Γιάννης Σταύρου, Πορτρέτο γυναίκας με καπέλο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Πρίμο Λέβι
Ο ταχυδακτυλουργός
Εγώ ήμουν ολομόναχος σ' εκείνο το κελλάρι και αδημονούσα να φέρω σε πέρας ένα σημαντικό εγχείρημα. Είχα προμηθευτεί ένα φύλλο χαρτί και ένα υπόλειμμα μολυβιού, και εδώ και μέρες περίμενα να μου παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία να γράψω το πρόχειρο ενός γράμματος, στα ιταλικά βέβαια, που ήθελα να εμπιστευτώ σ' έναν ιταλό εργάτη να το στείλει στην Ιταλία στους δικούς μου. Πράγματι εμάς, μας ήταν αυστηρά απαγορευμένο να γράφουμε. Ήμουν βέβαιος πως, αν το σκεφτόμουν λίγο, θα έβρισκα τον τρόπο να συντάξω ένα μήνυμα που θα ήταν αρκετά σαφές για τους δικούς μου και συνάμα αρκετά αθώο ώστε να μην προσελκύσει την προσοχή της λογοκρισίας. Δεν έπρεπε να με δει κανείς, γιατί το απλό γεγονός ότι έγραφα ήταν από μόνο του ύποπτο, (για ποιο λόγο και σε ποιόν θα μπορούσε κάποιος από μας να έχει κάτι να γράψει;) και το στρατόπεδο καθώς και το εργοτάξιο έβριθαν από καταδότες. Άφού δούλεψα καμιά ωρίτσα τακτοποιώντας τους κυλίνδρους, ένοιωσα αρκετά ήρεμος για να αρχίσω το γράψιμο. Οι κύλινδροι κατέβαιναν από την κεκλιμένη σανίδα σε αραιά διαστήματα και δεν ακουγόταν κανένας ανησυχητικός θόρυβος στο κελλάρι.
Δεν είχα όμως λογαριάσει το αθόρυβο βήμα του Έντυ. Τον πήρα είδηση όταν πια στεκόταν και με κοίταζε. Ενστικτωδώς, ή μάλλον ηλιθίως, άνοιξα τα δάχτυλα. Το μολύβι έπεσε, αλλά το χαρτί κυμάτισε σαν ένα ξερό φύλλο πριν κατέβει αργά στη γη.
[....] Περίμενε να σηκωθώ και με ρώτησε σε ποιόν έγραφα. Του απάντησα με τα αδέξια γερμανικά μου ότι δεν έγραφα σε κανέναν. Είχα βρει κατά τύχη ένα μολύβι και έγραφα από καπρίτσιο, από νοσταλγία, σαν σε όνειρο. Το 'ξερα βέβαια πως απαγορευόταν το γράψιμο, ήξερα όμως πως δεν ήταν δυνατόν να στείλει κανείς γράμματα. Τον διαβεβαίωσα πως δε θα τολμούσα ποτέ να παραβώ τους κανόνες του στρατοπέδου. Προφανώς ο Έντυ δε θα με πίστευε, αλλά κάτι έπρεπε να πω, αν μη τι άλλο για να προκαλέσω τον οίκτο του. Αν με κατήγγελλε στο Πολιτικό Τμήμα, το ήξερα, με περίμενε η κρεμάλα, αλλά πριν από την κρεμάλα η ανάκριση (και τι ανάκριση!) για να διαπιστωθεί ποιος ήταν ο συνένοχός μου, και ίσως για να μου αποσπάσουν τη διεύθυνση του παραλήπτη στην Ιταλία. Ο Έντυ με κοίταξε με περίεργο ύφος. Μετά μου είπε να μην κουνηθώ και ότι θα επιστρέψει σε μια ώρα.
Η ώρα εκείνη κράτησε πολύ. Ο Έντυ γύρισε στο κελλάρι, είχε στο χέρι του τρία φύλλα χαρτί μαζί με το δικό μου και αμέσως διάβασα στο πρόσωπό του ότι την είχα γλυτώσει φτηνά. Δεν πρέπει να ήταν κανένας άβγαλτος, αυτός ο Έντυ, ή πάλι μπορεί το φαύλο του παρελθόν να του είχε μάθει τα στοιχειώδη του θλιβερού επαγγέλματος του ανακριτή. Είχε βρει ανάμεσα στους συντρόφους μου δύο (δεν του 'φτανε ένας), που ήξεραν γερμανικά και ιταλικά, και τους είχε ζητήσει, χωριστά, να μεταφράσουν στα γερμανικά το μήνυμά μου, προειδοποιώντας τους ότι αν οι δύο μεταφράσεις δεν έβγαιναν οι ίδιες δε θα κατήγγελλε στο Πολιτικό Τμήμα μόνον έμενα αλλά και αυτούς.
Μου έκανε ένα κήρυγμα που δυσκολεύομαι να παραθέσω εδώ. Μου είπε πως, για καλή μου τύχη, οι δύο μεταφράσεις ήταν οι ίδιες και το κείμενο δεν ήταν ενοχοποιητικό. Πως ήμουν τρελλός — δεν εξηγιόταν αλλοιώς. Μόνον ένας τρελλός θα μπορούσε να σκεφτεί να παίξει με τη ζωή του έτσι, να παίξει έτσι με τη ζωή του ιταλοϋ συνενόχου που σίγουρα είχα, με τη ζωή των δικών του στην Ιταλία, αλλά και με τη σταδιοδρομία του Έντυ ως Κάπο. Μου είπε πως η σφαλιάρα εκείνη ήταν όλη δική μου, πως θα 'πρεπε μάλιστα να τον ευχαριστήσω γιατί επρόκειτο για καλή πράξη, από αυτές που σε στέλνουν στον Παράδεισο, και 'κείνος, ένας «Strassenrauber», κλέφτης του δρόμου, σίγουρα τiς είχε πολύ ανάγκη τις καλές πράξεις. Και τέλος πως δε θα έδινε συνέχεια στην καταγγελία, αλλά πως ούτε και αυτός δεν ήξερε γιατί. Ίσως γιατί ήμουνα τρελλός, άλλωστε είναι γνωστό ότι όλοι οι ιταλοί είναι τρελλοί. Το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να τραγουδάνε και να μπαίνουν σε μπελάδες.
(μετ. Σάρα Μπενβενίστε)
από το βιβλίο Λίλιθ
Εκδόσεις: Ροδαμός, 1992
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου