t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Μα ησυχία πια δεν έχουμε εδώ...

Για ένα ταξίδι και ταξίδι τόσο μακρινό:
Δρόμοι που βούλιαζαν, καιρός ξυράφι
Μέσα στο καταχείμωνο...
*
For a journey, and such a long journey:
The ways deep and the weather sharp,
The very dead of winter...


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Κόκκινο καράβι, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Τ.Σ. Έλιοτ
Το Ταξίδι των Μάγων

«Μας βρήκε κρύο τσουχτερό
Στην πιο τραχιά περίοδο της χρονιάς
Για ένα ταξίδι και ταξίδι τόσο μακρινό:
Δρόμοι που βούλιαζαν, καιρός ξυράφι
Μέσα στο καταχείμωνο.»
Γδαρμένες οι καμήλες, με πληγές στα πόδια, χολιασμένες
Να κείτονται απάνου στο μισολιωμένο χιόνι.
Ήταν ώρες που νοσταλγούσαμε
Τα θερινά παλάτια στις πλαγιές, τα λιακωτά,
Τις μεταξένιες κόρες να κερνάν σερμπέτια.
Κι ύστερα οι καμηλιέρηδες με βλαστημιές και μούρμουρο
Να παίρνουν δρόμο, να ζητάν πιοτί, γυναίκες,
Τις νύχτες οι φωτιές να σβήνουν, να μην έχουμε κατάλυμα
Κι οι πόλεις εχθρικές κι οι κωμοπόλεις μίζερες
Και τα χωριά μες στη βρομιά και την ακρίβεια:
Μας βρήκαν μέρες δύσκολες.
Και τελικά κρίναμε πιο σωστό να ταξιδεύουμε τη νύχτα,
Με λίγον ύπνο στ’ αρπαχτά,
Όπου ακούγαμε φωνές να τραγουδάν στ’ αυτιά μας
Πως όλα αυτά ήταν μια αποκοτιά.

Κι ύστερα ξημερώματα φτάσαμε σε μια ήμερη κοιλάδα,
Υγρή, κάτω απ’ τη ζώνη του χιονιού, που μοσχοβόλαε χλωρασιά,
Μ’ ένα μικρό ποτάμι και μ’ έναν νερόμυλο που χτύπαε στο σκοτάδι
Και τρία δέντρα, χαμηλά στον ουρανό.
Κι ένα άσπρο γέρικο άλογο έφυγε καλπάζοντας μες στο λιβάδι.
Κι από κει φτάσαμε σε μια ταβέρνα μ’ αμπελόφυλλα στο ανώφλι,
Στην ανοιχτή της πόρτα έξι χέρια παίζαν αργυρά νομίσματα στα ζάρια,
Και κάτι πόδια κλώτσαγαν τα άδεια ασκιά κρασιού
Μα δεν υπήρχε είδηση και πήραμε ξανά το δρόμο
Και πέφτοντας το σούρουπο, την τελευταία στιγμή
Βρήκαμε αυτό το μέρος· κι άξιζε, θαρρώ, τον κόπο μας.

Πάει πολύς καιρός που ’γινε αυτό, θυμάμαι,
Και πάλι αν ήταν θε να το ’κανα. Μα γράψε
Τούτο γράψε
Τούτο: τραβήξαμε όλο αυτό το δρόμο
Για Γέννα ή για Θάνατο; Σίγουρα ήταν Γέννα,
Το ’δαμε με τα μάτια μας, χωρίς αμφιβολία. Γέννα και θάνατο είχα ξαναδεί
Μα νόμιζα πως ήταν κάτι αλλιώτικο· ετούτη η Γέννα ήταν
Σκληρή κι ολόπικρη αγωνία για μας, σαν Θάνατος, ο θάνατός μας.
Γυρίσαμε στις χώρες μας, σε τούτα τα Βασίλεια,
Μα ησυχία πια δεν έχουμε εδώ, με την παλιά μας πίστη,
Μ’ έναν ξένο λαό με τους θεούς του σφιχταγκαλιασμένο.
Χαρά μου θα ’ταν ένας άλλος θάνατος.

(μετ. Βασίλης Πολύζος)

T.S. Eliot
The Journey Of The Magi

A cold coming we had of it,
Just the worst time of the year
For a journey, and such a long journey:
The ways deep and the weather sharp,
The very dead of winter.'
And the camels galled, sorefooted, refractory,
Lying down in the melting snow.
There were times we regretted
The summer palaces on slopes, the terraces,
And the silken girls bringing sherbet.
Then the camel men cursing and grumbling
and running away, and wanting their liquor and women,
And the night-fires going out, and the lack of shelters,
And the cities hostile and the towns unfriendly
And the villages dirty and charging high prices:
A hard time we had of it.
At the end we preferred to travel all night,
Sleeping in snatches,
With the voices singing in our ears, saying
That this was all folly.

Then at dawn we came down to a temperate valley,
Wet, below the snow line, smelling of vegetation;
With a running stream and a water-mill beating the darkness,
And three trees on the low sky,
And an old white horse galloped away in the meadow.
Then we came to a tavern with vine-leaves over the lintel,
Six hands at an open door dicing for pieces of silver,
And feet kicking the empty wine-skins.
But there was no information, and so we continued
And arriving at evening, not a moment too soon
Finding the place; it was (you might say) satisfactory.

All this was a long time ago, I remember,
And I would do it again, but set down
This set down
This: were we led all that way for
Birth or Death? There was a Birth, certainly
We had evidence and no doubt. I had seen birth and death,
But had thought they were different; this Birth was
Hard and bitter agony for us, like Death, our death.
We returned to our places, these Kingdoms,
But no longer at ease here, in the old dispensation,
With an alien people clutching their gods.
I should be glad of another death.

Δεν υπάρχουν σχόλια: