t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Ιστορία μιας γάτας

Μόνος ο γάτος ηξεύρει ν' ακινητή επί ολοκλήρους ώρας εις γωνίαν της τραπέζης, στηρίζων ως Αιγυπτία Σφιγξ την κεφαλήν επί των εμπροσθίων ποδών και προσηλών το βλέμμα εις τον μελετώντα, ως αν ενδιεφέρετο εις το έργον αυτού. Πλειστάκις φαίνεται μαντεύων την ιδέαν την κατεβαίνουσαν από του εγκεφάλου εις την άκραν του καλάμου του γράφοντος και προτείνει τον πόδα ως αν ήθελε να την συλλάβη. Όταν δ' επί τέλους βαρυνθή την ακινησίαν, εγείρεται τότε ησύχως, τανύει την ελαστικήν του ράχιν εις σχήμα βυζαντινής αψίδος και αρχίζει ήσυχον περίπατον διά των λεξικών και των μελανοδοχείων...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Γάτα νάμεσα σε βιβλία. λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Εμμανουήλ Ροΐδης
Ιστορία μιας γάτας

Αν εξαιρέσωμεν τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, δεν πιστεύω να υπάρχωσιν άλλα επί γης πλάσματα όσον οι γάτοι συκοφαντηθέντα. Ως κατά πρόληψιν και κατά παράδοσιν κηρύττονται δεισιδαίμονες, οπτασιασταί, μυθολόγοι και ονειροπλέκται ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος, ο Πρόκλος και ο Πλωτίνος, ούτω κακίζεται και πας γάτος ως δόλιος, άπιστος, αχάριστος και ανίκανος άλλον παρά τον εαυτόν του ν' αγαπήση. Και ως εις τα λεγόμενα ονείρατα των νεοπλατωνικών αντιτάσσεται η ασφαλής επιστήμη του Αριστοτέλους, ούτω και εις του γάτου την κακίαν αι πάντοιαι του σκύλλου αρεταί. Εις προγενέστερον έργον μου επροσπάθησα ν' αποδείξω το ιστορικώς ασύστατον της τοιαύτης περί των Αλεξανδρινών γνώμης και, προ πάντων, πόσον είναι άδικος η προς άλληλα σύγκρισις δύο πραγμάτων όλως ανομοίων, οία η εμπειρία του Σταγειρίτου προς το υπερούσιον πτερύγισμα της νεοπλατωνικής διανοίας1. Τούτο είναι περίπου το αυτό ως αν υπετιμάτο εν συγκρίσει προς την πέρδικα, ως μη φαγώσιμος, η αηδών. Καθ' όμοιον τρόπον κατηγορείται και ο γάτος ότι δεν γλείφει τας χείρας του κυρίου όταν ούτος τον δέρη, ότι δεν τρέχει άμα τον καλέση, ουδέ στέργει να φανή χρήσιμος κυνηγών διά λογαριασμόν του, φυλάσσων τα πρόβατά του, στρέφων επί της πυράς τον οβελόν και προπορευόμενος με φανάριον εις το στόμα, ή καν να τον διασκέδαση υπερπηδών ράβδους ή ορθούμενος εκ των οπισθίων ποδών. Ταύτα είναι ακριβέστατα. Ουδείς ποτέ ούτε δι' αμοιβής ούτε διά ραβδισμών κατώρθωσε να επιβάλη εις γάτον να πράξη όσα πράττουσιν οι σκύλλοι, οι δούλοι και οι γελωτοποιοί. Αλλ' οι τοιαύτα παρ' αυτού απαιτούντες λησμονούσιν, ως φαίνεται, ότι εκ των συνοίκων μας ζώων μόνον ούτος ανήκει εις το βασιλικόν γένος των αιλουροειδών (filins)· ότι είναι πρωτεξάδελφος της τίγρεως, του πάνθηρος και του λέοντος, και άμεσος απόγονος του αιλούρου και του λυγκέως· ότι έχει, ως εκείνοι, οφθαλμούς λάμποντας εις το σκότος και γνώρισμα της ευγενείας του οξείς όνυχας συσταλτούς. Ουδέ φαίνονται κάλλιον της φυσιολογίας μελετήσαντες την ιστορίαν. Εκ ταύτης θα εμάνθανον ότι κατά τους αρχαίους εκείνους χρόνους, ότε εθεοποιείτο το κάλλος του σώματος και το σθένος της ψυχής, πλειστάκις ηξιώθη ο γάτος θείων τιμών. Οι Αιγύπτιοι τον ελάτρευσαν ως Απόλλωνα υπό το σχήμα γαιοκεφάλου νεανίσκου και την γάταν ως θεάν του έρωτος και του κάλλους. Η ευμορφία τω όντι των γυναικών εξετιμάτο παρ' αυτών κατ' ακριβή αναλογίαν της ομοιότητος προς τα αιλουροειδή, του σπινθηρισμού των οφθαλμών, της λειότητος του δέρματος, του ροδίνου χρώματος των ρωθώνων, της ελαφρότητος του πατήματος, της χάριτος και της ευκινησίας. Προς κατάκτησιν τοιούτων προσόντων αφιερούντο, κατά τον Διόδωρον, νηπιόθεν αι κορασίδες εις την θεάν Γαλήν, διά της αναρτήσεως εις τον τράχηλον μεταλλίου φέροντος την εικόνα της Αιγυπτίας Αφροδίτης, κατά δε τον Διόδωρον, οσάκις απέθνησκεν εντός αιγυπτιακής οικίας γαλή, έκοπτον οι κάτοικοι εις ένδειξιν πένθους την κόμην. Μετά τους Αιγυπτίους ελάτρευσαν οι Άραβες εις τους αυτούς τόπους το είδωλον του Χρυσού Γάτου, ουδ' έπαυσαν μετά την αποκάλυψιν του ενός Θεού να τον κηρύττωσι το κάλλιστον μετά τον άνθρωπον δημιούργημα, αντιτάσσοντες αυτόν ως σύμβολον καθαριότητος και ευγενείας εις τα λοιπά ζώα και μάλιστα τον σκύλλον. Αλλά την αληθή αυτού υπεροχήν φαίνονται κατανοήσαντες κάλλιον παντός άλλου λαού οι κατακτηταί του αρχαίου κόσμου Σουηδοί και Βανδήλοι, οι αναγράψαντες εις τας πολεμικάς αυτών σημαίας το ομοίωμα του γάτου, ως του μόνου πλάσματος το οποίον δύναται μεν να ημερωθή, όχι όμως και να υποδουλωθή.

Τοιούτος ων, μόνον ως ισότιμος του οικοδεσπότου στέργει ο γάτος να φιλοξενηθή παρ' ημίν. Αλλ' αν δεν δέχεται ως τ' άλλα ζώα να δουλεύση, έπεται άρα εκ τούτου ότι δεν δύναται ουδ' ως φίλος ν' αγαπήση; Ο τοιούτος ισχυρισμός αδύνατον είνε να στηριχθή εις τα διδάγματα της πείρας. Το περί γάτου πολύκροτον άρθρον του Βυφών, το υπό τοσούτων αναμασηθέν ψιττακών, ουδέν άλλο απ' αρχής έως τέλους είνε παρά συρραφή συκοφαντιών. Δεν ενθυμούμαι τις κριτικός, θέλων να ονειδίση τον Πλούταρχον ως ανακριβή, έφθασε να είπη περί αυτού ότι θα ήτο ικανός να διηγηθή ότι ενίκησαν οι Αθηναίοι τον Φίλιππον εν Χαιρωνεία, αν τούτο ηδύνατο να καταστήση την περίοδον αυτού στρογγυλωτέραν. Τοιαύτη μομφή θα ήρμοζε πολύ μάλλον εις τον Βυφών, όστις περί ουδενός άλλου φροντίζων παρά πώς να διαπρέψη ως ρήτωρ, δεν εδίστασε να συγγράψη λίβελλον κατά του γάτου διά τον μόνον λόγον ότι είχεν ανάγκην αναθέσεως προς ανάδειξιν του εγκωμίου του σκύλλου. Εξ ίσου άδικος, αλλά τουλάχιστον ακριβέστερος, απεδείχθη ο ευσεβέστατος Άγγλος ποιητής Βούνυαν (Bunnyan). Ούτος εξετάζων το ζήτημα ουχί εν συνόλω, ως απήτει η δικαιοσύνη, αλλά θεολογικώς, υπό μόνην την έποψιν της ηθικής του Ευαγγελίου, ανυμνεί τον σκύλλον, ως τέλειον πάσης χριστιανικής αρετής και ακριβή τηρητήν των παραγγελμάτων της επί του Όρους ομιλίας περί ταπεινότητος, λήθης των ύβρεων και αγάπης και προς τους κακοποιούντας ημάς. Κατά τούτο έχει πληρέστατον δίκαιον ο Βούνυαν, όχι όμως, πιστεύομεν, και όλως άδικον ο γάτος μόνον τους αγαπώντας αυτόν ν' αγαπά. Η κατάκτησις της καρδίας του δεν είναι βεβαίως ευχερές έργον. Ο θέλων ν' αγαπηθή παρ' αυτού δεν αρκεί να τον καλοθρέψη και να τον περιποιήται, αλλά πρέπει και να μη λησμονή ότι ρέει εις τας φλέβας του αίμα βασιλικόν, προσφερόμενος προς αυτόν μετά της δεούσης ευλαβείας. Φύσει ων αριστοκρατικός, αποστρέφεται ο γάτος την υπερβολικήν οικειότητα, την αδιακρισίαν και ιδίως πάσαν αξίωσιν περιορισμού της απολύτου αυτού ανεξαρτησίας. Υπεραγαπά μεν τας θωπείας, αλλά μόνον όταν έχη όρεξιν αυτών. Αρέσκεται να πηδά εις τα γόνατά μας, όχι όμως και να συλλαμβάνεται αγροίκως εκ του τραχήλου, διά να τοποθετηθή επ' αυτών ως δέμα. Προσκαλούμενος ουδέποτε έρχεται αμέσως ή κατ' ευθείαν, αλλά μετά τινά αναβολήν και δι' ελιγμού, ωσεί θέλων ν' αποδείξη ότι προσήλθεν ως φίλος αυθορμήτως και ουχί ως δούλος υπακούσας εις προσταγήν. Πολύ μάλλον και του σκύλλου και παντός άλλου ζώου ευχαριστείται να μένη μακράς ώρας εις τον κοιτώνα μας, αναπαυόμενος παρά την εστίαν, ή επισκοπών τους διαβάτας εκ του παραθύρου, αλλά θεωρεί προδοσίαν το να μη ανοιχθή εις αυτόν η θύρα, άμα επιθυμήση να εξέλθη. Υπέρ παν όμως άλλο βδελύσσεται τους διακόπτοντας την σειράν των συλλογισμών του όταν ονειροπολή ή τον ύπνον του όταν κοιμάται. Τούτο κάλλιστα εγνώριζεν ο προφήτης Μωάμεθ, όστις, σπεύδων ημέραν τινά να μεταβή εις την εσπερινήν προσευχήν, επροτίμησε να κόψη διά ψαλλίδος την άκραν του ενδύματος του, παρά να ταράξη την ανάπαυσιν του επ' αυτού αποκοιμηθέντος ευνοουμένου του γάτου.

Εις τους ούτως αγαπώντας αυτόν ίσην ανταποδίδει και ούτος αγάπην, ως δύνανται να μαρτυρήσωσιν όσαι υιοθέτησαν γάτους γεροντοκόραι και μετ' αυτών η εκλεκτή φάλαγξ των πάσης εποχής και χώρας επισήμων ανδρών. Αξιοσημείωτον τω όντι είνε ότι οι πλείστοι τούτων, και ιδίως οι έξοχοι διπλωμάται, συγγραφείς, ποιηταί και καλλιτέχναι επροτίμησαν του σκύλλου τον γάτον. Παραλείποντες τους αρχαίους, αρκούμεθα να μνημονεύσωμεν τον Καρδινάλιον Ριχελιέ, τον Κολβέρτον, τον Μονταίγνιον, τον Χόφμαν, τον Φοντενέλον, τον Γεράρδον Δόου, τον Λόπε δε Βέγας, τον Σατωβριάν, τον Εδγάρδον Πόου, τον Θεόφιλον Γκωτιέ, τον Χάρτμαν και τον Βωδελαίρον, οίτινες πάντες ηγάπησαν τους γάτους των περιπαθώς και αντηγαπήθησαν παρ' αυτών ολοψύχως. Ουδ' είναι ανάγκη ν' ανατρέχωμεν, προς απόδειξιν της ανταποδόσεως ταύτης, εις άλλους καιρούς και τόπους, αφού οικείον και πρόσφατον έχομεν το παράδειγμα του γιγαντιαίου εκείνου λευκού γάτου του αοιδίμου Κουμουνδούρου όστις, αν και ήτο η εποχή των ερώτων, ουδ' επί στιγμήν απεμακρύνθη του προσκεφαλαίου του κατά την πολυήμερον προς τον θάνατον πάλην, και έπειτα επήγε ν' αποθάνη και εκείνος εκ της λύπης εις μίαν γωνίαν, ενώ οι σκύλλοι του μακαρίτου εξηκολούθουν να τρώγουν, να πίνουν και να γαυγίζουν και οι θερμότατοι φίλοι του μετέβαινον να προσκυνήσωσι του κύριον Τρικούπην.

Την προς τους γάτους συμπάθειαν των συγγραφέων και καλλιτεχνών επεχείρησαν τινές να υποτιμήσωσιν, ονομάζοντες αυτήν διαστροφήν, ως την όρεξιν όζοντος τυρού, αώρων οπωρών ή υπερωρίμων εταιρών. Το βέβαιον είναι ότι, αν έλειπεν ο γάτος, θα ήτο καταδικασμένος ο αγρυπνών συγγραφεύς εις απόλυτον μοναξίαν, αφού ουδενός άλλου πλάσματος δύναται να συμβιβασθή η συντροφιά μετ' αδιατάρακτου διανοητικής εργασίας. Οι σκύλλοι ή απασχολούσι παίζοντες θορυβωδώς ή κοιμώνται ως ασπάλακες, και τότε είνε ως να μη υπήρχον. Μόνος ο γάτος ηξεύρει ν' ακινητή επί ολοκλήρους ώρας εις γωνίαν της τραπέζης, στηρίζων ως Αιγυπτία Σφιγξ την κεφαλήν επί των εμπροσθίων ποδών και προσηλών το βλέμμα εις τον μελετώντα, ως αν ενδιεφέρετο εις το έργον αυτού. Πλειστάκις φαίνεται μαντεύων την ιδέαν την κατεβαίνουσαν από του εγκεφάλου εις την άκραν του καλάμου του γράφοντος και προτείνει τον πόδα ως αν ήθελε να την συλλάβη. Όταν δ' επί τέλους βαρυνθή την ακινησίαν, εγείρεται τότε ησύχως, τανύει την ελαστικήν του ράχιν εις σχήμα βυζαντινής αψίδος και αρχίζει ήσυχον περίπατον διά των λεξικών και των μελανοδοχείων. Γνωστόν είνε ότι ο σκύλλος του Νεύτωνος Αδάμας, ανατρέψας τον λύχνον επί χειρογράφων, έγινε παραίτιος ν' απολεσθή ο καρπός πολυετούς μελέτης. Αλλ' εκ της περιφοράς του γάτου επί της τραπέζης ουδείς απειλείται κίνδυνος χύσεως, ούτε μελάνης ούτε πετρελαίου. Το βάδισμα του ενθυμίζει τον επί αυγών χορόν των Ισπανίδων ή τους Ομηρικούς εκείνους, τους τρέχοντας δι' αγρών και λειμώνων χωρίς να θραύσωσιν ούτε τους στάχεις ούτε τα κρίνα. Άλλοτε πάλιν, αφού διά μακράς εργασίας μεταδώση στιλπνότητα κατόπτρου εις το ατλάζινον αυτής δέρμα, προσέρχεται η γαλή να προσφέρη εαυτήν ούτω καλλωπισθείσαν εις τας θωπείας του κυρίου της. Αι ενδείξεις της αγάπης της ουδέν έχουσι κοινόν προς την θορυβώδη προπέτειαν των κυνών, αλλ' αριστοκρατικήν τινά επιφύλαξιν και σεμνότητα, υπεραρέσκουσαν εις τον καλλιτέχνην, όστις, αν είνε πράγματι τοιούτος, μισεί και αποστρέφεται υπέρ παν άλλο την επίδειξιν, τον στόμφον και την αισθηματικήν κοινοτοπίαν. Δύσκολον δε φαίνεται να μη θεωρήσωμεν την επίμονον προς στίλβωσιν του τριχώματος αυτού εργασίαν του γάτου, ως πολύτιμον εις τους γράφοντας υπόμνησιν ότι ίσον πρέπει και ούτοι να καταβάλλωσι κόπον προς τέλειον του ύφους των ομαλισμόν. Ζητών συγγνώμην διά την και υπέρ του ιδικού μου γάτου περιαυτολογίαν, τολμώ να προσθέσω εις τ' ανωτέρω και το εξής ιδιαίτερον αυτού προσόν, ότι οσάκις βλέπει επί πολλήν ώραν την χείρα μου ακινητούσαν εξ ανικανότητος να συρράψη άλλην περίοδον μετά προηγουμένης, έρχεται τότε και απλώνεται επί του χειρογράφου μου μακρύς πλατύς, ως αν ήθελε να με ειδοποιηθή ότι προτιμότερον είνε να υπάγω να κοιμηθώ παρά να επιμένω γράφων φράσεις υπνωτικάς.

Απορίας άξιον είνε πως ουδείς φυσιοδίφης έτυχεν ακόμη να παρατηρήση την εις μόνον το γένος των οικιακών αιλούρων παρατηρουμένην προφανή του θήλεος υπεροχήν. Η γάτα είνε ανωτέρα του γάτου, όσον τουλάχιστον η Πολωνίς του Πολωνού. Η υπεροχή αύτη πρέπει ίσως να αποδοθή εις το ότι το ζώον και το έθνος τούτο έχουσιν αμφότερα χαρακτήρα φύσει θηλυκόν, οξύν, ευπαθή, ευερέθιστον, ιδιότροπον, φιλήδονον, ράθυμον και αισθηματικόν, τα δε γυναικεία ταύτα προσόντα επόμενον είνε ν' αναδεικνύωνται εναργέστερα και λαμπρότερα εις τας θηλείας. Διά τον αυτόν λόγον, διά τον οποίον υπερέχει ο εμβριθής Άγγλος την Αγγλίδα κατά την εμβρίθειαν, έπρεπε να είνε και ο εύχαρις Σλάβος κατώτερος της γυναικός του κατά την χάριν. Αγνοώ κατά πόσον αληθεύουσιν όσα διηγούνται ο Καραμζίνος και ο κακόγλωσσος Καζανόβας περί του δεσποτικού χαρακτήρος και των ελευθέρων ηθών των μεγάλων δεσποινών της Πολωνίας, βέβαιον όμως είνε ότι η γάτα καταχράται κάπως την υπεροχήν αυτής. Εις ουδένα άλλον υποτάσσεται πλην της ορέξεως αυτής ζυγόν· δεν θέλει δεσπότην, αλλ' αρέσκεται να σύρη όπισθεν της ουράς της υπόδουλον σμήνος λατρευτών. Και όμως, ούσα το ηδυπαθέστατον των ζώων, είνε συγχρόνως και το μόνον το προικισθέν υπό του δημιουργού διά του ανθρωπίνου αισθήματος της αιδούς. Ουδείς είδε ποτέ γάταν παραδιδομένην εις ερωτικάς περιπτύξεις υπό το φέγγος του ηλίου και τα βλέμματα παντός διαβατού, ως πράττουσιν αι σκύλλοι, αι όρνιθες, αι αίγες και τ' άλλα αδιάντροπο κτήνη, αλλά ζητεί το σκότος της νυκτός και την μοναξίαν απατήτων κορυφών. Διά τούτο πιθανώς εξωμοιώθη εν Αιγύπτω όχι μόνον προς την Αφροδίτην, αλλά και προς την αιδήμονα Άρτεμιν, την λαθραίως επισκεπτομένην επί των ακρωρειών του Λάκμονος τον φίλον της ποιμένα. Όσοι ανέγνωσαν βιβλία νευρολόγων κάλλιστα γνωρίζουσιν, ότι εις τινάς εξόχως ευπαθείς φύσεις μεταβάλλεται ενίοτε εις αίσθημα οδύνης η υπερτάτη έντασις της ηδονής. Τοιαύτην υπερευαισθησίαν πρέπει να υποθέσωμεν υπάρχουσαν και εις την γαλήν, της οποίας οι ερωτικοί στεναγμοί ηχούσι πολλάκις εις την ακοήν των αγρυπνούντων ως γόοι σφαζομένης 2. Άλλη απόδειξις της εξαιρετικής παρ' αυτή αναπτύξεως του νευρικού συστήματος είνε η κλίσις προς την μουσικήν. Την μελομανίαν ταύτην εξηκρίβωσαν επιστημονικώς ο Γκρέυ, ο Λεκλέρκ και άλλοι διάσημοι φυσιοδίφαι, κατά δε τον Τουσενέλ η συγκίνησις την οποίαν προξενούσιν εις τινάς γαλάς αι λιγυραί μελωδίαι, φθάνει ενίοτε μέχρι λιποθυμίας. Η ομοιότης εν γένει της γάτας προς φιλήδονον δέσποιναν ή και αριστοκρατικήν εταίραν φαίνεται υπό πάσαν έποψιν τελεία. Όπως αι κυρίαι με τας καμελίας, ούτω και αύτη αγαπά να μεταβάλλη την νύκτα εις ημέραν, το πρωινόν εξάπλωμα παρά την εστίαν, τους χνοώδεις τάπητας τους προφυλάσσοντας τους ρόδινους πόδας της από την υγρασίαν, τον πολύωρον καλλωπισμόν, τα αρώματα, το ανθόγαλα, τας θωπείας, τα σπαράγγια, τα μαλακά ανάκλιντρα, τα μετάξινα παραπετάσματα και ιδίως τα τρίχαπτα, τας φούντας και τα κρόσσια προς άσκησιν εις το σπάραγμα των στιλπνών αυτής ονύχων.

Τοιαύτη ακριβώς ήτο η ηρωίς του παρόντος διηγήματος Συριανή γάτα, συνυπότροφός μου εις το ήδη μνημονευθέν Λύκειον του Ευαγγελίδου και φέρουσα το όνομα Σεμίρα. Το γλαυκόν χρώμα των οφθαλμών και το τρίχρουν του τριχώματος αυτής καθίστανον πιθανήν την υπόθεσιν ότι ήτο γένους μικτού. Ο εις εκ των γονέων της κατήγετο πιθανώς από την Άγκυραν, ο δε άλλος από τα κεραμίδια. Πολλοί μεταξύ των συμμαθητών μου ήσαν οι επιδιώκοντες την εύνοιαν και την συντροφίαν της εύμορφης Σεμίρας, προ πάντων τον χειμώνα, εις τους παγερούς κοιτώνας του Λυκείου. Τους αντιζήλους τούτους είχον κατορθώση να παραγκωνίσω, δι' ανωτέρας προσφοράς λιχνευμάτων, τεχνικωτέρου ξυσίματος της κεφαλής και προ πάντων διά της χρήσεως του γατικού αγαποχόρτου, της βαλεριάνας δηλαδή, ως την λέγουσιν οι Φράγκοι, ή του φου, ως την ωνόμαζον οι αρχαίοι Έλληνες ιατροί, οι ουδόλως εντρεπόμενοι, ως οι σημερινοί, να μεταχειρίζωνται ξένας ακλίτους λέξεις. Η οσμή του χόρτου τούτου υπεραρέσκει όχι μόνον εις τας γαλάς, αλλά και εις πολλάς κυρίας και ιδίως τας πρεσβυτέρας Αθηναίας, ως κάλλιστα εγνώριζεν ο αοίδιμος γυναικολόγος Βενιζέλος, ο αναμιγνύων βαλεριάναν εις όλας του ανεξαιρέτως τας συνταγάς, όπως ο Ρηγόπουλος εις όλας του τας αγορεύσεις τον Νιαγάραν.

Χάρις εις το χόρτον τούτο και την μοναδικήν σύμπτωσιν παντοίων άλλων ευνοϊκών περιστάσεων, υπήρξα επί τινάς εβδομάδας το ευτυχέστερον υπό τον ήλιον ανθρωπάριον. Ο διευθυντής του Λυκείου διέσχιζε κατ' εντολήν του μακαρίτου βασιλέως Όθωνος τον Ατλαντικόν, μεταβαίνων να κηρύξη εις τους Αμερικανούς το ευαγγέλιον της Μεγάλης Ιδέας· παρά του Γερμανού μετοίκου Μπεκ, πατρός, νομίζω, του ημετέρου βιβλιοπώλου, είχε συστηθή προ μικρού το πρώτον της Ελλάδος δανειστήριον γαλλικών βιβλίων αντί συνδρομής τριών κατά μήνα δραχμών και άλλας τόσας είχον δαπανήσει εις λαθραίαν προμήθειαν κηρίων. Οι δύο σύνοικοί μου, παθόντες ιλαράν, ευρίσκοντο εις το θεραπευτήριον, ώστε ήμην απόλυτος κύριος του θαλάμου μου. Η τοιαύτη μόνωσις και ανεξαρτησία είνε η γλυκυτάτη των απολαύσεων διά δυστυχή υπότροφον σχολείου καταδικασμένον εις άπαυστον καταναγκαστικήν συγχρώτισιν με παντός είδους συντρόφους. Εις τον θάλαμον εκείνον, παράπλευρον έχων την Σεμίραν, διήλθον τας ευτυχεστάτας του βίου μου αΰπνους νύκτας, αναγινώσκων πρώτην φοράν τους Τρεις Σωματοφύλακας, τον Μοντεχρίστον, τον Ουσκόκ και τα άλλα αλησμόνητα της εποχής εκείνης έργα, τα υπερέχοντα ψυχολογήματα του Βουρζέ και τα φυσιολογήματα του Ζολά όσον η Νόρμα, η Σονάμπουλα και η Λουκία, τα σοφά γυμνάσματα του Αμβρουάζ Θωμά και του Σαμάρα. Εις την υπέροχον των αναγνωσμάτων εκείνων αξίαν πρέπει να προστεθή της δωδεκαετούς μου φαντασίας η παρθενία. Όταν μ' εκούραζεν η ανάγνωσις ή μάλλον η έντασις της συγκινήσεως, συνεπαίζαμεν με την Σεμίραν ή εμοιράζαμεν αδελφικώς κουραμπιέν, τσουρέκι, χριστόψωμον ή άλλο φιλοδώρημα της καλής μου κηδεμόνος, και η αγρυπνία παρετείνετο πολλάκις μέχρις ου αντήχει το άσμα των σαλεπιτζήδων, των πετεινών, των λαχανοφόρων γαϊδάρων και των άλλων προδρόμων της ροδοδακτύλου Ηούς.

Η χαριτόβρυτος εν τούτοις Σεμίρα είχε θανάσιμον εντός του Λυκείου εχθράν. Αύτη ήτο η από τινών μηνών εκτελούσα έργα οικονόμου. Προτιμών να σιωπήσω το όνομα της γυναικός ταύτης, αρκούμαι να είπω ότι την είχον μεταβαπτίσει Λάμιαν οι μαθηταί. Πατρίδα είχε την Ύδραν και ηλικίαν φθινοπωρινήν. Αλβανή προφανώς το γένος, με ανάστημα δίπηχυ και ώμους αχθοφορικούς, ωμοίαζε Λιάπην γυναικοφορεμένον. Προς συμπλήρωσιν της περιγραφής της αρκεί να προσθέσω ότι από τας περιζητήτους υπό των αρχαίων ομοιότητας της γυναικός προς γαλήν δεν είχεν η Λάμια παρά μίαν, όχι βεβαίως την ευκαμψίαν, την λειότητα, την χάριν ή το ρόδινον χρώμα του χείλους, αλλά μόνον ικανώς πυκνόν μύστακα υπεράνω αυτού. Ουδ' ήτο χαριέστερος του προσώπου της γεροντοκόρης ο χαρακτήρ. Προς εκτίμησιν αυτού δύναται να χρησιμεύση ότι, μη θεωρούσα τον μύστακα και τα σαρανταπέντε τουλάχιστον έτη της ικανά να εμπνεύσωσιν επαρκή σεβασμόν, εθεώρει πρέπον να προσφέρεται μετά περισσής σοβαρότητος και αιδημοσύνης με τους ουδόλως βλέποντας προς το επιθυμήσαι αυτής. Ο φόβος της των ασέμνων θεαμάτων ήτο τοσούτος ώστε, λησμονούσα ότι και αυταί αι καλογραίαι θεωρούσι τους πάσχοντας ως ουδετέρους, ουδ' εις εξαετές παιδάριον έστεργε να επιθέση κατάπλασμα, περί δε κλύσματος ουδέ λόγος ηδύνατο να γείνη. Αντί όμως αυξήσεως σεβασμού ουδέν άλλο εκ της τοσαύτης επιδείξεως σεμνότητος παρά των μαθητών απελάμβανε παρά καθημερινάς πεζάς τε και εμμέτρους διακαούς έρωτος δηλώσεις. Τας επιστολάς ταύτας, διά των οποίων ανυμνούντο υπέρ παν άλλο των θελγήτρων της του μύστακος αυτής αι τρίχες, έσπευδε μετ' αιδήμονος αγανακτήσεως να καταγγείλη εις τον προσωρινόν διευθυντήν μακαρίτην Φαβρίκιον, πολυμαθέστατον και αγαθώτατον Γερμανόν, μ' εύθυμον διάθεσιν και μύτην κόκκινην μετά το γεύμα. Τοιούτος ων, δυσκόλως κατώρθωνε να κράτηση τον γέλωτα όταν επέπληττε τον ένοχον, εις τον οποίον επέβαλλε να ζητήση συγγνώμην από την αξιότιμον δεσποινίδα ενώπιον όλων του των συμμαθητών. Αι σκηναί εκείναι δημοσίας αιτήσεως συγγνώμης ήσαν όντως διασκεδαστικαί. Ακριβά όμως επλήρωναν οι δυστυχείς υπότροφοι την διασκέδασιν εκείνην. Η Λάμια ήτο τότε απόλυτος και ανεξέλεγκτος του Λυκείου τροφοδότις, η δε τροφή ήτο μεν κατά την καθιερωμένην φράσιν υγιεινή και αρκούσα, αλλά, και όπως εις όλα τα σχολεία, τα αρεστότερα του γεύματος συστατικά ήσαν ο πρόσφατος άρτος και τα οπωρικά. Τα τελευταία ταύτα είχε προγράψη ο φόβος της μαστιζούσης ήδη τας Αθήνας ασιατικής ή μάλλον αγγλογαλλικής χολέρας, τα δε ψωμία εφεύρε προς επίδειξιν οικονομικής δεινότητος η Λάμια να κλείη, επιστρέφοντα εκ του φούρνου, επί τρεις ή τέσσαρας ημέρας εις υψηλόν ερμάριον διά να δαμάσουν, ως αι πέρδικες και οι φασιανοί, ευλόγως παρατηρούσα ότι τρώγεται πολύ ολιγώτερος άρτος όταν είνε ξηρός. Η εφεύρεσις αύτη και ο περιορισμός των αλλαγών υποκαμίσου εις δύο την εβδομάδα μετέβαλον εις αγανάκτησιν την ευθυμίαν των μαθητών, οίτινες συνελθόντες εις μυστικόν συνέδριον απεφάσισαν παμψηφεί ν' αναθέσωσι την εκδίκησιν αυτών εις την Σεμίραν.

Προς κατανόησιν της εκδικήσεως ταύτης πρέπει να είπωμεν ότι η τόσον σεμνή εκείνη παρθένος, η καλύπτουσα, οσάκις μετέβαινεν εις την αυλήν, με την χείρα στους οφθαλμούς διά να μη τους σκανδαλίσωσιν οι άθλοι του πετεινού, εζήλευεν εν τούτοις τας όρνιθας εις το βάθος της ψυχής της. Από εικοσιπέντε τουλάχιστον ετών ουδέν άλλο ωνειρεύετο παρά τας απολαύσεις έρωτος θεμιτού και υπό της εκκλησίας ευλογημένου. Αφού εδαπάνησεν όλον τέταρτον αιώνος υφαίνουσα ιστούς προς άγραν συζύγου, εξηκολούθει ακόμη να υφαίνη η ακούραστος εκείνη αράχνη. Πλην της ήδη υμνηθείσης σεμνότητος πολλά άλλα επεδείκνυε προς επιτυχίαν του ποθούμενου προσόντα, εργατικότητα, ολιγάρκειαν, μαγειρικήν τέχνην, χειροτεχνήματα και νοικοκυρωσύνην, δραστηριώτερον όμως πάντων τούτων δελέασμα ενόμιζε την επίδειξιν της κλίνης της. Αληθές είνε ότι η κλίνη αύτη, αν και ολίγον αρχαϊκή, ήτο πράγματι αξιοθέατος, σιδηρά, ευρύχωρος, μ' επίχρυσον άνω της κεφαλής ζεύγος ασπαζομένων τρυγόνων. Ακόμη πλουσιώτερα ήσαν τα στρωσίδια. Τας άκρας της άνω σινδόνας εστόλιζε κόκκινος μαίανδρος και άλλος πλατύτερος τα παραπετάσματα· τα εφαπλώματα ήσαν μεταξωτά και το εκ πτερού σκέπασμα των ποδών άνωθεν κεντητόν με υπόραμμα εκ χρυσίζοντος ατλαζίου. Εις δε τον τοίχον εθάμβωνε την όρασιν χρυσάργυρος Παναγία μ' ερυθράν κάτωθεν κανδήλαν· ουδ' έλειπαν τα βάγια, τα φυλακτά, οι σταυροί και η κογχύλη του Παναγίου Τάφου. Αλλά το προ πάντων διακρίνον την κοίτην εκείνην από πάσαν άλλην είνε ότι ουδείς ουδέποτε ούτε νύκτα ούτε ημέραν επ' αυτής ανεπαύθη. Η Λάμια εκοιμάτο εις παρακείμενον σοφάν, η δε ωραία εκείνη κλίνη τής εχρησίμευε διά να γυμνάζεται εις κεντήματα, να την καλλωπίζη, να την καμαρώνη και να την επιδεικνύη εις τους επισκέπτας της, μέχρις ου ευρεθή ο προσφερόμενος να συναναβώσιν ομού επ' αυτής, με την άδειαν του Δεσπότη και την ευλογίαν του Παπά. Ως καταλληλότατος προς τούτο εθεωρείτο από τινός χρόνου υπ' αυτής ο παντοπώλης του Λυκείου, χήρος μισοκαιρίτης, τον οποίον εδέχετο την Κυριακήν μετά την λειτουργίαν εις τον νυμφώνα της προς τακτοποίησιν του λογαριασμού της εβδομάδος, αφίνουσα διά το ασκανδάλιστον ορθάνοικτον και τον χειμώνα την θύραν.

Τω καιρώ εκείνω ευρίσκετο εις την ακμήν του ο μετασχηματισμός των Συριανών εις Ευρωπαίους, τον οποίον ωνόμαζαν, με συμπάθειο, ξεβράκωμα. Αι φέσσαι και αι βράκαι εξηφανίζοντο αλλεπάλληλοι, ως τα πρωινά άστρα, υπό τας ακτίνας του εσπερίου πολιτισμού. Παρασυρθείς υπό του ρεύματος επαρουσιάσθη Κυριακήν τινά και ο Βακάλης εις την πρωινήν του επίσκεψιν μετημφιεσμένος εις Ευρωπαίον από κορυφής μέχρι ποδών. Όπως πας άλλος νεόφραγκος, επόμενον ήτο να φαίνεται και ούτος γελοιωδέστατος κατά τας πρώτας του ξεβρακώματος ημέρας· οι καγχασμοί των μαθητών ηκούσθησαν έως το Νησάκι. Πολύ όμως διάφορος ήτο η εντύπωσις την οποίαν επροξένησεν η μετένδυσις εις την Λάμιαν, ήτις από της ημέρας εκείνης ουδέν άλλο ωνειρεύετο παρά ν' απαρνηθή κι εκείνη το πάτριον τσεμπέρι και κοντογούνι. Ουδ' εβράδυνε να μεταβή από τους λόγους εις τα έργα ή μάλλον εις τα εμπορικά προς προμήθειαν του πρώτου υλικού της μεταμορφώσεως. Το μαλλινομέταξον του φορέματος, η τότε απαραίτητος πελερίνα, η πόλκα, το μαλακώφ ή πυγόκοσμος, ως τον είχεν εξελληνίση ο καθηγητής του Συριανού γυμνασίου κύριος Φαρδούλης, τα θηλυκωτά υποδήματα και τ' άλλα ευρέθησαν μετά σχετικής ευκολίας. Το μόνον απαιτούν μεγάλην συλλογήν ήτο το καπέλον. Το τότε κάλυμμα της κεφαλής των κυριών δεν ήτο, όπως σήμερον, εν τίποτε κοστίζον εκατόν φράγκα, αλλ' υψηλόν, πλατύγυρον και πολύπλοκον οικοδόμημα, εκ χαρτονιού, σιδηρού σύρματος, βελούδου, ανθέων και πτερών, μετέχον πύργου, κήπου και πτηνοτροφείου. Εις την Σύρον μάλιστα εβασίλευον ακόμη αι γιγάντειαι παμίλαι του Λουδοβίκου Φιλίππου, καίτοι από τρία ήδη έτη εβασίλευεν εις Παρισίους ο Λουδοβίκος Ναπολέων. Αλλ' επί τέλους συνετελέσθη και του πίλου η κατασκευή καθ' όλους τους κανόνας της γαλλοσυριανής τέχνης. Ήτο από βελούδον βαθυπράσινον, και ούτε άνθη του έλειπαν ούτε ουραί στρουθοκαμήλων. Ούτω Σαββατιανήν τινά εσπέραν, μετά πολλούς κόπους και δρόμους, ο περίφημος πίλος ευρίσκετο εντός χάρτινου κουτίου επί της ιματιοθήκης, τα ενδύματα ηπλωμένα εν τάξει και συμμετρία επί της παρθενικής κλίνης, και πλησίον αυτών τα στιλπνά υποδήματα και τα μεταξωτά χειρόκτια, όλα έτοιμα διά την αυριανήν μεταμόρφωσιν της Λάμιας εις Ευρωπαίαν. Αλλ' έτοιμη ήτο και η Σεμίρα.

Ο λόγος της τοσαύτης κατά του χαριτοβρύτου τούτου πλάσματος έχθρας της οικονόμου ήτο ότι, ως όλαι αι γάται και μάλλον πάσης άλλης, υπερηγάπα η ιδική μας την ζέστην και το άπλωμα εις τα μαλακά. Τούτων το άκρον άωτον δεν ηδύνατο να εύρη παρά μόνον εις την μεγαλοπρεπή εκείνην κλίνην. Εκεί λοιπόν κατέφευγε τακτικά κατ' απόγευμα ακριβώς μεταξύ του εφαπλώματος και του σκεπάσματος των ποδών, έχουσα ατλάζι υπό την κοιλίαν και πούπουλον επάνω εις την ράχιν. Η Λάμια μία μόνην πρώτην και τελευταίαν φοράν επέτυχε να την συλλάβη ανύποπτον και να την δείρη ανηλεώς. Αλλ' ουδέν άλλο κατώρθωσε διά της ράβδου της να την διδάξη, παρά μόνον να φυλάττεται, ουχί όμως και ν' απέχη του μεταξοστρώτου εκείνου παραδείσου. Έκτοτε εξηκολούθουν καθημερινώς της γάτας αι υπό το σκέπασμα κατακλίσεις και της γυναικός αι μάταιαι καταδιώξεις. Η τοιαύτη καθ' εκάστην και κατά την αυτήν σχεδόν ώραν μονομαχία συγκατελέγετο μεταξύ των τακτικών διασκεδάσεων των υποτρόφων. Η Λάμια, παραμονεύουσα παρά την θύραν, ευθύς άμα παρετήρει υψούμενον επί της πεδιάδος της κλίνης τον λόφον τον αγγέλλοντα την παρουσίαν της Σεμίρας υπό το πούπουλον, επλησίαζεν ακροποδητί, με την ελπίδα να την καταφθάση κοιμωμένην· αλλά καθ' ην ακριβώς στιγμήν υψώνετο το σκουπόξυλον, απετίνασσε το πονηρόν ζώον το σκέπασμα και εξώρμα δι' ενός πηδήματος εις υψηλόν ράφι. Αν δε και εκεί απειλείτο διά βλημάτων, ηδύνατο τότε κατ' αρέσκειαν είτε να κράξη εις βοήθειαν τους μαθητάς είτε να ζητήση άσυλον εις τα κεραμίδια, δι' αφράκτου τινός φεγγίτου χρησιμεύοντος εις φωτισμόν του γείτονος σκοτεινού διαδρόμου.

Την αξιομνημόνευτον εκείνην εσπέραν ο υποδειχθείς διά λαχνού συνωμότης, ωφελούμενος της στιγμής καθ' ην υπέβαλεν η οικονόμος την συνήθη έκθεσίν της εις τον διευθυντήν, εισήρχετο λαθραίως εις τον κοιτώνα της, έπραττεν εκεί υπό το φως της κανδήλας τα προαποφασισθέντα και κατώρθωνε να εξέλθη απαρατήρητος. Οι άλλοι παρέμενον εις τον διάδρομον και το εστιατόριον, διότι επλησίαζεν η ώρα του δείπνου. Πριν ή σημάνη τον κώδωνα αυτού ήνοιξεν η Λάμια κατά το σύνηθες την θύραν του κοιτώνος της διά να παρατηρήση αν ήσαν εν τάξει τα πανιά, και ιδίως τα αυριανά της στολίδια. Αλλ' εις το μέσον της κλίνης υψώνετο θεόρατος και ολοστρόγγυλος ο λόφος, ο σημαίνων ότι το τρισκατάρατον ζώον εύρε και πάλιν τρόπον να χωθή υπό το σκέπασμα. Η Αλβανή εδάγκασε το χείλος της και εκύτταξεν ημάς αγρίως. Χωρίς ουδέ λέξιν να είπη απέβαλε τα συρτά της κουντούρια και σφίγγουσα διά της μιας χειρός το σκουπόξυλον και διά της άλλης την καρδίαν της, διά να κατασιγάση τους παλμούς αυτής, επροχώρησεν επί των άκρων των γυμνών της ποδών, αθόρυβος και φοβερά ως φάντασμα, προς την κλίνην. Ήδη ευρίσκετο προ αυτής, και ο λόφος έμενεν ασάλευτος. Η ταλαίπωρος Σεμίρα εκοιμάτο, ως φαίνεται, την φοράν ταύτην με τα σωστά της. Η βαρεία ράβδος υψώθη και κατέπεσεν επί του μαλακού και αναπάλλοντος αυτής σώματος άπαξ, δις, πλειστάκις, απειράκις, ως κόπανος πλυντρίας. Μόνον κατά την τελευταίαν στιγμήν ηκούσθη εν ήσυχον μιάου-μιάου. Αλλά τούτο εφαίνετο καταβαίνον εξ ύψους. Πάντων οι οφθαλμοί εστράφησαν προς το μέρος εκείνο και ορθή επάνω εις το ράφι, χασμωμένη ως αν είχε διακοπή ο ύπνος της και κάμπτουσα ως τόξον την ράχιν, επεφάνη εις τους εκπλήκτους θεατάς υγιής και ανέπαφος η Σεμίρα.

Τι λοιπόν εκοπάνιζεν η Λάμια επί τόσην ώραν και με τόσην λύσαν; Ότε υπό απαισίου κατεχόμενη προαισθήματος απέσυρε με τρέμουσαν χείρα το σκέπασμα, απεκαλύφθη υπ' αυτό, αντί του πτώματος γαλής, το ελεεινόν λείψανον γυναικείου πίλου, του πίλου της επιούσης, τον οποίον διά των ιδίων αυτής χειρών είχε μεταβάλει εις άμορφον πήτταν βελούδου, χαρτονιού, ανθέων και πτερών. Ουδέ του Θυέστου, όταν ανεκάλυψεν ότι έφαγε τα τέκνα του, υπήρξε, πιστεύω, η κατάπληξις μεγαλειτέρα. Αλλ' η Λάμια δεν ήτο εκ των γυναικών εκείνων αι οποίαι λιποθυμούν, αλλ' ώρμησεν ωρυομένη να μας δείρη όλους, χωρίς εξαίρεσιν ουδ' αυτού του κυρίου Φαβρικίου. Εις πολλάς και πρότερον και έκτοτε έτυχε να παρευρεθώ αγρίας σκηνάς και να ίδω αποθηριωθείσας υπό της οργής φυσιογνωμίας, αλλ' ουδεμίαν ενθυμούμαι φοβερωτέραν της Αλβανής εκείνης με το λυθέν τσεμπέρι της, τας χυτάς εις τους ώμους της ψαράς τρίχας, με σπίθας εις τους οφθαλμούς και αφρούς εις το στόμα. Θέλων να την καθησύχαση, ανήγγειλεν ο αγαθός διευθυντής ότι θα προβή την επιούσαν εις ανακρίσεις προς ανακάλυψιν και τιμωρίαν του ενόχου. Αι ανακρίσεις ενηργήθησαν, αλλ' αδύνατον υπήρξε να ευρεθή ο τοποθετήσας υπό το σκέπασμα τον κοπανηθέντα πίλον. Τούτο δικαιούμεθα να θεωρήσωμεν ως μέγα δι' αυτόν ευτύχημα, διότι τρεις ημέρας έπειτα ανεσύρετο νεκρά εκ του φρέατος η δυστυχής Σεμίρα.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Αυτήν την Δικαιοσύνη για την Τέχνη να επιζητάτε....

Η Τέχνη δεν ανέχθηκε ποτέ ό,τι είναι έξω από το μέτρο της και πάντα το θέατρο σήκωνε ψηλά έναν καθρέφτη για να κοιτάζει η Φύση. Αντανακλά την Αρετή και όχι τον ενάρετο, το πέσιμο, όχι τον πεσμένο...

https://yannisstavrou@gmail.com
Γιάννης Σταύρου, Γιασεμί, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Γουίλιαμ Σαίξπηρ
Άμλετ
(απόσπασμα - μετ. Γιώργου Χειμωνά)

Να αρθρώνετε καθαρά παρακαλώ, όπως είπα εγώ τα λόγια μου και σας έδειξα πως ν' ακουμπούν μόλις στην γλώσσα σας οι λέξεις. Όμως αν το στόμα σας έμαθε μόνο να μασάει και όχι να μιλά όπως στους περισσότερους ανθρώπους και σε πολλούς από τους ηθοποιούς μας, καλύτερα τα λόγια να τα πει ο διορισμένος κράχτης. Ούτε να πριονίζετε τον αέρα με τα χέρια σας. Σε όλα να έχετε ένα κράτημα. Να κρατιέστε γερά στον χείμαρρο ,την τρικυμία , τον χαλασμό - αν έτσι νιώθετε -του πάθους σας. Να δίνετε σε όλα αυτά μια απαλότητα. Το πάθος βγαίνει πιο δυνατό άμα το αδυνατίζεις. Μου πιάνεται η ψυχή να ακούω έναν τριχωτό ρωμαλέο τύπο περιχυμένο πούδρες να κατασπαράζει ένα πάθος. Να το δαγκώνει με λύσσα. Να ξεκουφαίνει τους εξώστες όπου ποτέ δεν φτάνει κανένα νόημα, μονάχα οι πόζες κι η βουή. Μου έρχεται να μαστιγώσω όλους αυτούς που μ' έναν γελοίο οίστρο υπερπαίζουν και κάνουν τον Ηρώδη πιο Ηρώδη. Παρακαλώ αυτά να λείψουν.
Ούτε να πάτε στο άλλο άκρο και να παίζετε τάχα λιτά. Αδιάκοπα ελέγχετε το παίξιμό σας. Να βρίσκετε πάντα το φυσικό δέσιμο της δράσης με τον λόγο. Κυρίως αυτό, μην απομακρύνεσθε από τους απλούς τρόπους της φύσης. Η Τέχνη δεν ανέχθηκε ποτέ ό,τι είναι έξω από το μέτρο της και πάντα το θέατρο σήκωνε ψηλά έναν καθρέφτη για να κοιτάζει η Φύση. Αντανακλά την Αρετή και όχι τον ενάρετο, το πέσιμο, όχι τον πεσμένο. Εκεί αναγνωρίζει ο καιρός την πραγματική ηλικία του και εμπιστεύεται το είδωλο της μορφής του. Το πάρα πολύ ή το πολύ λίγο θα κάνει ίσως τους αδιάφορους να γελάσουν, οι δίκαιοι όμως θα λυπηθούν. Αυτήν την Δικαιοσύνη για την Τέχνη να επιζητάτε. Ας είναι κι από έναν. Τους άλλους, όλους αφήστε τους - κι ας είναι οι πιο πολλοί.

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

πίσω του το φως της μέρας σβήνεται...

Βάρκα είναι στο πέλαγο τ' απέραντο
μ' ένα σκελετό για κωπηλάτη
που ήλιος κατακόρυφος τον στέγνωσε
και τον λεύκανε της θάλασσας τ' αλάτι...


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Μαύρο καράβι, λάδι σε καμβά

Μοναξιά
Αλέξανδρος Μπάρας

Είναι το πυκνό συλλαλητήριο
που οργανώνει μόνος ένας, μόνος,
κάπου ένα μαχαίρι είναι που βρέθηκε
δίχως ν' ακουστεί κανένας φόνος.

Όπλου είναι βολή χωρίς αντήχηση
στη μεγάλην άμμο μιας Σαχάρας,
πάνω μια χλωμή λειψή πανσέληνος
λιώνει σαν κεράκι της δεκάρας...

Είναι μια σημαία που ξεχάστηκε
στον ιστό μετά τη δύση του ηλίου,
ξέθωρο ένα ράκος που φυλάχτηκε
από εσθήτα περασμένου μεγαλείου.

Έρημος σταθμός το μεσονύχτιο
υπογείων αστικών σιδηροδρόμων,
πέτρες φορτωμένον είναι φέρετρο
που το πάνε τέσσερις στον ώμον.

Βάρκα είναι στο πέλαγο τ' απέραντο
μ' ένα σκελετό για κωπηλάτη
που ήλιος κατακόρυφος τον στέγνωσε
και τον λεύκανε της θάλασσας τ' αλάτι.

Είναι το πουλί που μόνο ξώμεινε
μίλια απ' το κυρίαρχο κοπάδι,
πίσω του το φως της μέρας σβήνεται
και μπροστά του πήζει το σκοτάδι...

Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Π. Κονδύλης: Από τη μαζική κουλτούρα στην παγκόσμια κουλτούρα

Τα συλλογικά υποκείμενα ζουν σήμερα και θα ζουν και στο προβλεπτό μέλλον μέσα σε μιαν πολιτισμικά ερμαφρόδιτη κατάσταση, η οποία εξηγεί και ορισμένα σχιζοειδή γνωρίσματα της συμπεριφοράς τους. Ενώ η αστική κουλτούρα και παιδεία πνέει τα λοίσθια στις χώρες της γένεσης και της ακμής της, οι συνήθειες ζωής που υπαγορεύει η σύγχρονη κατανάλωση, οι τρόποι του εργάζεσθαι που επιβάλλει η σύγχρονη τεχνική και οι μορφές διασκέδασης πού συναρτώνται με τα ηλεκτρονικά μέσα συγκλίνουν από κοινού σε μιάν λίγο-πολύ ομοιογενή παγκόσμια κουλτούρα...
                                                                                            Παναγιώτης Κονδύλης

https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Πεπρωμένο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Π. Κονδύλης
Από τη μαζική κουλτούρα στην παγκόσμια κουλτούρα

H αποικιακή εξάπλωση της Ευρώπης είχε ήδη αγκαλιάσει τον πλανήτη όταν ο Goethe έθεσε το ζήτημα μιας «παγκόσμιας λογοτεχνίας» ενιαίας ως προς το ανθρώπινο περιεχόμενο της. Ακόμα βαθύτερες υλικές διαπλοκές, οι όποιες συμβαδίζουν με την οικουμενίκευση της μαζικής δημοκρατίας ως πρώτου γνήσια πλανητικού κοινωνικού σχηματισμού, μας υποχρεώνουν σήμερα να στοχαστούμε πάνω στη δυνατότητα και στον χαρακτήρα μιας παγκόσμιας κουλτούρας. Οι αφορμές και το υλικό για τέτοιους στοχασμούς ασφαλώς δεν θα λείψουν στις επόμενες δεκαετίες, ίσως και στους επόμενους αιώνες. Γιατί οι παραπάνω διαπλοκές είναι αμετάκλητες, καθώς επιτελούνται υπό την πίεση μιας όλο και μεγαλύτερης πληθυσμιακής πυκνότητας, η όποια δεν πρόκειται να υποχωρήσει στο προβλεπτό μέλλον. Η τελειοποίηση των επικοινωνιακών και συγκοινωνιακών μέσων αποτελεί απλώς την τεχνική έκφραση μιας παγκόσμιας κατάστασης, μέσα στην οποία εξαφανίστηκαν σχεδόν εντελώς οι κενοί ανθρώπων χώροι και τα «φυσικά σύνορα». Όμως ακριβώς τέτοιους χώρους και τέτοια σύνορα προϋπέθεταν οι χωριστές κουλτούρες, κάθε μία από τις όποιες αναπτυσσόταν μέσα στο δικό της θερμοκήπιο.
Η τελειοποίηση των επικοινωνιακών και συγκοινωνιακών μέσων αποτελεί απλώς την τεχνική έκφραση μιας παγκόσμιας κατάστασης, μέσα στην οποία εξαφανίστηκαν σχεδόν εντελώς οι κενοί ανθρώπων χώροι και τα «φυσικά σύνορα».

Η τελειοποίηση των επικοινωνιακών και συγκοινωνιακών μέσων αποτελεί απλώς την τεχνική έκφραση μιας παγκόσμιας κατάστασης, μέσα στην οποία εξαφανίστηκαν σχεδόν εντελώς οι κενοί ανθρώπων χώροι και τα «φυσικά σύνορα».

Η «παγκόσμια λογοτεχνία» ήρθε ως έννοια στο προσκήνιο όταν ακόμα η ευρωπαϊκή κουλτούρα των Νέων Χρόνων έβαινε προς την αποκορύφωση της. Αντίθετα, η παγκόσμια κουλτούρα τίθεται σήμερα στην ημερήσια διάταξη επειδή η ευρωπαϊκή κουλτούρα ξεπέρασε από καιρό το ζενίθ της, επειδή ο κύκλος των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων ως εποχής με ειδοποιά γνωρίσματα έκλεισε, ενώ άνοιξε ο κύκλος της πλανητικής εποχής. Τούτο φαίνεται και από το γεγονός ότι η γενική έννοια της κουλτούρας ή της «παιδείας» και του «πολιτισμού», όπως την διαμόρφωσε η νεώτερη ευρωπαϊκή κουλτούρα από την Αναγέννηση και μετά, αποσυντέθηκε βαθμηδόν στον 20ο αιώνα, έτσι ώστε στις ήμερες μας δεν είναι πια δυνατό να χρησιμοποιηθεί ως μίτος για τη διερεύνηση του προβλήματος της παγκόσμιας κουλτούρας· το πολύ-πολύ χρησιμεύει για συγκριτικούς σκοπούς. Βέβαια, δεν επεξεργάζεται και δεν διαμορφώνει κάθε κουλτούρα και κάθε πολιτισμός μιαν περιγραφική ή κανονιστική έννοια περί κουλτούρας ή πολιτισμού. Εν πάση περιπτώσει, καμμία κουλτούρα δεν επιδόθηκε ίσαμε σήμερα με τόση ένταση στην επεξεργασία μιας τέτοιας έννοιας όσο η νεώτερη ευρωπαϊκή κουλτούρα. Τούτη συσχέτισε το πολιτισμικό ιδεώδες με ένα ιδεώδες παιδείας, το οποίο βέβαια όφειλε να προσανατολισθεί σε μιαν κανονιστική αντίληψη περί φύσεως και να θεμελιωθεί πάνω σέ (εξευγενισμένες) φυσικές καταβολές, συνάμα όμως έθετε ως σκοπό του την αυτονόμηση της πολιτισμικής σφαίρας και την ανύψωση της πάνω από τις υλικές σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Αυτό αποτελούσε κάτι καινούργιο όχι μόνο σέ σύγκριση με κουλτούρες, οι οποίες δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα την παιδεία, αλλά και με άλλες, οι οποίες έκαναν βέβαια διάκριση ανάμεσα στο πεπαιδευμένο άτομο και στον απαίδευτο λαό, ωστόσο κατανοούσαν την παιδεία πρώτα-πρώτα ως ηθική τελειοποίηση και προσδοκούσαν απ” αυτήν να επιδράσει ευνοϊκά πάνω στη διαπαιδαγώγηση του λαού. Από την άποψη αυτή δεν απείχαν πολύ μεταξύ τους ο Σωκράτης και ο ανατολίτης γκουρού. Αντίθετα, η παιδεία υπό τη νεώτερη ευρωπαϊκή έννοια ήταν πολιτισμικός αυτοσκοπός, μπορούσε να αποδεσμευθεί από άμεσες πρακτικές-ηθικές μέριμνες, και μάλιστα να συμμαχήσει και με τον Διάβολο, αν και συνδεόταν πάντα με την ελπίδα ότι θα έχει ευρύτερες ηθικές παρενέργειες, αφού μάλιστα η κατάκτηση της, όπως και η κατάκτηση της αρετής, απαιτούσε αυτοπειθάρχηση και αυτοϋπέρβαση. Ήταν ατομικό αγαθό, δηλαδή αποτελούσε αξία στο πλαίσιο μιας κεκηρυγμένα ατομικιστικής κουλτούρας, της αστικής, η οποία αρχικά είχε επιστρατεύσει αυτήν ακριβώς την αξία για να ξεχωρίσει ευδιάκριτα τον εαυτό της από ό,τι η ίδια χαρακτήριζε ως απαιδευσία και βαρβαρότητα της φεουδαλικής πολεμικής αριστοκρατίας.

Έτσι, μέσω της έννοιας της παιδείας η έννοια της κουλτούρας απέκτησε μια διάσταση που την ξεχώριζε αισθητά από ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «αντικειμενική έννοια της κουλτούρας». Τούτη εδώ σημαίνει τον λίγο-πολύ αυτονόητο και ανεξέταστο τρόπο ζωής μιας συλλογικής οντότητας, τα βραχύβια ή μακρόβια ήθη και έθιμα της, τις αντιλήψεις της για το καλό και το κακό, όπως εξαντικειμενικεύονται μέσα στην τέχνη και στη λατρεία της, τον τρόπο της να χαίρεται τη ζωή και να υποδέχεται τον θάνατο. Αυτή η αντικειμενική έννοια της κουλτούρας ισχύει εξ ίσου για τις «προμοντέρνες» και τις «μοντέρνες» κοινωνίες και κάνει την συνηθισμένη σήμερα διχοτομία ανάμεσα τους ακόμα προβληματικότερη απ” όσο είναι έτσι κι αλλιώς. Υπό τη μορφή της «λαϊκής κουλτούρας», η έννοια αυτή έπαιξε έναν ρόλο και στο πλαίσιο της αστικής σκέψης, καθώς χρησίμεψε, σε εκάστοτε διαφορετική εκδοχή και με εκάστοτε διαφορετική έμφαση, στη θεμελίωση της έννοιας του έθνους, μολονότι τούτη η τελευταία είναι ουσιαστικά έννοια πολιτική. Επειδή όμως η αστικοφιλελεύθερη και αντιφιλελεύθερη έννοια περί έθνους από νωρίς ήδη τράβηξαν ξεχωριστούς δρόμους, την ιδέα της γηγενούς και κατά βάθος αμετάβλητης «λαϊκής κουλτούρας» την υποστήριξαν πολύ εντονότερα από τούς αστούς ιδεολόγους οι εκπρόσωποι του κλασσικού συντηρητισμού και του δεξιού εθνικισμού, οι όποιοι αισθάνονταν δυσπιστία απέναντι στις ατομικιστικές και κοσμοπολίτικες συμπαραδηλώσεις του αστικού παιδευτικού ιδεώδους. Οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές, πάλι, ανέμιξαν συχνά την έννοια της «λαϊκής κουλτούρας» με την έννοια της «τάξης» και της «ταξικής συνείδησης».

Όπως και να “χει, το θανάσιμο πλήγμα ενάντια στην αστική αντίληψη περί παιδείας και κουλτούρας δεν προήλθε από τίς πλευρές αυτές, αλλά από το λογοτεχνικό-καλλιτεχνικό κίνημα του μοντερνισμού και της πρωτοπορίας (avant-garde). Εδώ ο πολιτισμικός ατομικισμός αρχικά εξωθήθηκε στα άκρα, καθώς το δημιουργικό άτομο διεκδίκησε για τον εαυτό του το δικαίωμα να χρησιμοποιεί πολιτισμικά προϊόντα από όλες τίς εποχές κι όλες τις χώρες ως ισότιμα υλικά στο πλαίσιο όλο και καινούργιων συνδυασμών – κι ακόμα παραπέρα: να θεωρεί ως τέτοια υλικά τα πάντα, ανεξαρτήτως προελεύσεως και αρχικής εμπνεύσεως. Έτσι θα γεφυρωνόταν, όπως πίστευαν οι υπερασπιστές τέτοιων απόψεων, το χάσμα ανάμεσα σε «τέχνη» και «ζωή», το όποιο γεννιόταν από την προτεραιότητα του πολιτισμικού στοιχείου και της παιδείας απέναντι στους υπόλοιπους κοινωνικούς τομείς. Η παράδοξη συνέπεια αυτών των τοποθετήσεων και των δραστηριοτήτων ήταν ότι υπονομεύθηκε ακριβώς ο ακραίος ατομικισμός πού διακήρυσσαν. Γιατί όπου τα πάντα μπορούν να αποτελέσουν κουλτούρα και πολιτισμικό αγαθό, εκεί δεν χρειάζεται να υπάρχουν καλλιτέχνες και πολιτισμικοί φορείς με την αστική έννοια των όρων. Η διαφήμιση, η κατανάλωση, η διασκέδαση και η κουλτούρα μπορούν να ταυτίζονται. Όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν, από διαφορετικούς εκάστοτε δρόμους, σε μιαν παλινόρθωση της αντικειμενικής έννοιας της κουλτούρας. Ό,τι άλλοτε ονομαζόταν «λαϊκή κουλτούρα», τώρα ονομάσθηκε «μαζική κουλτούρα», και μολονότι η πρώτη βρισκόταν υπό την αιγίδα της παράδοσης, ενώ η δεύτερη προσαρμόζεται στην εναλλασσόμενη μόδα, ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις η έννοια της κουλτούρας είναι τόσο ευρεία, ώστε μπορεί να αγκαλιάσει όλους τούς τομείς της κοινωνικής ζωής, σβήνοντας τον χωρισμό ανάμεσα στην κουλτούρα ή στην παιδεία και στη ζωή· γι’ αυτό και σήμερα γίνεται λόγος για την «κουλτούρα του σώματος», την «κουλτούρα της διαμαρτυρίας», την «κουλτούρα του ωροσκοπίου», την «κουλτούρα της General Motors» ή την «κουλτούρα τού Disney-Land» χωρίς να έχει κανείς την αίσθηση ότι τέτοιες εκφράσεις είναι εσφαλμένες ή στερούνται νοήματος. Από την άλλη πλευρά, η αντικειμενική έννοια της κουλτούρας, η όποια αναφερόταν στην παραδοσιακή λαϊκή κουλτούρα, εκλαϊκεύθηκε και διαδόθηκε στον αιώνα μας χάρη στην εργασία της αμερικανικής «πολιτισμικής ανθρωπολογίας».

Αποφασιστική παραμένει η διαπίστωση ότι ο δρόμος της παγκόσμιας κουλτούρας στην εποχή της οικουμενικής μαζικής δημοκρατίας μπορούσε να ανοίξει μονάχα μέσα από την επικράτηση της αντικειμενικής έννοιας της κουλτούρας στην α ή στη β εκδοχή της. Η διαμόρφωση και η διάδοση της παγκόσμιας κουλτούρας δεν συμβιβάζονται λοιπόν με την οποιαδήποτε έννοια περί κουλτούρας, παρά προαπαιτούν εντελώς συγκεκριμένα τον παραμερισμό της κυρίαρχης στους ευρωπαϊκούς Νέους Χρόνους αστικής αντίληψης περί κουλτούρας και παιδείας. Η παγκόσμια κουλτούρα πρέπει να περάσει αναγκαστικά πάνω από το πτώμα της τελευταίας και να ξεκινήσει με αφετηρία την αντικειμενική έννοια της κουλτούρας, και μάλιστα ως μαζικής κουλτούρας. Κι αυτό όχι μόνον επειδή στο μεταξύ οι λαϊκές κουλτούρες είτε πέθαναν, είτε έγιναν στείρες, αλλά και για λόγους αναγόμενους στις δομικές διαφορές ανάμεσα σε λαϊκή και μαζική κουλτούρα. Ενώ μια λαϊκή κουλτούρα μπορούσε να ανθίσει μονάχα κάτω από τις γεωγραφικές και δημογραφικές προϋποθέσεις πού αναφέραμε στην αρχή, και ήδη γι’ αυτόν τον λόγο συνεπαγόταν από τη φύση της μιαν περιχαράκωση απέναντι σέ άλλες λαϊκές κουλτούρες, η σύγχρονη δυτική μαζική κουλτούρα χαρακτηρίζεται από την απεριόριστη αφομοιωτική και συνδυαστική της ικανότητα. Η δυτική της προέλευση διόλου δεν παρεμποδίζει την οικουμενίκευσή της. Γιατί η μαζικοδημοκρατική κουλτούρα της Δύσης ήδη στις απαρχές της, όταν δηλαδή ακόμα διαμορφωνόταν στο ποιοτικά υψηλό επίπεδο του λογοτεχνικού-καλλιτεχνικού μοντερνισμού και της πρωτοπορίας, άνοιξε διάπλατα τις θύρες σ’ ένα οικουμενικό συνδυαστικό παιγνίδι, καθώς έβαλε στο στόχαστρο της ταυτόχρονα και παράλληλα τόσο τον άστο όσο και τον ευρωκεντρισμό του αστικού πολιτισμού. Έτσι, η μαζικοδημοκρατική αντικειμενική έννοια της κουλτούρας, η οποία παραμέρισε τα κατάλοιπα της λαϊκής κουλτούρας, προ παντός όμως κατέλυσε την αστική έννοια της κουλτούρας και της παιδείας, αποτελεί τον αναγκαίο ιστορικό και δομικό όρο για τη γένεση μιας παγκόσμιας κουλτούρας – ακριβώς όπως και η δυναμική της μαζικής δημοκρατίας στην ευρωπαϊκή και αμερικανική Δύση απετέλεσε και αποτελεί την κινητήρια δύναμη της οικουμενίκευσης του μαζικοδημοκρατικού κοινωνικού σχηματισμού. Μόνον όπου η κουλτούρα διαμορφώνεται ως συνδυασμός των πάντων με τα πάντα, χωρίς πάγιο κανόνα και αδιαφορώντας απέναντι στα ποιοτικά κριτήρια, όπως τα όριζε η αστική κουλτούρα, μπορεί να αναμένεται ότι οι προγενέστερες λαϊκές και εθνικές κουλτούρες θα αποσυντεθούν στα συστατικά τους στοιχεία, τα οποία κατόπιν θα χρησιμεύσουν ως υλικά σ’ έναν συνδυασμό οικουμενικού εύρους – ανεξάρτητα από το ποιά επί μέρους κουλτούρα θα υπερτερεί ποσοτικά ή θα δεσπόζει μέσα σ’ αυτόν τον υπερσυνδυασμό και ποιά θα βγει ζημιωμένη. Και μόνον όπου κουλτούρα και ζωή ταυτίζονται, ή τουλάχιστον τείνουν να ταυτισθούν, αρκεί από μόνη της η ομοιογένεια των υλικών όρων ζωής προκειμένου να παραχθεί μια λίγο-πολύ ενιαία παγκόσμια κουλτούρα.

Ώστε μία παγκόσμια κουλτούρα μπορεί να δημιουργηθεί μόνον εάν η κουλτούρα εν γένει δεν θεωρείται πλέον ως υπέρτερη σφαίρα, αποτυπούμενη στην παιδεία ως ατομικό εκάστοτε απόκτημα. Η κύρια λειτουργία της θα ήταν να συνιστά ένα τεράστιο χωνευτήρι, δηλαδή να επιτελεί mutatis mutandis σε παγκόσμια κλίμακα ό,τι επιτέλεσε η μαζική κουλτούρα εντός του πολυεθνικού κράτους των Ηνωμένων Πολιτειών: να ισοπεδώνει και έτσι να ενοποιεί. Για να εκπληρωθεί μια τέτοια λειτουργία, ο μεγαλύτερος δυνατός κοινός παρονομαστής έχει βέβαια πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ όσην έχουν τα ποιοτικά στοιχεία και οι διαχωρισμοί που αυτά συνεπάγονται. Το άτομο θα έπρεπε να συμμετέχει στην παγκόσμια κουλτούρα εξ ίσου αυτονόητα και άκοπα όπως συμμετέχει σήμερα στη μαζική κουλτούρα ή όπως συμμετείχε χθες στη λαϊκή κουλτούρα. Κοντολογής: η μόνη δυνατή παγκόσμια κουλτούρα δεν θα ήταν άλλη από τη σημερινή δυτική μαζική κουλτούρα σε οικουμενική κλίμακα. Οι διαφορές μορφής και περιεχομένου από ήπειρο σε ήπειρο κι από χώρα σε χώρα θα βάραιναν πολύ λίγο, όπως πολύ λίγο βαραίνουν και μέσα στο πλαίσιο της σημερινής δυτικής μαζικής κουλτούρας. Γιατί το ουσιαστικό εδώ δεν είναι το περιεχόμενο ή η μορφή, παρά το ίδιο το συνδυαστικό παιγνίδι ανάλογα με τον εκάστοτε επίκαιρο και ενδιαφέροντα τομέα κοινωνικής δραστηριότητας.

Αν όμως η διαμόρφωση της δυτικής μαζικής κουλτούρας αποτελεί αναγκαίο όρο (και συνάμα δομικό πρότυπο) της παγκόσμιας κουλτούρας, από την άλλη πλευρά δεν συνιστά επαρκή όρο. Μια παγκόσμια κουλτούρα, στην οποία όλοι οι πολίτες του κόσμου θα μετείχαν εξίσου αυτονόητα όπως μετείχαν τα μέλη των αλλοτινών φυλών και εθνών στις αλλοτινές λαϊκές κουλτούρες, θα απαιτούσε, εκτός από τον μαζικό χαρακτήρα της κουλτούρας, να μη μεταβάλλονται τα πολιτισμικά ζητήματα σε επίμαχα σημεία και σε πεδία μάχης. Αυτό θα ήταν δυνατό να γίνει είτε επειδή θα εξέλειπαν οι μείζονες συγκρούσεις στο πλαίσιο μιας αρμονικής παγκόσμιας κοινωνίας, είτε επειδή η πολιτισμική διάσταση δεν θα περιλαμβανόταν στα agenda των συγκρούσεων. Όμως καμμία από τις δύο αυτές δυνατότητες δεν έχει σοβαρές προοπτικές πραγμάτωσης στο μέλλον. Η παγκόσμια κοινωνία δεν πρόκειται να συνεπιφέρει την παγκόσμια αλληλεγγύη, όπως και η εθνική κοινωνία δεν μπόρεσε να επιτύχει την αλληλεγγύη μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και ομάδων. Και όσο μέσα στο πλαίσιο της παγκόσμιας κοινωνίας θα λαμβάνουν χώρα οξείες συγκρούσεις, οι οποίες θα ξεπερνούν το επίπεδο ζωικών αγώνων για τη φυσική επιβίωση, τα αντίστοιχα συλλογικά υποκείμενα θα προσδίδουν έμφαση και νομιμοποίηση στους υλικούς τους σκοπούς επικαλούμενα συμβολικά-πολιτισμικά μεγέθη. Στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας κουλτούρας, της οποίας οι αξίες θ’ αναγνωρίζονταν κατ’ αρχήν από όλες τις πλευρές, αλλά θα ερμηνεύονταν διαφορετικά από την καθεμιά τους, τα πράγματα θα έμοιαζαν λοιπόν, από την άποψη αυτή, με την κατάσταση που επικρατούσε μέσα στις εθνικές και λαϊκές κουλτούρες.

Όμως όλα αυτά αφορούν το μακρινό υποθετικό μέλλον. Το παρόν και το προβλεπτό μέλλον χαρακτηρίζονται από μιαν αμφισημία ή αμφιπλευρικότητα. Η οικουμενική εξάπλωση της δυτικής μαζικής κουλτούρας αποδυνάμωσε όλο και περισσότερο τις εθνικές και τις λαϊκές κουλτούρες· η αναγέννηση τους πάνω στην προγενέστερη βάση είναι άκρως απίθανη, αν λάβουμε υπ’ όψιν την πύκνωση της διεθνούς επικοινωνίας και την αύξουσα ομοιομορφία του εξωτερικού τρόπου ζωής. Από την άλλη μεριά, όμως, τα πραγματικά ή φανταστικά τους κατάλοιπα παραμένουν αρκετά ισχυρά ώστε να χρησιμεύουν ως συμβολικά όπλα και να εμποδίζουν την απερίφραστη καθολική ομολογία πίστεως σε μία και μόνη παγκόσμια κουλτούρα. Τα συλλογικά υποκείμενα ζουν σήμερα και θα ζουν και στο προβλεπτό μέλλον μέσα σε μιαν πολιτισμικά ερμαφρόδιτη κατάσταση, η οποία εξηγεί και ορισμένα σχιζοειδή γνωρίσματα της συμπεριφοράς τους. Ενώ η αστική κουλτούρα και παιδεία πνέει τα λοίσθια στις χώρες της γένεσης και της ακμής της, οι συνήθειες ζωής που υπαγορεύει η σύγχρονη κατανάλωση, οι τρόποι του εργάζεσθαι που επιβάλλει η σύγχρονη τεχνική και οι μορφές διασκέδασης πού συναρτώνται με τα ηλεκτρονικά μέσα συγκλίνουν από κοινού σε μιάν λίγο-πολύ ομοιογενή παγκόσμια κουλτούρα. Πάνω από την αντικειμενική αυτή πολιτισμική βάση αιωρούνται οι εθνικές και λαϊκές κουλτούρες, οι όποιες έχουν βέβαια συρρικνωθεί σε στερεότυπα και μεταφρασθεί στην εικονογλώσσα της μαζικής κουλτούρας, όμως ακόμα και ως φαντάσματα είναι σε θέση να κινητοποιήσουν μάζες, αν άλλοι παράγοντες πιέζουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Η οικουμενική ενοποίηση του τεχνικού εξοπλισμού στην καθημερινή ζωή και στον τόπο εργασίας δεν θα μπορέσει καθ’ εαυτήν να παραμερίσει τούτον τον διχασμό. Γιατί η σύγχρονη τεχνική, παρά τη δυτική της προέλευση, είναι κοσμοθεωρητικά ουδέτερη, και έτσι πολύ διαφορετικά πολιτισμικά περιεχόμενα μπορούν να συνυπάρχουν πάνω στην ίδια τεχνολογική βάση – κι ας μην αναφέρουμε καθόλου το γεγονός ότι ακριβώς οι ελεύθεροι χώροι μιας εκτεχνικευμένης κοινωνίας δίνουν ευρύ πεδίο δράσεως σε τοποθετήσεις εχθρικές προς την τεχνική. Εν πάση περιπτώσει η επιστροφή στις λίγο-πολύ αυτοφυείς και αυτοτελείς κουλτούρες αποκλείεται όσο η πληθυσμιακή πυκνότητα σε οικουμενική κλίμακα καθιστά αναπόδραστη την εντατική επικοινωνία. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές η πολιτισμική ποικιλία με συλλογικούς φορείς μπορεί να υφίσταται μόνον ως πολιτισμική σύγκρουση, όχι ως παράλληλη ύπαρξη αυτόνομων πολιτισμών.

ΠΗΓΗ
ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ

Η κατάρρευση της αυτοκρατορίας - Το Βυζαντινό μάθημα...

Με αφορμή την επίσκεψη του προέδρου Πούτιν στην Ελλάδα 
και το Άγιον Όρος...
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ με τη σφραγίδα της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας.
Πως η σημερινή Ρωσία αντιλαμβάνεται το Βυζάντιο και διαμορφώνει τη σύγχρονη πορεία της ως παγκόσμια δύναμη με γεωστρατηγικές & πολιτισμικές αξιώσεις ισχύος...

Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά...

το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει·
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα...


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Εκδρομή, Λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Γιώργος Σεφέρης
Μποτίλια στο πέλαγο

Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
και παραπάνω
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει·
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη·
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές
το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά
ώς τον ορίζοντα ώς τον ουρανό που βασιλεύει.

Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.

Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

όπου η Ελπίδα, φεύγοντας, σαν νυχτερίδα πάει...

Όταν, βαρύς και χαμηλός, ο ουρανός πλακώνει
το πνεύμα που απ’την πλήξη του την τόση αγκομαχάει...

*
Quand le ciel bas et lourd pèse comme un couvercle
Sur l'esprit gémissant en proie aux longs ennuis


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Νύχτα στο δάσος, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Σαρλ Μπωντλαίρ
Spleen
Τα Άνθη του Κακού

Όταν, βαρύς και χαμηλός, ο ουρανός πλακώνει
το πνεύμα που απ’την πλήξη του την τόση αγκομαχάει
και γύρω τον ορίζοντα ολόκληρο τον ζώνει
και φως μουχρό, πιο θλιβερό κι απ’της νυχτός, σκορπάει΄

όταν η γη μια φυλακή λες κι είναι, μουσκεμένη,
όπου η Ελπίδα, φεύγοντας, σαν νυχτερίδα πάει
κι αγγίζει τη φτερούγα της στους τοίχους φοβισμένη
κι απά’ σε σαπιοτάβανα την κεφαλή χτυπάει΄

όταν τ’ατέλειωτο η βροχή κλωτόνερό της χύνει,
που σιδερόφραχτη τη γη σαν κάτεργο την δείχτει,
και πλήθος άτιμες, βουβές αράχνες πάει και στήνει
βαθιά μες στο κεφάλι μας το δολερό του δίχτυ,

άξαφνα τότε ακούγονται καμπάνες φρενιασμένες,
που το φριχτό τους ουρλιαχτό στους ουρανούς σκορπάνε
καθώς ψυχές που τριγυρνούν απάτριδες,χαμένες,
κι αρχίζουνε θρηνητικά, με πείσμα, να βογκάνε.

Και κάποια, δίχως μουσική, νεκρών πολλών κηδεία
περνά από την ψυχή μου. Κλαίει για ελπίδα νικημένη
και στο σκυφτό κρανίο μου καρφώνει η Αγωνία
δεσποτική τη μαύρη της σημαία λυσσασμένη.

(Μετ. Γιώργος Σημηριώτης)

Charles Baudelaire
Spleen
Fleurs du mal

Quand le ciel bas et lourd pèse comme un couvercle
Sur l'esprit gémissant en proie aux longs ennuis,
Et que de l'horizon embrassant tout le cercle
II nous verse un jour noir plus triste que les nuits;

Quand la terre est changée en un cachot humide,
Où l'Espérance, comme une chauve-souris,
S'en va battant les murs de son aile timide
Et se cognant la tête à des plafonds pourris;

Quand la pluie étalant ses immenses traînées
D'une vaste prison imite les barreaux,
Et qu'un peuple muet d'infâmes araignées
Vient tendre ses filets au fond de nos cerveaux,

Des cloches tout à coup sautent avec furie
Et lancent vers le ciel un affreux hurlement,
Ainsi que des esprits errants et sans patrie
Qui se mettent à geindre opiniâtrement.

— Et de longs corbillards, sans tambours ni musique,
Défilent lentement dans mon âme; l'Espoir,
Vaincu, pleure, et l'Angoisse atroce, despotique,
Sur mon crâne incliné plante son drapeau noir.

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Η διάνοια των σημερινών Ελλήνων...

Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του, η Αγγλία την ομίχλην, η Βλαχία την ακρίδα, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας και η Ελλάς τους Έλληνας...

https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Μήλο και μαχαίρι, λάδι σε καμβά 

Εμμανουήλ Ροίδης
Αποφθέγματα

Ο στόμαχος και η καρδία, πρέπει να ήναι ευχαριστημένα, ίνα ηδυνώμεθα θαυμάζοντες την φύσιν· άλλως ο ήλιοςφαίνεται ημίν, εμοί τουλάχιστον, μηχανή προς ωρίμανσιν των πεπόνων, η σελήνη φανάριον των κλεπτών, τα δένδρα καύσιμος ύλη, η θάλασσα αλμυρόν ρευστόν και η ζωή ανόσιος ως νερόβραστος κολοκύνθη.

Η διάνοια των σημερινών Ελλήνων δύναται να ομοιωθεί προς αγρόν, τον οποίον ο ιδιοκτήτης αυτού αφήνει ως επι το πλείστον ακαλλιέργητον, δια τον λόγον ότι το προϊόν της συγκομιδής δεν εκάλυπτε την δαπάνην της καλλιεργείας.

Κατα τας ημέρας των στηλιτικών ήκουσα ξένον, γηράσαντα παρ' ημίν, να εκφράζη την ακόλουθον γνώμην: Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του, η Αγγλία την ομίχλην, η Βλαχία την ακρίδα, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας και η Ελλάς τους Έλληνας

[Εμμανουήλ Ροίδης, Επιλογή από το έργο του (Γιάννης Καλαϊτζής), Εκδ. Στιγμή]

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Συνοδεία σε πήραν...

Στο προαύλιο μια λεύκα κουνάει τα κλαδιά λυπημένη
κι ούτε θρόισμα ακούγεται – κι όμως κει στα κελιά
πόσοι αθώοι πεθαίνουν και πάνε χαμένοι...


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Λεύκες στον Λαγκαδά, λάδι σε καμβά

Άννα Αχμάτοβα
Ρέκβιεμ (αποσπάσματα)
1

Συνοδεία σε πήραν καθώς χάραζε η μέρα,
από πίσω σου βάδιζα σαν σ’ εκφορά,
τα παιδιά στο σκοτάδι της κάμαρας κλαίγαν
και στο εικόνισμα στάζαν εμπρός τα κεριά.
Πα στα χείλη σου η ψύχρα της άγιας εικόνας.
Τον ιδρώ του θανάτου στο μέτωπο δεν τον ξεχνώ.
Σαν των δόλιων στρελτσύ (*1) τις γυναίκες, πεσμένη στο χώμα,
δίπλα εκεί στου Κρεμλίνου τους πύργους θα ουρλιάζω κι εγώ.

1935

4

Ποιος να σ’ το ’λεγε τότε που οι φίλοι σου
φιλενάδα τους σ’ έλεγαν κι έτοιμο το ’χες το σκώμμα
κι αμαρτάνοντας πρόσφερες τ’ άλικα χείλη σου,
στη ζωή σου να πάθεις τι σου ’μελλε ακόμα.
Στη ουρά τριακοστή με το δέμα σου
να σταθείς στα Κρεστύ (*2) και μπροστά να κοιτάς
και με δάκρυα καυτά, με το αίμα σου,
του χειμώνα τον πάγο να καις, να τρυπάς.
Στο προαύλιο μια λεύκα κουνάει τα κλαδιά λυπημένη
κι ούτε θρόισμα ακούγεται – κι όμως κει στα κελιά
πόσοι αθώοι πεθαίνουν και πάνε χαμένοι…

6

Οι βδομάδες σαν πουλιά πετάνε
τι συνέβη ποιος θα μου το πει;
Πώς σε κοίταζαν στη φυλακή
οι λευκές οι νύχτες, που καταραμένες να ’ναι,
πώς και τώρα σε ξανακοιτούν
με αετίσιο μάτι φλογερό
και για τον ψηλό σου τον σταυρό
και για θάνατο μιλούν.

1939

8

ΠΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΝ

Έτσι κι αλλιώς θα ’ρθεις, γιατί όχι τούτη τη στιγμή:
Σε περιμένω, αδύνατο να επουλωθεί το τραύμα.
Όλα τα φώτα τα ’σβησα κι η πόρτα μου ανοιχτή,
να μπεις εσύ καθημερνός και σπάνιος ως θαύμα.
Όποια μορφή σ’ αρέσει πάρε για να ’ρθεις,
σαν βλήμα εισόρμησε και σκότωσέ με
ή μ’ ένα ζύγι ζύγωσε σαν έμπειρος ληστής
ή με του τύφου τον καπνό φαρμάκωσέ με.
Ή ως μύθος που ’χεις σοφιστεί και λες από καιρό
κι όλοι τον μάθαν πια μέχρι ναυτίας, μέχρι κόρου,
ώστε το μπλε πηλήκιο (*3) στην αυλή να δω
κι από τον τρόμο του χλωμό τον θυρωρό μου.
Το ίδιο πια μου κάνει. Ο Γιενισέι κυλάει μες στον αφρό,
το πολικό τ’ αστέρι φέγγει μες στην αμφιλύκη
και την γαλάζια λάμψη των αγαπημένων μου ματιών
η τελευταία την καλύπτει φρίκη.

19 Αυγούστου 1939, σπίτι της Φοντάνκα

(Από τη συλλογή «ΡΕΚΒΙΕΜ», εκδ. ΑΓΡΑ 2011, Μετ. Άρης Αλεξάνδρου)

* Σημειώσεις
1. Τάγμα του Ιβάν του Τρομερού, προσωπική φρουρά του τσάρου που εκκαθαρίστηκε.
2. Φυλακές του Λένινγκραντ.
3. Στολή των υπαλλήλων της NKVD (Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων), η διαβόητη μυστική αστυνομία της Ε.Σ.Σ.Δ. της εποχής του Στάλιν.

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Ως την υπόσταση των περασμένων ημερών...

Θα έφερνα στους στίχους την πνοή των λουλουδιών,
Τα χρώματα της χώρας,
Το θέρισμα του χόρτου , το σπαθόχορτο
Και το μπουμπουνητό της μπόρας...


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Άνοιξη στον Υμηττό, λάδι σε καμβά

Μπορίς Παστερνάκ
Ως τον πυρήνα

Θέλω να φτάσω σ’ όλα
Μέχρι την ουσία
Στην τέχνη μου, στο ψάξιμο του δρόμου,
Στου έρωτα τη σημασία.

Ως την υπόσταση των περασμένων ημερών.
Ως την αξία της στιγμής, του μήνα
Μέχρι τη βάση, ως τις ρίζες,
Κι ως τον πυρήνα.

Το νήμα θέλω πάντα να κρατώ,
Σ’ όλα τα γεγονότα.
Να ζω, να σκέφτομαι, να αγαπώ
Ν’ ακούω τον παλμό στην κάθε νότα.

Θαυμάσια θα ήταν αν ήμουν ικανός,
Έστω και με σημάδια του λάθους
Να έγραφα μόνο οχτώ σειρές
Για τις ιδιότητες του πάθους.

Για τις παρανομίες , τις αμαρτίες,
Τις κούρσες , το κυνηγητό,
Για την απρέπεια στη βιασύνη
Και της πληγής το βογκητό.

Ήχο θα έβαζα στους νόμους των παθών
Με τις χορδές των αισθημάτων,
Με την λαφριά ανάσα
Των πελάγων και ποιημάτων

Θα χάραζα τους στίχους σαν τον κήπο
Με τις σειρές από δέντρα
Οι φλαμουριές θ’ ανθούσαν στη σειρά
Εις φάλαγγα κατ’ άνδρα.

Θα έφερνα στους στίχους την πνοή των λουλουδιών,
Τα χρώματα της χώρας,
Το θέρισμα του χόρτου , το σπαθόχορτο
Και το μπουμπουνητό της μπόρας.

Άλλοτε έτσι ο Σοπέν έδωσε
Ζωντανά μάτια
Λιμνών, πάρκων και νεκροταφείων
Στα μουσικά κομμάτια.

Πετυχημένου θριάμβου
Παιχνίδι, πόνος
Του κόσμου παρηγορητής
Γιατρός ο χρόνος.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Στο σκοτάδι της αβάσταχτης δίνης...

Για το χάρισμα μου ανθοφόρο,
ότι σαν ποιήτρια ήμουν σπουδαία,
αλλά ήρθε η δεκατη τρίτη μου ώρα...


https://yannisstavrou.blogspot.com 

Άννα Αχμάτοβα
Τα Θρύψαλα
(απόσπασμα)

Στερημένη ύδωρ και γη,
χωρισμένη απ’ τον μοναχογιό μου,
στο ικρίωμα, στη σιγή,
στέκομαι όπως στην αίθουσα του θρόνου.

Εφτά χιλιάδες χιλιόμετρα και τρία...
Που ν’ ακουστεί η φωνή
Στο σκοτάδι της αβάσταχτης δίνης
στου πολικού αγέρα βοή.
Αγρίεψες εκεί, στον Άδη,
Πρώτος μου, τελευταίος, μονάκριβος.
Και πάνω απ’ τον τάφο μου,
Στο Λενινγκράδι,
Αδιάφορη στέκει η Άνοιξη.
Να που σ’ έφτασε η φιλονικία,
Στου Ενισέι τις όχθες,
Για σας είναι κίνδυνος και αλητεία
Για μενά – μονάχα γιος μου.

Και κάποιοι με διέταξαν:
«Μίλα!Θυμήσου τα πάντα!»
Λέον Φιλίπε. Ανάκριση.
Σε πόσους μίλησες άραγε,
Και σε ποιον τα είπες, πικρή,
Ότι σαπίζει ο γιος σου στα κάτεργα,
Ότι η Μούσα σου είναι νεκρή;
Από όλους πιο ένοχη είμαι
Από επιζώντες και μη
Και στο τρελάδικο να κυλιέμαι
Για μενα μεγάλη τιμή.
Και σε γάντζο ζεστό, ματωμένο
Το τομάρι μου θα κρεμαστεί,
Για να βλέπουν οι άπιστοι ξένοι,
Και να γελούν οι αστοί.
Θα γράψουν οι εφημερίδες
Για το χάρισμα μου ανθοφόρο,
ότι σαν ποιήτρια ήμουν σπουδαία,
αλλά ήρθε η δεκατη τρίτη μου ώρα...

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

έβριθαν από καταδότες...

Δεν έπρεπε να με δει κανείς, γιατί το απλό γεγονός ότι έγραφα ήταν από μόνο του ύποπτο, (για ποιο λόγο και σε ποιόν θα μπορούσε κάποιος από μας να έχει κάτι να γράψει;) και το στρατόπεδο καθώς και το εργοτάξιο έβριθαν από καταδότες...

https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Πορτρέτο γυναίκας με καπέλο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Πρίμο Λέβι
Ο ταχυδακτυλουργός

Εγώ ήμουν ολομόναχος σ' εκείνο το κελλάρι και αδημονούσα να φέρω σε πέρας ένα σημαντικό εγχείρημα. Είχα προμηθευτεί ένα φύλλο χαρτί και ένα υπόλειμμα μολυβιού, και εδώ και μέρες περίμενα να μου παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία να γράψω το πρόχειρο ενός γράμματος, στα ιταλικά βέβαια, που ήθελα να εμπιστευτώ σ' έναν ιταλό εργάτη να το στείλει στην Ιταλία στους δικούς μου. Πράγματι εμάς, μας ήταν αυστηρά απαγορευμένο να γράφουμε. Ήμουν βέβαιος πως, αν το σκεφτόμουν λίγο, θα έβρισκα τον τρόπο να συντάξω ένα μήνυμα που θα ήταν αρκετά σαφές για τους δικούς μου και συνάμα αρκετά αθώο ώστε να μην προσελκύσει την προσοχή της λογοκρισίας. Δεν έπρεπε να με δει κανείς, γιατί το απλό γεγονός ότι έγραφα ήταν από μόνο του ύποπτο, (για ποιο λόγο και σε ποιόν θα μπορούσε κάποιος από μας να έχει κάτι να γράψει;) και το στρατόπεδο καθώς και το εργοτάξιο έβριθαν από καταδότες. Άφού δούλεψα καμιά ωρίτσα τακτοποιώντας τους κυλίνδρους, ένοιωσα αρκετά ήρεμος για να αρχίσω το γράψιμο. Οι κύλινδροι κατέβαιναν από την κεκλιμένη σανίδα σε αραιά διαστήματα και δεν ακουγόταν κανένας ανησυχητικός θόρυβος στο κελλάρι.

Δεν είχα όμως λογαριάσει το αθόρυβο βήμα του Έντυ. Τον πήρα είδηση όταν πια στεκόταν και με κοίταζε. Ενστικτωδώς, ή μάλλον ηλιθίως, άνοιξα τα δάχτυλα. Το μολύβι έπεσε, αλλά το χαρτί κυμάτισε σαν ένα ξερό φύλλο πριν κατέβει αργά στη γη.

[....] Περίμενε να σηκωθώ και με ρώτησε σε ποιόν έγραφα. Του απάντησα με τα αδέξια γερμανικά μου ότι δεν έγραφα σε κανέναν. Είχα βρει κατά τύχη ένα μολύβι και έγραφα από καπρίτσιο, από νοσταλγία, σαν σε όνειρο. Το 'ξερα βέβαια πως απαγορευόταν το γράψιμο, ήξερα όμως πως δεν ήταν δυνατόν να στείλει κανείς γράμματα. Τον διαβεβαίωσα πως δε θα τολμούσα ποτέ να παραβώ τους κανόνες του στρατοπέδου. Προφανώς ο Έντυ δε θα με πίστευε, αλλά κάτι έπρεπε να πω, αν μη τι άλλο για να προκαλέσω τον οίκτο του. Αν με κατήγγελλε στο Πολιτικό Τμήμα, το ήξερα, με περίμενε η κρεμάλα, αλλά πριν από την κρεμάλα η ανάκριση (και τι ανάκριση!) για να διαπιστωθεί ποιος ήταν ο συνένοχός μου, και ίσως για να μου αποσπάσουν τη διεύθυνση του παραλήπτη στην Ιταλία. Ο Έντυ με κοίταξε με περίεργο ύφος. Μετά μου είπε να μην κουνηθώ και ότι θα επιστρέψει σε μια ώρα.

Η ώρα εκείνη κράτησε πολύ. Ο Έντυ γύρισε στο κελλάρι, είχε στο χέρι του τρία φύλλα χαρτί μαζί με το δικό μου και αμέσως διάβασα στο πρόσωπό του ότι την είχα γλυτώσει φτηνά. Δεν πρέπει να ήταν κανένας άβγαλτος, αυτός ο Έντυ, ή πάλι μπορεί το φαύλο του παρελθόν να του είχε μάθει τα στοιχειώδη του θλιβερού επαγγέλματος του ανακριτή. Είχε βρει ανάμεσα στους συντρόφους μου δύο (δεν του 'φτανε ένας), που ήξεραν γερμανικά και ιταλικά, και τους είχε ζητήσει, χωριστά, να μεταφράσουν στα γερμανικά το μήνυμά μου, προειδοποιώντας τους ότι αν οι δύο μεταφράσεις δεν έβγαιναν οι ίδιες δε θα κατήγγελλε στο Πολιτικό Τμήμα μόνον έμενα αλλά και αυτούς.

Μου έκανε ένα κήρυγμα που δυσκολεύομαι να παραθέσω εδώ. Μου είπε πως, για καλή μου τύχη, οι δύο μεταφράσεις ήταν οι ίδιες και το κείμενο δεν ήταν ενοχοποιητικό. Πως ήμουν τρελλός — δεν εξηγιόταν αλλοιώς. Μόνον ένας τρελλός θα μπορούσε να σκεφτεί να παίξει με τη ζωή του έτσι, να παίξει έτσι με τη ζωή του ιταλοϋ συνενόχου που σίγουρα είχα, με τη ζωή των δικών του στην Ιταλία, αλλά και με τη σταδιοδρομία του Έντυ ως Κάπο. Μου είπε πως η σφαλιάρα εκείνη ήταν όλη δική μου, πως θα 'πρεπε μάλιστα να τον ευχαριστήσω γιατί επρόκειτο για καλή πράξη, από αυτές που σε στέλνουν στον Παράδεισο, και  'κείνος, ένας «Strassenrauber», κλέφτης του δρόμου, σίγουρα τiς είχε πολύ ανάγκη τις καλές πράξεις. Και τέλος πως δε θα έδινε συνέχεια στην καταγγελία, αλλά πως ούτε και αυτός δεν ήξερε γιατί. Ίσως γιατί ήμουνα τρελλός, άλλωστε είναι γνωστό ότι όλοι οι ιταλοί είναι τρελλοί. Το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να τραγουδάνε και να μπαίνουν σε μπελάδες.

(μετ. Σάρα Μπενβενίστε)

από το βιβλίο Λίλιθ
Εκδόσεις: Ροδαμός, 1992

Τρίτη 17 Μαΐου 2016

O ήλιος έγειρε στον Yμηττό...

Aμέριμνο το σπίτι προχωρεί
μέσα στην ώρα, προς το βράδυ· πλούσιο
από τον φόρτο της συγκομιδής του.
Ωσάν τα κάρρα που γυρίζουν απ' τ' αμπέλια
με βακχική μεγαλοπρέπεια...


https://yannisstavrou.blogspot.com 

Aλέξανδρος Μάτσας 
Το Σπίτι
1942

Tο σπίτι στέκεται χωρίς σκιές
μες στην ακίνητη πυρά της μεσημβρίας.
O ήλιος κατεργάζεται τις ύλες,
σκεβρώνει κεραμίδια και ξυλείες,
ψήνει τις πέτρες. Γύρω,
στο φωτεινό της ώρας εργαλειό,
μιά μυστική σωρεία γεγονότων·
το σκάσιμο του σύκου, η φυγή
μιάς σαύρας· περιπέτειες πουλιών,
εντόμων και φυτών. Kάτω στ' αμπέλι,
μέσα στις αγριάδες, μιά κυψέλη
βουίζει από τις σφήκες.

Στον εξώστη,
ανάσκελα στον ήλιο, μεθυσμένος
από το μέλι της κλεμμένης μέρας,
στρατιώτης Γερμανός απεκοιμήθη.

Aν δεν φορούσε την πράσινη στολή,
θα έμοιαζε σαν άλλος ένας νέος
απ' τους πολλούς που στέγασε το σπίτι
μες στον αιώνα της ζωής του. K' έτσι
κοιμώμενος, χωρίς φωνή και βλέμμα,
δύτης βουβός στους δίκαιους βυθούς
του ύπνου, δεν φαίνεται παρείσακτος.

 

Aμέριμνο το σπίτι προχωρεί
μέσα στην ώρα, προς το βράδυ· πλούσιο
από τον φόρτο της συγκομιδής του.
Ωσάν τα κάρρα που γυρίζουν απ' τ' αμπέλια
με βακχική μεγαλοπρέπεια.

Tο σπίτι έζησε πολλές ζωές.
Ήταν απέραντο για τα μικρά παιδιά,
γεμάτο μύθους και μυστήρια, με πολύ
ψηλές τις σκάλες και μεγάλα τα δωμάτια.
Eμίκρανε με τον καιρό· καθώς υψώνοντο
στην πόρτα της τραπεζαρίας, τα σημάδια
του αναστήματος των αγοριών. Ξανθές κοπέλλες
ρέμβασαν στις ταράτσες. Mιά γυναίκα
το βρήκε φυλακή της, κι ονειρεύθηκε
το δάσος και κανέναν καβαλλάρη
γονατιστό σε χειροφίλημα, και θύρες
που ν' άνοιγαν αθόρυβα, και δαχτυλίδι
που να 'καμεν αόρατον όποιον το φέρει.
Oι τοίχοι του ξεχείλισαν με έρωτα·
οι στέγες άνοιξαν στ' αστέρια, κ' οι σελήνες
πότισαν φίλτρα τους εξώστες. Ύπνοι
το γέμισαν με μυστικά ταξίδια.
Aυγές εχάιδευσαν παράθυρα και βλέφαρα·
τα δειλινά φέραν αλήτες πόθους
που έστρεφαν τα μάτια των εφήβων
έξω, κατά τους δρόμους και τη νύκτα.

Aπό κει έφυγε κι ο Άσωτος Yιός,
ανήξερος πως ώφειλε στο σπίτι
κι αυτή τη δύναμι της απαρνήσεως·
κ' εκεί σαν κάποτε επιστρέψη, θα γνωρίζει
στο βλέμμα άλλων παιδιών, την ίδια λάμψι
που 'σβυσε στο δικό του· κ' ίσως θα ρωτιέται
μήπως κανένας από τους βοσκούς του
είναι τυχόν ο Άσωτος άλλου σπιτιού.

Πέρασε μιά γυναίκα που διύλισε
ολόκληρο το θέρος σ' ένα τραύμα
πλούσιο σαν τις χρυσοστάλακτες πληγές
των πεύκων. Tην αυγή κατέβαινε
ξέπλεκη και ασάνδαλη, στ' αμπέλια,
να βρη τη γεύσι της καινούργιας μέρας
στη σκοτεινή σάρκα των σύκων. Έβλεπε
το πλήκτρο του ήλιου να ξυπνά
των τζιτζικιών τα μεθυσμένα σείστρα
πρώτα στα πιο ψηλά κλαριά, κατόπιν
στα σκίνα· και ολόκληρες πλαγιές
των λόφων να ξεσπάνε σε τραγούδι.
Tο φως επότιζε βαθειά τα μάτια της,
ώς τα κλειστά ποτάμια των φλεβών της,
και τους λαβύρινθους των σπλάχνων. Έπαιζε
με τις μεταμορφώσεις, πότε ελαία
και πότε πικροδάφνη, και χρυσόμυγα
και μέλισσα. Tο φίλημά της
ολονυκτίς κρατούσε μιάν ανταύγεια,
όπως οι κόγχες διατηρούν εξόριστες
τον ήχο της θαλάσσης.

Kάποτε,
την εποχή που πέφτουν τα ορτύκια
απ' ορειχάλκινες νεφέλες του βορρά,
ήλθ' ένας ξένος έφηβος. Aγγελιαφόρος
μιάς μυστικής ευδαιμονίας, έφερνε
μήνυμα που δε γνώριζεν ο ίδιος.
Tο βλέμμα του περνούσε τους φλοιούς
για νά'βρη τη δρυάδα, και τους βράχους
πέρα απ' τις ρίζες των μαρμάρων. Mετουσίωνε
τις ύλες. Tο λαμπρό κεφάλι
ήταν μιά χύτρα αλχημιστού. Kυριαρχούσε
της χαράς, όπως ο ραβδοσκόπος
των πιο κρυφών υδάτων. Tην εθήρευε
μες στο μυχό κάθε στιγμής, κ' ευφραίνετο
που δεν μπορούσε ν' ανακόψη τη φυγή της.
Tα βράδια ανέβαινε στις κορυφές των λόφων
κ' εστέκετο στους βράχους, μες στα ρείκια,
να δη το τέλος της ημέρας. Έβλεπε
το σκότος ν' αναβλύζη στις κοιλάδες,
και κάθε δένδρο να γίνεται κρουνός
της νύκτας· κ' εκύτταζε, στα χέρια του,
το θάνατο μ' ασφάλεια να κυλά
μες στις ωραίες φλέβες.

Eυφροσύνη
της βέβαιης φθοράς, γαλήνη της σποδού!
Aχώριστέ μας κάτοικε, δρομεύς
που κάθε μας σφυγμός μετρά το βήμα,
η λευκή τρίχα κ' η ρυτίδα τους σταθμούς!
Φιλάργυρε του Xρόνου τοκογλύφε,
τεχνίτη του ξερού κλαριού και του καρκίνου,
παρακοιμώμενε των εραστών!

Ποιός να θυμάται
σε μιά γωνία του σπιτιού, την ταπεινή
γριούλα, απαρατήρητη σα σκούπα.
Σ' αυτήν ο θάνατος συγκέντρωσε για χρόνια
μιάν απροκάλυπτη μικρογραφία, κυπαρίσσι
σε γλάστρα φυτωρίου. Tο γνωστό
σταφιδιασμένο πρόσωπο, τ' άχρωμο βλέμμα,
φενάκιζαν τη μεγαλόπρεπη μορφή
του αοράτου άνακτος. Ωρίμαζε
βραδέως και τελείως για τον τάφο,
λησμονημένη απ' την αρρώστια κι από τ' άλλα
έκτακτα δρομολόγια του θανάτου.

Προθάλαμε του τάφου, κιβωτός
φθαρτή, για εφημέρους επιβάτας,
σ' ένα μικρό κυματισμό του Xρόνου·
πλέουσα προς το βέβαιο ναυάγιο
στην πλούσια γη που κρύβει κιονόκρανα
στων ελαιών τις ρίζες· που τ' αμπέλια
φυτρώνουν μέσ' από θαμμένους αμφορείς!
Kυψέλη, σπίτι, πολιτεία, Γερμανός
επιδρομεύς ή σφήκα, τί σημαίνει
στην κλίμακα που χάνεται στα άστρα
κι αρχίζει στο μικρόβιο! -Tειρεσία!
καταραμένε μάντι, με φωνή
γυναίκας άσεμνης στα χείλη, και με γένεια
στους κρεμαστούς μαστούς, ώ αίσχος
περήφανο! Tο σπίτι περιμένει
να συμπληρώση τη μυθολογία του
με μιάν απ' τις αμέτρητές σου παρουσίες!
Γέρος και νήπιον, στας "δυσμάς του βίου"
του συνεχώς σφετερισμένου, πόρνη
και άρχοντας· καλά μεταμφιεσμένος
σαν άξιος κτηματίας, θα ξεπλέκεις
τα λογοπαίγνια των θεών, τους οιωνούς,
τα σύμβολα και τα αινίγματα· μελετώντας
στον νεαρόν ηνίοχο των αλωνιών,
στου τρυγητού τις κανηφόρες, στο πουλάρι,
την εξαισίαν ήβη του θανάτου.

Mε βήμα αργό πρεσβύτου, στην παλιά
δενδροστοιχία, την ώρα που τελειώνει
η μέρα κι ο Σεπτέμβριος, ο μάντις
θα περπατά σα σχοινοβάτης στην αιχμή
του αοράτου μεσοτοίχου· με πλευρό
στις παγερές πνοές εκτεθειμένο,
μ' αυτί καλώς εξασκημένο στην ηχώ
της θείας συμπαιγνίας. Έτοιμος να πετάξη
την "εφθαρμένη της σαρκός εσθήτα",
κι ακόμα ψάχνοντας μες στις λερές πτυχές
τη δόξα των σβυσμένων της κηλίδων.
Kι αν βρης, στα ξερά φύλλα, διαφανές
χιτώνιο τζιτζικιού· κι αν πατητής
με κνήμες σταφυλοβαμμένες προσπεράση,
κι ο δύων ήλιος του θωπεύση τα μαλλιά,
κι αυτά τα ύστατα θα πάρης, Tειρεσία,
βότσαλα, για να κάμης κύκλους
μεθαύριο, στα ύδατα της λήθης.

O ήλιος έγειρε στον Yμηττό· κι ο Γερμανός
εξύπνησε. Kυττάζει γύρω του μ' ανία.

Bαριέται εδώ στο μακρυνόν αγρόκτημα.- Eίμαι βεβαίως τυχερός, διότι άλλοι ομήλικοί μου πάνε για το μέτωπο.

K' η πόλις του λιμού και του θανάτου,
η πόλις που μυρίζει πτώματα

στερείται διασκεδάσεων. H φύσις είναι ωραία. Όχι βεβαίως σαν της Bαυαρίας. (Tο ίδιο σκέπτοντο εδώ κάτι δασκάλες των παιδιών, που εύρισκαν γυμνή την Aττική.) Aλλ' η μικρή φρουρά βαριέται· κι όταν πιούν ρετσίνα και λιαστό δεν έχουν τί να κάνουν, τα βράδια. Xθες τη νύκτα ξαπλωμένος, σημάδευσα τις μύγες στο ταβάνι με το περίστροφο. Πέρασαν οι σφαίρες στην κάμαρα απάνω και κτυπήσαν

μιά κλίνη που δεν είχε χάσει
τη μνήμη δυό σωμάτων λαξευμένων
από την πείνα και τον έρωτα.

Kι αν ποτέ, όπως διαδίδουν μερικοί προδότες, φύγουμε και εγκαταλείψουμε την χώρα, ασφαλώς

θα κάψουμε και τούτο το παλιόσπιτο.

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Απάνω σε πατημασιές σβησμένες ξεδιπλώνομαι...

Φίλοι, προδοτικοί μου φίλοι, μαρτυρήστε
Σ’ ολόκληρη την οικουμένη
Πόσο πιο δω, πόσο πιο κει απ’ το όνειρο βρισκόμαστε

https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Άνθρωπος και δέντρο, λάδι σε καμβά 

Γιώργος Καραβασίλης
Προθαλάμιο
Τρίπολις Αρκαδίας 1975

 
Φίλοι ας μπω στο πατρικό μου σπίτι
Με το πλακόστρωτο, τα κεραμίδια, τα μοσχάτα.
Του έρωτα η αναμονή είναι πλατιά μεγάλη
Πόσο πιο δω πόσο πιο κει απ’ το όνειρο βρισκόμαστε
Χρέη αφανισμών που παραγράφονται και στο πλατύσκαλο
Απάνω σε πατημασιές σβησμένες ξεδιπλώνομαι
Κυλώ στου πόθου τη μήτρα.
Δωμάτια με διασταυρούμενα φυλλώματα
Φιλύρες άκοπες ακόμα κι απ’ το θάνατο
Ήλιε, ήλιε που λάμνεις σε ορθάνοιχτα παράθυρα
Στην Τρίπολη κοιτάζω την Καστέλα
Διακόσα τόσα χρόνια που μου περιμένουν τη σπορά
Ταφές και γέννες λίγο πριν τον έρωτα
Φίλοι μιλώ με στόμα αξεδίψαστων νεκρών
Στους τάπητες και στα κεντήματα θα ντύσω την μορφή μου
Στην σκόνη σε παμπάλαιες χειρονομίες, σε πρόσωπα λησμονημένα
Η έξοδος της σάρκας μου προς την ελευθερία
Εδώ
Φίλοι, προδοτικοί μου φίλοι, μαρτυρήστε
Σ’ ολόκληρη την οικουμένη
Πόσο πιο δω, πόσο πιο κει απ’ το όνειρο βρισκόμαστε

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Ειδυλλιακές οι νύχτες σας σκεπάζουν...

Ολούθε πνέει, σα λίβας, των ανθρώπων
η τόση μοχθηρία και σας μαραίνει,
ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν...


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινό, Πειραιάς, λάδι σε καμβά

Κώστας Καρυωτάκης
Ποιητές

Πῶς σβήνετε, πικροὶ ξενιτεμένοι!
Ἀνθάκια μου χλωμά, ποὺ σᾶς ἐπῆραν
σὲ κήπους μακρινοὺς νὰ σᾶς φυτέψουν...
Βιολέτες κι ἀνεμῶνες, ξεχασμένες
στὰ ξένα ποὺ πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, ἀργυρὴ δροσοσταλίδα,
βαθιά σας τὴν ἐλπίδα τῆς πατρίδας...
Χτυπιοῦνται, πληγωμένες πεταλοῦδες,
στὸ χῶμα σας οἱ θύμησες κι οἱ πόθοι.
Τὸ φῶς, ποὺ κατεβαίνει, τῆς ἡμέρας,
κι ἁπλώνεται γλυκύτατο καὶ παίζει
μ᾿ ὅλα τριγύρω τ᾿ ἄλλα λουλουδάκια,
περνάει ἀπὸ κοντά σας καὶ δὲ βλέπει
τὸν πόνο σας ὡραῖο, γιὰ νὰ χαϊδέψει
τὰ πορφυρὰ θρηνητικὰ μαλλιά σας.
Εἰδυλλιακὲς οἱ νύχτες σᾶς σκεπάζουν,
κι ἢ καλωσύνη ἂν χύνεται τῶν ἄστρων,
ταπεινοὶ καθὼς εἶστε, δὲ σᾶς φτάνει.
Ὁλοῦθε πνέει, σὰ λίβας, τῶν ἀνθρώπων
ἡ τόση μοχθηρία καὶ σᾶς μαραίνει,
ἀνθάκια μου χλωμά, ποὺ σᾶς ἐπῆραν
σὲ κήπους μακρινοὺς νὰ σᾶς φυτέψουν.

Σάββατο 14 Μαΐου 2016

φεγγάρι μόνο και τίποτε άλλο…

στριμώχνεται στη φρίκη μιας νύχτας
γεμάτης πανσέληνο,
φεγγάρι μόνο και τίποτε άλλο…


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη των χρωμάτων, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Νύχτα της πόλης καλοκαιρινή

Το γκρίζο του βραδιού στη γη πυκνώνει,
κι είναι πια νύχτα ό,τι σαν πέπλος
κρύος τις Λατέρνες ζώνει.
Μ’ απροσδιόριστα ξάφνου, Λίγο ψηλότερα,
ο άδειος κι ανάλαφρος πύρινος τοίχος
οπίσθιου δώματος,
στριμώχνεται στη φρίκη μιας νύχτας
γεμάτης πανσέληνο,
φεγγάρι μόνο και τίποτε άλλο…

Ψηλά τότε μια απλωσιά
γλυστρά παραπέρα,
αλώβητη- καλά φυλαγμένη,
και τα παράθυρα παντού στα πλευρά
ακατοίκητα φαίνονται και λευκά.

Άνθρωποι μέσα στη νύχτα

Οι νύχτες δεν γίνηκαν για το πλήθος.
Από τον γείτονα σου η νύχτα σε χωρίζει,
να τον ζητάς γι’ αυτό δεν πρέπει.
Κι αν νύχτα φως στην κάμαρά σου ανάψεις,
ανθρώπους καταπρόσωπο για να κοιτάξεις,
έτσι και ποιον θα δεις, στοχάσου.

Παραμορφώθηκαν οι άνθρωποι τρομερά
από το φως που απ’ τα πρόσωπά τους στάζει,
κι αν νύχτα όλοι τους μαζί βρεθούνε,
έναν κόσμο κλονισμένο θα κοιτούσες
σ’ άτακτο πυκνό μπουλούκι.
Στα μέτωπά τους χλωμή λάμψη
έχει εκτοπίσει κάθε σκέψη,
στα βλέμματά τους το κρασί αχνοτρέμει,
κι από τα χέρια τους κρέμεται η βαριά
χειρονομία, που τους επιτρέπει
στις συνομιλίες να καταλαβαίνονται.

Και λεν ολοένα: Εγώ κι εγώ
Κι εννοούν: τον καθένα.

(μετ. Ανδρέας Πετρίδης)

Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

Ουρανός...

Ας μην το κρύβουμε.
Διψάμε για ουρανό...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Αλλαγή βάρδιας, αναμονή, λάδι σε καμβά

Μίλτος Σαχτούρης
Το ψωμί

Ένα τεράστιο καρβέλι, μία πελώρια φραντζόλα ζεστό
ψωμί, είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω,
όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος,
κι αυτή
μ' ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε.
Διψάμε για ουρανό.

Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Χαμήλωσε...

Από ψηλά δεν ζωγραφίζονται τα όνειρα
Δε διακρίνεται η αλήθεια

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Πλοία στη ομίχλη, λάδι σε καμβά

Αντώνης Κολυβάς
Χαμήλωσε

Χαμήλωσε
Από ψηλά δεν ζωγραφίζονται τα όνειρα
Δε διακρίνεται η αλήθεια
Χαμήλωσε.

Μη σφίγγεις
Τα χρώματα, πολύ μη σφίγγεις μεσ’ στη χούφτα σου
Δε βλέπεις που το κόκκινο
Θέλει να δραπετεύσει ;

Ξεκρέμασε
Τις φλόγες απ’ τις υψικάμινους ξεκρέμασε
Και τη σκουριά των καραβιών
Γύρω απ’ το λαιμό σου

Και πήγαινε
Και πήγαινε ανάμεσά τους κατάλευκος
Με το πουκάμισό σου ανοιγμένο

Χαμήλωσε
Από ψηλά δεν ζωγραφίζονται τα όνειρα
Δε διακρίνεται η αλήθεια
Χαμήλωσε.

Λυκόφως...

Μια βροχή αμνημόνευτη
Συνεχής
Τα φώτα που φεύγουν...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Κυριακάτικος περίπατος, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά

Τάκης Βαρβιτσιώτης
Εσωτερικό λυκόφως

Ο άνεμος
Λίγα φύλλα
Κάποια πτυχή

Μια βροχή αμνημόνευτη
Συνεχής
Τα φώτα που φεύγουν

Και το πένθιμο βαλς

Πίσω απ’ τους τρόμους
Απ’ τα παραπετάσματα
Του δειλινού
Ο καθρέφτης αναζητεί
Μια χαμένη ανταύγεια

Βλέμμα που αγκαλιάζει
Ολόκληρο το διάστημα

Εγκαρτέρηση

Ένα πέπλο βουτηγμένο στη δυστυχία
Δίχως ανταύγειες

Μια νύχτα πυκνή που τη ριγώνουν οι αστραπές

Το άδειο φως της λάμπας
Και οι σκιές
Που κινδυνεύουν στην άκρια κάθε φύλλου

Όταν αγγίζουμε τη γαλήνη με τις γαλάζιες πτυχές
Των ημερών τα δάκρυα
Που λάμπουν πάνω στο χώμα
Αφήνοντας τον ύπνο μας στη σκόνη του ήλιου

Όταν προσμένουμε ν’ ανοίξουν
Τα γκρίζα λουλούδια της περιπέτειας

Το πρώτο άστρο που πέφτει
Πάνω στη στέγη

Κι ένα βλέφαρο κλειστό
Διπλωμένο
Κρυμμένο βαθιά μέσα μας

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

το ψιθύρισμα του ήλιου με τη θάλασσα...

Μα εγώ καθώς προχώρησα στην ενδοχώρα, είδα
στην πυρκαγιά της θύμησης τη στάχτη μες στα φώτα...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Δύση στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
Στην ενδοχώρα    

Όσο κι αν προχωρώ στην ενδοχώρα
τίποτα δε μου σβήνει από τα μάτια
τον αιώνιο χωρισμό. Μες σε βαθιές κοιλάδες, λασπωμένες
απ’ τη βροχή, έρχεται το ψιθύρισμα του ήλιου με τη θάλασσα
παραπατώντας σ’ ένα σμίξιμο σφιχτό, ιδανικό

Πόσο γυαλίζουν μες στη στάχτη τους, έλεγε, πόσο
βαθαίνουν την καρδιά, ακρωτηριάζοντας
δάχτυλα και νευρώσεις, σκάβουνε
βαθιά μέσα στη γη για ναρκοπέδια

Μα εγώ καθώς προχώρησα στην ενδοχώρα, είδα
στην πυρκαγιά της θύμησης τη στάχτη μες στα φώτα

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

και θλιμμένος σας νιώθω...

Έχω τα αγάλματά μου.
Τα κληροδότησαν σε μένα οι αιώνες: της προσμονής, της αποθάρρυνσης, οι αιώνες της ασάφειας, από άσβεστη ελπίδα είναι πλασμένα...

*
J'ai mes statues.
Les siècles me les ont léguées : les siècles de mon attente, les siècles de mes découragements, les siècles de mon indéfinie, de mon inétouffable espérance les ont faites...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ανατολή σελήνης στην Ακρόπολη, λάδι σε καμβά

Ανρί Μισώ
Τα αγάλματά μου

Έχω τα αγάλματά μου.
Τα κληροδότησαν σε μένα οι αιώνες: της προσμονής, της αποθάρρυνσης, οι αιώνες της ασάφειας, από άσβεστη ελπίδα είναι πλασμένα.
Και τώρα στέκονται εκεί.

Ποτέ δεν γνωρίζω, σαν τα αρχαία ερείπια, τι παριστάνουν.

Η καταγωγή τους  άγνωστη χάνεται στης ζωής μου τη νύχτα, όπου μονάχα τα σχήματα σώθηκαν από κυνήγι ανελέητο.

Μα στέκονται εκεί, και κάθε χρόνο ολοένα σκληραίνει το μάρμαρο, ενώ βαθιά το σκοτάδι του αμνημόνευτου πλήθους λευκαίνει.

Τα εξωτερικά σημάδια

Είναι ο ίλιγγος το αφρισμένο μου ποτάμι.
Είναι η εξάντληση στα νούφαρα που κολυμπώ.
Το βλέμμα που διαγράφεται τόσο ψηλά, αυτό είναι το κακό μου, και το πλοίο εκείνο που θωρώ δεν θα αιμορραγούσε απ’ τους στορείς του διόλου, αν τις δυνάμεις δεν έχανα εγώ.

Κατάρτια που όρνια θυμίζουν.
Κατάρτια διπλά.
Κατάρτια ξεροκέφαλα, σαν να αυτοκτόνησαν σε όρθια θέση.
Σε καμιά χώρα δεν προαναγγέλλετε, το ξέρω, την άφιξη.
Πολύ σας παραδέχομαι γι΄αυτό που πράγματι είστε και θλιμμένος σας νιώθω.

(Μετ. Ανδρονίκη Δημητριάδου)

Henri Michaux
Mes statues

J'ai mes statues.
Les siècles me les ont léguées : les siècles de mon attente, les siècles de mes découragements, les siècles de mon indéfinie, de mon inétouffable espérance les ont faites.
Et maintenant elles sont là.

Comme d'antiques débris, point ne sais-je toujours le sens de leur représentation.

Leur origine m'est inconnue et se perd dans la nuit de ma vie, où seules leurs formes ont été préservées de l'inexorable balaiement.

Mais elles sont là, et durcit leur marbre chaque année davantage, blanchissant sur le fond obscur des masses oubliées.

Les signes extérieurs

Ce sont les vertiges qui sont mes rivières vives.
C'est la fatigue qui est ma nage dans les nénuphars.
La vigie qui apparaît si haut, c'est mon mal, et le navire que je vois ne saignerait point par ses écubiers, si je ne perdais mes forces moi-même.

Poteaux à tête de vautour.
Poteaux doubles.
Poteaux têtus, comme suicidés debout.
D'aucun pays, je le sais, vous n'annoncez l'approche.
Je ne vous reconnais que trop pour ce que vous êtes réellement et vous comprends en m'en désolant.

Σάββατο 7 Μαΐου 2016

ανάμεσα 5 και 6.40΄ το πρωί...

τον εαυτό μου τότε που κυβερνούσε ένα καράβι
άσπρο κι αυτό σαν τα φανταστικά πουλιά
κείνη τη νύχτα που μου γύρεψες...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Χάραμα, λάδι σε καμβά

Δ. I. Αντωνίου
Ποιήματα
I

Eγώ που αγαπώ τις νύχτες ώς την αυγή
βρέθηκα στο ξεδίπλωμα μιας άλλης νύχτας
κι έχω πια την εικόνα της να την κοιτάζω,
τα πουλιά μόνο λείπουν, φαντάσματα,
μα τα θυμάμαι σαν τρόμαξαν
κι ήρθαν στη γέφυρα γύρω μου,
ταξιδεύοντας από την Tήνο στην Πάρο·
τις μικρές τρομαγμένες φωνές τους ακούω
ξαναβλέποντας το μπρούτζινο χρώμα που τα πέτρωσε
και την άσπρη σαν έβαψε έτσι φορεσιά μου.
Nοτισμένος μες στην αυγή κοίταζα
στα καθημερινά μου το φαινόμενο
όταν εσύ την ίδια στιγμή
στο Σούνιο που 'γραφες
το φως εκείνο στο σκοτάδι,
στις εικόνες τους
σε ανάμνηση.
Eίταν αυτά στις 19/6/35
ανάμεσα 5 και 6.40΄ το πρωί.―

II


Άνθισα γύρω μου στη θάλασσα
άνθη–πουλιά που ζήσανε
στο εφήμερο κλίμα της νύχτας εκείνης.
Bρήκα τις κλωστές σαν ξημέρωνε,
αυτές που ζωντάνευαν τους τεχνητούς κύκνους μου,
σαν νεύρα με τη σάρκα
στην πλασματική τους ύπαρξη.
H κατασκευή τούτη που αρνήθηκες
με το φως της ημέρας
τον εαυτό της τόσο
τον εαυτό μου τότε που κυβερνούσε ένα καράβι
άσπρο κι αυτό σαν τα φανταστικά πουλιά
κείνη τη νύχτα που μου γύρεψες.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Την αυγή θα υποφέρουμε...

Οι γάτες θα το ξέρουν,
πρόσωπο της άνοιξης,
και η σιγανή βροχή,
η αυγή με τα χρώματα των υακίνθων...


http://yannisstavrou.blospot.com
Γιάννης Σταύρου, Ανάμεσα σε βιβλία, λάδι σε καμβά

Τσέζαρε Παβέζε
Οι γάτες θα το ξέρουν

Ακόμα θα πέφτει η βροχή
στα γλυκά σου λιθόστρωτα
μια σιγανή βροχή
σαν φύσημα ή σαν βήμα.
Ακόμα η αύρα και η αυγή
θ' ανθίζουν απαλά
σαν κάτω από το βήμα σου,
όταν εσύ θα ξαναγυρίζεις.
Ανάμεσα στα λουλούδια και στα πρεβάζια
οι γάτες θα το ξέρουν.

Θά 'ρθουν άλλες μέρες
θά 'ρθουν άλλες φωνές.
Θα χαμογελάς μονάχη σου.
Οι γάτες θα το ξέρουν.
Θ' ακούς λέξεις παλιές
λέξεις κουρασμένες και άδειες
όπως τα παρατημένα ρούχα
της χθεσινής γιορτής.
Θα κάνεις χειρονομίες
θ' απαντάς με λέξεις'
πρόσωπο της άνοιξης
θα κάνεις και συ χειρονομίες.

Οι γάτες θα το ξέρουν,
πρόσωπο της άνοιξης,
και η σιγανή βροχή,
η αυγή με τα χρώματα των υακίνθων
που κομματιάζουν την καρδιά
εκείνου που δεν ελπίζει πλέον σε σένα,
είναι το λυπημένο χαμόγελο
που χαμογελάς μονάχη σου.
Θά 'ρθουν άλλες μέρες,
άλλες φωνές και ξυπνήματα.
Την αυγή θα υποφέρουμε,
πρόσωπο της άνοιξης.