Ἐνθυμοῦμαι τί
συνέβη πρὸ πολλῶν ἐτῶν, ὅταν εἶχε γίνει τις ὑπουργὸς βουλευτὴς γείτονος
ἐπαρχίας. Οἱ κουρεῖς ἔκλεισαν τὰ κουρεῖά των, οἱ καφεπῶλαι τὰ καφενεῖά
των, οἱ ὑποδηματοποιοὶ ἐπώλησαν τὰ καλαπόδια των. Δὲν ὑπῆρξε βοσκὸς
ὅστις νὰ μὴ διωρίσθη τελωνοφύλαξ, οὔτε ἀγρότης ὅστις νὰ μὴ προχειρισθῇ
εἰς ὑγειονομοσταθμάρχην. Τότε εἴδομεν πρώτην φορὰν κ᾽ ἐδῶ εἰς τὴν νῆσον
λιμενάρχην φουστανελάν. Ὁ ἐκ τῆς γείτονος ἐπαρχίας ὑπουργὸς μᾶς τὸν εἶχε
στείλει ὡς δεῖγμα περίεργον ὑπαλλήλου. Ὁ Θεὸς μᾶς ἐλυπήθη καὶ δὲν
παρεχώρησε νὰ γεννηθῇ ἐπιφανής τις ἐδῶ, ἐσκλήρυνε δὲ τὴν καρδίαν μας καὶ
δὲν ἐδέχθημεν εἰσβολὴν ξένου ὑποψηφίου. Ἰλιγγιῶ νὰ φαντασθῶ τί θὰ
ἐγίνετο. Ὅλοι οἱ πορθμεῖς θὰ ἐγκατέλειπον τὰς λέμβους των, οἱ κυβερνῆται
θὰ ἔρριπτον ἔξω τὰ πλοῖά των, οἱ ναυπηγοὶ θὰ ἐπετοῦσαν τὰ ἐργαλεῖά των
καὶ θὰ ἐζήτουν δημοσίας θέσεις. Διότι μὴ νομίσῃς ὅτι ἡ θεσιθηρία
γεννᾶται μόνη της. Τὰ δύο κακὰ ἀλληλεπιδρῶσιν. Ἡ ἀκαθαρσία παράγει τὸν
φθεῖρα καὶ ὁ φθεὶρ παράγει τὴν ἀκαθαρσίαν. Τὸ τέρας τὸ καλούμενον ἐπιφανὴς
τρέφει τὴν φυγοπονίαν, τὴν θεσιθηρίαν, τὸν τραμπουκισμόν, τὸν
κουτσαβακισμόν, τὴν εἰς τοὺς νόμους ἀπείθειαν. Πλάττει αὐλὴν ἐξ ἀχρήστων
ἀνθρώπων, στοιχείων φθοροποιῶν, τὰ ὁποῖα τὸν περιστοιχίζουσι, παρασίτων
τὰ ὁποῖα ἀποζῶσιν ἐξ αὐτοῦ παχυνόμενα ἐπιβλαβῶς, σηπόμενα, ζῳύφια
βλαβερά, ὕδατα λιμνάζοντα, παράγοντα ἀναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα
τὴν ἀκαθαρσίαν...
Το κυλικείο του ελληνικού κοινοβουλίου...
(δια χειρός του ζωγράφου David Teniers,του νεότερου)
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Οι Χαλασωχώρηδες
Ἀφοῦ περιῆλθον ὅλα τὰ μαγαζεῖα τῆς παραθαλασσίου ἀγορᾶς, ὅπου ἔπιον ὄχι
ὀλίγον εἰς ὑγείαν καὶ τῶν δύο ἀντιπάλων μερίδων, ὁ Κωνσταντὴς ὁ
Καλόβολος καὶ ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους κατήντησαν καὶ εἰς τὸ μικρὸν
καπηλεῖον τοῦ Δημήτρη τοῦ Τσιτσάνη, ὅπου εἰσελθόντες ἀπῄτουν ἀπὸ τὸν
οἰνοπώλην νὰ τοὺς κεράσῃ. Ἀλλ᾽ ὁ κάπηλος ἵστατο συλλογισμένος, καὶ
ἠρνεῖτο ἀποτόμως νὰ κεράσῃ, λέγων ὅτι, κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο, δὲν εἶχε
σκοπὸν
νὰ τὸ κάμῃ φόρα* πρὸς χάριν κανενός, διότι ἄλλοτε, ὁποὺ
εἶχε φανῆ φιλότιμος μὲ τὸ παραπάνω, τὴν εἶχε πάθει στὰ γερά. Διότι, ὁ
Λάμπρος ὁ Βατούλας καὶ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, αὐτοὶ ποὺ εἶχαν
τὸ λύειν καὶ τὸ δεσμεῖν εἰς τὰ δύο κόμματα, τοῦ ἔταζαν «φούρνους μὲ καρβέλια», δώσαντες αὐτῷ οὐχὶ πλείονας τῶν εἴκοσι δραχμῶν μετρητά,
ἀπέναντι
καθὼς τοῦ εἶπαν, καὶ παρακινήσαντες αὐτὸν νὰ ἐξοδεύσῃ κι ἀπ᾽ τὴ
σακκούλα του ὅσα θέλει, ἄφοβα, διότι θὰ πληρωθῇ μέχρι λεπτοῦ, σύμφωνα μὲ
τὸν λογαριασμὸν ὃν ἤθελε παρουσιάσει. Τότε αὐτὸς πιστεύσας
«ἐξανοίχθηκε» κ᾽ ἐξώδεψε ἰδικά του λεπτά, παραπάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατοστάρικο·
ἀλλὰ μετὰ τὰς ἐκλογάς, ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας (τὸν ὁποῖον αὐτὸς ἠρέσκετο
νὰ ὀνομάζῃ σήμερον «ὁ Λάμπρος ὁ Φαταούλας») ἔκαμε πὼς δὲν τὸν ἐγνώριζε
καὶ τοῦ ἐγύρισε τὲς πλάτες. Ποῦ ἐπερίσσευε
τραμποῦκος* ἀπ᾽
αὐτοὺς ποὺ ἔχουν δόντια, κατάλαβες, γιὰ νὰ φᾶνε κ᾽ οἱ ἄλλοι, οἱ
παραμικροί; Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας κι ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος κι ἄλλοι
μερικοί, πέφτουν μὲ τὰ μοῦτρα
στὴ λαδιά*,
στὸ μούχτι*… κ᾽ ἠξεύρουν πῶς νὰ κυνηγοῦν τὸ
πλιάτσικο. Ἔχουν, βλέπεις αὐτοί, οἱ διαβόλοι, τὸν τρόπον νὰ τὰ κάμνουν
πλακάκια. Ἂν ἐρωτᾷς κι ἀπὸ
κοντραμπάντες* κι ἀπὸ
μπουκλούκια*… κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ βγάλῃ πλώρη μαζί τους. Εἶναι εἰς ὅλα
πρῶτο νούμερο.
Ἀλλ᾽ ὅταν μίαν φορὰν καῇ ἡ γούνα ἑνὸς ταβερνάρη, ἑνὸς καφετζῆ ἢ ἑνὸς
μικρομπακάλη (δὲν σοῦ λέγω, εἶναι ἄλλοι ποὺ καίονται στὰ πολιτικὰ κι
ἔχουν κρεμασμένο διὰ τὰς ἐκλογὰς τὸ ζουνάρι τους… κ᾽ εἶναι πάλιν ἄλλοι
ποὺ ξεύρουν μὲ τρόπο καὶ τὰ καταφέρνουν, παίρνοντες λεπτὰ κι ἀπὸ τὰ δύο
κόμματα, μαυρίζοντες πότε τὸ ἓν πότε τὸ ἄλλο, κ᾽ ἐβγαίνοντες πάντοτε
λάδι), τότε πολὺ βλὰξ θὰ εἶναι ἂν τοὺς ἐπιτρέψῃ νὰ τὸν κοροϊδέψουν καὶ δευτέραν φοράν.
Τοιαύτας θεωρίας ἐξέφερεν ὁ Δημήτρης ὁ Τσιτσάνης, ἀρνούμενος νὰ κεράσῃ
τοὺς δύο φίλους, οἵτινες εὐθυμότατοι εἶχον εἰσέλθει εἰς τὸ καπηλεῖόν
του. Ἀλλὰ δὲν ἦσαν καὶ διψασμένοι. Ἦτο ἑσπέρα ἤδη καὶ ἀπὸ τῆς δείλης
εἶχον περιέλθει τὸ ἥμισυ τῆς πολίχνης, παντοῦ κερνώμενοι καὶ πίνοντες. Ὁ
Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος ἤρχισε νὰ παραδίδῃ μάθημα ἐκλογικῆς ὀρθοφροσύνης
εἰς τὸν κάπηλον, λέγων ὅτι, αὐτὸς ὁποὺ τοῦ θέλει τὸ καλόν του, λυπεῖται
νὰ τὸν βλέπῃ νὰ πηγαίνῃ πάντοτε ὡσὰν τὸν κάβουρα, καὶ τοῦτο ἕνεκα
ἀδικαιολογήτου παραξενιᾶς. Τὸ νὰ μὴ θέλῃ «νὰ τὸ κάμῃ φόρα» νομίζει ὅτι
εἶναι δι᾽ αὐτὸν τὸ συμφορώτερον;
Κάθε ἄλλο· ἐξ ἐναντίας, μὲ τοῦτο ἐμπνέει δυσπιστίαν καὶ εἰς τὰ δύο
κόμματα, καὶ ἕνεκα τούτου δὲν ἀποφασίζουν νὰ δώσουν χρήματα εἰς ἕναν
ἄνθρωπον κρυψίνουν, «στριμμένον», ὅστις θέλει νὰ κάμνῃ τὸν ἀνεξάρτητον,
χωρὶς νὰ ξεύρῃ καλὰ-καλὰ τί πρᾶγμα εἶναι ἀνεξαρτησία. Ἐνῷ ἂν ἀποφασίσῃ
νὰ κηρυχθῇ θερμός, ἢ καὶ χλιαρός, ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς κόμματος, τότε, ἐνῷ τοῦ
κόμματος τούτου θὰ ἐφελκύσῃ ἀσφαλῶς τὴν ἐμπιστοσύνην, δὲν εἶναι
παράξενον νὰ προκαλέσῃ κολακείας καὶ φιλοφρονήσεις καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο
κόμμα, οἱ ἄνθρωποι τοῦ ὁποίου θὰ προσπαθήσουν μὲ κάθε τρόπον νὰ τὸν
κάμουν νὰ τὰ γυρίσῃ, ἢ θὰ πασχίσουν τοὐλάχιστον νὰ τὸν μετριάσωσιν. Ἐὰν
θέλῃ μάλιστα νὰ πάρῃ λεπτὰ καὶ ἀπὸ τὰ δύο κόμματα, ὁ ἀσφαλέστερος τρόπος
εἶναι νὰ κηρυχθῇ φανερὰ ὑπὲρ τοῦ ἑνός. Δὲν παίρνει παράδειγμα ἀπ᾽
αὐτόν, καὶ ἀπὸ τὸν φίλον του τὸν Γιάννην τῆς Κ᾽σάφους; Ἐνῷ ἄλλοι
φανατίζονται, καὶ «χαλνοῦν τὴ ζαχαρένια τους» καὶ χολοσκάνουν, αὐτοὶ οἱ
δύο, «ζευγαράκι ταιριαστό», παράδειγμα ὑγιοῦς ἐκλογικῆς φιλοσοφίας εἰς
ὅλον τὸ χωρίον, ἀνήκοντες εἰς δύο ἀντίπαλα καὶ μέχρι καταστροφῆς
πολεμοῦντα ἄλληλα κόμματα, περνοῦν μὲ γέλοια καὶ μὲ χαρές, τρώγοντες,
πίνοντες, εὐωχούμενοι, εἰς ὑγείαν ὅλων τῶν ὑποψηφίων, εὐλόγως θέτοντες
τὴν φιλίαν των ὑπεράνω τῶν κομμάτων. Καὶ μὲ τοιοῦτον τρόπον «τὸ ἔχουν
δίπορτο». Μὲ ὅποιον κόμμα νικήσῃ, θὰ εἶναι φίλοι καὶ οἱ δύο, ἀφοῦ θὰ
εἶναι ὁ εἷς. «Ὅποιος γάιδαρος, κι αὐτοὶ σαμάρι».
Τοιαῦτα πρακτικῆς ἠθικῆς διδάγματα ἔδιδεν ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος εἰς
τὸν Δημήτρην τὸν Τσιτσάνην. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι τὰ πλεῖστα εἶχεν ἀκούσει
τὴν προτεραίαν παρὰ δικολάβου τινός, ὅστις τὰ ἀνέπτυσσε πρὸς τοὺς φίλους
του. Ὁ κάπηλος τὸν ἤκουε σείων τὴν κεφαλήν, λέγων ὅτι αὐτὰ τὰ ἤξευρε
πρωτύτερα ἀπ᾽ ἐκεῖνον. Ἀλλ᾽ εἶναι μεγάλη διαφορὰ νὰ εἶναί τις ἀγωγιάτης
ἁπλῶς ἢ ξωμερίτης*, ὅπως αὐτοὶ οἱ δύο, ἀπὸ τοῦ νὰ ἔχῃ μαγαζί. Διότι
πρέπει νὰ τηρῇ τις καὶ κάποιαν ἀξιοπρέπειαν, «νὰ φυλάγῃ τὴν θέσιν του»,
ἂν θέλῃ νὰ μὴ ξεπέσῃ «στὴν παρακατινὴ σκάλα*». Οἱ δύο φίλοι τὸν ἤκουον
μειδιῶντες, οὐδόλως προσβαλλόμενοι διότι τοὺς ὑπεβίβαζε. Μόνον ὁ Γιάννης
τῆς Κ᾽σάφους τελευταῖον εἶπεν ὅτι «δὲν τοῦ γεμίζει τὸ μάτι κι αὐτὸς καὶ
τὸ μαγαζί του». Ὁ κάπηλος ἐπειράχθη τότε, καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς ὀνειδίζῃ
σκληρῶς, ἀλλ᾽ ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος, μὲ ἀτάραχον μειδίαμα, τοῦ εἶπεν
ὅτι «ἂν θέλῃ νὰ ἔχῃ μαγαζί, πρέπει νὰ ἔχῃ καὶ κοιλιὰ σὰν τὸ μαγαζί του,
μεγαλύτερη μάλιστα ἀπ᾽ τὸ μαγαζί του».
Ἐνταῦθα ἦτο ἡ λογομαχία, καὶ ὁ κάπηλος εἶχεν ἀνάψει τὴν λάμπαν, διότι
εἶχε νυκτώσει ἤδη, ὅταν εἰσῆλθε κομματικὴ ὁμὰς ὁδηγουμένη ἀπὸ τὸν
Λάμπρον τὸν Βατούλαν, ἐκεῖνον ὃν ὁ Τσιτσάνης ὠνόμαζε Φαταούλαν. Ἦτο ἀνὴρ
μεγαλόσωμος, ὡραῖος, μετ᾽ ἐπιτηδεύσεως ἐνδεδυμένος, φιλοφρονέστατος καὶ
μελιχρὸς τοὺς τρόπους.
Ἅμα εἰσελθών, διέταξεν ἓξ μαστίχες διὰ τοὺς μεθ᾽ ἑαυτοῦ, εἶτα ἐλθὼν
ὄπισθεν τοῦ λογιστηρίου, ἔκυψεν εἰς τὸ οὖς τοῦ καπήλου, καὶ ἤρχισε νὰ
τοῦ κρυφομιλῇ καὶ νὰ τὸν κατηχῇ. Μετ᾽ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας, ἀφοῦ τοῦ
εἶπε πολλά, καὶ ὁ οἰνοπώλης τοῦ ἀπήντα μόνον διὰ κατανεύσεων τῆς
κεφαλῆς, ἐπέστρεψε πάλιν πρὸς τὴν τράπεζαν, περὶ ἣν εἶχε στρωθῆ ἡ παρέα
του, καὶ διέταξεν ἐκ νέου μαστίχες.
Ἐπλήρωσεν ἐν κρότῳ δεκαρῶν τὰ ποτά, εἶτα ἀπευθύνας τὸν λόγον πρὸς τὸν
Κωνσταντὴν τὸν Καλόβολον, ὅστις ἵστατο παράμερα μὲ τὸν φίλον του Γιάννην
τῆς Κ᾽σάφους:
―Ἔ! τί ἔχουμε, Κώστα;… Πῶς πάει τὸ κόμμα σας; 〈εἶπε〉.
― Ποιὸ κόμμα μας, κὺρ Λάμπρο; ἀπήντησεν ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος· τὸ κόμμα μας εἶναι τὸ κόμμα σας.
― Τί; εἴμαστε ἀπὸ ἕνα κόμμα;
― Δὲν τὸ ξέρετε;
― Τότε, πῶς δὲν ξεχωρίζετε ἀπ᾽ τὸ Γιάννη τὸν φίλον σου;
―Ἡ φιλία φιλία, καὶ τὸ κόμμα κόμμα.
― Ἂς εἶναι τέλος πάντων, ὁ Θεὸς κ᾽ ἡ ψυχή σας. Πίνετε ἀπὸ μιὰ μαστίχα;
― Ἀπό ᾽να κρασὶ… ἂν μᾶς κεράσετε.
Καὶ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας διέταξε δύο κρασιά. Ἐν τῷ μεταξύ, εἰσῆλθεν εἰς τὸ καπηλεῖον καὶ ἄλλη ὁμὰς ἐκ τοῦ ἀντιθέτου κόμματος.
―Ἐβίβα! Καλὴ ἐπιτυχία.
Οἱ δύο φίλοι συνέκρουσαν τὰ ποτήρια κ᾽ ἔπιον.
Ἡ νεωστὶ εἰσελθοῦσα ὁμὰς διέταξε καὶ αὐτὴ ποτά.
Ἐπὶ κεφαλῆς τῆς ὁμάδος ἦτο ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, μεσῆλιξ, μελαγχροινός, εὔθυμος, ἀστεῖος.
― Ἄ! ἐδῶ εἶστε σεῖς, ποὺ βυζαίνετε ἀπὸ δυὸ μαννάδες;
― Τὸ καλὸ ἀρνί, κὺρ Μανώλη, ἀπήντησεν ὁ Γιάννης τῆς Κ᾽σάφους, τρώει ἀπὸ δυὸ προβατίνες.
Ὁ Μανώλης διέταξε τὸν κάπηλον νὰ τοὺς κεράσῃ, καὶ τότε ἔπιον εἰς ὑγείαν
τοῦ κόμματος τὸ ὁποῖον ἐξεπροσώπει ὁ Μανώλης. Μὲ τοιαύτην τακτικὴν
ἐκαλοπερνοῦσαν εἰς τὰς ἐκλογὰς οἱ δύο ἀγαπημένοι φίλοι. Εἶχον δὲ πίει
τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὄχι ὀλίγα εἰς βάρος ἀμφοτέρων τῶν κομμάτων. Ὁ Μανώλης
ὁ Πολύχρονος ἐγερθεὶς μετέβη ὄπισθεν τοῦ λογιστηρίου, ὅπως εἶχε κάμει
πρὸ μικροῦ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ εἰς τὸ οὖς τοῦ
καπήλου. Τὸ λογιστήριον ἐκεῖνο, φαίνεται, ὡμοίαζε κάπως μ᾽
ἐξομολογητήριον φραγκοκκλησιᾶς, ὅπου μία μία εἰσερχόμεναι ἐλαφρύνουσι
τὴν συνείδησίν των αἱ κομψοπρεπεῖς μετανοοῦσαι. Ἀφοῦ δὲ τοῦ εἶπεν ὅ,τι
εἶχε νὰ τοῦ εἴπῃ, ταπεινῇ τῇ φωνῇ, ἐνῷ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας δὲν ἔπαυσε
νὰ τοὺς κοιτάζῃ μὲ τὸν κανθὸν τοῦ ὀφθαλμοῦ, ἐπιστρέψας εἰς τὴν θέσιν του
ὁ Μανώλης, ἠθέλησε νὰ
κουρδίσῃ ὀλίγον τοὺς δύο φίλους.
―Ὅλα καλά, τοὺς εἶπε, μὰ ἐσεῖς οἱ δύο τὸ καταλαβαίνετε ποὺ μᾶς κοροΐδεύετε ὅλους, ἢ ὄχι;
― Ἀλήθεια! ἐπεβεβαίωσεν ἀπὸ τῆς πέραν τραπέζης καὶ ὁ ἡγέτης τῆς ἄλλης
ὁμάδος, ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, ὅστις ἠγάπα πάντοτε νὰ εἶναι φιλόφρων πρὸς
τοὺς ἀντιπάλους· ἀλήθεια· μᾶς κοροϊδεύετε.
Οἱ δύο φίλοι, μόλις κρατούμενοι εἰς τοὺς πόδας των, ἤρχισαν νὰ διαμαρτύρωνται θορυβωδῶς.
―Ὄχι! μά τὸ φῶς μου, κὺρ Μανώλη…
― Μά τὴν ἀγάπη μας, κὺρ Λάμπρο…
―Ἔτσι νὰ ἔχω καλὰ γεράματα.
― Νὰ χαρῶ τὸ στέφανό μου! κουμπάρε.
Καὶ λέγοντες ἐστράφησαν ὁ εἷς πρὸς τὴν τράπεζαν περὶ ἣν ἦτο
συγκεντρωμένη ἡ ὁμὰς τοῦ Λάμπρου, ὁ ἕτερος πρὸς τὴν ἄλλην τράπεζαν περὶ
ἣν ἐκάθηντο οἱ σύντροφοι τοῦ Μανώλη, στρέφοντες πρὸς ἀλλήλους τὰ νῶτα,
χειρονομοῦντες ὑπερμέτρως ὡς ἀδέξιοι ὑποκριταί, ἀνοίγοντες τὰς ἀγκάλας
πρὸς περίπτυξιν τῶν δύο ἀρχηγῶν τῶν κομματικῶν ὁμάδων.
― Ἂν θέλετε νὰ σᾶς πιστέψουμε ὅτι δὲ μᾶς κοροϊδεύετε, εἶπεν ὁ Μανώλης ὁ
Πολύχρονος, πρέπει ἢ ν᾽ ἀποκόψετε ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, αὐτὲς τὲς
ἡμέρες ποὺ θὰ εἶναι οἱ ἐκλογές, ἢ…
― Αὐτὸ θὰ εἶναι σκληρὰ καταδίκη δι᾽ αὐτούς, εἶπε γελῶν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας.
―Ἤ, τοὐλάχιστον, ἐξηκολούθησεν ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, νὰ μᾶς δώσετε
τώρα ἀμέσως ἀπόδειξιν ὅτι ἐνδιαφέρεσθε εἰλικρινῶς καὶ ὁλοψύχως, ὁ ἕνας
σας ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς κόμματος, ὁ ἄλλος ὑπὲρ τοῦ ἄλλου.
― Παίρνω ὅρκο, εἶπεν ὑψῶν τὴν χεῖρα ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους.
― Κ᾽ ἐγὼ παίρνω ὅρκο, εἶπε καὶ ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος.
― Οἱ ὅρκοι εἶναι σήμερο τὸ φθηνότερο πρᾶμα, εἶπε σαρκαστικῶς ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος.
― Σοῦ δίνω τὸ λόγο μου, κουμπάρε, εἶπεν ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους.
― Τί νὰ τὸν κάμω τὸ λόγο σου, κουμπάρε; εἶπεν ὁ Μανώλης, καλύτερα εἶχα νὰ μοῦ ἔδινες τὰ παλιὰ τὰ τσαρούχια σου.
Ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους, κύψας, ἔλυσεν ἀπὸ τῶν ποδῶν τὰ πέδιλα, καὶ ὀρθωθεὶς σοβαρῶς τὰ προσέφερεν εἰς τὸν Μανώλην.
― Πάρ᾽ τα, κουμπάρε!
Τὰ ἀπέθηκεν ἐπὶ τῆς τραπέζης, καὶ εἶτα, γυμνόπους, ἐστράφη πρὸς τὴν θύραν νὰ ἐξέλθῃ.
Ὅλοι ἐγέλασαν πρὸς τὸ σκηνικὸν τοῦτο τοῦ κραιπαλῶντος, ἀλλ᾽ ὁ Μανώλης τὸν ἀνεκάλεσεν.
―Ἔλα δῶ, κουμπάρε!
Ὁ Γιάννης τῆς Κ᾽σάφους, ἐπιστρέψας, ἐστάθη ἐνώπιον τοῦ Μανώλη.
― Εἰς τοὺς ὁρισμούς σου, κουμπάρε.
― Θέλω, εἶπε, νὰ μᾶς δώσητε ἀπόδειξιν ἀναμφισβήτητον τῆς πίστεώς σας εἰς τὰ δύο κόμματα.
― Τί ἀπόδειξιν;
―Ἰδού, εἶπεν ὁ Μανώλης, ἀπευθυνόμενος μᾶλλον πρὸς τὸν Λάμπρον τὸν
Βατούλαν, δὲν εἶναι ἀληθὲς πώς, ὅ,τι ἐπιθυμεῖ κανείς, ἐκεῖνο καὶ
πιστεύει;
― Δηλαδή; εἶπεν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας.
― Δηλαδή, δὲν βλέπομεν πολλάκις δύο ἀνθρώπους νὰ στοιχηματίζουν μεγάλα ἢ
μικρὰ ποσά, δι᾽ ἓν πρᾶγμα τοῦ ὁποίου ἄδηλος εἶναι ἡ ἔκβασις,
πιστεύοντες καὶ ὁ εἷς καὶ ὁ ἄλλος ὅτι θὰ γίνῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον
ἐπιθυμοῦν;
― Καθώς, λόγου χάριν, εἰς τὰς ἐκλογάς, σὰν καλὴ ὥρα, εἶπεν ο Λάμπρος ὁ
Βατούλας, ὁποὺ βάζουν στοίχημα ὅτι θὰ βγῇ ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον θέλει ὁ
καθένας.
―Ἴσα ἴσα! εἶπεν ὁ Μανώλης. Λοιπόν, δὲν εἶναι καλὸ νὰ βάλουν οἱ δυό τους, τώρα μπροστά μας, ἕνα στοίχημα;
― Σὰν τί στοίχημα;
― Νὰ στοιχηματίσετε, σύ, κουμπάρε Γιάννη, ὅτι θὰ κερδίσῃ τὸ δικό μας τὸ κόμμα, καὶ σύ, Κωνσταντή, ὅτι θὰ κερδίσῃ τὸ ἄλλο κόμμα.
―Ἐγὼ βάζω τὸ γάιδαρό μου! ἀνέκραξεν ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους.
― Κι ἐγὼ τὸ βόδι μου! ἐφώνησεν ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος.
―Ὁ γάιδαρός σου ἂς ἔχῃ ζωή, κουμπάρε Γιάννη, καὶ τὸ βόδι σου σοῦ
χρειάζεται διὰ νὰ ζήσῃς, Κωνσταντὴ Καλόβολε. Μόνον ἀρκεῖ νὰ βάλετε κάτι
τι ποὺ νὰ τρώγεται, ποὺ νὰ μασιέται εὔκολα, γιὰ νὰ ξεφαντώσῃ ὅλο τὸ
ἀσκέρι, ποὺ καλῶς ἀνταμωθήκαμε ἐδῶ, καλή μας ὥρα, ὅταν θὰ γίνουμε φίλοι
μετὰ τὰς ἐκλογάς. Ἐσύ, κουμπάρε Γιάννη, δὲν ἔχεις, θαρρῶ, δυὸ προβατίνες
κ᾽ ἕνα κριάρι;
― Τὰ θυσιάζω! ἀνέκραξεν ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους. Γιὰ τὸ χατίρι σου, κουμπάρε, κουρμπάνι* γίνομαι!
― Κι ἐγώ, γιὰ τὴν ἀγάπη σου, κὺρ Λάμπρο! ἐφώνησεν ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος.
― Δὲν εἶν᾽ ἀνάγκη νὰ θυσιάσῃς τὲς προβατίνες, κουμπάρε Γιάννη, τὸ κριάρι μᾶς ἀρκεῖ.
― Βάζω τὸ κριάρι! εἶπεν ὁ Γιάννης.
― Κ᾽ ἐγὼ βάζω τέσσαρα ζευγάρια κόττες ποὺ ἔχω, εἶπεν ὁ Κωνσταντής.
― Λοιπὸν σύμφωνοι· ἂν κερδίσωμεν καὶ τοὺς δύο βουλευτὰς ἡμεῖς, ἐσύ,
Καλόβολε, θὰ βάλῃς τὰ τέσσαρα ζευγάρια κόττες, κι ἂν κερδίσουν οἱ ἄλλοι,
ἐσύ, κουμπάρε Γιάννη, θὰ θυσιάσῃς τὴν προβατίνα. Ἐὰν ὅμως βγάλουμε ἀπὸ
ἕνα βουλευτὴν τὰ δύο κόμματα, τότε ἔχεις κέρδος, ἐσύ, κουμπάρε, τὴν
προβατίνα σου, γλυτώνεις κ᾽ ἐσύ, Κωνσταντή, τὲς κόττες σου.
― Σύμφωνοι!
Ἔδωκαν τὰς χεῖρας καὶ ἀπεχωρίσθησαν.
Β´
Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, Τρίτην τῆς ἑβδομάδος, πέντε ἡμέρας πρὸ τῆς
ἐκλογῆς, περὶ τὴν ὀγδόην ὥραν, ὁ Λάμπρος Βατούλας ἤναψε μετὰ τὸ δεῖπνον
τὸ φαναράκι του, καὶ συνοδευόμενος ἀπὸ τρεῖς ἢ τέσσαρας φίλους ἐξῆλθεν
εἰς ἐπισκέψεις κατ᾽ οἴκους πρὸς ψηφοθηρίαν. Διῆλθον διὰ τῆς ἀγορᾶς, καὶ
εἶτα, δι᾽ ἀνωφεροῦς δρομίσκου, ἐβάδισαν ἀνερχόμενοι εἰς τὴν ἄνω λαϊκὴν
συνοικίαν. Μόλις ἐπροχώρησαν ὀλίγα βήματα, καὶ δευτέρα συνοδία, μετὰ
φανοῦ καὶ αὐτή, προέβαλε κατόπιν των ἀνερχομένη. Ἦτο ὁ Μανώλης ὁ
Πολύχρονος μὲ τὴν παρέα του, ἀπὸ τὸ ἄλλο κόμμα. Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας
εἶχε «τὰ μάτια τέσσερα», ἀλλ᾽ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἠσχολεῖτο αὐτὸς καὶ
ἀπησχόλει καὶ τοὺς φίλους του, ἐνῷ ἐβάδιζαν, διηγούμενος διαφέρουσαν
πρὸς αὐτοὺς ἱστορίαν. Ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος, ἀφοῦ εἶχε κάμει λεπτὰ
εἰς τὸ Κάιρον, ἐμπορευόμενος ἐπὶ δώδεκα ἔτη ὡς ἀλευράς, κατ᾽ ἄλλους ὡς
φουρνάρης, ἔφθασε μὲ τὸ καλὸν εἰς τὴν πατρίδα του, πρωτεύουσαν τῆς
ἐπαρχίας, καὶ τὸ εἶχεν ἀπόφασιν, νὰ πολιτευθῇ. Ἐφαίνετο μορφωμένος,
εἶχεν ἰδεῖ κόσμον, τὸν ἐγνώριζεν αὐτὸς παιδιόθεν, καὶ πρὸ ἡμερῶν, ὅτε
μετέβη εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας, ἀνενέωσε τὴν γνωριμίαν. Ὁ
νεοφερμένος ἀπὸ τὴν ξενιτείαν εἶχεν αἰσθήματα, ἐξέφερε γενικὰς σκέψεις
περὶ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, «ξύλα κούτσουρα, δαυλιὰ καμένα». Δὲν
ὡμοίαζε μὲ τὸν Ἀλικιάδην, ὅστις ἐπολιτεύετο χάριν τῶν δημοσίων ἔργων,
οὔτε μὲ τὸν Γεροντιάδην, ὅστις ἐξελέγετο βουλευτὴς διὰ τὸ καλὸν τῆς
πατρίδος. Ἦτον ἀφελὴς τοὺς τρόπους, καὶ ἔτι ἀφελέστερος τὰς ἰδέας. Ἤθελε
νὰ πολιτευθῇ «γιὰ δόξα». Εὐκαιρία λαμπρά. Ὁ Ἀλικιάδης ἦτο παμπόνηρος,
καὶ τὰ χέρια του ὡμοίαζαν μὲ γάντζους. Δὲν ἠμποροῦσες νὰ τοῦ βγάλῃς
λεπτὰ οὔτε μὲ τὸ δόλωμα οὔτε με τὸ «παρασούβλι»*. Δὲν ἔδιδε πέντε χωρὶς
νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι θὰ λάβῃ δέκα. Ἑβραῖος σωστός. Ὁ Γιαννάκος ὁ
Χαρτουλάριος ἦτο ἀγαθός, «ψυχαράκι*, ὁ καημένος». Πῶς ἐφαίνετο ὅτι
ἤρχετο ἀπὸ μακριά! Σωστὸς Κελεπούρης! Εἶχε παραδάκια καλά, παιδιὰ-σκυλιὰ
τίποτε. «Ἐφυσοῦσε»*. (Καὶ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας συνώδευε δι᾽ ἐλαφροῦ
φυσήματος ὡς καὶ διὰ προστριβῆς τοῦ ἀντίχειρος ἐπὶ τοῦ δείκτου, ὑπὸ τὸ
φῶς τοῦ φαναρίου τὴν λέξιν: «Φυσάει, φυσάει!») Ποῦ θὰ τὴν εὕρισκαν ἄλλην
φορὰν τοιαύτην εὐκαιρίαν; Τὸν παλαιὸν καιρόν, οἱ ὑποψήφιοι βουλευταὶ
κατήρχοντο σύνδυο εἰς τὸν ἀγῶνα, ἔκαμναν κολληγιές. Ἐπειδὴ ὅμως ἑκάστοτε
ὁ ἕτερος τῶν συνδυαζομένων ἢ οἱ στενώτεροι τῶν περὶ αὐτόν, ἑκόντος ἢ
ἄκοντος αὐτοῦ, παρεσπόνδουν κ᾽ ἔκρινον καλὸν νὰ μαυρίσουν τὸν σύντροφον,
δίδοντες ἀποκλειστικὴν εἰς τὸν ἰδικόν των, ἐξέλιπεν ἡ ἐμπιστοσύνη, καὶ
οἱ συνδυασμοὶ ἐξέπεσαν κατὰ μικρὸν εἰς τὴν ἐπαρχίαν, ἑωσότου ὁλοσχερῶς
κατηργήθησαν. Τώρα ὁ καημένος ὁ Γιαννάκος, ἐπειδή, καθὼς σᾶς εἶπα,
ἔρχεται ἀπὸ μακριά, ἐζήτησεν ἐν τῇ ἀθωότητί του νὰ συνδυασθῇ μὲ τὸν
Ἀλικιάδην, καὶ ὁ τσιφούτης προθύμως τὸν ἐδέχετο. Ἄλλοι ὅμως πονηρότεροί
του τοῦ ἄνοιξαν τὰ μάτια, κ᾽ ἔτσι ὁ συνδυασμὸς ἐναυάγησε. «Τόσο τὸ
καλύτερο γιὰ μᾶς, παιδιά». Ἂν ὁ συνδυασμὸς κατηρτίζετο, ὁ Ἀλικιάδης θὰ
διεύθυνε τὸ οἰκονομικὸν μέρος, καὶ θὰ τοῦ ἔτρωγε τὰ λεπτὰ χωρὶς νὰ τοῦ
δώσῃ ψήφους. Τώρα ὅμως ὁ Χαρτουλάριος θὰ διεπραγματεύετο ἀπ᾽ εὐθείας
πρὸς αὐτούς (ἐκτὸς ἂν τὸν ἥρπαζε τὸ σκυλί, ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, μὲ
τοὺς ἰδικούς του, ἀλλ᾽ ὁ Λάμπρος θὰ εἶχε τὸν νοῦν του), κ᾽ εὔκολα,
ἤλπιζε, θὰ τὸν ἔβαζαν στὸ χέρι. Ἂν ἠμποροῦσαν νὰ τοῦ δώσουν καμμιὰ
ἑκατοστὺ ψήφους (ἐκεῖνος βουλευτὴς δὲν θὰ ἔβγαινε, κι ἂς τὸ εἶχε
σίγουρο, μόνον γιὰ τὸ
ὀνόρε*) ἀπὸ κείνους τοὺς
σμιγούς*,
τοὺς φθηνούς, ποὺ θὰ τοὺς ἀγόραζαν πρὸς 4-5 δραχμὰς τὸ κομμάτι, καὶ θὰ
τοῦ τοὺς ἐπουλοῦσαν πρὸς 15, ἂς εἶναι καὶ πρὸς δέκα δραχμάς, χαρὰ στὴν
τύχην τους! Ἀφοῦ εἶπε τοιαῦτά τινα ὁ Λάμπρος εὐθὺς προσέθηκε: «Τάχα ὁ
λόγος τὸ λέει, ἡμεῖς δὲν εἴμαστε ἀπὸ κεινούς… Ἄ! ὁ Μανώλης, ναί, ἐκεῖνος
εἶναι γι᾽ αὐτὲς τὲς δουλειές».
Συγχρόνως ἀνήρχετο κατόπιν των ἡ ἄλλη συνοδία, καὶ ὁ Μανώλης ὁ
Πολύχρονος, ἐν τῶ μέσῳ ἱστάμενος, ἔλεγε ταπεινῇ τῇ φωνῇ, μὲ ἀλληγορικάς,
ὡς συνήθιζε, φράσεις: «Αὔριο, παιδιά, πέφτει τὸ μεγάλο ψάρι… Νά ᾽χετε
τὸ νοῦ σας… Μὴ μᾶς 〈τὸ〉 φάῃ τὸ θεριό (κ᾽ ἐδείκνυεν ἑκατὸν βήματα
ἀπωτέρω, διὰ μέσου τοῦ σκότους, περὶ τὴν κινουμένην ἀμυδρὰν λάμψιν τοῦ
προπορευομένου φανοῦ, τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν μὲ τὴν συνοδίαν του). Νὰ
πιάσουμε τὰ πόστα… Μὴ μᾶς φάῃ τὸ ψάρι ὁ γαλιός*… Ὣς τὸ μεσημέρι ὁ ροφὸς
ἀριβάρει (νὰ πάρουμε, ὡς-τὰ-χωρατά, μιὰ βάρκα, νὰ πεταχτοῦμε ὣς τὰ
νησιά, νὰ κάμουμε καρτέρι)… ροφὸς ἑφταοκαδιάρικος, φρέσκος!… Θὰ πέσουν
καὶ κάτι συναγριδάκια, δὲ σᾶς λέω… Μὰ βάρδα ἀπ᾽ τὸ σκυλόψαρο (κ᾽
ἐδείκνυε τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν). Διπλὲς ἀπετουνιές, τριπλᾶ παραγάδια…
μὲ χονδροὺς φελλοὺς καὶ μὲ μολυβῆθρες πενηντάρικες… Καὶ τὰ μάτια σας
τέσσερα… Νὰ στέκεσθε
ἀ-ρόδο*, νά ᾽χετε
ἀ-πρόντο*, καὶ
τὶς πράγκες* καὶ τὰ καμάκια… καὶ τὸ σηπιογυάλι ἕτοιμο… γιατὶ ἀλλοιῶς δὲ
βγαίνει λαδιά». Εἶτα ὁ Μανώλης προσέθηκεν: «Ἂς εἶναι, ἡμεῖς τέτοιοι δὲν
εἴμαστε… Μὰ ἔπρεπε κάτι τι νὰ γίνῃ, στὸ πεῖσμα ἐκείνου τοῦ θεριοῦ,
ἐκείνου τοῦ σκυλόψαρου!»
Οἱ περὶ τὸν Μανώλην ἐγέλων πεπνιγμένους γέλωτας ἀκούοντες καὶ ἅμα
προυχώρουν, ὥστε παρ᾽ ὀλίγον ἔφθασαν τὴν πρώτην συνοδίαν, ἧς τὰ μέλη
ἠκροῶντο τὰς λεπτομερεῖς καὶ σπουδαίας ἀνακοινώσεις τοῦ Λάμπρου, κ᾽
ἐκοντοστέκοντο, καὶ πάλιν ἐβάδιζον. Τότε εἷς τῶν πέντε, ἀκούσας βήματα,
ἐστράφη, καὶ εἶδε τὴν δευτέραν συνοδίαν, καὶ τὴν ὑπέδειξεν εἰς τοὺς μετ᾽
αὐτοῦ, οὗτοι δὲ ἐτάχυναν τὸ βῆμα.
Εἰσῆλθον πρῶτον, ὁ Λάμπρος καὶ δύο τῶν σὺν αὐτῷ, εἰς τὸν οἰκίσκον τοῦ
Περμαχογιάννη, γέροντος χωρικοῦ, ἔχοντος τρεῖς υἱοὺς ἐκλογεῖς, οἱ δὲ
λοιποὶ δύο τῆς συνοδίας ἔμειναν εἰς τὸ προαύλιον, ὡς καραούλι. Ἐκ τῆς
ἄλλης συντροφίας, ὁ Μανώλης καὶ δύο ἄλλοι ἀνέβησαν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ
Ζυγαράκια, ἔχοντος τέσσαρας υἱοὺς καὶ ἡμίσειαν δωδεκάδα ἀνεψιῶν, ὅλους
ψηφοφόρους, δύο δὲ καὶ ἐκ τῆς συνοδίας ταύτης ἔμειναν ἔξω τῆς θύρας
βιγλίζοντες. Δεύτερον ἀνέβησαν οἱ περὶ τὸν Λάμπρον εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ
ζευγηλάτου Στροφλιώτου, οἱ δὲ περὶ τὸν Μανώλην εἰσῆλθον εἰς τὴν καλύβην
τοῦ Μαλλιοδήμου τοῦ αἰγοβοσκοῦ. Ἀκολούθως ἐπεσκέφθησαν καὶ ἄλλας οἰκίας,
κατὰ τὴν αὐτὴν πάντοτε τακτικήν, δύο ἐξ ἑκατέρας συνοδίας μενόντων
πάντοτε ὡς οὐραγῶν ἔξω τῆς θύρας ἢ κάτω τῆς λιθίνης κλίμακος. Ἦτο δὲ
ὀγδόη ἢ δεκάτη ἑσπέρα αὕτη, καθ᾽ ἣν ὁ Μανώλης καὶ ὁ Λάμπρος μετὰ τῶν
αὐτῶν ἢ ἄλλων ὀπαδῶν δὲν ἔπαυσαν ἐπισκεπτόμενοι τὰς οἰκίας τῶν χωρικῶν
καὶ ψηφοθηροῦντες. Παντοῦ ἐλάμβανον κ᾽ ἔδιδαν λιπαρὰς διαβεβαιώσεις καὶ
ὑποσχέσεις δαψιλεῖς, τόσον χορταστικάς, ὥστε εἷς τῶν μετὰ τοῦ Μανώλη,
συνοδεύσας αὐτὸν πολλὰς ἑσπέρας εἰς τοιαύτας ἐκδρομάς, ἀλλὰ πρώτην φορὰν
ἐφέτος βλέπων ἐκλογάς, καθόσον ἦτο ναυτικὸς καὶ συνήθως ἀπεδήμει,
ἔλεγεν εὔπιστος, οἰκτείρων τῆς ἀντιθέτου μερίδος τοὺς τόσους δρόμους:
― Τί χαλνοῦν τὰ παπούτσια τους; Τώρα πιὰ οἱ ψῆφοι μᾶς περισσεύουν!
Ἀλλ᾽ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, λίαν πεπειραμένος περὶ τὰ τοιαῦτα, ἔσεισεν οἰκτιρμόνως τὴν κεφαλὴν καὶ τοῦ εἶπε:
― Ἄχ! δὲ ξέρεις παιδί μ᾽, ἀπ᾽ αὐτά. Τὸ ψάρι, ἐνῷ θαρρεῖς ὅτι τὸ
κρατεῖς, ἔξαφνα γλιστράει καὶ φεύγει. «Χάνος εἶμαι, χάνομαι… μπέρκα
᾽μαι, δὲν πιάνουμαι… γιοῦλος* εἶμαι σὲ γελῶ… καὶ τὰ δίχτυα σου χαλῶ».
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Λάμπρος μετὰ τῶν δύο συντρόφων του ἀνέβησαν εἰς τοῦ
γέροντος πορθμέως μπαρμπα-Διοματάρη, εἰς καλύβην ἀνώγεων μετὰ μικροῦ
σοφᾶ*, ὅπου εὗρον τὸν γηραιὸν ναυτικὸν καθήμενον, ἂν καὶ ἦτο θέρος ἤδη,
παρὰ τὴν ἑστίαν, καπνίζοντα ἐλεεινὸν καπνὸν μὲ τὴν πίπαν του, καὶ
θερμαίνοντα τὰς δύο κνήμας, ὧν ἡ μία εἶχε παγώσει πρὸ ἐτῶν εἰς τὸν
Δούναβιν, καὶ ἐρεθιζομένη ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὸν καθίστα ἀνίκανον
πρὸς ἐργασίαν. Ἡ γραῖα ἐπαιδεύετο νὰ βράσῃ δύο ἢ τρία σκορπιδάκια, τὰ
ὁποῖα τῆς εἶχε φέρει ὁ γέρων, ἀργὰ φθάσας τὴν ἑσπέραν ἐκείνην μὲ τὴν
μικρὰν βάρκαν του ἐκ τῆς ἡμερησίας ἀνὰ τὸν λιμένα ἐκδρομῆς. Ὁ Λάμπρος
ἐκάθισεν ἐπί τινος παλαιοῦ κιβωτίου μὲ γλυφὰς καὶ μὲ καρφία διατεθειμένα
πρὸς κόσμον εἰς ρόμβους καὶ εἰς σταυρούς, οἱ δὲ δύο ἀκόλουθοί του
ἐκάθισαν ἐπί τινος κουλουριασμένου τριχίνου σχοινίου, χρησίμου εἰς τὴν
ἁλιευτικήν. Παραγάδια καὶ δίκτυα ἐπὶ κονταρίων ἡπλωμένα ἐκρέμαντο ἀπὸ
τὸν χθαμαλὸν ὄροφον ἕως τὸ δάπεδον. Ὅλα καὶ τὸ σχοινίον καὶ τὸ κιβώτιον,
καὶ τὰ κιλίμια, καὶ ἡ ψάθα, καὶ οἱ μύστακες τοῦ μπαρμπα-Διοματάρη, καὶ
τὸ φουστάνι τῆς γραίας του, ὅλα ἐμύριζαν ψαρίλες.
Ὁ Λάμπρος ἤρχισε νὰ ἐξηγῇ τὸν σκοπὸν τῆς ἐπισκέψεώς του, λέγων ὅτι, τὴν
φορὰν ταύτην, ἐπὶ τέλους εὑρέθη ἄνθρωπος νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν φτώχεια
καὶ νὰ ἔβγαζαν βουλευτὴν τὸν Ἀλικιάδην, θὰ ἔκαμναν χρυσῆ δουλειά, διότι,
αὐτός, ὁ Ἀλικιάδης, ἦτον φιλότιμος, καὶ εἶχε νὰ ζήσῃ, καὶ δὲν εἶχεν
ἀνάγκην νὰ διορίσῃ εἰς θέσεις τοὺς ἀνεψιούς του καὶ τὸν υἱὸν τῆς
κουμπάρας του, καὶ ἂν ἔβγαινε βουλευτής, θὰ ἐφρόντιζεν ἀποκλειστικῶς γιὰ
τὴν φτώχεια. Δὲν ὡμοίαζε μὲ καμπόσους ἄλλους, «ὄνομα καὶ μὴ χωριό». Καὶ
ὁ Λάμπρος δὲν εἶχεν ἀμφιβολίαν ὅτι, αὐτὴν τὴν φοράν, ὁ
μπαρμπα-Διοματάρης θὰ ἔδιδεν ἀποκλειστικὴν τὴν ψῆφόν του εἰς τὸν
Ἀλικιάδην.
Αὐτὰ τὰ εἶπεν ἐντέχνως ὁ Λάμπρος, ἐλπίζων νὰ εὕρῃ τὸν σφυγμὸν τοῦ
γέροντος ναυτικοῦ. Ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Διοματάρης, ὡς νὰ ἐζήτει ἀφορμὴν νὰ
ξεσπάσῃ, ἤρχισε νὰ διηγῆται διὰ μακρῶν τί τοῦ εἶχε συμβῆ κατόπιν τῆς
ἄλλης ἐκλογῆς, καθ᾽ ἣν εἶχε δώσει ψῆφον εἰς τοὺς ἀντιθέτους.
… Εἶχεν ὑπάγει εἰς τὸν Γεροντιάδην πρὸ τῆς διαλύσεως τῆς Βουλῆς, φέρων
ὅλα τὰ ἔγγραφά του, τὰ χαρτιά του, τὰ πιστοποιητικά του. Αὐτὸς ὅμως
ἀγρὸν ἠγόρασε. «Ποῦ σ᾽ εἶδα, ποῦ σὲ ξέρω;» Δὲν τὸν ἄφηναν ἥσυχον, ἐπὶ
τέλους; Ποίαν ὑποχρέωσιν εἶχε νὰ τρέχῃ δι᾽ ὅλες τὲς παλιοκαϊάσσες*, ὅσοι
ἐζήτουν νὰ πάρουν σύνταξιν ἀπὸ τὸ Ἀπομαχικόν; Αὐτός, ὅσους ψήφους
ἐπῆρε, τοὺς εἶχεν ἀγοράσει ἀκριβά. Ὅλους πληρωμένους. Ἕνα ἐκλογέα δὲν
ἄφησε ἀπλήρωτον. Διεπραγματεύετο χονδρικῶς μὲ τὸν Μανώλην τὸν
Πολύχρονον, ὅσους ψήφους, τόσα διπλᾶ τάλληρα, ἢ ὅσους ψηφοφόρους, τόσα
δεκάρικα. Ἀνάγκην αὐτὸς δὲν εἶχε νὰ σκοτίζεται, νὰ συναλλάσσηται ἀπ᾽
εὐθείας μὲ ἕνα ἕκαστον τῶν ἐκλογέων. Ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ἐκεῖνος
ἔλυνε κ᾽ ἔδενε, ἐκεῖνος ἔμβαζε κ᾽ ἔβγαζε. Καὶ εἰς τὸ τέλος τοῦ
λογαριασμοῦ ἀκόμη, οἱ ψῆφοι ἔβγαιναν ὀλιγώτεροι ἀπὸ τὰ δεκάρικα. Ἄρα καὶ
πολλοὶ πληρωμένοι τὸν εἶχαν μαυρίσει. Ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ὡς
τετραπερασμένος ποὺ ἦτον, τὰ ἐμβάλωνε λέγων, ὅτι πρέπει νὰ ξεπεσθοῦν ἀπὸ
τὸν λογαριασμὸν τόσα δεκάρικα, ὅσα ἐπῆγαν εἰς γενικὰ ἔξοδα, ἢ καὶ εἰς
κεράσματα ἀκόμη, μὴ ἀρκέσαντος τοῦ κονδυλίου τοῦ εἰδικοῦ. Τέλος πάντων,
ὅ,τι ἔγινεν ἔγινεν, ἀλλὰ μετὰ τὴν ἐπιτυχίαν, δὲν ἐννοοῦσε νὰ πληρώσῃ
λεπτὸν παραπάνω. Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλ᾽ ἤθελε νὰ μὴ χάσῃ καὶ τὴν
ἡσυχίαν του. Εἶχεν ἐξοφλήσει, ὡς ἐνόμιζεν. Ἐπῆρε χιλίους ἑκατὸν ψήφους
κ᾽ ἐξώδευσε χίλια διακόσια δεκάρικα, δώδεκα χιλιαδοῦλες σωστές. Τοῦ ἦλθε
σχεδὸν ἀπὸ ἕνδεκα δραχμάς, κατ᾽ ἀκριβολογίαν ἀπὸ δέκα καὶ ἐνενῆντα ἓν
λεπτὰ παρὰ ἓν κλάσμα, ἡ ψῆφος. Δὲν ἐξελέχθη αὐτὸς βουλευτὴς διὰ νὰ τρέχῃ
διὰ τὲς δουλειὲς τῶν ἐκλογέων, καθὼς ἄλλοι, ἐξελέχθη διὰ τὰ γενικὰ
συμφέροντα τῆς ἐπαρχίας. Καὶ ὄχι μόνον τῆς ἐπαρχίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔθνους
ὅλου. Τί λέγει τὸ Σύνταγμα; «Ἕκαστος βουλευτὴς ἀντιπροσωπεύει ὅλον τὸ
ἔθνος, καὶ ὄχι μόνον τὴν ἐπαρχίαν ἐξ ἧς ἐκλέγεται». Καὶ εὐτυχῶς ἡ
προλαβοῦσα Βουλὴ δὲν ἦτο ὡς αἱ προκάτοχοί της, αἵτινες διελύοντο μετὰ ἓν
ἔτος ἢ καὶ μετὰ ὀκτὼ μῆνας ἀπὸ τοῦ σχηματισμοῦ των. Ἔφαγε τρεῖς σωστὰς
συνόδους τακτικὰς καὶ δύο ἐκτάκτους. Ἐφαίνετο ὅτι δὲν ἔμελλε ποτὲ νὰ
διαλυθῇ, ἀλλ᾽ ἐπὶ τέλους, περὶ τὰ τέλη τῆς Γ´ συνόδου, διελύθη. Κατὰ τὴν
πρώτην σύνοδον, ὁ Γεροντιάδης ἐφρόντισε νὰ διορίσῃ εἰς μικρὰς ἢ μεγάλας
θέσεις ὅλους τοὺς ἀνεψιούς του, ἑπτὰ τὸν ἀριθμόν, καθὼς 〈καὶ〉 δύο
ἐξαδέλφους του καὶ τρεῖς δευτέρους ἐξαδέλφους του, ὡς καὶ δύο
κουμπάρους, καὶ τὸν υἱὸν τῆς κουμπάρας του, καὶ τὸν ἀδελφὸν τῆς
ὑπηρετρίας του, καὶ ἄλλους. Κατὰ τὴν δευτέραν σύνοδον κατώρθωσε νὰ
ἀκυρώσῃ δικαστικῶς ὅλα τὰ ἐνοικιαστήρια τῶν οἰκιῶν τῶν ἀντιπάλων του, ὡς
δημοσίων γραφείων, καὶ νὰ ἐνοικιάσῃ τὴν μίαν οἰκίαν του ὡς ἐπαρχεῖον,
τὴν ἄλλην ὡς ἑλληνικὸν σχολεῖον, καθὼς καὶ τῆς τρίτης μεγάλης
παραθαλασσίου οἰκίας του, τὸ μὲν ἄνω πάτωμα ὡς ἐφορίαν, τὸ δὲ κάτω
πάτωμα ὡς λιμεναρχεῖον. Ἔμενεν ἀκόμη τὸ ταμεῖον, τὸ τελωνεῖον καὶ τὸ
εἰρηνοδικεῖον, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν εἶχεν ἄλλας οἰκίας ἰδικάς του πρὸς
ἐνοικίασιν. Κατὰ τὴν τρίτην σύνοδον ἐπρόφθασε κ᾽ ἔβαλε δύο ἐκ τῶν υἱῶν
του ὑποτρόφους δύο διαφόρων κληροδοτημάτων, καθ᾽ ὃ ἀνομοίου κλίσεως καὶ
προορισμοῦ. Ὅσον διὰ τὴν κόρην του, αὐτὴν τὴν εἰσήγαγε, τῇ συναινέσει
καὶ τῆς μητρός της, νομίμου συζύγου του, εἰς τὸ «Σκολειὸ τῆς Ἀμαλίας»,
ὡς ἀσφαλέστερον, μὴ εὑρὼν ἄλλο πρόχειρον παρθεναγωγεῖον ἵνα τὴν
εἰσαγάγῃ. Καὶ ἄλλα ἀκόμη θὰ κατώρθωνε, διότι ἡ Βουλὴ ἐκείνη παραδόξως
ἐφαίνετο ἔχουσα «μέρες ἀπ᾽ τὸ Θεὸ» διὰ νὰ ζήσῃ. Δυστυχῶς, καὶ παρ᾽
ἐλπίδα, διελύθη, τέταρτον μῆνα τῆς Γ´ συνόδου ἄγουσα.
Γ´
Τοιαῦτα ἤρχισε νὰ διηγῆται εἰς τὸν Λάμπρον, ὅστις τὰ ἐγνώριζε καλύτερ᾽
ἀπ᾽ αὐτόν, ὁ μπαρμπα-Διοματάρης, παρενθέτων ἐνίοτε εἰς τὴν σειρὰν τῆς
διηγήσεως ἓν «καθὼς ἔμαθα, καθὼς μοῦ εἶπαν». Τὰ πλεῖστα ὅμως πρὸς
συμπλήρωσιν τῆς εἰκόνος τὰ προσέθηκε διακόπτων τὸν γέροντα ἁλιέα ὁ
Λάμπρος αὐτός, ὅστις δὲν ἔπαυεν, εἰς τὸ τέλος ἑκάστης περιόδου τοῦ
ἁπλοϊκοῦ ἀφηγητοῦ, νὰ κατανεύῃ διὰ τῆς κεφαλῆς ἐπιδοκιμάζων, καὶ
προσδοκῶν αἴσιον δι᾽ αὐτὸν τὸ ἀποτέλεσμα. Ἀλλὰ τὸ περιεργότερον ἦτο τὸ
πεῖσμα καὶ ἡ ὀξύτης, μεθ᾽ ὧν τὰ ἤρτυεν ὁ μπαρμπα-Διοματάρης. Ἀληθῶς δὲ ὁ
Λάμπρος δὲν τὸ ἐπερίμενε, καὶ μεγάλως ἐξεπλάγῃ ὅταν εἰς τὸ τέλος τῆς
διηγήσεως ὁ ἀφηγητὴς προσέθηκε:
― Τέτοιοι εἶναι ὅλοι τους! Ὕστερα, δῶσέ τους ψῆφο. Δὲν πάω οὔτε νὰ ψηφοφορήσω, νὰ μοῦ λένε πὼς μ᾽ ἀγόρασαν.
― Τί λές, μπαρμπα-Διοματάρη; ἀνέκραξεν ὁ Λάμπρος. Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν
εἶναι ὁ Γεροντιάδης… εἶναι ὁ Ἀλικιάδης, καὶ δὲν ἔχεις νὰ κάμῃς μὲ τὸν
Μανώλη τὸν Πολύχρονο, ἔχεις νὰ κάμῃς μ᾽ ἐμένα…
―Ὅλοι τὸ ἴδιο εἶναι! ἐπανέλαβε μετὰ πεισμονῆς ὁ μπαρμπα-Διοματάρης,
ἀμεριμνῶν ἂν προσέβαλλε κατὰ πρόσωπον τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν.
― Πῶς, ὅλοι τὸ ἴδιο εἶναι! ἐπανέλαβεν ὁ Λάμπρος. Ἡμεῖς δὲν
καταδεχόμαστε, μπαρμπα-Διοματάρη, νὰ κάνουμε τὶς δουλειὲς ποὺ κάνει ὁ
Μανώλης ὁ Πολύχρονος.
― Δὲν τὸ καταδιώχνετε*! ἀνεκάγχασε σκληρῶς ὁ τραχὺς ναύτης.
― Ναί, αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω ἐγώ. Δὲν μοῦ λές, μπαρμπα-Διοματάρη, στὴν ἄλλη ἐκλογὴ πῆρες παράδες ἀπ᾽ τὸ Μανώλη;
―Ἐγὼ νὰ πάρω παράδες; εἶπε βλοσυρὸς ὁ γέρων πορθμεύς· ἐμένα μοῦ ἔταξαν νὰ βγάλουν τὴν σύνταξή μου.
― Δὲν σημαίνει· ἔκαμες κακὰ νὰ μὴν πάρῃς παράδες.
― Γιατί;
― Γιατὶ ὁ Μανώλης θὰ σὲ πέρασε γιὰ πληρωμένον, αὐτὸ νὰ τὸ ξέρῃς σίγουρα.
― Τώρα τὸ κατάλαβα κ᾽ ἐγώ, καὶ γι᾽ αὐτό, οὔτε ξαναπάω πλιὰ νὰ ρίξω ψῆφο.
― Εἶσαι κουριόζος* ἄνθρωπος, μπαρμπα-Διοματάρη, ἐστέναξεν ὁ Βατούλας.
― Τὸ ξέρω κ᾽ ἐγώ… Δὲν θὰ ὑπάρχουν πολλοὶ τέτοιοι σὰν ἐμένα.
― Δὲν ὑπάρχει κανείς… Εἶσαι μοναχός σου… Δὲν ἔχεις ταίρι.
Καὶ ὁ Λάμπρος ἐστέναξεν ἐκ δευτέρου, ἀναλογιζόμενος ὅτι, ἂν ὑπῆρχαν
πενῆντα τοιοῦτοι ἐκλογεῖς, μὴ δεχόμενοι χρήματα, ἀλλὰ ὑποσχόμενοι, οὐχὶ
ὅπως ὁ μπαρμπα-Διοματάρης, νὰ ψηφοφορήσουν κατ᾽ εὐχήν, θὰ ἐκέρδιζε καὶ
αὐτὸς πενῆντα χάρτινα δεκάδραχμα ἀπὸ μίαν ἐκλογήν. Ἐφθόνει δὲ καὶ τὸν
Μανώλην τὸν Πολύχρονον, ὅστις ἤξευρε τὸν τρόπον, ὑποσχόμενος εἰς τὸν ἕνα
διορισμόν, εἰς τὸν ἄλλον σύνταξιν, εἰς τὸν τρίτον αἰσίαν ἔκβασιν τῆς
δίκης, νὰ εὑρίσκῃ ἀπληρώτους ἐκλογεῖς, τοὺς ὁποίους νὰ περνᾷ εἰς τὸ
κατάστιχόν του ὡς πληρωμένους.
Ἐν τοσούτῳ δὲν ἀπηλπίσθη νὰ μεταπείσῃ τὸν μπαρμπα-Διοματάρην, καὶ
ἠξεύρων ὅτι, ἂν ἐπέμενεν ἀποτόμως κατ᾽ αὐτὴν τὴν ἰδίαν ἑσπέραν, θὰ
ἐστόμωνε* μόνον τὸ γεροντικὸν πεῖσμα τοῦ χελωνοδέρμου ναυτικοῦ, τὸν
ἐκαληνύκτισε δι᾽ ἀπόψε, ἐπιφυλαχθεὶς νὰ ἐπανέλθῃ μετὰ δύο ἑσπέρας.
* * *
Ἀκολούθως ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας μετὰ τῶν συνοδῶν του ἀνῆλθεν εἰς τὴν μικρὰν οἰκίαν τοῦ Θανάση τοῦ Τσιρογιάννη.
― Καλῶς τὰ κάνετε*! καλησπέρα, Θανάση μὲ τὴ φαμίλια σου! ἔκραξεν ὁ
Λάμπρος μὲ τὴν λιγυρὰν καὶ θωπευτικὴν φωνήν του, καὶ μὲ τὴν μελισταγῆ
εὐπροσηγορίαν του.
― Καλῶς τὸν κὺρ Λάμπρο μὲ τὴν παρέα του.
―Ἔ; εἴμαστε γιὰ νά ᾽μαστε*;
― Μὰ βέβαια… Ἐσεῖς δὲν ἐφανήκατε κανένας σας, οὔτε σεῖς οὔτε οἱ ἄλλοι…
Εἶπα κ᾽ ἐγὼ μαθέ, γιατί δὲ μοῦ μιλεῖ κανένας;… Νὰ μὴ μ᾽ πῇ κανένας ἕνα
λόγο;
― Νά ποὺ ἤρθαμε…
Ὁ οἰκοδεσπότης ὡμολόγει ἀφελῶς ὅτι ἦτο ἕτοιμος νὰ δώσῃ τὸν λόγον του
εἰς ἐκεῖνον τῶν κομματαρχῶν, ὅστις πρῶτος θὰ ἔσπευδε νὰ τὸν
ἀγκαζάρῃ. Ἠγάπα ὡς φαίνεται τὰς θωπείας, καὶ ἐθεώρει ὡς τιμὴν προσγινομένην αὐτῷ, τὸ νὰ ἔλθῃ τις παρακαλῶν νὰ τοῦ δώσῃ τὴν ψῆφόν του.
― Ἄλλο σόι ἄνθρωπος αὐτός, εἶπε μέσα του ὁ Λάμπρος Βατούλας. Καλὰ ποὺ
πρόφτασα κι ἦρθα… πῶς δὲν τὸ πῆρε μυρουδιὰ ἐκεῖνο τὸ σκυλί, ὁ Μανώλης ὁ
Πολύχρονος, νὰ ἔρθῃ νὰ μοῦ τὸν πάρῃ!
Ὁ Θανάσης ὁ Τσιρογιάννης προσέφερεν οἶνον καὶ στραγάλια εἰς τοὺς
ἐπισκέπτας, ὁ δὲ Λάμπρος τοῦ ἔδωκε παχείας ὑποσχέσεις δι᾽ οἱανδήποτε
ἀπαίτησιν καὶ ἂν εἶχεν ἀπὸ τὸν μέλλοντα βουλευτήν, ὅστις ἦτο σίγουρος
«μὲ τὸ παραπάνω», καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ γραφεῖόν του, ὅπου
εἶναι τὸ ἐκλογικὸν κέντρον, διὰ νὰ τὰ εἰποῦν καλύτερα. Μόλις ἀπῆλθεν
οὗτος μετὰ τῶν ἀκολούθων, καὶ ὁ Μανώλης μὲ τοὺς ἰδικούς του ἀνῆλθον εἰς
τὴν οἰκίαν.
― Λοιπόν, κουμπάρε, πῶς εἴμαστε;
Ὁ Μανώλης εἶχε συνηθίσει ν᾽ ἀποκαλῇ κουμπάρους σχεδὸν ὅλους, καὶ τοὺς συντέκνους τῶν συμπεθέρων του.
― Τώρα, κουμπάρε, ἔδωσα τὸ λόγο μ᾽.
― Σὲ ποιόνε;
― Στὸ Λάμπρο τὸ Βατούλα… Τώρ-δά, τώρα-δὰ ὅ,τι κατέβηκε… Δὲν ἠξεύρατε νὰ ᾽ρθῆτε μισὴ ὥρα μπροστά;
Δ´
Ἡ οἰκία τοῦ Σπληνογιάννη, ἀνώγεως, μὲ δύο δωμάτια καὶ μέγαν πρόδομον,
μετὰ μεγάλου σκεπαστοῦ ἐξώστου καὶ λιθίνης κλίμακος, ἔκειτο ὀλίγα βήματα
ἀπωτέρω πρὸς ἀνατολὰς βλέπουσα. Ἐκεῖ εἰσῆλθε μετὰ τῶν ἑταίρων του ὁ
Λάμπρος ὁ Βατούλας, ἅμα ἐξελθὼν τῆς οἰκίας τοῦ Τσιρογιώργη.
Μετ᾽ ὀλίγα λεπτά, ὅτε ὁ Μανώλης κατῆλθεν ἄπρακτος ἐκ τῆς τελευταίας
ἀνωτέρω περιγραφείσης ἐπισκέψεώς του, ἤκουσε θόρυβον, φωνὰς καὶ ταραχήν.
Δύο φωναὶ ἀνδρικαί, ἡ μία βραχνή, ἐπίρρινος καὶ ὀργίλη, ἡ ἄλλη μελιχρὰ
καὶ καταπραϋντική, ἠκούοντο συνεχῶς ἐναλλάσσουσαι· ἀλλ᾽ ἀμφοτέρων
ἐδέσποζεν ὀξεῖα καὶ διάτορος φωνή, φωνὴ γυναικὸς νευροπαθοῦς,
διαμαρτυρομένης, μὲ γοερὰς καὶ ἀπειλητικὰς κραυγάς, ἃς ἀκούων τις
εὐλόγως ὑπέθετεν ὅτι μεγάλη συμφορὰ εἶχεν ἐνσκήψει. Αἱ φωναὶ ἤρχοντο
προφανῶς ἀπὸ τὴν οἰκίαν τοῦ Σπληνογιάννη. Ὁ Μανώλης, ὅστις ἐγνώριζε μὲν
κάτι τι καὶ ἀπὸ πρίν, διέκρινε δὲ καὶ ὀλίγας λέξεις ἐκ τῶν πολυήχων
κραυγῶν τῆς νευροπαθοῦς γυναικός, ἐνόμισεν ὅτι τὴν φορὰν ταύτην δὲν ἦτον
ὑπόχρεως νὰ σεβασθῇ τοὺς ὅρους τῆς σιωπηλῆς συμβάσεως, ἥτις ἴσχυε
μεταξὺ τῶν δύο ἀντιπάλων κομμάτων, ὅπως οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἑνὸς κόμματος μὴ
ἐπιτρέχωσιν ἀδιακρίτως πρὸς ψηφοθηρίαν εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, ὅπου ἔχουσιν
ἤδη εἰσβάλει οἱ ὀπαδοὶ τοῦ ἄλλου, καὶ ἔσπευσε νὰ παραβιάσῃ τὴν σύμβασιν.
Χωρὶς νὰ διστάσῃ, ἔνευσεν εἰς τοὺς δύο συντρόφους του νὰ τὸν
ἀκολουθήσωσι, καὶ ἀνέβη εἰς τὴν οἰκίαν.
Οἱ δύο ἀκόλουθοι τοῦ Βατούλα, οἵτινες εἶχαν μείνει, κατὰ τὴν
παραδεδεγμένην τακτικὴν εἰς τὸ προαύλιον τῆς οἰκίας, διεμαρτυρήθησαν δι᾽
ὑποκώφων γογγυσμῶν, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμησαν ν᾽ ἀντισταθῶσιν. Ἔμενον δὲ νῦν
ἀντικρύ των, προκλητικὰ ρίπτοντες ἐπ᾽ αὐτοὺς βλέμματα, καὶ οἱ δύο
οὐραγοὶ τοῦ Μανώλη, ἀπώτερον ἱστάμενοι, καὶ δυσκολευόμενοι νὰ ἐννοήσωσι
τὴν στρατηγικὴν τοῦ ἀρχηγοῦ των.
* * *
Μόλις εἶχεν ἀναβῆ ὁ Μανώλης εἰς τοῦ Σπληνογιάννη, καὶ παράθυρόν τι
ἐλαφρῶς τρῖξαν ὑπανεῴχθη ἀντικρύ. Εἰς τὸ ἄνοιγμα τοῦ παραθύρου ἐξῆλθεν ἡ
Τσιρογιώργαινα καὶ ἔτεινεν ἄπληστον τὸ οὖς. Εἰς τὸν μικρὸν ἐξώστην τῆς
παρακειμένης οἰκίας, ἐνῷ ἡ θύρα ἔμενε κλειστή, σκοτεινὴ μορφὴ ἵστατο ἀπό
τινων λεπτῶν τῆς ὥρας. Ἡ σκοτεινὴ μορφή, ἥτις δὲν ἦτο ἄλλη, εἰμὴ ἡ
Ζυγαράκαινα, μήτηρ τεσσάρων υἱῶν ἐκλογέων, κτλ., εἶδε τὴν διὰ τοῦ
ἀνοίγματος τοῦ παραθύρου προκύψασαν φαιδρὰν ὄψιν, τὴν ἀνεγνώρισε, κ᾽
ἐψιθύρισε πρὸς αὐτήν:
― Τ᾽ ἀκοῦς, γειτόνισσα;
― Τί ν᾽ ἀκούσω, γειτόνισσα;
― Νά, ποὺ μαλώνουν, τ᾽ ἀνδρόγυνο.
― Γιατί τάχα;
― Νά, ἀπὸ ἄλλο κόμμα, εἶναι, λέει, ὁ ἄνδρας κι ἀπὸ ἄλλο ἡ γυναίκα.
― Μὴ χειρότερα.
― Εἶναι καὶ ἄλλα χειρότερα, γειτόνισσα;
Καὶ ἡ φαιδρὰ ὄψις ἐπανέκλεισε τὸ παράθυρον κ᾽ ἔγινεν ἄφαντος, ἐνῷ ἡ
σκοτεινὴ μορφὴ ἥτις δὲν ἐξετίμα ἐν παντὶ τὴν χρησιμότητα τῆς λυχνίας,
ἔμεινε πολυπράγμων, κατασκοπεύουσα τὰ συμβαίνοντα ἐν τῆ ἀντικρινῇ οἰκίᾳ.
* * *
Μικρὸν πρὶν εἰσέλθῃ ὁ Μανώλης, ἰδοὺ τίνες φράσεις διημείβοντο ἐν τῇ οἰκίᾳ.
―Ἔννοια σου, κουμπάρε, μὴν τὴν ἀκοῦς αὐτή, ἔλεγε δεικνύων διὰ νεύματος
τὴν σύζυγόν του πρὸς τὸν Λάμπρον Βατούλαν, ὁ Σπληνογιάννης,
τεσσαρακοντούτης, ἰσχνός, κίτρινος, μ᾽ ἐσβεσμένα ὄμματα, προξενῶν
οἶκτον.
― Κεῖνο ποὺ θέλω ἐγὼ θὰ γένῃ! ἀνέκραζεν ἀπειλοῦσα διὰ [τῆς] χειρονομίας
ἡ σύζυγός του, ὡραία, τριακοντοῦτις, ὑψηλή, ροδόχρους, γλυκυτάτη, μὲ
μεθυστικὸν τὸ βλέμμα καὶ τὸ μειδίαμα· τὴν ὁποίαν διὰ τοῦ πρώτου
βλέμματος ὁ θεατής, συγκρίνων αὐτὴν ἐκ τοῦ σύνεγγυς πρὸς τὸν σύζυγόν
της, ἀκουσίως θ᾽ ἄφηνε νὰ τοῦ ἐκφύγῃ ἡ ἐπιφώνησις:
Κρῖμα στὴ γυναῖκα!
― Μὴν τὰ ξεσυνερίζεσαι τὰ λόγια της, κουμπάρε, διεμαρτύρετο λέγων ὁ σύζυγος.
― Τὸ δικό μου! θὰ περάσῃ, τὸ δικό μου! ἐπέμενε πάλιν ἡ συμβία.
― Καὶ τί; θὰ μὲ κουμαντάρῃς ἐσύ; ἔκραξεν ἀπειλητικῶς ὁ Σπληνογιάννης.
― Σᾶς παρακαλῶ… ἡσυχάσετε τώρα, παρενέβαλλε διὰ τῆς μελιχρᾶς καὶ
θωπευτικῆς φωνῆς του ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας. Νὰ τό ᾽ξερα ἔτσι δὰ… καλύτερα
νὰ μὴν ἐρχόμουνα… δὲν ἦρθα ἐγὼ γιὰ νὰ σπείρω σκάνδαλα στ᾽ ἀνδρόγυνο…
Ἡ θύρα ἠνοίχθη καὶ εἰσῆλθεν ἀνελπίστως ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος.
Ὁ Σπληνογιάννης ἠγέρθη αὐτομάτως μὲ βλέμμα ἐκπλήξεως καὶ ἀμηχανίας. Ἡ
γυνὴ ἐξεπήδησεν ἐκ τοῦ σκίμποδος ἐφ᾽ οὗ ἐκάθητο, καὶ προέβη εἰς ὑποδοχήν
του.
Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας οὐδ᾽ ἐσάλευσεν ἀπὸ τὴν θέσιν του.
― Καλῶς τὸν κουμπάρο! ἔκραξεν ἡ οἰκοδέσποινα.
― Καλῶς τὸν κουμπάρο! ἐτραύλισε καὶ ὁ Σπληνογιάννης.
Τὸ ἀνδρόγυνον εἶχεν, ὡς φαίνεται, διπλὲς κουμπαριές, καὶ ἐντεῦθεν
ἠδύνατο νὰ εἰκάσῃ τις ὅτι θὰ ἐπήγαζεν ἡ διαφωνία μεταξὺ τῶν δύο συζύγων.
Διότι ὁ Σπληνογιάννης εἶχεν ὑποσχεθῆ νὰ δώσῃ τὴν ψῆφόν του εἰς τοὺς
κουμπάρους του, Λάμπρον Βατούλαν καὶ λοιπούς. Ἡ Σπληνογιάνναινα ὅμως
ἔτρεφε φανερὰν προτίμησιν πρὸς τοὺς κουμπάρους της, τοῦ κόμματος Μανώλη
Πολύχρονου καὶ συντροφίας.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι, κατ᾽ ἰδίαν, ὁ Σπληνογιάννης διηγεῖτο εἰς τὴν σύζυγόν
του ὅτι ἀπὸ πολιτικὴν ἁπλῶς ὑπέσχετο εἰς τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν. Ἀλλ᾽ ἡ
γυνὴ ἐσκύλιαζε καὶ ἐδαιμονίζετο, ὅταν τὸν ἤκουεν ἀνανεοῦντα τὴν
ὑπόσχεσιν ταύτην, καὶ ἀπῄτει νὰ κηρύξῃ φανερὰ ὁ σύζυγός της εἰς τὸν
Λάμπρον ὅτι δὲν θὰ τοῦ ἔδιδε ψῆφον. Τὴν θυσίαν ταύτην ἐδυσκολεύετο νὰ
κάμῃ ὁ Σπληνογιάννης, καὶ ἀπὸ ἑβδομάδων ἤδη τὸ ἀνδρόγυνον «δὲν ἔτρωε
μερωμένο ψωμί».
― Τὰ βλέπεις λοιπόν, φίλε κύριε Λάμπρε, εἶπε μετὰ προσποιητῆς σοβαρότητος, δάκνων τὰ χείλη, ὁ Μανώλης.
― Τί νὰ ἰδῶ;
― Δὲν πρέπει νὰ βάζουμε σκάνδαλα στὸ ἀνδρόγυνο…
― Μάλιστα, σ᾽ αὐτὸ συμφωνῶ κ᾽ ἐγώ, εἶπε μεθ᾽ ἑτοιμότητος ὁ Λάμπρος· δὲν πρέπει νὰ
βάζετε σκάνδαλα, καθὼς τὸ λέτε.
―Ἐγὼ ἔβαλα! εἶπεν ὀργίλος ὁ Μανώλης. Ἐγὼ ἦρθα νὰ τοὺς εἰρηνεύσω, μήπως τυχὸν καὶ τοὺς ἐρεθίσατε…
Ὁ Σπληνογιάννης ἔδιδε καθέκλαν εἰς τὸν Μανώλην.
― Ἂς εἶναι, θὰ τὰ καταφέρωμεν, εἶπεν.
― Ἂς εἶναι, κάνομε καλά, εἶπεν. Ἐσεῖς βλοημένοι, ἔρχεσθε κ᾽ οἱ δυὸ μαζί, καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ…
Ἀκουσίως, ἀμφότεροι οἱ ψηφοκάπηλοι ἐγέλασαν, μαντεύσαντες τί ἤθελε νὰ εἴπῃ ὁ Σπληνογιάννης.
― Κεῖνο ποὺ σοῦ λέω ἐγώ!…
― Κεῖνο ποὺ σοῦ λέω ἐγώ! ἀνέκραξε μὲ ὀξεῖαν φωνὴν ἡ γυνή.
ᾘσθάνετο δὲ τώρα ἐνισχυομένην τὴν θέσιν της ἐκ τῆς ἐπικουρίας ἣν παρεῖχεν αὐτῇ ἡ παρουσία τοῦ Μανώλη, καὶ ἐγίνετο θρασυτέρα.
Ὁ δυστυχὴς Σπληνογιάννης δὲν ἐνθυμεῖτο νὰ εὑρέθῃ ποτὲ εἰς δυσχερεστέραν
θέσιν. Εὑρίσκετο ἀντιμέτωπος τριῶν ἐχθρῶν, ὧν φοβερώτερος βεβαίως ἦτο
αὐτὴ ἡ σύζυγός του. Μεμονωμένους, καθ᾽ ἕνα ἕκαστον, ἂν τοὺς εἶχε
συναντήσει, ἦτο ἱκανός, διὰ τῆς ψευτικῆς, τοῦ μόνου ὅπλου ὅπερ ἀπέμεινεν
εἰς τοὺς χωρικοὺς ὅπως ἀνταγωνίζωνται κατὰ τόσων καὶ τόσων πολιτικῶν ἢ
κοινωνικῶν καὶ βιοτικῶν πιέσεων καὶ διωγμῶν, (ὅπλον τὸ ὁποῖον ἀκονίζεται
δὶς τῆς ἑβδομάδος εἰς τὰ πταισματοδικεῖα καὶ εἰρηνοδικεῖα, ὅπου ὁ
χωρικὸς γίνεται σωστὸς βλαχοδικηγόρος) νὰ τὰ βγάλῃ πέρα μαζί των,
φενακίζων καὶ τοὺς τρεῖς, κατὰ πρόσωπον, φασκελώνων καὶ τὰ δύο κόμματα
ὄπισθεν τῶν νώτων, καὶ ὁρκιζόμενος καθ᾽ ἑαυτὸν νὰ μαυρίσῃ περιφρονητικῶς
ὅλας κατὰ σειρὰν τὰς κάλπας τῶν αὐτοκλήτων ἀντιπροσώπων τοῦ ἀτυχοῦς
λαοῦ, τοῦ τόσον δεινοπαθοῦντος καὶ τυραννουμένου.
Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἡ παρουσία τοῦ Λάμπρου τοῦ Βατούλα καθίστα ἤδη ἀνίσχυρον τὸ
μόνον ὅπλον του, εἰς ἐπίμετρον προσετέθη καὶ ἡ ἔφοδος τοῦ Μανώλη τοῦ
Πολύχρονου, ὅστις θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἦλθεν ἐπίτηδες διὰ νὰ παρασταθῇ εἰς
δωρεὰν περίεργον οἰκογενειακὴν κωμῳδίαν.
Οὐδὲν ἄλλο καταφύγιον εἶχεν ἢ νὰ ζητήσῃ μικρὰν ἀνακωχήν.
― Ἂς εἶναι, εἶπε, θὰ ἰδοῦμε· σήμερα Τρίτη ὣς τὴν Κυριακὴ ποὺ θὰ εἶναι οἱ ἐκλογές, θὰ μᾶς φωτίσῃ ὁ Θεὸς τί νὰ κάμουμε…
―Ὄχι! ὄχι! ἔκραξεν ἡ γυνὴ γελῶσα ἀκουσίως, ἀρχίσασα φαίνεται καὶ αὐτὴ νὰ ἐννοῇ τὸ κωμικὸν τῆς θέσεως. Ὄχι! ὄχι!
Καὶ ἐκτύπα θορυβωδῶς τὸν δεξιὸν γρόνθον ἐπὶ τῆς παλάμης τῆς ἀριστερᾶς.
―Ὄχι! Νὰ δώσῃς τώρα τὸ λόγο σου! Ν᾽ ἀποφασίσῃς τί θὰ κάμῃς. Δὲν τοὺς
ἔχεις τοὺς ἀνθρώπους σὰν τὰ ζωντανά σου, νὰ ἔρχωνται καὶ νὰ ξαναέρχωνται
χίλιες φορές.
Ὁ Λάμπρος καὶ ὁ Μανώλης μετὰ μειδιάματος εὐχαρίστησαν τὴν σύζυγον τοῦ Σπληνογιάννη διὰ τὸ φιλοφρόνημα.
― Μὰ κάμε φρόνιμα, γυναίκα! ἔκραξεν ἀγανακτῶν ὁ ποιμήν. Εἶναι τρόπος
αὐτὸς νὰ ἐπιμένῃς τόσον ἐσύ, ἐμπρὸς εἰς τόσους ἄνδρας! Ἀλλοίμονό μας! ἂν
ἀρχίσουν νὰ μᾶς κουμαντάρουν οἱ γυναῖκές μας.
― Ἀκοῦστέ τον! Ἀκοῦστέ τον! Μὲ βρίζει κιόλα… μὲ φοβερίζει! ἀνέκραξεν ἡ
γυνὴ δράττουσα περὶ τοὺς κροτάφους τοὺς δύο κρεμαμένους θυσάνους τῆς
κόμης της.
― Δὲν ξέρω στὴν παραπάνω σκάλα*, εἶπε μὲ πικρὸν τόνον τρωθείσης
ἀξιοπρεπείας, ρίπτων ἐμφαντικὸν βλέμμα πρὸς τοὺς ἐπισκέπτας ὁ ποιμήν,
δὲν ξέρω ἂν οἱ
σοϊλῆδες, αὐτοὶ ποὺ κάνουν τὸν ἄρχοντα, στρέγουν
νὰ τοὺς κουμαντάρουν οἱ γυναῖκές τους· μὰ ἡμεῖς οἱ βοσκοὶ δὲν τὸ
καταδεχόμαστε μὲ κανέναν τρόπο! Ὁ παπὰς ποὺ μᾶς ἐστεφάνωσε ἄκουσα νὰ λέῃ
τὴν ὥρα ποὺ διάβαζε τὸν Ἀπόστολο, πρὶν εἰπῇ τὸ Βαγγέλιο, πὼς «ἡ γυνὴ
πρέπει νὰ φοβᾶται τὸν ἄνδρα».
Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, μειδιῶν, ἴσως διὰ νὰ δώσῃ ἀφορμὴν εἰρηνεύσεως εἰς
τὰ δύο πρόσωπα τῆς σκηνῆς, τρέπων τὸ θέμα ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, εἶπε:
― Μὰ ξέρεις, κουμπάρε, τί τὴν δασκαλεύει τὴ νύφη ἡ μάννα της;
― Τί;
― Τὴν ὥρα ποὺ λέει αὐτὸν τὸ λόγο ὁ παπάς, τὴν ὁρμηνεύει νὰ πῇ μέσα της
τρεῖς φορές: «Ἀστοχιὰ στὸ λόγο σου, παπά μ᾽, δάκω τὴ γλῶσσά σου!»
Ἐγέλασαν ὅλοι καὶ αὐτὴ ἡ Σπληνογιάνναινα.
Ὁ Λάμπρος, ἐγερθείς, μετὰ τὴν παρατήρησιν ταύτην, ἐπλησίασεν εἰς τὴν
θύραν, ὅπου ἐστάθη ἐπί τινα λεπτά, ὡς νὰ ἐσκέπτετο ἂν ἔπρεπε ν᾽ ἀπέλθῃ.
Ἀλλ᾽ οὐχ ἧττον ἐπανῆλθε πάλιν εἰς τὴν θέσιν του κ᾽ ἐκάθισεν.
Ὁ Μανώλης ἠγέρθη καὶ αὐτός, ἐπλησίασεν εἰς τὸ παράθυρον, ἐστήριξε τὰ νῶτα ἐπὶ τοῦ τοίχου, κ᾽ ἐστάθη ἀναποφάσιστος.
Οὐδεὶς τῶν δύο ἀπεφάσιζε νὰ δώσῃ πρῶτος τὸ παράδειγμα τῆς ἀποχωρήσεως. Ὁ
μὲν Λάμπρος ἐσκέπτετο ὅτι, ὁ Μανώλης, τελευταῖος ἐλθών, ἦτο ὁ
ἀδιάκριτος, καὶ ἑπομένως ὤφειλε νὰ τοὺς ἀφήσῃ ἡσύχους νὰ τελειώσουν τὴν
συνδιάλεξιν ἣν εἶχον ἢ ὑπετίθετο ὅτι εἶχον μετὰ τοῦ οἰκοδεσπότου, ὁ δὲ
Μανώλης ἐφρόνει ὅτι, ἀφοῦ ἦλθε τελευταῖος, τελευταῖος ἔπρεπε καὶ ν᾽
ἀπέλθῃ.
Τέλος ὁ Λάμπρος ἐσκέφθη ὅτι ἡ σκηνὴ αὕτη ἔπρεπε νὰ λάβῃ πέρας, καὶ ὅπως εὐπροσώπως ἐξέλθῃ ἐκ τῆς δυσχεροῦς θέσεως:
― Ἂς εἶναι, εἶπε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, ἡμεῖς δὲν εἴμαστε ἀπὸ κεινοὺς
ὁποὺ πᾶνε καὶ βάζουν σκάνδαλα στ᾽ ἀνδρόγυνα· κάμε ὅ,τι σὲ φωτίσῃ ὁ Θεός,
καθὼς εἶπες. Κ᾽ ἕνα ψῆφο νὰ μᾶς δώσῃς στὴ μία μας κάλπη μοναχά, γιὰ νὰ
δώσῃς κι ἀπὸ κεῖ (δείξας τὸν Μανώλην), καὶ μεικτὸν νὰ δώσῃς καὶ στὰ δυὸ
κόμματα, ἡμεῖς θὰ σοῦ τὸ γνωρίζουμε χάρη.
―Ὄχι! ὄχι! ἐπέμεινεν ἡ γυνή. Στὸν κουμπάρο ἔδωκε τὸ λόγο του ἀπὸ μπροστύτερα.
Ὁ Λάμπρος ἐκινήθη νὰ ἐξέλθῃ, ὁ δὲ Μανώλης μείνας ἐπὶ δύο ἢ τρία λεπτά,
ἀφοῦ ἀντήλλαξε μὲ ψίθυρον φωνὴν ὀλίγας λέξεις μὲ τὸν οἰκοδεσπότην καὶ μὲ
τὴν συμβίαν του, τοὺς εὐχήθη τὴν καλὴν νύκτα, καὶ ἀπὸ τοῦ ἐξώστου,
μεγάλῃ τῇ φωνῇ, διὰ ν᾽ ἀκουσθῇ ἀπὸ τὸν Λάμπρον, ὅστις δὲν θὰ ἦτο μακράν,
εἶπε:
― Καλὰ τοὺς λένε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, Χαλασοχώρηδες.
―Ὅλοι σας, ἀπήντησεν ἑτοίμως ὁ ποιμήν, νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, κουμπάρε, εἶστε
παρ᾽ τὸν ἕνανε,
χτύπα τὸν ἄλλονε.
― Τὸ λοιπὸν κ᾽ ἡμεῖς εἴμαστε χαλασοχώρηδες, σὰν αὐτούς;
― Δὲν εἶστε χαλασοχώρηδες, ἀπήντησε σαρκαστικὴ εἰς τὸ σκότος ἡ φωνὴ τοῦ Λάμπρου Βατούλα· εἶστε
ἀνδρογυνοχωρίστρες!
Ε´
Χαλασοχώρηδες ἐκαλοῦντο τέως οἱ τοῦ κόμματος τοῦ Λάμπρου, ἀπὸ δὲ τῆς νυκτὸς ταύτης οἱ τοῦ ἄλλου κόμματος ὠνομάσθησαν οἱ
ἀνδρογυνοχωρίστρες.
Ἀπὸ τῆς αὐγῆς τῆς ἐπαύριον Τετάρτης ὁ Μανώλης καὶ δύο τῶν φίλων του,
λαβόντες βάρκαν, ἐξῆλθον εἰς τὸ Μαραγκό, νησίδιον φράττον πρὸς Εὖρον τὸν
λιμένα, κ᾽ ἐπαραμόνευαν πότε θὰ ἐνεφανίζοντο ὄπισθεν τῆς Ἄρκου καὶ τῆς
Τρυπητῆς, δύο ἄλλων ἀνατολικώτερον κειμένων νησιδίων, αἱ βάρκαι αἱ
φέρουσαι τὸν
ροφὸν κατὰ τὸ λεξιλόγιον τοῦ Μανώλη τοῦ
Πολύχρονου. Ἀλλ᾽ ἀπὸ βαθέος ὄρθρου, ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας ὀσφρανθείς,
φαίνεται, τὸ δόλωμα τῶν ἀντιπάλων, ἔσπευσε νὰ ἐξυπνίσῃ τὸν καπετὰν
Νικολάκην, τὸ Τρυποκαρύδι, ἕνα τῶν στενωτέρων φίλων του, καὶ
ἐπιβιβασθέντες οἱ δύο εἰς ὡραῖον κότερον, ἔλυσαν τὰ πανιά, ἐσήκωσαν τὴν
ἄγκυραν, καὶ ἀνάψαντες τοὺς ναργιλέδες των, μὲ τὰ κάρβουνα τὰ ὁποῖα
εἶχαν λάβει ἀπὸ τὸ καφενεῖον τοῦ γερο-Ἀκούκατου, ὅστις ἀγρυπνότερος
ἀλέκτορος ἤνοιγε τὸ καφενεῖον τέσσαρας ὥρας πρὶν φέξῃ, ἐξηπλώθησαν παρὰ
τὴν πρύμνην καπνίζοντες καὶ πλέοντες τῇ βοηθείᾳ τῆς πρωινῆς ἀπογείου
αὔρας. Ἐξῆλθον εἰς τὸ Ἀσπρόνησον, βορειανατολικῶς, ὅπου ἔκαμναν καρτέρι,
περιμένοντες πότε ἤθελε φανῆ τὸ
κελεπούρι, κατὰ τὸ ὕφος τοῦ
Λάμπρου τοῦ Βατούλα. Οἱ Χαλασοχώρηδες κάμψαντες τὴν ἀκτὴν εἶχαν κρυφθῆ
ὄπισθεν τοῦ Ἀσπρονήσου, καὶ οἱ Ἀνδρογυνοχωρίστρες οὔτε τοὺς εἶδαν, οὔτε
ὑπώπτευον κἂν ὅτι τοὺς εἶχαν προλάβει.
Μετὰ ἱκανὴν ὥραν, ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου, προέκυψαν ἀπὸ τοῦ ἀπέναντι
ἀκρωτηρίου δύο βάρκαι ἐρχόμεναι πρὸς τὰ ἐδῶ, αἵτινες, ἔχουσαι οὔριον τὸν
ἄνεμον, καθότι εἶχε σουρώσει* ἤδη τὸ μελτέμι, ταχέως ἐπλησίασαν. Οἱ
Χαλασοχώρηδες μὲ τὸ κότερόν των ἔπλευσαν εἰς προϋπάντησιν τῶν δύο
λέμβων. Ἀνεγνώρισαν δὲ μετ᾽ οὐ πολὺ τὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἔφερον αὗται.
Τῆς μιᾶς τούτων ἐπέβαινον ὁ Ἀλικιάδης, καὶ ὁ Ἀβαρίδης, τῆς δευτέρας
ἐπέβαινον ὁ Γεροντιάδης, ὁ Καψιμαΐδης καὶ ὁ Χαρτουλάριος, καὶ οἱ πέντε
ὑποψήφιοι βουλευταί. Εἶχον ὁρμηθῆ ἐκ τῆς πρωτευούσης τῆς ἐπαρχίας καὶ
ἤρχοντο πρὸς ἄγραν ψήφων καὶ πρὸς ἐν τῷ δευτερεύοντι δήμῳ φίλων των.
Τούτων ὁ Ἀλικιάδης ἐκ τῆς μιᾶς λέμβου καὶ ὁ Καψιμαΐδης ἐκ τῆς ἄλλης
ὑπηρετοῦντο, χωρὶς νὰ εἶναι συνδυασμένοι, ἀπὸ τοὺς Χαλασοχώρηδες, ὁ δὲ
Γεροντιάδης καὶ ὁ Ἀβαρίδης ὑπεστηρίζοντο, χωρὶς ν᾽ ἀποτελῶσι συνδυασμόν,
ἀπὸ τὶς Ἀνδρογυνοχωρίστρες. (Διότι ὅλα τὰ εἰς
ιδης καὶ
αδης,
ὡς νὰ προέβλεπον, θὰ ἔλεγέ τις, μέλλουσαν ἐξορίαν καὶ διωγμόν, εἶχον
ζητήσει ἐγκαίρως νὰ ἐξασφαλισθῶσιν εἰς τὸν προσφυῆ ἐκεῖνον τόπον.) Ὅσον
ἀφορᾷ τὸν πέμπτον, τὸν Γιαννάκον τὸν Χαρτουλάριον, οὗτος ἦτο τὸ μῆλον
τῆς ἔριδος, καὶ ἀμφότερα τὰ τοπικὰ κόμματα ἐμάχοντο ποῖος νὰ τὸν
πρωτοϋπηρετήσῃ.
Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας δὲν εὐχαριστήθη πολὺ ἰδὼν τὸν Γιαννάκον τὸν
Χαρτουλάριον ἐπιβαίνοντα τῆς αὐτῆς λέμβου μετὰ δύο ἄλλων ὑποψηφίων.
Ἐπεθύμει καὶ ἤλπιζε νὰ τὸν ἔβλεπεν ἐπὶ χωριστῆς λέμβου πλέοντα. Διότι
διὰ τὸν Ἀλικιάδην καὶ Καψιμαΐδην δὲν τὸν ἔμελε καὶ πολύ, καθόσον οὗτοι
ὡς φανερῶς ὑποστηριζόμενοι ὑπὸ τοῦ κόμματος, καὶ μὴ ἔχοντες ἄλλους
φίλους, δὲν εἶχον ἀνάγκην πολλῶν περιποιήσεων. Ἀλλὰ διὰ τὸν Γιαννάκον
τὸν Χαρτουλάριον, τὸν ὁποῖον αὐτὸς διενοεῖτο νὰ ὑπηρετήσῃ ἀριστερᾷ τῇ
χειρὶ καὶ διὰ λογαριασμόν του, εἶχε πλεύσει μέχρι Ἀσπρονήσου, σχεδιάζων
νὰ τὸν παρακαλέσῃ νὰ μεταβῇ τιμητικῶς εἰς τὸ κότερον, καὶ νὰ ὑψώσῃ καὶ
σημαίαν εἰς τὸν ἱστόν, ἅμα θὰ εἰσέπλεον εἰς τὸν λιμένα. Δυστυχῶς τώρα ἡ
ὑπόθεσις περιεπλέκετο. Οὔτε τὸν Γιαννάκον τὸν Χαρτουλάριον μόνον ἠδύνατο
εὐπροσώπως νὰ ἀποσπάσῃ εἰς τὸ κομψὸν καὶ λευκὸν χρωματισμένον κότερον,
οὔτε τοὺς ἄλλους, τοὺς δύο φανεροὺς ὑποψηφίους του, ἠδύνατο εὐλόγως νὰ
καρπολογήσῃ ἀπὸ τὰς δύο χωριστὰς λέμβους. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ καπετὰν
Νικολάκης τὸ Τρυποκαρύδι, μόνος ἰδιοκτήτης καὶ κυβερνήτης τοῦ κοτέρου,
ἀναλογισθεὶς τὸ φιλοδώρημα, τὸ ὁποῖον ἦτο πιθανὸν νὰ δώσουν οἱ ὑποψήφιοι
ἂν τοὺς ἔπειθε νὰ ἐπιβιβασθῶσιν εἰς τὸ κότερον, ὅπως εἰσπλεύσωσιν εἰς
τὸν λιμένα μετὰ πομπῆς, ἀποβλέψας εἰς τὴν ἐγγύτερον ἱσταμένην λέμβον, ἧς
ἐπέβαινον οἱ δύο τῶν ὑποψηφίων, μετέβη εἰς τὴν πρῷραν καὶ ἤρχισε νὰ
φωνάζῃ:
―Ὁρίστε, κύριοι, στὸ κότερο! Κύριε Ἀλικιάδη! κύριε Ἀβαρίδη! θὰ ἰσάρουμε* καὶ μπαντέρα* μὲς στὸ λιμάνι…
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας ἤρχισε νὰ νεύῃ ἀπελπιστικῶς καὶ
νὰ χειρονομῇ ἀπὸ τῆς πρύμνης πρὸς τὸν νεαρὸν ναυτικόν, ἀποτρέπων αὐτόν.
Διότι τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἀφοῦ πολὺ ἐσκέφθη, τοῦ εἶχεν ἔλθει ἡ ἰδέα
ὅτι, ἀφοῦ τὰ πράγματα ἐπαρουσιάζοντο οὕτω περίπλοκα, ὁ ἄριστος τρόπος
πρὸς λύσιν τῆς δυσχερείας ἦτο νὰ καλέσωσιν ἐπὶ τοῦ κοτέρου τοὺς τρεῖς
ὑποψηφίους, τοὺς ἐπὶ τῆς ἄλλης λέμβου. Οὕτω θὰ εἶχον τὸ πλεονέκτημα ὅτι
θὰ εἶχον δύο ἀντὶ ἑνὸς ἢ μᾶλλον τρεῖς ἀντὶ δύο, νὰ περιποιηθῶσι· διότι
ναὶ μὲν ὁ εἷς τῶν τριῶν, ὁ Γεροντιάδης, ἦτο ἀπὸ τὸ ἄλλο κόμμα, ἀλλ᾽ ὁ
τρίτος, ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος, κατὰ τοὺς ὑπολογισμοὺς τοῦ Βατούλα,
ἤξιζε τοὐλάχιστον διὰ δύο. Καὶ τοῦτο θὰ ἦτο τὸ μέγιστον κέρδος, ὡς ἦτο
καὶ ὁ σκοπὸς τῆς θαλασσίας ἐκδρομῆς του, τὸ νὰ ἔχῃ τὸν Χαρτουλάριον ὑπὸ
τὰς ὄψεις καὶ ὑπὸ τὴν χεῖρά του. Ἀλλ᾽ ὁ καπετὰν Νικολάκης τὸ
Τρυποκαρύδι, ἐπειδὴ «δὲν ἦτο μέσα του» διὰ νὰ ἠξεύρῃ τοὺς πόθους καὶ
τοὺς ὑπολογισμούς του, ἐπεδίωκε δὲ ὡς ἀμαθὴς ναύτης τὸ προχειρότερον καὶ
τὸ εὐκολώτερον κέρδος, δὲν ἔδωκε προσοχὴν εἰς τὰ νεύματα καὶ εἰς τὰς
χειρονομίας του, κ᾽ ἐξηκολούθησε νὰ φωνάζῃ πρὸς τοὺς κ.κ. Ἀλικιάδην καὶ
Ἀβαρίδην:
― Θὰ κοτσάρουμε* καὶ τὴ μπαντέρα, κύριοι!
Συγχρόνως ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, ἀπελπισθεὶς ὅτι θὰ τὸν ἐνόει ποτὲ
«αὐτὸς ὁ χονδροκέφαλος», ὁ Νικολάκης τὸ Τρυποκαρύδι, ἔστρεψε τὰ νεύματα
καὶ τὰς χειρονομίας του πρὸς τοὺς ἐν τῇ ἄλλῃ λέμβῳ, καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς
χαιρετίζῃ μὲ τὸ καπέλον, μὲ τὸ μανδήλιον καὶ μὲ τὴν φωνήν:
― Καλῶς ὡρίστε, κύριοι! Ὁρίστε στὸ κότερο! κύριε Γεροντιάδη! κύριε Καψιμαΐδη! κύριε Χαρτουλάριε! Ὁρίστε!
Σύγκρουσις τότε ἐπῆλθε δικαιωμάτων, ἀπαιτήσεων καὶ πόθων, καὶ σύγχυσις
βλεμμάτων, φωνῶν καὶ φρενῶν. Ὁ μὲν κυβερνήτης ἀπὸ τῆς πρῴρας προσεκάλει
εἰς τὸ πλοῖον τοὺς ἐκ τῆς μιᾶς λέμβου δύο, ὁ δ᾽ ἐπιβάτης ἀπὸ τῆς
πρύμνης, πλοιάρχου ἐξουσίαν ἀντιποιούμενος, προσεκάλει τοὺς ἐκ τῆς ἄλλης
λέμβου τρεῖς. Οἱ μὲν δύο, καὶ ἂν ἤθελον, ἐμποδίζοντο νὰ ἔλθωσιν ἐκ τῆς
προσκλήσεως τῶν ἄλλων τριῶν, οἱ δὲ τρεῖς ἐκωλύοντο ἐκ τῆς προσκλήσεως
τῶν ἄλλων δύο. Καὶ οὗτοι κ᾽ ἐκεῖνοι ἔμενον κοιτάζοντες ἀλλήλους
ἀναποφάσιστοι, οἱ δὲ πορθμεῖς τῶν δύο λέμβων ἐφ᾽ ὧν εἶχον πλεύσει,
ζηλότυποι καὶ ὀργίλοι, ἤρχισαν φανερὰ νὰ γογγύζωσι.
― Δὲν ἔχουν ἀνάγκη νὰ ᾽ρθοῦν στὸ κότερο!
― Ξέρουμε κ᾽ ἡμεῖς ἀπὸ ποῦ μπαίνουν στὸ λιμάνι!…
― Ξέρουμε τὸ δρόμο νὰ πᾶμε στὴ σκάλα ν᾽ ἀράξουμε…
―Ἔχουμε κ᾽ ἡμεῖς μπαντέρα νὰ ἰσάρουμε…
― Καὶ καινούρια μάλιστα… προχτὲς ἀκόμα τὴν ἔρραψα…
― Ψὲς ἀκόμη μπογιάτισα τὸ κοντάρι… ἀκόμα μυρίζει λαδομπογιά.
Τὴν ἰδίαν στιγμήν, οἱ
ἀνδρογυνοχωρίστρες μὲ τὴν βάρκαν των,
σχεδὸν χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς ἐννοήσῃ, παρατηρήσαντες πρὸ πολλοῦ τὴν
ἐμφάνισιν τῶν δύο λέμβων, εἶτα τὴν συνάντησιν αὐτῶν μετὰ τοῦ κοτέρου,
εἶχαν πλησιάσει σιγὰ καὶ γοργὰ καὶ εἶχαν φθάσει ἤδη εἰς τὸ μέρος, ὅπου
εἶχαν σταματήσει πλησίον ἀλλήλων αἱ τρεῖς λέμβοι, ἐνῷ ἀντήχει ἀκόμη ἡ
πρόσκλησις τοῦ Λάμπρου τοῦ Βατούλα:
―Ὁρίστε, κύριοι, στὸ κότερο!
Καὶ ἡ κραυγὴ τοῦ καπετὰν Νικολάκη:
― Θὰ κοτσάρουμε καὶ τὴ μπαντέρα, κύριοι!
Ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, χωρὶς δισταγμόν, ἰδὼν μὲ τὸ πρῶτον βλέμμα εἰς
ποίαν λέμβον εὑρίσκετο ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος, ἥτις λέμβος ἦτο ἄλλως
καὶ ἡ πλησιεστέρα πρὸς τὸ μέρος ἐξ οὗ αὐτὸς ἤρχετο, προσήγγισε μὲ τὴν
βάρκαν του, εἰσεπήδησεν εἰς τὴν ξένην λέμβον, ἀπέπεμψε τὴν ἰδικήν του,
εἰπὼν εἰς τοὺς συντρόφους του νὰ γυρίσωσι μόνοι εἰς τὸν λιμένα, ηὐχήθη
τὸ «καλῶς ὡρίσατε» εἰς τοὺς τρεῖς ὑποψηφίους καὶ ἐν μεγίστῃ ἐλευθερίᾳ,
ἐνῷ ὁ πορθμεὺς καὶ ὁ ναύτης του τὸν ἐκοίταζον ἔκπληκτοι, ἐκάθισε παρὰ τὸ
πλευρὸν τοῦ Γιαννάκου τοῦ Χαρτουλαρίου καὶ ἤρχισεν ἀμέσως ἐμπιστευτικὰς
ἀνακοινώσεις εἰς τὸ οὖς αὐτοῦ.
Τοῦτον ὡς εἶδεν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, ἐν τοιαύτῃ θαυμαστῇ προπετείᾳ καὶ
θρασύτητι ζηλευτῇ κατορθώσαντα οὕτω ἁπλῶς νὰ τὸν ὑπερφαλαγγίση, ἔλαβε
μόνος τὴν κώπην, ἐνῷ ὁ κυβερνήτης ὁ Νικολάκης τὸ Τρυποκαρύδι, ὀρθὸς ἐπὶ
τῆς πρῴρας ἱστάμενος, ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ φωνάζῃ πρὸς τοὺς ἐπὶ τῆς
πρώτης λέμβου δύο ὑποψηφίους:
― Θὰ σᾶς ἰσάρουμε καὶ τὴν μπαντέρα, κύριοι!… καὶ ἐπλησίασε πρὸς τὴν
δευτέραν λέμβον, ὅτε, χωρὶς νὰ εἴπῃ λέξιν εἰς τὸν καπετὰν Νικολάκην
εἰσώρμησε καὶ αὐτὸς εἰς τὴν λέμβον, ὅπου ἦτο ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος,
ἐχαιρέτισε τοὺς τρεῖς ὑποψηφίους, κ᾽ ἐκάθισεν ἐκ τῆς ἑτέρας πλευρᾶς τοῦ
περιμαχήτου ὑποψηφίου βουλευτοῦ, ὅπως ἀρχίσῃ καὶ αὐτὸς τὰς ἰδικάς του
ἀνακοινώσεις, ἐνῷ ὁ πορθμεὺς καὶ ὁ ναύτης του τὸν ἐκοίταζον ἔκθαμβοι, μὲ
ἀνοικτὸν τὸ στόμα.
Ὅστις ἔβλεπε μακρόθεν οὕτω πως ἀντίπρῳρα ἱσταμένας τὰς τέσσαρας ταύτας
λέμβους, ὑπηνέμους, δίπλα εἰς τὸ Ἀσπρόνησον, θὰ ὑπέθετεν ὅτι πράγματι
τὴν πρωίαν ἐκείνην εἶχε πέσει, κατὰ τὸ εἰκονικὸν ὕφος τοῦ Μανώλη τοῦ
Πολύχρονου, ἔκτακτος
ροφὸς εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, ὅτι τὰ
παραγάδια τῶν τεσσάρων λέμβων ἐμπερδεύθησαν εἰς τοιοῦτον δυσαπάλλακτον
τρόπον, ὥστε δὲν ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ τις εἰς ποῖον παραγάδι ἀνῆκε τὸ
ἄγκιστρον, εἰς ὃ εἶχε συλληφθῆ ὁ ροφός, καὶ ὅτι οἱ ἁλιεῖς ἐμάχοντο πρὸς
ἀλλήλους, μὲ κίνδυνον νὰ ξεπιασθῇ καὶ τοὺς φύγῃ τὸ ἄγρευμα, περὶ
κυριότητος καὶ κατοχῆς τοῦ τε παραγαδίου, τοῦ ροφοῦ καὶ τοῦ ἀγκίστρου.
* * *
Τέλος αἱ δύο λέμβοι, αἱ φέρουσαι τοὺς ὑποψηφίους, ἐξεκίνησαν διὰ νὰ
εἰσπλεύσωσιν εἰς τὸν λιμένα. Ἡ βάρκα τοῦ Μανώλη μὲ τοὺς δύο συντρόφους
του εἶχε γίνει ἄφαντος ἤδη. Τὸ δὲ κότερον, ἐφ᾽ οὗ εἶχε μείνει μόνος ὁ
κυβερνήτης του, ἤρχετο τελευταῖον.
Ὁ καπετὰν Νικολάκης «ἦτο
φούρκα» ἰδὼν ὅτι ἔχασε τὸ ἐλπιζόμενον
φιλοδώρημα, καὶ ὅτι ἐγκατελείφθη ὑπὸ τοῦ Βατούλα. Ἐν τούτοις ἤνοιξε τὸ
κάτασπρον ὡς τὰ πτερὰ τοῦ γλάρου πανίον του, ἄναψε τὸν ναργιλέν του,
ἐξηπλώθη παρὰ τὸ πηδάλιον, κρατῶν τὴν
σκόταν*, κ᾽ ἐξεκίνησεν.
Ἂν ἤθελε, καίτοι μόνος, καίτοι αἱ δύο λέμβοι ἀρμένιζαν μὲ πανιὰ καὶ μὲ
κουπιά, ἦτο ἱκανὸς μὲ τὸ κομψότατον, νεοπαγὲς καὶ κοπτερὸν σκάφος του,
νὰ προσπεράσῃ τὰς δύο λέμβους, νὰ τὰς ἀφήσῃ «στὰ μπούνια»*, ρίπτων
«κολοκυθάνες»* ὀπίσω του. Ἀλλὰ πρὸς καιρὸν ὠρτσάριζε* καὶ ἔκοπτε τὸν
δρόμον τοῦ πλοίου. Ὅταν τὰ τρία πλοῖα κάμψαντα τὸν κάβον εἰσέπλευσαν εἰς
τὸν λιμένα, τότε, τὴν ὥραν καθ᾽ ἣν ἐπλησίαζαν εἰς τὴν ἀποβάθραν, καὶ ὁ
κόσμος ἀπὸ τῆς ἀγορᾶς τοὺς ἐκοίταζε, τότε, δι᾽ ἐπιτηδείου χειρισμοῦ,
ἐπειδὴ τὰ μελτέμια τοῦ θέρους ἔπιαναν ἐν μέρει εἰς τὸν ἀνατολικὸν λιμένα
τῆς πολίχνης, ἔτρεξε κατέμπροσθεν τῶν λέμβων, ὕψωσε τὴν σημαίαν του,
σκεπτόμενος, ὅτι αὐτὸς τὸ κάτω-κάτω, ὡς ναυτικός, ἦτο τόσον ἄξιος τῆς
τιμῆς ταύτης διὰ τῆς σημαίας τοῦ ἰδίου πλοίου του, ὅσον καὶ πᾶς ἄλλος,
ἐπροσπέρασε τὰς δύο λέμβους, τὰς ἄφησε δέκα ὀργυιὰς ὀπίσω, καὶ ἐλθὼν
ἠγκυροβόλησε πρῶτος μετὰ κρότου, κράξας θριαμβευτικῶς πρὸς τοὺς ἐπὶ τῶν
δύο λέμβων ὑποψηφίους καὶ λοιπούς:
― Τ᾽ν καραβοκυριά σας*!
(1892)
Διαβάστε τη Συνέχεια: Οἱ Χαλασωχώρηδες (1892)
(1892)