Οδήγησε τις νεκρές μου σκέψεις μες στο σύμπαν,
Σαν τα φύλλα τα ξερά, για να επιταχύνεις μια νέα γέννηση...
Γιάννης Σταύρου, Φθινοπωρινό, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Πέρσι Μπις Σέλλεϋ
Ωδή στον δυτικό άνεμο
Ι.
Ω άγριε Δυτικέ Άνεμε, πνοή εσύ της ύπαρξης του Φθινοπώρου,
Εσύ, που απ’ την αόρατή σου παρουσία τα πεθαμένα φύλλα
Παρασύρονται, όπως φαντάσματα που ένας μάγος τα σκορπίζει,
Κίτρινα και μαύρα και χλωμά και κόκκινα πυρετικά,
Μέγα πλήθος χτυπημένο από λοιμό: Ω Εσύ,
Που ηνιοχεύεις στο σκοτεινό τους χειμωνιάτικο κρεβάτι
Τους φτερωτούς σπόρους, όπου κείνται κρυμμένοι και ψυχροί,
Ένα κουφάρι ο καθένας μες στον τάφο του, ώσπου
Της Άνοιξης η αδελφή σου γαλανή να φυσήξει
Τη σάλπιγγά της πάνω απ’ τη γη που ονειρεύεται και να γεμίσει
(Τα γλυκά ανθάκια οδηγώντας σαν κοπάδια στον αέρα για να ταϊστούν)
Με ζωντανά χρώματα και αρώματα τους λόφους και τις πεδιάδες:
Άγριο Πνεύμα, που ολούθε περιφέρεσαι·
Καταστροφέα και Σωτήρα· άκου! Ω, άκου!
ΙΙ.
Εσύ που απ’ το ρεύμα σου, στου απόκρημνου ουρανού την ταραχή,
Ελεύθερα τα σύννεφα σκορπάνε, όπως της Γης τα φύλλα τα ξερά,
Καθώς τινάζονται απ’ τα πλεγμένα τα κλαδιά του Ουρανού και του Ωκεανού,
Άγγελοι της καταιγίδας και της αστραπής: εκεί απλώνονται
Στην κυανή επιφάνεια της αέρινής σου ορμής,
Σαν τα στιλπνά μαλλιά που ορθώνονται στην κεφαλή
Μιας άγριας Μαινάδας, απ’ τη θολή γραμμή
Του ορίζοντα μέχρι και του ύψους το αποκορύφωμα,
Οι βόστρυχοι της καταιγίδας που επέρχεται. Εσύ Θρήνε
Του θνήσκοντος έτους, για το οποίο η νύχτα που σιμώνει
Θα είναι ο θόλος ενός απέραντου μνήματος,
Υψωμένου με όλη σου τη συγκεντρωμένη δύναμη
Των υδρατμών, που απ’ την ατμόσφαιρά τους την πυκνή
Μαύρη βροχή και φλόγα και χαλάζι θα ξεχυθεί: ω, άκου!
ΙΙΙ.
Εσύ που αφύπνισες από τα θερινά της όνειρα
Τη γαλανή Μεσόγειο, εκεί όπου αναπαυότανε,
Νανουρισμένη από την περιδίνηση των κρυσταλλένιων της ρευμάτων,
Πλάι σε μια νήσο από ελαφρόπετρα στης Μπάιας τον όρμο,
Και έβλεπε μες στον ύπνο της πύργους κι αρχαία ανάκτορα
Να τρέμουνε στου κύματος τη δυνατή φεγγοβολή,
Κρυμμένα όλα κάτω από βρύα και λουλούδια κυανά,
Τόσο γλυκά, που ο νους λιγοθυμά όταν τα παρασταίνει! Εσύ
Που από το πέρασμά σου τα ρεύματα στην επιφάνεια του Ατλαντικού
Σχίζονται κι ανοίγουν χάσματα, ενώ βαθιά από κάτω
Τ’ άνθη της θάλασσας και τα ιλυώδη δάση που φορούν
Του ωκεανού το άχυμο φύλλωμα αναγνωρίζουν
Τη φωνή σου, κι άξαφνα χάνουν το χρώμα τους από τον φόβο,
Και τρέμουνε κι απογυμνώνονται: ω, άκου!
IV.
Ας ήμουν ένα πεθαμένο φύλλο, εσύ μπορούσες να με σήκωνες·
Ας ήμουν ένα γρήγορο σύννεφο για να πετάω μαζί σου·
Ένα κύμα για να ασθμαίνω κάτω απ’ τη δύναμή σου και να μοιράζομαι
Την ώθηση της ισχύος σου, μόνο λιγότερο ελεύθερος
Απ’ ό,τι, ω Αχαλίνωτε, εσύ! Ας ήμουν μόνο
Όπως τότε που ήμουνα παιδί και θα γινόμουν
Ο σύντροφός σου στις περιπλανήσεις σου στον Ουρανό,
Όπως τότε που το να ξεπεράσω την ουράνια ταχύτητά σου
Μόλις που έμοιαζε με όνειρο· ποτέ δεν θα ‘μπαινα σε τέτοιον αγώνα
Εγώ μαζί σου, που είμαι ένας ικέτης μες στην πικρή μου ανημποριά.
Ω, σαν κύμα, σαν φύλλο, σαν σύννεφο, σήκωσέ με!
Πληγώνομαι πάνω στ’ αγκάθια της ζωής! Αιμορραγώ!
Ένα βαρύ φορτίο ωρών έχει δέσει κι έχει λυγίσει
Έναν ακόμη όμοιό σου: αδάμαστο και γρήγορο και υπερήφανο.
V.
Κάνε με λύρα σου, τέτοια που ‘ναι και το δάσος:
Τι κι αν τα φύλλα μου σαν τα δικά του πέφτουνε!
Ο αχός των ισχυρών αρμονιών σου
Θα πάρει από τους δυο μας έναν βαθύ φθινοπωρινό τόνο,
Γλυκό ακόμη και στη θλίψη του. Γίνε εσύ, άγριο Πνεύμα,
Το πνεύμα μου! Εσύ, παράφορε, γίνε εγώ!
Οδήγησε τις νεκρές μου σκέψεις μες στο σύμπαν,
Σαν τα φύλλα τα ξερά, για να επιταχύνεις μια νέα γέννηση!
Και, με τη μαγική επωδή τού στίχου αυτού,
Σκόρπισε, σαν να ‘ναι μιας άσβεστης εστίας
Oι στάχτες και οι σπίθες, τα λόγια μου σ’ όλη την ανθρωπότητα!
Για τη γη που ακόμα δεν αφυπνίστηκε γίνε μέσ’ απ’ τα χείλη μου
Μιας προφητείας η σάλπιγγα! Ω, Άνεμε,
Αν έρθει ο Χειμώνας, μπορεί η Άνοιξη να είναι μακριά;
Εισαγωγή – Μετάφραση Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Percy Bysshe Shelley
Ode to the West Wind
I
O wild West Wind, thou breath of Autumn's being,
Thou, from whose unseen presence the leaves dead
Are driven, like ghosts from an enchanter fleeing,
Yellow, and black, and pale, and hectic red,
Pestilence-stricken multitudes: O thou,
Who chariotest to their dark wintry bed
The wingèd seeds, where they lie cold and low,
Each like a corpse within its grave,until
Thine azure sister of the Spring shall blow
Her clarion o'er the dreaming earth, and fill
(Driving sweet buds like flocks to feed in air)
With living hues and odours plain and hill:
Wild Spirit, which art moving everywhere;
Destroyer and Preserver; hear, O hear!
II
Thou on whose stream, 'mid the steep sky's commotion,
Loose clouds like Earth's decaying leaves are shed,
Shook from the tangled boughs of Heaven and Ocean,
Angels of rain and lightning: there are spread
On the blue surface of thine airy surge,
Like the bright hair uplifted from the head
Of some fierce Maenad, even from the dim verge
Of the horizon to the zenith's height,
The locks of the approaching storm. Thou dirge
Of the dying year, to which this closing night
Will be the dome of a vast sepulchre
Vaulted with all thy congregated might
Of vapours, from whose solid atmosphere
Black rain, and fire, and hail will burst: O hear!
III
Thou who didst waken from his summer dreams
The blue Mediterranean, where he lay,
Lulled by the coil of his crystalline streams,
Beside a pumice isle in Baiae's bay,
And saw in sleep old palaces and towers
Quivering within the wave's intenser day,
All overgrown with azure moss and flowers
So sweet, the sense faints picturing them! Thou
For whose path the Atlantic's level powers
Cleave themselves into chasms, while far below
The sea-blooms and the oozy woods which wear
The sapless foliage of the ocean, know
Thy voice, and suddenly grow grey with fear,
And tremble and despoil themselves: O hear!
IV
If I were a dead leaf thou mightest bear;
If I were a swift cloud to fly with thee;
A wave to pant beneath thy power, and share
The impulse of thy strength, only less free
Than thou, O Uncontrollable! If even
I were as in my boyhood, and could be
The comrade of thy wanderings over Heaven,
As then, when to outstrip thy skiey speed
Scarce seemed a vision; I would ne'er have striven
As thus with thee in prayer in my sore need.
Oh! lift me as a wave, a leaf, a cloud!
I fall upon the thorns of life! I bleed!
A heavy weight of hours has chained and bowed
One too like thee: tameless, and swift, and proud.
V
Make me thy lyre, even as the forest is:
What if my leaves are falling like its own!
The tumult of thy mighty harmonies
Will take from both a deep, autumnal tone,
Sweet though in sadness. Be thou, Spirit fierce,
My spirit! Be thou me, impetuous one!
Drive my dead thoughts over the universe
Like withered leaves to quicken a new birth!
And, by the incantation of this verse,
Scatter, as from an unextinguished hearth
Ashes and sparks, my words among mankind!
Be through my lips to unawakened Earth
The trumpet of a prophecy! O Wind,
If Winter comes, can Spring be far behind?
Σαν τα φύλλα τα ξερά, για να επιταχύνεις μια νέα γέννηση...
Γιάννης Σταύρου, Φθινοπωρινό, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Πέρσι Μπις Σέλλεϋ
Ωδή στον δυτικό άνεμο
Ι.
Ω άγριε Δυτικέ Άνεμε, πνοή εσύ της ύπαρξης του Φθινοπώρου,
Εσύ, που απ’ την αόρατή σου παρουσία τα πεθαμένα φύλλα
Παρασύρονται, όπως φαντάσματα που ένας μάγος τα σκορπίζει,
Κίτρινα και μαύρα και χλωμά και κόκκινα πυρετικά,
Μέγα πλήθος χτυπημένο από λοιμό: Ω Εσύ,
Που ηνιοχεύεις στο σκοτεινό τους χειμωνιάτικο κρεβάτι
Τους φτερωτούς σπόρους, όπου κείνται κρυμμένοι και ψυχροί,
Ένα κουφάρι ο καθένας μες στον τάφο του, ώσπου
Της Άνοιξης η αδελφή σου γαλανή να φυσήξει
Τη σάλπιγγά της πάνω απ’ τη γη που ονειρεύεται και να γεμίσει
(Τα γλυκά ανθάκια οδηγώντας σαν κοπάδια στον αέρα για να ταϊστούν)
Με ζωντανά χρώματα και αρώματα τους λόφους και τις πεδιάδες:
Άγριο Πνεύμα, που ολούθε περιφέρεσαι·
Καταστροφέα και Σωτήρα· άκου! Ω, άκου!
ΙΙ.
Εσύ που απ’ το ρεύμα σου, στου απόκρημνου ουρανού την ταραχή,
Ελεύθερα τα σύννεφα σκορπάνε, όπως της Γης τα φύλλα τα ξερά,
Καθώς τινάζονται απ’ τα πλεγμένα τα κλαδιά του Ουρανού και του Ωκεανού,
Άγγελοι της καταιγίδας και της αστραπής: εκεί απλώνονται
Στην κυανή επιφάνεια της αέρινής σου ορμής,
Σαν τα στιλπνά μαλλιά που ορθώνονται στην κεφαλή
Μιας άγριας Μαινάδας, απ’ τη θολή γραμμή
Του ορίζοντα μέχρι και του ύψους το αποκορύφωμα,
Οι βόστρυχοι της καταιγίδας που επέρχεται. Εσύ Θρήνε
Του θνήσκοντος έτους, για το οποίο η νύχτα που σιμώνει
Θα είναι ο θόλος ενός απέραντου μνήματος,
Υψωμένου με όλη σου τη συγκεντρωμένη δύναμη
Των υδρατμών, που απ’ την ατμόσφαιρά τους την πυκνή
Μαύρη βροχή και φλόγα και χαλάζι θα ξεχυθεί: ω, άκου!
ΙΙΙ.
Εσύ που αφύπνισες από τα θερινά της όνειρα
Τη γαλανή Μεσόγειο, εκεί όπου αναπαυότανε,
Νανουρισμένη από την περιδίνηση των κρυσταλλένιων της ρευμάτων,
Πλάι σε μια νήσο από ελαφρόπετρα στης Μπάιας τον όρμο,
Και έβλεπε μες στον ύπνο της πύργους κι αρχαία ανάκτορα
Να τρέμουνε στου κύματος τη δυνατή φεγγοβολή,
Κρυμμένα όλα κάτω από βρύα και λουλούδια κυανά,
Τόσο γλυκά, που ο νους λιγοθυμά όταν τα παρασταίνει! Εσύ
Που από το πέρασμά σου τα ρεύματα στην επιφάνεια του Ατλαντικού
Σχίζονται κι ανοίγουν χάσματα, ενώ βαθιά από κάτω
Τ’ άνθη της θάλασσας και τα ιλυώδη δάση που φορούν
Του ωκεανού το άχυμο φύλλωμα αναγνωρίζουν
Τη φωνή σου, κι άξαφνα χάνουν το χρώμα τους από τον φόβο,
Και τρέμουνε κι απογυμνώνονται: ω, άκου!
IV.
Ας ήμουν ένα πεθαμένο φύλλο, εσύ μπορούσες να με σήκωνες·
Ας ήμουν ένα γρήγορο σύννεφο για να πετάω μαζί σου·
Ένα κύμα για να ασθμαίνω κάτω απ’ τη δύναμή σου και να μοιράζομαι
Την ώθηση της ισχύος σου, μόνο λιγότερο ελεύθερος
Απ’ ό,τι, ω Αχαλίνωτε, εσύ! Ας ήμουν μόνο
Όπως τότε που ήμουνα παιδί και θα γινόμουν
Ο σύντροφός σου στις περιπλανήσεις σου στον Ουρανό,
Όπως τότε που το να ξεπεράσω την ουράνια ταχύτητά σου
Μόλις που έμοιαζε με όνειρο· ποτέ δεν θα ‘μπαινα σε τέτοιον αγώνα
Εγώ μαζί σου, που είμαι ένας ικέτης μες στην πικρή μου ανημποριά.
Ω, σαν κύμα, σαν φύλλο, σαν σύννεφο, σήκωσέ με!
Πληγώνομαι πάνω στ’ αγκάθια της ζωής! Αιμορραγώ!
Ένα βαρύ φορτίο ωρών έχει δέσει κι έχει λυγίσει
Έναν ακόμη όμοιό σου: αδάμαστο και γρήγορο και υπερήφανο.
V.
Κάνε με λύρα σου, τέτοια που ‘ναι και το δάσος:
Τι κι αν τα φύλλα μου σαν τα δικά του πέφτουνε!
Ο αχός των ισχυρών αρμονιών σου
Θα πάρει από τους δυο μας έναν βαθύ φθινοπωρινό τόνο,
Γλυκό ακόμη και στη θλίψη του. Γίνε εσύ, άγριο Πνεύμα,
Το πνεύμα μου! Εσύ, παράφορε, γίνε εγώ!
Οδήγησε τις νεκρές μου σκέψεις μες στο σύμπαν,
Σαν τα φύλλα τα ξερά, για να επιταχύνεις μια νέα γέννηση!
Και, με τη μαγική επωδή τού στίχου αυτού,
Σκόρπισε, σαν να ‘ναι μιας άσβεστης εστίας
Oι στάχτες και οι σπίθες, τα λόγια μου σ’ όλη την ανθρωπότητα!
Για τη γη που ακόμα δεν αφυπνίστηκε γίνε μέσ’ απ’ τα χείλη μου
Μιας προφητείας η σάλπιγγα! Ω, Άνεμε,
Αν έρθει ο Χειμώνας, μπορεί η Άνοιξη να είναι μακριά;
Εισαγωγή – Μετάφραση Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Percy Bysshe Shelley
Ode to the West Wind
I
O wild West Wind, thou breath of Autumn's being,
Thou, from whose unseen presence the leaves dead
Are driven, like ghosts from an enchanter fleeing,
Yellow, and black, and pale, and hectic red,
Pestilence-stricken multitudes: O thou,
Who chariotest to their dark wintry bed
The wingèd seeds, where they lie cold and low,
Each like a corpse within its grave,until
Thine azure sister of the Spring shall blow
Her clarion o'er the dreaming earth, and fill
(Driving sweet buds like flocks to feed in air)
With living hues and odours plain and hill:
Wild Spirit, which art moving everywhere;
Destroyer and Preserver; hear, O hear!
II
Thou on whose stream, 'mid the steep sky's commotion,
Loose clouds like Earth's decaying leaves are shed,
Shook from the tangled boughs of Heaven and Ocean,
Angels of rain and lightning: there are spread
On the blue surface of thine airy surge,
Like the bright hair uplifted from the head
Of some fierce Maenad, even from the dim verge
Of the horizon to the zenith's height,
The locks of the approaching storm. Thou dirge
Of the dying year, to which this closing night
Will be the dome of a vast sepulchre
Vaulted with all thy congregated might
Of vapours, from whose solid atmosphere
Black rain, and fire, and hail will burst: O hear!
III
Thou who didst waken from his summer dreams
The blue Mediterranean, where he lay,
Lulled by the coil of his crystalline streams,
Beside a pumice isle in Baiae's bay,
And saw in sleep old palaces and towers
Quivering within the wave's intenser day,
All overgrown with azure moss and flowers
So sweet, the sense faints picturing them! Thou
For whose path the Atlantic's level powers
Cleave themselves into chasms, while far below
The sea-blooms and the oozy woods which wear
The sapless foliage of the ocean, know
Thy voice, and suddenly grow grey with fear,
And tremble and despoil themselves: O hear!
IV
If I were a dead leaf thou mightest bear;
If I were a swift cloud to fly with thee;
A wave to pant beneath thy power, and share
The impulse of thy strength, only less free
Than thou, O Uncontrollable! If even
I were as in my boyhood, and could be
The comrade of thy wanderings over Heaven,
As then, when to outstrip thy skiey speed
Scarce seemed a vision; I would ne'er have striven
As thus with thee in prayer in my sore need.
Oh! lift me as a wave, a leaf, a cloud!
I fall upon the thorns of life! I bleed!
A heavy weight of hours has chained and bowed
One too like thee: tameless, and swift, and proud.
V
Make me thy lyre, even as the forest is:
What if my leaves are falling like its own!
The tumult of thy mighty harmonies
Will take from both a deep, autumnal tone,
Sweet though in sadness. Be thou, Spirit fierce,
My spirit! Be thou me, impetuous one!
Drive my dead thoughts over the universe
Like withered leaves to quicken a new birth!
And, by the incantation of this verse,
Scatter, as from an unextinguished hearth
Ashes and sparks, my words among mankind!
Be through my lips to unawakened Earth
The trumpet of a prophecy! O Wind,
If Winter comes, can Spring be far behind?