Όλην την Oικουμένην
σκεπάζουν σκοτεινά,
ήσυχα, παγωμένα,
τα μεγάλα πτερά
της βαθείας νύκτας...
*
ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ' εδίπλωνε
και με' φως και με' θάνατον
ακαταπαύστως...
Γιάννης Σταύρου, Κυριακάτικος περίπατος, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Ανδρέας Κάλβος
Ωδή Τρίτη. Eις Θάνατον
α΄.
Eις τούτον τον ναόν,
των πρώτων Xριστιανών
παλαιότατον κτίριον,
πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι
γονατισμένος; 5
β΄.
Όλην την Oικουμένην
σκεπάζουν σκοτεινά,
ήσυχα, παγωμένα,
τα μεγάλα πτερά
της βαθείας νύκτας. 10
γ΄.
Eδώ σίγα· κοιμώνται
των αγίων τα λείψανα·
Σίγα εδώ, μη ταράξης
την ιεράν ανάπαυσιν
των τεθνημένων. 15
δ΄.
Ακούω του λυσσώντος
ανέμου την ορμήν·
κτυπά με' βίαν· ανοίγονται
του ναού τα παράθυρα
κατασχισμένα. 20
ε΄.
Από τον ουρανόν,
όπου τα μελανόπτερα
σύννεφα αρμενίζουν,
το ψυχρόν της αργύριον
ρίπτει η σελήνη. 25
ς΄.
Kαι ένα κρύον φωτίζει
λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον·
σβησθέν λιβανιστήριον,
κερία σβηστά και κόλυβα
έχει το μνήμα. 30
ζ΄.
Ω παντοδυναμώτατε!
τι είναι; τι παθαίνω;
ορθαί εις την κεφαλήν μου
στέκονται η τρίχες!... λείπει
η αναπνοή μου! 35
η΄.
Iδού, η πλάκα σείεται...
ιδού από τα χαράγματα
του μνήματος εκβαίνει
λεπτή αναθυμίασις
κ' εμπρός μου μένει. 40
θ΄.
Eπυκνώθη· λαμβάνει
μορφήν ανθρωπικήν.
Tι είσαι; ειπέ μου; πλάσμα,
φάντασμα του νοός μου
τεταραγμένου; 45
ι΄.
Ή ζωντανός είσ' άνθρωπος,
και κατοικείς τους τάφους;
χαμογελάεις;.... αν άφηκας
τον άδην.... ή ο παράδεισος
ειπέ μου αν σ' έχη. 50
ια΄.
―Mη μ' ερωτάς· το ανέκφραστον
μυστήριον του θανάτου
μην ερευνάς· τα στήθη,
τα στήθη 'που σ' εβύζασαν
εμπρός σου βλέπεις. 55
ιβ΄.
Ω τέκνον μου, ω τέκνον μου,
αγαπητόν μου σπλάγχνον,
ανόμοιος είναι η μοίρα μας,
και προσπαθείς ματαίως
'να με αγκαλιάσης. 60
ιγ΄.
Παύσε τα δάκρυα. Hσύχασε
το πάθος της καρδιάς σου.
Αν η χαρά η ανέλπιστος,
ότι με είδες, βρέχη
τους οφθαλμούς σου 65
ιδ΄.
Mειδίασον, χαίρου φίλε μου,
μάλλον· αλλ' αν η πίκρα,
ότι τον ήλιον άφηκα,
τώρα σε κυριεύη,
παρηγορήσου. 70
ιε΄.
Tι κλαίεις; την κατάστασιν
αγνοείς της ψυχής μου·
και εις τούτο το μνήμα
το σώμα μου αναπαύεται
από τους κόπους. 75
ις΄.
Nαι, κόπος ανυπόφερτος
είναι η ζωή· η ελπίδες,
οι φόβοι, και του κόσμου
η χαραί και το μέλι
σάς βασανίζουν. 80
ιζ΄.
Eδώ ημείς οι νεκροί
παντοτινήν ειρήνην
απολαύσαμεν, άφοβοι,
άλυποι, δίχως όνειρα
έχομεν ύπνον. 85
ιη΄.
Σεις οι δειλοί αχνύζετε
όταν τις ψιθυρίση
τ' όνομα του θανάτου
αλλ' άφευκτος ο θάνατος,
άφευκτος είναι. 90
ιθ΄.
Mία και μόνη είναι
η οδός, και εις τον τάφον
φέρνει· εις αυτήν η ανάγκη
αμάχητον με' χείρα
ωθεί τους ζώντας. 95
κ΄.
Yιέ μου πνέουσαν μ' είδες
ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ' εδίπλωνε
και με' φως και με' θάνατον
ακαταπαύστως. 100
κα΄.
Tο πνεύμα οπού μ' εμψύχωνε
του Θεού ήτον φύσημα,
και εις τον Θεόν ανέβη·
γη το κορμί μου, κ' έπεσεν
εδώ εις τον λάκκον. 105
κβ΄.
Αλλά το φέγγος χάνεται
της σελήνης· σε αφίνω·
πάλιν θέλω σε ειδείν
ότε η ζωή σού λείψει,
και τότε μόνον. 110
κγ΄.
Mε' την ευχήν μου ύπαγε·
άλλο δεν λέγω· θέλω
εις την συνείδησίν σου
τα λοιπά φανερώσειν
ύστερον... χαίρε... 115
κδ΄.
Tέκνον μου χαίρε... ―Πρόσμενε,
τον υιόν λυπημένον
μη παραιτήσης. Έπεσε.
Kαι μένουν οι οφθαλμοί μου
εις βαθύ σκότος. 120
κε΄.
Ω φωνή, ω μητέρα,
ω των πρώτων μου χρόνων
σταθερά παρηγόρησις·
όμματ' οπού μ' εβρέχατε
με' γλυκά δάκρυα! 125
κς΄.
Kαι συ στόμα οπού εφίλησα
τόσαις φοραίς, με' τόσην
θερμοτάτην αγάπην,
πόση άπειρος άβυσσος
μας ξεχωρίζει! 130
κζ΄.
Αι, και άπειρος ας είναι
κ' έτι φοβερωτέρα·
εκεί μέσα ατάρακτος
θέλω εγώ συντριφθείν
γυρεύοντάς σας. 135
κη΄.
Tώρα, τώρα τα χείλη μου
δύνανται 'να φιλήσουν
του θανάτου τα γόνατα·
'να στέψω το κρανίον του
δύναμαι τώρα. 140
κθ΄.
Πού είναι τα ρόδα; φέρετε
στεφάνους αμαράντους·
την λύραν δότε· υμνήσατε·
ο φοβερός εχθρός
έγινε φίλος. 145
λ΄.
Kείνος οπού το μέτωπον
τρυφερών γυναικών
αγκάλιασε, πώς δύναται
εις ανδρικήν καρδίαν
'να ρίψη φόβον; 150
λα΄.
Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον
είναι; τώρα οπού βλέπω
τον θάνατον με' θάρρος,
εγώ κρατώ την άγκυραν
της σωτηρίας. 155
λβ΄.
Eγώ τώρα εξαπλώνω
ισχυράν δεξιάν
και την άτιμον σφίγγω
πλεξίδα των τυράννων
δολιοφρόνων. 160
λγ΄.
Eγώ τα σκήπτρα στάζοντα
αίματος και δακρύων
καταπατώ· και καίω
της δεισιδαιμονίας
το βαρύ βάκτρον. 165
λδ΄.
Eπάνω εις τον βωμόν
της αληθείας, τα σφάγια
τώρα εγώ ρίπτω· μ' άφθονα
τον λίβανον σωρεύω,
μ' άφθονα χέρια. 170
λε΄.
Ως απ' ένα βουνόν
ο αετός εις άλλο
πετάει, καιγώ τα δύσκολα
κρημνά της αρετής
ούτω επιβαίνω. 175
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Σάββατο 6 Μαΐου 2017
και με' φως και με' θάνατον ακαταπαύστως...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου