέζα μ’ είδε… δεν έχω ελπίδα.
Μια μέρα σκάνδαλο εδώ θα κάνω,
για να μιλήσουνε για μένα οι άλλοι.
Νιώθω το θυμό να με τυφλώνει πάλι
κι απ’ τη ζωή αυτή πάω να πεθάνω.
Όλη τη μέρα πίνω και καπνίζω ουσίες
αμερικάνικα ναρκωτικά που σε κοιμίζουν.
Ανάγκη εγώ δεν έχω για να με ζαλίζουν!
Αλλάξτε μου εγκέφαλο για νεύρα έχω ορτανσίες.
Γράφω στίχους. Αδύνατο μου φαίνεται εμένα
ταλέντο να ’χω. Δεν με νοιάζει μία!
Τούτη η ζωή είναι μια αγροικία
για τις ευαίσθητες ψυχές μέλλον κανένα.
Οι Εγγλέζοι για να υπάρχουν είναι πλασμένοι.
Απόλυτα ταιριάζουν με την Ηρεμία.
Ρίχνεις κάποιο κέρμα στη γωνία
κι όλο χαμόγελα ένας τους έξω βγαίνει.
Στων Πορτογάλων το γένος ανήκω εγώ
που αφού ανακαλύψαν την Ινδία
μείνανε δίχως δουλειά καμία.
Πολλές φορές το ’χω σκεφτεί. Το μνήμα είν’ εδώ.
Στο διάβολο η ζωή κι ο κόσμος που τη θέλει!
Στο προσκεφάλι μένει άκοπο το βιβλίο.
Η Ανατολή είναι ένα αδειανό δοχείο
που το κυλάς παντού κι ούτε σε μέλει.
Στ’ όπιο κατρακύλησα. Να θέλετε από μένα
ζωή μ’ ωράρια και τάξη απ’ αυτές
μην το ζητάτε τίμιες ψυχές
που τρώτε και κοιμάστε νοικοκυρεμένα.
Στο διάβολο να πάτε! Σας ζηλεύω.
Τα νεύρα τούτα είν’ ο θάνατός μου.
Κανένα πλοίο δεν υπάρχει εμπρός μου
να με πάει όσο μακριά γυρεύω!
Στο τέλος όλα θα ’τανε πάλι το ίδιο πράγμα.
Θα ’θελα άλλο όπιο να πιω για να ξεφύγω
άλλα όνειρα που αντί σ’ αυτά να καταφύγω
θα μ’ έριχναν σε κάποιο άθλιο μάγμα.
Τι άλλο από πυρετός να ’ναι αυτό που νιώθω!
Πυρετός όλο και πιο πολύς.
Η αλήθεια είναι πως είμαι ασθενής.
Φίλοι μου άλλο δεν έχω πόθο.
Νύχτωσε κιόλας. Χτύπησε το καμπανάκι
έτοιμοι για το δείπνο πάμε όλοι.
Κοινωνική ζωή όπως στην πόλη
ένας μετά τον άλλο πιασμένοι απ’ το χεράκι.
Όλα θα ’χουν τέλος άσχημο θα δεις
(άκου!) αίμα και περίστροφο θα βγει.
Απ’ την ανησυχία αυτή που με ταλαιπωρεί
τρόπος δεν υπάρχει να σωθείς.
Όποιος με βλέπει σαν τους άλλους με νομίζει
εμένα, τη ζωή μου… Κοίτα έναν νεαρό…
Το ματογυάλι μου με κάνει να περνώ
για κάποιον που απ’ το πλήθος δεν χωρίζει.
Α πόσοι σαν εμένα θα ’ναι τώρα
στα πλοία με ψυχή το ίδιο μυστική!
Πόσοι ντυμένοι μ’ αυστηρή περιβολή
τη φρίκη της ζωής κρύβουν αυτή την ώρα;
Ενδιαφέρων όσο και εντός μου
ας ήμουνα τουλάχιστον κι απ’ έξω!
Πηγαίνω στο Μαέλστρομ κι όσο αντέξω.
Δεν κάνω τίποτα, αυτός είν’ ο χαμός μου.
Άχρηστος είμαι. Μα είναι ωραίο άχρηστος να ’σαι!
Αχ να μπορούσες τους άλλους να περιφρονείς
ακόμη και μ’ αγκώνες πληγωμένους να γενείς
όμορφος, ήρωας, τρελός, καταραμένος, να ’σαι.
Τα χέρια μου θέλω στο στόμα να βάλω
να τα δαγκώσω με λύσσα και κακία.
Θα ήταν μια ενέργεια όλο πρωτοτυπία
και θα διασκέδαζαν οι λογικοί, το δίχως άλλο.
Το παράλογο σαν άνθος τάχα μ’ ινδικό
που δεν το βρήκα στην Ινδία ανθίζει
στο μυαλό μου που η κούραση αναβλύζει.
Τη ζωή Θεέ μου ν’ αλλάξεις ή ένα τέλος δώσε εδώ…
Στην καρέκλα αφήστε με στην ησυχία μου,
ώσπου να με βάλετε στο μνήμα βαθιά.
Είμαι μανδαρίνος εγώ από γενιά,
μα μου λείπουν το τσάι, η ψάθα κι η ηρεμία μου.
Α τι ωραία στον τάφο να γλιστρήσω με ορμή
Σαν σε καταπακτή μέσα να πέσω εδώ!
Η ζωή μυρίζει σαν τον ξανθό καπνό.
Άλλο δεν έκανα απ’ το να καπνίζω τη ζωή.
Αυτό που θέλω είναι πίστη, ηρεμία στη ζωή μου
αισθήσεις μπερδεμένες όχι άλλο.
Θεέ μου, βοήθεια, τέλος δώσε δίχως άλλο!
Όχι άλλες κωμωδίες στην ψυχή μου!
Μετ. Μαρία Παπαδήμα
Άλβαρο ντε Κάμπος, Θαλασσινή ωδή και άλλα ποιήματα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)