Κάτι βαθιές σιωπές παράξενες ηχούν...
Γιάννης Σταύρου, Παλιό οινοποιείο στα Μεσόγεια, λάδι σε καμβά
Κλείτος Κύρου
Το λίγο του Xρόνου
Κάτι βαθιές σιωπές παράξενες ηχούν
Παραμερίζεις τα κλαδιά βλέπεις τώρα τα πράγματα πιο
σφαιρικά ωστόσο πάλι δεν κατανοείς τα σημαίνοντα του
κόσμου ετούτου τελικά δεν ήμασταν γι' αυτήν εδώ τη ζωή
σίγουρα μας κράτησαν λάθος τραπέζι
Τώρα πλέον έχεις κατανοήσει
Το λίγο του χρόνου έχεις κατανοήσει
Σε ποια οριακά σημεία βρίσκονται
Τα φιλιά
Και τα λόγια
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017
Τρίτη 29 Αυγούστου 2017
Έρχεσαι από τα αθώα...
Η προδοσία.
Χάθηκε η άσπρη μαργαρίτα
Σφραγίστηκαν οι αγκαλιές
Σ' ένα συρτάρι χώρεσε ο ουρανός
Βεντάλια πέτρινη ασήκωτη...
Γιάννης Σταύρου, Υμηττός, λάδι σε καμβά
Μαρία Γερογιάννη
ΡΟΜΦΑΙΑ
Έρχεσαι από τα αθώα
μνήμη ανέγγιχτη
Η ζωή τρέμει
δίχως να φταίει του θανάτου ο άνεμος
Η ζωή τρέμει
όταν οι πέτρες ματώνουν
προπάντων,
όταν το φίδι αλλάζει φορεσιά
Η προδοσία.
Χάθηκε η άσπρη μαργαρίτα
Σφραγίστηκαν οι αγκαλιές
Σ' ένα συρτάρι χώρεσε ο ουρανός
Βεντάλια πέτρινη ασήκωτη.
Η θλίψη ντύνεται Ρομφαία
Χάθηκε η άσπρη μαργαρίτα
Σφραγίστηκαν οι αγκαλιές
Σ' ένα συρτάρι χώρεσε ο ουρανός
Βεντάλια πέτρινη ασήκωτη...
Γιάννης Σταύρου, Υμηττός, λάδι σε καμβά
Μαρία Γερογιάννη
ΡΟΜΦΑΙΑ
Έρχεσαι από τα αθώα
μνήμη ανέγγιχτη
Η ζωή τρέμει
δίχως να φταίει του θανάτου ο άνεμος
Η ζωή τρέμει
όταν οι πέτρες ματώνουν
προπάντων,
όταν το φίδι αλλάζει φορεσιά
Η προδοσία.
Χάθηκε η άσπρη μαργαρίτα
Σφραγίστηκαν οι αγκαλιές
Σ' ένα συρτάρι χώρεσε ο ουρανός
Βεντάλια πέτρινη ασήκωτη.
Η θλίψη ντύνεται Ρομφαία
Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017
Πηγαίνετε σαν κύμα παγωμένο και πελώριο...
Πηγαίνετε σαν καταλύτης στη νωθρότητα του κόσμου·
Πηγαίνετε με τις αιχμές σας εναντίον τους,
Δώστε τη δύναμη σε αδύναμες χορδές,
Δώστε κουράγιο στα πλοκάμια και τα φύκια της ψυχής...
*
Go like a blight upon the dulness of the world;
Go with your edge against this,
Strengthen the subtle cords,
Bring confidence upon the algae and the tentacles of the soul...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά
Έζρα Πάουντ
Εντολή
Πηγαίνετε, τραγούδια μου, στον ανικανοποίητο και στον
μοναχικό,
Πηγαίνετε σ' αυτόν με τα κουρελιασμένα νεύρα, σ' αυτόν
που της συμβατικότητας έγινε σκλάβος,
Και δώστε τους την καταφρόνια μου για τους δυνάστες.
Πηγαίνετε σαν κύμα παγωμένο και πελώριο
Την καταφρόνια μου για τους δυνάστες.
Μιλήστε για την ασυνείδητη επιβολή,
Μιλήστε για όσους τυραννούν γιατί δεν έχουν φαντασία,
Μιλήστε ενάντια στους δεσμούς.
Πηγαίνετε σ” εκείνη την αστή που από ανία πεθαίνει,
Πηγαίνετε στων προαστίων τις γυναίκες.
Πηγαίνετε στους κακοπαντρεμένους,
Πηγαίνετε στους άτυχα ζευγαρωμένους,
Στη σύζυγο που αγοράστηκε,
Σ' αυτήν πηγαίνετε που έγινε κληρονόμος.
Πηγαίνετε σ' εκείνους με τους εξευγενισμένους πόθους,
Πηγαίνετε σ' αυτούς που οι λεπτές επιθυμίες τους ναυάγησαν,
Πηγαίνετε σαν καταλύτης στη νωθρότητα του κόσμου·
Πηγαίνετε με τις αιχμές σας εναντίον τους,
Δώστε τη δύναμη σε αδύναμες χορδές,
Δώστε κουράγιο στα πλοκάμια και τα φύκια της ψυχής.
Πηγαίνετε με τρόπο φιλικό,
Πηγαίνετε με λόγο θαρρετό.
Αναζητήστε πρόθυμα καινά δαιμόνια, καινούρια αγαθά,
Σταθείτε ενάντια σε κάθε είδους καταπίεση.
Πηγαίνετε σ' αυτούς που με τα χρόνια έχουν παχύνει,
Σ' αυτούς που έχασαν πια τα ενδιαφέροντά τους.
Πηγαίνετε στους έφηβους που μέσ' την οικογένεια πνίγονται –
Ώ, πόσο αποτρόπαιο είναι αυτό,
Να βλέπεις τρεις γενιές συνωστισμένες στο ίδιο σπίτι!
Κάτι σα δέντρο γέρικο με νέα βλαστάρια,
Και με κλαδιά που πέφτουν και ρημάζουν.
Βγείτε αψηφώντας την κοινή γνώμη,
Εναντιωθείτε στη χλιαρή δουλεία του αίματος,
Εναντιωθείτε σε κάθε είδους εξουσία.
(Μετ. Τάκης Μενδράκος)
Ezra Pound
Commission
Go, my songs, to the lonely and the unsatisfied,
Go also to the nerve-racked, go to the enslaved-by-convention,
Bear to them my contempt for their oppressors.
Go as a great wave of cool water,
Bear my contempt of oppressors.
Speak against unconscious oppression,
Speak against the tyranny of the unimaginative,
Speak against bonds.
Go to the bourgeoise who is dying of her ennuis,
Go to the women in suburbs.
Go to the hideously wedded,
Go to them whose failure is concealed,
Go to the unluckily mated,
Go to the bought wife,
Go to the woman entailed.
Go to those who have delicate lust,
Go to those whose delicate desires are thwarted,
Go like a blight upon the dulness of the world;
Go with your edge against this,
Strengthen the subtle cords,
Bring confidence upon the algae and the tentacles of the soul.
Go in a friendly manner,
Go with an open speech.
Be eager to find new evils and new good,
Be against all forms of oppression.
Go to those who are thickened with middle age,
To those who have lost their interest.
Go to the adolescent who are smothered in family-
Oh how hideous it is
To see three generations of one house gathered together!
It is like an old tree with shoots,
And with some branches rotted and falling.
Go out and defy opinion,
Go against this vegetable bondage of the blood.
Be against all sorts of mortmain.
Πηγαίνετε με τις αιχμές σας εναντίον τους,
Δώστε τη δύναμη σε αδύναμες χορδές,
Δώστε κουράγιο στα πλοκάμια και τα φύκια της ψυχής...
*
Go like a blight upon the dulness of the world;
Go with your edge against this,
Strengthen the subtle cords,
Bring confidence upon the algae and the tentacles of the soul...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά
Έζρα Πάουντ
Εντολή
Πηγαίνετε, τραγούδια μου, στον ανικανοποίητο και στον
μοναχικό,
Πηγαίνετε σ' αυτόν με τα κουρελιασμένα νεύρα, σ' αυτόν
που της συμβατικότητας έγινε σκλάβος,
Και δώστε τους την καταφρόνια μου για τους δυνάστες.
Πηγαίνετε σαν κύμα παγωμένο και πελώριο
Την καταφρόνια μου για τους δυνάστες.
Μιλήστε για την ασυνείδητη επιβολή,
Μιλήστε για όσους τυραννούν γιατί δεν έχουν φαντασία,
Μιλήστε ενάντια στους δεσμούς.
Πηγαίνετε σ” εκείνη την αστή που από ανία πεθαίνει,
Πηγαίνετε στων προαστίων τις γυναίκες.
Πηγαίνετε στους κακοπαντρεμένους,
Πηγαίνετε στους άτυχα ζευγαρωμένους,
Στη σύζυγο που αγοράστηκε,
Σ' αυτήν πηγαίνετε που έγινε κληρονόμος.
Πηγαίνετε σ' εκείνους με τους εξευγενισμένους πόθους,
Πηγαίνετε σ' αυτούς που οι λεπτές επιθυμίες τους ναυάγησαν,
Πηγαίνετε σαν καταλύτης στη νωθρότητα του κόσμου·
Πηγαίνετε με τις αιχμές σας εναντίον τους,
Δώστε τη δύναμη σε αδύναμες χορδές,
Δώστε κουράγιο στα πλοκάμια και τα φύκια της ψυχής.
Πηγαίνετε με τρόπο φιλικό,
Πηγαίνετε με λόγο θαρρετό.
Αναζητήστε πρόθυμα καινά δαιμόνια, καινούρια αγαθά,
Σταθείτε ενάντια σε κάθε είδους καταπίεση.
Πηγαίνετε σ' αυτούς που με τα χρόνια έχουν παχύνει,
Σ' αυτούς που έχασαν πια τα ενδιαφέροντά τους.
Πηγαίνετε στους έφηβους που μέσ' την οικογένεια πνίγονται –
Ώ, πόσο αποτρόπαιο είναι αυτό,
Να βλέπεις τρεις γενιές συνωστισμένες στο ίδιο σπίτι!
Κάτι σα δέντρο γέρικο με νέα βλαστάρια,
Και με κλαδιά που πέφτουν και ρημάζουν.
Βγείτε αψηφώντας την κοινή γνώμη,
Εναντιωθείτε στη χλιαρή δουλεία του αίματος,
Εναντιωθείτε σε κάθε είδους εξουσία.
(Μετ. Τάκης Μενδράκος)
Ezra Pound
Commission
Go, my songs, to the lonely and the unsatisfied,
Go also to the nerve-racked, go to the enslaved-by-convention,
Bear to them my contempt for their oppressors.
Go as a great wave of cool water,
Bear my contempt of oppressors.
Speak against unconscious oppression,
Speak against the tyranny of the unimaginative,
Speak against bonds.
Go to the bourgeoise who is dying of her ennuis,
Go to the women in suburbs.
Go to the hideously wedded,
Go to them whose failure is concealed,
Go to the unluckily mated,
Go to the bought wife,
Go to the woman entailed.
Go to those who have delicate lust,
Go to those whose delicate desires are thwarted,
Go like a blight upon the dulness of the world;
Go with your edge against this,
Strengthen the subtle cords,
Bring confidence upon the algae and the tentacles of the soul.
Go in a friendly manner,
Go with an open speech.
Be eager to find new evils and new good,
Be against all forms of oppression.
Go to those who are thickened with middle age,
To those who have lost their interest.
Go to the adolescent who are smothered in family-
Oh how hideous it is
To see three generations of one house gathered together!
It is like an old tree with shoots,
And with some branches rotted and falling.
Go out and defy opinion,
Go against this vegetable bondage of the blood.
Be against all sorts of mortmain.
Κυριακή 27 Αυγούστου 2017
Δίπλωσε, Χρόνε...
ας μη ζητούμε ανύπαρκτο στον κόσμο άλλο λιμάνι,
του χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά...
Γιάννης Σταύρου, Θερμαϊκός, λάδι σε καμβά
Λαμαρτίνος
Η Λίμνη
(απόσπασμα)
«Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ’ ακούραστα φτερά σου,
ώρες γλυκές, μην τρέχετε, σταθήτε μια στιγμή,
και συ μη φεύγεις, νύχτα μου, με την αστροφεγγιά σου,
τώρα που ζευγαρώσαμε ειν’ όμορφη η ζωή.
Του κόσμου αυτού τα βάσανα, την ερημιά, τη φτώχεια,
θέλουν να φύγουν άμετροι• γι’ αυτούς γοργά-γοργά,
χρόνε μου, πέτα κι’ άφησε στου έρωτα τα βρόχια
τα δυό μας να χορτάσωμε τόσο γλυκεία σκλαβιά.
Του κάκου. Οι ώρες φεύγουνε. Κανείς δε με προσμένει…
Κανείς δε μ’ ακουρμαίνεται… Η νύχτα είναι σκληρή…
Αχνίζουν τ’ άστρα, χάνονται… Κρυφά κρυφά προβαίνει,
τ’ άσπλαχνο γλυκοχάραμα… Λυπήσου μας, αυγή…
Του κάκου. Όλα ξεγέλασμα είν’ όνειρα και πλάνη,
ζωή μας είν’ η αγάπη μας, και μοναχή χαρά,
ας μη ζητούμε ανύπαρκτο στον κόσμο άλλο λιμάνι,
του χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά.
Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! Πε μου, γιατί να σβηώνται,
σαν αστραπή να φεύγουνε οι ώρες της χαράς,
καθώς περνούν και φεύγουνε χωρίς να λησμονιώνται
κ’ οι μαύρες, κ’ οι ολόπικρες στιγμές της συμφοράς;
Απ’ τη βαθειά την άβυσσον, όπου μας καταπίνει,
απ’ την αιωνιότητα, όπου μας πλημμυρεί,
τίποτε, Χρόνε, τίποτε στο φως δεν αναδίνει,
δεν ξεφυτρώνει τίποτε… όλα τα τρως εσύ.
(Μετ. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)
του χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά...
Γιάννης Σταύρου, Θερμαϊκός, λάδι σε καμβά
Λαμαρτίνος
Η Λίμνη
(απόσπασμα)
«Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ’ ακούραστα φτερά σου,
ώρες γλυκές, μην τρέχετε, σταθήτε μια στιγμή,
και συ μη φεύγεις, νύχτα μου, με την αστροφεγγιά σου,
τώρα που ζευγαρώσαμε ειν’ όμορφη η ζωή.
Του κόσμου αυτού τα βάσανα, την ερημιά, τη φτώχεια,
θέλουν να φύγουν άμετροι• γι’ αυτούς γοργά-γοργά,
χρόνε μου, πέτα κι’ άφησε στου έρωτα τα βρόχια
τα δυό μας να χορτάσωμε τόσο γλυκεία σκλαβιά.
Του κάκου. Οι ώρες φεύγουνε. Κανείς δε με προσμένει…
Κανείς δε μ’ ακουρμαίνεται… Η νύχτα είναι σκληρή…
Αχνίζουν τ’ άστρα, χάνονται… Κρυφά κρυφά προβαίνει,
τ’ άσπλαχνο γλυκοχάραμα… Λυπήσου μας, αυγή…
Του κάκου. Όλα ξεγέλασμα είν’ όνειρα και πλάνη,
ζωή μας είν’ η αγάπη μας, και μοναχή χαρά,
ας μη ζητούμε ανύπαρκτο στον κόσμο άλλο λιμάνι,
του χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά.
Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! Πε μου, γιατί να σβηώνται,
σαν αστραπή να φεύγουνε οι ώρες της χαράς,
καθώς περνούν και φεύγουνε χωρίς να λησμονιώνται
κ’ οι μαύρες, κ’ οι ολόπικρες στιγμές της συμφοράς;
Απ’ τη βαθειά την άβυσσον, όπου μας καταπίνει,
απ’ την αιωνιότητα, όπου μας πλημμυρεί,
τίποτε, Χρόνε, τίποτε στο φως δεν αναδίνει,
δεν ξεφυτρώνει τίποτε… όλα τα τρως εσύ.
(Μετ. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)
Σάββατο 26 Αυγούστου 2017
όπου γεννιόταν η αυγή...
όπως η θάλασσα. Έχεις σιωπή
στην καρδιά, πνιγμένες
λέξεις. Είσαι σκοτεινή.
Γιά σένα η αυγή είναι σιωπή...
Γιάννης Σταύρου, Ξημέρωμα στη Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Τσέζαρε Παβέζε
Το πρόσωπό σου από λαξευμένη πέτρα...
Το πρόσωπό σου από λαξευμένη πέτρα,
το αίμα σου από σκληρό χώμα,
ήρθες άπό τή θάλασσα.
Όλα τά δέχεσαι, τά ερευνάς
καί τά διώχνεις
όπως η θάλασσα. Έχεις σιωπή
στην καρδιά, πνιγμένες
λέξεις. Είσαι σκοτεινή.
Γιά σένα η αυγή είναι σιωπή.
Κι είσαι σάν τις φωνές
τής γης - τόν χτύπο
τού κουβά στό πηγάδι,
τής φωτιάς τό τραγούδι,
τον γδούπο τού μήλου'
τις καρτερικές, χαμηλόφωνες
κουβέντες στα κατώφλια,
τήν κραυγή τού παιδιού - όσα
ποτέ δέν διαβαίνουν.
Δέν αλλάζεις. Είσαι σκοτεινή.
Είσαι τό κλειδωμένο υπόγειο
μέ τό χωμάτινο δάπεδο,
όπου κάποτε μπήκε
μέ γυμνά πόδια τ' άγόρι
καί θά τό θυμάται γιά πάντα.
Είσαι η σκοτεινή κάμαρα
πού θά θυμόμαστε πάντα
σάν την άρχαία αυλή
όπου γεννιόταν η αυγή.
(Μετ. Σωτήρης Τριβιζάς)
στην καρδιά, πνιγμένες
λέξεις. Είσαι σκοτεινή.
Γιά σένα η αυγή είναι σιωπή...
Γιάννης Σταύρου, Ξημέρωμα στη Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Τσέζαρε Παβέζε
Το πρόσωπό σου από λαξευμένη πέτρα...
Το πρόσωπό σου από λαξευμένη πέτρα,
το αίμα σου από σκληρό χώμα,
ήρθες άπό τή θάλασσα.
Όλα τά δέχεσαι, τά ερευνάς
καί τά διώχνεις
όπως η θάλασσα. Έχεις σιωπή
στην καρδιά, πνιγμένες
λέξεις. Είσαι σκοτεινή.
Γιά σένα η αυγή είναι σιωπή.
Κι είσαι σάν τις φωνές
τής γης - τόν χτύπο
τού κουβά στό πηγάδι,
τής φωτιάς τό τραγούδι,
τον γδούπο τού μήλου'
τις καρτερικές, χαμηλόφωνες
κουβέντες στα κατώφλια,
τήν κραυγή τού παιδιού - όσα
ποτέ δέν διαβαίνουν.
Δέν αλλάζεις. Είσαι σκοτεινή.
Είσαι τό κλειδωμένο υπόγειο
μέ τό χωμάτινο δάπεδο,
όπου κάποτε μπήκε
μέ γυμνά πόδια τ' άγόρι
καί θά τό θυμάται γιά πάντα.
Είσαι η σκοτεινή κάμαρα
πού θά θυμόμαστε πάντα
σάν την άρχαία αυλή
όπου γεννιόταν η αυγή.
(Μετ. Σωτήρης Τριβιζάς)
Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017
Είμαι αντίλαλος, λήθη, τίποτα...
Είμαι κείνος που, μ'ολες τις φοβερές παραπλανήσεις του,
ποτέ δεν μπόρεσε ν'αποκρυπτογραφήσει τον απλό
και μαζί πολλαπλό, αδιάβατο λαβύρινθο του χρόνου...
Γιάννης Σταύρου, Καφές και βιβλία, λάδι σε καμβά
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Είμαι
Είμαι αυτός που ξέρει πως άδικα παλεύει
σαν κι εκείνον που κοιτάζει μάταια
μέσα στον σιωπηλό, κρυστάλλινο καθρέφτη
κι ακολουθεί την αντανάκλαση ή το σώμα (το ίδιο κάνει)
του όμοιού του.
Είμαι, σιωπηλοί μου φίλοι, αυτός που ξέρει
πως άλλη τιμωρία από τη λησμονιά δεν υπάρχει
ούτε κι άλλη συγγνώμη. Κάποιος θεός έδωσε
στο ανθρώπινο μίσος τούτη την παράξενη δικλείδα.
Είμαι κείνος που, μ'ολες τις φοβερές παραπλανήσεις του,
ποτέ δεν μπόρεσε ν'αποκρυπτογραφήσει τον απλό
και μαζί πολλαπλό, αδιάβατο λαβύρινθο του χρόνου,
που ανήκει ταυτόχρονα σε έναν και σ'όλους.
Είμαι κάποιος που δεν είναι κανένας, εκείνος που στον πόλεμο
δεν έπιασε σπαθί. Είμαι αντίλαλος, λήθη, τίποτα.
(Μετ. Δημήτρης Καλοκύρης)
ποτέ δεν μπόρεσε ν'αποκρυπτογραφήσει τον απλό
και μαζί πολλαπλό, αδιάβατο λαβύρινθο του χρόνου...
Γιάννης Σταύρου, Καφές και βιβλία, λάδι σε καμβά
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Είμαι
Είμαι αυτός που ξέρει πως άδικα παλεύει
σαν κι εκείνον που κοιτάζει μάταια
μέσα στον σιωπηλό, κρυστάλλινο καθρέφτη
κι ακολουθεί την αντανάκλαση ή το σώμα (το ίδιο κάνει)
του όμοιού του.
Είμαι, σιωπηλοί μου φίλοι, αυτός που ξέρει
πως άλλη τιμωρία από τη λησμονιά δεν υπάρχει
ούτε κι άλλη συγγνώμη. Κάποιος θεός έδωσε
στο ανθρώπινο μίσος τούτη την παράξενη δικλείδα.
Είμαι κείνος που, μ'ολες τις φοβερές παραπλανήσεις του,
ποτέ δεν μπόρεσε ν'αποκρυπτογραφήσει τον απλό
και μαζί πολλαπλό, αδιάβατο λαβύρινθο του χρόνου,
που ανήκει ταυτόχρονα σε έναν και σ'όλους.
Είμαι κάποιος που δεν είναι κανένας, εκείνος που στον πόλεμο
δεν έπιασε σπαθί. Είμαι αντίλαλος, λήθη, τίποτα.
(Μετ. Δημήτρης Καλοκύρης)
Τρίτη 22 Αυγούστου 2017
Η χώρα των Oνείρων...
Μά ό ταξιδευτής, εκείθε ως ταξιδέψει,
Δέν πάει — δέν τολμάει βαθιά της ν' αγναντέψει
Μένει πάντα τό μυστήριο της κρυμμένο...
Έντγκαρ Άλαν Πόε
Η χώρα των Oνείρων
ΜEΣ’ άπ' δρόμο έρμο κι ισκιωμένο,
Μ' αγγέλους του Άδη μόνο στοιχειωμένο,
Πού Είδωλο εκεί, σέ μαύρου θρόνου ερέβη,
Μ' όνομα ΝΥΧΤΑ, ολόρθο βασιλεύει,
Κάτω στά μέρη αυτά έχω φτάσει τώρα
Από μι' αχνή, στερνή της Θούλης χώρα —
Από μιαν άγρια γη θλιμμένη πού άυλη, μαγεμένη,
Πέρ' από ΧΩΡΟ καί από ΧΡΟΝΟ μένει.
Λαγκάδια απύθμενα κι άνοχθες ρεματιές,
Φαράγγια, καί Τιτάνια δάση, καί σπηλιές,
Πού τή μορφή τους άπ’ τόν άνθρωπο σκεπάζει
Πάντα η πάχνη πού τριγύρω αργοσταλάζει.
Κορφοβούνια πού κυλούν ολοένα άγάλι
Σέ βαθιά πελάγη δίχως περιγιάλι
Πέλαγα πού ακούραστα κλωθογυρνούνε,
Σ' ουρανούς γεμάτους φλόγες ν' ανεβούνε
Λίμνες πού ατελείωτα, πέρα μακριά,
Έρημα ρείθρα απλώνουν —έρημα καί νεκρά,—
Ρείθρα ασάλευτα —νεκρά καί παγωμένα
Μέ τά χιόνια από τά κρίνα τά γερμένα.
Πέρα εκεί στις λίμνες πού όλο πιό μακριά
Έρημα ρείθρα απλώνουν, έρμα καί νεκρά, —
Ρείθρα θλιβερά, νεκρά καί παγωμένα
Μέ τά χιόνια από τά κρίνα τά γερμένα, —
Στις βουνοκορφές — στ' αργό ποτάμι κάτω
Μέ τό αιώνιο, σιγαλό μουρμούρισμά του, —
Μές στά γκρίζα δάση, — μές στό τέλμα εκεΐ
Πού κοντά στό φρύνο η σαύρα κατοικεί, —
Πλάι στό φριχτό βούρκο, πλάι στά βαλτονέρια
Πού 'χουν οί δράκοι γιά λημέρια, —
Πλάι στήν κάθε αναγελάστρα, ανόσια άκρη —
Στης πλαγιάς της πιό μελαγχολικής τά μάκρη, —
Βρίσκει εκεί μέ τρόμο ό ξένος σιωπηλές
Πεπλοφόρες κάποιες θύμησες παλιές —
Φάσματα, πού τό διαβάτη όταν κοιτάζουν
Ξαφνιασμένα προσπερνούν κι αναστενάζουν —
Ασπροσάβανες σκιές φίλων, πού από χρόνια
Σ' Ουρανό καί Γης δοθήκαν εναγώνια.
Στήν καρδιά πού έντός της μύριες πίκρες κλείνει
Φέρνει η χώρα αυτή παρήγορη γαλήνη —
Γιά τό πνεύμα πού διαβαίνει στό σκοτάδι
Μοιάζει του Ελντοράδο νά 'ναι αυτή σημάδι !
Μά ό ταξιδευτής, εκείθε ως ταξιδέψει,
Δέν πάει — δέν τολμάει βαθιά της ν' αγναντέψει
Μένει πάντα τό μυστήριο της κρυμμένο
Απ' τό δειλό του ανθρώπου μάτι τ' ανοιγμένο
Έτσι τό θέλει ό βασιλιάς της, πού 'χει ορίσει
Ποτέ ματόφυλλο νά μήν ανοιγοκλείσει·
Γι’ αυτό η φτωχή Ψυχή πού εδώ περνάει θλιμμένα
Μόνο μέσ’ από κρύσταλλα τή βλέπει θαμπωμένα.
Μέσ’ από δρόμο έρμο κι Ισκιωμένο,
Μ' αγγέλους του Άδη μόνο στοιχειωμένο,
Πού Είδωλο εκεί, σέ μαύρου θρόνου ερέβη,
Μ’ όνομα ΝΤΧΤΑ, ολόρθο βασιλεύει,
Πίσω στά μέρη αυτά έχω φτάσει τώρα
Απ’ τήν αχνή, στερνή της Θούλης χώρα.
(Μετ. Νίκος Σημηριώτης)
Δέν πάει — δέν τολμάει βαθιά της ν' αγναντέψει
Μένει πάντα τό μυστήριο της κρυμμένο...
Έντγκαρ Άλαν Πόε
Η χώρα των Oνείρων
ΜEΣ’ άπ' δρόμο έρμο κι ισκιωμένο,
Μ' αγγέλους του Άδη μόνο στοιχειωμένο,
Πού Είδωλο εκεί, σέ μαύρου θρόνου ερέβη,
Μ' όνομα ΝΥΧΤΑ, ολόρθο βασιλεύει,
Κάτω στά μέρη αυτά έχω φτάσει τώρα
Από μι' αχνή, στερνή της Θούλης χώρα —
Από μιαν άγρια γη θλιμμένη πού άυλη, μαγεμένη,
Πέρ' από ΧΩΡΟ καί από ΧΡΟΝΟ μένει.
Λαγκάδια απύθμενα κι άνοχθες ρεματιές,
Φαράγγια, καί Τιτάνια δάση, καί σπηλιές,
Πού τή μορφή τους άπ’ τόν άνθρωπο σκεπάζει
Πάντα η πάχνη πού τριγύρω αργοσταλάζει.
Κορφοβούνια πού κυλούν ολοένα άγάλι
Σέ βαθιά πελάγη δίχως περιγιάλι
Πέλαγα πού ακούραστα κλωθογυρνούνε,
Σ' ουρανούς γεμάτους φλόγες ν' ανεβούνε
Λίμνες πού ατελείωτα, πέρα μακριά,
Έρημα ρείθρα απλώνουν —έρημα καί νεκρά,—
Ρείθρα ασάλευτα —νεκρά καί παγωμένα
Μέ τά χιόνια από τά κρίνα τά γερμένα.
Πέρα εκεί στις λίμνες πού όλο πιό μακριά
Έρημα ρείθρα απλώνουν, έρμα καί νεκρά, —
Ρείθρα θλιβερά, νεκρά καί παγωμένα
Μέ τά χιόνια από τά κρίνα τά γερμένα, —
Στις βουνοκορφές — στ' αργό ποτάμι κάτω
Μέ τό αιώνιο, σιγαλό μουρμούρισμά του, —
Μές στά γκρίζα δάση, — μές στό τέλμα εκεΐ
Πού κοντά στό φρύνο η σαύρα κατοικεί, —
Πλάι στό φριχτό βούρκο, πλάι στά βαλτονέρια
Πού 'χουν οί δράκοι γιά λημέρια, —
Πλάι στήν κάθε αναγελάστρα, ανόσια άκρη —
Στης πλαγιάς της πιό μελαγχολικής τά μάκρη, —
Βρίσκει εκεί μέ τρόμο ό ξένος σιωπηλές
Πεπλοφόρες κάποιες θύμησες παλιές —
Φάσματα, πού τό διαβάτη όταν κοιτάζουν
Ξαφνιασμένα προσπερνούν κι αναστενάζουν —
Ασπροσάβανες σκιές φίλων, πού από χρόνια
Σ' Ουρανό καί Γης δοθήκαν εναγώνια.
Στήν καρδιά πού έντός της μύριες πίκρες κλείνει
Φέρνει η χώρα αυτή παρήγορη γαλήνη —
Γιά τό πνεύμα πού διαβαίνει στό σκοτάδι
Μοιάζει του Ελντοράδο νά 'ναι αυτή σημάδι !
Μά ό ταξιδευτής, εκείθε ως ταξιδέψει,
Δέν πάει — δέν τολμάει βαθιά της ν' αγναντέψει
Μένει πάντα τό μυστήριο της κρυμμένο
Απ' τό δειλό του ανθρώπου μάτι τ' ανοιγμένο
Έτσι τό θέλει ό βασιλιάς της, πού 'χει ορίσει
Ποτέ ματόφυλλο νά μήν ανοιγοκλείσει·
Γι’ αυτό η φτωχή Ψυχή πού εδώ περνάει θλιμμένα
Μόνο μέσ’ από κρύσταλλα τή βλέπει θαμπωμένα.
Μέσ’ από δρόμο έρμο κι Ισκιωμένο,
Μ' αγγέλους του Άδη μόνο στοιχειωμένο,
Πού Είδωλο εκεί, σέ μαύρου θρόνου ερέβη,
Μ’ όνομα ΝΤΧΤΑ, ολόρθο βασιλεύει,
Πίσω στά μέρη αυτά έχω φτάσει τώρα
Απ’ τήν αχνή, στερνή της Θούλης χώρα.
(Μετ. Νίκος Σημηριώτης)
Κυριακή 20 Αυγούστου 2017
κομματιάζοντας τη νύχτα μ' ένα σμήνος από γαλαξίες...
δίχως τα δάκρυα που μας επιβάλλει η Ελλάδα
τουτ' η χώρα που παιδεύει τα δροσερά ελληνόπουλα
κι ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους...
Γιάννης Σταύρου, Ναύπλιο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Νίκος Καρούζος
Αρνησίκακος
Θα πεθάνω ζητώντας έναν ήλιο
στα μεγάλα χρονικά μυστήρια
κομματιάζοντας τη νύχτα μ' ένα σμήνος από γαλαξίες
αιωρούμενος δίχως τη μητρυιά μας
την αλύγιστη Βαρύτητα
δίχως τα δάκρυα που μας επιβάλλει η Ελλάδα
τουτ' η χώρα που παιδεύει τα δροσερά ελληνόπουλα
κι ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους.
τουτ' η χώρα που παιδεύει τα δροσερά ελληνόπουλα
κι ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους...
Γιάννης Σταύρου, Ναύπλιο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Νίκος Καρούζος
Αρνησίκακος
Θα πεθάνω ζητώντας έναν ήλιο
στα μεγάλα χρονικά μυστήρια
κομματιάζοντας τη νύχτα μ' ένα σμήνος από γαλαξίες
αιωρούμενος δίχως τη μητρυιά μας
την αλύγιστη Βαρύτητα
δίχως τα δάκρυα που μας επιβάλλει η Ελλάδα
τουτ' η χώρα που παιδεύει τα δροσερά ελληνόπουλα
κι ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους.
Σάββατο 19 Αυγούστου 2017
Περιμένω τα πλοία του γυρισμού...
"Μεγάλωσα στη θάλασσα και η φτώχεια ήταν για μένα χλιδή. Ύστερα έχασα τη θάλασσα και όλη η πολυτέλεια τότε μου φάνηκε γκριζωπή, η μιζέρια, αβάσταχτη. Και τότε περιμένω. Περιμένω τα πλοία του γυρισμού, το σπίτι των νερών, τη διάφανη μέρα..." (Αλμπέρ Καμύ, The Sea Close By / L'été)
Albert Camus
L'été
J’ai
grandi dans la mer et la pauvreté m’a été fastueuse, puis j’ai perdu la
mer, tous les luxes alors m’ont paru gris, la misère intolérable.
Depuis, j’attends. J’attends les navires du retour, la maison des eaux,
le jour limpide. Je patiente, je suis poli de toutes mes forces. On me
voit passer dans de belles rues savantes, j’admire les paysages,
j’applaudis comme tout le monde, je donne la main,
ce n’est pas moi qui parle. On me loue, je rêve un peu, on m’offense,
je m’étonne à peine. Puis j’oublie et souris à qui m’outrage, ou je
salue trop courtoisement celui que j’aime. Que faire si je n’ai de
mémoire que pour une seule image ? On me somme enfin de dire qui je
suis. « Rien encore, rien encore... »
C’est aux enterrements que je me surpasse. J’excelle vraiment. Je marche d’un pas lent dans des banlieues fleuries de ferrailles, j’emprunte de larges allées, plantées d’arbres de ciment, et qui conduisent à des trous de terre froide. Là, sous le pansement à peine rougi du ciel, je regarde de hardis compagnons inhumer mes amis par trois mètres de fond. La fleur qu’une main glaiseuse me tend alors, si je la jette, elle ne manque jamais la fosse. J’ai la piété précise, l’émotion exacte, la nuque convenablement inclinée. On admire que mes paroles soient justes. Mais je n’ai pas de mérite : j’attends.
J’attends longtemps. Parfois, je trébuche, je perds la main, la réussite me fuit. Qu’importe, je suis seul alors. Je me réveille ainsi, dans la nuit, et, à demi endormi, je crois entendre un bruit de vagues, la respiration des eaux. Réveillé tout à fait, je reconnais le vent dans les feuillages et la rumeur malheureuse de la ville déserte. Ensuite, je n’ai pas trop de tout mon art pour cacher ma détresse ou l’habiller à la mode.
D’autres fois, au contraire, je suis aidé. À New York, certains jours, perdu au fond de ces puits de pierre et d’acier où errent des millions d’hommes, je courais de l’un à l’autre, sans en voir la fin, épuisé, jusqu’à ce que je ne fusse plus soutenu que par la masse humaine qui cherchait son issue. J’étouffais alors, ma panique allait crier. Mais, chaque fois, un appel lointain de remorqueur venait me rappeler que cette ville, citerne sèche, était une île, et qu’à la pointe de la Battery l’eau de mon baptême m’attendait, noire et pourrie, couverte de lièges creux.
Ainsi, moi qui ne possède rien, qui ai donné ma fortune, qui campe auprès de toutes mes maisons, je suis pourtant comblé quand je le veux, j’appareille à toute heure, le désespoir m’ignore. Point de patrie pour le désespéré et moi, je sais que la mer me précède et me suit, j’ai une folie toute prête. Ceux qui s’aiment et qui sont séparés peuvent vivre dans la douleur, mais ce n’est pas le désespoir : ils savent que l’amour existe. Voilà pourquoi je souffre, les yeux secs, de l’exil. J’attends encore. Un jour vient, enfin...
C’est aux enterrements que je me surpasse. J’excelle vraiment. Je marche d’un pas lent dans des banlieues fleuries de ferrailles, j’emprunte de larges allées, plantées d’arbres de ciment, et qui conduisent à des trous de terre froide. Là, sous le pansement à peine rougi du ciel, je regarde de hardis compagnons inhumer mes amis par trois mètres de fond. La fleur qu’une main glaiseuse me tend alors, si je la jette, elle ne manque jamais la fosse. J’ai la piété précise, l’émotion exacte, la nuque convenablement inclinée. On admire que mes paroles soient justes. Mais je n’ai pas de mérite : j’attends.
J’attends longtemps. Parfois, je trébuche, je perds la main, la réussite me fuit. Qu’importe, je suis seul alors. Je me réveille ainsi, dans la nuit, et, à demi endormi, je crois entendre un bruit de vagues, la respiration des eaux. Réveillé tout à fait, je reconnais le vent dans les feuillages et la rumeur malheureuse de la ville déserte. Ensuite, je n’ai pas trop de tout mon art pour cacher ma détresse ou l’habiller à la mode.
D’autres fois, au contraire, je suis aidé. À New York, certains jours, perdu au fond de ces puits de pierre et d’acier où errent des millions d’hommes, je courais de l’un à l’autre, sans en voir la fin, épuisé, jusqu’à ce que je ne fusse plus soutenu que par la masse humaine qui cherchait son issue. J’étouffais alors, ma panique allait crier. Mais, chaque fois, un appel lointain de remorqueur venait me rappeler que cette ville, citerne sèche, était une île, et qu’à la pointe de la Battery l’eau de mon baptême m’attendait, noire et pourrie, couverte de lièges creux.
Ainsi, moi qui ne possède rien, qui ai donné ma fortune, qui campe auprès de toutes mes maisons, je suis pourtant comblé quand je le veux, j’appareille à toute heure, le désespoir m’ignore. Point de patrie pour le désespéré et moi, je sais que la mer me précède et me suit, j’ai une folie toute prête. Ceux qui s’aiment et qui sont séparés peuvent vivre dans la douleur, mais ce n’est pas le désespoir : ils savent que l’amour existe. Voilà pourquoi je souffre, les yeux secs, de l’exil. J’attends encore. Un jour vient, enfin...
Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017
Τα δώρα της σελήνης
Σελήνη των ποιητών και των ζωγράφων απάλυνε τον ζόφο των ημερών μας. Ο ψίθυρος του Μπωντλαίρ...
"Θα ‘σαι βασίλισσα των ανθρώπων με τα πράσινα μάτια, που έχω σφίξει κι εγώ τον λαιμό της στα νυχτερινά μου χάδια, εκείνων που αγαπούν τη θάλασσα, την απέραντη θάλασσα, την πολυτάραχη και πράσινη, το άμορφο και πολύμορφο νερό, το μέρος όπου δεν βρίσκονται, την γυναίκα που δεν γνωρίζουν...
*
Tu seras la reine des hommes aux yeux verts dont j’ai serré aussi la gorge dans mes caresses nocturnes; de ceux-là qui aiment la mer, la mer immense, tumultueuse et verte, l’eau informe et multiforme, le lieu où ils ne sont pas, la femme qu’ils ne connaissent pas..."
Σαρλ Μπωντλαίρ
Τα δώρα της σελήνης
Η Σελήνη, που είναι η ίδια η ιδιοτροπία, κοίταξε ανάμεσ’ απ΄το παράθυρο, ενώ κοιμόσουνα στο λίκνο σου, και είπε μέσα της: «Αυτό το παιδί μ’ αρέσει».
Και κατέβηκε μαλθακά τη σκάλα της από σύννεφα, και πέρασε αθόρυβα μεσ’ απ’ τα τζάμια. Έπειτα ξαπλώθηκε πάνω σου με την ευλύγιστη τρυφερότητα μιας μητέρας, κι εναπόθεσε τα χρώματά της στο πρόσωπό σου. Έτσι οι κόρες των ματιών σου απόμειναν πράσινες και τα μάγουλά σου εξαιρετικά χλωμά. Από την ενατένιση αυτής της επισκέπτριας τα μάτια σου μεγάλωσαν τόσο παράξενα, και σ’ έσφιξε τόσο τρυφερά στο λαιμό που διατήρησες έτσι για πάντα την επιθυμία να κλαίς.
Ωστόσο, μες στο ξεχείλισμα της χαράς της, η Σελήνη πλημμύριζε ολόκληρο το δωμάτιο, σα μια ατμόσφαιρα φωσφορική, σαν ένα φεγγοβόλο δηλητήριο, και όλο το ζωντανό τούτο φως στοχάζονταν κι έλεγε: «Θα υφίστασαι αιώνια την επήρεια του φιλιού μου. Θα ‘σαι όμορφη με τον τρόπο μου. Θ’ αγαπάς ό,τι αγαπώ κι ό,τι μ’ αγαπά, το νερό τα σύννεφα, τη σιωπή και τη νύχτα, την απέραντη και πράσινη θάλασσα, το άμορφο και πολύμορφο νερό, το μέρος όπου δε βρίσκεσαι, τον εραστή που δε θα γνωρίσεις, τα τερατώδη άνθη, τα αρώματα που φέρνουν παραλήρημα, τις γάτες που λιγοθυμούν πάνω στα πιάνα και που θρηνούν σαν τις γυναίκες με μια φωνή βραχνή και γλυκιά!
Και θα σ’ αγαπούν οι εραστές μου και θα ερωτοτροπούν μαζί σου οι φίλοι μου. Θα ‘σαι βασίλισσα των ανθρώπων με τα πράσινα μάτια, που έχω σφίξει κι εγώ τον λαιμό της στα νυχτερινά μου χάδια, εκείνων που αγαπούν τη θάλασσα, την απέραντη θάλασσα, την πολυτάραχη και πράσινη, το άμορφο και πολύμορφο νερό, το μέρος όπου δεν βρίσκονται, την γυναίκα που δεν γνωρίζουν, τ’ απαίσια άνθη που μοιάζουν με τα θυμιατήρια μιας άγνωστης θρησκείας, τ’ αρώματα που συγχύζουν τη θέληση και τ’ άγρια και φιλήδονα ζώα που είναι τα εμβλήματα της παραφροσύνης τους».
Και για αυτό, καταραμένο αγαπητό χαϊδεμένο παιδί, βρίσκομαι τώρα ξαπλωμένος στα πόδια σου, αναζητώντας σ’ όλη την ύπαρξή σου την ανταύγεια της τρομερής Θεότητας, της μοιραίας αναδόχου, της φαρμακεύτρας τροφού όλων των σεληνιακών.
(μετ. Τάκης Βαρβιτσιώτης)
Charles Baudelaire
Les Bienfaits de la lune
"Le Spleen de Paris"
La Lune, qui est le caprice même, regarda par la fenêtre pendant que tu dormais dans ton berceau, et se dit : « Cette enfant me plaît. »
Et elle descendit moelleusement son escalier de nuages et passa sans bruit à travers les vitres. Puis elle s’étendit sur toi avec la tendresse souple d’une mère, et elle déposa ses couleurs sur ta face. Tes prunelles en sont restées vertes, et tes joues extraordinairement pâles. C’est en contemplant cette visiteuse que tes yeux se sont si bizarrement agrandis ; et elle t’a si tendrement serrée à la gorge que tu en as gardé pour toujours l’envie de pleurer.
Cependant, dans l’expansion de sa joie, la Lune remplissait toute la chambre comme une atmosphère phosphorique, comme un poison lumineux ; et toute cette lumière vivante pensait et disait : « Tu subiras éternellement l’influence de mon baiser. Tu seras belle à ma manière. Tu aimeras ce que j’aime et ce qui m’aime : l’eau, les nuages, le silence et la nuit ; la mer immense et verte ; l’eau uniforme et multiforme ; le lieu où tu ne seras pas ; l’amant que tu ne connaîtras pas ; les fleurs monstrueuses ; les parfums qui font délirer ; les chats qui se pâment sur les pianos et qui gémissent comme les femmes, d’une voix rauque et douce !
« Et tu seras aimée de mes amants, courtisée par mes courtisans. Tu seras la reine des hommes aux yeux verts dont j’ai serré aussi la gorge dans mes caresses nocturnes ; de ceux-là qui aiment la mer, la mer immense, tumultueuse et verte, l’eau informe et multiforme, le lieu où ils ne sont pas, la femme qu’ils ne connaissent pas, les fleurs sinistres qui ressemblent aux encensoirs d’une religion inconnue, les parfums qui troublent la volonté, et les animaux sauvages et voluptueux qui sont les emblèmes de leur folie. »
Et c’est pour cela, maudite chère enfant gâtée, que je suis maintenant couché à tes pieds, cherchant dans toute ta personne le reflet de la redoutable Divinité, de la fatidique marraine, de la nourrice empoisonneuse de tous les lunatiques.
"Θα ‘σαι βασίλισσα των ανθρώπων με τα πράσινα μάτια, που έχω σφίξει κι εγώ τον λαιμό της στα νυχτερινά μου χάδια, εκείνων που αγαπούν τη θάλασσα, την απέραντη θάλασσα, την πολυτάραχη και πράσινη, το άμορφο και πολύμορφο νερό, το μέρος όπου δεν βρίσκονται, την γυναίκα που δεν γνωρίζουν...
*
Tu seras la reine des hommes aux yeux verts dont j’ai serré aussi la gorge dans mes caresses nocturnes; de ceux-là qui aiment la mer, la mer immense, tumultueuse et verte, l’eau informe et multiforme, le lieu où ils ne sont pas, la femme qu’ils ne connaissent pas..."
Σαρλ Μπωντλαίρ
Τα δώρα της σελήνης
Η Σελήνη, που είναι η ίδια η ιδιοτροπία, κοίταξε ανάμεσ’ απ΄το παράθυρο, ενώ κοιμόσουνα στο λίκνο σου, και είπε μέσα της: «Αυτό το παιδί μ’ αρέσει».
Και κατέβηκε μαλθακά τη σκάλα της από σύννεφα, και πέρασε αθόρυβα μεσ’ απ’ τα τζάμια. Έπειτα ξαπλώθηκε πάνω σου με την ευλύγιστη τρυφερότητα μιας μητέρας, κι εναπόθεσε τα χρώματά της στο πρόσωπό σου. Έτσι οι κόρες των ματιών σου απόμειναν πράσινες και τα μάγουλά σου εξαιρετικά χλωμά. Από την ενατένιση αυτής της επισκέπτριας τα μάτια σου μεγάλωσαν τόσο παράξενα, και σ’ έσφιξε τόσο τρυφερά στο λαιμό που διατήρησες έτσι για πάντα την επιθυμία να κλαίς.
Ωστόσο, μες στο ξεχείλισμα της χαράς της, η Σελήνη πλημμύριζε ολόκληρο το δωμάτιο, σα μια ατμόσφαιρα φωσφορική, σαν ένα φεγγοβόλο δηλητήριο, και όλο το ζωντανό τούτο φως στοχάζονταν κι έλεγε: «Θα υφίστασαι αιώνια την επήρεια του φιλιού μου. Θα ‘σαι όμορφη με τον τρόπο μου. Θ’ αγαπάς ό,τι αγαπώ κι ό,τι μ’ αγαπά, το νερό τα σύννεφα, τη σιωπή και τη νύχτα, την απέραντη και πράσινη θάλασσα, το άμορφο και πολύμορφο νερό, το μέρος όπου δε βρίσκεσαι, τον εραστή που δε θα γνωρίσεις, τα τερατώδη άνθη, τα αρώματα που φέρνουν παραλήρημα, τις γάτες που λιγοθυμούν πάνω στα πιάνα και που θρηνούν σαν τις γυναίκες με μια φωνή βραχνή και γλυκιά!
Και θα σ’ αγαπούν οι εραστές μου και θα ερωτοτροπούν μαζί σου οι φίλοι μου. Θα ‘σαι βασίλισσα των ανθρώπων με τα πράσινα μάτια, που έχω σφίξει κι εγώ τον λαιμό της στα νυχτερινά μου χάδια, εκείνων που αγαπούν τη θάλασσα, την απέραντη θάλασσα, την πολυτάραχη και πράσινη, το άμορφο και πολύμορφο νερό, το μέρος όπου δεν βρίσκονται, την γυναίκα που δεν γνωρίζουν, τ’ απαίσια άνθη που μοιάζουν με τα θυμιατήρια μιας άγνωστης θρησκείας, τ’ αρώματα που συγχύζουν τη θέληση και τ’ άγρια και φιλήδονα ζώα που είναι τα εμβλήματα της παραφροσύνης τους».
Και για αυτό, καταραμένο αγαπητό χαϊδεμένο παιδί, βρίσκομαι τώρα ξαπλωμένος στα πόδια σου, αναζητώντας σ’ όλη την ύπαρξή σου την ανταύγεια της τρομερής Θεότητας, της μοιραίας αναδόχου, της φαρμακεύτρας τροφού όλων των σεληνιακών.
(μετ. Τάκης Βαρβιτσιώτης)
Charles Baudelaire
Les Bienfaits de la lune
"Le Spleen de Paris"
La Lune, qui est le caprice même, regarda par la fenêtre pendant que tu dormais dans ton berceau, et se dit : « Cette enfant me plaît. »
Et elle descendit moelleusement son escalier de nuages et passa sans bruit à travers les vitres. Puis elle s’étendit sur toi avec la tendresse souple d’une mère, et elle déposa ses couleurs sur ta face. Tes prunelles en sont restées vertes, et tes joues extraordinairement pâles. C’est en contemplant cette visiteuse que tes yeux se sont si bizarrement agrandis ; et elle t’a si tendrement serrée à la gorge que tu en as gardé pour toujours l’envie de pleurer.
Cependant, dans l’expansion de sa joie, la Lune remplissait toute la chambre comme une atmosphère phosphorique, comme un poison lumineux ; et toute cette lumière vivante pensait et disait : « Tu subiras éternellement l’influence de mon baiser. Tu seras belle à ma manière. Tu aimeras ce que j’aime et ce qui m’aime : l’eau, les nuages, le silence et la nuit ; la mer immense et verte ; l’eau uniforme et multiforme ; le lieu où tu ne seras pas ; l’amant que tu ne connaîtras pas ; les fleurs monstrueuses ; les parfums qui font délirer ; les chats qui se pâment sur les pianos et qui gémissent comme les femmes, d’une voix rauque et douce !
« Et tu seras aimée de mes amants, courtisée par mes courtisans. Tu seras la reine des hommes aux yeux verts dont j’ai serré aussi la gorge dans mes caresses nocturnes ; de ceux-là qui aiment la mer, la mer immense, tumultueuse et verte, l’eau informe et multiforme, le lieu où ils ne sont pas, la femme qu’ils ne connaissent pas, les fleurs sinistres qui ressemblent aux encensoirs d’une religion inconnue, les parfums qui troublent la volonté, et les animaux sauvages et voluptueux qui sont les emblèmes de leur folie. »
Et c’est pour cela, maudite chère enfant gâtée, que je suis maintenant couché à tes pieds, cherchant dans toute ta personne le reflet de la redoutable Divinité, de la fatidique marraine, de la nourrice empoisonneuse de tous les lunatiques.
Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017
όσο ν' ανοιγοκλείσει μια πόρτα...
η καλοκαιρινή βροχή πέφτει πάνω στη ζωή μου
πάνω σ' εμένα η ζωή μου που μου ξεφεύγει με
καταδιώκει...
Γιάννης Σταύρου, Βραδιάζει στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Σάμιουελ Μπέκετ
Ποιήματα
Είμαι αυτή η ροή της άμμου που γλιστράει
ανάμεσα στο βότσαλο και στον αμμόλοφο
η καλοκαιρινή βροχή πέφτει πάνω στη ζωή μου
πάνω σ' εμένα η ζωή μου που μου ξεφεύγει με
καταδιώκει
και θα σβήσει τη μέρα που άρχισε
αγαπημένη στιγμή σε βλέπω
μέσα σ' αυτό το παραπέτασμα της ομίχλης που χάνεται
όπου δε θα 'χω παρά να πατήσω σ' αυτά τα μακριά
κινούμενα κατώφλια
και θα ζήσω
όσο ν' ανοιγοκλείσει μια πόρτα.
*
κάθε μέρα επιθυμείς
να’ σαι μια μέρα ζωντανός
όχι βέβαια χωρίς να λυπάσαι
μια μέρα που γεννήθηκες
(μετ. Γιώργος Βίλλιος)
πάνω σ' εμένα η ζωή μου που μου ξεφεύγει με
καταδιώκει...
Γιάννης Σταύρου, Βραδιάζει στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Σάμιουελ Μπέκετ
Ποιήματα
Είμαι αυτή η ροή της άμμου που γλιστράει
ανάμεσα στο βότσαλο και στον αμμόλοφο
η καλοκαιρινή βροχή πέφτει πάνω στη ζωή μου
πάνω σ' εμένα η ζωή μου που μου ξεφεύγει με
καταδιώκει
και θα σβήσει τη μέρα που άρχισε
αγαπημένη στιγμή σε βλέπω
μέσα σ' αυτό το παραπέτασμα της ομίχλης που χάνεται
όπου δε θα 'χω παρά να πατήσω σ' αυτά τα μακριά
κινούμενα κατώφλια
και θα ζήσω
όσο ν' ανοιγοκλείσει μια πόρτα.
*
κάθε μέρα επιθυμείς
να’ σαι μια μέρα ζωντανός
όχι βέβαια χωρίς να λυπάσαι
μια μέρα που γεννήθηκες
(μετ. Γιώργος Βίλλιος)
Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017
Προαίσθημα κακών μελλούμενων...
προαίσθημα πάντα όσων είχαν πια συντελεσθεί
έδρασε λάθρα ο χρόνος σαν το μόνο πεπρωμένο
πλήρωμα και συντέλεια...
Γιάννης Σταύρου, Καράβι της νύχτας, λάδι σε καμβά
Βύρων Λεοντάρης
Χωρίς τίτλο (VIII)
(Από τη συλλογή «Εκ περάτων»)
Οιωνός πετόμενος έστη εν μεσουρανήματι
ασάλευτος
κι ούτε κατά τη δύση πάει όπου τραβάν σμήνη οι αποδημούντες
ούτε προς την ανατολή τον σπρώχνουνε απόγειοι στεναγμοί.
Ερήμωσαν άξαφνα οι δρόμοι που το βλέμμα των απελπισμένων
χάραξε στον αέρα
και τα περάματα των κεκμηκότων
κι ο ίσκιος τινάζεται να φύγει απ' το κορμί προς τα πάνω
ξεγλωσσίζοντας
σα φλόγα λύχνου που του σώνεται το λάδι.
Προαίσθημα κακών μελλούμενων...
Πάντα να τα αποτρέψω πάσχιζα έστω την τελευταία ώρα
αλλά, να, τώρα βλέπω δεν υπήρχανε ποτέ μελλούμενα. μόνο τε-
τελεσμένα
κι ούτε ώρα τελευταία μα μετατελευταία
όλη η ζωή μου εκπρόθεσμη
προαίσθημα πάντα όσων είχαν πια συντελεσθεί
έδρασε λάθρα ο χρόνος σαν το μόνο πεπρωμένο
πλήρωμα και συντέλεια.
Το τέλος είχε επέλθει από καιρό
το τέλος είχε επέλθει απ' την αρχή
πέρασε πάνω μου και μ' άφησε σ' αυτή τη μετατελευταία ώρα-
μαύρη ώρα δίχως έκβαση-
να σπαρταράω ψυχόφυρτος.
έδρασε λάθρα ο χρόνος σαν το μόνο πεπρωμένο
πλήρωμα και συντέλεια...
Γιάννης Σταύρου, Καράβι της νύχτας, λάδι σε καμβά
Βύρων Λεοντάρης
Χωρίς τίτλο (VIII)
(Από τη συλλογή «Εκ περάτων»)
Οιωνός πετόμενος έστη εν μεσουρανήματι
ασάλευτος
κι ούτε κατά τη δύση πάει όπου τραβάν σμήνη οι αποδημούντες
ούτε προς την ανατολή τον σπρώχνουνε απόγειοι στεναγμοί.
Ερήμωσαν άξαφνα οι δρόμοι που το βλέμμα των απελπισμένων
χάραξε στον αέρα
και τα περάματα των κεκμηκότων
κι ο ίσκιος τινάζεται να φύγει απ' το κορμί προς τα πάνω
ξεγλωσσίζοντας
σα φλόγα λύχνου που του σώνεται το λάδι.
Προαίσθημα κακών μελλούμενων...
Πάντα να τα αποτρέψω πάσχιζα έστω την τελευταία ώρα
αλλά, να, τώρα βλέπω δεν υπήρχανε ποτέ μελλούμενα. μόνο τε-
τελεσμένα
κι ούτε ώρα τελευταία μα μετατελευταία
όλη η ζωή μου εκπρόθεσμη
προαίσθημα πάντα όσων είχαν πια συντελεσθεί
έδρασε λάθρα ο χρόνος σαν το μόνο πεπρωμένο
πλήρωμα και συντέλεια.
Το τέλος είχε επέλθει από καιρό
το τέλος είχε επέλθει απ' την αρχή
πέρασε πάνω μου και μ' άφησε σ' αυτή τη μετατελευταία ώρα-
μαύρη ώρα δίχως έκβαση-
να σπαρταράω ψυχόφυρτος.
Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Γιορτάζουμε το δικό μας ελληνικό Δεκαπενταύγουστο με τον μεγάλο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη!
«ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι, τῶν αἰωνίων βασάνων…»
«ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι, τῶν αἰωνίων βασάνων…»
ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον, εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε, καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον, καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρῃ, καί τινας λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν*, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων.
Ὁ ναΐσκος ἦτο ἰδιόκτητος· πρᾶγμα σπάνιον εἰς τὸν τόπον, λείψανον παλαιοῦ θεσμοῦ· ἦτον κτῆμα αὐτοῦ τοῦ γέροντος Φραγκούλα. Ὁ ἀξιότιμος πρεσβύτης, φέρων ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ, ὡραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου, ἐπανωβράκι* τσόχινον, μὲ ζώνην πλατεῖαν κεντητήν, μακρὰν τσιμπούκαν μὲ ἠλέκτρινον μαμέν, καὶ κρατῶν μὲ τὴν ἀριστερὰν ἠλέκτρινον μακρὸν κομβολόγιον, δὲν ἦτο καὶ πολὺ γέρων, ὣς πενηνταπέντε χρόνων ἄνθρωπος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου. Ἦτον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εὐσταλής, ὑψηλός, λεπτὸς τὴν μέσην, μελαχροινός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, δασείας ὀφρῦς, ὀφθαλμοὺς μεγάλους, ὀγκώδη ρῖνα, χονδρὰ χείλη προέχοντα. Ἠγάπα πολὺ τὰ μουσικά, τά τε ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, ὑπῆρξε δὲ μὲ τὴν χονδρὴν ἀλλὰ παθητικὴν φωνήν του ψάλτης καὶ τραγουδιστὴς εἰς τὸν καιρόν του μέχρι γήρατος.
Τὴν Σινιώραν, ὡραίαν νέαν, λεπτοφυῆ, λευκοτάτην, τὴν εἶχε νυμφευθῆ ἀπὸ ἔρωτα. Ἤδη εἶχε συζήσει μαζί της ὑπὲρ τὰ εἴκοσι πέντε ἔτη, καὶ εἶχεν ἀποκτήσει τέσσαρας υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρας. Ἀλλὰ τώρα, εἰς τὸν οὐδὸν τοῦ γήρατος, δὲν συνέζη πλέον μαζί της.
Εἶχε χωρίσει ἅπαξ ἤδη, ἀφοῦ ἐγεννήθησαν τὰ τέσσαρα πρῶτα παιδία, δύο υἱοὶ καὶ δύο θυγατέρες· ὁ πρῶτος οὗτος χωρισμὸς διήρκεσεν ἐπί τινας μῆνας. Εἶτα ἐπῆλθε συνδιαλλαγὴ καὶ συμβίωσις πάλιν. Τότε ἐγεννήθησαν ἄλλα δύο τέκνα, υἱὸς καὶ θυγάτριον. Εἶτα ἐπῆλθε δεύτερος χωρισμός, ὑπὲρ τὸ ἔτος διαρκέσας. Μετὰ τὸν χωρισμόν, δευτέρα συνδιαλλαγη. Τότε ἐγεννήθη ὁ τελευταῖος υἱός. Ἀκολούθως ἐπῆλθε μακρὸς χωρισμὸς μεταξὺ τῶν συζύγων. Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμός, μετὰ πολλὰς ἀγόνους ἀποπείρας συνδιαλλαγῆς, διήρκει ἤδη ἀπὸ τριῶν ἐτῶν καὶ ἡμίσεος. Δὲν ἦτο πλέον φόβος νὰ γεννηθοῦν ἄλλα τέκνα. Ἡ Σινιώρα ἦτον ὑπερτεσσαρακοντοῦτις ἤδη.
*
Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, τῆς 13 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 186… ἐκάθητο μόνος, ὁλομόναχος, ἔξω τοῦ ναΐσκου, εἰς τὸ προαύλιον, ἔμπροσθεν τῆς καλύβης τὴν ὁποίαν εἶχε κτίσει, ἐκάπνιζε τὸ τσιμπούκι του, κ᾿ ἐρρέμβαζεν. Ὁ καπνὸς ἀπὸ τὸν λουλὰν ἀνέθρῳσκε καὶ ἀνέβαινεν εἰς κυανοῦς κύκλους εἰς τὸ κενόν, καὶ οἱ λογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐφαίνοντο νὰ παρακολουθοῦν τοὺς κύκλους τοῦ καπνοῦ, καὶ νὰ χάνωνται μετ᾿ αὐτῶν εἰς τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον. Τί ἐσκέπτετο;
Βεβαίως, τὴν σύζυγόν του, μὲ τὴν ὁποίαν ἦσαν εἰς διάστασιν, καὶ τὰ τέκνα του, τὰ ὁποῖα σπανίως ἔβλεπεν. Ἐσχάτως τοῦ εἶχον παρουσιασθῆ, πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν του, καὶ οἰκονομικαὶ στενοχωρίαι. Ὁ Φραγκούλας ἦτο μεγαλοκτηματίας. Εἶχε παμπόλλους ἐλαιῶνας, ἀμπέλια ἀρκετά, καὶ χωράφια ἀμέτρητα. Μόνον ἀπὸ τὸν ἀντίσπορον τῶν χωραφίων ἠμποροῦσε νὰ μὴν ἀγοράζῃ ψωμὶ δι᾿ ὅλου τοῦ ἔτους, αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του. Οἱ δὲ ἐλαιῶνες, ὅταν ἐκαρποφόρουν, ἔδιδον ἀρκετὸν εἰσόδημα. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν εἰργάζετο ποτὲ μόνος του, τὰ ἔξοδα «τὸν ἔτρωγαν»! Εἶτα αὐξανομένης τῆς οἰκογενείας, συνηυξάνοντο καὶ αἱ ἀνάγκαι. Καὶ ὅσον ηὔξανον τὰ ἔξοδα, τόσον τὰ ἔσοδα ἠλαττοῦντο. Ἦλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», ἀφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Εἶτα, διὰ πρώτην φοράν, ἔλαβεν ἀνάγκην μικρῶν δανείων. Δὲν ἐφαντάζετο ποτὲ ὅτι μία μικρὰ κάμπη ἀρκεῖ διὰ νὰ καταστρέψῃ ὁλόκληρον φυτείαν. Ἀπηυθύνθη εἰς ἕνα τοκογλύφον τοῦ τόπου.
Οἱ τοιοῦτοι ἦσαν ἄνθρωποι «φερτοί», ἀπ᾿ ἔξω, καὶ ὅταν κατέφυγον εἰς τὸν τόπον, ἐν ὥρᾳ συμφορᾶς καὶ ἀνεμοζάλης, κατὰ τὴν Μεγάλην Ἐπανάστασιν ἢ κατὰ τὰ ἄλλα κινήματα τὰ πρὸ αὐτῆς, ἀρχομένης τῆς ἑκατονταετηρίδος, κανεὶς δὲν ἔδωκε προσοχὴν καὶ σημασίαν εἰς αὐτούς.
Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ οἱ ἐντόπιοι εἶχον ἀποκλειστικὴν προσήλωσιν εἰς τὰ κτήματα, οὗτοι, οἱ ἐπήλυδες, ὡς πράττουσιν ὅλοι οἱ φύσει καὶ θέσει Ἑβραῖοι, ἔδωκαν ὅλην τὴν σημασίαν καὶ τὴν προσοχήν των εἰς τὰ χρήματα. Ἤνοιξαν ἐργαστήρια, μαγαζεῖα, κ᾿ ἐμπορεύοντο, κ᾿ ἐχρηματίζοντο. Εἶτα ἦλθεν ὥρα, ὅπως καὶ τώρα καὶ πάντοτε συμβαίνει, ὁπότε οἱ ἐντόπιοι ἔλαβον ἀνάγκην τῶν χρημάτων, καὶ τότε ἤρχισαν νὰ ὑποθηκεύουν τὰ κτήματα. Ἑωσότου παρῆλθε μία γενεά, ἢ μία καὶ ἡμίσεια, καὶ τὰ χρήματα ἐπέστρεψαν εἰς τοὺς δανειστάς, συμπαραλαβόντα μεθ᾿ ἑαυτῶν καὶ τὰ κτήματα.
Ἕως τότε δὲν εἶχε συλλογισθῆ τοιαῦτα πράγματα ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας, οὔτε τὸν ἔμελε ποτέ του περὶ χρημάτων. Ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἐσχάτων, εἶχε λάβει ἀνάγκην καὶ δευτέρου καὶ τρίτου δανείου, καὶ οἱ δανεισταὶ προθύμως τοῦ ἔδιδαν, ἀλλ᾿ ἀπῄτουν νὰ τοὺς καθιστᾷ ὑπέγγυα τὰ καλύτερα κτήματα, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον εἶχε, κατ᾿ αὐτὸν ἐκτιμητήν, δεκαπλασίαν ἀξίαν τοῦ ποσοῦ τοῦ δανειζομένου. Πλὴν φεῦ! αὐτὸς δὲν ἦτο ὁ μόνος καημός του…
Ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας δὲν ἐφόρει πλέον τὸ ὡραῖόν του μαῦρον φέσι, τὸ τουνεζιάνικον· ἔφερεν οἰκιακὸν μαῦρον σκοῦφον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. Ἀλλ᾿ εὑρίσκετο σήμερον εἰς τὴν ἐξοχήν. Ἐὰν τὸν συνηντῶμεν τὴν προτεραίαν εἰς τὴν ἀγοράν, κάτω εἰς τὴν πολίχνην, θὰ ἐβλέπομεν ὅτι εἶχε βάψει μαῦρον τὸ φέσι του… Εἶχε πρόσφατον πένθος.
*
«Ἄχ! Τό ᾽χασα, τὸ καημένο μ᾿, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!»
Ὁ γερο-Φραγκούλης ἐστέναξε, καὶ εἶχε δίκαιον νὰ στενάξῃ. Τὸ καλύτερον κοράσιόν του, τὸ τρίτον, τὸ μικρότερον, δεκατετραετὲς μόλις τὴν ἡλικίαν ―τὸ ὁποῖον εἶχε γεννηθῆ κατά τι διάλειμμα ἔρωτος μεταξὺ δύο χωρισμῶν― τοῦ εἶχεν ἀποθάνει πρὸ ὀλίγων μηνῶν…
Καὶ αὐτὸς ἦλθεν εἰς τὴν Παναγίαν, διὰ νὰ κλαύσῃ καὶ νὰ πῇ τὸν πόνον του. Ἦτον κτῆμά του ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Τὸ ἐκκλησίδιον ἦτον εὐπρεπέστατον, ὡραῖα στολισμένον καὶ εἶχε καλὰς εἰκόνας, καὶ μάλιστα τὴν φερώνυμον, τὴν γλυκεῖαν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, σκαλιστὸν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλεον καὶ μανουάλια ὀρειχάλκινα, κανδήλια ἀργυρᾶ. Ἔφερε πάντοτε ὁ ἰδιοκτήτης μαζί του τὴν βαρεῖαν ὑπερμεγέθη κλεῖδα τῆς δρυΐνης θύρας τῆς στερεᾶς, καὶ δὲν ἔλειπε συχνὰ νὰ ἐπισκέπτεται τὴν Παναγίαν του· ἱερόσυλος εὐτυχῶς κανεὶς ἀκόμη δὲν εἶχεν ἀναφανῆ εἰς τὰ μέρη αὐτά.
Ἦτον ἡ προπαραμονὴ τῆς ἑορτῆς, ὅτε θὰ ἐτελεῖτο πανήγυρις εἰς τὸν ναΐσκον, τιμώμενον ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως. Θὰ ἤρχοντο ἀπὸ τὸν τόπον πολλαὶ οἰκογένειαι καὶ ἄτομα, δωδεκάδες τινὲς προσκυνητῶν καὶ πανηγυριστῶν, καὶ ὁ παπα-Νικόλας, ὁ συμπέθερός του. Εἰς τὸν παπα-Νικόλαν ὁ Φραγκούλας ἔδιδε διὰ τὸν κόπον του ἓν τάλληρον, περιπλέον δὲ εἰσέπραττεν ὁ παπὰς διὰ λογαριασμόν του τὰς δεκάρας, ὅσας ἔδιδαν αἱ γυναῖκες «διὰ νὰ γράψουν τὰ ὀνόματα» ἢ τὰ «ψυχοχάρτια».
Ὅλα τ᾿ ἄλλα, προσφοράς, ἀρτοκλασίας, πώλησιν κηρίων, κτλ. τὰ εἰσέπραττεν ὁ Φραγκούλας ὡς εἰσόδημα ἰδικόν του…
Καὶ τώρα τοὺς ἐπερίμενε νὰ ἔλθουν πάλιν… καὶ ἀνελογίζετο πῶς ἄλλοτε, ὅταν ἦτον νέος ἀκόμη, μετὰ τὸν πρῶτον χωρισμὸν ἀπὸ τὴν γυναῖκά του, ἡ πανήγυρις αὐτὴ τῆς Παναγίας τῆς Κοιμήσεως ἔγινεν ἀφορμὴ διὰ νὰ ἐπέλθῃ συνδιαλλαγὴ μετὰ τῆς γυναικός του. Κατόπιν τῆς συνδιαλλαγῆς ἐκείνης ἐγεννήθη ὁ τρίτος υἱός, καὶ τὸ Κουμπώ, τὸ θυγάτριον τὸ ὁποῖον ἐθρήνει τώρα ὁ γερο-Φραγκούλας…
«Τό ᾽χασα τὸ καημένο μου, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!…»
Ὤ, δὲν ἐλυπεῖτο τώρα τόσον πολὺ τὸν ἀπὸ τῆς γυναικός του χωρισμόν ―τὴν ὁποίαν ἄλλως τρυφερῶς ἠγάπα― ὅσον ἐθρήνει τὴν σκληρὰν ἀπώλειαν ἐκείνην τῆς κορασίδος, τὴν ὁποίαν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον ἤλπιζε μόνον νὰ ἐπανεύρῃ… Καὶ κατενύσσετο πολὺ ἡ καρδία του κ᾿ ἐθλίβετο… Καὶ ἀνελογίσθη ὅτι τὸ πάλαι ἐδῶ οἱ χριστιανοί, ὅσοι ἦσαν ὡς αὐτὸς τεθλιμμένοι, εἰς τὸν ναΐσκον αὐτὸν τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας, ἤρχοντο τὰς ἡμέρας αὐτὰς νὰ εὕρωσι, διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ ᾄσματος, ἀναψυχὴν καὶ παραμυθίαν… Τὸν παλαιὸν καιρόν, πρὸ τοῦ Εἰκοσιένα, ὅταν τὸ σήμερον ἔρημον καὶ κατηρειπωμένον χωρίον ἐκατοικεῖτο ἀκόμη, ὅλοι οἱ κάτοικοι καὶ τῶν δύο ἐνοριῶν ἤρχοντο εἰς τὸν ναὸν τῆς Πρέκλας, ὅστις ἦτο ἁπλοῦν παρεκκλήσιον, ν᾿ ἀκούσωσι τὰς ψαλλομένας Παρακλήσεις, καθ᾿ ὅλον τὸν Δεκαπενταύγουστον…
Ἄφησεν εἰς τὴν ἄκρην τὸ τσιμπούκι, τὸ ὁποῖον εἶχε σβήσει ἤδη ἀνεπαισθήτως, ἐν μέσῳ τῆς ἀλλοφροσύνης καὶ τῶν ρεμβασμῶν τοῦ καπνιστοῦ, καὶ ἀκουσίως ἤρχισε νὰ ὑποψάλλῃ.
Ἔλεγε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸν κανόνα τὸν εἰς τὴν Παναγίαν, ὅπου διεκτραγῳδοῦνται τὰ παθήματα καὶ τὰ βάσανα μιᾶς ψυχῆς, καὶ τὴν σειρὰν ὅλην τῶν κατανυκτικῶν ὕμνων, ὅπου εἷς βασιλεὺς Ἕλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, ἀπὸ Λατίνους καὶ Ἄραβας καὶ τοὺς ἰδικούς του, διεκτραγῳδεῖ πρὸς τὴν Παναγίαν τοὺς ἰδίους πόνους του, καὶ τοὺς διωγμοὺς ὅσους ὑπέφερεν ἀπὸ τὰ στίφη τῶν βαρβάρων, τὰ ὁποῖα ὀνομάζει νέφη.
Εἶτα, κατὰ μικρόν, ἀφοῦ εἶπεν ὅσα τροπάρια ἐνθυμεῖτο ἀπὸ στήθους, ὕψωσεν ἀκουσίως τὴν φωνήν, καὶ ἤρχισε νὰ μέλπῃ τὸ ἀθάνατον ἐκεῖνο:
«Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε,
Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα.
Καὶ σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».
… Καὶ εἶτα προσέτι, παρεκάλει διὰ τοῦ ᾄσματος τὴν Παναγίαν, νὰ εἶναι μεσίτρια πρὸς τὸν Θεόν, «μὴ μοῦ ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων…» Ὤ, αὐτὸ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ προνόμιον νὰ κάμνῃ πολλὰ ζεύγη ὀφθαλμῶν νὰ κλαίωσι τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιον ἀκόμη ἑκούσια δάκρυα ἐκ συναισθήσεως…
Ὁ γερο-Φραγκούλας ἐπίστευε καὶ ἔκλαιεν… Ὤ, ναί, ἦτον ἄνθρωπος ἀσθενής· ἠγάπα καὶ ἡμάρτανε καὶ μετενόει… Ἠγάπα τὴν θρησκείαν, ἠγάπα καὶ τὴν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα του, ἐπόθει ἀκόμη τὸν συζυγικὸν βίον, ἐπόθει καὶ τὸν βίον τὸν μοναχικόν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχεν ἀγαπήσει ἐξ ὅλης καρδίας τὴν Σινιωρίτσαν του… καὶ τὴν ἠγάπα ἀκόμη. Ἀλλ᾿ ὅσον τρυφερὸς ἦτο εἰς τὸν ἔρωτα, τόσον εὐεπίφορος εἰς τὸ πεῖσμα, καὶ τόσον γοργὸς εἰς ὀργήν. Ὤ! ἀτέλειαι τῶν ἀνθρώπων.
Τώρα, εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους, εἶχε γνωρίσει ἀκόμη καὶ τὴν οἰκονομικὴν στενοχωρίαν, τὸ παράπονον τῆς ξεπεσμένης ἀρχοντιᾶς, τὰς πιέσεις καὶ τὰς ἀπειλὰς τῶν τοκογλύφων. «Τὸ διάφορο, κεφάλι*! τὸ διάφορο, κεφάλι!» Ἐπὶ τέσσαρας ἐνιαυτοὺς ἦτο ἀφορία, αἱ ἐλαῖαι δὲν ἐκαρποφόρησαν· ὁ καρπὸς εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ ἄγνωστον ἀσθένειαν, διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν ἰδιοκτητῶν. Εἶχαν κιτρινίσει καὶ μαυρίσει αἱ ἐλαῖαι, καὶ ἦσαν γεμᾶται ἀπὸ βοῦλες, καὶ εἶχαν πέσει ἄκαιρα. Τόσα «ὑποστατικά», τόσα «μούλκια»*, τόσο «βιός», ἀγύριστα* κτήματα, σχεδὸν τσιφλίκια, ἠπειλοῦντο νὰ περιέλθωσιν εἰς χεῖρας τῶν τοκογλύφων. ― Ἐγέννα ἢ ὄχι ἡ γῆ, ἐκαρποφόρουν ἢ ὄχι τὰ δένδρα, ὁ τόκος δὲν ἔπαυε. Τὰ κεφάλαια «ἔτικτον». Ἔπαυσε νὰ τίκτῃ ἡ γόνιμος (ὅπως λέγει ὁ Ἅγ. Βασίλειος), ἀφοῦ τὰ ἄγονα ἤρχισαν κ᾿ ἐξηκολούθουν νὰ τίκτουν…
Ἀνελογίζετο αὐτά, κ᾿ ἔκλαιεν ἡ ψυχή του. Δὲν ἤλπιζε πλέον, οὔτε ηὔχετο σχεδόν, νὰ ἤρχετο ἡ Σινιωρίτσα αὔριον, εἰς τὴν πανήγυριν, ὅπως ἤρχετο τακτικὰ κάθε χρόνον, ἄλλοτε, ὅταν ἦσαν «μονοιασμένοι» ― ὅπως εἶχεν ἔλθει καὶ ἅπαξ, εἰς καιρὸν ὁποὺ εὑρίσκοντο χωρισμένοι, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν… Τώρα μόνον ἡ ψυχὴ τῆς Κούμπως, τῆς ἀθῴας μικρᾶς παρθένου, εἴθε νὰ παρίστατο ἀοράτως εἰς τὴν πανήγυριν, ἀγαλλομένη.
Ὤ! ἄλλοτε, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, πρὶν γεννηθῇ ἀκόμη ἡ Κούμπω ― ναί, ἡ Παναγία εἶχε δωρήσει τὸ ἁβρὸν ἐκεῖνο ἄνθος εἰς τὸν Φραγκούλην καὶ τὴν Σινιώραν, καὶ ἡ Παναγία πάλιν τὸ εἶχε δρέψει καὶ τὸ εἶχεν ἀναλάβει πλησίον της, πρὶν μολυνθῇ ἐκ τῆς ἐπαφῆς τῶν ματαίων τοῦ κόσμου… Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχε συμβῆ ὁ πρῶτος χωρισμός, τὸ πρῶτον πεῖσμα, τὸ πρῶτον κάκιωμα μεταξὺ τῶν συζύγων. Καὶ ὁ Φραγκούλης, θυμώδης, ὀξύχολος, δριμύς, εἶχεν ἀναβῆ, ὅπως τώρα, ἀπὸ τὴν πολίχνην τὴν κατοικημένην εἰς τὸ παλαιὸν χωρίον τὸ ἔρημον, τοῦ ὁποίου ἐσώζοντο τότε ἀκόμη ὀλίγισται οἰκίαι, καὶ δὲν ἦτο ἐρείπιον ὅλον, ὅπως σήμερον. Καὶ καθὼς τώρα, εἶχεν ἔλθει δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας πρὸ τῆς ἑορτῆς εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Πρέκλας, ἐκάθητο δὲ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναΐσκου κ᾿ ἐκάπνιζε τὸ μακρὸν τσιμπούκι μὲ τὸ ἠλέκτρινον ἐπιστόμιον. Πλὴν τότε τὸ φέσι του ἦτο κατακόκκινον, καὶ τώρα ἐφόρει μαῦρον σκοῦφον… Καὶ τότε ὁ Φραγκούλης ἦτον σαράντα χρόνων, καὶ τώρα ἦτον πενηνταπέντε… Τότε ἔτρεφε πεῖσμα καὶ χολήν, ἀλλ᾿ εἶχε πολὺ περισσότερον καὶ βαθύτερον συζυγικὸν ἔρωτα, καὶ μόνον νύξιν ἤθελεν· ἦτον ἕτοιμος νὰ συγχωρήσῃ· καὶ ν᾿ ἀγαπήσῃ… Ἀλλὰ τώρα δὲν ἔχει πλέον οὔτε πεῖσμα σχεδὸν οὔτε ὀργήν, ἠγάπα τὴν Σινιώραν, τὴν ἐπόνει, ἀλλ᾿ ἔκλαιε πολὺ περισσότερον διὰ τὸ θυγάτριόν του, τὸ Κουμπώ, «τὸ καημένο, τὸ εὐάγωγο!»
Ἐκείνην τὴν φοράν, ὁ παπα-Νικόλας, ἅμα ἔφθασε τὴν παραμονήν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ πλῆθος προσκυνητῶν διὰ τὴν πανήγυριν, ἐστάθη πλησίον τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, παρὰ τὴν γωνίαν, καὶ τοῦ εἶπε μυστηριωδῶς:
― Θά ᾽χῃς μουσαφιρλίκια, θαρρῶ.
― Τί τρέχει, παπά; ἠρώτησε μειδιῶν ὁ Φραγκούλας, ὅστις ἐμάντευσε πάραυτα.
― Θὰ σοῦ ἔλθῃ τ᾿ ἀσκέρι… Κοίταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρὶς πείσματα…
Ὁ παπάς, ἀσκέρι λέγων, ἐννοοῦσε προφανῶς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Φραγκούλα· ἀλλὰ τάχα μόνον τὰ παιδία τὰ δύο μεγαλύτερα ἐκ τῶν τεσσάρων; ― καθόσον τὰ ἄλλα δύο τὰ μικρά, δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ κουβαληθοῦν εἰς διάστημα τριῶν ὡρῶν ὁδοιπορίας χωρὶς τὴν μητέρα των. Ὁ Φραγκούλης ἠθέλησε νὰ βεβαιωθῇ.
― Θά ᾽ρθῃ μαζὶ κ᾿ ἡ μάννα τους;
― Βέβαια… πιστεύω, εἶπεν ὁ παπάς.
*
Τῷ ὄντι, ὅταν ἐβράδιασε καλά, καὶ ἤρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ, ἡ κυρα-Σινιώρα ἦλθε, μαζὶ μὲ τὴν γραῖαν μητέρα της, καὶ μὲ τὰ τέσσαρα παιδιά της, ἐν συνοδίᾳ καὶ ἄλλων προσκυνητριῶν, γειτονισσῶν ἢ συγγενῶν της. Ἀπὸ πολλῶν μηνῶν δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν σύζυγόν της, ὅστις εἶχε κατοικήσει χωριστά, ― εἰς εὐτελὲς δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, τὸ ὁποῖον ὠνόμαζε «τὸ κελλί του», καὶ ἔζη ἀπὸ μηνῶν ὡς καλόγηρος. Ἐπλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ὁ Φραγκούλης ἵστατο ἐκεῖ, παραπέρα ἀπὸ τὴν θύραν τῆς ἐκκλησίας, κ᾿ ἔκαμνε πὼς ἔβλεπεν ἀλλοῦ, καὶ πὼς ἐπρόσεχεν εἴς τινα ὁμιλίαν περὶ ἀγροτικῶν ὑποθέσεων, μεταξὺ δύο ἢ τριῶν χωρικῶν.
Ἡ Σινιώρα εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναΐσκον, ἐπροσκύνησεν, ἐκόλλησε κηρία, καὶ ἠσπάσθη τὰς εἰκόνας. Εἶτα, μετά τινα ὥραν, ἐξῆλθεν. Ἐπλησίασε συνεσταλμένη, κ᾿ ἐχαιρέτισε τὸν σύζυγόν της. Οὗτος ἔτεινε πρὸς αὐτὴν τὴν χεῖρα, καὶ ἠσπάσθη φιλοστόργως τὰ τέκνα του.
Ἤδη ἐνύκτωνε, καὶ ἐψάλη ὁ Μικρὸς Ἑσπερινός. Ἀκολούθως, μετὰ τὸ λιτὸν σαρακοστιανὸν τὸ ὁποῖον ἔφαγον κατὰ ὁμάδας καθίσαντες οἱ διάφοροι προσκυνηταί, ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ἐπὶ τῶν χόρτων καὶ τῶν ἐρειπίων, ὁ Φραγκούλης ἡτοίμασεν ἰδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον, πρόχειρον, κατὰ μίμησιν ἐκείνων τὰ ὁποῖα συνηθίζονται εἰς τὰ μοναστήρια, καὶ φέρων τρεῖς γύρους περὶ τὸν ναόν, τὸ ἔκρουσε μόνος του, πρῶτον εἰς τροχαϊκὸν ρυθμόν, «τὸν Ἀδάμ, Ἀδάμ, Ἀδάμ!» εἶτα εἰς ἰαμβικόν, «τὸ τάλαντον! τὸ τάλαντον!»
Εὐθὺς τότε, τὰ δύο παιδία τοῦ Φραγκούλα, καὶ πέντε ἢ ἓξ ἄλλοι μικροὶ μοσχομάγκαι, ἀνερριχήθησαν ἐπάνω εἰς τὴν στέγην τοῦ ναοῦ, ἄνωθεν τῆς θύρας, καὶ ἤρχισαν νὰ βαροῦν τρελά, ἀλύπητα, ἀχόρταστα, τὸν μικρὸν μισορραγισμένον κώδωνα, τὸν κρεμάμενον ἀπὸ δύο διχαλωτῶν ξύλων ἐκεῖ ἐπάνω. Ὕστερον ἀπὸ πολλὰς φωνάς, μαλώματα καὶ ἐπιπλήξεις τοῦ Φραγκούλα, τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ τοῦ ψάλτου, καὶ τοῦ Παναγιώτου τῆς Ἀντωνίτσας (ἑνὸς καλοῦ χωρικοῦ, ὅστις δὲν ἐκουράζετο νὰ τρέχῃ εἰς ὅλα τὰ ἐξωκκλήσια, καὶ νὰ κάμνῃ «κουμάντο», ἑωσοῦ ἐπὶ τέλους ἡ Δημαρχία ἠναγκάσθη νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ ὡς ἰσόβιον ἐπίτροπον ὅλων τῶν ἐξοχικῶν ναῶν), τὰ παιδία μόλις ἔπαυσαν ὀψέποτε νὰ κρούουν τὸν κώδωνα, κ᾿ ἐξεκόλλησαν τέλος ἀπὸ τὴν στέγην τοῦ ναΐσκου. Ὁ παπα-Νικόλας ἔβαλεν εὐλογητόν, καὶ ἤρχισεν ἡ ἀκολουθία τῆς Ἀγρυπνίας.
Ὁ Φραγκούλας ἦτο τόσον εὐδιάθετος ἐκείνην τὴν ἑσπέραν, ὥστε ἀπὸ τοῦ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός», τῆς ἀρχῆς τοῦ Ἀποδείπνου, μέχρι τοῦ «Εἴη τὸ ὄνομα», εἰς τὸ τέλος τῆς Λειτουργίας ―ὅπου ἡ παννυχὶς διήρκεσεν ὀκτὼ ὥρας ἄνευ διαλείμματος― ὅλα τὰ ἔψαλε καὶ τὰ ἀπήγγειλε μόνος του ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ χοροῦ, μόλις ἐπιτρέπων εἰς τὸν κὺρ Δημητρόν, τὸν κάτοχον τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ, νὰ λέγῃ κι αὐτὸς ἀπὸ κανένα τροπαράκι, διὰ νὰ ξενυστάξῃ. Ἔψαλε τὸ «Θεαρχίῳ νεύματι» καὶ εἰς τοὺς ὀκτὼ ἤχους μοναχός του, προφάσει ὅτι ὁ κὺρ Δημητρὸς «δὲν εὕρισκεν εὔκολα τὸν ἦχον», ἤτοι δὲν ἠδύνατο νὰ μεταβῇ ἀβιάστως καὶ ἄνευ χασμωδίας ἀπὸ ἤχου εἰς ἦχον. Εἰς τὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, μοναχός του ἐδιάβασε τὸ Συναξάρι, καί, χωρὶς νὰ πάρῃ ἀνασασμόν, μοναχός του πάλιν ἤρχισε τὸν Ἑξάψαλμον. Ἔψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Ἀναβαθμοὺς καὶ προκείμενα, εἶτα ὅλον τὸ «Πεποικιλμένη» ἕως τὸ «Συνέστειλε χορός», καὶ ὅλον τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου» ἕως τὸ «Δέχου παρ᾿ ἡμῶν». Εἶτα ἔψαλεν Αἴνους, Δοξολογίαν, ἐδιάβασεν Ὥρας καὶ Μετάληψιν, πρὸς χάριν ὅλων τῶν ἡτοιμασμένων διὰ τὴν Θείαν Κοινωνίαν, καὶ εἰς τὴν Λειτουργίαν πάλιν ὅλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, τὸ Χερουβικόν, τὸ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», τὸ Κοινωνικόν, κτλ. κτλ.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐνθυμεῖτο ἀκόμη, ὡς νὰ ἦτον χθές, ὁ γερο-Φραγκούλας, καὶ εἶχον παρέλθει δεκαπέντε ἔτη ἔκτοτε. Ἀκόμη καὶ μικρά τινα φαιδρὰ ἐπεισόδια, τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς τὴν Λιτήν, μικρὸν πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, κατὰ τὴν ἔξοδον τῆς ἱερᾶς εἰκόνος εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἐπειδὴ αἱ γυναῖκες εἶχαν κολλήσει πολλὰ καὶ χονδρὰ κηρία, τὰ πλεῖστα ἔργα αὐτῶν τῶν ἰδίων χειρομάλακτα, τὰ δὲ κηρία συμπλεκόμενα εἰς δέσμας καὶ περιπλοκάδας ἀπὸ τὸν Παναγιώτην τῆς Ἀντωνίτσας, τὸν πρόθυμον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἱερᾶς πανηγύρεως, εἶχαν λαμπαδιάσει, εἰς μίαν στιγμὴν ὀλίγον ἔλειψε νὰ πάρῃ φωτιὰν τὸ φελόνι τοῦ παπᾶ, εἶτα καὶ τὸ γένειόν του. Τότε ὁ Παναγιώτης τῆς Ἀντωνίτσας, μὴ εὑρίσκων ἄλλο προχειρότερον μέσον, ἥρπαζε τὰς ὀγκώδεις δέσμας τῶν φλεγόντων κηρίων, τὰς ἔφερε κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, κ᾿ ἐπάτει δυνατὰ μὲ τὰ τσαρούχια του διὰ νὰ τὰ σβήσῃ. Αἱ γυναῖκες δυσφοροῦσαι ἐγόγγυζον, νὰ μὴν πατῇ τὰ κηριά, γιατὶ εἶναι κρῖμα.
Τότε εἷς τῶν παρεστώτων, υἱὸς πλουσίου τοῦ τόπου, ἀπὸ ἐκείνους οἵτινες εἰς τὸ ὕστερον κατέστησαν δανεισταὶ τοῦ Φραγκούλα ―καὶ ὅστις ἐλέγετο ὅτι ἐμελέτα εἰς τὰς ἐκλογὰς νὰ βάλῃ κάλπην ὡς ὑποψήφιος δήμαρχος― ἠκούσθη νὰ λέγῃ ὅτι πρέπει νὰ μάθουν νὰ κάμνουν «οἰκονομία, οἰκονομία στὰ κηριά! ἡ νύχτα μεγαλώνει… ἰσημερία τώρα, κοντεύει… ἔχει νύχτα…»
Ἀλλ᾿ αἱ γυναῖκες, ἐνῷ ἤξευραν, καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅλας τὰς οἰκονομίας τοῦ κόσμου, δὲν ἐννοοῦσαν τί θὰ πῇ «οἰκονομία στὰ κηριά», ἀφοῦ ἅπαξ εἶναι ἀγορασμένα καὶ πληρωμένα, καὶ εἶναι μελετημένα καὶ ταμένα ἐξ ἅπαντος νὰ καοῦν, διὰ τὴν χάριν τῆς Παναγίας. Μία ἀπ᾿ αὐτάς, γερόντισσα, ἀνεπόλησε κάτι τι δι᾿ ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ τὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου ὁ Ἅγιος, εἰς τὴν Σαλονίκην, ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸν νεωκόρον, ἔχοντα τὴν μανίαν νὰ σβήνῃ μισοκαμένα τὰ κηριά ― καὶ ἡ γερόντισσα ἤρχισε νὰ τὸ διηγῆται χθαμαλῇ τῇ φωνῇ εἰς τὴν πλησίον της: «Ἀδελφὲ Ὀνήσιμε, ἄφες νὰ καοῦν τὰ κηρία, ὅσα προσφέρουν οἱ χριστιανοί, καὶ μὴ ἁμαρτάνῃς…»
Τὴν ἰδίαν ὥραν συνέβη καὶ τοῦτο. Ἐνῷ ὁ παπὰς ἀπήγγελλε τὰς μακρὰς αἰτήσεις τῆς Λιτῆς, ἐπισυνάπτων καὶ τὰ ὀνόματα ὅλα, ζωντανὰ καὶ πεθαμένα, ὅσα τοῦ εἶχον ὑπαγορεύσει ἀφ᾿ ἑσπέρας αἱ εὐλαβεῖς προσκυνήτριαι, ὁ Φραγκούλης ἔψαλλε μεγαλοφώνως τὸ τριπλοῦν «Κύριε Ἐλέησον» μὲ τὴν χονδρὴν φωνήν του, καὶ μὲ ὅλον τὸ πάθος τῆς ψαλτικῆς του. Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἐφαίνετο νὰ εἶχε πειραχθῆ ὀλίγον, ἴσως διότι ὁ Φραγκούλας ἐν τῇ ψαλτομανίᾳ του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ πῇ κ᾿ ἐκεῖνος ἕνα τροπαράκι σωστό (διότι ἅμα ἤρχιζεν ὁ Δημητρὸς τὸ δικό του, ὁ Φραγκούλας, μὲ τὴν γερήν, κεφαλικὴν φωνήν του, ἐκθύμως συνέψαλλε, τοῦ ἥρπαζε τὴν πρωτοφωνίαν, καὶ ὑπέτασσε καὶ ἐκάλυπτε τὴν ἀσθενῆ καὶ τερετίζουσαν φωνὴν ἐκείνου), ἔλαβε τὸ θάρρος νὰ τοῦ κάμῃ παρατήρησιν.
― Πιὸ σιγά, πιὸ ταπεινά, κὺρ Φραγκούλη· σιγανώτερα νὰ τὸ λὲς τὸ Κύριε ἐλέησον, γιατὶ δὲν ἀκούονται τὰ ὀνόματα, καὶ θέλουν οἱ γυναῖκες νὰ τ᾿ ἀκοῦνε.
Εἶχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αἱ γυναῖκες ἀπῄτουν νὰ λέγωνται ἐκφώνως τὰ ὀνόματα, ὅσα εἶχαν εἰπεῖ εἰς τὸν παπὰν νὰ γράψῃ. Ἐννοοῦσαν νὰ τ᾿ ἀκούῃ κι ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ Παναγία κι ὅλος ὁ κόσμος. Ἡ καθεμία ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ «τὰ δικά της τὰ ὀνόματα», καὶ νὰ τ᾿ ἀναγνωρίσῃ, καθὼς ἀπηγγέλλοντο ἀραδιαστά. Ἄλλως θὰ εἶχαν παράπονα κατὰ τοῦ παπᾶ, κι ὁ παπὰς ἂν ἤθελε νὰ φάγῃ κι ἄλλοτε, εἰς τὸ μέλλον, προσφορές, ὤφειλε νὰ τὰ ἔχῃ καλὰ μὲ τὶς ἐνορίτισσες.
Τότε ἡ Ἀργυρή, ἡ πρωτότοκος τοῦ Φραγκούλα, οὖσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθὼς ἔστεκε πλησίον εἰς τὸν πατέρα της, ἐψήλωσεν ὀλίγον διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ οὖς του, καὶ τοῦ λέγει κρυφά:
― Πατέρα, ἄφησε καὶ τὸν μπαρμπα-Δημητρὸ νὰ ψάλῃ «Κύριε ἐλέησον».
Τοῦτο ἦτο ὡς ἔμπνευσις καὶ βοήθημα διὰ τὸν Φραγκούλην. Ἐπειδὴ οὗτος δὲν ἤθελε φανερὰ νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν σχεδὸν αὐθάδη παραίνεσιν τοῦ Δημητροῦ, καὶ πάλιν δὲν ἤθελε νὰ δείξῃ ὅτι ἐθύμωσεν, ἐστράφη πρὸς τὸν καλὸν γέροντα, καὶ τοῦ λέγει:
― Πέ, Δημητρό, σαράντα φορὲς τὸ «Κύριε ἐλέησον».
Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἂν καὶ εἶχε γηράσει, δὲν εἶχε μάθει ἀκόμη καλὰ τὰ Τυπικά, καὶ δὲν ἤξευρεν ἀκριβῶς πότε κατὰ τὴν Λιτὴν τὸ Κύριε ἐλέησον λέγεται τρὶς καὶ πότε τεσσαρακοντάκις, ἤρχισε πράγματι νὰ τὸ ψάλλῃ σαράντα φορές, ὥστε ὁ παπὰς ἐβιάσθη ν᾿ ἀπαγγείλῃ ραγδαίως καὶ ἀθρόα τὰ τελευταῖα ὀνόματα, καί, διὰ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ψάλτην, ἤρχισε πρὸ τῆς ὥρας νὰ λέγῃ: «…ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι… ἀπὸ λιμοῦ, λοιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας» καὶ τὰ ἑξῆς.
*
Τέλος, μετὰ τὴν λειτουργίαν, ὁ παπάς, ὁ Φραγκούλας καὶ ἡ οἰκογένειά του, καὶ ὀλίγοι φίλοι, ἐκάθισαν κ᾿ ἔφαγαν ὁμοῦ καὶ ηὐφράνθησαν, καὶ τὴν ἑσπέραν ὁ Φραγκούλης ἐπανήρχετο, εἰρηνικῶς καὶ μὲ ἀγάπην, μετὰ τῆς συζύγου καὶ τῶν τέκνων του, ὑπὸ τὴν οἰκιακὴν στέγην.
Πρὶν παρέλθῃ ἔτος, ἐγεννήθη ἡ Κούμπω. Ἡ κόρη αὕτη, πλάσμα χαριτωμένον καὶ συμπαθές, ἀνετρέφετο καὶ ἡλικιοῦτο, ἐγίνετο τὸ χάρμα καὶ ἡ παρηγορία τοῦ πατρός της. Δὲν εἶχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, ἀλλὰ κάτι ἄλλο παράδοξον γνώρισμα, οἱονεὶ χαρακτῆρα φρονίμου γυναικὸς εἰς ἡλικίαν παιδίσκης. Ὕστερον, μετὰ χρόνους, ὅταν ἐπῆλθεν ὁ δεύτερος χωρισμός, ἡ Κούμπω, ὀκταέτις τότε, ἔτρεχε πλησίον τοῦ πατρός της, εἰς τὸ «κελλί του», ὅπου κατῴκει εἰς τὴν ἀνωφερῆ ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης, καὶ τὸν ἐγέμιζε περιποιήσεις καὶ τρυφερότητας.
Αὐτὴ μόνη ἐδέχετο προθύμως τοὺς πατρικοὺς χαλινούς, ἐνῷ τὰ ἄλλα τέκνα δὲν ἤρχοντο ποτὲ πλησίον τοῦ πατρός των, καὶ διὰ τοῦτο ἐκεῖνος τὴν ὠνόμαζε «τὸ εὐάγωγο». Καθημερινῶς ἔτρεχε νὰ τὸν εὕρῃ, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὸν παρακαλῇ:
―Ἔλα, πατέρα, στὸ σπίτι· μὴ μᾶς ἀφήσῃς, λέγ᾿ ἡ μητέρα, ζωνταρφανά*.
Μίαν τῶν ἡμερῶν ἔτρεξε δρομαία, φαιδρά, καὶ πνευστιῶσα τοῦ εἶπε:
― Τά ᾽μαθες, πατέρα;… Θὰ παντρέψουμε τ᾿ Ἀργυρώ μας… Ἔλα στὸ σπίτι, γιατὶ δὲν εἶναι πρέπο, λέγει ἡ μητέρα, νὰ εἶστε χωρισμένοι ἐσεῖς, ποὺ θὰ παντρευτῇ τ᾿ Ἀργυρώ μας… γιὰ νὰ μὴν κακιώση ὁ γαμπρός!…
Τῷ ὄντι ὁ Φραγκούλας ἐπείσθη, κ᾿ ἐφιλιώθη μὲ τὴν σύζυγόν του. Ἠρραβώνισαν τὴν Ἀργυρώ, εἶτα μετ᾿ ὀλίγους μῆνας τὴν ἐστεφάνωσαν… Εἶτα πάλιν ἐπῆλθε τρίτος χωρισμὸς μεταξὺ τοῦ παλαιοῦ ἀνδρογύνου, καὶ μ᾿ ἕνα γεροντόπαιδον μαζί, τὸ ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον σχεδὸν συγχρόνως μὲ τὸν γάμον τῆς πρωτοτόκου.
Τότε ἡ Κούμπω, ἥτις εἶχε γίνει δεκατριῶν ἐτῶν, δὲν ἔπαυε νὰ τρέχῃ πλησίον τοῦ πατρός της, καὶ νὰ τὸν παρακινῇ ν᾿ ἀγαπήσῃ μὲ τὴν μητέρα.
Μίαν ἡμέραν, θλιβερὰ τοῦ εἶπε:
― Δὲν θὰ μπορῶ πλέον νά ᾽ρχωμαι οὔτε στὸ κελλί σου, πατέρα. Εἶναι κάτι κακὲς γυναῖκες, ἐκεῖ στὸ μαχαλά, στὸ δρόμο ποὺ περνῶ, καὶ τὶς ἄκουσα ποὺ λέγανε, καθὼς περνοῦσα: «Νά τὸ κορίτσι τῆς Φραγκούλαινας, ποὺ τὴν ἔχει ἀπαρατήσει ὁ ἄντρας της…» Δὲν τὸ βαστῶ πλέον, πατέρα…
Τῷ ὄντι παρῆλθον τρεῖς ἡμέραι, καὶ ἡ Κούμπω δὲν ἐφάνη εἰς τὸ κελλὶ τοῦ πατρός της. Τὴν τετάρτην ἡμέραν ἦλθε πολὺ ὠχρὰ καὶ μαραμένη, ἐφαίνετο νὰ πάσχῃ.
― Τί ἔχεις, κορίτσι μου; τῆς εἶπεν ὁ πατήρ της.
―Ἂν δὲν ἔλθῃς, πατέρα, τοῦ ἀπήντησεν ἀποτόμως αἴφνης, μὲ παράπονον καὶ μὲ πνιγμένα δάκρυα, νὰ ξεύρῃς, θὰ πεθάνω ἀπ᾿ τὸν καημό μου!…
―Ἔρχομαι, κορίτσι μου, εἶπεν ὁ Φραγκούλης.
Τῷ ὄντι, τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν. Ἀλλ᾿ ἡ νεαρὰ κόρη ἔπεσε πράγματι ἀσθενής, καὶ εἶχε δεινὸν πυρετόν. Ὅταν ὁ πατέρας ἦλθε παρὰ τὴν κλίνην της, καὶ τῆς ἀνήγγειλεν ὅτι ἔκαμεν ἀγάπην μὲ τὴν μητέρα της, διὰ νὰ χαρῇ, ἦτον ἀργὰ πλέον. Ἡ τρυφερὰ παιδίσκη ἐμαράνθη ἐξ ἀγνώστου νόσου, καὶ οὔτε φάρμακον οὔτε νοσηλεία ἴσχυσε νὰ τὴν ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον. Ἐκοιμήθη χωρὶς ἀγωνίαν καὶ πόνον, ἐξέπνευσεν ὡς πουλί, μὲ τὴν λαλιὰν εἰς τὸ στόμα:
― Πατέρα! πατέρα! στὴν Παναγία νὰ κάμετε μιὰ λειτουργία… μὲ τὴν μητέρα μαζί…
Εἶπε καὶ ἀπέθανε.
Ὁ Φραγκούλης ἔκλαυσεν ἀπαρηγόρητα· ἔκλαυσεν ἀχόρταστα, ὁμοῦ μὲ τὴν σύζυγόν του… Κατόπιν ἀπεσύρθη, κ᾿ ἐξηκολούθησε νὰ κλαίῃ μόνος του, εἰς τὴν ἐρημίαν..
Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμὸς ἦτον μᾶλλον φιλικὸς καὶ μὲ τὴν συναίνεσιν τῆς Σινιώρας, ἥτις ἔβλεπεν ὅτι ὁ γέρων σύζυγός της ἐπεθύμει μᾶλλον νὰ γίνῃ μοναχός. Ὁ Φραγκούλης ἐνθυμεῖτο τὴν τελευταίαν σύστασιν τῆς Κούμπως, «μὲ τὴν μητέρα μαζί». Μόνον ἓν παροδικὸν πεῖσμα τοῦ εἶχεν ἔλθει. Τοῦ ἐφάνη ὅτι αἱ ἴδιαι ἀδελφαί της, ἡ ὕπανδρος, καὶ ἡ ἄλλη ἡ δευτερότοκος, δὲν τὴν ἐλυπήθησαν ὅσον ἔπρεπε, δὲν τὴν ἐπένθησαν ὅσον τῆς ἤξιζε, τὴν ἀτυχῆ μικράν, τὴν Κούμπω. Ἔκτοτε ἐξηκολούθει νὰ ζῇ ὁλομόναχος πάλιν, τώρα, «ἐπὶ γήραος οὐδῷ». Καὶ ἐνθυμεῖτο τὸν στίχον τοῦ Ψαλτηρίου: «Μὴ ἀπώσῃ με εἰς καιρὸν γήρως… καὶ ἕως γήρως καὶ πρεσβείου μὴ ἐγκαταλίπῃς με».
Καὶ τὴν ἡμέραν αὐτήν, τὴν παραμονὴν τῆς Κοιμήσεως πάλιν, τὸν εὑρίσκομεν νὰ κάθηται εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου, καὶ νὰ καπνίζῃ μελαγχολικῶς τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν… ἀναλογιζόμενος τόσα ἄλλα καὶ τοὺς ὀχληροὺς δανειστάς του, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶχαν πάρει ἐν τῷ μεταξὺ τὸ καλύτερον κτῆμα· ἕνα ὁλόκληρον βουνόν, ἐλαιῶνα, ἄμπελον, ἀγρὸν μὲ ὀπωροφόρα δένδρα, μὲ βρύσιν, μὲ ρέμα καὶ νερόμυλον … καὶ νὰ ἐκχύνῃ τὰ παράπονά του εἰς θρηνώδεις μελῳδίας πρὸς τὴν Παναγίαν.
«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε…»
Κ᾿ ἐπόθει ὁλοψύχως τὸν μοναχικὸν βίον, ὀλίγον ἀργά, κ᾿ ἐπεκαλεῖτο μεγάλῃ τῇ φωνῇ τὸν «Γλυκασμὸν τῶν Ἀγγέλων, τῶν θλιβομένων τὴν χαράν», ὅπως ἔλθῃ εἰς αὐτὸν βοηθὸς καὶ σώτειρα·
«ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι,
τῶν αἰωνίων βασάνων…»
Σάββατο 12 Αυγούστου 2017
Νυχτερινό
Πέρα, μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο
του βαποριού που φεύγει, - τίποτ’ άλλο...
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινη Θεσσαλονίκη με φεγγάρι, λάδι σε καμβά
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Νυχτερινό
Ένα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,
που λάμπει μες στη νύχτα, - τίποτ’ άλλο.
Μια φωνή, που γρικιέται μες στο σάλο
και που σε λίγο παύει, - τίποτ’ άλλο.
Πέρα, μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο
του βαποριού που φεύγει, - τίποτ’ άλλο.
Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο,
στα βάθη του μυαλού μου. - Τίποτ’ άλλο.
του βαποριού που φεύγει, - τίποτ’ άλλο...
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινη Θεσσαλονίκη με φεγγάρι, λάδι σε καμβά
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Νυχτερινό
Ένα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,
που λάμπει μες στη νύχτα, - τίποτ’ άλλο.
Μια φωνή, που γρικιέται μες στο σάλο
και που σε λίγο παύει, - τίποτ’ άλλο.
Πέρα, μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο
του βαποριού που φεύγει, - τίποτ’ άλλο.
Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο,
στα βάθη του μυαλού μου. - Τίποτ’ άλλο.
Παρασκευή 11 Αυγούστου 2017
Προσπάθησα για χρόνια...
"Προσπάθησα για χρόνια να ζήσω σύμφωνα με την ηθική όλων των άλλων. Προσπάθησα να ζήσω όπως όλοι οι άλλοι, να είμαι σαν όλους τους άλλους. Είπα τα σωστά πράγματα ακόμα και όταν ένιωσα και σκέφτηκα αρκετά διαφορετικά. Και το αποτέλεσμα είναι μια καταστροφή."
Αλμπέρ Καμύ
Γιάννης Σταύρου, Το μήλο της γνώσης, λάδι σε καμβά
Αλμπέρ Καμύ
Γιάννης Σταύρου, Το μήλο της γνώσης, λάδι σε καμβά
Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017
Εμίλ Σιοράν: Ίδιον των καθεστώτων που πνέουν τα λόισθια...
Η Δύση: κάτι σάπιο που μυρίζει όμορφα, ένα αρωματισμένο πτώμα.
Γιάννης Σταύρου, Φρουρός της γνώσης, λάδι σε καμβά
Ίδιον των καθεστώτων που πνέουν τα λόισθια είναι να επιτρέπουν την ύπαρξη ενός συγκεχυμένου μίγματος δοξασιών και δογμάτων, και να συντηρούν ταυτόγχρονα την ψευδαίσθηση ότι η ώρα της κρίσης μπορεί να καθυστερήσει επ' αόριστον...
Σε αυτό - και μόνο σε αυτό - οφείλεται η γοητεία των προεπαναστατικών περιόδων.
*
Η Δύση: κάτι σάπιο που μυρίζει όμορφα, ένα αρωματισμένο πτώμα.
*
Βλέπω το μέλλον με τρόπο τόσο συγκεκρμένο που, αν είχα παιδιά, θα τα στραγγάλιζα αυτοστιγμή.
Γιάννης Σταύρου, Φρουρός της γνώσης, λάδι σε καμβά
Εμίλ Σιοράν
Επιλογή από το έργο του "De l'inconvénient d'être né"
(μετ. Αντώνης Καραβασίλης, Εκδ. ΣΤΙΓΜΗ)Ίδιον των καθεστώτων που πνέουν τα λόισθια είναι να επιτρέπουν την ύπαρξη ενός συγκεχυμένου μίγματος δοξασιών και δογμάτων, και να συντηρούν ταυτόγχρονα την ψευδαίσθηση ότι η ώρα της κρίσης μπορεί να καθυστερήσει επ' αόριστον...
Σε αυτό - και μόνο σε αυτό - οφείλεται η γοητεία των προεπαναστατικών περιόδων.
*
Η Δύση: κάτι σάπιο που μυρίζει όμορφα, ένα αρωματισμένο πτώμα.
*
Βλέπω το μέλλον με τρόπο τόσο συγκεκρμένο που, αν είχα παιδιά, θα τα στραγγάλιζα αυτοστιγμή.
Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017
θα σκορπίσουν...
Όσα μ' αγάπησαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού...
Γιάννης Σταύρου, Ανατολή Σελήνης, λάδι σε καμβά
Μαρία Πολυδούρη
Σαν πεθάνω
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θανοίγη μέσ' στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν την ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλάη πονετικό
στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζη τη γιορτή μου,
στο άγιο χώμα που θα μου είνε κρεβατάκι νεκρικό.
Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θαφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ' αγάπησαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θάρθη να στο πη και τότε πια,
όση σου απομένει αγάπη, θάναι σα θαμπό καντύλι
- φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.
και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού...
Γιάννης Σταύρου, Ανατολή Σελήνης, λάδι σε καμβά
Μαρία Πολυδούρη
Σαν πεθάνω
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θανοίγη μέσ' στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν την ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλάη πονετικό
στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζη τη γιορτή μου,
στο άγιο χώμα που θα μου είνε κρεβατάκι νεκρικό.
Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θαφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ' αγάπησαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θάρθη να στο πη και τότε πια,
όση σου απομένει αγάπη, θάναι σα θαμπό καντύλι
- φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)