Αναγνωρίζει τον εαυτό του μόνο εκείνος που ξέχασε ξαφνικά ποιος είναι...
*
Sólo se reconoce quien se olvidó de pronto de sí mismo...
Γιάννης Σταύρου, Τελευταίο δρομολόγιο, λάδι σε καμβά
Χοσέ Μανουέλ Καμπαγέρο Μπονάλντ
Υπερβολικά πολλές ερωτήσεις
Μια μέρα, όχι λιγότερο απίθανη από κάποιες άλλες, όταν η κενοδοξία θα παραχωρήσει τη θέση της στην απάθεια, θα μπορέσω να μάθω ποιος είμαι. Αλλά, μπορεί τότε να μην θέλω να το μάθω. Γιατί να θέλω να το μάθω αν εκείνη τη μέρα μπορεί να μην υπάρχει κοντά μου κανένας που να μου μοιάζει. Σε ποιον καθρέφτη, που θα τον έχει φθείρει ο χρόνος, θα κοιταχτεί ο όμοιός μου; Αναγνωρίζει τον εαυτό του μόνο εκείνος που ξέχασε ξαφνικά ποιος είναι. Ακόμη συμβιώνει η ανάμνηση εχθρικά διακείμενη με την ιστορία.
(Laberinto de fortuna / Ο λαβύρινθος της τύχης, 1984-93)
(μετ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος)
José Manuel Caballero Bonald
DEMASIADAS PREGUNTAS
Algún día no menos improbable que otros, cuando la petulancia ceda su turno a la apatía, podré saber quién soy. Pero tal vez entonces ya no quiera saberlo. Para qué voy a querer saberlo si quizá ese día no haya conmigo nadie que se parezca a mí. ¿En qué espejo que el tiempo habrá estragado se mirará mi semejante? Sólo se reconoce quien se olvidó de pronto de sí mismo. Aún convive el recuerdo enemistado con la historia.
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017
Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017
Π. Κονδύλης: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή
Εμένα μου έρχεται
στον νού η τετριμμένη αλλά πάντοτε ευθύβολη θυμοσοφία : όπως στρώνει
καθένας, έτσι και κοιμάται. (Παναγιώτης Κονδύλης)
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
Γιάννης Σταύρου, Ρόδια, λάδι σε καμβά
Παναγιώτης Κονδύλης
Σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας...
(Θεωρία του Πολέμου, σελ. 410 & 411)
".. στο βαθμό που η ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, εφόσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαικούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος βαλκάνιος και επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός.Υπ' αυτές τις συνθήκες, ότι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Ελληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν "πολιτισμένη συμπεριφορά", 'υπέρβαση του εθνικισμού", και "εξευρωπαισμό". Πράγματι, το σημερινό δίλημμα(1997) είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού,η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ, την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία , έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. Οι μετριότητες, οι υπομετριότητες και ανθυπομετρητιότητες που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους."
"Αν λάβουμε υπόψη μας μόνο όσα πράττονται και αφήσουμε εντελώς στην άκρη την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οι πράττοντες, τότε φαίνεται να βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας, υπό τον όρο να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγματα ώστε κανείς να μήν έχει την άμεση ευθύνη, και επίσης υπό τον όρο να τεχνουργηθούν απροσχημάτηστες ανακουφιστικές εκλογικεύσεις (ελληνοκεντρικές η εξευρωπαιστικές αδιάφορο ).Τις τραγωδίες η τις κωμωδίες που μπορούν να περιγράψουν με τις αρμόζουσες αποχρώσεις αυτήν την ιδιαίτερα κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση θα τις γράψουν ίσως άλλοι. Εμένα μου έρχεται στον νού η τετριμμένη αλλά πάντοτε ευθύβολη θυμοσοφία : όπως στρώνει καθένας, έτσι και κοιμάται."
Πηγή: ΛΟΓΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
Γιάννης Σταύρου, Ρόδια, λάδι σε καμβά
Παναγιώτης Κονδύλης
Σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας...
(Θεωρία του Πολέμου, σελ. 410 & 411)
".. στο βαθμό που η ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, εφόσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαικούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος βαλκάνιος και επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός.Υπ' αυτές τις συνθήκες, ότι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Ελληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν "πολιτισμένη συμπεριφορά", 'υπέρβαση του εθνικισμού", και "εξευρωπαισμό". Πράγματι, το σημερινό δίλημμα(1997) είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού,η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ, την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία , έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. Οι μετριότητες, οι υπομετριότητες και ανθυπομετρητιότητες που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους."
"Αν λάβουμε υπόψη μας μόνο όσα πράττονται και αφήσουμε εντελώς στην άκρη την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οι πράττοντες, τότε φαίνεται να βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας, υπό τον όρο να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγματα ώστε κανείς να μήν έχει την άμεση ευθύνη, και επίσης υπό τον όρο να τεχνουργηθούν απροσχημάτηστες ανακουφιστικές εκλογικεύσεις (ελληνοκεντρικές η εξευρωπαιστικές αδιάφορο ).Τις τραγωδίες η τις κωμωδίες που μπορούν να περιγράψουν με τις αρμόζουσες αποχρώσεις αυτήν την ιδιαίτερα κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση θα τις γράψουν ίσως άλλοι. Εμένα μου έρχεται στον νού η τετριμμένη αλλά πάντοτε ευθύβολη θυμοσοφία : όπως στρώνει καθένας, έτσι και κοιμάται."
Πηγή: ΛΟΓΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017
Κι ήταν αστέρι αυτή η τελεία...
από τα βάθη της οικουμένης, απ’ την άλλη της την άκρη,
τα’ αστέρι κοίταζε τη φάτνη. Κι αυτό ήταν του πατέρα του το μάτι...
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς, λάδι σε καμβά
Ιωσήφ Μπρόνσκι
Το άστρο της Θείας Γέννησης
Σε εποχή παγωνιάς, σε τόπο συνηθισμένο στο ζεστό καιρό,
όχι στο κρύο, σ’ επιφάνεια επίπεδη, όχι σε βουνό,
ένα παιδάκι γεννήθηκε σε φάτνη, τον κόσμο για να σώσει,
φυσούσε όπως μόνο στη χειμωνιάτικ’ έρημο μπορεί αέρας να σαρώσει.
Όλα του φαίνονταν τεράστια: το στήθος της μάνας, η κίτρινη πάχνη
που ‘βγαινε απ’ τα ρουθούνια των βοδιών, οι μάγοι:
Μπαλταζάρ, Κασπάρ, Μελχιόρ, τα δώρα στοιβαγμένα στη γωνία.
Αυτός ήταν μόνο μια τελεία. Κι ήταν αστέρι αυτή η τελεία.
Προσεχτικά, χωρίς να τρεμοπαίζει, μες’ από σύννεφ’ αραιά
πάνω απ’ το μωρό στο παχνί από μακριά,
από τα βάθη της οικουμένης, απ’ την άλλη της την άκρη,
τα’ αστέρι κοίταζε τη φάτνη. Κι αυτό ήταν του πατέρα του το μάτι.
τα’ αστέρι κοίταζε τη φάτνη. Κι αυτό ήταν του πατέρα του το μάτι...
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς, λάδι σε καμβά
Ιωσήφ Μπρόνσκι
Το άστρο της Θείας Γέννησης
Σε εποχή παγωνιάς, σε τόπο συνηθισμένο στο ζεστό καιρό,
όχι στο κρύο, σ’ επιφάνεια επίπεδη, όχι σε βουνό,
ένα παιδάκι γεννήθηκε σε φάτνη, τον κόσμο για να σώσει,
φυσούσε όπως μόνο στη χειμωνιάτικ’ έρημο μπορεί αέρας να σαρώσει.
Όλα του φαίνονταν τεράστια: το στήθος της μάνας, η κίτρινη πάχνη
που ‘βγαινε απ’ τα ρουθούνια των βοδιών, οι μάγοι:
Μπαλταζάρ, Κασπάρ, Μελχιόρ, τα δώρα στοιβαγμένα στη γωνία.
Αυτός ήταν μόνο μια τελεία. Κι ήταν αστέρι αυτή η τελεία.
Προσεχτικά, χωρίς να τρεμοπαίζει, μες’ από σύννεφ’ αραιά
πάνω απ’ το μωρό στο παχνί από μακριά,
από τα βάθη της οικουμένης, απ’ την άλλη της την άκρη,
τα’ αστέρι κοίταζε τη φάτνη. Κι αυτό ήταν του πατέρα του το μάτι.
Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017
τα περασμένα μαζί και τα μελλούμενα φεγγάρια...
Κι όλα αυτά είναι μέρος του πολύμορφου κρυστάλλου
τούτης της μνήμης - του σύμπαντος...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη με φεγγάρι, λάδι σε καμβά
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Everness
Μονάχα ένα πράγμα δεν υπάρχει: η λησμονιά.
Ο Θεός που περισώζει το μέταλλο, σώζει και τη σκουριά
κι εναποθέτει στην προφητική του μνήμη
τα περασμένα μαζί και τα μελλούμενα φεγγάρια.
Τα πάντα έχουν κιόλας γίνει. Οι μυριάδες αντανακλάσεις
που σκόρπισε ανάμεσα στη χαραυγή και στο σούρουπο
το πρόσωπό σου πάνω στους καθρέφτες
καθώς κι αυτές που ακόμα μέλλει ν' αφήσει.
Κι όλα αυτά είναι μέρος του πολύμορφου κρυστάλλου
τούτης της μνήμης - του σύμπαντος,
δεν έχουν τέλος οι πολυδαίδαλοι διάδρομοι
κι οι πόρτες κλείνουν μόλις τις περάσεις,
μονάχα από την άλλη μεριά του δειλινού
θ' αντικρίσεις τα Αρχέτυπα και τις Λάμψεις.
(μετ. Δημήτρης Καλοκύρης)
τούτης της μνήμης - του σύμπαντος...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη με φεγγάρι, λάδι σε καμβά
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Everness
Μονάχα ένα πράγμα δεν υπάρχει: η λησμονιά.
Ο Θεός που περισώζει το μέταλλο, σώζει και τη σκουριά
κι εναποθέτει στην προφητική του μνήμη
τα περασμένα μαζί και τα μελλούμενα φεγγάρια.
Τα πάντα έχουν κιόλας γίνει. Οι μυριάδες αντανακλάσεις
που σκόρπισε ανάμεσα στη χαραυγή και στο σούρουπο
το πρόσωπό σου πάνω στους καθρέφτες
καθώς κι αυτές που ακόμα μέλλει ν' αφήσει.
Κι όλα αυτά είναι μέρος του πολύμορφου κρυστάλλου
τούτης της μνήμης - του σύμπαντος,
δεν έχουν τέλος οι πολυδαίδαλοι διάδρομοι
κι οι πόρτες κλείνουν μόλις τις περάσεις,
μονάχα από την άλλη μεριά του δειλινού
θ' αντικρίσεις τα Αρχέτυπα και τις Λάμψεις.
(μετ. Δημήτρης Καλοκύρης)
Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017
Μόνο με την τέχνη...
"Το μεγαλείο τής αληθινής τέχνης είναι να ξαναβρούμε, να
ξανακερδίσουμε, να μας κάνει να γνωρίσουμε, αυτήν την πραγματικότητα
μακριά από την οποία ζούμε, από την οποία απομακρυνόμαστε όλο και
περισσότερο..." (Μαρσέλ Προυστ)
Μαρσέλ Προυστ
Ο Ξανακερδισμένος Χρόνος
Le Temps retrouvé / A la recherche du temps perdu
(απόσπασμα)
.. Το μεγαλείο τής αληθινής τέχνης είναι να ξαναβρούμε, να ξανακερδίσουμε, να μας κάνει να γνωρίσουμε, αυτήν την πραγματικότητα μακριά από την οποία ζούμε, από την οποία απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο, στο βαθμό που διογκώνεται και αδιαβροχοποιείται η συμβατική γνώση που βάζουμε στη θέση της, αυτήν την πραγματικότητα που κινδυνεύουμε να πεθάνουμε χωρίς να έχουμε γνωρίσει, και που πολύ απλά είναι η ζωή μας...
.. Το ύφος είναι για τον συγγραφέα, όπως και το χρώμα για τον ζωγράφο, θέμα όχι τεχνικής, αλλά οράματος.
Είναι η αποκάλυψη, που θάταν αδύνατη με μέσα ευθέα και συνειδητά, της ποιοτικής διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στο πώς στον καθένα μας παρουσιάζεται ο κόσμος, διαφορά που αν δεν υπήρχε η τέχνη, θα έμενε το αιώνιο μυστικό τού καθενός μας.
Μόνο με την τέχνη μπορούμε να βγούμε από τον εαυτό μας, να γνωρίσουμε αυτό που βλέπει ένας άλλος από αυτόν τον κόσμο που δεν είναι ίδιος με τον δικό μας, και τού οποίου τα τοπία θα μάς έμεναν για πάντα το ίδιο άγνωστα μ’ αυτά που μπορεί να υπάρχουν στη σελήνη. Χάρη στην τέχνη αντί να βλέπουμε έναν μόνο κόσμο, τον δικό μας, τον βλέπουμε να πολλαπλασιάζεται, και όσοι πρωτότυποι καλλιτέχνες υπάρχουν, τόσους κόσμους έχουμε στη διάθεσή μας, πιο διαφορετικούς μεταξύ τους από αυτούς που βρίσκονται στο σύμπαν, και πολλούς αιώνες μετά που έσβησε η εστία από όπου έφεγγαν...
.. Και όπως η τέχνη επανασυνθέτει ακριβώς τη ζωή, γύρω απ΄ τις αλήθειες στις οποίες φτάσαμε μέσα μας θα κινείται πάντα μια ατμόσφαιρα ποίησης, η γλυκύτητα ενός μυστηρίου που δεν είναι παρά τα ερείπια τής σκιάς που χρειάστηκε να διασχίσουμε, η ένδειξη, σημειωμένη με ακρίβεια, όπως με ένα βαθύμετρο, τού βάθους τού έργου...
(μετ. Παντελής Ανδρικόπουλος)
Μαρσέλ Προυστ
Ο Ξανακερδισμένος Χρόνος
Le Temps retrouvé / A la recherche du temps perdu
(απόσπασμα)
.. Το μεγαλείο τής αληθινής τέχνης είναι να ξαναβρούμε, να ξανακερδίσουμε, να μας κάνει να γνωρίσουμε, αυτήν την πραγματικότητα μακριά από την οποία ζούμε, από την οποία απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο, στο βαθμό που διογκώνεται και αδιαβροχοποιείται η συμβατική γνώση που βάζουμε στη θέση της, αυτήν την πραγματικότητα που κινδυνεύουμε να πεθάνουμε χωρίς να έχουμε γνωρίσει, και που πολύ απλά είναι η ζωή μας...
.. Το ύφος είναι για τον συγγραφέα, όπως και το χρώμα για τον ζωγράφο, θέμα όχι τεχνικής, αλλά οράματος.
Είναι η αποκάλυψη, που θάταν αδύνατη με μέσα ευθέα και συνειδητά, της ποιοτικής διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στο πώς στον καθένα μας παρουσιάζεται ο κόσμος, διαφορά που αν δεν υπήρχε η τέχνη, θα έμενε το αιώνιο μυστικό τού καθενός μας.
Μόνο με την τέχνη μπορούμε να βγούμε από τον εαυτό μας, να γνωρίσουμε αυτό που βλέπει ένας άλλος από αυτόν τον κόσμο που δεν είναι ίδιος με τον δικό μας, και τού οποίου τα τοπία θα μάς έμεναν για πάντα το ίδιο άγνωστα μ’ αυτά που μπορεί να υπάρχουν στη σελήνη. Χάρη στην τέχνη αντί να βλέπουμε έναν μόνο κόσμο, τον δικό μας, τον βλέπουμε να πολλαπλασιάζεται, και όσοι πρωτότυποι καλλιτέχνες υπάρχουν, τόσους κόσμους έχουμε στη διάθεσή μας, πιο διαφορετικούς μεταξύ τους από αυτούς που βρίσκονται στο σύμπαν, και πολλούς αιώνες μετά που έσβησε η εστία από όπου έφεγγαν...
.. Και όπως η τέχνη επανασυνθέτει ακριβώς τη ζωή, γύρω απ΄ τις αλήθειες στις οποίες φτάσαμε μέσα μας θα κινείται πάντα μια ατμόσφαιρα ποίησης, η γλυκύτητα ενός μυστηρίου που δεν είναι παρά τα ερείπια τής σκιάς που χρειάστηκε να διασχίσουμε, η ένδειξη, σημειωμένη με ακρίβεια, όπως με ένα βαθύμετρο, τού βάθους τού έργου...
(μετ. Παντελής Ανδρικόπουλος)
Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017
Η βλακεία είναι ένας χαμηλός τρόπος σκέψης...
Η φιλοσοφία
εξυπηρετεί την θλίψη. Μια φιλοσοφία που δεν θλίβει και δεν ανατρέπει
τίποτα δεν είναι φιλοσοφία. Σε τι χρησιμεύει; Βλάπτει την ηλιθιότητα και
την αναδεικνύει ως κάτι επαίσχυντο...
*
La philosophie sert a attrister. Une philosophie qui n'attriste personne et ne contrarie personne n'est pas une philosophie. Elle sert a nuire a la betise, elle fait de la betise quelque chose de honteux...
Gilles Deleuze
Nietzsche et la Philosophie
.. La betise est une structure de la pensee comme telle : elle n'est pas une maniere de se tromper, elle exprime en droit le non-sens dans la pensee. La betise n'est pas une erreur, ni un tissu d'erreurs. On connait des pensees imbeciles, des discours imbeciles qui sont faits tout entiers de verites ; mais ces verites sont basses, sont celles d'une ame basse, lourde et de plomb. La betise et, plus profondement, ce dont elle est le symptome : une maniere basse de penser. [...] Lorsque quelqu'un demande a quoi sert la philosophie, la reponse doit etre agressive, puisque la question se veut ironique et mordante. La philosophie ne sert pas a l'Etat ni a l'eglise, qui ont d'autres soucis. Elle ne sert aucune puissance etablie. La philosophie sert a attrister. Une philosophie qui n'attriste personne et ne contrarie personne n'est pas une philosophie. Elle sert a nuire a la betise, elle fait de la betise quelque chose de honteux...
*
.. Η ηλιθιότητα, ως τέτοια, είναι μια δομή σκέψης: δεν είναι ένας τρόπος εξαπάτησης, εκφράζει νόμιμα την ανοησία στη σκέψη. Η ηλιθιότητα δεν είναι λάθος, ούτε ένας ιστός σφαλμάτων. Γνωρίζουμε ανόητες σκέψεις, ανόητες ομιλίες που προέρχονται εξ ολοκλήρου από αλήθειες· αλλά αυτές οι αλήθειες είναι χαμηλές, γεννήματα μιας χαμηλής ψυχής, βαριάς σαν μολύβι. Η βλακεία και, πιο βαθιά, το σύμπτωμα της, είναι ένας χαμηλός τρόπος σκέψης. [...] Όταν κάποιος ρωτά σε τι χρησιμεύει η φιλοσοφία, η απάντηση πρέπει να είναι επιθετική, αφού το ερώτημα είναι ειρωνικό και δηκτικό. Η φιλοσοφία δεν εξυπηρετεί το κράτος ή την εκκλησία, που έχουν άλλες ανησυχίες. Δεν εξυπηρετεί καμία καθιερωμένη ισχύ. Η φιλοσοφία εξυπηρετεί την θλίψη. Μια φιλοσοφία που δεν θλίβει και δεν ανατρέπει τίποτα δεν είναι φιλοσοφία. Σε τι χρησιμεύει; Βλάπτει την ηλιθιότητα και την αναδεινύει ως κάτι επαίσχυντο...
[Gilles Deleuze, (Nietzsche et la Philosophie, Presses Universitaires de France, Paris, 1967, p. 120).]
* η πρόχειρη μετάφραση δική μου.
Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017
μέρες Χριστουγέννων με Παπαδιαμάντη...
Όλας ταύτας τάς προμήθειας έκαμνεν ο παπάς προβλεπτικώς διά τους
αποκλεισθέντας εις το βουνόν από την χιονα, περί ων έγινε λόγος εν άρχη,
καθώς και δι εαυτόν και τους μεθ’ εαυτού συνεκδημήσοντας προσκυνητάς,
καθ όσον ενδεχόμενον ήτο να θυμώση και πάλιν ο καιρός και να τους κλείση
ο χειμών εις το Κάστρον, αν εν τοσούτω έμελλον να φθάσωσιν εις το
Κάστρον σώοι και υγιείς. Πριν κατακλιθή, ο παπα-Φραγκούλης έστειλε
μήνυμα εις τον συνεφημέριόν του τον παπα-Αλέξην, όστις άλλως ήτο και ο
εφημέριος της εβδομάδος, ότι δεν θα ήτο συλλειτουργός την επιούσαν,
παραμονήν των Χριστουγέννων, εν τώ ενοριακώ ναώ, καθ όσον απεφάσισε, συν
Θεώ βοηθώ, να υπάγη να λειτουργήση τον ναόν του Χριστού εις το Κάστρον...
Γιάννης Σταύρου, Ξωκλήσι, λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Στο Χριστό στο Κάστρο
– «Το Γιάννη το Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς τους έκλεισε το χιόνι απάν’ στο Κάστρο, τ’ ν πέρα πάντα, στο Στοιβωτό τον ανήφορο, τ’ ακούσατε;»
Ούτως ωμίλησεν ο παπα-Φραγκούλης ο Σακελλάριος, αφού έκαμε την ευχαριστίαν του εξ οσπρίων και ελαιών οικογενειακού δείπνου, την εσπέραν της 23ης Δεκεμβρίου του έτους 186… Παρόντες ήσαν, πλην της παπαδιάς, των δυο αγάμων θυγατέρων και του δωδεκαετούς υιού, ο γείτονας ο Πανάγος ο μαραγκός, πεντηκοντούτης, οικογενειάρχης, αναβάς διά να είπη μίαν καλησπέραν και να πιή μίαν ρακιά, κατά το σύνηθες, εις το παπαδόσπιτο• κι η θειά το Μαλαμώ η Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ελθούσα διά να φέρη την προσφοράν της, χήρα εξηκοντούτις, ευλαβής, πρόθυμος να τρέχη εις όλας τάς λειτουργίας και να υπηρετή δωρεάν εις τους ναούς και τα εξωκκλήσια.
«Τ ακούσαμε κι ημείς, παπά» απήντησεν ο γείτονας ο Πανάγος, «έτσ είπανε».
«Τί είπανε; Είναι σίγουρο, σάς λέω» επανέλαβεν ο παπα-Φραγκούλης. «Οι βλοημένοι, δε θα βάλουν ποτέ γνώση. Επήγαν με τέτοιον καιρό να κατεβάσουν ξύλα, απάν απ’ του Κουρουπή τα κατσάβραχα, στο Στοιβωτό, εκεί πού δεν μπορεί γίδι να πατήση. Καλά να τα παθαίνουν!»
«Μυαλό δεν έχουν αυτός ου κόσμους, θα πώ» είπεν η θειά το Μαλαμώ. «Τώρα οι αθρώποι γινήκαν αποκότοι».
«Να είχανε τάχα τίποτα κ’ μπάνια μαζί τ’ ς;» είπεν η παπαδιά. «Ποιός του ξέρ’ ;» είπεν η θειά το Μαλαμώ.
«Θα είχανε, θα είχανε κουμπάνια» υπέλαβεν ο Πανάγος ο μαραγκός. «Αλλοιώς δε γένεται. Πήγανε με τα ζεμπίλια τους γεμάτα. Και τουφέκι θα είχαν, και θηλειές να σταίνουν για τα κοτσύφια. Είχαν πάρει κι αλάτι μπόλικο μαζί τους, για να τ’ αλατίσουν για τα Χριστούγεννα».
«Τώρα, Χριστούγεννα θα κάμουν απάν στο Στοιβωτό τάχα;» είπε μετ οίκτου η παπαδιά.
«Να μπορούσε κανείς να τους έφερνε βοήθεια.» εψιθύρισεν ο ιερεύς, όστις εφαίνετο κάτι μελετών μέσα του.
Ήτον έως πενήντα πέντε ετών ο ιερεύς, μεσαιπόλιος, υψηλός, ακμαίος και με αγαθωτάτην φυσιογνωμίαν. Εις την νεότητά του υπήρξε ναυτικός, κι εφαίνετο διατηρών ακόμη λανθανούσας δυνάμεις, ήτο δε τολμηρός και ακάματος.
«Τί βοήθεια να τους κάμουνε;» είπεν ο Πανάγος ο μαραγκός. «Απ τη στεριά, ο τόπος δεν πατιέται. Ερριξε, έρριξε χιόνι, κι ακόμα ρίχνει. Χρόνια είχε να κάμη τέτοια βαρυχειμωνιά. Ο Άη-Θανασης εγιν ένα με τα Κάμπια. Η Μυγδαλιά δεν ξεχωρίζει απ του Κουρούπη».
Ο Πανάγος ωνόμαζε τεσσάρας απεχούσας αλλήλων κορυφάς της νήσου. Ο παπα-Φραγκούλης επανέλαβεν ερωτηματικώς:
«Κι απ τη θάλασσα, μαστροΠανάγο;» «Απ τη θάλασσα, παπά, τα ίδια και χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, κιαμέτ. Όλο και φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Πού μπορείς να ξεμυτίσης όξ’ απ το λιμάνι, κατά τ’ Ασπρόνησο!»
«Από Σοφράν το ξέρω, Πανάγο, μα από Σταβέτ;» Ο ιερεύς επροφερεν ούτω τους όρους Sopra vento και Sotto vento, ήτοι το υπερήνεμον και υπήνεμον, εννοών ειδικώτερον το βορειοανατολικόν και το μεσημβρινοδυτικόν.
«Από Σταβέτ, παπά, μα είναι φόβος μην τόνε γυρίση στο μαΐστρο».
«Μα τότε, πρέπει να πέσουμε να πεθάνουμε» είπεν ως εν συμπεράσματι ο ιερεύς. «Δεν είναι λόγια αυτά, Πανάγο».
«Έ, παπά μ , ο καθένας τώρα έχει το λογαριασμό τ’ . Δεν πάει άλλος να βάλη το κεφάλι του στον τρουβά, κατάλαβες, για να γλυτώσ’ εσένα».
Ο παπα-Φραγκούλης εστέναξεν, ως να ώκτειρε την ιδιοτέλειαν και μικροψυχίαν, ής ζώσα ηχώ εγίνετο ο Πανάγος.
«Και τί θα πάθουνε, το κάτω κάτω;» επανέλαβεν, ως διά ν ανάπαυση την συνείδησίν του, ο μαραγκός. «Νά, θα είναι χωμένοι σε καμμία σπηλιά, τσακμάκι θα χουν μαζί τους, ξύλα μπόλικα. Μακάρι να μου χε κι εμέ η Πανάγαινα απόψε στην παραστιά μου τη φωτιά πού θεν έχουν αυτοί. Για μία βδομάδα πάντα, θα είχανε κουμπάνια, και δεν είναι παραπαν από πέντε μέρες πού αγρίεψε ο χειμώνας».
«Να πήγαινε τώρα κανένας να λειτουργήση το Χριστό στο Κάστρο» επανέλαβεν ο ιερεύς, «θά είχε διπλό μισθό, πού θα τους έφερνε κι αυτούς βοήθεια. Πέρσυ πού ήταν ελαφρότερος ο χειμώνας, δεν πήγαμε. Φέτος πού είναι βαρύς…»
Και διεκόπη, ως να είπε πολλά. Ο αγαθός ιερεύς ειχεν ήθος ανθρώπου λέγοντος οιονεί κατά δόσεις ό,τι είχε να είπη. Εκ των υστέρων θα φανή ότι είχε την απόφασίν του και ότι όλα τα προοίμια ταύτα ησαν μεμελετημενα.
«Και γιατί δεν κάνει κάλον καιρό ο Χριστός, παπά, αν θέλη να πάνε να τον λειτουργήσουνε στην εορτή του;» είπεν αυθαδώς ο μαστροΠανάγος.
Ο ιερεύς τον εκοίταξε με λοξόν βλέμμα και είτα ηπίως του είπε:
«Έ, Πανάγο γείτονα, δεν ξέρουμε, βλέπω, τί λέμε. Πού είμαστε ημείς ικανοί να τα καταλάβουμε αυτά! Αλλο το γενικό και άλλο το μερικό και το τοπικό, Πανάγο. Η βαρυχειμωνιά γίνεται για κάλο, και για την ευφορίαν της γής και για την υγείαν ακόμα. Ανάγκη ο Χριστός δεν έχει να πάνε να τον λειτουργήσουνε. Μα όπου είναι μία μερική προαίρεσις καλή κι έχει κανείς και χρέος να πληρώση, ας είναι και τόλμη ακόμα, και όπου πρόκειται να βοηθήση κανείς ανθρώπους, καθώς εδώ, εκεί ο Θεός έρχεται βοηθός, και εναντίον του καιρού, και με χίλια εμπόδια. Εκεί ο Θεός συντρέχει και με ευκολίας πολλας και με θαύμα ακόμα, τί νομίζεις, Πανάγο; Έπειτα, πώς θέλεις να κάμη ο Χριστός καλόν καιρό, αφού άλλες χρονιές έκαμε και ημείς από αμέλεια δεν πήγαμε να τον λειτουργήσουμε;»
Όλοι οι παρόντες ηκροάσθησαν εν σιωπή την σύντομον και αυτοσχέδιον ταύτην διδαχήν του παπά. Η θειά το Μαλαμώ έσπευσε να είπη:
«Αλήθεια, παπά μ’ , δεν είναι κάλο πράμα αυτοδά, θα πώ, ν’ αφήνουν τόσα χρόνια τώρα το Χριστό
αλειτούργητο την ημέρα της Γέννας του. Για τούτο θα μάς χαλάσ’ κι ου Θεός!»
«Κι είχαμε κάμει κι ένα τάξιμο πέρυσι το Δωδεκαμερο — αλήθεια, παπαδιά;» είπεν αίφνης στραφείς προς την συμβίαν του ο ιερεύς.
Η παπαδιά τον εκοίταξεν ως να μην ενόει.
«Όπου ήταν άρρωστος αυτός ο Λαμπράκης» επανελαβεν ο ιερεύς, δεικνύων τον δωδεκαετή υιόν του. «Θυμάσαι το τάμα πού κάμαμε;»
Η παπαδιά εσιωπα.
«Έταξες, αν γλυτώση, να πάμε σα μπροστά να λειτουργήσουμε το Χριστό, την ημέρα της εορτής του».
«Το θυμούμαι» είπε σείουσα την κεφαλήν η παπαδιά.
Τώ όντι, ο μόνος υιός του παπά, ο δωδεκαετής Σπύρος, ον αυτός απεκάλει ειρωνικώς και θωπευτικώς Λαμπράκην, ένεκα της άκρας ισχνότητος και αδυναμίας, εξής έφεγγεν οιονεί το προσωπάκι του, είχε κινδυνεύσει ν αποθάνη πέρυσι τάς ημέρας των Χριστουγέννων. Η παπαδιά, ήτις ήγγιζεν ήδη το πεντηκοστόν και τον είχε μόνον και υστερόγονον, κατόπιν τεσσάρων επιζώντων κορασιών, ών αι δυο πρώται ήσαν υπανδρευμέναι ήδη, και μετά οκτώ γέννας, ών αι δυο δίδυμων, και πέντε θανάτους, η παπαδιά είχε τάξει, αν εγλύτωνε το αγόρι της, να υπάγη του χρόνου να λειτουργήση τον Χριστόν. Το ενθυμείτο και το εσυλλογίζετο προ ημερών, και απ’ αρχής της ομιλίας του παπά αυτό μόνον εσκέπτετο. Αλλ έβλεπεν ότι εφέτος θα ήτο δυσκολωτατον, φοβερόν, ανήκουστον τόλμημα, ένεκα του βαρέος χειμώνος, και εφρόνει ότι ο Χριστός θα ήτο συγγνώμων και θα παρεχώρει νέαν προθεσμίαν. Εν τούτοις, γνωρίζουσα την συνήθη τακτικήν του παπά, ως και την ισχυρογνωμοσυνήν τού, απεφάσισεν ενδομύχως να μή αντιλέξη. Και ου μόνον τούτο, αλλά και άλλο τί ηρωίκωτερον και εις πολλούς απίστευτον όπου αποφασίση να υπάγη ο παπάς, να υπάγη κι αύτη μαζί του. Ήτο γυνή δειλοτάτη, αλλά μόνον ενόσω ευρίσκετο μακράν του παπά. Όταν ήτο πλησίον του παπά της, ελάμβανε θάρρος, η καρδία της εζεσταίνετο και δεν εφοβείτο τους κινδύνους. Εάν τυχόν ανεχώρει ο παπάς χωρίς αυτής, να υπάγη εις το Κάστρον, η καρδούλα της θα έτρεμεν ως το πουλάκι το κυνηγημένον. Αλλ εάν την έπαιρνε μαζί του, θα ήτο ησυχωτάτη. Η μεγάλη κόρη, η εικοσαέτις το Μυγδαλιώ, ενόησεν αμέσως τα τρέχοντα, και ήρχισε, παρά το πλευρόν της μητρός της καθημένη, πλησίον της εστίας, να ολολύζη ταπεινή τη φωνή εις το ούς της μητρός της:
«Πού θα πάτε, θα πώ; Παλαβώσατε, θα πώ; Με τέτοιον καιρό! να πάτε στο Κάστρο; Ώχ, καημένη. Τί να γίνω;»
Η νεώτερα κόρη, η δεκαεξαέτις το Βασώ, αρχίσασα και αύτη να εννοή, υπεψιθύρισε:
«Τί λέει; Θα πάνε στο Κάστρο; Κι άρχισες τα κλάματα! Μουρλάθηκες; Σιώπα, θα με πάρουν κι εμέ μαζί. Θα με πάρετε, μά;»
«Σούτ! Λ’ φάξτε!» είπεν αυστηρώς η παπαδιά. «Τί τρέχει;» είπεν η θειά το Μαλαμώ, ακούσασα
τους ψιθυρισμούς εκείθεν της εστίας.
«Τίποτε, Μαλαμώ» είπε με αυστηρόν βλέμμα ο παπάς. «Ησύχασε, Πανάγο» είπε, στραφείς προς τον γείτονα τον μαραγκόν, ευρών εύσχημον τρόπον να τον αποπέμψη, «δέν πάς, να ‘χης την ευχή, να πής του μπαρμπα-Στεφανή του Μπέρκα να ρθή από δω; Τόνε θέλω να τ’ πώ».
Ο Πανάγος ο μαραγκός ηγέρθη, υψηλός, μεγαλόσωμος, ολίγον κυρτός, τινάαξας τα σκέλη του.
«Πηγαίνω, παπά» είπε. «Θέλω κι εγώ να πάω να ιδώ μή μο’ χή τίποτα η Παναγαινα για να φαμ’ απόψε».
«Πήγαινε να του πής πρώτα, κι ύστερα γυρίζεις και τρώτε». «Η ευχή σας. Καληνυχτά, παπαδιά». Και εξήλθε.
«Τί λέει, θα πώ» είπεν η θειά το Μαλαμώ μετά την αναχώρησιν του Πανάγου, «θά πάς στο Κάστρο, παπά;»
«Να ιδούμε τί θα μάς πή κι ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπερκας». «Ιγω, ενας-ίμ» είπεν η θειά το Μαλαμώ, «α’ θε πάς, έρχουμι». «Κι ιγώ» είπεν η παπαδιά.
«Δεν είναι για να ρθης εσύ, παπαδιά» είπεν ο ιερεύς. «Φτάνει πού θα κακοπαθησω εγώ. Δεν πρέπει να λείψουμε κι οι δυο απ το σπίτι».
«Ίγω το καμα του τάμα» είπεν η παπαδιά.
«Μα αν πάω εγώ, το ίδιο είναι».
«Δεν είμαι ήσυχη, αν δεν είμαι κουντά σου, παπά μ’ » είπεν η παπαδιά.
«Κι ημάς, πού θα μάς αφήσετε!» έκραξε με δάκρυα εις τους οφθαλμούς το Μυγδαλιω.
«Σιωπά, καημένη» είπε το Βάσω. «Θα με παρ’ νέ κι εμένα μαζί, σιωπά!»
«Ναί, εσενά σ’ φαίνεται πώς εισ’ ακόμα μικρή, χαδούλα μ’ ! Γιατί ετσ’ σ’ εμάθανε. Δε φταίς εσύ!» είπε το Μυγδαλιώ, εκχύνουσα την ενδόμυχον ζηλειαν της επί τη τύχη της αδελφής της, ήτις, ως μικρότερα, δεν είχε κρυφθή ακόμη, ήτοι δεν απειργετο της κοινωνίας ως αι προς γάμον ώριμοι, και απελαυε σχετικής τίνος ελευθερίας.
Ο μικρός Λαμπράκης είχε πέσει επί τον τράχηλον της μητρός του.
«Θα με πάρετε κι έμενα μαζί, μάννα;» εψιθυρισε περιπτυσσομενος τον λαιμόν της.
«Τί λές, χαδουλη μ’ ! Τί λές, πιδί μ’ » απήντησε φιλούσα αυτόν η παπαδιά. «Εγώ, αν πάω, για σένα θα πάω, γυιέ μ’ , κι αν απομείνω, για σενα θ’ απομείνω, γυιόκα μ’ , για να μην κρυώσης. Όπως αποφασίση ο παππας σ’ , μικρό μ’ . Τώρα, σύρ’ να πής την προσευχή σ’ και να κάμης μετάνοια ‘τ παππάσ’ , να πλαγιάσης, για να μή μαργώνης, κανάρι μ’ ! » «Ναί, θα πάς, αμ’ δε θα πάς!» έκραξε το Μυγδαλιώ, απαντώσα εις εν ρήμα της μητρός της.
«Σιωπάτε! Ακόμα δεν αποφασίσαμε τίποτε, κι εσηκωσατ επανάσταση» είπεν ο παπάς. «Να ιδούμε τί θα μάς πή κι ο μπαρμπα-Στεφανης».
Είτα στραφείς προς την παπαδιά: «Μάς φέρανε τίποτε λειτουργίες, μπαριμ» Η παπαδιά έδειξε διά του βλέμματος, σκεπασμένας με ραβδωτήν διχρουν σινδόνα, τάς ολιγας προσφοράς, όσας ειχάν φέρει εις την οικίαν του ιερέως τινές των ενοριτισσών, μελλουσαι να μεταλαβώσι τη επαύριον, παραμονή των Χριστουγέννων. Η θειά το Μαλαμώ τάς είχεν ιδεί προ πολλού, και προσεπάθει να τάς ξεσκεπάση οιονεί με τάς ακτίνας του βλέμματος, να μαντεύση ως πόσαι να ήσαν.
«Μάς βρίσκεται και τίποτε παξιμάδι;» ηρώτησε πάλιν ο ιερεύς.
«Θα έμεινε κάτι ολίγο απ της Παναγίας. Όλο το Σαρανταήμερο ζυμώνομε κι τρώμε απ τα βλογούδια» είπεν η πρεσβύτερα.
Βλογούδια ήσαν οι μικροί σταυροσφράγιστοι αρτισκοι, οι προσφερόμενοι υπό των ενοριτών εις τους οίκους των ιερέων κατά το Σαρανταήμερον. Αντί όμως αρτίσκων, αι περισσοτεραι* ενορίτισσαι κατά τους τελευταίους χρόνους επροτίμων να προσφέρωσιν απλούν άλευρον, και διά τούτο η παπαδιά είπεν ότι «εζύμωναν απ’ τα βλογούδια».
Βήμα ηκούσθη εις τον πρόδομον. Ηνοιχθη η θύρα και εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπέρκας, υψηλός, στιβαρός, σχεδόν εξηκοντούτης, με παχύν φαιόν μύστακα, με σκληρόν και ηλιοκαές δέρμα, φορών πλατύν κούκκον και καμιζόλαν μάλλινην βαθυκυανον, με το ζωνάρι κόκκινον, δυο πιθαμές πλατύ. Κατόπιν τούτου εφανη και άλλη μορφή, ορθή ιστάμενη παρά την θύραν. Ητο ο Πανάγος ο μαραγκός, όστις, αν και ειχεν αφήσει την καλήν νύκτα, ειπών ότι θα μετέβαινεν οίκαδε να δειπνήση, ουχ ήττον, κεντηθείσης, φαίνεται, της περιεργείας του να μάθη τί τον ήθελαν τον μπαρμπα-Στεφανή τον Μπέρκαν, ανέβη και πάλιν εις την οικίαν του παπά.
«Καπετάν Στεφανή» είπεν ο ιερεύς, «τί λές, μ αυτόν τον καιρό μπορεί κανείς να πάη στο Κάστρο με τ βάρκα, από στχβετ;»
«Από Στάβετ; Με τ’ βάρκα; Στο Κάστρο;» ηκούσθη από της θύρας ως καινή τις πρωθύστερος και ανάστροφος ερωτηματική ηχώ.
΄Ητο ο μαστρο-Πανάγος ο μαραγκός, με την κεφαλήν προέχουσαν εις το ανώφλιον, με την μίαν πλευρά οιονεί κολλημένην επί του παραστάτου.
Αλλ’ ο μπαρμπα-Στεφανης, μόλις ηκουσε την ερώτησιν του ιερέως, και χωρίς να σκεφθή πλέον του δευτερολέπτου, με την χονδρήν, ταχείαν κι εμπερδεμενην προφοράν του, ανέκραξε:
«Μπράβο, μπράβο! Ακούς, ακούς! Στο Κάστρο; μετά χαράς! Όρεξη να χης, όρεξη να χης, παπά!»
«Να άνθρωπος!» είπεν ο παπάς. «Έτσι σε θέλω, Στεφάνη! Τί λές, είναι κίνδυνος;»
«Κίντυνος, λέει; Ντίπ καταντίπ, καθολ’ ! Εγώ σας παίρνω απάνου μ’ , παπά. Μοναχά πώς μπορεί να κρυώσετε, τίποτε άλλο. Θα ρθή κι η παπαδιά, θα ρθή κι άλλος κόσμος, πολύς κόσμος; Η βάρκα είναι μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει κι τριάντα νοματοι, κι σαράντα νοματοι, κι μ ουλές τις κουμπχνιές σάς, με τα σεγίχ σας, με τα πράματά σας. Κι η φουρτούνα τώρα, κατάλαβες, όσο πάει κι πεφτ . Ταχιά θα χουμε καλωσυνη, μπονάτσα, κάλμα. Όλο κι καλωσ νεύει, νά, τώρα καλωσύνεψε!»
Ως διά να ψεύση την διαβεβαίωσιν του γέροντος πορθμέως, οξύς συρριγμος παγερού βορρά ηκουσθη, σείων τα δένδρα του κήπου και τους ξυλοτοίχους του μαγειρείου επί του σκεπαστού εξωστου της οικίας, αι ύελοι δε και τα παράθυρα απήντησαν διά γοερού στεναγμού.
«Νά, ακούς; Καλωσύνεψε!» είπε καγχάζων θριαμβευτικως ο μαστροΠανάγος.
«Σιωπά εσύ, δεν ξερ ς εσύ» ανεκραξεν ο Στεφάνης. «Εσύ ξερ ς να πελεκάς στραβόξυλα και να καρφώνης μαδέρια. Αύτη είναι η στερνή δύναμη της φουρτούνας, είναι αέρας πού ψ χομαχαει. Αύριο θα μαλακωσ ο καιρός, σάς λέω εγώ. Μπορεί να χουμε ακόμα και καμμία μικρή χιόνια, δε σας λέω, μα ημεις, από στχβετ, ανάγκη δεν έχουμε».
«Και σαν τόνε γυρίση στο μαΐστρο;» επεμεινεν ο μαραγκός.
«Κι χωρίς να τόνε γυρίση στο μαΐστρο, εγώ σ λέω πώς απ την Κεχριά κι εκεί θεν έχουμε θχλχσσιτσχ» είπε τριβών τάς χείρας ο Στεφάνης. «Αυτά είναι χποθσχλχσιες και δε λείπουν, κατάλαβες, κι ο κόρφος μπουκάρει ολοένα, κι ούλο στρίβει. Μα δε μας πειραζ ημας αυτό. Εγώ σας παίρνω απάνου μ , ο Στεφάνης σας παίρνει απαν τ !»
«Μπράβο, Στεφανή, τώρα μ έκαμες ν αποφασίσω. Ήπιες ρακί; Τράβα κι άλλο ένα» είπεν ο παπάς. «Έχω πιεί πέντ εξ ως τώρα, έτσι να χω την ευχή σ , παπά».• «Πιέ κι άλλο ένα να γίνουν εφτά».
Ο μπαρμπα-Στεφανής ερρόφησε γενναίαν δόσιν εκ της μικράς φιάλης, της πάντοτε κενουμένης και ουδέποτε στειρευούσης, του ιερατικού μελάθρου.
«Είσαστ έτοιμοι, είσαστ έτοιμοι;» είπεν ακολούθως. «Πήρες τα ιερά σ’ , παπά, τα χαρτιά σ’ ούλα, τα χεις έτοιμα; Έχετε τίποτε πράματα να σάς κουβαλήσω, για να μαστ ασένιο;»
«Από τώρα;» είπεν ο παπα-Φραγκούλης. «Από τώρα! Τί λές; Να είμαστ’ απρόντο, παπά. Εγώ στες δυο θα ρθω να σάς φωνάξω, κι εσείς να είσαστ’ αλέστα. Διάβασε τί θα διαβάσης, παπά, κι στες τρεις να μπαρκάρουμε».
«Εγώ θα είμαι ξυπνητός απ τη μία» είπεν ο ιερεύς, «γιατί έχω το ξυπνητήρι μου. Κι έπειτα, είμαι μοναχός μου ξυπνητήρι. Μα στες τρείς, είναι πολύ νωρίς. Να χαράξη, Στεφάνη, και να μπαρκάρουμε».
«Στες τρείς, στες τέσσερες, παπά, για να μην πέση ο αέρας, να τον έχουμε πρύμα ως τες Κουκ’ ναριές, να χουμε μέρα μπροστά μας. Από κεί ως το Μανδράκι κι ως τον Ασέληνο, τραβούμε σιγά σιγά με το κουπί. Από κεί ως τις Κεχρεές κι ως την Άγια Ελένη, θα μάς παίρνη αγάλι αγάλια με το πανάκι. Κι απ την Άγια Ελένη κι εκεί, αν δεν μπορέσουμε να μ’ ντάρουμε…»
«Έ, ύστερα;»
«Εγώ θαλασσώνω και βγαίνω στη στεριά, και σάς τραβώ με την μπαρούμα ως τον Άη Σώστη».
Εκάγχασαν όλοι προς τον αστεϊσμόν του απλοϊκού ναύτου, ο δε παπάς, όστις εφοβείτο και αυτός την τροπήν του ανέμου εις το μέρος περί ού ο λόγος, παρετηρησε προς παραμυθίαν των ακροατών:
«Μα εγώ λέω ότι θα μπορέσουμε στεριά να τραβήξουμε στην ακρογιάλια, τον κρεμνα τον ανήφορο. Όσο ψηλά κι αν το στοίβαξε το χιόνι στα βουνά, στες ακρογιαλιές ο τόπος πατιέται».
Έμειναν σύμφωνοι, να έλθη ο λεμβούχος να τους δώση είδησιν εις τάς τρεις διά να ετοιμασθούν, και εις τάς τεσσάρας να εκκινήσωσιν. Ο παπα Φραγκούλης διέταξε να τεθώσιν εις σάκκους αι προσφοραί, όσας είχε, και τινά δίπυρα, και εις δυο μεγάλα κλειδοπινάκια έθεσεν ελαίας και χαβιάρι. Εγέμισε δυο επταόκαδους φλάσκας με οίνον από την εσοδείαν του. Ετύλιξεν εις χαρτιά δυο η τρία ξηροχτάποδα, και μικρόν κυτίον το εγέμισεν ίσχαδας και μεγαλόρραγας σταφίδας. Τα δυο παπαδοκόριτσα, με τα παράπονα και τους γογγυσμούς της η μία, με τους κρύφιους γέλωτας και την ελπίδα της συμμετοχής του ταξιδιού η άλλη, έβρασαν όσα αυγά είχαν, έως τεσσάρας δωδεκάδας, και τα έθεσαν εις τον πάτον ενός καλαθιού, το οποίον απεγέμισαν είτα με δυο προσφορά τυλιγμένα εις οθονας, με κηρία και με λίβανον. Προσέτι ο παπα-Φραγκούλης είχε παρακαλέσει τον μπαρμπα-Στεφανην να περάση από τα σπίτια δυο εμποροπλοιάρχων φιλών του, εκ των παραχειμαζόντων με τα πλοία των εις τον λιμένα, να τους παρακαλέση εκ μέρους του να του στείλουν, αν τους ευρισκετο, ολίγον κρέας σάλαθο, εξ εκεινού το οποίον μαγειρεύουν εις τα πλοία τα εκτελούντα μάκρους πλούς. Εκείνοι φιλοτιμηθέντες έστειλαν δυο μεγάλα τεμάχια, έως πέντε οκάδας τα δυό. Όλας ταύτας τάς προμήθειας έκαμνεν ο παπάς προβλεπτικώς διά τους αποκλεισθέντας εις το βουνόν από την χιονα, περί ων έγινε λόγος εν άρχη, καθώς και δι εαυτόν και τους μεθ’ εαυτού συνεκδημήσοντας προσκυνητάς, καθ όσον ενδεχόμενον ήτο να θυμώση και πάλιν ο καιρός και να τους κλείση ο χειμών εις το Κάστρον, αν εν τοσούτω έμελλον να φθάσωσιν εις το Κάστρον σώοι και υγιείς. Πριν κατακλιθή, ο παπα-Φραγκούλης έστειλε μήνυμα εις τον συνεφημέριόν του τον παπα-Αλέξην, όστις άλλως ήτο και ο εφημέριος της εβδομάδος, ότι δεν θα ήτο συλλειτουργός την επιούσαν, παραμονήν των Χριστουγέννων, εν τώ ενοριακώ ναώ, καθ όσον απεφάσισε, συν Θεώ βοηθώ, να υπάγη να λειτουργήση τον ναόν του Χριστού εις το Κάστρον. Είχαν πάρει είδησιν αφ’ εσπέρας δυο τρεις ενορίτισσαι, γειτόνισσαι του παπά, διότι ο Πανάγος εξέλθων ανεκοίνωσε το πράγμα εις την γυναίκα του, και αύτη το διηγηθή εις τάς γειτόνισσας. Επίσης και η θειά το Μαλαμώ εστάλη να φέρη είδησιν εις τον κύρ Αλεξανδρην τον ψαλτην, μεθ ο εξελθούσα έσπευσε να προσηλύτιση δυο η τρεις πανηγυριστάς και άλλας τόσας προσκυνήτριας. Όταν έμελλον να επιβιβασθώσιν, ευρέθησαν δεκαπέντε άτομα. Η απόφασις του παπά και η γενναιότης του μπαρμπα-Στεφανη, μετά την πρώτην έκπληξιν, ενέβαλε θάρρος εις άνδρας και γυναίκας. Ήσαν δε όλοι εξ εκεινών, οίτινες συχνά τρεχουσιν, άρρητον ευρίσκοντες ηδονήν, εις πανηγύρια και εις εξωκκλησια. Ησαν ο παπα-Φραγκούλης μετά της παπαδιάς, της Βάσως και του Σπυρου, ο μπαρμπα-Στεφανης μετά του δεκαεπταετούς υιού, όστις ήτο και ο ναύτης του, η θειά το Μαλαμώ, ο κύρ Αλεξανδρης ο ψάλτης, τρεις άλλοι πανηγυρισται και τεσσάρες προσκυνήτριαι. Την τελευταίαν στιγμήν προσετέθη και δέκατος εκτός. Ούτος ήτο ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο αδελφός του Αργυρή, του αποκλεισμένου από τάς χιονας. Ήλθεν εις την αποβάθραν με σακκον πλήρη τροφίμων και με αλλά τίνα εφόδια διά την εκδρομήν. Ιδών αυτόν ο ιερεύς:
«Πώς το έμαθες, Βασίλη;» του λέγει.
«Το έμαθα, παπά, απ το μαστροΠανάγο το μαραγκό».
«Τί ώρα και πού τον είδες;»
«Κατά τάς δέκα τον ηυρα εις το καπηλειό του Γιάννη του Μπουμπούνα. Είχε φάει ψωμί κι εβγηκε να πιή δυο τρία κρασιά με το ισναφι. Έλεγε πώς αποφασίσατε να πάτε στο Κάστρο, και σάς εκατακρινε για την τόλμη. Μα εγώ το χάρηκα, γιατί ανησυχώ για κείνον τον αδερφό μου, και θέλω να ρθω μαζί σας, αν με παίρνετε».
«Ας είναι, καλώς να ρθης» είπεν ο ιερεύς.
Εξέπλευσαν. Εστράφησαν προς το μεσημβρινοδυτικον του λιμένος, κι έβαλαν πλώρη το ακρωτήριον Καλαμάκι. Ο άνεμος ήτο βοηθητικός και ο πλούς ευοίωνος ηρχιζε. Ναί μέν εκρυωναν πολύ, αλλ ησαν όλοι βαρεως ενδεδυμε•νοι. Ο παπάς εκαθισεν εις το πηδάλιον φορών την γουνάν του. Η πρεσβύτερα είχε το σάλι της το διπλό, η θειά το Μαλαμώ είχε το βαρύ γουνάκι και την κουζουκά της. Ο μπαρμπα-Στεφανης ήτο με την νιτσεράδα του, με τον κηρωτον πίλον του, με τον ιμάντα δεδεμενον υπό τον πώγωνα, με τα μακρά πτερύγια σκεπαζοντα τα ώτα, και ο υιός του Σπύρος, ο καλούμενος κοινώς το Μπερκάκι, με τάς πρεκνάδας και με τάς βούλλας εις το πρόσωπον, ήτο με τα μανίκια της μάλλινης καμιζόλας του ανασφουγγωμένος ως τους αγκώνας. Ευτυχώς δεν εχιόνιζεν, αλλ ο άνεμος ήτο παγερός. Αίθριος ο ουρανός, σταυρωμένος από τον βορράν. Η σελήνη ήτο εις το πρώτον τέταρτον και είχε δύσει προ πολλού. Τα άστρα έτρεμαν εις το στερέωμα, η πουλιά εμεσουρανει, ο γαλαξίας έζωνε τον ουρανόν. Ο πήχυς και η άρκτος και ο αστήρ του πόλου έλαμπαν με βαθείαν λάμψιν εκεί επάνω. Η θάλασσα έφρισσεν υπό την πνοήν του βορρά, και ηκουοντο τα κύματα πλήττοντα μετά ρόχθου την ακτήν, εις ην μελαγχολικώς απήντα ο φλοίσβος του ύδατος περί την πρώραν της μεγάλης και δυνατής βάρκας. Έκαμψαν το Καλαμάκι και ακόμη δεν είχε χαράξει. Ήρχισε μόλις να γλυκοχαράζη πέραν της αγκάλης του Πλατάνια. Έφεξαν εις τον Στρουφλια, αντίκρυ του τερπνού και συνηρεφούς δάσους των πιτυων, εξ ου η θέσις ονομάζεται Κουκουναριές. Τότε οι επιβάται είδον αλλήλους υπό το πρώτον λυκόφως της ημέρας, ως να έβλεπαν αλληλους πρώτην φοράν. Πρόσωπα ώχρα και χείλη μελανά, ρίνες ερυθραι και χείρες κοκκαλιασμεναι. Η θειά το Μαλαμώ ειχεν αποκοιμηθή δίς ήδη υπό την πρύμνην, όπου εσκεπε το πρόσωπόν της με την μαύρην μανδηλαν ως την ρίνα, με την ρίνα σχεδόν ως τα γόνατα. Ο κύρ Αλεξανδρής είχε πάρει δυο τροπάρια παραπλεύρως αυτής, ονειρευόμενος ότι ήτο ακόμη εις την κλίνην του και απορών πώς, αύτη εκινείτο ευρυθμως ως βρεφικόν λίκνον. Ο υιός του παπά, ο Σπυρος, έκαμνε συχνές μετάνοιες, και όσον αίμα είχεν, είχε συρρεύσει όλον εις την ρίνα του, ήτις ήτο και το μόνον όρατον μέλος του σώματός του. Η παπαδιά, εν τη ευσεβεί φιλοστοργία της, είχε κρίνει ότι ωφειλε να τον πάρη μαζί, αφού δι αυτόν ήτο το ταξιμον. Τον απέσπασεν αποτομως της κλίνης, τον ένιψε και τον ενέδυσε με δίπλα υποκάμισα, δυο φανελλας, χονδρόν μάλλινον γελέκιον, διπλούν σακκάκι κι επανωφόρι, και περιετύλιξε τον λαιμόν του με χνοωδες όλομαλλινον μανδήλιον, ποικιλοχρουν και ραβδωτόν, μακρόν καταπίπτον επί το στερνόν και τα νώτα. Τώρα, παρά την πρύμνην, αριστεροθεν του παπά καθημένη, αριστερά της είχε τον Σπυρον, και ζητούσα αυτομάτως να ψηλαφήση τους βραχίονας και το στήθος του, δεν εύρισκε σχεδόν σάρκα υπό την βαρείαν σκευήν, δι ής είχε περιχαρακώσει τον υιόν της. Ο παπάς, όστις δεν είχεν αποβάλει την φαιδρότητά του, ουδ’ έπαυε ν’ ανταλλάσση αστεϊσμούς και σκώμματα με τον μπαρμπα-Στεφανήν, στρεφόμενος προς αυτήν ενίοτε της έλεγε:
«Νά, γι αυτόνε το Λαμπράκη, το γυιό σου, τα παθαίνουμε αυτά, παπαδιά».
«Και τί πάθαμε, με τ δυναμ τ Θεού;» απηντα η παπαδιά, ήτις, κατά βάθος, πολύ ανησυχεί με αυτό το παράτολμον ταξιδιον. Ευτυχώς, η παρουσία του παπά της έδιδε θάρρος.
«Δε μ λές, παπαδιά» είπε με την τραχείαν φωνήν του ο μπαρμπα-Στεφανης, θελησας ν αστείσθη και με την πρεσβυτέραν, «δέ μ λές, γιατί λένε: Κυρι ελέησον, παπαδιά! πέντε μήνες δυο παιδιά»;
«Γιατί, μαθές, το λένε;» απήντησε χωρίς να πειραχθή η πρεσβύτερα. «Πάρε παράδειγμα από μενα. Οχτώ γέννες, δέκα παιδιά».
«Θα πή, το λοιπόν, πώς οι παπαδιές είναι πολύ καρπερές. Μα γιατί;»
«Γιατί οι παπάδες δε λείπουν χρονοχρονικης από κοντά τούς» είπεν η θειά το Μαλαμώ.
«Νά, το Μαλαμώ πάλι το κατάλαβε» είπεν ο παπάς, «δέν σάς το λεγα εγώ; Εσύ κι ο εξάδερφός σου ο Αλεξανδρης» — εννοών τον ψαλτην — «έχετε μεγάλον νού».
Ο παπάς δεν έπαυε ν αστεΐζεται με όλας τάς εν τώ πλοιαρίου ενορίτισσάς του. Εις την μίαν έλεγε: «Μα κείνος ο Θοδωρής» —εννοών τον άνδρα της— «κοιμάται όταν τα φτιάνη αυτά τα παιδιά;» Εις την άλλην: «Μα δεν είναι καμμία πού να μή θέλη παντρειά! Εγώ έχω στεφανωμένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπαν από διακόσια ανδρόγυνα, και καμμία δεν ευρεθή να πή πώς δεν θέλει!»
Αλλά το κυριωτερον θύμα του παπα-Φραγκούλη ήτον ο Αλεξανδρής ο ψάλτης. Έξαφνα τον ηρώτα:
«Δε μου λές, Αλεξανδρή, τί θα πή, τώρα, στην καταβασία των Χριστουγέννων, ο ανυψώσας το κέρας ημών’; Ποιός ειν’ αυτός ο ανυψώσας;»
«Νά, ο ανιψιός σας» απήντα ο κύρ Αλεξανδρής, μή εννοών άλλως την λέξιν.
«Και τί θα πή ‘ σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών;» ηρώτα πάλιν ο παπάς.
«Νά, σκύλα Βαβυλών» απήντα ο ψάλτης, νομίζων ότι περί σκύλας πράγματι επρόκειτο.
Ταύτα ελεγοντο ενόσω ήτο υπήνεμος η βάρκα, με τάς κώπας βραδυπορούσα, δεξιόθεν παραπλέουσα τον Αναγυρον και τον Ασέληνον, αριστεροθεν πελαγωμένη αντίκρυ των Τρίκερων και του Αρτεμισίου. Ο παπα-Φραγκούλης εκάθητο κυβερνών εις το πηδάλιον, οι άλλοι εβοήθουν εις την κωπηλασίαν. Και αυτός ο κύρ Αλεξανδρής, αν και ατζαμής περί τα ναυτικά πράγματα, ησθάνθη την ανάγκην να κωπηλατήση διά να ζεσταθή. Κι η θειά το Μαλαμώ εκωπηλατησε σχεδόν επί ημισείαν ώραν. Ευτυχώς, αν και εκρύωναν όλοι, και αι ψυχραί ριπαί αι κατερχομεναι από των χιονοφορτων ορεων εξυριζον τα ώτα και τους λαιμούς τών, ειχον όμως τους πόδας θερμούς, το ευεργετικόν τούτο αποτέλεσμα της γειτνιάσεως του πόντου. Ο ήλιος είχε προβάλει από τα σύννεφα επ ολιγας στιγμας («ήλιος με τα δόντια γριά με τα χταπόδια!» ανεκραξεν ο Λαμπράκης) διότι, ενώ την νύκτα ηθρίαζε κι εγίνετο «ο ουρανός καντήλι», την ημέραν συνηγοντο πάλιν τα νέφη, και ο βορράς εφαινετο υποχωρών εις τον απηλιωτην, ως να ηπειλείτο βροχη• αλλά μόλις επροβαλε, κι εφανη ως να έβλεπε ποιά ήτο η υψηλότερα και εγγύτερα κορυφή εκ των κατάλευκων ορεων ολόγυρα, η του Πηλίου ή η του Όθρυος, διά να σπεύση το ταχύτερον να κρυφθή. Αλλά τα νέφη σωρευθέντα πάλιν τον απήλλαξαν του κόπου τούτου. Η ακριβής απόστασις από του μεσηβρινου λιμένος έως το βορεινοτερον άκρον της νήσου, όπου επλεον, θα ήτο ως δέκα ναυτικών μιλιών. Ο παπάς εβλεπεν ότι ηθελον νυκτώσει, πριν φθασωσιν εις το Κάστρον. Ήτο μεσημβρία ήδη, και δεν έφθασαν ακόμη εις την Κεχρεαν, την ωραίαν μελαγχολικήν κοιλάδα με τάς ελαιοφύτους κλιτύς, με τον Αραδιαν, τον πυκνόν όρυμωνά τής, με το ρεύμα και τάς πλάτανους και τους νερόμυλούς της. Όταν έφθασαν εις την Κεχρεαν, συνέβη εκείνο το όποιον ο μέν κακομαντις Πανάγος προελεγεν, ο δε Στεφάνης δεν ηγνοει, και ο παπα-Φραγκούλης προεβλεπεν. Είτε τροπή εις τον μαίστρον ήτο, είτε αποθαλασσια και μπουκάρισμα του κόρφου, τα κύματα ηρχισαν να ογκούνται καταπρωρα του μικρού σκάφους, και η βάρκα με το λευκόν πανιόν της, και με τον φλοκκον και την αντεννά τής, ηρχισε να σκιρτά επί των κυμάτων, όμοια με Ελληναλβανον χορευοντα ηρωικούς χορούς, με τον λευκόν χιτώνα ανεμίζοντα, με τον ένα βραχίονα τριγωνοειδή εις την μέσην, με τον άλλον υψιτενή και παίζοντα τα δάκτυλα. Αι γυναίκες ηρχισαν να δειλιώσιν. Η θειά το Μαλαμώ ηώτα τον παπά αν δεν ήτο καλόν ν αποβιβασθώσι και ανελθωσιν εις την Παναγίαν την Κεχρεαν να λειτουργησωσιν, όπως εορτασωσιν εκεί τα Χριστούγεννα. Ο κύρ Αλεξανδρης, ζαλισθείς, εζαρωσεν εις μίαν γωνιάν, και οι άλλοι επιβαται μεγάλως ανησυχούν. Μόνον δυο άνδρες δεν εδειλίασαν, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο παπα-Φραγκούλης.
Εις των επιβατών επροτεινε ν αραξωσι προσωρινώς εις την Κεχρεάν, έως ότου κοπάση ο άνεμος. Ο
Στεφάνης και ο ιερεύς συνεννοούντο διά νευμάτων. Απείχον ακόμη από το Κάστρον υπέρ τα τρία μίλια. Δυο μέσα ηδυναντο να δοκιμασωσιν, αν τα εύρισκον τελεσφόρα• η να συστειλωσι τα ιστία και να προχωρησωσι με τάς κωπας, καταφρονούντες τον αφόρητον, διά τάς γυναίκας μάλιστα, σάλον, περιβρεχόμενοι από τα θραυόμενα και εισπηδωντα εις το σκάφος κύματα, ριγούντες και δεινως πάσχοντες, η ν αποβιβασθωσιν εις την ξηράν και να δοκιμασωσιν αν θα εύρισκον όρομισκον τινά, δχί πολύ πλακωμένον από την χιονα, ώστε να είναι βάτος εις ανθρώπους. Πτυαρια και αξίνας δυο τρεις είχε πάρει μαζί του ο Βασίλης της Μυλωνούς, προβλέπων ότι ίσως θα εχρησιμευον διά ν άνοιξη όρομον προς ανεύρεσιν του αποκλεισμένου αδελφού του. Ο παπα-Φραγκούλης απεφανθη ότι, αφού εξ άπαντος θα ενυχτωναν, καλλιον θα ήτο να δοκιμασωσι το πρώτον, διότι κέρδος θα ήτο, είπεν, όσον ολίγον και αν ηδυναντο να προχωρησωσι διά θαλασσής, και ύστερον θα ειχον καιρόν να καταφυγωσι και εις την δευτεραν μέθοδον. Ήδη ο ήλιος, επιφανείς ακόμη μίαν φοράν, έκλινε προς την δύσιν. Ητο τρίτη και ημισεια ώρα. Και ο ήλιος εχαμηλωνεν, εχαμηλωνε. Και η βαρκούλα του μπαρμπα-Στεφανη, με το ανθρώπινον φορτίον της, εχορευεν, εχορευεν επάνω εις το κύμα, πότε ανερχόμενη εις υγρά όρη, πότε κατερχόμενη εις ρευστας κοιλάδας, νύν μέν εις την ακμήν να καταποντισθή εις την άβυσσον, νύν δε ετοίμη να κατασυντριβή κατά της κρημνώδους ακτής. Και ο ιερεύς έλεγε μέσα του την παράκλησιν όλην, από το «Πολλοις συνεχόμενος» έως το «Πάντων προστατεύεις». Κι ο μπαρμπα-Στεφανης εστενοχωρείτο, μή δυνάμενος επί παρουσία του παπά να έκχυση ελευθερως τάς αφελείς βλασφημίας του, τάς οποίας έμασα κι έπνιγε μέσα του, υποτονθορυζων: «Σκύλιασε ο διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο! Το Μουχαμετή σού, μέσα!» Κι η θειά το Μαλαμώ, ποιούσα το σημείΟν του Σταυρού, έλεγε το «Θεοτόκε Παρθένε», κι επανελαμβανεν: «Έλα, Κ στέ μ ! Βοήθα, Παναΐα μ !» Και τα κύματα επληττον την πρώραν, επληττον τα πλευρά του σκάφους, και εισορμωντα εις το κύτος έκτυπων τα νώτα, έκτυπών τους βραχίονας των επιβατών. Και ο ήλιος εχαμηλωνεν, εχαμηλωνε. Και η βαρκούλα εκινδύνευε ν αφανισθή. Και η απόρρωξ βραχώδης ακτή εφαινετο διαφιλονεικούσα την λείαν προς τον βυθόν της θαλάσσης. Τέλος, ηρχισε να σκοτεινιάζη. Ενυκτωσεν ακριβώς την στιγμήν καθ ην θα εβλεπον αντίκρυ το Κάστρον, ού απείχον τώρα δυο ακόμη μίλια. Νέφη συσσωρευμένα προς ανατολας ημποδιζον να φανή το παρήγορον φέγγος της σελήνης. Αλλ ο άνεμος, αντί να πέση, εδυνάμωνε και αγρίευε και εθεριευε, και ο πλούς κατέστη αδύνατός του λοιπού. Δεν εβλεπον πλέον ούτε εμπρός ούτε δεξιά τίποτε, ειμη δυο δγκούς φαιούς, αμαυρούς. Ευτυχώς, ο μπαρμπα-Στεφανης εγνώριζε καλά το μέρος.
«Εδώ, εδώ είν ένα λιμανάκι, παπά, κατ απ το Πρυΐ, αποκατ απ την Άγια Αναστασία, στα Μποστάνια».
«Θυμάσαι καλά, Στεφανή;»
«Όπως ξέρς η αγιωσύνη σ τα γράμματα τσ εκκλησιάς απ οξου, παπά, έτσι κι εγώ τα ξέρω απ’ όξου όλα τα λιμανάκια, τους κάβους, κι τς αμμουδιές, όλες τις ξέρες κι τα γκριφια κι τα θαλάμια».
Καιπροσηγγισαν με πολύν κόπον και αγώνα και βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι. «Εκεί, εκεί διανασταει».
Υπήρχεν εν θαλάσσιον μάρμαρον, ως φυσική αποβάθρα, πότε καλυπτόμενον από το κύμα, πότε ανέχον υπεράνω της θαλάσσης. Την φοράν ταύτην το εκάλυπτε και δεν το εκάλυπτε το κύμα. Επλησίασαν και ησθανθησαν πάραυτα το ευάρεστον αίσθημα της παύσεως του σάλου και της προσεγγίσεως εις σκεπαστόν και ευλίμενον μέρος.
«Πάντα κατευόδιο!» είπε ποιών το σημείον του Σταυρού ο κύρ Αλεξανδρης, όστις τότε εξεζαλίσθη κι εσταθη εις τους πόδας του. Επηδησαν εις εις εξω• εξεφορτωσαν τάς αποσκευάς και ηλάφρυναν την βαρκαν. Ανάμεσα εις το μάρμαρον και εις την κρημνώδη ακτήν εσχηματιζετο μικρά αμμουδιά, όση θα ηρκει διά να σύρη αλιεύς την ψαροπουλάν τού, γυρμενην από την μίαν πλευράν επί της άμμου, και να εξαπλωθή και αυτός υπό την άλλην πλευράν να κοιμηθή θεωρών τους αστέρας.
«Τώρα να σύρουμε τη βάρκα, παπά» είπεν ο μπαρμπα-Στεφανής, «κι ύστερα οι άνδρες να φορτωθούμε όλα τα πράγματα και ν αρχίσουμε σιγά σιγά ν ανεβαίνουμε. Ας πάρουν κι οι γυναίκες δ,τι μπορούν».
«Να τώρα τί άξιζε να χα το μ λαρι μαζί μ » είπεν ο Βασίλης της Μυλωνούς. «Σου είπα, μπαρμπα-Στεφανη, να το μπαρκάρουμε, δε θέλησες».
Έσυραν την λέμβον. Ήναψαν τα δυο φανάρια πού είχαν. Ο Βασίλης έλαβε τα πτυάρια και τάς αξίνας του, και απομακρυνθείς προσωρινώς ηρχισε να κατοπτεύη πού θα εύρισκε μονοπάτι όχι πολύ πατημένον από την χιονα, ώστε να δύνανται άνθρωποι να βαδισωσιν. Από το μέρος εκείνο ως το Κάστρον, το οποίον διεκρινετο ως πελώριος αμαυρός όγκος υψηλά προς βορράν, η οδός δεν θα ήτο πλέον της ώρας, αλλ εις ην κατάστασιν ήτο τώρα ο όρομος από τάς χιονας, τις οίδεν αν θα ηρκει και το τριπλάσιόν του χρόνου όπως φθάσωσιν. Εδείπνησαν όλοι επί ποδός με διπυρα και με ελαίας και επιον ολίγον οίνον η ρακήν. Ο Βασίλης επανελθών ανηγγειλεν ότι άνευρε το μονοπάτι, πλακωμένον πολύ από την χιονα, αλλ ότι με πολύν κόπον, αν προπορευωνται δυο άνθρωποι και ξεχιονιζουν, ελπίζει να φθάσουν εις το Κάστρον το γρηγορωτερον. έως τα μεσανυκτα. Εφορτωθησαν τάς αποσκευας. Ο κύρ Αλεξανδρής έλαβε το ένα φανάρι και μία των γυναικών το άλλο. Ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του έλαβον τα πτυάρια και τάς αξίνας και προπορευόμενοι ηρχισαν να ξεχιονιζωσιν. Ο όρομισκος ανηρχετο έρπων εις τον κρημνόν κατ αρχάς, ειτα κατηρχετο εις εν παραθαλάσσιον κοίλωμα. Επάτουν προσεκτικώς, ως να εμετρούσαν τα βήματα τών. Η σελήνη ειχεν απαλλαγή των νεφών και προσεπαθει να φέξη τον όρομον με το κρυερον φώς της. Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του όρομου, απεπλανωντο κι ευρισκοντο αίφνης επί της κορυφής πελώριων βράχων, κάτω των οποίων άβυσσος ηνοιγε το στόμα της, και πάλιν κατεβαίνον με τρεμουλιαστά γόνατα, κρατούμενοι εκ των πετρών και των θάμνων. Ανείρπον εις τον κρημνόν ως μικρόν κοπαδιον αιγών αποπλανηθέν και απαγόμενον οπίσω εις την μάνδραν από τους δυο βοσκούς του, οίτινες το ανεζητησαν κρατούντες φανάρια, και μακροθεν αν τους έβλεπε τίς, ηδυνατο να τους εκλάβη ως συστρεφόμενον κρικωτον τέρας, φωσφορίζον την κεφαλήν και την ουράν, με τους δυο φανούς. Με όλον το ξεχιονισμα, το οποίον εννοεί τις ποσόν ατελώς ενηργείτο, επατουν ενίοτε σφαλερώς κι εχωνοντο ως το γόνυ και ως τον μηρόν εις την χιόνα. Επλησίαζε μεσάνυκτα όταν έφθασαν υπό την γέφυραν του Κάστρου, μισοπνιγμενοι, παγωμένοι, αλμυροί από θάλασσαν και λευκοί από χιονα, μελανιασμένοι τα χείλη, αλλά θερμοί την καρδίαν.
Εκεί επάνω, πριν διελθωσι την γέφυραν, από την σιδερόπορταν του Κάστρου ηκουσθησαν φωναίι:
«Ποιοί είστε; Ποιοί είστε;»
Και αντήχησε βαρύς ο τριγμός των εσκωριασμενων στροφέων, ως να εδοκίμαζε τις να κλείση έσωθεν την σιδηράν πύλην. Ηκουσθη δε και μικρός κρότος, ως ο της υψώσεως σκανδάλης τουφεκιού.
«Καλοί! Καλοί! Πατριώτες!» απηντησεν ο μπαρμπα-Στεφανής. «Μα εσείς ποιοί είστε;»
«Πέστε μας τα ονόματά σας!»
«Ημείς είμαστε.» ήρχισεν ο μπαρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως διά του βλέμματος εσυμβουλευετο τον παπάν.
«Μπά! αύτη είναι η φωνή τ αδερφού μου» ανεκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς. Και είτα εντεινας την φωνήν: «Αργύρη, εγώ είμαι!» εφώναξε.
«Τόσο καλύτερα… μάς έβγαλαν κι από έναν κόπο» εψιθυρισεν ο ιερεύς.
Ανέβησαν εις το Κάστρον, όπου συνηντησαν τον Αργυρήν της Μυλωνούς και τον σύντροφόν του, τον Γιαννην τον Νυφιωτην. Ούτοι εν ολιγοις διηγηθησαν πώς τους είχε κλείσει το χιόνι επάνω στο Στοιβωτο, όπου ετρυπωσαν δυο νύκτας εις μίαν σπηλιάν, και πώς την προχθές, ήτοι εις τάς 22 του μηνός, ελθόντες τους απηλευθερωσαν εκείθεν, εκτοπισαντες μεγάλους όγκους χιόνος, δυο αιγοβοσκοί, ο Γιαλής ο Κονιζάς και ο Γιώργης ο Μπάντας, οίτινες και ευρισκοντο την στιγμήν ταύτην με όλον το αιπολιον των εις το φρούριον. Το φρούριον τούτο, όπερ αλλαχού περιεγραψαμεν, ήτο γιγαντιαίος βράχος, φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γής προς τον πόντον, ως να εδειχνεν η ξηρά τον γρόνθον εις την θάλασσαν και να την προεκαλει• φοβερός, μονοκόμματος γρανίτης, αλίκτυπος, όπου γλαύκες και λάροι ηριζον περί κατοχής, διαφιλονεικουντες πού αρχίζει η κυριότης του ενός και πού σταματά η δικαιοδοσία του άλλου. Προσφιλής σκοπός του βορρά και των γειτόνων του, του καικιου και του αργεστου, ών το στάδιον ευρύ εκτείνεται αναμεσον της Χαλκιδικης, του Θερμαίκου, του Ολύμπου και του Πηλιου μεμονωμένος υψιτενης βράχος, εφ ού οι κάτοικοι εξ ανάγκης ειχον κλεισθή διά φύλαξιν κατά των πειρατών και των βάρβαρων, εγκαταλιποντες αυτόν έρημον μετά το 1821, ότε εκτίσθη η σημερινή μεσημβρινή πολίχνη. Μέχρι προ ολίγων ετών εσωζοντο ακόμη οικιαι τινές με τάς στεγας και τα πατωματά των εντός του φρουρίου, αλλά τελευταίον, η ολιγωρία των δημοτικών άρχων, ο οκνός των ανθρώπων εις το να επισκεπτωνται το Κάστρον συχνοτερα, και η ασυνειδησία ολίγων τίνων συλαγωγων, πλεονεκτών η οικοδομών, είχε καταστήσει ερειπιών σωρόν το Κάστρον. Εντεύθεν αμελησαντες και οι εφημέριοί της σημερινής πολίχνης, άφηναν από ετών ήδη αλειτούργητον τον ναόν της Χριστού Γεννήσεως, κατ αυτήν την ημέραν της εορτής. Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου. Ο ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και δχί πολύ εφθαρμένος. Ο παπα-Φραγκούλης και η συνοδεία του φθασαντες εισηλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού, και η καρδία των ησθανθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. Ο ιερεύς εψιθυρισε μετ ενδομύχου συγκινήσεως το «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου», κι η θειά το Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ στάνα της την βρεγμενην κι εφόρεσεν άλλην, στεγνήν, και το γ νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς ειχεν εις αβασταγήν καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα σάρωθρον εκ στοιβών και χαμόκλαδων και ηρχισε να σαρώνη το έδαφος του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν επιμελώς τα κανδηλια, και ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δυο μανουάλια, και παρεσκεύασαν μεγάλην πυράν με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού, όπου εσχηματίζετο μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού τοίχου, κλειόμενον υπό σωζόμενου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής, κι εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον, το σωζόμενον εντός του Ιερού Βήματος, και έθεσαν το πύραυνον εν τώ μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον λίβανον εις τους άνθρακας. Και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας. Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην κι επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημενον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τάς περικαλλείς της αρίστης Βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ μιμουμένη», όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του Θείου Βρέφους και της αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναι παρίστανται αι όψεις των αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στιλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική ελαλει, φαντάζεται τις επί μίαν στιγμήν ότι ακούει το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»!
Εν τώ μέσω δε κρεμαται ο μέγας ορειχάλκινος και πολυκλαδος πολυέλεος, και ολόγυρα ο κρεμαστός χορός, με τάς εικόνας των Προφητών και Αποστόλων, υφ ον ετελούντο το πάλαι οι σεμνοί γάμοι των χριστιανών ανδρογύνων. Και ολόγυρα αι μορφαί των Μαρτύρων, Οσιων και Ομολογητών. Ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς, οποίοι εν τώ Παραδείσω, ευθύ και κατά πρόσωπον βλέποντες, ως βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα. Μόνος ο Άγιος Μερκούριος, με την βαρείαν περικεφαλαίαν του, με τον θώρακα, τάς περικνημίδας και την ασπίδα, φαίνεται ολίγόν τι εγκαρσίως βλέπων και κινούμενος και ορών, εις τα δεξιά του ναού, εκεί όπου διατρυπά με το δόρυ του τον επί θρόνου καθήμενον ωχρόν Παραβάτην. Πελιδνός ο παράφρων τύραννος, με το βλέμμα σβήνον, με το στήθος αιμάσσον, μάτην προσπαθεί ν αποσπάση από το στέρνον του τον οξύν σίδηρον, και εξεμεί μετά της τελευταίας βλασφημίας και την μιαράν ψυχήν του. Γείτων της τρομακτικής ταύτης σκηνής παρίσταται γλυκεία και συμπαθεστάτη εικών, ο Άγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδιον, κρατούμενον εκ της χειρός υπό της μητρός του, της Άγιας Ιουλιττης. Δία δώρων και θυσιών εζητει ο διώκτης Αλέξανδρος να ελκύση το παιδιον, και διά του παιδιού την μητέρα. Αλλ ο παίς, καλών την μητέρα του και υποψελλίζων του Χριστού το όνομα, έπτυσε τον τύραννον κατά πρόσωπον, και εκείνος εξαγριωθείς εκρήμνισε το παιδίον από της μαρμαρίνης κλίμακος, όπου συνέτριψε το τρυφερόν και διά στεφάνους πλασθέν κρανίον. Και εις την χηβαδα του Ιερού Βήματος, υψηλά, εφαινετο στεφανουμενη υπό αγγέλων η των Ουρανών Πλατυτέρα. Και κατωτερω, περί το θυσιαστήριον, ίσταντο, άρρητον. σεμνότητα αποπνεουσαι, αι μορφαι των μεγάλων Πατέρων, του Αδελφοθεου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου και του Θεολόγου, και εφαινοντο ως να εχαιρον διότι εμελλον ν ακουσωσι και πάλιν τάς ευχας και τους ύμνους της Ευχαριστίας, ούς αυτοί εν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δέ, και εντός και εκτός, εικονιζετο περιτεχνως όλον το Δωδεκαορτον και τα τάγματα των αγγέλων, και η βρεφοκτονία, και οι κόλποι του Αβραάμ και ο ληστής ο επί του σταυρού ομολογήσας. Όταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισηλθον εις τον ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν τών, ώστε, αν και ησαν κατάκοποι, αν και ενυσταζον τινές αυτών, ησθανθησαν τόσον την χαράν του να ζωσι και του να εχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας τών, εις τον ναόν του Κύριου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις. Οι αιπόλοι, ευρόντες ενασχόλησιν και πρόφασιν όπως καπνιζωσι καθήμενοι, και ενίοτε όπως εξαπλωνωνται και κλεπτωσιν από κανέναν ύπνον τυλιγμένοι με τες καππες των παρά το πύρ, είχον ανάψει έξω δυο πυρσούς, τον ένα έμπροσθεν του Ιερού Βήματος, τον άλλον προς το βόρειον μέρος. Εντός του ναού η θερμότης ήτο λίαν ευάρεστος, τη βοήθεια των έσωθεν και έξωθεν πυρών. Και είχον σωρεύσει πάμπολλας δέσμας ξηρών ξύλων και κλάδων οι εκεί καταφυγοντες αιπόλοι, με τάς ολιγας αίγας και τα ερίφια τών, όσα δεν είχον ψοφήσει ακόμη από τον βαρύν χειμώνα του έτους εκεινού, οι τραχείς αιπόλοι, οίτινες είχον σώσει και τους δυο υλοτόμους εκ του αποκλεισμού της χιονος. Και ειτα ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και εψαλη η λιτή της μεγαλοπρεπούς εορτής, μεθ ο ο κύρ Αλεξανδρής ήρχισε τάς αναγνώσεις, και όσοι ήσαν νυστασμενοι, απεκοιμηθησαν σιγά εις τα στασίδια των (ά! εμελλον άρα του Προφητάνακτος οι θεσπέσιοι ύμνοι από ψαλμών να καταντήσωσιν ανάγνωσις νυστακτική, και ως ανάγνωσις να παραλειπωνται όλως, ως φορτικόν τί και παρέλκον!), βαυκαλιζόμενοι από την έρρινον και μονότονον απαγγελίαν του κύρ Αλεξανδρή. Ο αγαθός γέρων ήτο εκ του αμίμητου εκείνου τύπου των ψαλτών, ών το γένος εξελιπε δυστυχώς σήμερον. Έψαλλε κακώς μέν, αλλ ευλαβώς και μετ αισθήματος. Κανέν σχεδόν κώλον δεν έλεγεν ορθώς, ούτε μουσικώς, ούτε γραμματικώς. Πότε εν και ήμισυ κώλον τα ήνου εις έν, πότε δυο και ήμισυ τα διήρει εις τέσσαρα. Αλλά προκριτωτέρα η αμάθεια της δοκησισοφίας. Αλλ οτε ο ιερεύς εξελθων έψαλε το «Δεύτε ίδωμεν, πιστοί, πού εγεννηθη ο Χριστός», τότε αι μορφαί των Άγίων εφανησαν ως να εφαιδρυνθησαν εις τους τοίχους. «Ακολουθησωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ», και ο κύρ Αλεξανδρής ενθουσιών έλαβε την υψηλήν καλάμην και έσεισε τον πολυέλεον με τάς λαμπάδας όλας ανημμένας. «Αγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί», και εσεισθη ο ναός όλος από την βροντώδη φωνήν του παπα-Φραγκούλη μετά πάθους ψάλλοντος: «Δόξα εν υψιστοις λέγοντες τώ σήμερον εν σπηλαιω τεχθεντι», και οι άγγελοι οι ζωγραφιστοί, οι περικυκλούντες τον Παντοκράτορα άνω εις τον θόλον, έτειναν το ούς, αναγνωρισαντες οικείον αυτοίς τον ύμνον.
Και ειτα ο ιερεύς επήρε καιρόν και ήρχισε να προσφέρη τώ Θεώ θυσίαν αινέσεως.
Αίφνης ηκούσθησαν φωναί εξωθέν του ναού. Εξηλθον τινές των ανδρών να ίδωσι τί τρέχει. Εξήλθε κι η θειά το Μαλαμώ, κι ο κύρ Αλεξανδρης έμεινε με τα γυαλιά εις τα όμματα, βλέπων προς την θύραν αριστερά του, και διέκοψε την ψαλμωδίαν του. Ο παπάς ερριψεν αυστηρόν βλέμμα προς τον ψαλτην και τον εκαρφωσεν εις την θέσιν του. Τάς φωνας ειχον ρηξει ο είς των αιπόλων και ο είς των υλοτόμων, οίτινες ετυχον καθημενοι παρά τον πυρσόν, ανατολικως του ναισκου. Δία των φωνών τούτων ειχον απαντήσει εις τίνας κραυγας ελθουσας απ αντίκρυ, εκ της θαλάσσης. Εκεί, εν μέσω του Κάστρου και της βραχώδους ακτής του Κουρουπη, εσχηματίζετο επισφαλής όρμος, ο Μικρός Γιαλός. Αι κραυγαι ηρχοντο ακριβώς εκ της γειτονιάς των απεσπασμένων βράχων και σκοπέλων, υπό την φοβεράν ακτήν του Κουρουπή. Παρήλθε πολλή ώρα έως ου εννοησωσι τί τρέχει. Όλοι σχεδόν οι εκκλησιαζόμενοι ειχον εξέλθει του ναού. Έμειναν μόνοι ο ιερεύς, όστις εκρατείτο ακλόνητος εις το χρέος του, φορεμενος ήδη τα ιερά άμφια, ετοιμαζόμενος να προσέλθη εις την προσκομιδήν, και ο κύρ Αλεξανδρης, τον οποίον εκρατει το βλέμμα του ιερέως. Εν τουτοις, κατ εικασίαν μάλλον η εκ βεβαιας πληροφορίας, ενοησαν ότι εκεί, υπό τον Κουρουπη, είχε προσαράξει πλοίον από του πελάγους ερχόμενον. Η σελήνη είχε δύσει και ο πυρσός δεν ερριπτε πόρρω το φώς. Εβλεπον αμυδρώς εκεί απέναντι, εις απόστασιν μιλιού σχεδόν, επί του μαυρισμένου όγκου των αλικτυπων βράχων, εβλεπον σώμα τί αμυδρώς κινούμενον, μελανωτερον των βράχων. Αντηχούν εν τη σιγή της νυκτός, μεγεθυνομεναι από τάς ηχούς, κραυγαι αγωνιάς και ταραχής, όμοιαι μ εκεινας τάς οποίας εκχυνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι η ναυαγοί σαστισμένοι.
Οι άνδρες έσπευσαν να ρίψωσιν επί της πυράς όσα κλαδιά ειχον πρόχειρα ακόμη, σχηματίζοντες ογκωδεστέραν την φλόγα. Αλλο μέσον βοήθειας δεν είχον ταχύ. Εν τουτοις, ο Στεφάνης ο πορθμεύς και ο Μπάντας και ο Νυφιωτης ο Γιάννης και ο Αργυρής και ο αδελφός του ελαβον ανά ένα δαυλόν και τα δυο φανάρια, και απεφασισαν να κατελθωσι τρέχοντες εις τον Μικρόν Γιαλόν. Αλλ εάν ο κρημνώδης ορμίσκος δεν ήτο χιονισμένος, θα εχρειαζετο σχεδόν ημίσεια ώρα διά να κατέλθη τις εκεί από το Κάστρον, και τώρα όπου ήτο χιονισμένος, και ήτο νύξ, τρίτη ώρα μετά τα μεσανυκτα, ούτε μία ώρα δεν θα ήρκει. Εις μίαν δε ώραν ηδύναντο να κατασυντριβώσι δεκάδες πλοίων και να πνιγώσιν εκατοντάδες ανθρώπων. Ουχ ήττον οι άξεστοι εκείνοι άνθρωποι, εκ της αυθορμήτου εκεινής φιλανθρωπίας, ήτις είναι οιονεί φυσική ορμή, ως συμπάθεια της σαρκός προς την σάρκα, και είναι το πρώτον και τελευταίον αίσθημα το συγκινούν την καρδίαν, μετά την πρώτην έκπληξιν, και πριν προφθασασα πνεύση η παγερά πνοή της φιλαυτίας και αδιαφορίας, οι άνθρωποι, λέγω, εκείνοι ελαβον τους δαυλούς των και έτρεξαν έξω της πύλης και της γέφυρας, και ηρχισαν να τρεχωσι τον κατήφορον. Οι λοιποί, μειναντες επάνω, ησχολούντο ν ανανέωσιν ολονεν την φλόγα, μή παύοντες να ριπτωσι ξηρά κλαδιά εις το πύρ.
Ο ιερεύς εβραδυνεν επίτηδες εις την πρόθεσιν, κι εμνημόνευσε την πρωίαν εκείνην όσα ονόματα είχεν ααθαμένα, ού μόνον τα ιδικά του και των ελθόντων πανηγυριστών, αλλά και όλων των ενοριτών του, ού μόνον όσα είχε γραπτά, αλλά και όσα εκ μνήμης εγνωριζεν εγνώριζε δ εκ μνήμης όλα τα ονόματα της πολίχνης, ααθαμένα και ζωντανά. Εδεήθη και υπέρ διασώσεως του κινδυνεύοντος πλοίου, περί ού, χωρίς να ζητήση εξήγησιν, αμέσως είχεν εννοήσει τα συμβάντα. Τέλος, αι κραυγαι μικρόν κατά μικρόν έπαυσαν, ησυχία επήλθεν. Εφάνη ότι βωβή συμφορά είχεν ενσκήψει η ότι η δυσχέρεια έλαβε πέρας. Δυο άλλοι άνδρες ανησυχησαντες εξηλθον έως την Άγιαν Κυριακήν, πέραν της ξύλινης γέφυρας, με δυο πυρσούς εις τάς χείρας. Παρηλθεν ολίγη ωρα• ο ιερεύς αργά αργά εμβηκεν εις την λειτουργίαν, ελπίζων να ηρχοντο εν τώ μεταξύ και οι απόντες. Αλλ η λειτουργία προυχωρει και ψύχη δεν εφαινετο. Τέλος, εις το «Μετά φόβου Θεού», επέστρεψαν πρώτοι οι τελευταίοι εξελθοντες προς επισκόπησιν, ειτα εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανης και οι μετ αυτού καταβαντες εις τον αιγιαλόν, και μετ αυτόν τρεις άγνωστοι με ναυτικά ενδύματα και με κηρωτούς επενδύτας. Έφθασαν όλοι ακριβώς όπως ασπασθωσι τάς εικόνας και λαβωσι το αντίδωρον.
Ενώ ο κύρ Αλεξανδρης ανεγίνωσκε το «Ευλογήσω τον Κύριον», οι άνδρες εξηγούντο ταπεινή τη φωνή τα συμβάντα. Το εξόκειλαν πλοίο ν ήτο το γολεττι του καπετάν Κωσταντη του Λημνιαραιου, αυτοπροσώπως παρόντος εκεί. Ο ίδιος, ανήρ μεσήλιξ, βραχύς το σώμα, με αδρόν μύστακα, διηγείτο τα έξης: Προ δυο ημερών ήτο προσορμισμένος εις την Δάφνην, τον μεσημβρινόν όρμον του Αγιου Όρους, αλλ ο βορειάς τον εζουριασε, αι αλυσίδες των αγκυρών του εκοπησαν υπό της βίας του ανέμου, και παρεσύρθη διά μιάς δέκα μίλια μακράν. Μάτην προσεπάθησε με όλας τάς δυνάμεις του να προσεγγίση εις τον Κωφόν, τον γνωστόν όρμον της Συκιάς, του μεσαίου λαιμού της Χαλκιδικης, όπου άμα εισπλεύση τίς, δεν βλέπει πλέον πόθεν εισεπλευσεν, αλλ όπου δυσκολως εισπλέει τίς. Ο όρμος ομοιάζει με λίμνην μεσόγειον, μή έχουσαν ορατόν στόμιον, τόσον είναι ασφαλής. Και το γολεττι, ζυλαρμενον, μετά ματαιας προσπαθείας, παρεσύρθη υπό της τρικυμίας προς τάς νήσους, όπου, την νύκτα εκείνην των Χριστουγέννων, οι αγωνιωντες ναυβαται είδον έξαφνα φώς, ως φάρον οδηγούντα αυτούς, τους πυρσούς, ούς είχον ανάψει έμπροσθεν του ναΐσκου του Χριστού οι τραχείς αιπόλοι. Ο πυρσός εκείνος εφανη προς αυτούς ως θείον πράγματι θαύμα, ως να εθερμαινοντο περί αυτόν αγραυλούντες οι ποιμένες εκείνοι, οι ακούσαντες το «Δόξα εν υψιστοις». Επλησίασαν, φερόμενοι μάλλον η πλέοντες, προς το μέρος τούτο, και τότε εκινδύνευσαν να κατασυντριβωσιν εις τους βράχους του Κουρουπη. Ευτυχώς, δι επιτήδειου χειρισμού απεφυγον την καταστροφήν κι εκαθισαν το σκάφος εις τα ρηχά, επί της άμμου, όπου τόσον καλά ήτο εξησφαλισμενον, όσον δεν ηδυνατο να είναι με τάς δυο άγκυράς του, τάς μεινασας ως ομήρους εις τον βυθόν του όρμου της Δάφνης.
Εφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτιμηθησαν να σφαξωσι και ψησωσι δυο τρυφερά ερίφια, ενώ οι δυο υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα• και ο καπετάν Κωσταντής ανεβίβασεν από το γολεττί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διετρεχεν όπως ήτο καθισμένον, αν δεν έπνεε νότος από της ξηράς να το απώθηση προς το πέλαγος, ανεβιβασε δυο ασκούς γενναίου οίνου και εν καλαθών με αυγά και κχσκχβαλι της Αίνου, και ημισειαν δωδεκάδα Όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρια. Και εφαγον πάντες και ηυφρανθησαν, εορτασαντες τα Χριστούγεννα μετά σπάνιας μεγαλοπρέπειας επί του έρημου εκεινού βράχου. Την νύκτα εκοιμηθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπποτες, όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισται είχαν φέρει μεθ εαυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκομισεν από το πλοίον του.
Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ, και επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος, απεφασισαν ν απέλθωσιν. Ο μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του μετά δυο άλλων βοηθών επανήλθον εις την μικράν αμμουδιάν υπό τα Μποστάνια, καθείλκυσαν την λέμβον, επέβησαν αυτής, και κάμψαντες το Κάστρον, την έφεραν από σοφράν εις το βορειοανατολικόν μέρος. Τη βοήθεια της δυνατής βάρκας του μπαρμπα-Στεφανή και της μικράς φελούκας του Λήμνιου κυβερνήτου, τόσοι βραχίονες συμπονήσαντες, δεν εβραδυναν να ξεκαθισωσιν από την άμμον το γολέττι, το οποίον δεν είχε πάθει τίποτε, αλλ εφαινετο ως μαλακώς πλαγιασμένον και αναπαυόμενον κατόπιν πολλών κοπών. Και αποχαιρετισαντες τους αιπόλους, επεβιβάσθησαν οι μέν εις το γολεττι, οι δε εις την βαρκαν, πότε ρυμουλκούμενην, πότε ρυμουλκούσαν, και με ιστία και με κωπας πλέοντες, διά της βορειανατολικης οδού την φοράν ταύτην, ως συντομωτερας και ευπλοώτερας εις την κάθοδον, έφθασαν αισίως εις την πολίχνην.
Γιάννης Σταύρου, Ξωκλήσι, λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Στο Χριστό στο Κάστρο
– «Το Γιάννη το Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς τους έκλεισε το χιόνι απάν’ στο Κάστρο, τ’ ν πέρα πάντα, στο Στοιβωτό τον ανήφορο, τ’ ακούσατε;»
Ούτως ωμίλησεν ο παπα-Φραγκούλης ο Σακελλάριος, αφού έκαμε την ευχαριστίαν του εξ οσπρίων και ελαιών οικογενειακού δείπνου, την εσπέραν της 23ης Δεκεμβρίου του έτους 186… Παρόντες ήσαν, πλην της παπαδιάς, των δυο αγάμων θυγατέρων και του δωδεκαετούς υιού, ο γείτονας ο Πανάγος ο μαραγκός, πεντηκοντούτης, οικογενειάρχης, αναβάς διά να είπη μίαν καλησπέραν και να πιή μίαν ρακιά, κατά το σύνηθες, εις το παπαδόσπιτο• κι η θειά το Μαλαμώ η Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ελθούσα διά να φέρη την προσφοράν της, χήρα εξηκοντούτις, ευλαβής, πρόθυμος να τρέχη εις όλας τάς λειτουργίας και να υπηρετή δωρεάν εις τους ναούς και τα εξωκκλήσια.
«Τ ακούσαμε κι ημείς, παπά» απήντησεν ο γείτονας ο Πανάγος, «έτσ είπανε».
«Τί είπανε; Είναι σίγουρο, σάς λέω» επανέλαβεν ο παπα-Φραγκούλης. «Οι βλοημένοι, δε θα βάλουν ποτέ γνώση. Επήγαν με τέτοιον καιρό να κατεβάσουν ξύλα, απάν απ’ του Κουρουπή τα κατσάβραχα, στο Στοιβωτό, εκεί πού δεν μπορεί γίδι να πατήση. Καλά να τα παθαίνουν!»
«Μυαλό δεν έχουν αυτός ου κόσμους, θα πώ» είπεν η θειά το Μαλαμώ. «Τώρα οι αθρώποι γινήκαν αποκότοι».
«Να είχανε τάχα τίποτα κ’ μπάνια μαζί τ’ ς;» είπεν η παπαδιά. «Ποιός του ξέρ’ ;» είπεν η θειά το Μαλαμώ.
«Θα είχανε, θα είχανε κουμπάνια» υπέλαβεν ο Πανάγος ο μαραγκός. «Αλλοιώς δε γένεται. Πήγανε με τα ζεμπίλια τους γεμάτα. Και τουφέκι θα είχαν, και θηλειές να σταίνουν για τα κοτσύφια. Είχαν πάρει κι αλάτι μπόλικο μαζί τους, για να τ’ αλατίσουν για τα Χριστούγεννα».
«Τώρα, Χριστούγεννα θα κάμουν απάν στο Στοιβωτό τάχα;» είπε μετ οίκτου η παπαδιά.
«Να μπορούσε κανείς να τους έφερνε βοήθεια.» εψιθύρισεν ο ιερεύς, όστις εφαίνετο κάτι μελετών μέσα του.
Ήτον έως πενήντα πέντε ετών ο ιερεύς, μεσαιπόλιος, υψηλός, ακμαίος και με αγαθωτάτην φυσιογνωμίαν. Εις την νεότητά του υπήρξε ναυτικός, κι εφαίνετο διατηρών ακόμη λανθανούσας δυνάμεις, ήτο δε τολμηρός και ακάματος.
«Τί βοήθεια να τους κάμουνε;» είπεν ο Πανάγος ο μαραγκός. «Απ τη στεριά, ο τόπος δεν πατιέται. Ερριξε, έρριξε χιόνι, κι ακόμα ρίχνει. Χρόνια είχε να κάμη τέτοια βαρυχειμωνιά. Ο Άη-Θανασης εγιν ένα με τα Κάμπια. Η Μυγδαλιά δεν ξεχωρίζει απ του Κουρούπη».
Ο Πανάγος ωνόμαζε τεσσάρας απεχούσας αλλήλων κορυφάς της νήσου. Ο παπα-Φραγκούλης επανέλαβεν ερωτηματικώς:
«Κι απ τη θάλασσα, μαστροΠανάγο;» «Απ τη θάλασσα, παπά, τα ίδια και χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, κιαμέτ. Όλο και φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Πού μπορείς να ξεμυτίσης όξ’ απ το λιμάνι, κατά τ’ Ασπρόνησο!»
«Από Σοφράν το ξέρω, Πανάγο, μα από Σταβέτ;» Ο ιερεύς επροφερεν ούτω τους όρους Sopra vento και Sotto vento, ήτοι το υπερήνεμον και υπήνεμον, εννοών ειδικώτερον το βορειοανατολικόν και το μεσημβρινοδυτικόν.
«Από Σταβέτ, παπά, μα είναι φόβος μην τόνε γυρίση στο μαΐστρο».
«Μα τότε, πρέπει να πέσουμε να πεθάνουμε» είπεν ως εν συμπεράσματι ο ιερεύς. «Δεν είναι λόγια αυτά, Πανάγο».
«Έ, παπά μ , ο καθένας τώρα έχει το λογαριασμό τ’ . Δεν πάει άλλος να βάλη το κεφάλι του στον τρουβά, κατάλαβες, για να γλυτώσ’ εσένα».
Ο παπα-Φραγκούλης εστέναξεν, ως να ώκτειρε την ιδιοτέλειαν και μικροψυχίαν, ής ζώσα ηχώ εγίνετο ο Πανάγος.
«Και τί θα πάθουνε, το κάτω κάτω;» επανέλαβεν, ως διά ν ανάπαυση την συνείδησίν του, ο μαραγκός. «Νά, θα είναι χωμένοι σε καμμία σπηλιά, τσακμάκι θα χουν μαζί τους, ξύλα μπόλικα. Μακάρι να μου χε κι εμέ η Πανάγαινα απόψε στην παραστιά μου τη φωτιά πού θεν έχουν αυτοί. Για μία βδομάδα πάντα, θα είχανε κουμπάνια, και δεν είναι παραπαν από πέντε μέρες πού αγρίεψε ο χειμώνας».
«Να πήγαινε τώρα κανένας να λειτουργήση το Χριστό στο Κάστρο» επανέλαβεν ο ιερεύς, «θά είχε διπλό μισθό, πού θα τους έφερνε κι αυτούς βοήθεια. Πέρσυ πού ήταν ελαφρότερος ο χειμώνας, δεν πήγαμε. Φέτος πού είναι βαρύς…»
Και διεκόπη, ως να είπε πολλά. Ο αγαθός ιερεύς ειχεν ήθος ανθρώπου λέγοντος οιονεί κατά δόσεις ό,τι είχε να είπη. Εκ των υστέρων θα φανή ότι είχε την απόφασίν του και ότι όλα τα προοίμια ταύτα ησαν μεμελετημενα.
«Και γιατί δεν κάνει κάλον καιρό ο Χριστός, παπά, αν θέλη να πάνε να τον λειτουργήσουνε στην εορτή του;» είπεν αυθαδώς ο μαστροΠανάγος.
Ο ιερεύς τον εκοίταξε με λοξόν βλέμμα και είτα ηπίως του είπε:
«Έ, Πανάγο γείτονα, δεν ξέρουμε, βλέπω, τί λέμε. Πού είμαστε ημείς ικανοί να τα καταλάβουμε αυτά! Αλλο το γενικό και άλλο το μερικό και το τοπικό, Πανάγο. Η βαρυχειμωνιά γίνεται για κάλο, και για την ευφορίαν της γής και για την υγείαν ακόμα. Ανάγκη ο Χριστός δεν έχει να πάνε να τον λειτουργήσουνε. Μα όπου είναι μία μερική προαίρεσις καλή κι έχει κανείς και χρέος να πληρώση, ας είναι και τόλμη ακόμα, και όπου πρόκειται να βοηθήση κανείς ανθρώπους, καθώς εδώ, εκεί ο Θεός έρχεται βοηθός, και εναντίον του καιρού, και με χίλια εμπόδια. Εκεί ο Θεός συντρέχει και με ευκολίας πολλας και με θαύμα ακόμα, τί νομίζεις, Πανάγο; Έπειτα, πώς θέλεις να κάμη ο Χριστός καλόν καιρό, αφού άλλες χρονιές έκαμε και ημείς από αμέλεια δεν πήγαμε να τον λειτουργήσουμε;»
Όλοι οι παρόντες ηκροάσθησαν εν σιωπή την σύντομον και αυτοσχέδιον ταύτην διδαχήν του παπά. Η θειά το Μαλαμώ έσπευσε να είπη:
«Αλήθεια, παπά μ’ , δεν είναι κάλο πράμα αυτοδά, θα πώ, ν’ αφήνουν τόσα χρόνια τώρα το Χριστό
αλειτούργητο την ημέρα της Γέννας του. Για τούτο θα μάς χαλάσ’ κι ου Θεός!»
«Κι είχαμε κάμει κι ένα τάξιμο πέρυσι το Δωδεκαμερο — αλήθεια, παπαδιά;» είπεν αίφνης στραφείς προς την συμβίαν του ο ιερεύς.
Η παπαδιά τον εκοίταξεν ως να μην ενόει.
«Όπου ήταν άρρωστος αυτός ο Λαμπράκης» επανελαβεν ο ιερεύς, δεικνύων τον δωδεκαετή υιόν του. «Θυμάσαι το τάμα πού κάμαμε;»
Η παπαδιά εσιωπα.
«Έταξες, αν γλυτώση, να πάμε σα μπροστά να λειτουργήσουμε το Χριστό, την ημέρα της εορτής του».
«Το θυμούμαι» είπε σείουσα την κεφαλήν η παπαδιά.
Τώ όντι, ο μόνος υιός του παπά, ο δωδεκαετής Σπύρος, ον αυτός απεκάλει ειρωνικώς και θωπευτικώς Λαμπράκην, ένεκα της άκρας ισχνότητος και αδυναμίας, εξής έφεγγεν οιονεί το προσωπάκι του, είχε κινδυνεύσει ν αποθάνη πέρυσι τάς ημέρας των Χριστουγέννων. Η παπαδιά, ήτις ήγγιζεν ήδη το πεντηκοστόν και τον είχε μόνον και υστερόγονον, κατόπιν τεσσάρων επιζώντων κορασιών, ών αι δυο πρώται ήσαν υπανδρευμέναι ήδη, και μετά οκτώ γέννας, ών αι δυο δίδυμων, και πέντε θανάτους, η παπαδιά είχε τάξει, αν εγλύτωνε το αγόρι της, να υπάγη του χρόνου να λειτουργήση τον Χριστόν. Το ενθυμείτο και το εσυλλογίζετο προ ημερών, και απ’ αρχής της ομιλίας του παπά αυτό μόνον εσκέπτετο. Αλλ έβλεπεν ότι εφέτος θα ήτο δυσκολωτατον, φοβερόν, ανήκουστον τόλμημα, ένεκα του βαρέος χειμώνος, και εφρόνει ότι ο Χριστός θα ήτο συγγνώμων και θα παρεχώρει νέαν προθεσμίαν. Εν τούτοις, γνωρίζουσα την συνήθη τακτικήν του παπά, ως και την ισχυρογνωμοσυνήν τού, απεφάσισεν ενδομύχως να μή αντιλέξη. Και ου μόνον τούτο, αλλά και άλλο τί ηρωίκωτερον και εις πολλούς απίστευτον όπου αποφασίση να υπάγη ο παπάς, να υπάγη κι αύτη μαζί του. Ήτο γυνή δειλοτάτη, αλλά μόνον ενόσω ευρίσκετο μακράν του παπά. Όταν ήτο πλησίον του παπά της, ελάμβανε θάρρος, η καρδία της εζεσταίνετο και δεν εφοβείτο τους κινδύνους. Εάν τυχόν ανεχώρει ο παπάς χωρίς αυτής, να υπάγη εις το Κάστρον, η καρδούλα της θα έτρεμεν ως το πουλάκι το κυνηγημένον. Αλλ εάν την έπαιρνε μαζί του, θα ήτο ησυχωτάτη. Η μεγάλη κόρη, η εικοσαέτις το Μυγδαλιώ, ενόησεν αμέσως τα τρέχοντα, και ήρχισε, παρά το πλευρόν της μητρός της καθημένη, πλησίον της εστίας, να ολολύζη ταπεινή τη φωνή εις το ούς της μητρός της:
«Πού θα πάτε, θα πώ; Παλαβώσατε, θα πώ; Με τέτοιον καιρό! να πάτε στο Κάστρο; Ώχ, καημένη. Τί να γίνω;»
Η νεώτερα κόρη, η δεκαεξαέτις το Βασώ, αρχίσασα και αύτη να εννοή, υπεψιθύρισε:
«Τί λέει; Θα πάνε στο Κάστρο; Κι άρχισες τα κλάματα! Μουρλάθηκες; Σιώπα, θα με πάρουν κι εμέ μαζί. Θα με πάρετε, μά;»
«Σούτ! Λ’ φάξτε!» είπεν αυστηρώς η παπαδιά. «Τί τρέχει;» είπεν η θειά το Μαλαμώ, ακούσασα
τους ψιθυρισμούς εκείθεν της εστίας.
«Τίποτε, Μαλαμώ» είπε με αυστηρόν βλέμμα ο παπάς. «Ησύχασε, Πανάγο» είπε, στραφείς προς τον γείτονα τον μαραγκόν, ευρών εύσχημον τρόπον να τον αποπέμψη, «δέν πάς, να ‘χης την ευχή, να πής του μπαρμπα-Στεφανή του Μπέρκα να ρθή από δω; Τόνε θέλω να τ’ πώ».
Ο Πανάγος ο μαραγκός ηγέρθη, υψηλός, μεγαλόσωμος, ολίγον κυρτός, τινάαξας τα σκέλη του.
«Πηγαίνω, παπά» είπε. «Θέλω κι εγώ να πάω να ιδώ μή μο’ χή τίποτα η Παναγαινα για να φαμ’ απόψε».
«Πήγαινε να του πής πρώτα, κι ύστερα γυρίζεις και τρώτε». «Η ευχή σας. Καληνυχτά, παπαδιά». Και εξήλθε.
«Τί λέει, θα πώ» είπεν η θειά το Μαλαμώ μετά την αναχώρησιν του Πανάγου, «θά πάς στο Κάστρο, παπά;»
«Να ιδούμε τί θα μάς πή κι ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπερκας». «Ιγω, ενας-ίμ» είπεν η θειά το Μαλαμώ, «α’ θε πάς, έρχουμι». «Κι ιγώ» είπεν η παπαδιά.
«Δεν είναι για να ρθης εσύ, παπαδιά» είπεν ο ιερεύς. «Φτάνει πού θα κακοπαθησω εγώ. Δεν πρέπει να λείψουμε κι οι δυο απ το σπίτι».
«Ίγω το καμα του τάμα» είπεν η παπαδιά.
«Μα αν πάω εγώ, το ίδιο είναι».
«Δεν είμαι ήσυχη, αν δεν είμαι κουντά σου, παπά μ’ » είπεν η παπαδιά.
«Κι ημάς, πού θα μάς αφήσετε!» έκραξε με δάκρυα εις τους οφθαλμούς το Μυγδαλιω.
«Σιωπά, καημένη» είπε το Βάσω. «Θα με παρ’ νέ κι εμένα μαζί, σιωπά!»
«Ναί, εσενά σ’ φαίνεται πώς εισ’ ακόμα μικρή, χαδούλα μ’ ! Γιατί ετσ’ σ’ εμάθανε. Δε φταίς εσύ!» είπε το Μυγδαλιώ, εκχύνουσα την ενδόμυχον ζηλειαν της επί τη τύχη της αδελφής της, ήτις, ως μικρότερα, δεν είχε κρυφθή ακόμη, ήτοι δεν απειργετο της κοινωνίας ως αι προς γάμον ώριμοι, και απελαυε σχετικής τίνος ελευθερίας.
Ο μικρός Λαμπράκης είχε πέσει επί τον τράχηλον της μητρός του.
«Θα με πάρετε κι έμενα μαζί, μάννα;» εψιθυρισε περιπτυσσομενος τον λαιμόν της.
«Τί λές, χαδουλη μ’ ! Τί λές, πιδί μ’ » απήντησε φιλούσα αυτόν η παπαδιά. «Εγώ, αν πάω, για σένα θα πάω, γυιέ μ’ , κι αν απομείνω, για σενα θ’ απομείνω, γυιόκα μ’ , για να μην κρυώσης. Όπως αποφασίση ο παππας σ’ , μικρό μ’ . Τώρα, σύρ’ να πής την προσευχή σ’ και να κάμης μετάνοια ‘τ παππάσ’ , να πλαγιάσης, για να μή μαργώνης, κανάρι μ’ ! » «Ναί, θα πάς, αμ’ δε θα πάς!» έκραξε το Μυγδαλιώ, απαντώσα εις εν ρήμα της μητρός της.
«Σιωπάτε! Ακόμα δεν αποφασίσαμε τίποτε, κι εσηκωσατ επανάσταση» είπεν ο παπάς. «Να ιδούμε τί θα μάς πή κι ο μπαρμπα-Στεφανης».
Είτα στραφείς προς την παπαδιά: «Μάς φέρανε τίποτε λειτουργίες, μπαριμ» Η παπαδιά έδειξε διά του βλέμματος, σκεπασμένας με ραβδωτήν διχρουν σινδόνα, τάς ολιγας προσφοράς, όσας ειχάν φέρει εις την οικίαν του ιερέως τινές των ενοριτισσών, μελλουσαι να μεταλαβώσι τη επαύριον, παραμονή των Χριστουγέννων. Η θειά το Μαλαμώ τάς είχεν ιδεί προ πολλού, και προσεπάθει να τάς ξεσκεπάση οιονεί με τάς ακτίνας του βλέμματος, να μαντεύση ως πόσαι να ήσαν.
«Μάς βρίσκεται και τίποτε παξιμάδι;» ηρώτησε πάλιν ο ιερεύς.
«Θα έμεινε κάτι ολίγο απ της Παναγίας. Όλο το Σαρανταήμερο ζυμώνομε κι τρώμε απ τα βλογούδια» είπεν η πρεσβύτερα.
Βλογούδια ήσαν οι μικροί σταυροσφράγιστοι αρτισκοι, οι προσφερόμενοι υπό των ενοριτών εις τους οίκους των ιερέων κατά το Σαρανταήμερον. Αντί όμως αρτίσκων, αι περισσοτεραι* ενορίτισσαι κατά τους τελευταίους χρόνους επροτίμων να προσφέρωσιν απλούν άλευρον, και διά τούτο η παπαδιά είπεν ότι «εζύμωναν απ’ τα βλογούδια».
Βήμα ηκούσθη εις τον πρόδομον. Ηνοιχθη η θύρα και εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπέρκας, υψηλός, στιβαρός, σχεδόν εξηκοντούτης, με παχύν φαιόν μύστακα, με σκληρόν και ηλιοκαές δέρμα, φορών πλατύν κούκκον και καμιζόλαν μάλλινην βαθυκυανον, με το ζωνάρι κόκκινον, δυο πιθαμές πλατύ. Κατόπιν τούτου εφανη και άλλη μορφή, ορθή ιστάμενη παρά την θύραν. Ητο ο Πανάγος ο μαραγκός, όστις, αν και ειχεν αφήσει την καλήν νύκτα, ειπών ότι θα μετέβαινεν οίκαδε να δειπνήση, ουχ ήττον, κεντηθείσης, φαίνεται, της περιεργείας του να μάθη τί τον ήθελαν τον μπαρμπα-Στεφανή τον Μπέρκαν, ανέβη και πάλιν εις την οικίαν του παπά.
«Καπετάν Στεφανή» είπεν ο ιερεύς, «τί λές, μ αυτόν τον καιρό μπορεί κανείς να πάη στο Κάστρο με τ βάρκα, από στχβετ;»
«Από Στάβετ; Με τ’ βάρκα; Στο Κάστρο;» ηκούσθη από της θύρας ως καινή τις πρωθύστερος και ανάστροφος ερωτηματική ηχώ.
΄Ητο ο μαστρο-Πανάγος ο μαραγκός, με την κεφαλήν προέχουσαν εις το ανώφλιον, με την μίαν πλευρά οιονεί κολλημένην επί του παραστάτου.
Αλλ’ ο μπαρμπα-Στεφανης, μόλις ηκουσε την ερώτησιν του ιερέως, και χωρίς να σκεφθή πλέον του δευτερολέπτου, με την χονδρήν, ταχείαν κι εμπερδεμενην προφοράν του, ανέκραξε:
«Μπράβο, μπράβο! Ακούς, ακούς! Στο Κάστρο; μετά χαράς! Όρεξη να χης, όρεξη να χης, παπά!»
«Να άνθρωπος!» είπεν ο παπάς. «Έτσι σε θέλω, Στεφάνη! Τί λές, είναι κίνδυνος;»
«Κίντυνος, λέει; Ντίπ καταντίπ, καθολ’ ! Εγώ σας παίρνω απάνου μ’ , παπά. Μοναχά πώς μπορεί να κρυώσετε, τίποτε άλλο. Θα ρθή κι η παπαδιά, θα ρθή κι άλλος κόσμος, πολύς κόσμος; Η βάρκα είναι μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει κι τριάντα νοματοι, κι σαράντα νοματοι, κι μ ουλές τις κουμπχνιές σάς, με τα σεγίχ σας, με τα πράματά σας. Κι η φουρτούνα τώρα, κατάλαβες, όσο πάει κι πεφτ . Ταχιά θα χουμε καλωσυνη, μπονάτσα, κάλμα. Όλο κι καλωσ νεύει, νά, τώρα καλωσύνεψε!»
Ως διά να ψεύση την διαβεβαίωσιν του γέροντος πορθμέως, οξύς συρριγμος παγερού βορρά ηκουσθη, σείων τα δένδρα του κήπου και τους ξυλοτοίχους του μαγειρείου επί του σκεπαστού εξωστου της οικίας, αι ύελοι δε και τα παράθυρα απήντησαν διά γοερού στεναγμού.
«Νά, ακούς; Καλωσύνεψε!» είπε καγχάζων θριαμβευτικως ο μαστροΠανάγος.
«Σιωπά εσύ, δεν ξερ ς εσύ» ανεκραξεν ο Στεφάνης. «Εσύ ξερ ς να πελεκάς στραβόξυλα και να καρφώνης μαδέρια. Αύτη είναι η στερνή δύναμη της φουρτούνας, είναι αέρας πού ψ χομαχαει. Αύριο θα μαλακωσ ο καιρός, σάς λέω εγώ. Μπορεί να χουμε ακόμα και καμμία μικρή χιόνια, δε σας λέω, μα ημεις, από στχβετ, ανάγκη δεν έχουμε».
«Και σαν τόνε γυρίση στο μαΐστρο;» επεμεινεν ο μαραγκός.
«Κι χωρίς να τόνε γυρίση στο μαΐστρο, εγώ σ λέω πώς απ την Κεχριά κι εκεί θεν έχουμε θχλχσσιτσχ» είπε τριβών τάς χείρας ο Στεφάνης. «Αυτά είναι χποθσχλχσιες και δε λείπουν, κατάλαβες, κι ο κόρφος μπουκάρει ολοένα, κι ούλο στρίβει. Μα δε μας πειραζ ημας αυτό. Εγώ σας παίρνω απάνου μ , ο Στεφάνης σας παίρνει απαν τ !»
«Μπράβο, Στεφανή, τώρα μ έκαμες ν αποφασίσω. Ήπιες ρακί; Τράβα κι άλλο ένα» είπεν ο παπάς. «Έχω πιεί πέντ εξ ως τώρα, έτσι να χω την ευχή σ , παπά».• «Πιέ κι άλλο ένα να γίνουν εφτά».
Ο μπαρμπα-Στεφανής ερρόφησε γενναίαν δόσιν εκ της μικράς φιάλης, της πάντοτε κενουμένης και ουδέποτε στειρευούσης, του ιερατικού μελάθρου.
«Είσαστ έτοιμοι, είσαστ έτοιμοι;» είπεν ακολούθως. «Πήρες τα ιερά σ’ , παπά, τα χαρτιά σ’ ούλα, τα χεις έτοιμα; Έχετε τίποτε πράματα να σάς κουβαλήσω, για να μαστ ασένιο;»
«Από τώρα;» είπεν ο παπα-Φραγκούλης. «Από τώρα! Τί λές; Να είμαστ’ απρόντο, παπά. Εγώ στες δυο θα ρθω να σάς φωνάξω, κι εσείς να είσαστ’ αλέστα. Διάβασε τί θα διαβάσης, παπά, κι στες τρεις να μπαρκάρουμε».
«Εγώ θα είμαι ξυπνητός απ τη μία» είπεν ο ιερεύς, «γιατί έχω το ξυπνητήρι μου. Κι έπειτα, είμαι μοναχός μου ξυπνητήρι. Μα στες τρείς, είναι πολύ νωρίς. Να χαράξη, Στεφάνη, και να μπαρκάρουμε».
«Στες τρείς, στες τέσσερες, παπά, για να μην πέση ο αέρας, να τον έχουμε πρύμα ως τες Κουκ’ ναριές, να χουμε μέρα μπροστά μας. Από κεί ως το Μανδράκι κι ως τον Ασέληνο, τραβούμε σιγά σιγά με το κουπί. Από κεί ως τις Κεχρεές κι ως την Άγια Ελένη, θα μάς παίρνη αγάλι αγάλια με το πανάκι. Κι απ την Άγια Ελένη κι εκεί, αν δεν μπορέσουμε να μ’ ντάρουμε…»
«Έ, ύστερα;»
«Εγώ θαλασσώνω και βγαίνω στη στεριά, και σάς τραβώ με την μπαρούμα ως τον Άη Σώστη».
Εκάγχασαν όλοι προς τον αστεϊσμόν του απλοϊκού ναύτου, ο δε παπάς, όστις εφοβείτο και αυτός την τροπήν του ανέμου εις το μέρος περί ού ο λόγος, παρετηρησε προς παραμυθίαν των ακροατών:
«Μα εγώ λέω ότι θα μπορέσουμε στεριά να τραβήξουμε στην ακρογιάλια, τον κρεμνα τον ανήφορο. Όσο ψηλά κι αν το στοίβαξε το χιόνι στα βουνά, στες ακρογιαλιές ο τόπος πατιέται».
Έμειναν σύμφωνοι, να έλθη ο λεμβούχος να τους δώση είδησιν εις τάς τρεις διά να ετοιμασθούν, και εις τάς τεσσάρας να εκκινήσωσιν. Ο παπα Φραγκούλης διέταξε να τεθώσιν εις σάκκους αι προσφοραί, όσας είχε, και τινά δίπυρα, και εις δυο μεγάλα κλειδοπινάκια έθεσεν ελαίας και χαβιάρι. Εγέμισε δυο επταόκαδους φλάσκας με οίνον από την εσοδείαν του. Ετύλιξεν εις χαρτιά δυο η τρία ξηροχτάποδα, και μικρόν κυτίον το εγέμισεν ίσχαδας και μεγαλόρραγας σταφίδας. Τα δυο παπαδοκόριτσα, με τα παράπονα και τους γογγυσμούς της η μία, με τους κρύφιους γέλωτας και την ελπίδα της συμμετοχής του ταξιδιού η άλλη, έβρασαν όσα αυγά είχαν, έως τεσσάρας δωδεκάδας, και τα έθεσαν εις τον πάτον ενός καλαθιού, το οποίον απεγέμισαν είτα με δυο προσφορά τυλιγμένα εις οθονας, με κηρία και με λίβανον. Προσέτι ο παπα-Φραγκούλης είχε παρακαλέσει τον μπαρμπα-Στεφανην να περάση από τα σπίτια δυο εμποροπλοιάρχων φιλών του, εκ των παραχειμαζόντων με τα πλοία των εις τον λιμένα, να τους παρακαλέση εκ μέρους του να του στείλουν, αν τους ευρισκετο, ολίγον κρέας σάλαθο, εξ εκεινού το οποίον μαγειρεύουν εις τα πλοία τα εκτελούντα μάκρους πλούς. Εκείνοι φιλοτιμηθέντες έστειλαν δυο μεγάλα τεμάχια, έως πέντε οκάδας τα δυό. Όλας ταύτας τάς προμήθειας έκαμνεν ο παπάς προβλεπτικώς διά τους αποκλεισθέντας εις το βουνόν από την χιονα, περί ων έγινε λόγος εν άρχη, καθώς και δι εαυτόν και τους μεθ’ εαυτού συνεκδημήσοντας προσκυνητάς, καθ όσον ενδεχόμενον ήτο να θυμώση και πάλιν ο καιρός και να τους κλείση ο χειμών εις το Κάστρον, αν εν τοσούτω έμελλον να φθάσωσιν εις το Κάστρον σώοι και υγιείς. Πριν κατακλιθή, ο παπα-Φραγκούλης έστειλε μήνυμα εις τον συνεφημέριόν του τον παπα-Αλέξην, όστις άλλως ήτο και ο εφημέριος της εβδομάδος, ότι δεν θα ήτο συλλειτουργός την επιούσαν, παραμονήν των Χριστουγέννων, εν τώ ενοριακώ ναώ, καθ όσον απεφάσισε, συν Θεώ βοηθώ, να υπάγη να λειτουργήση τον ναόν του Χριστού εις το Κάστρον. Είχαν πάρει είδησιν αφ’ εσπέρας δυο τρεις ενορίτισσαι, γειτόνισσαι του παπά, διότι ο Πανάγος εξέλθων ανεκοίνωσε το πράγμα εις την γυναίκα του, και αύτη το διηγηθή εις τάς γειτόνισσας. Επίσης και η θειά το Μαλαμώ εστάλη να φέρη είδησιν εις τον κύρ Αλεξανδρην τον ψαλτην, μεθ ο εξελθούσα έσπευσε να προσηλύτιση δυο η τρεις πανηγυριστάς και άλλας τόσας προσκυνήτριας. Όταν έμελλον να επιβιβασθώσιν, ευρέθησαν δεκαπέντε άτομα. Η απόφασις του παπά και η γενναιότης του μπαρμπα-Στεφανη, μετά την πρώτην έκπληξιν, ενέβαλε θάρρος εις άνδρας και γυναίκας. Ήσαν δε όλοι εξ εκεινών, οίτινες συχνά τρεχουσιν, άρρητον ευρίσκοντες ηδονήν, εις πανηγύρια και εις εξωκκλησια. Ησαν ο παπα-Φραγκούλης μετά της παπαδιάς, της Βάσως και του Σπυρου, ο μπαρμπα-Στεφανης μετά του δεκαεπταετούς υιού, όστις ήτο και ο ναύτης του, η θειά το Μαλαμώ, ο κύρ Αλεξανδρης ο ψάλτης, τρεις άλλοι πανηγυρισται και τεσσάρες προσκυνήτριαι. Την τελευταίαν στιγμήν προσετέθη και δέκατος εκτός. Ούτος ήτο ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο αδελφός του Αργυρή, του αποκλεισμένου από τάς χιονας. Ήλθεν εις την αποβάθραν με σακκον πλήρη τροφίμων και με αλλά τίνα εφόδια διά την εκδρομήν. Ιδών αυτόν ο ιερεύς:
«Πώς το έμαθες, Βασίλη;» του λέγει.
«Το έμαθα, παπά, απ το μαστροΠανάγο το μαραγκό».
«Τί ώρα και πού τον είδες;»
«Κατά τάς δέκα τον ηυρα εις το καπηλειό του Γιάννη του Μπουμπούνα. Είχε φάει ψωμί κι εβγηκε να πιή δυο τρία κρασιά με το ισναφι. Έλεγε πώς αποφασίσατε να πάτε στο Κάστρο, και σάς εκατακρινε για την τόλμη. Μα εγώ το χάρηκα, γιατί ανησυχώ για κείνον τον αδερφό μου, και θέλω να ρθω μαζί σας, αν με παίρνετε».
«Ας είναι, καλώς να ρθης» είπεν ο ιερεύς.
Εξέπλευσαν. Εστράφησαν προς το μεσημβρινοδυτικον του λιμένος, κι έβαλαν πλώρη το ακρωτήριον Καλαμάκι. Ο άνεμος ήτο βοηθητικός και ο πλούς ευοίωνος ηρχιζε. Ναί μέν εκρυωναν πολύ, αλλ ησαν όλοι βαρεως ενδεδυμε•νοι. Ο παπάς εκαθισεν εις το πηδάλιον φορών την γουνάν του. Η πρεσβύτερα είχε το σάλι της το διπλό, η θειά το Μαλαμώ είχε το βαρύ γουνάκι και την κουζουκά της. Ο μπαρμπα-Στεφανης ήτο με την νιτσεράδα του, με τον κηρωτον πίλον του, με τον ιμάντα δεδεμενον υπό τον πώγωνα, με τα μακρά πτερύγια σκεπαζοντα τα ώτα, και ο υιός του Σπύρος, ο καλούμενος κοινώς το Μπερκάκι, με τάς πρεκνάδας και με τάς βούλλας εις το πρόσωπον, ήτο με τα μανίκια της μάλλινης καμιζόλας του ανασφουγγωμένος ως τους αγκώνας. Ευτυχώς δεν εχιόνιζεν, αλλ ο άνεμος ήτο παγερός. Αίθριος ο ουρανός, σταυρωμένος από τον βορράν. Η σελήνη ήτο εις το πρώτον τέταρτον και είχε δύσει προ πολλού. Τα άστρα έτρεμαν εις το στερέωμα, η πουλιά εμεσουρανει, ο γαλαξίας έζωνε τον ουρανόν. Ο πήχυς και η άρκτος και ο αστήρ του πόλου έλαμπαν με βαθείαν λάμψιν εκεί επάνω. Η θάλασσα έφρισσεν υπό την πνοήν του βορρά, και ηκουοντο τα κύματα πλήττοντα μετά ρόχθου την ακτήν, εις ην μελαγχολικώς απήντα ο φλοίσβος του ύδατος περί την πρώραν της μεγάλης και δυνατής βάρκας. Έκαμψαν το Καλαμάκι και ακόμη δεν είχε χαράξει. Ήρχισε μόλις να γλυκοχαράζη πέραν της αγκάλης του Πλατάνια. Έφεξαν εις τον Στρουφλια, αντίκρυ του τερπνού και συνηρεφούς δάσους των πιτυων, εξ ου η θέσις ονομάζεται Κουκουναριές. Τότε οι επιβάται είδον αλλήλους υπό το πρώτον λυκόφως της ημέρας, ως να έβλεπαν αλληλους πρώτην φοράν. Πρόσωπα ώχρα και χείλη μελανά, ρίνες ερυθραι και χείρες κοκκαλιασμεναι. Η θειά το Μαλαμώ ειχεν αποκοιμηθή δίς ήδη υπό την πρύμνην, όπου εσκεπε το πρόσωπόν της με την μαύρην μανδηλαν ως την ρίνα, με την ρίνα σχεδόν ως τα γόνατα. Ο κύρ Αλεξανδρής είχε πάρει δυο τροπάρια παραπλεύρως αυτής, ονειρευόμενος ότι ήτο ακόμη εις την κλίνην του και απορών πώς, αύτη εκινείτο ευρυθμως ως βρεφικόν λίκνον. Ο υιός του παπά, ο Σπυρος, έκαμνε συχνές μετάνοιες, και όσον αίμα είχεν, είχε συρρεύσει όλον εις την ρίνα του, ήτις ήτο και το μόνον όρατον μέλος του σώματός του. Η παπαδιά, εν τη ευσεβεί φιλοστοργία της, είχε κρίνει ότι ωφειλε να τον πάρη μαζί, αφού δι αυτόν ήτο το ταξιμον. Τον απέσπασεν αποτομως της κλίνης, τον ένιψε και τον ενέδυσε με δίπλα υποκάμισα, δυο φανελλας, χονδρόν μάλλινον γελέκιον, διπλούν σακκάκι κι επανωφόρι, και περιετύλιξε τον λαιμόν του με χνοωδες όλομαλλινον μανδήλιον, ποικιλοχρουν και ραβδωτόν, μακρόν καταπίπτον επί το στερνόν και τα νώτα. Τώρα, παρά την πρύμνην, αριστεροθεν του παπά καθημένη, αριστερά της είχε τον Σπυρον, και ζητούσα αυτομάτως να ψηλαφήση τους βραχίονας και το στήθος του, δεν εύρισκε σχεδόν σάρκα υπό την βαρείαν σκευήν, δι ής είχε περιχαρακώσει τον υιόν της. Ο παπάς, όστις δεν είχεν αποβάλει την φαιδρότητά του, ουδ’ έπαυε ν’ ανταλλάσση αστεϊσμούς και σκώμματα με τον μπαρμπα-Στεφανήν, στρεφόμενος προς αυτήν ενίοτε της έλεγε:
«Νά, γι αυτόνε το Λαμπράκη, το γυιό σου, τα παθαίνουμε αυτά, παπαδιά».
«Και τί πάθαμε, με τ δυναμ τ Θεού;» απηντα η παπαδιά, ήτις, κατά βάθος, πολύ ανησυχεί με αυτό το παράτολμον ταξιδιον. Ευτυχώς, η παρουσία του παπά της έδιδε θάρρος.
«Δε μ λές, παπαδιά» είπε με την τραχείαν φωνήν του ο μπαρμπα-Στεφανης, θελησας ν αστείσθη και με την πρεσβυτέραν, «δέ μ λές, γιατί λένε: Κυρι ελέησον, παπαδιά! πέντε μήνες δυο παιδιά»;
«Γιατί, μαθές, το λένε;» απήντησε χωρίς να πειραχθή η πρεσβύτερα. «Πάρε παράδειγμα από μενα. Οχτώ γέννες, δέκα παιδιά».
«Θα πή, το λοιπόν, πώς οι παπαδιές είναι πολύ καρπερές. Μα γιατί;»
«Γιατί οι παπάδες δε λείπουν χρονοχρονικης από κοντά τούς» είπεν η θειά το Μαλαμώ.
«Νά, το Μαλαμώ πάλι το κατάλαβε» είπεν ο παπάς, «δέν σάς το λεγα εγώ; Εσύ κι ο εξάδερφός σου ο Αλεξανδρης» — εννοών τον ψαλτην — «έχετε μεγάλον νού».
Ο παπάς δεν έπαυε ν αστεΐζεται με όλας τάς εν τώ πλοιαρίου ενορίτισσάς του. Εις την μίαν έλεγε: «Μα κείνος ο Θοδωρής» —εννοών τον άνδρα της— «κοιμάται όταν τα φτιάνη αυτά τα παιδιά;» Εις την άλλην: «Μα δεν είναι καμμία πού να μή θέλη παντρειά! Εγώ έχω στεφανωμένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπαν από διακόσια ανδρόγυνα, και καμμία δεν ευρεθή να πή πώς δεν θέλει!»
Αλλά το κυριωτερον θύμα του παπα-Φραγκούλη ήτον ο Αλεξανδρής ο ψάλτης. Έξαφνα τον ηρώτα:
«Δε μου λές, Αλεξανδρή, τί θα πή, τώρα, στην καταβασία των Χριστουγέννων, ο ανυψώσας το κέρας ημών’; Ποιός ειν’ αυτός ο ανυψώσας;»
«Νά, ο ανιψιός σας» απήντα ο κύρ Αλεξανδρής, μή εννοών άλλως την λέξιν.
«Και τί θα πή ‘ σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών;» ηρώτα πάλιν ο παπάς.
«Νά, σκύλα Βαβυλών» απήντα ο ψάλτης, νομίζων ότι περί σκύλας πράγματι επρόκειτο.
Ταύτα ελεγοντο ενόσω ήτο υπήνεμος η βάρκα, με τάς κώπας βραδυπορούσα, δεξιόθεν παραπλέουσα τον Αναγυρον και τον Ασέληνον, αριστεροθεν πελαγωμένη αντίκρυ των Τρίκερων και του Αρτεμισίου. Ο παπα-Φραγκούλης εκάθητο κυβερνών εις το πηδάλιον, οι άλλοι εβοήθουν εις την κωπηλασίαν. Και αυτός ο κύρ Αλεξανδρής, αν και ατζαμής περί τα ναυτικά πράγματα, ησθάνθη την ανάγκην να κωπηλατήση διά να ζεσταθή. Κι η θειά το Μαλαμώ εκωπηλατησε σχεδόν επί ημισείαν ώραν. Ευτυχώς, αν και εκρύωναν όλοι, και αι ψυχραί ριπαί αι κατερχομεναι από των χιονοφορτων ορεων εξυριζον τα ώτα και τους λαιμούς τών, ειχον όμως τους πόδας θερμούς, το ευεργετικόν τούτο αποτέλεσμα της γειτνιάσεως του πόντου. Ο ήλιος είχε προβάλει από τα σύννεφα επ ολιγας στιγμας («ήλιος με τα δόντια γριά με τα χταπόδια!» ανεκραξεν ο Λαμπράκης) διότι, ενώ την νύκτα ηθρίαζε κι εγίνετο «ο ουρανός καντήλι», την ημέραν συνηγοντο πάλιν τα νέφη, και ο βορράς εφαινετο υποχωρών εις τον απηλιωτην, ως να ηπειλείτο βροχη• αλλά μόλις επροβαλε, κι εφανη ως να έβλεπε ποιά ήτο η υψηλότερα και εγγύτερα κορυφή εκ των κατάλευκων ορεων ολόγυρα, η του Πηλίου ή η του Όθρυος, διά να σπεύση το ταχύτερον να κρυφθή. Αλλά τα νέφη σωρευθέντα πάλιν τον απήλλαξαν του κόπου τούτου. Η ακριβής απόστασις από του μεσηβρινου λιμένος έως το βορεινοτερον άκρον της νήσου, όπου επλεον, θα ήτο ως δέκα ναυτικών μιλιών. Ο παπάς εβλεπεν ότι ηθελον νυκτώσει, πριν φθασωσιν εις το Κάστρον. Ήτο μεσημβρία ήδη, και δεν έφθασαν ακόμη εις την Κεχρεαν, την ωραίαν μελαγχολικήν κοιλάδα με τάς ελαιοφύτους κλιτύς, με τον Αραδιαν, τον πυκνόν όρυμωνά τής, με το ρεύμα και τάς πλάτανους και τους νερόμυλούς της. Όταν έφθασαν εις την Κεχρεαν, συνέβη εκείνο το όποιον ο μέν κακομαντις Πανάγος προελεγεν, ο δε Στεφάνης δεν ηγνοει, και ο παπα-Φραγκούλης προεβλεπεν. Είτε τροπή εις τον μαίστρον ήτο, είτε αποθαλασσια και μπουκάρισμα του κόρφου, τα κύματα ηρχισαν να ογκούνται καταπρωρα του μικρού σκάφους, και η βάρκα με το λευκόν πανιόν της, και με τον φλοκκον και την αντεννά τής, ηρχισε να σκιρτά επί των κυμάτων, όμοια με Ελληναλβανον χορευοντα ηρωικούς χορούς, με τον λευκόν χιτώνα ανεμίζοντα, με τον ένα βραχίονα τριγωνοειδή εις την μέσην, με τον άλλον υψιτενή και παίζοντα τα δάκτυλα. Αι γυναίκες ηρχισαν να δειλιώσιν. Η θειά το Μαλαμώ ηώτα τον παπά αν δεν ήτο καλόν ν αποβιβασθώσι και ανελθωσιν εις την Παναγίαν την Κεχρεαν να λειτουργησωσιν, όπως εορτασωσιν εκεί τα Χριστούγεννα. Ο κύρ Αλεξανδρης, ζαλισθείς, εζαρωσεν εις μίαν γωνιάν, και οι άλλοι επιβαται μεγάλως ανησυχούν. Μόνον δυο άνδρες δεν εδειλίασαν, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο παπα-Φραγκούλης.
Εις των επιβατών επροτεινε ν αραξωσι προσωρινώς εις την Κεχρεάν, έως ότου κοπάση ο άνεμος. Ο
Στεφάνης και ο ιερεύς συνεννοούντο διά νευμάτων. Απείχον ακόμη από το Κάστρον υπέρ τα τρία μίλια. Δυο μέσα ηδυναντο να δοκιμασωσιν, αν τα εύρισκον τελεσφόρα• η να συστειλωσι τα ιστία και να προχωρησωσι με τάς κωπας, καταφρονούντες τον αφόρητον, διά τάς γυναίκας μάλιστα, σάλον, περιβρεχόμενοι από τα θραυόμενα και εισπηδωντα εις το σκάφος κύματα, ριγούντες και δεινως πάσχοντες, η ν αποβιβασθωσιν εις την ξηράν και να δοκιμασωσιν αν θα εύρισκον όρομισκον τινά, δχί πολύ πλακωμένον από την χιονα, ώστε να είναι βάτος εις ανθρώπους. Πτυαρια και αξίνας δυο τρεις είχε πάρει μαζί του ο Βασίλης της Μυλωνούς, προβλέπων ότι ίσως θα εχρησιμευον διά ν άνοιξη όρομον προς ανεύρεσιν του αποκλεισμένου αδελφού του. Ο παπα-Φραγκούλης απεφανθη ότι, αφού εξ άπαντος θα ενυχτωναν, καλλιον θα ήτο να δοκιμασωσι το πρώτον, διότι κέρδος θα ήτο, είπεν, όσον ολίγον και αν ηδυναντο να προχωρησωσι διά θαλασσής, και ύστερον θα ειχον καιρόν να καταφυγωσι και εις την δευτεραν μέθοδον. Ήδη ο ήλιος, επιφανείς ακόμη μίαν φοράν, έκλινε προς την δύσιν. Ητο τρίτη και ημισεια ώρα. Και ο ήλιος εχαμηλωνεν, εχαμηλωνε. Και η βαρκούλα του μπαρμπα-Στεφανη, με το ανθρώπινον φορτίον της, εχορευεν, εχορευεν επάνω εις το κύμα, πότε ανερχόμενη εις υγρά όρη, πότε κατερχόμενη εις ρευστας κοιλάδας, νύν μέν εις την ακμήν να καταποντισθή εις την άβυσσον, νύν δε ετοίμη να κατασυντριβή κατά της κρημνώδους ακτής. Και ο ιερεύς έλεγε μέσα του την παράκλησιν όλην, από το «Πολλοις συνεχόμενος» έως το «Πάντων προστατεύεις». Κι ο μπαρμπα-Στεφανης εστενοχωρείτο, μή δυνάμενος επί παρουσία του παπά να έκχυση ελευθερως τάς αφελείς βλασφημίας του, τάς οποίας έμασα κι έπνιγε μέσα του, υποτονθορυζων: «Σκύλιασε ο διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο! Το Μουχαμετή σού, μέσα!» Κι η θειά το Μαλαμώ, ποιούσα το σημείΟν του Σταυρού, έλεγε το «Θεοτόκε Παρθένε», κι επανελαμβανεν: «Έλα, Κ στέ μ ! Βοήθα, Παναΐα μ !» Και τα κύματα επληττον την πρώραν, επληττον τα πλευρά του σκάφους, και εισορμωντα εις το κύτος έκτυπων τα νώτα, έκτυπών τους βραχίονας των επιβατών. Και ο ήλιος εχαμηλωνεν, εχαμηλωνε. Και η βαρκούλα εκινδύνευε ν αφανισθή. Και η απόρρωξ βραχώδης ακτή εφαινετο διαφιλονεικούσα την λείαν προς τον βυθόν της θαλάσσης. Τέλος, ηρχισε να σκοτεινιάζη. Ενυκτωσεν ακριβώς την στιγμήν καθ ην θα εβλεπον αντίκρυ το Κάστρον, ού απείχον τώρα δυο ακόμη μίλια. Νέφη συσσωρευμένα προς ανατολας ημποδιζον να φανή το παρήγορον φέγγος της σελήνης. Αλλ ο άνεμος, αντί να πέση, εδυνάμωνε και αγρίευε και εθεριευε, και ο πλούς κατέστη αδύνατός του λοιπού. Δεν εβλεπον πλέον ούτε εμπρός ούτε δεξιά τίποτε, ειμη δυο δγκούς φαιούς, αμαυρούς. Ευτυχώς, ο μπαρμπα-Στεφανης εγνώριζε καλά το μέρος.
«Εδώ, εδώ είν ένα λιμανάκι, παπά, κατ απ το Πρυΐ, αποκατ απ την Άγια Αναστασία, στα Μποστάνια».
«Θυμάσαι καλά, Στεφανή;»
«Όπως ξέρς η αγιωσύνη σ τα γράμματα τσ εκκλησιάς απ οξου, παπά, έτσι κι εγώ τα ξέρω απ’ όξου όλα τα λιμανάκια, τους κάβους, κι τς αμμουδιές, όλες τις ξέρες κι τα γκριφια κι τα θαλάμια».
Καιπροσηγγισαν με πολύν κόπον και αγώνα και βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι. «Εκεί, εκεί διανασταει».
Υπήρχεν εν θαλάσσιον μάρμαρον, ως φυσική αποβάθρα, πότε καλυπτόμενον από το κύμα, πότε ανέχον υπεράνω της θαλάσσης. Την φοράν ταύτην το εκάλυπτε και δεν το εκάλυπτε το κύμα. Επλησίασαν και ησθανθησαν πάραυτα το ευάρεστον αίσθημα της παύσεως του σάλου και της προσεγγίσεως εις σκεπαστόν και ευλίμενον μέρος.
«Πάντα κατευόδιο!» είπε ποιών το σημείον του Σταυρού ο κύρ Αλεξανδρης, όστις τότε εξεζαλίσθη κι εσταθη εις τους πόδας του. Επηδησαν εις εις εξω• εξεφορτωσαν τάς αποσκευάς και ηλάφρυναν την βαρκαν. Ανάμεσα εις το μάρμαρον και εις την κρημνώδη ακτήν εσχηματιζετο μικρά αμμουδιά, όση θα ηρκει διά να σύρη αλιεύς την ψαροπουλάν τού, γυρμενην από την μίαν πλευράν επί της άμμου, και να εξαπλωθή και αυτός υπό την άλλην πλευράν να κοιμηθή θεωρών τους αστέρας.
«Τώρα να σύρουμε τη βάρκα, παπά» είπεν ο μπαρμπα-Στεφανής, «κι ύστερα οι άνδρες να φορτωθούμε όλα τα πράγματα και ν αρχίσουμε σιγά σιγά ν ανεβαίνουμε. Ας πάρουν κι οι γυναίκες δ,τι μπορούν».
«Να τώρα τί άξιζε να χα το μ λαρι μαζί μ » είπεν ο Βασίλης της Μυλωνούς. «Σου είπα, μπαρμπα-Στεφανη, να το μπαρκάρουμε, δε θέλησες».
Έσυραν την λέμβον. Ήναψαν τα δυο φανάρια πού είχαν. Ο Βασίλης έλαβε τα πτυάρια και τάς αξίνας του, και απομακρυνθείς προσωρινώς ηρχισε να κατοπτεύη πού θα εύρισκε μονοπάτι όχι πολύ πατημένον από την χιονα, ώστε να δύνανται άνθρωποι να βαδισωσιν. Από το μέρος εκείνο ως το Κάστρον, το οποίον διεκρινετο ως πελώριος αμαυρός όγκος υψηλά προς βορράν, η οδός δεν θα ήτο πλέον της ώρας, αλλ εις ην κατάστασιν ήτο τώρα ο όρομος από τάς χιονας, τις οίδεν αν θα ηρκει και το τριπλάσιόν του χρόνου όπως φθάσωσιν. Εδείπνησαν όλοι επί ποδός με διπυρα και με ελαίας και επιον ολίγον οίνον η ρακήν. Ο Βασίλης επανελθών ανηγγειλεν ότι άνευρε το μονοπάτι, πλακωμένον πολύ από την χιονα, αλλ ότι με πολύν κόπον, αν προπορευωνται δυο άνθρωποι και ξεχιονιζουν, ελπίζει να φθάσουν εις το Κάστρον το γρηγορωτερον. έως τα μεσανυκτα. Εφορτωθησαν τάς αποσκευας. Ο κύρ Αλεξανδρής έλαβε το ένα φανάρι και μία των γυναικών το άλλο. Ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του έλαβον τα πτυάρια και τάς αξίνας και προπορευόμενοι ηρχισαν να ξεχιονιζωσιν. Ο όρομισκος ανηρχετο έρπων εις τον κρημνόν κατ αρχάς, ειτα κατηρχετο εις εν παραθαλάσσιον κοίλωμα. Επάτουν προσεκτικώς, ως να εμετρούσαν τα βήματα τών. Η σελήνη ειχεν απαλλαγή των νεφών και προσεπαθει να φέξη τον όρομον με το κρυερον φώς της. Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του όρομου, απεπλανωντο κι ευρισκοντο αίφνης επί της κορυφής πελώριων βράχων, κάτω των οποίων άβυσσος ηνοιγε το στόμα της, και πάλιν κατεβαίνον με τρεμουλιαστά γόνατα, κρατούμενοι εκ των πετρών και των θάμνων. Ανείρπον εις τον κρημνόν ως μικρόν κοπαδιον αιγών αποπλανηθέν και απαγόμενον οπίσω εις την μάνδραν από τους δυο βοσκούς του, οίτινες το ανεζητησαν κρατούντες φανάρια, και μακροθεν αν τους έβλεπε τίς, ηδυνατο να τους εκλάβη ως συστρεφόμενον κρικωτον τέρας, φωσφορίζον την κεφαλήν και την ουράν, με τους δυο φανούς. Με όλον το ξεχιονισμα, το οποίον εννοεί τις ποσόν ατελώς ενηργείτο, επατουν ενίοτε σφαλερώς κι εχωνοντο ως το γόνυ και ως τον μηρόν εις την χιόνα. Επλησίαζε μεσάνυκτα όταν έφθασαν υπό την γέφυραν του Κάστρου, μισοπνιγμενοι, παγωμένοι, αλμυροί από θάλασσαν και λευκοί από χιονα, μελανιασμένοι τα χείλη, αλλά θερμοί την καρδίαν.
Εκεί επάνω, πριν διελθωσι την γέφυραν, από την σιδερόπορταν του Κάστρου ηκουσθησαν φωναίι:
«Ποιοί είστε; Ποιοί είστε;»
Και αντήχησε βαρύς ο τριγμός των εσκωριασμενων στροφέων, ως να εδοκίμαζε τις να κλείση έσωθεν την σιδηράν πύλην. Ηκουσθη δε και μικρός κρότος, ως ο της υψώσεως σκανδάλης τουφεκιού.
«Καλοί! Καλοί! Πατριώτες!» απηντησεν ο μπαρμπα-Στεφανής. «Μα εσείς ποιοί είστε;»
«Πέστε μας τα ονόματά σας!»
«Ημείς είμαστε.» ήρχισεν ο μπαρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως διά του βλέμματος εσυμβουλευετο τον παπάν.
«Μπά! αύτη είναι η φωνή τ αδερφού μου» ανεκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς. Και είτα εντεινας την φωνήν: «Αργύρη, εγώ είμαι!» εφώναξε.
«Τόσο καλύτερα… μάς έβγαλαν κι από έναν κόπο» εψιθυρισεν ο ιερεύς.
Ανέβησαν εις το Κάστρον, όπου συνηντησαν τον Αργυρήν της Μυλωνούς και τον σύντροφόν του, τον Γιαννην τον Νυφιωτην. Ούτοι εν ολιγοις διηγηθησαν πώς τους είχε κλείσει το χιόνι επάνω στο Στοιβωτο, όπου ετρυπωσαν δυο νύκτας εις μίαν σπηλιάν, και πώς την προχθές, ήτοι εις τάς 22 του μηνός, ελθόντες τους απηλευθερωσαν εκείθεν, εκτοπισαντες μεγάλους όγκους χιόνος, δυο αιγοβοσκοί, ο Γιαλής ο Κονιζάς και ο Γιώργης ο Μπάντας, οίτινες και ευρισκοντο την στιγμήν ταύτην με όλον το αιπολιον των εις το φρούριον. Το φρούριον τούτο, όπερ αλλαχού περιεγραψαμεν, ήτο γιγαντιαίος βράχος, φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γής προς τον πόντον, ως να εδειχνεν η ξηρά τον γρόνθον εις την θάλασσαν και να την προεκαλει• φοβερός, μονοκόμματος γρανίτης, αλίκτυπος, όπου γλαύκες και λάροι ηριζον περί κατοχής, διαφιλονεικουντες πού αρχίζει η κυριότης του ενός και πού σταματά η δικαιοδοσία του άλλου. Προσφιλής σκοπός του βορρά και των γειτόνων του, του καικιου και του αργεστου, ών το στάδιον ευρύ εκτείνεται αναμεσον της Χαλκιδικης, του Θερμαίκου, του Ολύμπου και του Πηλιου μεμονωμένος υψιτενης βράχος, εφ ού οι κάτοικοι εξ ανάγκης ειχον κλεισθή διά φύλαξιν κατά των πειρατών και των βάρβαρων, εγκαταλιποντες αυτόν έρημον μετά το 1821, ότε εκτίσθη η σημερινή μεσημβρινή πολίχνη. Μέχρι προ ολίγων ετών εσωζοντο ακόμη οικιαι τινές με τάς στεγας και τα πατωματά των εντός του φρουρίου, αλλά τελευταίον, η ολιγωρία των δημοτικών άρχων, ο οκνός των ανθρώπων εις το να επισκεπτωνται το Κάστρον συχνοτερα, και η ασυνειδησία ολίγων τίνων συλαγωγων, πλεονεκτών η οικοδομών, είχε καταστήσει ερειπιών σωρόν το Κάστρον. Εντεύθεν αμελησαντες και οι εφημέριοί της σημερινής πολίχνης, άφηναν από ετών ήδη αλειτούργητον τον ναόν της Χριστού Γεννήσεως, κατ αυτήν την ημέραν της εορτής. Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου. Ο ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και δχί πολύ εφθαρμένος. Ο παπα-Φραγκούλης και η συνοδεία του φθασαντες εισηλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού, και η καρδία των ησθανθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. Ο ιερεύς εψιθυρισε μετ ενδομύχου συγκινήσεως το «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου», κι η θειά το Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ στάνα της την βρεγμενην κι εφόρεσεν άλλην, στεγνήν, και το γ νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς ειχεν εις αβασταγήν καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα σάρωθρον εκ στοιβών και χαμόκλαδων και ηρχισε να σαρώνη το έδαφος του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν επιμελώς τα κανδηλια, και ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δυο μανουάλια, και παρεσκεύασαν μεγάλην πυράν με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού, όπου εσχηματίζετο μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού τοίχου, κλειόμενον υπό σωζόμενου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής, κι εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον, το σωζόμενον εντός του Ιερού Βήματος, και έθεσαν το πύραυνον εν τώ μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον λίβανον εις τους άνθρακας. Και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας. Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην κι επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημενον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τάς περικαλλείς της αρίστης Βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ μιμουμένη», όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του Θείου Βρέφους και της αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναι παρίστανται αι όψεις των αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στιλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική ελαλει, φαντάζεται τις επί μίαν στιγμήν ότι ακούει το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»!
Εν τώ μέσω δε κρεμαται ο μέγας ορειχάλκινος και πολυκλαδος πολυέλεος, και ολόγυρα ο κρεμαστός χορός, με τάς εικόνας των Προφητών και Αποστόλων, υφ ον ετελούντο το πάλαι οι σεμνοί γάμοι των χριστιανών ανδρογύνων. Και ολόγυρα αι μορφαί των Μαρτύρων, Οσιων και Ομολογητών. Ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς, οποίοι εν τώ Παραδείσω, ευθύ και κατά πρόσωπον βλέποντες, ως βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα. Μόνος ο Άγιος Μερκούριος, με την βαρείαν περικεφαλαίαν του, με τον θώρακα, τάς περικνημίδας και την ασπίδα, φαίνεται ολίγόν τι εγκαρσίως βλέπων και κινούμενος και ορών, εις τα δεξιά του ναού, εκεί όπου διατρυπά με το δόρυ του τον επί θρόνου καθήμενον ωχρόν Παραβάτην. Πελιδνός ο παράφρων τύραννος, με το βλέμμα σβήνον, με το στήθος αιμάσσον, μάτην προσπαθεί ν αποσπάση από το στέρνον του τον οξύν σίδηρον, και εξεμεί μετά της τελευταίας βλασφημίας και την μιαράν ψυχήν του. Γείτων της τρομακτικής ταύτης σκηνής παρίσταται γλυκεία και συμπαθεστάτη εικών, ο Άγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδιον, κρατούμενον εκ της χειρός υπό της μητρός του, της Άγιας Ιουλιττης. Δία δώρων και θυσιών εζητει ο διώκτης Αλέξανδρος να ελκύση το παιδιον, και διά του παιδιού την μητέρα. Αλλ ο παίς, καλών την μητέρα του και υποψελλίζων του Χριστού το όνομα, έπτυσε τον τύραννον κατά πρόσωπον, και εκείνος εξαγριωθείς εκρήμνισε το παιδίον από της μαρμαρίνης κλίμακος, όπου συνέτριψε το τρυφερόν και διά στεφάνους πλασθέν κρανίον. Και εις την χηβαδα του Ιερού Βήματος, υψηλά, εφαινετο στεφανουμενη υπό αγγέλων η των Ουρανών Πλατυτέρα. Και κατωτερω, περί το θυσιαστήριον, ίσταντο, άρρητον. σεμνότητα αποπνεουσαι, αι μορφαι των μεγάλων Πατέρων, του Αδελφοθεου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου και του Θεολόγου, και εφαινοντο ως να εχαιρον διότι εμελλον ν ακουσωσι και πάλιν τάς ευχας και τους ύμνους της Ευχαριστίας, ούς αυτοί εν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δέ, και εντός και εκτός, εικονιζετο περιτεχνως όλον το Δωδεκαορτον και τα τάγματα των αγγέλων, και η βρεφοκτονία, και οι κόλποι του Αβραάμ και ο ληστής ο επί του σταυρού ομολογήσας. Όταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισηλθον εις τον ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν τών, ώστε, αν και ησαν κατάκοποι, αν και ενυσταζον τινές αυτών, ησθανθησαν τόσον την χαράν του να ζωσι και του να εχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας τών, εις τον ναόν του Κύριου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις. Οι αιπόλοι, ευρόντες ενασχόλησιν και πρόφασιν όπως καπνιζωσι καθήμενοι, και ενίοτε όπως εξαπλωνωνται και κλεπτωσιν από κανέναν ύπνον τυλιγμένοι με τες καππες των παρά το πύρ, είχον ανάψει έξω δυο πυρσούς, τον ένα έμπροσθεν του Ιερού Βήματος, τον άλλον προς το βόρειον μέρος. Εντός του ναού η θερμότης ήτο λίαν ευάρεστος, τη βοήθεια των έσωθεν και έξωθεν πυρών. Και είχον σωρεύσει πάμπολλας δέσμας ξηρών ξύλων και κλάδων οι εκεί καταφυγοντες αιπόλοι, με τάς ολιγας αίγας και τα ερίφια τών, όσα δεν είχον ψοφήσει ακόμη από τον βαρύν χειμώνα του έτους εκεινού, οι τραχείς αιπόλοι, οίτινες είχον σώσει και τους δυο υλοτόμους εκ του αποκλεισμού της χιονος. Και ειτα ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και εψαλη η λιτή της μεγαλοπρεπούς εορτής, μεθ ο ο κύρ Αλεξανδρής ήρχισε τάς αναγνώσεις, και όσοι ήσαν νυστασμενοι, απεκοιμηθησαν σιγά εις τα στασίδια των (ά! εμελλον άρα του Προφητάνακτος οι θεσπέσιοι ύμνοι από ψαλμών να καταντήσωσιν ανάγνωσις νυστακτική, και ως ανάγνωσις να παραλειπωνται όλως, ως φορτικόν τί και παρέλκον!), βαυκαλιζόμενοι από την έρρινον και μονότονον απαγγελίαν του κύρ Αλεξανδρή. Ο αγαθός γέρων ήτο εκ του αμίμητου εκείνου τύπου των ψαλτών, ών το γένος εξελιπε δυστυχώς σήμερον. Έψαλλε κακώς μέν, αλλ ευλαβώς και μετ αισθήματος. Κανέν σχεδόν κώλον δεν έλεγεν ορθώς, ούτε μουσικώς, ούτε γραμματικώς. Πότε εν και ήμισυ κώλον τα ήνου εις έν, πότε δυο και ήμισυ τα διήρει εις τέσσαρα. Αλλά προκριτωτέρα η αμάθεια της δοκησισοφίας. Αλλ οτε ο ιερεύς εξελθων έψαλε το «Δεύτε ίδωμεν, πιστοί, πού εγεννηθη ο Χριστός», τότε αι μορφαί των Άγίων εφανησαν ως να εφαιδρυνθησαν εις τους τοίχους. «Ακολουθησωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ», και ο κύρ Αλεξανδρής ενθουσιών έλαβε την υψηλήν καλάμην και έσεισε τον πολυέλεον με τάς λαμπάδας όλας ανημμένας. «Αγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί», και εσεισθη ο ναός όλος από την βροντώδη φωνήν του παπα-Φραγκούλη μετά πάθους ψάλλοντος: «Δόξα εν υψιστοις λέγοντες τώ σήμερον εν σπηλαιω τεχθεντι», και οι άγγελοι οι ζωγραφιστοί, οι περικυκλούντες τον Παντοκράτορα άνω εις τον θόλον, έτειναν το ούς, αναγνωρισαντες οικείον αυτοίς τον ύμνον.
Και ειτα ο ιερεύς επήρε καιρόν και ήρχισε να προσφέρη τώ Θεώ θυσίαν αινέσεως.
Αίφνης ηκούσθησαν φωναί εξωθέν του ναού. Εξηλθον τινές των ανδρών να ίδωσι τί τρέχει. Εξήλθε κι η θειά το Μαλαμώ, κι ο κύρ Αλεξανδρης έμεινε με τα γυαλιά εις τα όμματα, βλέπων προς την θύραν αριστερά του, και διέκοψε την ψαλμωδίαν του. Ο παπάς ερριψεν αυστηρόν βλέμμα προς τον ψαλτην και τον εκαρφωσεν εις την θέσιν του. Τάς φωνας ειχον ρηξει ο είς των αιπόλων και ο είς των υλοτόμων, οίτινες ετυχον καθημενοι παρά τον πυρσόν, ανατολικως του ναισκου. Δία των φωνών τούτων ειχον απαντήσει εις τίνας κραυγας ελθουσας απ αντίκρυ, εκ της θαλάσσης. Εκεί, εν μέσω του Κάστρου και της βραχώδους ακτής του Κουρουπη, εσχηματίζετο επισφαλής όρμος, ο Μικρός Γιαλός. Αι κραυγαι ηρχοντο ακριβώς εκ της γειτονιάς των απεσπασμένων βράχων και σκοπέλων, υπό την φοβεράν ακτήν του Κουρουπή. Παρήλθε πολλή ώρα έως ου εννοησωσι τί τρέχει. Όλοι σχεδόν οι εκκλησιαζόμενοι ειχον εξέλθει του ναού. Έμειναν μόνοι ο ιερεύς, όστις εκρατείτο ακλόνητος εις το χρέος του, φορεμενος ήδη τα ιερά άμφια, ετοιμαζόμενος να προσέλθη εις την προσκομιδήν, και ο κύρ Αλεξανδρης, τον οποίον εκρατει το βλέμμα του ιερέως. Εν τουτοις, κατ εικασίαν μάλλον η εκ βεβαιας πληροφορίας, ενοησαν ότι εκεί, υπό τον Κουρουπη, είχε προσαράξει πλοίον από του πελάγους ερχόμενον. Η σελήνη είχε δύσει και ο πυρσός δεν ερριπτε πόρρω το φώς. Εβλεπον αμυδρώς εκεί απέναντι, εις απόστασιν μιλιού σχεδόν, επί του μαυρισμένου όγκου των αλικτυπων βράχων, εβλεπον σώμα τί αμυδρώς κινούμενον, μελανωτερον των βράχων. Αντηχούν εν τη σιγή της νυκτός, μεγεθυνομεναι από τάς ηχούς, κραυγαι αγωνιάς και ταραχής, όμοιαι μ εκεινας τάς οποίας εκχυνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι η ναυαγοί σαστισμένοι.
Οι άνδρες έσπευσαν να ρίψωσιν επί της πυράς όσα κλαδιά ειχον πρόχειρα ακόμη, σχηματίζοντες ογκωδεστέραν την φλόγα. Αλλο μέσον βοήθειας δεν είχον ταχύ. Εν τουτοις, ο Στεφάνης ο πορθμεύς και ο Μπάντας και ο Νυφιωτης ο Γιάννης και ο Αργυρής και ο αδελφός του ελαβον ανά ένα δαυλόν και τα δυο φανάρια, και απεφασισαν να κατελθωσι τρέχοντες εις τον Μικρόν Γιαλόν. Αλλ εάν ο κρημνώδης ορμίσκος δεν ήτο χιονισμένος, θα εχρειαζετο σχεδόν ημίσεια ώρα διά να κατέλθη τις εκεί από το Κάστρον, και τώρα όπου ήτο χιονισμένος, και ήτο νύξ, τρίτη ώρα μετά τα μεσανυκτα, ούτε μία ώρα δεν θα ήρκει. Εις μίαν δε ώραν ηδύναντο να κατασυντριβώσι δεκάδες πλοίων και να πνιγώσιν εκατοντάδες ανθρώπων. Ουχ ήττον οι άξεστοι εκείνοι άνθρωποι, εκ της αυθορμήτου εκεινής φιλανθρωπίας, ήτις είναι οιονεί φυσική ορμή, ως συμπάθεια της σαρκός προς την σάρκα, και είναι το πρώτον και τελευταίον αίσθημα το συγκινούν την καρδίαν, μετά την πρώτην έκπληξιν, και πριν προφθασασα πνεύση η παγερά πνοή της φιλαυτίας και αδιαφορίας, οι άνθρωποι, λέγω, εκείνοι ελαβον τους δαυλούς των και έτρεξαν έξω της πύλης και της γέφυρας, και ηρχισαν να τρεχωσι τον κατήφορον. Οι λοιποί, μειναντες επάνω, ησχολούντο ν ανανέωσιν ολονεν την φλόγα, μή παύοντες να ριπτωσι ξηρά κλαδιά εις το πύρ.
Ο ιερεύς εβραδυνεν επίτηδες εις την πρόθεσιν, κι εμνημόνευσε την πρωίαν εκείνην όσα ονόματα είχεν ααθαμένα, ού μόνον τα ιδικά του και των ελθόντων πανηγυριστών, αλλά και όλων των ενοριτών του, ού μόνον όσα είχε γραπτά, αλλά και όσα εκ μνήμης εγνωριζεν εγνώριζε δ εκ μνήμης όλα τα ονόματα της πολίχνης, ααθαμένα και ζωντανά. Εδεήθη και υπέρ διασώσεως του κινδυνεύοντος πλοίου, περί ού, χωρίς να ζητήση εξήγησιν, αμέσως είχεν εννοήσει τα συμβάντα. Τέλος, αι κραυγαι μικρόν κατά μικρόν έπαυσαν, ησυχία επήλθεν. Εφάνη ότι βωβή συμφορά είχεν ενσκήψει η ότι η δυσχέρεια έλαβε πέρας. Δυο άλλοι άνδρες ανησυχησαντες εξηλθον έως την Άγιαν Κυριακήν, πέραν της ξύλινης γέφυρας, με δυο πυρσούς εις τάς χείρας. Παρηλθεν ολίγη ωρα• ο ιερεύς αργά αργά εμβηκεν εις την λειτουργίαν, ελπίζων να ηρχοντο εν τώ μεταξύ και οι απόντες. Αλλ η λειτουργία προυχωρει και ψύχη δεν εφαινετο. Τέλος, εις το «Μετά φόβου Θεού», επέστρεψαν πρώτοι οι τελευταίοι εξελθοντες προς επισκόπησιν, ειτα εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανης και οι μετ αυτού καταβαντες εις τον αιγιαλόν, και μετ αυτόν τρεις άγνωστοι με ναυτικά ενδύματα και με κηρωτούς επενδύτας. Έφθασαν όλοι ακριβώς όπως ασπασθωσι τάς εικόνας και λαβωσι το αντίδωρον.
Ενώ ο κύρ Αλεξανδρης ανεγίνωσκε το «Ευλογήσω τον Κύριον», οι άνδρες εξηγούντο ταπεινή τη φωνή τα συμβάντα. Το εξόκειλαν πλοίο ν ήτο το γολεττι του καπετάν Κωσταντη του Λημνιαραιου, αυτοπροσώπως παρόντος εκεί. Ο ίδιος, ανήρ μεσήλιξ, βραχύς το σώμα, με αδρόν μύστακα, διηγείτο τα έξης: Προ δυο ημερών ήτο προσορμισμένος εις την Δάφνην, τον μεσημβρινόν όρμον του Αγιου Όρους, αλλ ο βορειάς τον εζουριασε, αι αλυσίδες των αγκυρών του εκοπησαν υπό της βίας του ανέμου, και παρεσύρθη διά μιάς δέκα μίλια μακράν. Μάτην προσεπάθησε με όλας τάς δυνάμεις του να προσεγγίση εις τον Κωφόν, τον γνωστόν όρμον της Συκιάς, του μεσαίου λαιμού της Χαλκιδικης, όπου άμα εισπλεύση τίς, δεν βλέπει πλέον πόθεν εισεπλευσεν, αλλ όπου δυσκολως εισπλέει τίς. Ο όρμος ομοιάζει με λίμνην μεσόγειον, μή έχουσαν ορατόν στόμιον, τόσον είναι ασφαλής. Και το γολεττι, ζυλαρμενον, μετά ματαιας προσπαθείας, παρεσύρθη υπό της τρικυμίας προς τάς νήσους, όπου, την νύκτα εκείνην των Χριστουγέννων, οι αγωνιωντες ναυβαται είδον έξαφνα φώς, ως φάρον οδηγούντα αυτούς, τους πυρσούς, ούς είχον ανάψει έμπροσθεν του ναΐσκου του Χριστού οι τραχείς αιπόλοι. Ο πυρσός εκείνος εφανη προς αυτούς ως θείον πράγματι θαύμα, ως να εθερμαινοντο περί αυτόν αγραυλούντες οι ποιμένες εκείνοι, οι ακούσαντες το «Δόξα εν υψιστοις». Επλησίασαν, φερόμενοι μάλλον η πλέοντες, προς το μέρος τούτο, και τότε εκινδύνευσαν να κατασυντριβωσιν εις τους βράχους του Κουρουπη. Ευτυχώς, δι επιτήδειου χειρισμού απεφυγον την καταστροφήν κι εκαθισαν το σκάφος εις τα ρηχά, επί της άμμου, όπου τόσον καλά ήτο εξησφαλισμενον, όσον δεν ηδυνατο να είναι με τάς δυο άγκυράς του, τάς μεινασας ως ομήρους εις τον βυθόν του όρμου της Δάφνης.
Εφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτιμηθησαν να σφαξωσι και ψησωσι δυο τρυφερά ερίφια, ενώ οι δυο υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα• και ο καπετάν Κωσταντής ανεβίβασεν από το γολεττί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διετρεχεν όπως ήτο καθισμένον, αν δεν έπνεε νότος από της ξηράς να το απώθηση προς το πέλαγος, ανεβιβασε δυο ασκούς γενναίου οίνου και εν καλαθών με αυγά και κχσκχβαλι της Αίνου, και ημισειαν δωδεκάδα Όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρια. Και εφαγον πάντες και ηυφρανθησαν, εορτασαντες τα Χριστούγεννα μετά σπάνιας μεγαλοπρέπειας επί του έρημου εκεινού βράχου. Την νύκτα εκοιμηθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπποτες, όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισται είχαν φέρει μεθ εαυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκομισεν από το πλοίον του.
Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ, και επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος, απεφασισαν ν απέλθωσιν. Ο μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του μετά δυο άλλων βοηθών επανήλθον εις την μικράν αμμουδιάν υπό τα Μποστάνια, καθείλκυσαν την λέμβον, επέβησαν αυτής, και κάμψαντες το Κάστρον, την έφεραν από σοφράν εις το βορειοανατολικόν μέρος. Τη βοήθεια της δυνατής βάρκας του μπαρμπα-Στεφανή και της μικράς φελούκας του Λήμνιου κυβερνήτου, τόσοι βραχίονες συμπονήσαντες, δεν εβραδυναν να ξεκαθισωσιν από την άμμον το γολέττι, το οποίον δεν είχε πάθει τίποτε, αλλ εφαινετο ως μαλακώς πλαγιασμένον και αναπαυόμενον κατόπιν πολλών κοπών. Και αποχαιρετισαντες τους αιπόλους, επεβιβάσθησαν οι μέν εις το γολεττι, οι δε εις την βαρκαν, πότε ρυμουλκούμενην, πότε ρυμουλκούσαν, και με ιστία και με κωπας πλέοντες, διά της βορειανατολικης οδού την φοράν ταύτην, ως συντομωτερας και ευπλοώτερας εις την κάθοδον, έφθασαν αισίως εις την πολίχνην.
Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017
Αλλά αρκεί ένας θόρυβος, μια μυρουδιά...
Εντυπώσεις σαν αυτές που γύρευα να αποτυπώσω δεν μπορούσαν παρά να
εξαφανιστούν, αν ερχόντουσαν σε επαφή με μιαν άμεση απόλαυση που υπήρξε
ανίκανη να τις γεννήσει. Ο μόνος τρόπος να τις γευτώ περισσότερο, ήταν
να προσπαθήσω να τις γνωρίσω περισσότερο εκεί όπου βρισκόντουσαν, δηλαδή
μέσα μου, να τις αποσαφηνίσω μέχρι τα βάθη τους…
Γιάννης Σταύρου, Ψωμί με μαρμελάδα, λάδι σε καμβά
Μαρσέλ Προυστ
Ο Ξανακερδισμένος Χρόνος
(απόσπασμα)
Αλλά αρκεί ένας θόρυβος, μια μυρουδιά, που ακούστηκε ή μυρίστηκε κάποτε, να παρουσιαστούν ξανά, ταυτοχρόνως μέσα στο παρόν και μέσα στο παρελθόν, πραγματικοί χωρίς να είναι επίκαιροι, ιδανικοί χωρίς να είναι αφηρημένοι, ώστε αμέσως η διαρκής και συνήθως κρυμμένη ουσία των πραγμάτων να βρεθεί ελεύθερη και ο πραγματικός εαυτός μας, που ενίοτε για καιρό έμοιαζε νεκρός, αλλά δεν ήταν τελείως, να ξυπνήσει, να ζωντανέψει δεχόμενος την θεία τροφή που τού προσφέρεται. Ένα λεπτό απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου επαναδημιούργησε μέσα μας, για να μπορέσει αυτός να το νοιώσει, τον άνθρωπο απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου. Και γι αυτό είναι κατανοητό να εμπιστεύεται τη χαρά του, ακόμα κι αν η γεύση απλώς ενός μπισκότου δεν μπορεί να περικλείει τις αιτίες αυτής τής χαράς, είναι κατανοητό η λέξη “θάνατος” να μην έχει νόημα γι’ αυτόν. Αφού βρίσκεται έξω από τον χρόνο, τι μπορεί να φοβάται από το μέλλον; Σ’ αυτήν την στοχαστική παρατήρηση τής ουσίας των πραγμάτων ήμουν τώρα αποφασισμένος να προσκολληθώ, να την αποτυπώσω, αλλά πώς; Με ποιo μέσο;
“Δεν ήθελα πια να αφήσω το εαυτό μου σε ψευδαισθήσεις για άλλη μια φορά, γιατί επρόκειτο να γνωρίσω πλέον, αν ήταν πράγματι δυνατόν να πετύχω αυτό που, πάντοτε απογοητευμένος όπως ήμουν απ’ την παρουσία των τόπων και των ανθρώπων, είχα (μολονότι για μια φορά ένα κομμάτι μουσικής τού Βεντέιγ πήγε να με πείσει για το αντίθετο) πιστέψει ως ακατόρθωτο. Δεν επρόκειτο λοιπόν να πειραματιστώ και πάλι προς την κατεύθυνση που από καιρό ήξερα πως δεν οδηγεί πουθενά. Εντυπώσεις σαν αυτές που γύρευα να αποτυπώσω δεν μπορούσαν παρά να εξαφανιστούν, αν ερχόντουσαν σε επαφή με μιαν άμεση απόλαυση που υπήρξε ανίκανη να τις γεννήσει. Ο μόνος τρόπος να τις γευτώ περισσότερο, ήταν να προσπαθήσω να τις γνωρίσω περισσότερο εκεί όπου βρισκόντουσαν, δηλαδή μέσα μου, να τις αποσαφηνίσω μέχρι τα βάθη τους…
(μετ. Δημήτρης Δημουλάς-Παντελής Ανδρικόπουλος)
Γιάννης Σταύρου, Ψωμί με μαρμελάδα, λάδι σε καμβά
Μαρσέλ Προυστ
Ο Ξανακερδισμένος Χρόνος
(απόσπασμα)
Αλλά αρκεί ένας θόρυβος, μια μυρουδιά, που ακούστηκε ή μυρίστηκε κάποτε, να παρουσιαστούν ξανά, ταυτοχρόνως μέσα στο παρόν και μέσα στο παρελθόν, πραγματικοί χωρίς να είναι επίκαιροι, ιδανικοί χωρίς να είναι αφηρημένοι, ώστε αμέσως η διαρκής και συνήθως κρυμμένη ουσία των πραγμάτων να βρεθεί ελεύθερη και ο πραγματικός εαυτός μας, που ενίοτε για καιρό έμοιαζε νεκρός, αλλά δεν ήταν τελείως, να ξυπνήσει, να ζωντανέψει δεχόμενος την θεία τροφή που τού προσφέρεται. Ένα λεπτό απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου επαναδημιούργησε μέσα μας, για να μπορέσει αυτός να το νοιώσει, τον άνθρωπο απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου. Και γι αυτό είναι κατανοητό να εμπιστεύεται τη χαρά του, ακόμα κι αν η γεύση απλώς ενός μπισκότου δεν μπορεί να περικλείει τις αιτίες αυτής τής χαράς, είναι κατανοητό η λέξη “θάνατος” να μην έχει νόημα γι’ αυτόν. Αφού βρίσκεται έξω από τον χρόνο, τι μπορεί να φοβάται από το μέλλον; Σ’ αυτήν την στοχαστική παρατήρηση τής ουσίας των πραγμάτων ήμουν τώρα αποφασισμένος να προσκολληθώ, να την αποτυπώσω, αλλά πώς; Με ποιo μέσο;
“Δεν ήθελα πια να αφήσω το εαυτό μου σε ψευδαισθήσεις για άλλη μια φορά, γιατί επρόκειτο να γνωρίσω πλέον, αν ήταν πράγματι δυνατόν να πετύχω αυτό που, πάντοτε απογοητευμένος όπως ήμουν απ’ την παρουσία των τόπων και των ανθρώπων, είχα (μολονότι για μια φορά ένα κομμάτι μουσικής τού Βεντέιγ πήγε να με πείσει για το αντίθετο) πιστέψει ως ακατόρθωτο. Δεν επρόκειτο λοιπόν να πειραματιστώ και πάλι προς την κατεύθυνση που από καιρό ήξερα πως δεν οδηγεί πουθενά. Εντυπώσεις σαν αυτές που γύρευα να αποτυπώσω δεν μπορούσαν παρά να εξαφανιστούν, αν ερχόντουσαν σε επαφή με μιαν άμεση απόλαυση που υπήρξε ανίκανη να τις γεννήσει. Ο μόνος τρόπος να τις γευτώ περισσότερο, ήταν να προσπαθήσω να τις γνωρίσω περισσότερο εκεί όπου βρισκόντουσαν, δηλαδή μέσα μου, να τις αποσαφηνίσω μέχρι τα βάθη τους…
(μετ. Δημήτρης Δημουλάς-Παντελής Ανδρικόπουλος)
Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017
Να αυτοκτονήσω ή να κάνω καφέ;
Αυτός που απελπίζεται από την ανθρώπινη μοίρα είναι δειλός. Αυτός που έχει ελπίδες γι’ αυτήν είναι ανόητος.
Γιάννης Σταύρου, Το μήλο της γνώσης, λάδι σε καμβά
Αλμπέρ Καμύ
Αποφθέγματα
► Πρέπει να θεωρείτε τον ηρωισμό και το θάρρος δευτερεύουσες αξίες, αφού όμως πρώτα δώσετε αποδείξεις ηρωισμού και θάρρους.
► Φαντάζομαι πως ο Σίσυφος ήταν ευτυχισμένος.
► Ελεύθερος είναι εκείνος που μπορεί να ζει χωρίς να λέει ψέματα.
► Είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή μόνο αυτοί που δεν την έχουν ζήσει.
► Αυτοί που γράφουν ξεκάθαρα έχουν αναγνώστες. Αυτοί που γράφουν δυσνόητα, έχουν σχολιαστές.
► Το να δημιουργείς είναι σαν να ζεις δυο φορές.
► Από την εμπειρία κανείς δεν γίνεται σοφός, αλλά εμπειρογνώμων. Σε τι όμως;
► Η αδράνεια είναι μοιραία μόνο για τις μετριότητες.
► Είναι πιθανό να είναι κανείς ενάρετος, αλλά μόνο από ιδιοτροπία.
► Δεν μπορείς να αποκτήσεις εμπειρία κάνοντας πειράματα. Δεν μπορείς να δημιουργήσεις εμπειρία. Πρέπει να την υποστείς.
► Στα τριάντα μου, σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη, γνώρισα τη φήμη. Τώρα ξέρω περί τίνος πρόκειται. Μικροπράγματα.
► Γοητεία είναι ένας τρόπος να παίρνεις την απάντηση «ναι», χωρίς να έχεις κάνει κάποια ξεκάθαρη ερώτηση.
► Να αυτοκτονήσω ή να κάνω καφέ;
► Όλες οι σπουδαίες πράξεις και όλες οι σπουδαίες σκέψεις έχουν γελοίο ξεκίνημα.
► Η πραγματική γενναιοδωρία προς το μέλλον έγκειται στο να τα δίνουμε όλα στο παρόν.
► Το σχολείο μας προετοιμάζει για τη ζωή σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει.
► Όταν παραδέχεται κανείς κάποια -ασήμαντα- ελαττώματα, πιστεύει ότι αποφεύγει έτσι να γίνει λόγος για τα άλλα του ελαττώματα. Επειδή είναι φυσιολογικό, σε κάποιον που ομολογεί αυθόρμητα κάποια ελαττώματα, να μην αναζητούμε κι άλλα.
► Η ακεραιότητα δεν έχει ανάγκη από κανόνες.
► Οι άνθρωποι σπεύδουν να ασκήσουν κριτική για να μην κριθούν οι ίδιοι.
► Ζωή είναι το άθροισμα των επιλογών μας.
► Για τους πιο πολλούς ανθρώπους, ο πόλεμος είναι το τέλος της μοναξιάς. Για μένα, είναι η οριστική μοναξιά.
► Για να είμαστε ευτυχισμένοι, πρέπει να μη μας απασχολούν πολύ οι άλλοι.
► Η παγίδα του μίσους είναι ότι σε δένει με τον χειρότερο εχθρό σου.
► Υπάρχουν κάποια πάθη τόσο δυνατά, που δεν μπορεί παρά να είναι αρετές.
► Σε συγχωρούν για την ευτυχία σου και τα πλούτη σου μόνο αν τα μοιράζεσαι γενναιόδωρα.
► Σε τελευταία ανάλυση, χρειάζεται περισσότερο κουράγιο για να ζήσεις παρά για να αυτοκτονήσεις.
► Η ζωή μπορεί να είναι υπέροχη και συνταρακτική, αυτή είναι όλη η τραγωδία της. Χωρίς ομορφιά, αγάπη ή κίνδυνο, θα ήταν σχεδόν εύκολο να ζεις.
► Ο σκλάβος ξεκινά ζητώντας δικαιοσύνη και καταλήγει να περιμένει να φορέσει ένα στέμμα.
► Χωρίς δουλειά, η ζωή σαπίζει, αλλά όταν η δουλειά είναι άψυχη, η ζωή εκφυλίζεται και ξεψυχάει.
► Πρέπει να έχει κανείς έναν έρωτα, ένα μεγάλο έρωτα, για να του εξασφαλίζει άλλοθι στις αδικαιολόγητες απελπισίες που κυριεύουν όλους μας.
► Προπαντός όταν οι μέρες φαίνονται ατέλειωτες, είναι που αρχίζουν τα χρόνια να περνάνε γρήγορα.
► Στην πραγματικότητα δεν ζούμε παρά μερικές ώρες της ζωής μας.
► Η αλήθεια, όπως και το φως, τυφλώνει.
► Ένας άντρας έχει πάντα δύο χαρακτήρες: τον δικό του και αυτόν που του δίνει η γυναίκα του.
► Το φθινόπωρο είναι μια δεύτερη άνοιξη, όπου κάθε φύλλο είναι ένα λουλούδι.
► Στη μέση του χειμώνα, ανακάλυψα τελικά ότι μέσα μου υπάρχει ένα αόρατο καλοκαίρι.
► Θα σου πω ένα μυστικό φίλε μου. Μην περιμένεις την Ημέρα της Κρίσης. Έρχεται κάθε μέρα.
► Ο ελεύθερος Τύπος μπορεί να είναι είτε καλός είτε κακός, αλλά χωρίς ελευθερία, είναι απόλυτα βέβαιο ότι ο Τύπος δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο από κακός.
► Αυτός που απελπίζεται από την ανθρώπινη μοίρα είναι δειλός. Αυτός που έχει ελπίδες γι’ αυτήν είναι ανόητος.
► Ακόμα κι όταν κάποιος είναι πεπεισμένος για την απελπισία του, πρέπει να δρα σαν να ελπίζει. Ή να αυτοκτονεί. Ο πόνος δεν δίνει δικαιώματα.
► Η πολιτική και η μοίρα της ανθρωπότητας διαμορφώνονται από ανθρώπους χωρίς ιδανικά και χωρίς μεγαλείο. Άνθρωποι που έχουν μεγαλείο μέσα τους δεν ασχολούνται με την πολιτική.
► Ο κόσμος όπου αισθάνομαι πιο άνετα, είναι ο Ελληνικός μύθος.
► Στην πολιτική, είναι τα μέσα που καθαγιάζουν τον σκοπό και ποτέ ο σκοπός τα μέσα.
► Κατά τους Κινέζους, οι αυτοκράτορες που πλησιάζουν στο τέλος τους, εκδίδουν αναρίθμητους νόμους.
Γιάννης Σταύρου, Το μήλο της γνώσης, λάδι σε καμβά
Αλμπέρ Καμύ
Αποφθέγματα
► Πρέπει να θεωρείτε τον ηρωισμό και το θάρρος δευτερεύουσες αξίες, αφού όμως πρώτα δώσετε αποδείξεις ηρωισμού και θάρρους.
► Φαντάζομαι πως ο Σίσυφος ήταν ευτυχισμένος.
► Ελεύθερος είναι εκείνος που μπορεί να ζει χωρίς να λέει ψέματα.
► Είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή μόνο αυτοί που δεν την έχουν ζήσει.
► Αυτοί που γράφουν ξεκάθαρα έχουν αναγνώστες. Αυτοί που γράφουν δυσνόητα, έχουν σχολιαστές.
► Το να δημιουργείς είναι σαν να ζεις δυο φορές.
► Από την εμπειρία κανείς δεν γίνεται σοφός, αλλά εμπειρογνώμων. Σε τι όμως;
► Η αδράνεια είναι μοιραία μόνο για τις μετριότητες.
► Είναι πιθανό να είναι κανείς ενάρετος, αλλά μόνο από ιδιοτροπία.
► Δεν μπορείς να αποκτήσεις εμπειρία κάνοντας πειράματα. Δεν μπορείς να δημιουργήσεις εμπειρία. Πρέπει να την υποστείς.
► Στα τριάντα μου, σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη, γνώρισα τη φήμη. Τώρα ξέρω περί τίνος πρόκειται. Μικροπράγματα.
► Γοητεία είναι ένας τρόπος να παίρνεις την απάντηση «ναι», χωρίς να έχεις κάνει κάποια ξεκάθαρη ερώτηση.
► Να αυτοκτονήσω ή να κάνω καφέ;
► Όλες οι σπουδαίες πράξεις και όλες οι σπουδαίες σκέψεις έχουν γελοίο ξεκίνημα.
► Η πραγματική γενναιοδωρία προς το μέλλον έγκειται στο να τα δίνουμε όλα στο παρόν.
► Το σχολείο μας προετοιμάζει για τη ζωή σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει.
► Όταν παραδέχεται κανείς κάποια -ασήμαντα- ελαττώματα, πιστεύει ότι αποφεύγει έτσι να γίνει λόγος για τα άλλα του ελαττώματα. Επειδή είναι φυσιολογικό, σε κάποιον που ομολογεί αυθόρμητα κάποια ελαττώματα, να μην αναζητούμε κι άλλα.
► Η ακεραιότητα δεν έχει ανάγκη από κανόνες.
► Οι άνθρωποι σπεύδουν να ασκήσουν κριτική για να μην κριθούν οι ίδιοι.
► Ζωή είναι το άθροισμα των επιλογών μας.
► Για τους πιο πολλούς ανθρώπους, ο πόλεμος είναι το τέλος της μοναξιάς. Για μένα, είναι η οριστική μοναξιά.
► Για να είμαστε ευτυχισμένοι, πρέπει να μη μας απασχολούν πολύ οι άλλοι.
► Η παγίδα του μίσους είναι ότι σε δένει με τον χειρότερο εχθρό σου.
► Υπάρχουν κάποια πάθη τόσο δυνατά, που δεν μπορεί παρά να είναι αρετές.
► Σε συγχωρούν για την ευτυχία σου και τα πλούτη σου μόνο αν τα μοιράζεσαι γενναιόδωρα.
► Σε τελευταία ανάλυση, χρειάζεται περισσότερο κουράγιο για να ζήσεις παρά για να αυτοκτονήσεις.
► Η ζωή μπορεί να είναι υπέροχη και συνταρακτική, αυτή είναι όλη η τραγωδία της. Χωρίς ομορφιά, αγάπη ή κίνδυνο, θα ήταν σχεδόν εύκολο να ζεις.
► Ο σκλάβος ξεκινά ζητώντας δικαιοσύνη και καταλήγει να περιμένει να φορέσει ένα στέμμα.
► Χωρίς δουλειά, η ζωή σαπίζει, αλλά όταν η δουλειά είναι άψυχη, η ζωή εκφυλίζεται και ξεψυχάει.
► Πρέπει να έχει κανείς έναν έρωτα, ένα μεγάλο έρωτα, για να του εξασφαλίζει άλλοθι στις αδικαιολόγητες απελπισίες που κυριεύουν όλους μας.
► Προπαντός όταν οι μέρες φαίνονται ατέλειωτες, είναι που αρχίζουν τα χρόνια να περνάνε γρήγορα.
► Στην πραγματικότητα δεν ζούμε παρά μερικές ώρες της ζωής μας.
► Η αλήθεια, όπως και το φως, τυφλώνει.
► Ένας άντρας έχει πάντα δύο χαρακτήρες: τον δικό του και αυτόν που του δίνει η γυναίκα του.
► Το φθινόπωρο είναι μια δεύτερη άνοιξη, όπου κάθε φύλλο είναι ένα λουλούδι.
► Στη μέση του χειμώνα, ανακάλυψα τελικά ότι μέσα μου υπάρχει ένα αόρατο καλοκαίρι.
► Θα σου πω ένα μυστικό φίλε μου. Μην περιμένεις την Ημέρα της Κρίσης. Έρχεται κάθε μέρα.
► Ο ελεύθερος Τύπος μπορεί να είναι είτε καλός είτε κακός, αλλά χωρίς ελευθερία, είναι απόλυτα βέβαιο ότι ο Τύπος δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο από κακός.
► Αυτός που απελπίζεται από την ανθρώπινη μοίρα είναι δειλός. Αυτός που έχει ελπίδες γι’ αυτήν είναι ανόητος.
► Ακόμα κι όταν κάποιος είναι πεπεισμένος για την απελπισία του, πρέπει να δρα σαν να ελπίζει. Ή να αυτοκτονεί. Ο πόνος δεν δίνει δικαιώματα.
► Η πολιτική και η μοίρα της ανθρωπότητας διαμορφώνονται από ανθρώπους χωρίς ιδανικά και χωρίς μεγαλείο. Άνθρωποι που έχουν μεγαλείο μέσα τους δεν ασχολούνται με την πολιτική.
► Ο κόσμος όπου αισθάνομαι πιο άνετα, είναι ο Ελληνικός μύθος.
► Στην πολιτική, είναι τα μέσα που καθαγιάζουν τον σκοπό και ποτέ ο σκοπός τα μέσα.
► Κατά τους Κινέζους, οι αυτοκράτορες που πλησιάζουν στο τέλος τους, εκδίδουν αναρίθμητους νόμους.
Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017
η πυξίδα έχει τρελαθεί...
Ω, χάνονται οι ορίζοντες και φέγγει
ανάρια η λάμψη του πετρελαιοφόρου!...
Γιάννης Σταύρου, Αποθήκες στο λιμάνι, λάδι σε καμβά
Εουτζένιο Μοντάλε
Tο σπίτι των τελωνοφυλάκων
Δεν θυμάσαι το σπίτι των τελωνοφυλάκων
στο ύψωμα που κρέμεται επάνω απ’ τους βράχους:
έρημο σε περιμένει από την νύχτα αυτή
που πρόβαλε το σμήνος των λογισμών σου
και στάθηκε εκεί μέσα ανήσυχα.
Ο Λίβας χρόνια τώρα δέρνει τα αρχαία τείχη
το γέλιο σου δεν ηχεί πια χαρούμενο
η πυξίδα έχει τρελαθεί
και οι ζαριές πια δεν πετυχαίνουν
Δεν θυμάσαι, άλλες στιγμές αποσπούν
την μνήμη σου, το νήμα ξετυλίγεται.
Κρατώ ακόμη μια άκρη του, μα απομακρύνεται
το σπίτι και στην κορφή της στέγης η μαυρισμένη
ανεμοδούρα γυρίζει ανελέητα.
Κρατώ μιαν άκρη, μα μένεις μόνη
και δεν σε νιώθω ν΄ ανασαίνεις στο σκοτάδι.
Ω, χάνονται οι ορίζοντες και φέγγει
ανάρια η λάμψη του πετρελαιοφόρου!
Το πέρασμα που ‘ναι; (Πληθαίνει
το αντιμάμαλο και πάλι στην απόκρημνη ακτή…).
Δεν θυμάσαι το σπίτι εκείνης
της νύχτας μου. Δεν ξέρω ποιος φεύγει, ποιος μένει.
(μετ Νίκος Αλιφέρης )
ανάρια η λάμψη του πετρελαιοφόρου!...
Γιάννης Σταύρου, Αποθήκες στο λιμάνι, λάδι σε καμβά
Εουτζένιο Μοντάλε
Tο σπίτι των τελωνοφυλάκων
Δεν θυμάσαι το σπίτι των τελωνοφυλάκων
στο ύψωμα που κρέμεται επάνω απ’ τους βράχους:
έρημο σε περιμένει από την νύχτα αυτή
που πρόβαλε το σμήνος των λογισμών σου
και στάθηκε εκεί μέσα ανήσυχα.
Ο Λίβας χρόνια τώρα δέρνει τα αρχαία τείχη
το γέλιο σου δεν ηχεί πια χαρούμενο
η πυξίδα έχει τρελαθεί
και οι ζαριές πια δεν πετυχαίνουν
Δεν θυμάσαι, άλλες στιγμές αποσπούν
την μνήμη σου, το νήμα ξετυλίγεται.
Κρατώ ακόμη μια άκρη του, μα απομακρύνεται
το σπίτι και στην κορφή της στέγης η μαυρισμένη
ανεμοδούρα γυρίζει ανελέητα.
Κρατώ μιαν άκρη, μα μένεις μόνη
και δεν σε νιώθω ν΄ ανασαίνεις στο σκοτάδι.
Ω, χάνονται οι ορίζοντες και φέγγει
ανάρια η λάμψη του πετρελαιοφόρου!
Το πέρασμα που ‘ναι; (Πληθαίνει
το αντιμάμαλο και πάλι στην απόκρημνη ακτή…).
Δεν θυμάσαι το σπίτι εκείνης
της νύχτας μου. Δεν ξέρω ποιος φεύγει, ποιος μένει.
(μετ Νίκος Αλιφέρης )
Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017
Η ασίγαστη θάλασσα...
Θάλασσα. Πρώιμη θάλασσα. Θάλασσα του Οδυσσέα...
Γιάννης Σταύρου, Στο πέλαγος (λεπτομέρεια), λάδι σε καμβά
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Η θάλασσα
Θάλασσα. Πρώιμη θάλασσα. Θάλασσα του Οδυσσέα
κι εκείνου του άλλου Οδυσσέα
που ο λαός του Ισλάμ Σεβάχ Θαλασσινό αποκαλούσε.
Η θάλασσα των γκρίζων κυμάτων
του Έρικ του Ερυθρού, ψηλά στην πρύμνη
και του ιππότη εκείνου που έγραψε
ταυτόχρονα το έπος και την ελεγεία
της πατρίδας του στα τενάγη της Γκόας.
Θάλασσα του Τραφάλγκαρ. Αυτή που ύμνησε,
μες τη μακραίωνη ιστορία της, συχνά η Αγγλία
η δύσβατη θάλασσα που βάφτισε σε ένδοξο αίμα
στην καθημερινή πρακτική του πολέμου.
Η ασίγαστη θάλασσα που την έρημη αυγή
την αναρίθμητη άμμο αρμενίζει.
(μετ. Δημήτρης Καλοκύρης)
Γιάννης Σταύρου, Στο πέλαγος (λεπτομέρεια), λάδι σε καμβά
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Η θάλασσα
Θάλασσα. Πρώιμη θάλασσα. Θάλασσα του Οδυσσέα
κι εκείνου του άλλου Οδυσσέα
που ο λαός του Ισλάμ Σεβάχ Θαλασσινό αποκαλούσε.
Η θάλασσα των γκρίζων κυμάτων
του Έρικ του Ερυθρού, ψηλά στην πρύμνη
και του ιππότη εκείνου που έγραψε
ταυτόχρονα το έπος και την ελεγεία
της πατρίδας του στα τενάγη της Γκόας.
Θάλασσα του Τραφάλγκαρ. Αυτή που ύμνησε,
μες τη μακραίωνη ιστορία της, συχνά η Αγγλία
η δύσβατη θάλασσα που βάφτισε σε ένδοξο αίμα
στην καθημερινή πρακτική του πολέμου.
Η ασίγαστη θάλασσα που την έρημη αυγή
την αναρίθμητη άμμο αρμενίζει.
(μετ. Δημήτρης Καλοκύρης)
Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017
πυρακτωμένες πέτρες πέφτανε από τον ουρανό...
Βιβλία, βιβλία, βιβλία. Και περιοδικά κι εφημερίδες. Όγκοι τυπωμένο
χαρτί, το σπίτι ασφυχτικά γεμάτο, ολάκερα βουνά γύρω γύρω, βιβλία
ασάλευτα κι αμετακίνητα...
Γιάννης Σταύρου, Καφές & βιβλία, λάδι σε καμβά
Τάκης Σινόπουλος
Νυχτολόγιο
(απόσπασμα)
Και υπήρχαν μέσα μου κραυγές. Πολλά χρόνια, όσο θυμάμαι. Τις έπνιγα και ξαναρχίζανε, τις άκουγα που ανέβαιναν με ορμή, ακατάπαυστα κύματα, σε ώρες απροσδιόριστες. Έλεγα μέσα μου: κλείσε καλά το καπάκι. Τίποτα δεν πρέπει ν’ ακουστεί, τίποτα να φτάσει στην επιφάνεια. Κραυγές του ονείρου και του φόβου, του ματωμένου κορμιού, της επιθυμίας, του θανάτου. Κι άλλες πολλές, κάθε φορά που σε περίμενα και δεν ερχόσουν. Όπως είπα, απέξω ήμουν κυριαρχημένος. Και τίποτα – έτσι νόμιζα – δεν ακουγόταν. Όμως αυτές ακουγόταν. Κυρίως το βράδυ μετά τη δύση του ήλιου ή το πρωί χαράματα που ξύπναγα κι έκλεινα το παράθυρο – με πείραζε το φως. Και κάθε νύχτα στο κρεβάτι μου προτού να κοιμηθώ. Σάββατο βράδυ 10-12, περπάτημα και καταβύθιση στο χώρο φανταστικών συναντήσεων, φανταστικών σκηνών και βασανιστηρίων. Η Κυριακή την άλλη μέρα πυρακτωμένες πέτρες πέφτανε από τον ουρανό.
Βιβλία, βιβλία, βιβλία. Και περιοδικά κι εφημερίδες. Όγκοι τυπωμένο χαρτί, το σπίτι ασφυχτικά γεμάτο, ολάκερα βουνά γύρω γύρω, βιβλία ασάλευτα κι αμετακίνητα, βυθισμένα στη σκόνη, φθαρμένα από το χρόνο, (που κατάφαγε και σένα), ακατανόητα τώρα και μάταια κι άχρηστα. Τι πάθος κάποτε για όλα αυτά, για το παραμικρότερο απ’ αυτά! Βέβαια εσύ και σήμερα διαβάζεις, επιμένεις, βασανίζεσαι. Όμως καμιά δυνατή χαρά, καμιά ερεθιστική έκπληξη. Κανείς δε βγάζει με το μαχαίρι του φλούδες από το κορμί σου, όπως γινότανε παλιά, όταν ανακάλυπτες και τούτο και κείνο και το άλλο και ξενύχταγες και μεθυσμένος, μεταρσιωμένος και πήγαινες ως τα χαράματα.
Γιάννης Σταύρου, Καφές & βιβλία, λάδι σε καμβά
Τάκης Σινόπουλος
Νυχτολόγιο
(απόσπασμα)
Και υπήρχαν μέσα μου κραυγές. Πολλά χρόνια, όσο θυμάμαι. Τις έπνιγα και ξαναρχίζανε, τις άκουγα που ανέβαιναν με ορμή, ακατάπαυστα κύματα, σε ώρες απροσδιόριστες. Έλεγα μέσα μου: κλείσε καλά το καπάκι. Τίποτα δεν πρέπει ν’ ακουστεί, τίποτα να φτάσει στην επιφάνεια. Κραυγές του ονείρου και του φόβου, του ματωμένου κορμιού, της επιθυμίας, του θανάτου. Κι άλλες πολλές, κάθε φορά που σε περίμενα και δεν ερχόσουν. Όπως είπα, απέξω ήμουν κυριαρχημένος. Και τίποτα – έτσι νόμιζα – δεν ακουγόταν. Όμως αυτές ακουγόταν. Κυρίως το βράδυ μετά τη δύση του ήλιου ή το πρωί χαράματα που ξύπναγα κι έκλεινα το παράθυρο – με πείραζε το φως. Και κάθε νύχτα στο κρεβάτι μου προτού να κοιμηθώ. Σάββατο βράδυ 10-12, περπάτημα και καταβύθιση στο χώρο φανταστικών συναντήσεων, φανταστικών σκηνών και βασανιστηρίων. Η Κυριακή την άλλη μέρα πυρακτωμένες πέτρες πέφτανε από τον ουρανό.
Βιβλία, βιβλία, βιβλία. Και περιοδικά κι εφημερίδες. Όγκοι τυπωμένο χαρτί, το σπίτι ασφυχτικά γεμάτο, ολάκερα βουνά γύρω γύρω, βιβλία ασάλευτα κι αμετακίνητα, βυθισμένα στη σκόνη, φθαρμένα από το χρόνο, (που κατάφαγε και σένα), ακατανόητα τώρα και μάταια κι άχρηστα. Τι πάθος κάποτε για όλα αυτά, για το παραμικρότερο απ’ αυτά! Βέβαια εσύ και σήμερα διαβάζεις, επιμένεις, βασανίζεσαι. Όμως καμιά δυνατή χαρά, καμιά ερεθιστική έκπληξη. Κανείς δε βγάζει με το μαχαίρι του φλούδες από το κορμί σου, όπως γινότανε παλιά, όταν ανακάλυπτες και τούτο και κείνο και το άλλο και ξενύχταγες και μεθυσμένος, μεταρσιωμένος και πήγαινες ως τα χαράματα.
Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017
Δε φεύγει δεν επιστρέφει...
Τα νερά πολύ πρωινά σταμάτησαν τη μιλιά τους νυχτερινή
κι άθικτη...
Γιάννης Σταύρου, Εκδρομή, λάδι σε καμβά
Οδυσσέας Ελύτης
Παράθυρα προς την πέμπτη εποχή
4
Στ' αμπέλια που δεν έχουνε ηλικία
κρύφτηκαν οι καλοκαιρινές μου εγκαταλείψεις.
Ένας κυματισμός ονείρου τραβήχτηκε τ' άφησε κει δε ρώτησε.
Στα κουφά δίχτυα τους το βόμβο στριφογύρισαν σμήνη μέλισσες.
Τα στόματα μοιάσανε στα χρώματα φύγαν μεσ' από τ' άνθη.
Τα νερά πολύ πρωινά σταμάτησαν τη μιλιά τους νυχτερινή
κι άθικτη.
Είναι για να μην ξέρεις πια τίποτε.
Κι όμως πίσω από τ' αγνοημένο αυτό βουναλάκι υπάρχει ένα συναίσθημα.
Δεν έχει δάκρυα ούτε συνείδηση.
Δε φεύγει δεν επιστρέφει.
κι άθικτη...
Γιάννης Σταύρου, Εκδρομή, λάδι σε καμβά
Οδυσσέας Ελύτης
Παράθυρα προς την πέμπτη εποχή
4
Στ' αμπέλια που δεν έχουνε ηλικία
κρύφτηκαν οι καλοκαιρινές μου εγκαταλείψεις.
Ένας κυματισμός ονείρου τραβήχτηκε τ' άφησε κει δε ρώτησε.
Στα κουφά δίχτυα τους το βόμβο στριφογύρισαν σμήνη μέλισσες.
Τα στόματα μοιάσανε στα χρώματα φύγαν μεσ' από τ' άνθη.
Τα νερά πολύ πρωινά σταμάτησαν τη μιλιά τους νυχτερινή
κι άθικτη.
Είναι για να μην ξέρεις πια τίποτε.
Κι όμως πίσω από τ' αγνοημένο αυτό βουναλάκι υπάρχει ένα συναίσθημα.
Δεν έχει δάκρυα ούτε συνείδηση.
Δε φεύγει δεν επιστρέφει.
Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017
Έξω από την παραδομένη πολιτεία, φεγγάρι...
Το ρίχνω στο τραγούδι. Τρεκλίζει το φεγγάρι.
Χορεύω, κι η σκιά μου σαν να παραπατάει.
Ξεμέθυστοι όταν είναι, όλοι μαζί γλεντάνε,
Μα σαν κανείς μεθύσει, γυρνά στον εαυτό του.
Πόσο κοντά τους νιώθω τους άψυχους συντρόφους!
Αύριο να βρεθούμε ξανά – στο Γαλαξία...
Γιάννης Σταύρου, Αλλαγή βάρδιας, λάδι σε καμβά
Λι – Πο
(Κίνα, περίπου 700 – 762 μ.Χ.)
Πολεμικό
Μπροστά στην κορφή «Χαρά της επιστροφής», άμμος, άμμος σαν χιόνι.
Έξω από την παραδομένη πολιτεία, φεγγάρι, φεγγάρι σαν παγωνιά.
Δεν ξέρω ποιος σάλπισε μέσα στη νύχτα.
Όμως, όλη νύχτα, οι στρατιώτες κοιτούσαν κατά τα σπίτια τους.
*
Στο Τσάγκ – Αν, την πρώτη φορά που ανταμώσαμε,
Μου χάρισε το όνομα «Εξορισμένος Αθάνατος».
Ύστερα, αγαπούσε τόσο το περιεχόμενο της κούπας!
Τώρα έχει γίνει χώμα κάτω απ’ τα πεύκα.
Θυμάμαι πως, μια φορά, πούλησε τη χρυσή του χελώνα,
Για να μου αγοράσει κρασί –και δάκρυα βρέχουν το μανδύα μου.
*
Ανάμεσ’ από τα’ άνθη είναι κρασί – μια στάμνα.
Μόνος μου σιγοπίνω, φίλος κανείς κοντά μου.
Σηκώνοντας την κούπα προσφέρω στο φεγγάρι.
Κι ο ίσκιος μου μπροστά μου – να ‘μαστε τρεις νομάτοι.
Μα τούτο το φεγγάρι δεν ξέρει ούτε να πίνει!
Κι ο ίσκιος μου μονάχα να με μιμείται ξέρει.
Ο ίσκιος, το φεγγάρι, της τύχης μου σύντροφοι,
Χαιρόμαστε κι οι τρεις μας την άνοιξη μεθώντας.
Το ρίχνω στο τραγούδι. Τρεκλίζει το φεγγάρι.
Χορεύω, κι η σκιά μου σαν να παραπατάει.
Ξεμέθυστοι όταν είναι, όλοι μαζί γλεντάνε,
Μα σαν κανείς μεθύσει, γυρνά στον εαυτό του.
Πόσο κοντά τους νιώθω τους άψυχους συντρόφους!
Αύριο να βρεθούμε ξανά – στο Γαλαξία.
(μετ. Νίκος Δήμου
Χορεύω, κι η σκιά μου σαν να παραπατάει.
Ξεμέθυστοι όταν είναι, όλοι μαζί γλεντάνε,
Μα σαν κανείς μεθύσει, γυρνά στον εαυτό του.
Πόσο κοντά τους νιώθω τους άψυχους συντρόφους!
Αύριο να βρεθούμε ξανά – στο Γαλαξία...
Λι – Πο
(Κίνα, περίπου 700 – 762 μ.Χ.)
Πολεμικό
Μπροστά στην κορφή «Χαρά της επιστροφής», άμμος, άμμος σαν χιόνι.
Έξω από την παραδομένη πολιτεία, φεγγάρι, φεγγάρι σαν παγωνιά.
Δεν ξέρω ποιος σάλπισε μέσα στη νύχτα.
Όμως, όλη νύχτα, οι στρατιώτες κοιτούσαν κατά τα σπίτια τους.
*
Στο Τσάγκ – Αν, την πρώτη φορά που ανταμώσαμε,
Μου χάρισε το όνομα «Εξορισμένος Αθάνατος».
Ύστερα, αγαπούσε τόσο το περιεχόμενο της κούπας!
Τώρα έχει γίνει χώμα κάτω απ’ τα πεύκα.
Θυμάμαι πως, μια φορά, πούλησε τη χρυσή του χελώνα,
Για να μου αγοράσει κρασί –και δάκρυα βρέχουν το μανδύα μου.
*
Ανάμεσ’ από τα’ άνθη είναι κρασί – μια στάμνα.
Μόνος μου σιγοπίνω, φίλος κανείς κοντά μου.
Σηκώνοντας την κούπα προσφέρω στο φεγγάρι.
Κι ο ίσκιος μου μπροστά μου – να ‘μαστε τρεις νομάτοι.
Μα τούτο το φεγγάρι δεν ξέρει ούτε να πίνει!
Κι ο ίσκιος μου μονάχα να με μιμείται ξέρει.
Ο ίσκιος, το φεγγάρι, της τύχης μου σύντροφοι,
Χαιρόμαστε κι οι τρεις μας την άνοιξη μεθώντας.
Το ρίχνω στο τραγούδι. Τρεκλίζει το φεγγάρι.
Χορεύω, κι η σκιά μου σαν να παραπατάει.
Ξεμέθυστοι όταν είναι, όλοι μαζί γλεντάνε,
Μα σαν κανείς μεθύσει, γυρνά στον εαυτό του.
Πόσο κοντά τους νιώθω τους άψυχους συντρόφους!
Αύριο να βρεθούμε ξανά – στο Γαλαξία.
(μετ. Νίκος Δήμου
Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017
Το άγγιγμα των επίγειων χρόνων...
Καθόλου κίνηση δεν περικλείει τώρα, διόλου δύναμη
Ούτε ακούει μήτε βλέπει
Παρασυρμένη στης γης την καθημερινή περιστροφή,
Με βράχους και πέτρες και δέντρα...
*
No motion has she now, no force;
She neither hears nor sees;
Rolled round in earth's diurnal course,
With rocks, and stones, and trees...
Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας στην Αττική, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ
Ένας ύπνος σφράγισε το πνεύμα μου
Ένας ύπνος σφράγισε το πνεύμα μου
Δεν είχα ανθρώπινους φόβους:
Φαινόνταν σαν ένα πράγμα που δεν μπορούσε να αισθανθεί
Το άγγιγμα των επίγειων χρόνων.
Καθόλου κίνηση δεν περικλείει τώρα, διόλου δύναμη
Ούτε ακούει μήτε βλέπει
Παρασυρμένη στης γης την καθημερινή περιστροφή,
Με βράχους και πέτρες και δέντρα.
Κατοίκησε ανάμεσα στους απάτητους δρόμους
Κατοίκησε ανάμεσα στους απάτητους δρόμους
Δίπλα στις πηγές του Νταβ,
Μια υπηρέτρια που δεν υπήρχε κανείς να παινέψει
Και πολλοί λίγοι ν' αγαπήσουν.
Μια βιολέτα πλάι σε χορταριασμένη πέτρα
Μισοκρυμμένη απ΄το μάτι!
- Όμορφη σαν άστρο, όταν μόνο ένα
Λάμπει στον ουρανό.
Έζησε άγνωστη, και λίγοι θα μπορούσαν να ξέρουν
Πότε η Λούσυ έπαψε να υπάρχει
Αλλά είναι στο μνήμα της, και, ω,
Η διαφορά με' μένα !
(μετ. Ηλίας Κεφάλας )
William Wordsworth
A Slumber did my Spirit Seal
A slumber did my spirit seal;
I had no human fears:
She seemed a thing that could not feel
The touch of earthly years.
No motion has she now, no force;
She neither hears nor sees;
Rolled round in earth's diurnal course,
With rocks, and stones, and trees.
She Dwelt among the Untrodden Ways
She dwelt among the untrodden ways
Beside the springs of Dove,
A Maid whom there were none to praise
And very few to love:
A violet by a mossy stone
Half hidden from the eye!
—Fair as a star, when only one
Is shining in the sky.
She lived unknown, and few could know
When Lucy ceased to be;
But she is in her grave, and, oh,
The difference to me!
Ούτε ακούει μήτε βλέπει
Παρασυρμένη στης γης την καθημερινή περιστροφή,
Με βράχους και πέτρες και δέντρα...
*
No motion has she now, no force;
She neither hears nor sees;
Rolled round in earth's diurnal course,
With rocks, and stones, and trees...
Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας στην Αττική, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ
Ένας ύπνος σφράγισε το πνεύμα μου
Ένας ύπνος σφράγισε το πνεύμα μου
Δεν είχα ανθρώπινους φόβους:
Φαινόνταν σαν ένα πράγμα που δεν μπορούσε να αισθανθεί
Το άγγιγμα των επίγειων χρόνων.
Καθόλου κίνηση δεν περικλείει τώρα, διόλου δύναμη
Ούτε ακούει μήτε βλέπει
Παρασυρμένη στης γης την καθημερινή περιστροφή,
Με βράχους και πέτρες και δέντρα.
Κατοίκησε ανάμεσα στους απάτητους δρόμους
Κατοίκησε ανάμεσα στους απάτητους δρόμους
Δίπλα στις πηγές του Νταβ,
Μια υπηρέτρια που δεν υπήρχε κανείς να παινέψει
Και πολλοί λίγοι ν' αγαπήσουν.
Μια βιολέτα πλάι σε χορταριασμένη πέτρα
Μισοκρυμμένη απ΄το μάτι!
- Όμορφη σαν άστρο, όταν μόνο ένα
Λάμπει στον ουρανό.
Έζησε άγνωστη, και λίγοι θα μπορούσαν να ξέρουν
Πότε η Λούσυ έπαψε να υπάρχει
Αλλά είναι στο μνήμα της, και, ω,
Η διαφορά με' μένα !
(μετ. Ηλίας Κεφάλας )
William Wordsworth
A Slumber did my Spirit Seal
A slumber did my spirit seal;
I had no human fears:
She seemed a thing that could not feel
The touch of earthly years.
No motion has she now, no force;
She neither hears nor sees;
Rolled round in earth's diurnal course,
With rocks, and stones, and trees.
She Dwelt among the Untrodden Ways
She dwelt among the untrodden ways
Beside the springs of Dove,
A Maid whom there were none to praise
And very few to love:
A violet by a mossy stone
Half hidden from the eye!
—Fair as a star, when only one
Is shining in the sky.
She lived unknown, and few could know
When Lucy ceased to be;
But she is in her grave, and, oh,
The difference to me!
Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017
Η στεριά απ’το αρμένισμα στα πέλαγα...
Έμιλυ Ντίκινσον
Το νερό μαθαίνετ’ απ’τη δίψα.
Η στεριά απ’το αρμένισμα στα πέλαγα.
Η ειρήνη απ’των πολέμων της το χρονικό.
Τα πουλιά απ’το χιόνι…
Γιάννης Σταύρου, Χειμωνιάτικο απόγευμα, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Το νερό μαθαίνετ’ απ’τη δίψα.
Η στεριά απ’το αρμένισμα στα πέλαγα.
Η ειρήνη απ’των πολέμων της το χρονικό.
Τα πουλιά απ’το χιόνι…
Γιάννης Σταύρου, Χειμωνιάτικο απόγευμα, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017
καημένε κόσμε...
χρόνια αιώνες χρόνια και νιάτα πόχει η ομορφιά!...
Νίκος Καρούζος
Ἡ Ὀρθοδοξία
Γλυκὸ ποὺ εἶναι τὸ σκοτάδι στὶς εἰκόνες τῶν προγόνων
ἄμωμα χέρια μεταληπτικὰ
ροῦχα ποὺ τ᾿ ἄδραξεν ἡ γαλήνη καὶ δὲ γνωρίζουν ἄνεμο
βαθιὰ τὸ ἐλέησον ἀπ᾿ τοὺς ἄυλους βράχους
τὰ μάτια σὰν καρποὶ εὐωδᾶτοι.
Κι ὁ ψάλτης ὁλόσωμος ἀνεβαίνει στὸ πλατάνι τῆς φωνῆς
καημένε κόσμε
θυμίαμα ἡ γαλάζια ὀσμὴ κι ὁ καπνὸς ἀσημένιος
κερὶ νὰ στάζῃ ὁλοένα στὰ παιδόπουλα
καημένε κόσμε
σὰ βγαίνουν - ὢ χαρὰ πρώτη - μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μὲ τὶς λαμπάδες
κ᾿ ὕστερα ἡ μεγάλη χαρὰ νὰ συντροφεύουν τ᾿ Ἅγια...
Ὁ παπα-Γιάννης τυλιγμένος τ᾿ ἄσπρο του φελόνι
καλὸς πατέρας καὶ καλὸς παπποὺς μὲ τὸ σιρόκο στὴ γενειάδα
χρόνια αἰῶνες χρόνια καὶ νιάτα πὄχει ἡ ὀμορφιά!...
Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017
Όλα να τα περιμένεις...
Χρημάτων άελπτον ουδεν εστιν ουδ' απώμοτον
*
Όλα να τα περιμένεις, τίποτα απίθανο.
Αρχίλοχος
(West, αποσπ. 122)
.. διά στόματος Ήρκου Αποστολίδη...
*
Όλα να τα περιμένεις, τίποτα απίθανο.
Αρχίλοχος
(West, αποσπ. 122)
.. διά στόματος Ήρκου Αποστολίδη...
Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017
Νέοι σελιδοδείκτες του Γιάννη Σταύρου στην ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Νέοι σελιδοδείκτες από πρόσφατα έργα ζωγραφικής του Γιάννη Σταύρου!
Μόλις κυκλοφόρησαν στο Βιβλιοπωλείο ΠΟΛΙΤΕΙΑ!
και παγωμέν’ η σκιά μου
(Matsuo Bashô, 1644 – 1694)
Μόλις κυκλοφόρησαν στο Βιβλιοπωλείο ΠΟΛΙΤΕΙΑ!
Χειμωνιάτικος ήλιος
εγώ καβαλάρηςκαι παγωμέν’ η σκιά μου
(Matsuo Bashô, 1644 – 1694)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)