Έτσι, μόλις σε κοιτάξει κανείς, ένα παρατεταμένο αεράκι λύπης, που είναι
μάλλον ο ψίθυρος της τερπνότατης αύρας σου, περνάει, αφήνοντας
ανεξίτηλα σημάδια, στη βαθιά ταραγμένη ψυχή...
*
Ainsi, à ton premier aspect, un souffle prolongé de tristesse, qu'on
croirait être le murmure de ta brise suave, passe, en laissant des
ineffables traces, sur l'âme profondément ébranlée...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά
Κόμης του Λωτρεαμόν
ΜΑΛΝΤΟΡΟΡ
Άσμα πρώτο
…Γέροντα ωκεανέ, με τα κρυστάλλινα κύματα, θυμίζεις, τηρουμένων των αναλογιών, εκείνα τα βαθυγάλαζα σημάδια που βλέπουμε στις λαβωμένες πλάτες των μούτσων – είσαι μια τεράστια μελανιά πάνω στο σώμα της γης – μ’ αρέσει αυτή η παρομοίωση. Έτσι, μόλις σε κοιτάξει κανείς, ένα παρατεταμένο αεράκι λύπης, που είναι μάλλον ο ψίθυρος της τερπνότατης αύρας σου, περνάει, αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια, στη βαθιά ταραγμένη ψυχή, κι έτσι φέρνεις στη μνήμη των εραστών, ανεπαίσθητα, το σκληρό ξεκίνημα του ανθρώπου, όταν πρωτογνωρίζεται με την οδύνη, που έκτοτε δεν τον εγκαταλείπει. Σε χαιρετώ, γέροντα ωκεανέ!...
(Μετ. Στρατής Πασχάλης)
Le Comte de Lautréamont
LES CHANTS DE MALDOROR
Chant premier
…Vieil océan, aux vagues de cristal, tu ressembles proportionnellement à ces marques azurées que l'on voit sur le dos meurtri des mousses; tu es un immense bleu, appliqué sur le corps de la terre: j'aime cette comparaison. Ainsi, à ton premier aspect, un souffle prolongé de tristesse, qu'on croirait être le murmure de ta brise suave, passe, en laissant des ineffables traces, sur l'âme profondément ébranlée, et tu rappelles au souvenir de tes amants, sans qu'on s'en rende toujours compte, les rudes commencements de l'homme, où il fait connaissance avec la douleur, qui ne le quitte plus. Je te salue, vieil océan!...
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Τετάρτη 31 Μαΐου 2017
Τρίτη 30 Μαΐου 2017
πώς να περπατήσεις;
Σ’ αυτούς τους δρόμους στενάζει η ψυχή μου
σ’ αυτούς τους δρόμους αργοσβήνει...
Δημήτρης Α. Δημητριάδης
Καλύτερα
Καλύτερα έτσι
συλλέκτης λέξεων
σκηνίτης των λέξεων
στοιβαγμένος μαζί με τις λέξεις.
Καλύτερα σου λέω.
Σ’ αυτούς τους δρόμους πώς να περπατήσεις;
Σ’ αυτούς τους δρόμους
δεν μπορείς να περπατήσεις
γέμισαν νέους σκοπούς
εσωτερικές συμπλοκές.
Σφυρίζει ο άνεμος
τραυλίζει ο λόγος
η μνήμη τρίζει.
Σ’ αυτούς τους δρόμους στενάζει η ψυχή μου
σ’ αυτούς τους δρόμους αργοσβήνει.
σ’ αυτούς τους δρόμους αργοσβήνει...
Δημήτρης Α. Δημητριάδης
Καλύτερα
Καλύτερα έτσι
συλλέκτης λέξεων
σκηνίτης των λέξεων
στοιβαγμένος μαζί με τις λέξεις.
Καλύτερα σου λέω.
Σ’ αυτούς τους δρόμους πώς να περπατήσεις;
Σ’ αυτούς τους δρόμους
δεν μπορείς να περπατήσεις
γέμισαν νέους σκοπούς
εσωτερικές συμπλοκές.
Σφυρίζει ο άνεμος
τραυλίζει ο λόγος
η μνήμη τρίζει.
Σ’ αυτούς τους δρόμους στενάζει η ψυχή μου
σ’ αυτούς τους δρόμους αργοσβήνει.
Δευτέρα 29 Μαΐου 2017
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου...
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ' αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού...
Κώστας Καρυωτάκης
Αισιοδοξία
Ἂς ὑποθέσουμε πὼς δὲν ἔχουμε φτάσει
στὸ μαῦρο ἀδιέξοδο, στὴν ἄβυσσο τοῦ νοῦ.
Ἂς ὑποθέσουμε πὼς ἤρθανε τὰ δάση
μ᾿ αὐτοκρατορικὴν ἐξάρτηση πρωινοῦ
θριάμβου, μὲ πουλιά, μὲ τὸ φῶς τ᾿ οὐρανοῦ,
καὶ μὲ τὸν ἥλιο ὅπου θὰ τὰ διαπεράσῃ.
Ἂς ὑποθέσουμε πὼς εἴμαστε κεῖ πέρα,
σὲ χῶρες ἄγνωστες, τῆς δύσης, τοῦ βορρᾶ,
ἐνῷ πετοῦμε τὸ παλτό μας στὸν ἀέρα,
οἱ ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Γιὰ νὰ μᾶς δεχθῆ κάποια λαίδη τρυφερά,
ἔδιωξε τοὺς ὑπηρέτες της ὁλημέρα.
Ἂς ὑποθέσουμε πὼς τοῦ καπέλου ὁ γῦρος
ἄξαφνα ἐφάρδυνε, μὰ ἐστένεψαν, κολλοῦν,
τὰ παντελόνια μας καί, μὲ τοῦ πτερνιστῆρος
τὸ πρόσταγμα, χιλιάδες ἄλογα κινοῦν.
Πηγαίνουμε -- σημαῖες στὸν ἄνεμο χτυποῦν --
ἥρωες σταυροφόροι, σωτῆρες τοῦ Σωτῆρος.
Ἂς ὑποθέσουμε πὼς δὲν ἔχουμε φτάσει
ἀπὸ ἑκατὸ δρόμους, στὰ ὅρια τῆς σιγῆς,
κι ἂς τραγουδήσουμε, - τὸ τραγούδι νὰ μοιάσῃ
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγῆς -
τοὺς πυρροὺς δαίμονες, στὰ ἔγκατα τῆς γῆς,
καί, ψηλά, τοὺς ἀνθρώπους νὰ διασκεδάση.
Κυριακή 28 Μαΐου 2017
Όπως το μηδενικό βάρος του ουσιώδους...
σε βροχή που έρχεται από το χάος
(Άλλοτε εσύ την περίμενες, την έλεγες ευλογία)...
Γιάννης Σταύρου, Μετα τη βροχή - Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Βέης Γιώργος
εκείνη η λίμνη
Όπως το μηδενικό βάρος του ουσιώδους
η μουσική δηλαδή από το φλάουτο
του δόκιμου μοναχού
έτσι ακριβώς και το μήνυμα φτάνει από εκεί
που δεν το περιμένουμε
χωρίς μεσάζοντες
χωρίς φιλοφρονήσεις μιας ασήμαντης ρητορείας
όχι τόσο διφορούμενο ή δυσνόητο
αλλά ξαφνικά δικό μας
σαν το σκοτάδι
που δεν μπορούμε βέβαια να το πούμε
ούτε καν να το δείξουμε
λες και είναι κλεμμένο διαμάντι
ατίμωση ή έκλαμψη
θα ενωθεί όπου νά’ ναι με τα χρώματα του φθινοπώρου.
υποθέσεις
(μεταξύ Ορχομενού και Αθήνας)
Αν, επιστρέφοντας στο σπίτι από μίαν αποτυχημένη
εκδρομή, νιώσουμε κάποιον ανάμεσά μας
να αιωρείται συνέχεια από τις ανάσες μας
καθώς θα περπατάμε χέρι χέρι
θα τον φιλήσουμε κι αυτόν στο στόμα
ή μήπως θα τον σκοτώσουμε;
Μα είσαι ήδη στον ουρανό, δίπλα μου
δηλαδή στην απέναντι γωνία,
σε έχω δει πίσω από τις ανταύγειες
της προσωρινής μεταμόρφωσης σε νερό
σε βροχή που έρχεται από το χάος
(Άλλοτε εσύ την περίμενες, την έλεγες ευλογία)
(Άλλοτε εσύ την περίμενες, την έλεγες ευλογία)...
Γιάννης Σταύρου, Μετα τη βροχή - Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Βέης Γιώργος
εκείνη η λίμνη
Όπως το μηδενικό βάρος του ουσιώδους
η μουσική δηλαδή από το φλάουτο
του δόκιμου μοναχού
έτσι ακριβώς και το μήνυμα φτάνει από εκεί
που δεν το περιμένουμε
χωρίς μεσάζοντες
χωρίς φιλοφρονήσεις μιας ασήμαντης ρητορείας
όχι τόσο διφορούμενο ή δυσνόητο
αλλά ξαφνικά δικό μας
σαν το σκοτάδι
που δεν μπορούμε βέβαια να το πούμε
ούτε καν να το δείξουμε
λες και είναι κλεμμένο διαμάντι
ατίμωση ή έκλαμψη
θα ενωθεί όπου νά’ ναι με τα χρώματα του φθινοπώρου.
υποθέσεις
(μεταξύ Ορχομενού και Αθήνας)
Αν, επιστρέφοντας στο σπίτι από μίαν αποτυχημένη
εκδρομή, νιώσουμε κάποιον ανάμεσά μας
να αιωρείται συνέχεια από τις ανάσες μας
καθώς θα περπατάμε χέρι χέρι
θα τον φιλήσουμε κι αυτόν στο στόμα
ή μήπως θα τον σκοτώσουμε;
Μα είσαι ήδη στον ουρανό, δίπλα μου
δηλαδή στην απέναντι γωνία,
σε έχω δει πίσω από τις ανταύγειες
της προσωρινής μεταμόρφωσης σε νερό
σε βροχή που έρχεται από το χάος
(Άλλοτε εσύ την περίμενες, την έλεγες ευλογία)
Τετάρτη 24 Μαΐου 2017
σβήσανε – γίνανε σιωπή...
όλο και χάνονται,.. μα κ' οι κινήσεις, π' όλες ξεπηδώντας
απ' τ' Ωραίο και μ' ήχους εκκωφαντικούς γυρίζαν
το νου μου μέσα σ' έκσταση, σωπάσανε κι αυτές!..
*
Grow dim and dimmer—all the motions drawn
From Beauty in action which spun audibly
My brain round in a rapture, have grown still...
*
Grow dim and dimmer—all the motions drawn
From Beauty in action which spun audibly
My brain round in a rapture, have grown still...
Ρόμπερτ Μπράουνινγκ
Μονόλογος τοῦ Αἰσχύλου
Μέρος Α΄ (απόσπασμα)
Εἶμ’ ἕνας γέρος ἄντρας μοναχός·
στῆς Σικελίας τὸ ἡλιοβασίλεμα
κάθομαι στὸ μέσο πεδιάδας
π’ ἀνοίγει στὰ ὄρη καὶ τὴ θάλασσα
τῆς ὕπαρξής της τὸ κενό. Ἂν ταξιδιώτης ἔφτανε
κ’ ἔβλεπε τὸ φαλακρό μου τὸ κεφάλι, τ’ αὐστηρά μου φρύδια
καὶ τὰ τρομερά χαρακτηριστικὰ σὰ σκαλισμένα πά' σὲ πέτρα,
τῆς Ἀνθρωπότητας τὴν τραγικὴ τὴ μάσκα
ποὺ τραβάει τὸ παρελθόν της πρὸς τὸ τέλος του,.. θὰ νόμιζε
πὼς εἶμαι τάχα κάνας Τέρμινος θεὸς βαλμένος στὸ πεδίο
ἀπὸ φαύνου σπασμένο μάρμαρο..- μά, ἄς εἶναι!..
Ἔφυγε ἡ ζωὴ ἀπὸ μέσα μου… Σ’ ἄγονο ἔδαφος…
ὅλοι τῆς ζωῆς οἱ θόρυβοι, ποὺ βρόνταγαν γλυκά,
σβήσανε – γίνανε σιωπή,.. οἱ τέλειες ὅλες οἱ μορφές
—συλλήψεις τοῦ νοῦ – εἰκόνες τῶν ἀνθρώπων—
ποὺ ξεχειλίζανε στ’ ἀκρότατα τῆς Γῆς
καὶ κρέμονταν πάνω τους μὲ φευγαλέα πρόσωπα
ὅλο καὶ χάνονται,.. μὰ κ’ οἱ κινήσεις, π’ ὄλες ξεπηδῶντας
ἀπ’ τ’ Ὡραῖο καὶ μ’ ἤχους ἐκκωφαντικοὺς γυρίζαν
τὸ νοῦ μου μέσα σ’ ἔκσταση, σωπάσανε κι αὐτές!
(Μετ. Θεοδόσης Aγγ. Παπαδημητρόπουλος, ἀπό: Robert Browning, Unfinished draft of a poem which may be entitled “Aeschylus’ soliloguy”, The MacMillan Company, New York, 1913.)
Robert Browning
Aeschylus' Soliloquy
(extract)
I am an old and solitary man,
And now at set of sun in Sicily
I sit down in the middle of this plain,
Which drives between the mountains and the sea
Its blank of nature. If a traveller came,
Seeing my bare bald skull and my still brows
And massive features coloured to a stone—
The tragic mask of a humanity
Whose part is played to an end,—he might mistake me
For some god Terminus set on these flats,
Or broken marble Faunus. Let it be.
Life has ebbed from me—I am on dry ground—
All sounds of life I held so thunderous sweet
Shade off to silence—all the perfect shapes,
Born of perception and men's images,
Which thronged against the outer rim of earth
And hung with floating faces over it,
Grow dim and dimmer—all the motions drawn
From Beauty in action which spun audibly
My brain round in a rapture, have grown still.
Robert Browning
Aeschylus' Soliloquy
(extract)
I am an old and solitary man,
And now at set of sun in Sicily
I sit down in the middle of this plain,
Which drives between the mountains and the sea
Its blank of nature. If a traveller came,
Seeing my bare bald skull and my still brows
And massive features coloured to a stone—
The tragic mask of a humanity
Whose part is played to an end,—he might mistake me
For some god Terminus set on these flats,
Or broken marble Faunus. Let it be.
Life has ebbed from me—I am on dry ground—
All sounds of life I held so thunderous sweet
Shade off to silence—all the perfect shapes,
Born of perception and men's images,
Which thronged against the outer rim of earth
And hung with floating faces over it,
Grow dim and dimmer—all the motions drawn
From Beauty in action which spun audibly
My brain round in a rapture, have grown still.
Τρίτη 23 Μαΐου 2017
Τώρα μακραίνουνε...
Μόλις και φαίνονται
οι άσπρες εικόνες.
Τ' άνθη, χαμόγελα
μες στους χειμώνες...
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κώστας Καρυωτάκης
Δρόμος
Τώρα μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια.
Τώρα θανάσιμη
νύχτα με ζώνει.
Μέσα μου ογκώνονται
οι άφραστοι πόνοι.
Μ' είδαν, προσπέρασαν
όσοι αγαπάω.
Μόνος απόμεινα
κι έρημος πάω.
Πόσο τ' ανέβασμα
του άχαρου δρόμου!
Στρέφω κοιτάζοντας
προς τ' όνειρό μου:
Μόλις και φαίνονται
οι άσπρες εικόνες.
Τ' άνθη, χαμόγελα
μες στους χειμώνες.
Αεροσαλεύουνε
κρίνοι και χέρια.
Ηλιοι τα πρόσωπα,
μάτια τ' αστέρια
Είναι και ανάμεσα
σ' όλα η Αγάπη:
Στο πρωτοφίλημα
κόρη που εντράπη.
Κι όλο μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια...
οι άσπρες εικόνες.
Τ' άνθη, χαμόγελα
μες στους χειμώνες...
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κώστας Καρυωτάκης
Δρόμος
Τώρα μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια.
Τώρα θανάσιμη
νύχτα με ζώνει.
Μέσα μου ογκώνονται
οι άφραστοι πόνοι.
Μ' είδαν, προσπέρασαν
όσοι αγαπάω.
Μόνος απόμεινα
κι έρημος πάω.
Πόσο τ' ανέβασμα
του άχαρου δρόμου!
Στρέφω κοιτάζοντας
προς τ' όνειρό μου:
Μόλις και φαίνονται
οι άσπρες εικόνες.
Τ' άνθη, χαμόγελα
μες στους χειμώνες.
Αεροσαλεύουνε
κρίνοι και χέρια.
Ηλιοι τα πρόσωπα,
μάτια τ' αστέρια
Είναι και ανάμεσα
σ' όλα η Αγάπη:
Στο πρωτοφίλημα
κόρη που εντράπη.
Κι όλο μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια...
Δευτέρα 22 Μαΐου 2017
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει...
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου...
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ
Ποιητικό υστερόγεαφο
Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να 'ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου...
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ
Ποιητικό υστερόγεαφο
Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να 'ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.
Κυριακή 21 Μαΐου 2017
οι μπερδεμένες λέξεις σου...
Δεν άκουγα τα καμπανάκια του χαμού,
που μοιρολόγια τραδουδούν στο γαλανό ποτάμι,
Μα μόνο –εφτά μέρες– άκουγα το γέλιο του χαλκού
Ή μήπως έκλαιγε, σαν να κελάριζε λιωμένο ασήμι...
Γιάννης Σταύρου, Αναγνώστρια, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Άννα Αχμάτοβα
Η απάντηση
Για τον V. A. Komarovsky, 1914
Ω, τι αυτές οι μπερδεμένες λέξεις σου
τις τελευταίες τ' Απρίλη μέρες εδώ μου φέραν .
Το ήξερες πως η καρδιά κι οι σκέψεις μου,
έρμες Μεγάλη Εβδομάδα του φόβου παραδέρναν .
Δεν άκουγα τα καμπανάκια του χαμού,
που μοιρολόγια τραδουδούν στο γαλανό ποτάμι,
Μα μόνο –εφτά μέρες– άκουγα το γέλιο του χαλκού
Ή μήπως έκλαιγε, σαν να κελάριζε λιωμένο ασήμι.
Και, δυστυχώς, αν και κρυφό να το κρατήσω προσπαθώ
Όπως και πριν από το μοιραίο μας χωρισμό,
Τον περιμένω πάντα σ' έντονο βαθμό
τον πόνο το μαρτυρικό απ΄το δικό σου το σταυρό.
(μετ. Χρύσα Βελησσαρίου)
που μοιρολόγια τραδουδούν στο γαλανό ποτάμι,
Μα μόνο –εφτά μέρες– άκουγα το γέλιο του χαλκού
Ή μήπως έκλαιγε, σαν να κελάριζε λιωμένο ασήμι...
Γιάννης Σταύρου, Αναγνώστρια, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Άννα Αχμάτοβα
Η απάντηση
Για τον V. A. Komarovsky, 1914
Ω, τι αυτές οι μπερδεμένες λέξεις σου
τις τελευταίες τ' Απρίλη μέρες εδώ μου φέραν .
Το ήξερες πως η καρδιά κι οι σκέψεις μου,
έρμες Μεγάλη Εβδομάδα του φόβου παραδέρναν .
Δεν άκουγα τα καμπανάκια του χαμού,
που μοιρολόγια τραδουδούν στο γαλανό ποτάμι,
Μα μόνο –εφτά μέρες– άκουγα το γέλιο του χαλκού
Ή μήπως έκλαιγε, σαν να κελάριζε λιωμένο ασήμι.
Και, δυστυχώς, αν και κρυφό να το κρατήσω προσπαθώ
Όπως και πριν από το μοιραίο μας χωρισμό,
Τον περιμένω πάντα σ' έντονο βαθμό
τον πόνο το μαρτυρικό απ΄το δικό σου το σταυρό.
(μετ. Χρύσα Βελησσαρίου)
Σάββατο 20 Μαΐου 2017
Ένας χαμένος κύκλος...
Καὶ νὰ πού, μὲ καιρό, καθὼς γυρνοῦσε,
Ζητώντας, μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖ,
Κατόρθωσε καὶ πρόβαλε, ἐπιτέλους
Ένας χαμένος κύκλος
Καὶ ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο, καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν
Τὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον
(απόσπασμα)
1
μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα – πᾶνε χρόνια,
στοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴ
πιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίρας
ὑπῆρχε ἀπὸ καιρό, δὲν ξέρω, τί
- κάτι δειλό, κι ἀλλόκοτο, καὶ μόνο,
ποὺ γύριζε, καὶ γύρευε μορφή.
Νὰ γίνει, ἀπ᾿ ὅλα γύρω του, τὸ πρῶτο,
Θὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸ·
Μπορεῖ κανένα πλάσμα, ἴσαμε τώρα,
Νὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτό·
Μπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια Παρουσία
Κάποιο λυσίπονο τελειωτικό...
Καὶ νὰ πού, μὲ καιρό, καθὼς γυρνοῦσε,
Ζητώντας, μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖ,
Κατόρθωσε καὶ πρόβαλε, ἐπιτέλους
Ἕνα φτωχὸ λουλούδι, ἕνα πρωί...
Τρίλλιζαν, κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκια,
Χαρὰ θεοῦ, γελοῦσαν οἱ οὐρανοί!
Βγῆκε σὲ μία πλαγιά, - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρω,
Καὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦ:
Φτωχὸ λουλούδι, κἂν ἁπλὸ χορτάρι
Τοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν ἢ τοῦ γιαλοῦ,
- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μας
ἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ...
τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγα,
καὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιά·
μιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε, πρὸς τὸ βράδυ,
στὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικά,
κι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλι,
σ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά...
μεγάλωσε, ἔτσι, ἀμέριμνα, ὡς τὸ βράδυ·
μὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνό,
περνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδι,
ποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸ·
τό ῾κοψε, καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέρα·
πρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα, ἦταν νεκρό...
Πέμπτη 18 Μαΐου 2017
και η γη τη σκόνη της αλέθοντας γυρίζει πάντα...
Με αερόλιθους έχτισα το σπίτι μου
και είδα απ' τον φεγγίτη μου
τον κόσμο να γυρνάει γύρω μου...
Γιάννης Σταύρου, Πλαγιά στον Υμηττό, λάδι σε καμβά
Ιβάν Γκολ
Ο καλλιεργητής
Εφύτεψα κομήτες
και των άστρων έσπειρα τον σπόρο
στους παρθένους αγρούς
Με αερόλιθους έχτισα το σπίτι μου
και είδα απ' τον φεγγίτη μου
τον κόσμο να γυρνάει γύρω μου
Ήπια το τονωτικό κρασί της μεσημβρίας
και στης σημύδας τα κλαδιά έψησα
τους υπέροχους κορυδαλλούς της
καρυκευμένους με καρδούλες μπουμπουκιών
Τα λιβάδια ξερνάνε την ψυχή
οι λιποθυμισμένες παπαρούνες σκορπάνε το αίμα τους
φυλλορροεί το ρόδο των ανέμων
και οι κόκκινες πέστροφες αυτοκτονούν όντας αιχμάλωτες
Από παλιά περίμενα την πιο μεγάλη μέρα
όπου των αστεριών ο θερισμός
θα μ' έφερνε θεός να γίνω
Ήδη όμως σκληραίνουν τα χέρια μου
αδειάζουν τα μάτια μου
σαπίζουν τα δόντια μου
και η γη τη σκόνη της αλέθοντας γυρίζει πάντα
(μετ. Γιώργος Κεντρωτής)
και είδα απ' τον φεγγίτη μου
τον κόσμο να γυρνάει γύρω μου...
Γιάννης Σταύρου, Πλαγιά στον Υμηττό, λάδι σε καμβά
Ιβάν Γκολ
Ο καλλιεργητής
Εφύτεψα κομήτες
και των άστρων έσπειρα τον σπόρο
στους παρθένους αγρούς
Με αερόλιθους έχτισα το σπίτι μου
και είδα απ' τον φεγγίτη μου
τον κόσμο να γυρνάει γύρω μου
Ήπια το τονωτικό κρασί της μεσημβρίας
και στης σημύδας τα κλαδιά έψησα
τους υπέροχους κορυδαλλούς της
καρυκευμένους με καρδούλες μπουμπουκιών
Τα λιβάδια ξερνάνε την ψυχή
οι λιποθυμισμένες παπαρούνες σκορπάνε το αίμα τους
φυλλορροεί το ρόδο των ανέμων
και οι κόκκινες πέστροφες αυτοκτονούν όντας αιχμάλωτες
Από παλιά περίμενα την πιο μεγάλη μέρα
όπου των αστεριών ο θερισμός
θα μ' έφερνε θεός να γίνω
Ήδη όμως σκληραίνουν τα χέρια μου
αδειάζουν τα μάτια μου
σαπίζουν τα δόντια μου
και η γη τη σκόνη της αλέθοντας γυρίζει πάντα
(μετ. Γιώργος Κεντρωτής)
Τετάρτη 17 Μαΐου 2017
εξαίσιο άγγιγμα ενός κινδύνου...
Απέραντη θάλασσα, πάντα οργωμένη, πάντα παρθένα, η θρησκεία μου μαζί με
τη νύχτα! Μας πλένει και μας χορταίνει στα στείρα αυλάκια της, μας
ελευθερώνει και μας κρατάει ορθούς. Σε κάθε κύμα μια υπόσχεση, πάντα η
ίδια. Τι λέει το κύμα;...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά
Αλμπέρ Καμύ
Το καλοκαίρι
(αποσπάσματα)
.. Και μόνοι με τον ορίζοντα. Τα κύματα έρχονται απ’ την αόρατη Ανατολή, ένα ένα, υπομονετικά. Φτάνουνε μέχρις εμάς και πάλι υπομονετικά φεύγουν προς την άγνωστη Δύση, ένα ένα. Ατέλειωτη πορεία που δεν άρχισε ούτε τελείωσε ποτέ… Ποτάμια μικρά και μεγάλα περνούν, η θάλασσα περνά και μένει. Έτσι θα ‘πρεπε ν’ αγαπώ, πιστά και φευγαλέα. Σμίγω με τη θάλασσα...
*
.. Μερικές νύχτες που η γλυκύτητά τους παρατείνεται, ναι, μπορούμε άφοβα να πεθάνουμε τότε, ξέροντας πως τούτες οι νύχτες θα ξανάρθουν ύστερα από μας πάνω στη γη και στη θάλασσα. Απέραντη θάλασσα, πάντα οργωμένη, πάντα παρθένα, η θρησκεία μου μαζί με τη νύχτα! Μας πλένει και μας χορταίνει στα στείρα αυλάκια της, μας ελευθερώνει και μας κρατάει ορθούς. Σε κάθε κύμα μια υπόσχεση, πάντα η ίδια. Τι λέει το κύμα; Αν θα ‘πρεπε να πεθάνω περιστοιχισμένος από κρύα βουνά, αγνοημένος από τον κόσμο, δίχως την αγάπη των δικών μου, εξουθενωμένος τέλος, η θάλασσα, την ύστατη στιγμή, θα γέμιζε το κελί μου, θα ερχόταν να με συγκρατήσει πάνω από το είναι μου και να με βοηθήσει να πεθάνω χωρίς μίσος...
*
.. Ο χώρος και η σιωπή σμίγουν και γίνονται βάρος στην καρδιά. Μια ξαφνική αγάπη, ένα μεγάλο έργο, μια αποφασιστική πράξη, μια σκέψη που μεταμορφώνει προκαλούν σε ορισμένες στιγμές την ίδια ανυπόφορη αγωνία, ανάμεικτη μ’ ακαταμάχητα θέλγητρα. Γλυκιά υπαρξιακή αγωνία, εξαίσιο άγγιγμα ενός κινδύνου που δεν ξέρουμε τ’ όνομά του, το ότι ζω σημαίνει άραγε πως τρέχω προς το χαμό μου; Ας τρέξουμε πάλι χωρίς ανάπαυλα προς το χαμό μας. Είχα πάντα την αίσθηση πως ζούσα στο πέλαγος, σε κίνδυνο, στην καρδιά μιας μεγαλόπρεπης ευτυχίας...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά
Αλμπέρ Καμύ
Το καλοκαίρι
(αποσπάσματα)
.. Και μόνοι με τον ορίζοντα. Τα κύματα έρχονται απ’ την αόρατη Ανατολή, ένα ένα, υπομονετικά. Φτάνουνε μέχρις εμάς και πάλι υπομονετικά φεύγουν προς την άγνωστη Δύση, ένα ένα. Ατέλειωτη πορεία που δεν άρχισε ούτε τελείωσε ποτέ… Ποτάμια μικρά και μεγάλα περνούν, η θάλασσα περνά και μένει. Έτσι θα ‘πρεπε ν’ αγαπώ, πιστά και φευγαλέα. Σμίγω με τη θάλασσα...
*
.. Μερικές νύχτες που η γλυκύτητά τους παρατείνεται, ναι, μπορούμε άφοβα να πεθάνουμε τότε, ξέροντας πως τούτες οι νύχτες θα ξανάρθουν ύστερα από μας πάνω στη γη και στη θάλασσα. Απέραντη θάλασσα, πάντα οργωμένη, πάντα παρθένα, η θρησκεία μου μαζί με τη νύχτα! Μας πλένει και μας χορταίνει στα στείρα αυλάκια της, μας ελευθερώνει και μας κρατάει ορθούς. Σε κάθε κύμα μια υπόσχεση, πάντα η ίδια. Τι λέει το κύμα; Αν θα ‘πρεπε να πεθάνω περιστοιχισμένος από κρύα βουνά, αγνοημένος από τον κόσμο, δίχως την αγάπη των δικών μου, εξουθενωμένος τέλος, η θάλασσα, την ύστατη στιγμή, θα γέμιζε το κελί μου, θα ερχόταν να με συγκρατήσει πάνω από το είναι μου και να με βοηθήσει να πεθάνω χωρίς μίσος...
*
.. Ο χώρος και η σιωπή σμίγουν και γίνονται βάρος στην καρδιά. Μια ξαφνική αγάπη, ένα μεγάλο έργο, μια αποφασιστική πράξη, μια σκέψη που μεταμορφώνει προκαλούν σε ορισμένες στιγμές την ίδια ανυπόφορη αγωνία, ανάμεικτη μ’ ακαταμάχητα θέλγητρα. Γλυκιά υπαρξιακή αγωνία, εξαίσιο άγγιγμα ενός κινδύνου που δεν ξέρουμε τ’ όνομά του, το ότι ζω σημαίνει άραγε πως τρέχω προς το χαμό μου; Ας τρέξουμε πάλι χωρίς ανάπαυλα προς το χαμό μας. Είχα πάντα την αίσθηση πως ζούσα στο πέλαγος, σε κίνδυνο, στην καρδιά μιας μεγαλόπρεπης ευτυχίας...
Κυριακή 14 Μαΐου 2017
εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης...
αγνοώντας και δημοτικισμούς και εξελικτισμούς και μόδες
αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια
την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων...
Γιάννης Σταύρου, Καληνύχτα Ελλάδα, λάδι σε καμβά
Νίκος Καρούζος
Ο ακέραιος Κυρ Αλέξανδρος
Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας.
Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος έλληνας που κράτησε
τον πόνο στο σωστό του το ύψος
αγνοώντας και δημοτικισμούς και εξελικτισμούς και μόδες
αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια
την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων
αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας
ο ανοξείδωτος.
Ήδη τα θύματα της Προόδου που πρόωρα σκουριάζει
πάνε στην πατρίδα του τη Σκιάθο
κι αγοράζουν ελπίζοντας οικόπεδα
πάνε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι.
Μα ειν' αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση
με ξιπόλητα Σαββατοκύριακα και με τροχόσπιτα.
Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος
εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης
και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει.
αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια
την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων...
Γιάννης Σταύρου, Καληνύχτα Ελλάδα, λάδι σε καμβά
Νίκος Καρούζος
Ο ακέραιος Κυρ Αλέξανδρος
Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας.
Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος έλληνας που κράτησε
τον πόνο στο σωστό του το ύψος
αγνοώντας και δημοτικισμούς και εξελικτισμούς και μόδες
αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια
την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων
αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας
ο ανοξείδωτος.
Ήδη τα θύματα της Προόδου που πρόωρα σκουριάζει
πάνε στην πατρίδα του τη Σκιάθο
κι αγοράζουν ελπίζοντας οικόπεδα
πάνε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι.
Μα ειν' αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση
με ξιπόλητα Σαββατοκύριακα και με τροχόσπιτα.
Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος
εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης
και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει.
Σάββατο 13 Μαΐου 2017
ζούμε πάνω σε κάποιο άστρο...
Τι είναι ωραιότερο; Το καράβι που προεκτείνεται στην ξηρά ή η ξηρά που προεκτείνεται στη θάλασσα;
Γιάννης Σταύρου, Καράβι στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Οδυσσέας Ελύτης
Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο
(απόσπασμα)
Μοιάζει να μην έχουμε συνείδηση ότι, παρ’ όλα αυτά, ζούμε πάνω σε κάποιο άστρο, που’ λεγε και ο Chesterton. Τα θαύματα γίνονται σ΄ολόκληρη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου, που οι αστυνομικοί ανακρίνουν τους φονιάδες, οι στρατιωτικοί μελετούν τις εκθέσεις των μυστικών πρακτόρων και οι λογιστές κατανέμουν τη ζωή μας σε «δούναι» και σε «λαβείν». Αν ήξεραν οι δύστυχοι άνθρωποι πόσο λίγο έπρεπε να’ ναι το δούναι τους και πόσο πολύ το λαβείν τους, θα τους έστριβε. Η δουλεία δεν είναι μόνο υπόθεση δυνάστη και δυναστευόμενου· είναι καρδιάς και συμφέροντος κακώς εννοουμένου, μέσα σ’ ένα και το ίδιο άτομο. Αν, για μια στιγμή, συναινούσε η φύση να λειτουργήσει με επιτάχυνση, θα βλέπαμε το φανερό κέρδος να γίνεται καπνός και το αφανές να μας περιχάει χρυσάφι. Στρογγυλά και ωοειδή και αστερωτά λουλούδια, που κομμένα τα θυμόμαστε μόνον στις κηδείες, και άκοπα μήτε καν τα διανοούμαστε. Αστείο πράγμα, ένας άντρας να τάσσεται με τα πουλιά και να επισκοπεί το έδαφος από την έπαλξη ενός κλώνου. Μια τέτοια «εξυπνάδα» είναι που μας έφαγε...
*
Είτε για ποίημα πρόκειται είτε για κορίτσι, μετριέται η σημασία τους από το βαθμό της δύναμης που σου δίνουν να βλέπεις μεταμορφωμένο τον κόσμο προς την κατεύθυνση του καλύτερου. «Καλύτερου», τρόπος του λέγειν. Στους κόσμους της μαγείας ο συγκριτικός βαθμός τι θέση μπορεί να έχει; Τι είναι ωραιότερο; Το καράβι που προεκτείνεται στην ξηρά ή η ξηρά που προεκτείνεται στη θάλασσα;...
*
Το σπίτι με τις θολωτές αψίδες βουτά στο νερό. Πού και πού, θα’ λεγες, κάτι στέγες έχουν απομακρυνθεί στο πέλαγος. Τα “Τρία Κλωνάρια” είναι μια τοποθεσία όπου δεν επήγα ποτέ. Αγαπώ την ποίηση και λησμόνησα τι είχα ξεκινήσει να σου πω. Αντίο...
Γιάννης Σταύρου, Καράβι στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Οδυσσέας Ελύτης
Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο
(απόσπασμα)
Μοιάζει να μην έχουμε συνείδηση ότι, παρ’ όλα αυτά, ζούμε πάνω σε κάποιο άστρο, που’ λεγε και ο Chesterton. Τα θαύματα γίνονται σ΄ολόκληρη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου, που οι αστυνομικοί ανακρίνουν τους φονιάδες, οι στρατιωτικοί μελετούν τις εκθέσεις των μυστικών πρακτόρων και οι λογιστές κατανέμουν τη ζωή μας σε «δούναι» και σε «λαβείν». Αν ήξεραν οι δύστυχοι άνθρωποι πόσο λίγο έπρεπε να’ ναι το δούναι τους και πόσο πολύ το λαβείν τους, θα τους έστριβε. Η δουλεία δεν είναι μόνο υπόθεση δυνάστη και δυναστευόμενου· είναι καρδιάς και συμφέροντος κακώς εννοουμένου, μέσα σ’ ένα και το ίδιο άτομο. Αν, για μια στιγμή, συναινούσε η φύση να λειτουργήσει με επιτάχυνση, θα βλέπαμε το φανερό κέρδος να γίνεται καπνός και το αφανές να μας περιχάει χρυσάφι. Στρογγυλά και ωοειδή και αστερωτά λουλούδια, που κομμένα τα θυμόμαστε μόνον στις κηδείες, και άκοπα μήτε καν τα διανοούμαστε. Αστείο πράγμα, ένας άντρας να τάσσεται με τα πουλιά και να επισκοπεί το έδαφος από την έπαλξη ενός κλώνου. Μια τέτοια «εξυπνάδα» είναι που μας έφαγε...
*
Είτε για ποίημα πρόκειται είτε για κορίτσι, μετριέται η σημασία τους από το βαθμό της δύναμης που σου δίνουν να βλέπεις μεταμορφωμένο τον κόσμο προς την κατεύθυνση του καλύτερου. «Καλύτερου», τρόπος του λέγειν. Στους κόσμους της μαγείας ο συγκριτικός βαθμός τι θέση μπορεί να έχει; Τι είναι ωραιότερο; Το καράβι που προεκτείνεται στην ξηρά ή η ξηρά που προεκτείνεται στη θάλασσα;...
*
Το σπίτι με τις θολωτές αψίδες βουτά στο νερό. Πού και πού, θα’ λεγες, κάτι στέγες έχουν απομακρυνθεί στο πέλαγος. Τα “Τρία Κλωνάρια” είναι μια τοποθεσία όπου δεν επήγα ποτέ. Αγαπώ την ποίηση και λησμόνησα τι είχα ξεκινήσει να σου πω. Αντίο...
Παρασκευή 12 Μαΐου 2017
ζητούντα τα καλά και τα συμφέροντα...
Ἀλλοίμονον, θὰ κολάσῃς τὰς ψυχὰς ἡμῶν...
*
Ἐγέμισες ἀηδίας τὰς ψυχὰς ἡμῶν...
Γιάννης Σταύρου, Μήλο με μαχαίρι, λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
*
Ἐγέμισες ἀηδίας τὰς ψυχὰς ἡμῶν...
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Γ´ ΣΑΤΙΡΙΚΑ
Ἦχος πλάγιος δ´
Τί σε Κωνσταντῖνε καλέσωμεν; κληρονόμον χαμαλίκας, τῶν βαστάζων ἀρχηγόν, ἀλλακτὴν τοῦ Ἀνανία, ἀηδέστατον μωρόν· φωστῆρα τῆς Καλκούτας διαλάμποντα, χαμάλην τῶν παπάδων προεξάρχοντα, τῶν ἀχθοφόρων συνόμιλον· χαμάλμπασην ἀπαράμιλλον. Ἐγέμισες ἀηδίας τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Τί σε νῦν Ἀνδρέα καλέσωμεν; τῶν παιδίων χαϊδευτὴν ἢ ἀτσαλόγλωσσον αἰσχρόν, τῆς μποτίλιας ἐραστὴν ἢ ῥᾳδιοῦργον φοβερόν· μαντήλαν κεφαλήν σου ἀμπεχόμενον, τσαντίλαν διαρρέουσαν ὡς κόσκινον· εὐφυολόγον ἀνάλατον καὶ βωμολόχον ξετσίπωτον. Ἀλλοίμονον, θὰ κολάσῃς τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Τί σε ὀνομάσω Γρηγόριε; προβατίνες ἐμπολοῦντα μὲ κομμένες τὲς οὐρές, γαϊδουράκια καβαλοῦντα κότες φέροντα πεσκές, σοφράδες καὶ σκαφίδες ἐμπορεύοντα, βδομάδες, μέρες, νύκτες ταξιδεύοντα· ρεκλαματζὴν ἀξιέραστον καὶ χαμπαρτζὴν προθυμότατον. Ἡσύχασε, μὴ ταράσσῃς τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Τί σε Δημητράκη καλέσωμεν; μουσικὸν τῆς καραβάνας, ψάλτην τοῦ γλυκοῦ νεροῦ, ποὺ κοιτάζεις στὸ βιβλίο καὶ τὰ λὲς στὰ κουτουρού· ἰμάμην τῶν Χοτζάδων προεξάρχοντα, χαχάμην τῶν Μποχώρηδων ἐξάρχοντα· ἀμανετζὴν ἠχηρότατον καὶ μπατακτσὴν ὀχληρότατον. Μᾶς λίγωσες ἀπ᾿ τὴ γλύκα τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Τί σε Παναγιώτη καλέσωμεν; κακολόγον τῶν παπάδων, κλειδωτὴν τοῦ παγκαριοῦ, ἀνδραγάτην τῶν ψαλτάδων, κακὴ γλῶσσα τοῦ χωριοῦ· ζητοῦντα τὰ καλὰ καὶ τὰ συμφέροντα, τὰς λέξεις ποὺ δὲν ἔχουν ρῶ προφέροντα...
Τετάρτη 10 Μαΐου 2017
Αφιέρωμα στον Π. Κονδύλη, 15/5, ώρα 22.00
Μια εξαιρετέα έκπληξη στην...ελληνική τηλεόραση!
Δευτέρα 15/5, ώρα 22.00 (Cosmote History)
στην εκπομπή "ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΤΟΛΜΗΣΑΝ":
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΝΔΥΛΗ (1943-1998)!
Για πολλούς ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της εποχής μας...
Δευτέρα 15/5, ώρα 22.00 (Cosmote History)
στην εκπομπή "ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΤΟΛΜΗΣΑΝ":
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΝΔΥΛΗ (1943-1998)!
Για πολλούς ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της εποχής μας...
Όλα γκρεμιστήκανε...
Στη ζωή μας βρήκαμε
ήλιους και φεγγάρια.
Μόνοι μας τα σβήσαμε
κι ήρθανε σκοτάδια...
Γιάννης Σταύρου, Ανατολή σελήνης, λάδι σε καμβά
Νίκος Γκάτσος
Μακρινή της αγάπης ώρα
Στη ζωή μας βρήκαμε
ήλιους και φεγγάρια.
Μόνοι μας τα σβήσαμε
κι ήρθανε σκοτάδια.
Μακρινή της αγάπης ώρα,
σε ξεχάσαμε.
Μες στη λάσπη και μες στη μπόρα
τις ψυχές μας τις χάσαμε.
Όλα γκρεμιστήκανε,
δεν υπάρχει νόμος.
Στην καρδιά παράπονο
και στα μάτια ο τρόμος.
Το σκυλί στην πόρτα μας
έγινε τσακάλι.
Πέφτουν οι καλύτεροι
προχωρούν οι άλλοι.
ήλιους και φεγγάρια.
Μόνοι μας τα σβήσαμε
κι ήρθανε σκοτάδια...
Γιάννης Σταύρου, Ανατολή σελήνης, λάδι σε καμβά
Νίκος Γκάτσος
Μακρινή της αγάπης ώρα
Στη ζωή μας βρήκαμε
ήλιους και φεγγάρια.
Μόνοι μας τα σβήσαμε
κι ήρθανε σκοτάδια.
Μακρινή της αγάπης ώρα,
σε ξεχάσαμε.
Μες στη λάσπη και μες στη μπόρα
τις ψυχές μας τις χάσαμε.
Όλα γκρεμιστήκανε,
δεν υπάρχει νόμος.
Στην καρδιά παράπονο
και στα μάτια ο τρόμος.
Το σκυλί στην πόρτα μας
έγινε τσακάλι.
Πέφτουν οι καλύτεροι
προχωρούν οι άλλοι.
Δευτέρα 8 Μαΐου 2017
φεγγάρι...
Φεγγάρι πεθαμένο μου
θέλω νὰ δῶ τὸ αἷμα σου
τώρα
Η πηγή
Φεγγάρι πεθαμένο μου
γιὰ ξαναβγὲς καὶ πάλι
θέλω νὰ δῶ τὸ αἷμα σου
δὲν ἔκαιγες λυχνάρι
φώτιζες
τὸ φοβισμένο πρόσωπο
θέλω νὰ δῶ
τὸ φοβισμένο πρόσωπο
τώρα
πάλι καὶ πάλι
τότε
ὅλο τὸ σῶμα μου ἦταν
μιὰ πληγὴ
φεγγάρι
μιὰ πηγὴ
καὶ φώτιζε
τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι
Φεγγάρι πεθαμένο μου
θέλω νὰ δῶ τὸ αἷμα σου
τώρα
πάλι καὶ πάλι
Κυριακή 7 Μαΐου 2017
Νόει το πραττόμενον...
Άκουε πολλά, λάλει καίρια...
Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας στην Αττική, λάδι σε καμβά
Βίας ο Πριηνεύς
(625-540 π.Χ.)
Αποφθέγματα
Τόπων μεταβολαί ούτε φρόνησιν διδάσκουσιν, ούτε αφροσύνην αφαιρούνται.
(το να αλλάξεις μέρος δεν σου διδάσκει φρόνηση ούτε σου αφαιρεί τη βλακεία)
Κτήσαι μεν εν τη νεότητι ευπραξίαν, εν δε τω γήρα σοφίαν.
Αρχή άνδρα δείκνυσι.
(η εξουσία αποκαλύπτει τον χαρακτήρα)
Δει τον αγαθόν άνδρα παυόμενον της αρχής μη πλουσιώτερον, αλλά μάλλον ενδοξότερον γεγονέναι.
Οι αγαθοί ευαπάτητοι.
(οι καλοί άνθρωποι εξαπατούνται εύκολα)
Μήτε ευήθης ίσθι, μήτε κακοήθης.
(να μην είσαι ούτε καλός [μέχρι αφελείας] ούτε κακοήθης)
Αλαζονεία εμπόδιον σοφίας.
Κρατίστην είναι δημοκρατίαν εν ή πάντες ως τύραννον φοβούνται τον νόμον.
Άκουε πολλά, λάλει καίρια.
Νόει το πραττόμενον.
(να έχεις συναίσθηση των πράξεών σου)
Νόσος ψυχής το των αδυνάτων εράν.
(είναι ψυχική νόσος να επιδιώκεις τα αδύνατα)
Το γήρας όρμον είναι των κακών.
(τα γηρατειά είναι λιμάνι όπου αράζουν όλες οι συμφορές)
Πείσας λαβέ, μη βιασάμενος.
(να παίρνεις με την πειθώ, όχι με τη βία)
Τον τ’ αλλότρια περιεργαζόμενον μίσει.
Βίας ο Πριηνεύς
(625-540 π.Χ.)
Αποφθέγματα
Τόπων μεταβολαί ούτε φρόνησιν διδάσκουσιν, ούτε αφροσύνην αφαιρούνται.
(το να αλλάξεις μέρος δεν σου διδάσκει φρόνηση ούτε σου αφαιρεί τη βλακεία)
Κτήσαι μεν εν τη νεότητι ευπραξίαν, εν δε τω γήρα σοφίαν.
Αρχή άνδρα δείκνυσι.
(η εξουσία αποκαλύπτει τον χαρακτήρα)
Δει τον αγαθόν άνδρα παυόμενον της αρχής μη πλουσιώτερον, αλλά μάλλον ενδοξότερον γεγονέναι.
Οι αγαθοί ευαπάτητοι.
(οι καλοί άνθρωποι εξαπατούνται εύκολα)
Μήτε ευήθης ίσθι, μήτε κακοήθης.
(να μην είσαι ούτε καλός [μέχρι αφελείας] ούτε κακοήθης)
Αλαζονεία εμπόδιον σοφίας.
Κρατίστην είναι δημοκρατίαν εν ή πάντες ως τύραννον φοβούνται τον νόμον.
Άκουε πολλά, λάλει καίρια.
Νόει το πραττόμενον.
(να έχεις συναίσθηση των πράξεών σου)
Νόσος ψυχής το των αδυνάτων εράν.
(είναι ψυχική νόσος να επιδιώκεις τα αδύνατα)
Το γήρας όρμον είναι των κακών.
(τα γηρατειά είναι λιμάνι όπου αράζουν όλες οι συμφορές)
Πείσας λαβέ, μη βιασάμενος.
(να παίρνεις με την πειθώ, όχι με τη βία)
Τον τ’ αλλότρια περιεργαζόμενον μίσει.
Σάββατο 6 Μαΐου 2017
και με' φως και με' θάνατον ακαταπαύστως...
Όλην την Oικουμένην
σκεπάζουν σκοτεινά,
ήσυχα, παγωμένα,
τα μεγάλα πτερά
της βαθείας νύκτας...
*
ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ' εδίπλωνε
και με' φως και με' θάνατον
ακαταπαύστως...
Γιάννης Σταύρου, Κυριακάτικος περίπατος, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Ανδρέας Κάλβος
Ωδή Τρίτη. Eις Θάνατον
α΄.
Eις τούτον τον ναόν,
των πρώτων Xριστιανών
παλαιότατον κτίριον,
πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι
γονατισμένος; 5
β΄.
Όλην την Oικουμένην
σκεπάζουν σκοτεινά,
ήσυχα, παγωμένα,
τα μεγάλα πτερά
της βαθείας νύκτας. 10
γ΄.
Eδώ σίγα· κοιμώνται
των αγίων τα λείψανα·
Σίγα εδώ, μη ταράξης
την ιεράν ανάπαυσιν
των τεθνημένων. 15
δ΄.
Ακούω του λυσσώντος
ανέμου την ορμήν·
κτυπά με' βίαν· ανοίγονται
του ναού τα παράθυρα
κατασχισμένα. 20
ε΄.
Από τον ουρανόν,
όπου τα μελανόπτερα
σύννεφα αρμενίζουν,
το ψυχρόν της αργύριον
ρίπτει η σελήνη. 25
ς΄.
Kαι ένα κρύον φωτίζει
λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον·
σβησθέν λιβανιστήριον,
κερία σβηστά και κόλυβα
έχει το μνήμα. 30
ζ΄.
Ω παντοδυναμώτατε!
τι είναι; τι παθαίνω;
ορθαί εις την κεφαλήν μου
στέκονται η τρίχες!... λείπει
η αναπνοή μου! 35
η΄.
Iδού, η πλάκα σείεται...
ιδού από τα χαράγματα
του μνήματος εκβαίνει
λεπτή αναθυμίασις
κ' εμπρός μου μένει. 40
θ΄.
Eπυκνώθη· λαμβάνει
μορφήν ανθρωπικήν.
Tι είσαι; ειπέ μου; πλάσμα,
φάντασμα του νοός μου
τεταραγμένου; 45
ι΄.
Ή ζωντανός είσ' άνθρωπος,
και κατοικείς τους τάφους;
χαμογελάεις;.... αν άφηκας
τον άδην.... ή ο παράδεισος
ειπέ μου αν σ' έχη. 50
ια΄.
―Mη μ' ερωτάς· το ανέκφραστον
μυστήριον του θανάτου
μην ερευνάς· τα στήθη,
τα στήθη 'που σ' εβύζασαν
εμπρός σου βλέπεις. 55
ιβ΄.
Ω τέκνον μου, ω τέκνον μου,
αγαπητόν μου σπλάγχνον,
ανόμοιος είναι η μοίρα μας,
και προσπαθείς ματαίως
'να με αγκαλιάσης. 60
ιγ΄.
Παύσε τα δάκρυα. Hσύχασε
το πάθος της καρδιάς σου.
Αν η χαρά η ανέλπιστος,
ότι με είδες, βρέχη
τους οφθαλμούς σου 65
ιδ΄.
Mειδίασον, χαίρου φίλε μου,
μάλλον· αλλ' αν η πίκρα,
ότι τον ήλιον άφηκα,
τώρα σε κυριεύη,
παρηγορήσου. 70
ιε΄.
Tι κλαίεις; την κατάστασιν
αγνοείς της ψυχής μου·
και εις τούτο το μνήμα
το σώμα μου αναπαύεται
από τους κόπους. 75
ις΄.
Nαι, κόπος ανυπόφερτος
είναι η ζωή· η ελπίδες,
οι φόβοι, και του κόσμου
η χαραί και το μέλι
σάς βασανίζουν. 80
ιζ΄.
Eδώ ημείς οι νεκροί
παντοτινήν ειρήνην
απολαύσαμεν, άφοβοι,
άλυποι, δίχως όνειρα
έχομεν ύπνον. 85
ιη΄.
Σεις οι δειλοί αχνύζετε
όταν τις ψιθυρίση
τ' όνομα του θανάτου
αλλ' άφευκτος ο θάνατος,
άφευκτος είναι. 90
ιθ΄.
Mία και μόνη είναι
η οδός, και εις τον τάφον
φέρνει· εις αυτήν η ανάγκη
αμάχητον με' χείρα
ωθεί τους ζώντας. 95
κ΄.
Yιέ μου πνέουσαν μ' είδες
ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ' εδίπλωνε
και με' φως και με' θάνατον
ακαταπαύστως. 100
κα΄.
Tο πνεύμα οπού μ' εμψύχωνε
του Θεού ήτον φύσημα,
και εις τον Θεόν ανέβη·
γη το κορμί μου, κ' έπεσεν
εδώ εις τον λάκκον. 105
κβ΄.
Αλλά το φέγγος χάνεται
της σελήνης· σε αφίνω·
πάλιν θέλω σε ειδείν
ότε η ζωή σού λείψει,
και τότε μόνον. 110
κγ΄.
Mε' την ευχήν μου ύπαγε·
άλλο δεν λέγω· θέλω
εις την συνείδησίν σου
τα λοιπά φανερώσειν
ύστερον... χαίρε... 115
κδ΄.
Tέκνον μου χαίρε... ―Πρόσμενε,
τον υιόν λυπημένον
μη παραιτήσης. Έπεσε.
Kαι μένουν οι οφθαλμοί μου
εις βαθύ σκότος. 120
κε΄.
Ω φωνή, ω μητέρα,
ω των πρώτων μου χρόνων
σταθερά παρηγόρησις·
όμματ' οπού μ' εβρέχατε
με' γλυκά δάκρυα! 125
κς΄.
Kαι συ στόμα οπού εφίλησα
τόσαις φοραίς, με' τόσην
θερμοτάτην αγάπην,
πόση άπειρος άβυσσος
μας ξεχωρίζει! 130
κζ΄.
Αι, και άπειρος ας είναι
κ' έτι φοβερωτέρα·
εκεί μέσα ατάρακτος
θέλω εγώ συντριφθείν
γυρεύοντάς σας. 135
κη΄.
Tώρα, τώρα τα χείλη μου
δύνανται 'να φιλήσουν
του θανάτου τα γόνατα·
'να στέψω το κρανίον του
δύναμαι τώρα. 140
κθ΄.
Πού είναι τα ρόδα; φέρετε
στεφάνους αμαράντους·
την λύραν δότε· υμνήσατε·
ο φοβερός εχθρός
έγινε φίλος. 145
λ΄.
Kείνος οπού το μέτωπον
τρυφερών γυναικών
αγκάλιασε, πώς δύναται
εις ανδρικήν καρδίαν
'να ρίψη φόβον; 150
λα΄.
Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον
είναι; τώρα οπού βλέπω
τον θάνατον με' θάρρος,
εγώ κρατώ την άγκυραν
της σωτηρίας. 155
λβ΄.
Eγώ τώρα εξαπλώνω
ισχυράν δεξιάν
και την άτιμον σφίγγω
πλεξίδα των τυράννων
δολιοφρόνων. 160
λγ΄.
Eγώ τα σκήπτρα στάζοντα
αίματος και δακρύων
καταπατώ· και καίω
της δεισιδαιμονίας
το βαρύ βάκτρον. 165
λδ΄.
Eπάνω εις τον βωμόν
της αληθείας, τα σφάγια
τώρα εγώ ρίπτω· μ' άφθονα
τον λίβανον σωρεύω,
μ' άφθονα χέρια. 170
λε΄.
Ως απ' ένα βουνόν
ο αετός εις άλλο
πετάει, καιγώ τα δύσκολα
κρημνά της αρετής
ούτω επιβαίνω. 175
σκεπάζουν σκοτεινά,
ήσυχα, παγωμένα,
τα μεγάλα πτερά
της βαθείας νύκτας...
*
ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ' εδίπλωνε
και με' φως και με' θάνατον
ακαταπαύστως...
Γιάννης Σταύρου, Κυριακάτικος περίπατος, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Ανδρέας Κάλβος
Ωδή Τρίτη. Eις Θάνατον
α΄.
Eις τούτον τον ναόν,
των πρώτων Xριστιανών
παλαιότατον κτίριον,
πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι
γονατισμένος; 5
β΄.
Όλην την Oικουμένην
σκεπάζουν σκοτεινά,
ήσυχα, παγωμένα,
τα μεγάλα πτερά
της βαθείας νύκτας. 10
γ΄.
Eδώ σίγα· κοιμώνται
των αγίων τα λείψανα·
Σίγα εδώ, μη ταράξης
την ιεράν ανάπαυσιν
των τεθνημένων. 15
δ΄.
Ακούω του λυσσώντος
ανέμου την ορμήν·
κτυπά με' βίαν· ανοίγονται
του ναού τα παράθυρα
κατασχισμένα. 20
ε΄.
Από τον ουρανόν,
όπου τα μελανόπτερα
σύννεφα αρμενίζουν,
το ψυχρόν της αργύριον
ρίπτει η σελήνη. 25
ς΄.
Kαι ένα κρύον φωτίζει
λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον·
σβησθέν λιβανιστήριον,
κερία σβηστά και κόλυβα
έχει το μνήμα. 30
ζ΄.
Ω παντοδυναμώτατε!
τι είναι; τι παθαίνω;
ορθαί εις την κεφαλήν μου
στέκονται η τρίχες!... λείπει
η αναπνοή μου! 35
η΄.
Iδού, η πλάκα σείεται...
ιδού από τα χαράγματα
του μνήματος εκβαίνει
λεπτή αναθυμίασις
κ' εμπρός μου μένει. 40
θ΄.
Eπυκνώθη· λαμβάνει
μορφήν ανθρωπικήν.
Tι είσαι; ειπέ μου; πλάσμα,
φάντασμα του νοός μου
τεταραγμένου; 45
ι΄.
Ή ζωντανός είσ' άνθρωπος,
και κατοικείς τους τάφους;
χαμογελάεις;.... αν άφηκας
τον άδην.... ή ο παράδεισος
ειπέ μου αν σ' έχη. 50
ια΄.
―Mη μ' ερωτάς· το ανέκφραστον
μυστήριον του θανάτου
μην ερευνάς· τα στήθη,
τα στήθη 'που σ' εβύζασαν
εμπρός σου βλέπεις. 55
ιβ΄.
Ω τέκνον μου, ω τέκνον μου,
αγαπητόν μου σπλάγχνον,
ανόμοιος είναι η μοίρα μας,
και προσπαθείς ματαίως
'να με αγκαλιάσης. 60
ιγ΄.
Παύσε τα δάκρυα. Hσύχασε
το πάθος της καρδιάς σου.
Αν η χαρά η ανέλπιστος,
ότι με είδες, βρέχη
τους οφθαλμούς σου 65
ιδ΄.
Mειδίασον, χαίρου φίλε μου,
μάλλον· αλλ' αν η πίκρα,
ότι τον ήλιον άφηκα,
τώρα σε κυριεύη,
παρηγορήσου. 70
ιε΄.
Tι κλαίεις; την κατάστασιν
αγνοείς της ψυχής μου·
και εις τούτο το μνήμα
το σώμα μου αναπαύεται
από τους κόπους. 75
ις΄.
Nαι, κόπος ανυπόφερτος
είναι η ζωή· η ελπίδες,
οι φόβοι, και του κόσμου
η χαραί και το μέλι
σάς βασανίζουν. 80
ιζ΄.
Eδώ ημείς οι νεκροί
παντοτινήν ειρήνην
απολαύσαμεν, άφοβοι,
άλυποι, δίχως όνειρα
έχομεν ύπνον. 85
ιη΄.
Σεις οι δειλοί αχνύζετε
όταν τις ψιθυρίση
τ' όνομα του θανάτου
αλλ' άφευκτος ο θάνατος,
άφευκτος είναι. 90
ιθ΄.
Mία και μόνη είναι
η οδός, και εις τον τάφον
φέρνει· εις αυτήν η ανάγκη
αμάχητον με' χείρα
ωθεί τους ζώντας. 95
κ΄.
Yιέ μου πνέουσαν μ' είδες
ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ' εδίπλωνε
και με' φως και με' θάνατον
ακαταπαύστως. 100
κα΄.
Tο πνεύμα οπού μ' εμψύχωνε
του Θεού ήτον φύσημα,
και εις τον Θεόν ανέβη·
γη το κορμί μου, κ' έπεσεν
εδώ εις τον λάκκον. 105
κβ΄.
Αλλά το φέγγος χάνεται
της σελήνης· σε αφίνω·
πάλιν θέλω σε ειδείν
ότε η ζωή σού λείψει,
και τότε μόνον. 110
κγ΄.
Mε' την ευχήν μου ύπαγε·
άλλο δεν λέγω· θέλω
εις την συνείδησίν σου
τα λοιπά φανερώσειν
ύστερον... χαίρε... 115
κδ΄.
Tέκνον μου χαίρε... ―Πρόσμενε,
τον υιόν λυπημένον
μη παραιτήσης. Έπεσε.
Kαι μένουν οι οφθαλμοί μου
εις βαθύ σκότος. 120
κε΄.
Ω φωνή, ω μητέρα,
ω των πρώτων μου χρόνων
σταθερά παρηγόρησις·
όμματ' οπού μ' εβρέχατε
με' γλυκά δάκρυα! 125
κς΄.
Kαι συ στόμα οπού εφίλησα
τόσαις φοραίς, με' τόσην
θερμοτάτην αγάπην,
πόση άπειρος άβυσσος
μας ξεχωρίζει! 130
κζ΄.
Αι, και άπειρος ας είναι
κ' έτι φοβερωτέρα·
εκεί μέσα ατάρακτος
θέλω εγώ συντριφθείν
γυρεύοντάς σας. 135
κη΄.
Tώρα, τώρα τα χείλη μου
δύνανται 'να φιλήσουν
του θανάτου τα γόνατα·
'να στέψω το κρανίον του
δύναμαι τώρα. 140
κθ΄.
Πού είναι τα ρόδα; φέρετε
στεφάνους αμαράντους·
την λύραν δότε· υμνήσατε·
ο φοβερός εχθρός
έγινε φίλος. 145
λ΄.
Kείνος οπού το μέτωπον
τρυφερών γυναικών
αγκάλιασε, πώς δύναται
εις ανδρικήν καρδίαν
'να ρίψη φόβον; 150
λα΄.
Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον
είναι; τώρα οπού βλέπω
τον θάνατον με' θάρρος,
εγώ κρατώ την άγκυραν
της σωτηρίας. 155
λβ΄.
Eγώ τώρα εξαπλώνω
ισχυράν δεξιάν
και την άτιμον σφίγγω
πλεξίδα των τυράννων
δολιοφρόνων. 160
λγ΄.
Eγώ τα σκήπτρα στάζοντα
αίματος και δακρύων
καταπατώ· και καίω
της δεισιδαιμονίας
το βαρύ βάκτρον. 165
λδ΄.
Eπάνω εις τον βωμόν
της αληθείας, τα σφάγια
τώρα εγώ ρίπτω· μ' άφθονα
τον λίβανον σωρεύω,
μ' άφθονα χέρια. 170
λε΄.
Ως απ' ένα βουνόν
ο αετός εις άλλο
πετάει, καιγώ τα δύσκολα
κρημνά της αρετής
ούτω επιβαίνω. 175
Παρασκευή 5 Μαΐου 2017
πριν απ' το χρόνο...
Λοιπόν θυμάμαι μια φορά στον ουρανό...
*
Entonces yo recuerdo que, una vez, en el cielo...
Γιάννης Σταύρου, Θερμαϊκός, λάδι σε καμβά
Ραφαέλ Αλμπέρτι
Τρεις αναμνήσεις από τον ουρανό
Αφιέρωμα στον G.A. Bequer
Πρόλογος
Δεν είχανε χρονίσει ακόμα μήτε ο αρχάγγελος μήτε το ρόδο.
Όλα είταν πριν απ' το βέλασμα πριν απ' το κλάμα.
Όταν το φως δεν ήξερε καλά-καλά
αν η θάλασσα θα γεννούσε αγόρι ή κορίτσι.
Όταν ο άνεμος ονειρευότανε μαλλιά να τα χτενίζει,
γαρούφαλα και μάγουλα να κατακαίει η φωτιά
και το νερό να ξεδιψάει από δυο χείλη ράθυμα.
Όλα είταν πριν από το κορμί και τ' όνομα,
πριν απ' το χρόνο.
Λοιπόν θυμάμαι μια φορά στον ουρανό...
Πρώτη ανάμνηση
...Ένα κομμένο κρίνο...
G.A.B.
Εβάδιζε μ' ένα λύγισμα κρίνου συλλογισμένου,
πουλιού σχεδόν που εννόησε πως πρέπει να γεννήσει,
κοιτώντας δίχως να κοιτάζεται σ' ένα φεγγάρι
που παρασταίνονταν μες στ' όνειρό της σαν καθρέφτης,
σε μια σιωπή χιονιού που ανύψωνε τα πόδια της.
Σε μια σιωπή σκυμένη.
Είτανε πριν από την άρπα, τη βροχή, πριν απ' τα λόγια.
Δεν ήξερε.
Άσπρη μαθητευόμενη του αέρα,
τρεμούλιαζε με τ' άστρα, με τα δέντρα και με τ' άνθος.
Ο μίσχος της, τ' ανάστημά της πράσινο.
Με τα δικά μου αστέρια που μη ξέροντας,
δυο βάλτους θέλοντας να σκάψουνε στα μάτια της
σε δυο πέλαγα τη βυθίσανε.
Θυμάμαι...
Κι έπειτα τίποτα. Νεκρή να φεύγει και να χάνεται.
(μετ. Τάκης Σινόπουλος)
Rafael Alberti
TRES RECUERDOS DEL CIELO
Homenaje a Gustavo Adolfo Bécquer
Prólogo
No habían cumplido años ni la rosa ni el arcángel.
Todo, anterior al balido y al llanto.
Cuando la luz ignoraba todavía
si el mar nacería niño o niña.
Cuando el viento soñaba melenas que peinar
y claveles el fuego que encender y mejillas
y el agua unos labios parados donde beber.
Todo, anterior al cuerpo, al nombre y al tiempo.
Entonces yo recuerdo que, una vez, en el cielo...
Primer recuerdo
... una azucena tronchada...
G.A.BÉCQUER
Paseaba con un dejo de azucena que piensa,
casi de pájaro que sabe ha de nacer.
Mirándose sin verse a una luna que le hacía espejo el sueño
y a un silencio de nieve que le elevaba los pies.
A un silencio asomada.
Era anterior al arpa, a la lluvia y a las palabras.
No sabía.
Blanca alumna del aire,
temblaba con las estrellas, con la flor y los árboles.
Su tallo, su verde talle.
Con las estrellas mías
que, ignorantes de todo,
por cavar dos lagunas en sus ojos
la ahogaron en dos mares.
Y recuerdo...
Nada más: muerta, alejarse.
*
Entonces yo recuerdo que, una vez, en el cielo...
Γιάννης Σταύρου, Θερμαϊκός, λάδι σε καμβά
Ραφαέλ Αλμπέρτι
Τρεις αναμνήσεις από τον ουρανό
Αφιέρωμα στον G.A. Bequer
Πρόλογος
Δεν είχανε χρονίσει ακόμα μήτε ο αρχάγγελος μήτε το ρόδο.
Όλα είταν πριν απ' το βέλασμα πριν απ' το κλάμα.
Όταν το φως δεν ήξερε καλά-καλά
αν η θάλασσα θα γεννούσε αγόρι ή κορίτσι.
Όταν ο άνεμος ονειρευότανε μαλλιά να τα χτενίζει,
γαρούφαλα και μάγουλα να κατακαίει η φωτιά
και το νερό να ξεδιψάει από δυο χείλη ράθυμα.
Όλα είταν πριν από το κορμί και τ' όνομα,
πριν απ' το χρόνο.
Λοιπόν θυμάμαι μια φορά στον ουρανό...
Πρώτη ανάμνηση
...Ένα κομμένο κρίνο...
G.A.B.
Εβάδιζε μ' ένα λύγισμα κρίνου συλλογισμένου,
πουλιού σχεδόν που εννόησε πως πρέπει να γεννήσει,
κοιτώντας δίχως να κοιτάζεται σ' ένα φεγγάρι
που παρασταίνονταν μες στ' όνειρό της σαν καθρέφτης,
σε μια σιωπή χιονιού που ανύψωνε τα πόδια της.
Σε μια σιωπή σκυμένη.
Είτανε πριν από την άρπα, τη βροχή, πριν απ' τα λόγια.
Δεν ήξερε.
Άσπρη μαθητευόμενη του αέρα,
τρεμούλιαζε με τ' άστρα, με τα δέντρα και με τ' άνθος.
Ο μίσχος της, τ' ανάστημά της πράσινο.
Με τα δικά μου αστέρια που μη ξέροντας,
δυο βάλτους θέλοντας να σκάψουνε στα μάτια της
σε δυο πέλαγα τη βυθίσανε.
Θυμάμαι...
Κι έπειτα τίποτα. Νεκρή να φεύγει και να χάνεται.
(μετ. Τάκης Σινόπουλος)
Rafael Alberti
TRES RECUERDOS DEL CIELO
Homenaje a Gustavo Adolfo Bécquer
Prólogo
No habían cumplido años ni la rosa ni el arcángel.
Todo, anterior al balido y al llanto.
Cuando la luz ignoraba todavía
si el mar nacería niño o niña.
Cuando el viento soñaba melenas que peinar
y claveles el fuego que encender y mejillas
y el agua unos labios parados donde beber.
Todo, anterior al cuerpo, al nombre y al tiempo.
Entonces yo recuerdo que, una vez, en el cielo...
Primer recuerdo
... una azucena tronchada...
G.A.BÉCQUER
Paseaba con un dejo de azucena que piensa,
casi de pájaro que sabe ha de nacer.
Mirándose sin verse a una luna que le hacía espejo el sueño
y a un silencio de nieve que le elevaba los pies.
A un silencio asomada.
Era anterior al arpa, a la lluvia y a las palabras.
No sabía.
Blanca alumna del aire,
temblaba con las estrellas, con la flor y los árboles.
Su tallo, su verde talle.
Con las estrellas mías
que, ignorantes de todo,
por cavar dos lagunas en sus ojos
la ahogaron en dos mares.
Y recuerdo...
Nada más: muerta, alejarse.
Τετάρτη 3 Μαΐου 2017
όσο για τον άνθρωπο θα υπάρχει ένα μυστήριο...
όσο ο ήλιος τα σκόρπια νέφη
με φωτιά και χρυσάφι θα ντύνει...
Γιάννης Σταύρου, Δύση στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Γκουστάβο Αντόλφο Μπέκερ
Rimas
ΙV
Μην πείτε πως με το θησαυρό της ξοδεμένο,
ελλείψει θεμάτων , βουβάθηκε η λίρα ∙
μπορεί ποιητές να μην υπάρχουν ∙ όμως πάντα
θα υπάρχει ποίηση.
Όσο απ’ του φωτός τις συχνότητες, το φιλί,
πυρωμένο θα πάλλεται ∙
όσο ο ήλιος τα σκόρπια νέφη
με φωτιά και χρυσάφι θα ντύνει ∙
Όσο η αγκαλιά του αγέρα κουβαλάει
ευωδιές κι αρμονίες∙
όσο θα υπάρχει στον κόσμο η Άνοιξη,
θα υπάρχει και η ποίηση!
Όσο η επιστήμη δεν μπορεί να εντοπίσει
τις πηγές της ζωής,
και στους ουρανούς ή στα πέλαγα θα υπάρχει μια άβυσσος
που στους υπολογισμούς θ’ αντιστέκεται ·
Όσο θα προχωρά η ανθρωπότητα
χωρίς να ξέρει για πού τραβάει ∙
όσο για τον άνθρωπο θα υπάρχει ένα μυστήριο,
θα υπάρχει και η ποίηση!
Όσο θα νιώθουμε ν’ αγαλλιά η ψυχή μας,
δίχως στα χείλη να σκάει χαμόγελο ∙
Όσο κάποιος θα κλαίει χωρίς το κλάμα να φαίνεται
που συννεφιάζει τα μάτια ∙
Όσο καρδιά και κεφάλι
θα εξακολουθούν να παλεύουν ·
όσο θα υπάρχουν ελπίδες και αναμνήσεις,
θα υπάρχει κι η ποίηση!
Όσο μάτια θα υπάρχουν π’ αντανακλούνε
εκείνα τα μάτια που τα κοιτούνε ∙
όσο τα χείλη που αναστενάζουν θ’ αποκρίνονται
σε άλλα χείλη που αναστενάζουν ∙
όσο μπορούν μες το φιλί ταραγμένες
να αισθάνονται δύο ψυχές ∙
όσο μια ωραία θα υπάρχει γυναίκα,
θα υπάρχει κι η ποίηση!
(μετ. Στέργιος Ντέρτσας)
με φωτιά και χρυσάφι θα ντύνει...
Γιάννης Σταύρου, Δύση στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Γκουστάβο Αντόλφο Μπέκερ
Rimas
ΙV
Μην πείτε πως με το θησαυρό της ξοδεμένο,
ελλείψει θεμάτων , βουβάθηκε η λίρα ∙
μπορεί ποιητές να μην υπάρχουν ∙ όμως πάντα
θα υπάρχει ποίηση.
Όσο απ’ του φωτός τις συχνότητες, το φιλί,
πυρωμένο θα πάλλεται ∙
όσο ο ήλιος τα σκόρπια νέφη
με φωτιά και χρυσάφι θα ντύνει ∙
Όσο η αγκαλιά του αγέρα κουβαλάει
ευωδιές κι αρμονίες∙
όσο θα υπάρχει στον κόσμο η Άνοιξη,
θα υπάρχει και η ποίηση!
Όσο η επιστήμη δεν μπορεί να εντοπίσει
τις πηγές της ζωής,
και στους ουρανούς ή στα πέλαγα θα υπάρχει μια άβυσσος
που στους υπολογισμούς θ’ αντιστέκεται ·
Όσο θα προχωρά η ανθρωπότητα
χωρίς να ξέρει για πού τραβάει ∙
όσο για τον άνθρωπο θα υπάρχει ένα μυστήριο,
θα υπάρχει και η ποίηση!
Όσο θα νιώθουμε ν’ αγαλλιά η ψυχή μας,
δίχως στα χείλη να σκάει χαμόγελο ∙
Όσο κάποιος θα κλαίει χωρίς το κλάμα να φαίνεται
που συννεφιάζει τα μάτια ∙
Όσο καρδιά και κεφάλι
θα εξακολουθούν να παλεύουν ·
όσο θα υπάρχουν ελπίδες και αναμνήσεις,
θα υπάρχει κι η ποίηση!
Όσο μάτια θα υπάρχουν π’ αντανακλούνε
εκείνα τα μάτια που τα κοιτούνε ∙
όσο τα χείλη που αναστενάζουν θ’ αποκρίνονται
σε άλλα χείλη που αναστενάζουν ∙
όσο μπορούν μες το φιλί ταραγμένες
να αισθάνονται δύο ψυχές ∙
όσο μια ωραία θα υπάρχει γυναίκα,
θα υπάρχει κι η ποίηση!
(μετ. Στέργιος Ντέρτσας)
Τρίτη 2 Μαΐου 2017
Δευτέρα 1 Μαΐου 2017
Πρωτομαγιά
.. και η Άνοιξη έγινε πρωτομαγιάτικο στεφάνι
για να χωρέσει στο τελάρο...
για να χωρέσει στο τελάρο...
*
.. Nothing I cared, in the lamb white days, that time would take me
Up to the swallow thronged loft by the shadow of my hand,
In the moon that is always rising,
Nor that riding to sleep
I should hear him fly with the high fields
And wake to the farm forever fled from the childless land.
Oh as I was young and easy in the mercy of his means,
Time held me green and dyin
Though I sang in my chains like the sea....
Up to the swallow thronged loft by the shadow of my hand,
In the moon that is always rising,
Nor that riding to sleep
I should hear him fly with the high fields
And wake to the farm forever fled from the childless land.
Oh as I was young and easy in the mercy of his means,
Time held me green and dyin
Though I sang in my chains like the sea....
Dylan Thomas, Fern Hill (extract)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)