Ω! να η Σελήνη φουσκωτή,
σαν ένα ολόγιομο πουγκί...
Ah ! la belle pleine Lune,
Grosse comme une fortune...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη με φεγγάρι, λάδι σε καμβά
Ζυλ Λαφόργκ
Η θρηνωδία στη σελήνη της επαρχίας
Ω! να η Σελήνη φουσκωτή,
σαν ένα ολόγιομο πουγκί.
Μια σάλπιγγα μακριά σημαίνει...
Ο κύριος πάρεδρος διαβαίνει.
Παίζει ένα πιάνο μέσ’ στο βράδυ,
μια γάτα τρέχει στο σκοτάδι.
κι αποκοιμιέται η επαρχία!...
Με μια στερνή του συγχορδία
το πιάνο κλει το σκέπασμά του.
Τι ώρα να ’ναι απάνου κάτου;
Τι εξορία, φτωχιά Σελήνη!
Πρέπει να πούμε «τι να γίνει;»
Λοιπόν, Σελήνη — που όλ’ οι τόποι
σε χαίρουνται όμοια κι όλ’ οι ανθρώποι,
του Παρισιού είδες τα οχυρά,
του Μισουρή χτες τα νερά,
της Νορβηγίας τα γαλανά
τα φιόρδ. Τους πόλους, τα βουνά...
Καλότυχη, που βλέπεις τώρα,
σ’ αυτή την ήσυχη την ώρα.
του γάμου της τη συνοδεία!
Φύγανε, λέει, για τη Σκωτία...
Τι γλέντι, αν πάρει μια φορά
τους στίχους μου στα σοβαρά!
Σελήνη, αλήτισσα κι ωραία,
στον πόνο ας γίνουμε παρέα...
Έχω, ως πεθαίνω, ω θεία βραδιά,
την επαρχία μέσ’ στην καρδιά!
Κι είναι η Σελήνη σα γριά
που έχει μπαμπάκια μέσ’ στ’ αυτιά.
(μετ. Αιμιλία Δάφνη)
Jules Laforgue
Complainte de la Lune en province
Ah ! la belle pleine Lune,
Grosse comme une fortune !
La retraite sonne au loin,
Un passant, monsieur l'adjoint ;
Un clavecin joue en face,
Un chat traverse la place :
La province qui s'endort !
Plaquant un dernier accort,
Le piano clôt sa fenêtre.
Quelle heure peut-il bien être ?
Calme Lune, quel exil !
Faut-il dire: ainsi soit-il ?
Lune, ô dilettante Lune,
À tous les climats commune,
Tu vis hier le Missouri,
Et les remparts de Paris,
Les fiords bleus de la Norvège,
Les pôles, les mers, que sais-je ?
Lune heureuse! ainsi tu vois,
À cette heure, le convoi
De son voyage de noce !
Ils sont partis pour l'Écosse.
Quel panneau, si, cet hiver,
Elle eût pris au mot mes vers !
Lune, vagabonde Lune,
Faisons cause et moeurs communes ?
Ô riches nuits ! je me meurs,
La province dans le coeur !
Et la lune a, bonne vieille,
Du coton dans les oreilles.
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Τρίτη 31 Μαρτίου 2015
Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015
Νύχτα γεμάτη τρικυμιά και ταραχές και αντάρες...
Δέρνει η λαχτάρα την ψυχή του δύστυχου διαβάτη,
που μάταια μέσ’ στη σκοτεινιά ζητάει το μονοπάτι·
βάλτος δω, γκρεμνός εκεί, αντίκρυ βράχοι αράδα,
τρέμει τες πέτρες, τες σπηλιές, της νύχτας τη μαυράδα...
Γιάννης Σταύρου, Καράβι σε τρικυμία, Λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Όσσιαν
Νύχτα
(εκδοχή του James Macpherson 1760)
Μαύρη είναι η νύχτα ολόμαυρη, κατάχνια κατεβαίνει
μέσ’ στο σκοτάδι τ’ ουρανού έν’ άστρο δεν προβαίνει·
είναι στη λίμνη ταραχή, θολούρα και φοβέρα,
να βόγγει ακούω μέσ’ στα κλαδιά του λόγγου τον αέρα.
Μακριά μακριά σαν θλιβερό παράπονο γρικιέται
ο χείμαρρος, που απ’ του βουνού την κορυφή πετιέται·
από το δένδρο που έρημο, μνήμα έρημο φυλάει
της νύχτας τ’ άχαρο πουλί, βαριά μοιρολογάει.
Για ιδές το τι σηκώνεται πέρα απ’ το περιγιάλι·
είναι στοιχειό, σειέται, πετά, ξαναγυρίζει πάλι.
Μέσα στη νύχτα θα διαβεί απόψε πεθαμένος,
ακούς το σκύλο που αλυχτά στο λόγγο τρομαγμένος;
Τρέμει τ’ αλάφι στο βουνό και το κεφάλι γέρνει,
που κρύος αέρας και βροχή ακόπιαστα το δέρνει.
Στου βράχου τη χαραματιά η αγριόγιδα φωλιάζει,
το κεφαλάκι το πουλί, με τα φτερά σκεπάζει
και το θεριό τ’ αημέρωτο μέσ’ στη σπηλιά τραβιέται
πάλι της νύχτας το πουλί, το άχαρο γρικιέται,
να σκούζει αργά, λυπητερά, εις την ετιά αποκάτου
και ο λύκος ν’ αποκρένεται, με βογγητό θανάτου.
Δέρνει η λαχτάρα την ψυχή του δύστυχου διαβάτη,
που μάταια μέσ’ στη σκοτεινιά ζητάει το μονοπάτι·
βάλτος δω, γκρεμνός εκεί, αντίκρυ βράχοι αράδα,
τρέμει τες πέτρες, τες σπηλιές, της νύχτας τη μαυράδα.
Αγανακτώντας, τρέμοντας δεξιά ζερβιά κινάει,
βλέπει ένα αυλάκι, προς αυτό σπουδαχτικά τραβάει.
Τα δένδρα ξεριζώνονται και ροβολούν οι βράχοι,
ο αέρας παίρνει τα κλαδιά απ’ του βουνού τη ράχη·
έν’ άγριο φάντασμα θεριού, που αντίκρυ μεγαλώνει
και μέσ’ στο στήθος μου η καρδιά ακίνητη παγώνει.
Νύχτα γεμάτη τρικυμιά και ταραχές και αντάρες,
κρυφές κραυγές γυρίζουνε και ανήκουστες τρομάρες.
Πετούν οι ίσκιοι των νεκρών στο λόγγο όπου περάσω,
την κατοικιά σου, αδέλφι μου, άνοιξε να ησυχάσω.
(μετ. Ιούλιος Τυπάλδος)
που μάταια μέσ’ στη σκοτεινιά ζητάει το μονοπάτι·
βάλτος δω, γκρεμνός εκεί, αντίκρυ βράχοι αράδα,
τρέμει τες πέτρες, τες σπηλιές, της νύχτας τη μαυράδα...
Γιάννης Σταύρου, Καράβι σε τρικυμία, Λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Όσσιαν
Νύχτα
(εκδοχή του James Macpherson 1760)
Μαύρη είναι η νύχτα ολόμαυρη, κατάχνια κατεβαίνει
μέσ’ στο σκοτάδι τ’ ουρανού έν’ άστρο δεν προβαίνει·
είναι στη λίμνη ταραχή, θολούρα και φοβέρα,
να βόγγει ακούω μέσ’ στα κλαδιά του λόγγου τον αέρα.
Μακριά μακριά σαν θλιβερό παράπονο γρικιέται
ο χείμαρρος, που απ’ του βουνού την κορυφή πετιέται·
από το δένδρο που έρημο, μνήμα έρημο φυλάει
της νύχτας τ’ άχαρο πουλί, βαριά μοιρολογάει.
Για ιδές το τι σηκώνεται πέρα απ’ το περιγιάλι·
είναι στοιχειό, σειέται, πετά, ξαναγυρίζει πάλι.
Μέσα στη νύχτα θα διαβεί απόψε πεθαμένος,
ακούς το σκύλο που αλυχτά στο λόγγο τρομαγμένος;
Τρέμει τ’ αλάφι στο βουνό και το κεφάλι γέρνει,
που κρύος αέρας και βροχή ακόπιαστα το δέρνει.
Στου βράχου τη χαραματιά η αγριόγιδα φωλιάζει,
το κεφαλάκι το πουλί, με τα φτερά σκεπάζει
και το θεριό τ’ αημέρωτο μέσ’ στη σπηλιά τραβιέται
πάλι της νύχτας το πουλί, το άχαρο γρικιέται,
να σκούζει αργά, λυπητερά, εις την ετιά αποκάτου
και ο λύκος ν’ αποκρένεται, με βογγητό θανάτου.
Δέρνει η λαχτάρα την ψυχή του δύστυχου διαβάτη,
που μάταια μέσ’ στη σκοτεινιά ζητάει το μονοπάτι·
βάλτος δω, γκρεμνός εκεί, αντίκρυ βράχοι αράδα,
τρέμει τες πέτρες, τες σπηλιές, της νύχτας τη μαυράδα.
Αγανακτώντας, τρέμοντας δεξιά ζερβιά κινάει,
βλέπει ένα αυλάκι, προς αυτό σπουδαχτικά τραβάει.
Τα δένδρα ξεριζώνονται και ροβολούν οι βράχοι,
ο αέρας παίρνει τα κλαδιά απ’ του βουνού τη ράχη·
έν’ άγριο φάντασμα θεριού, που αντίκρυ μεγαλώνει
και μέσ’ στο στήθος μου η καρδιά ακίνητη παγώνει.
Νύχτα γεμάτη τρικυμιά και ταραχές και αντάρες,
κρυφές κραυγές γυρίζουνε και ανήκουστες τρομάρες.
Πετούν οι ίσκιοι των νεκρών στο λόγγο όπου περάσω,
την κατοικιά σου, αδέλφι μου, άνοιξε να ησυχάσω.
(μετ. Ιούλιος Τυπάλδος)
Κυριακή 29 Μαρτίου 2015
το μέγα πλήθος ήταν των αχρείων...
Ελπίδα μέσα τους δεν σώζεται θανάτου,
και τόσο ποταπή είναι η σκοτεινή ζωή τους,
που κάθε άλλη τύχη όποια κι αν είν’ ζηλεύουν...
Francisco Goya, Δύο γυναίκες κι ένας άντρας (1821)
Ντάντε Αλιγκιέρι
Θεία Κωμωδία
Κόλαση
Άσμα τρίτο
«Από εμένα περνούν στην πονεμένη χώρα,
από εμένα περνούν στη θλίψη την αιώνια,
από εμένα περνούν μέσ’ στον χαμένον κόσμο.
Δικαιοσύνη έχει τον Άφθαστο κινήσει
που μ’ εποίησε· η Δύναμη έστησέ με η θεία,
η ασύγκριτη Σοφία και η Αγάπη η πρώτη.
Πλάσμα πριν απ’ εμέ κανένα δεν εστάθη,
παρά μόνον αιώνια, κι εγώ αιώνια μένω.
Αφήστε κάθ’ ελπίδα σεις που μέσα πάτε!»
Τα λόγια ταύτα σκοτεινά χρωματισμένα
είδα εγώ χαραγμένα στην κορφή μιας πύλης,
και «Δάσκαλ’», είπα ευθύς, «το νόημα με βαραίνει».
Κι αυτός με λογισμούς ανθρώπου βαθυγνώμου·
«Να παραιτήσεις εδώ πρέπει κάθε φόβο,
κάθε δείλιασμα πρέπει εδώ να ’ναι σβησμένο.
Στον τόπο εφθάσαμε που εγώ σου ’χω προείπει,
όπου τα πλήθη θέλει ιδείς τα πονεμένα,
που το καλό του Λογισμού έχουν χαμένο».
Κι ως έβαλε το χέρι στο δικό μου χέρι,
μ’ όψη χαροποιά που εχάρισέ μου θάρρος
μ’ έμπασε στων νεκρών τους μυστικούς κρυψώνες.
Στεναγμοί μέσα εκεί και κλάματα και θρήνοι
ηχολογούσαν στον αέρα δίχως άστρα,
ώστ’ ευθύς στην αρχή μ’ εκάμαν να δακρύσω.
Πολυδιάφορες γλώσσες, φοβερές βλαστήμιες,
λόγια του πόνου, οργής κραυγές, αποσβησμένες
και μεγάλες φωνές, και χεριών χτύποι αντάμα,
μια χλαλοή σηκώναν π’ άκοπα γυρίζει
σ’ εκείνον τον αιώνια σκοτεινόν αέρα,
ωσάν τον άμμο ανεμοστρόφιλο αν φυσάει.
Κι εγώ που το κεφάλι μού ’ζωνεν η φρίκη,
έκραξα· «Δάσκαλέ μου, τι ’ναι αυτό που ακούω;
και τι κόσμος, που λες τον έσβησεν ο πόνος;»
Κι αυτός· «Στην άθλια αυτή κατάσταση διαμένουν
των αχρείων εκείνων οι ψυχές, που δίχως
ατιμία και δίχως έπαινον εζήσαν.
Σμιχτές στέκουν μ’ εκείνη την κακή χορεία
των αγγέλων που μήτε εχθροί του Υψίστου εβγήκαν
μήτε πιστοί, αλλά μόνον του εαυτού τους μείναν.
Τους διώχνουν οι Ουρανοί να μη τους ασχημίσουν,
ουδ’ ο τρίσβαθος Άδης στέργει να τους έχει
γιατί δόξα απ’ αυτούς οι ένοχοι δε θα ’χαν».
Κι εγώ· «Ω Δάσκαλε, τι τόσο τους βαραίνει,
οπού τόσο τους κάνει δυνατά να κλαίγουν;»
«Θα στο εξηγήσω πολύ σύντομα», αποκρίθη.
Ελπίδα μέσα τους δεν σώζεται θανάτου,
και τόσο ποταπή είναι η σκοτεινή ζωή τους,
που κάθε άλλη τύχη όποια κι αν είν’ ζηλεύουν.
Φήμη ο κόσμος γι’ αυτούς δεν στέργει ν’ απομένει·
Έλεος, Δικαιοσύνη μ’ όμοια οργή τους διώχνουν.
Μη μιλούμε γι’ αυτούς, μόν’ κοίταξε και πέρνα».
Κι εγώ κοιτάζοντάς τους είδα μια σημαία
που γυρίζοντας τόσο ορμητικά κινούσε
που ’λεγα στάση πως δεν έστεργε καμία.
Κι οπίσω της ερχόνταν ένα τέτοιο πλήθος
σε μάκρος που ποτέ δεν ήθελε πιστέψω
πώς να ’χε τόσον κόσμο θάνατος ξεκάμει.
Μόλις εκεί κάποιον εγνώρισα, τον ίσκιο
είδα και απείκασα εκεινού που για δειλία
από τ’ αξίωμα το μέγα επαραιτήθη.
Ένιωσα ευθύς κι εβεβαιώθηκα πως τούτο
το μέγα πλήθος ήταν των αχρείων, που ’ναι
στο Θεό μισητοί και στους εχθρούς του ακόμη.
Οι άθλιοι τούτοι που ποτέ τους δεν εζήσαν.
ολόγυμνοι ήταν και πολύ βασανισμένοι
από χοντρές μύγες που εκεί ήταν κι από σφήκες.
Χαρακώναν αυτές το πρόσωπο τους μ’ αίμα
που μέσ’ στα πόδια τους με δάκρυα συσμιγμένο
από σιχαμερά σκουλήκια εσυναζόνταν.
Κι ως άρχιζα να ρίχνω παρεμπρός το βλέμμα.
είδα σ’ ενός μεγάλου ποταμίου την άκρη
πλήθος πολύ και είπα· «Δάσκαλε, συ στέρξε
ποιοι είν’ αυτοί να μάθω, και ποιος νόμος κάνει
πρόθυμοι τόσο για το πέρασμα να δείχνουν,
ως με το φως εδώ τ’ αδύνατο ξανοίγω».
Κι αυτός, «θα το γνωρίσεις, όταν», μ’ αποκρίθη,
«θα ’χουμε σταματήσει τα πατήματά μας
στου Αχέροντα μπροστά το θλιβερό ποτάμι».
Τότε μ’ εντροπαλά και χαμηλά τα μάτια
από φόβο μην ίσως τον βαρύνει ο λόγος,
έμεινα σιωπηλός ώσπου ’ρθα στο ποτάμι.
Και ιδού βλέπω σ’ εμάς να ’ρχεται με καράβι
ένας γέροντας μ’ άσπρες τις παμπάλαιες τρίχες,
φωνάζοντας «Αλιά σ’ εσάς, ψυχές αχρείες!
Μην ελπίσετε ποτέ τον ουρανό να ιδείτε.
Έρχομαι εγώ στην άλλην όχθη να σας πάρω
στα σκοτάδια τα αιώνια, σε φωτιά και πάγο.
Κι εσύ που ζωντανή ψυχή δω μέσα εφάνης,
ξεμάκρυνε από τούτους που ’ναι πεθαμένοι».
Αλλ’ ως είδε που εγώ δεν έφευγα από κείθε,
είπεν· «Απ’ άλλο δρόμο, από λιμένες άλλους
σε γιαλό θά ’ρθεις, όχι εδώ, για να περάσεις·
αλαφρύτερο ξύλο πρέπει να σε πάρει».
Κι ο αρχηγός μου σ’ αυτόν· «Μην αγριεύεις, Χάρε·
αποφασίσαν έτσι εκεί, που αυτό που θέλουν
ημπορούν, και παρέκει μη γυρεύεις άλλο».
Τότε ησυχάσαν τα πολύμαλλα σαγόνια
του Πλωρίτη της μαύρης μολυβένιας λίμνης
που ’χε γύρω στα μάτια κύκλους από φλόγες.
Οι ψυχές όμως, που γυμνές και κουρασμένες
ήταν, άλλαξαν χρώμα και τα δόντια ετρίξαν
ευθύς μόλις ακούσαν τα σκληρά του λόγια.
Εβλασφημούσαν το Θεό και τους γονείς τους,
των ανθρώπων το γένος, τον καιρό, τον τόπο,
του σπέρματός τους και της γέννας τους το σπόρο.
Έπειτα ετραβηχτήκαν όλες όλες άμα,
δυνατά κλαίοντας, στην όχθη την αχρεία,
που περιμένει όποιον Θεού δεν έχει φόβο.
Ο Χάρος δαίμονας με μάτια σαν αθράκια
με νόημα κράζοντάς τες όλες τες συνάζει,
πλήττει με το κουπί κάθε ψυχή που οκνάει.
Όπως ξεπέφτουν το φθινόπωρο τα φύλλα
ένα κατόπι στ’ άλλο, ώσπου το κλωνάρι
βλέπει στη γη στρωτό όλο του τ’ αποφόρι,
με όμοιον τρόπο και του Αδάμ ο κακός σπόρος
ρίχνονταν απ’ τ’ ακρογιάλι εκείνο μία μία
στο νόημα του Χάρου, σαν πουλί στον κράχτη.
Έτσι στο μαύρο κύμα πλέοντας ξεμακραίνουν,
και πριν στην όχθην την αντίπερα κατέβουν
συμμαζώνεται εδώθε νέο πλήθος πάλι.
«Παιδί μου», είπε κατόπι ο δάσκαλος με χάρη,
«εκείνοι που πεθαίνουν στην οργή του Υψίστου,
κατασταλάζουν όλοι εδώ από κάθε τόπο,
και πρόθυμοι είναι να περάσουν το ποτάμι,
γιατί η δικαιοσύνη η θεία τούς κεντρίζει
τόσο που ο φόβος κατανταίνει επιθυμία.
Καλή ψυχή ποτέ δεν πέρασε από δώθε,
και λοιπόν αν για σε παραπονιέται ο Χάρος,
τι ο λόγος του νοεί μπορεί να ξέρεις τώρα».
Μόλις έσωσε τούτο, η σκοτεινή πεδιάδα
εσείσθη τόσο δυνατά, που από το φόβο
η ενθύμησή μου ακόμα μ’ ίδρωτα με βρέχει.
Η δακρυσμένη γης ανέδωσεν αέρα,
που εξάστραψε ένα φως με τέτοια κοκκινάδα,
ώστε κάθε αίσθησή μου μέσα μου ενικήθη,
κι έπεσα σαν αυτόν που βαρύς ύπνος πιάνει.
(μετ. Γεώργιος Καλοσγούρος)
και τόσο ποταπή είναι η σκοτεινή ζωή τους,
που κάθε άλλη τύχη όποια κι αν είν’ ζηλεύουν...
Francisco Goya, Δύο γυναίκες κι ένας άντρας (1821)
Ντάντε Αλιγκιέρι
Θεία Κωμωδία
Κόλαση
Άσμα τρίτο
«Από εμένα περνούν στην πονεμένη χώρα,
από εμένα περνούν στη θλίψη την αιώνια,
από εμένα περνούν μέσ’ στον χαμένον κόσμο.
Δικαιοσύνη έχει τον Άφθαστο κινήσει
που μ’ εποίησε· η Δύναμη έστησέ με η θεία,
η ασύγκριτη Σοφία και η Αγάπη η πρώτη.
Πλάσμα πριν απ’ εμέ κανένα δεν εστάθη,
παρά μόνον αιώνια, κι εγώ αιώνια μένω.
Αφήστε κάθ’ ελπίδα σεις που μέσα πάτε!»
Τα λόγια ταύτα σκοτεινά χρωματισμένα
είδα εγώ χαραγμένα στην κορφή μιας πύλης,
και «Δάσκαλ’», είπα ευθύς, «το νόημα με βαραίνει».
Κι αυτός με λογισμούς ανθρώπου βαθυγνώμου·
«Να παραιτήσεις εδώ πρέπει κάθε φόβο,
κάθε δείλιασμα πρέπει εδώ να ’ναι σβησμένο.
Στον τόπο εφθάσαμε που εγώ σου ’χω προείπει,
όπου τα πλήθη θέλει ιδείς τα πονεμένα,
που το καλό του Λογισμού έχουν χαμένο».
Κι ως έβαλε το χέρι στο δικό μου χέρι,
μ’ όψη χαροποιά που εχάρισέ μου θάρρος
μ’ έμπασε στων νεκρών τους μυστικούς κρυψώνες.
Στεναγμοί μέσα εκεί και κλάματα και θρήνοι
ηχολογούσαν στον αέρα δίχως άστρα,
ώστ’ ευθύς στην αρχή μ’ εκάμαν να δακρύσω.
Πολυδιάφορες γλώσσες, φοβερές βλαστήμιες,
λόγια του πόνου, οργής κραυγές, αποσβησμένες
και μεγάλες φωνές, και χεριών χτύποι αντάμα,
μια χλαλοή σηκώναν π’ άκοπα γυρίζει
σ’ εκείνον τον αιώνια σκοτεινόν αέρα,
ωσάν τον άμμο ανεμοστρόφιλο αν φυσάει.
Κι εγώ που το κεφάλι μού ’ζωνεν η φρίκη,
έκραξα· «Δάσκαλέ μου, τι ’ναι αυτό που ακούω;
και τι κόσμος, που λες τον έσβησεν ο πόνος;»
Κι αυτός· «Στην άθλια αυτή κατάσταση διαμένουν
των αχρείων εκείνων οι ψυχές, που δίχως
ατιμία και δίχως έπαινον εζήσαν.
Σμιχτές στέκουν μ’ εκείνη την κακή χορεία
των αγγέλων που μήτε εχθροί του Υψίστου εβγήκαν
μήτε πιστοί, αλλά μόνον του εαυτού τους μείναν.
Τους διώχνουν οι Ουρανοί να μη τους ασχημίσουν,
ουδ’ ο τρίσβαθος Άδης στέργει να τους έχει
γιατί δόξα απ’ αυτούς οι ένοχοι δε θα ’χαν».
Κι εγώ· «Ω Δάσκαλε, τι τόσο τους βαραίνει,
οπού τόσο τους κάνει δυνατά να κλαίγουν;»
«Θα στο εξηγήσω πολύ σύντομα», αποκρίθη.
Ελπίδα μέσα τους δεν σώζεται θανάτου,
και τόσο ποταπή είναι η σκοτεινή ζωή τους,
που κάθε άλλη τύχη όποια κι αν είν’ ζηλεύουν.
Φήμη ο κόσμος γι’ αυτούς δεν στέργει ν’ απομένει·
Έλεος, Δικαιοσύνη μ’ όμοια οργή τους διώχνουν.
Μη μιλούμε γι’ αυτούς, μόν’ κοίταξε και πέρνα».
Κι εγώ κοιτάζοντάς τους είδα μια σημαία
που γυρίζοντας τόσο ορμητικά κινούσε
που ’λεγα στάση πως δεν έστεργε καμία.
Κι οπίσω της ερχόνταν ένα τέτοιο πλήθος
σε μάκρος που ποτέ δεν ήθελε πιστέψω
πώς να ’χε τόσον κόσμο θάνατος ξεκάμει.
Μόλις εκεί κάποιον εγνώρισα, τον ίσκιο
είδα και απείκασα εκεινού που για δειλία
από τ’ αξίωμα το μέγα επαραιτήθη.
Ένιωσα ευθύς κι εβεβαιώθηκα πως τούτο
το μέγα πλήθος ήταν των αχρείων, που ’ναι
στο Θεό μισητοί και στους εχθρούς του ακόμη.
Οι άθλιοι τούτοι που ποτέ τους δεν εζήσαν.
ολόγυμνοι ήταν και πολύ βασανισμένοι
από χοντρές μύγες που εκεί ήταν κι από σφήκες.
Χαρακώναν αυτές το πρόσωπο τους μ’ αίμα
που μέσ’ στα πόδια τους με δάκρυα συσμιγμένο
από σιχαμερά σκουλήκια εσυναζόνταν.
Κι ως άρχιζα να ρίχνω παρεμπρός το βλέμμα.
είδα σ’ ενός μεγάλου ποταμίου την άκρη
πλήθος πολύ και είπα· «Δάσκαλε, συ στέρξε
ποιοι είν’ αυτοί να μάθω, και ποιος νόμος κάνει
πρόθυμοι τόσο για το πέρασμα να δείχνουν,
ως με το φως εδώ τ’ αδύνατο ξανοίγω».
Κι αυτός, «θα το γνωρίσεις, όταν», μ’ αποκρίθη,
«θα ’χουμε σταματήσει τα πατήματά μας
στου Αχέροντα μπροστά το θλιβερό ποτάμι».
Τότε μ’ εντροπαλά και χαμηλά τα μάτια
από φόβο μην ίσως τον βαρύνει ο λόγος,
έμεινα σιωπηλός ώσπου ’ρθα στο ποτάμι.
Και ιδού βλέπω σ’ εμάς να ’ρχεται με καράβι
ένας γέροντας μ’ άσπρες τις παμπάλαιες τρίχες,
φωνάζοντας «Αλιά σ’ εσάς, ψυχές αχρείες!
Μην ελπίσετε ποτέ τον ουρανό να ιδείτε.
Έρχομαι εγώ στην άλλην όχθη να σας πάρω
στα σκοτάδια τα αιώνια, σε φωτιά και πάγο.
Κι εσύ που ζωντανή ψυχή δω μέσα εφάνης,
ξεμάκρυνε από τούτους που ’ναι πεθαμένοι».
Αλλ’ ως είδε που εγώ δεν έφευγα από κείθε,
είπεν· «Απ’ άλλο δρόμο, από λιμένες άλλους
σε γιαλό θά ’ρθεις, όχι εδώ, για να περάσεις·
αλαφρύτερο ξύλο πρέπει να σε πάρει».
Κι ο αρχηγός μου σ’ αυτόν· «Μην αγριεύεις, Χάρε·
αποφασίσαν έτσι εκεί, που αυτό που θέλουν
ημπορούν, και παρέκει μη γυρεύεις άλλο».
Τότε ησυχάσαν τα πολύμαλλα σαγόνια
του Πλωρίτη της μαύρης μολυβένιας λίμνης
που ’χε γύρω στα μάτια κύκλους από φλόγες.
Οι ψυχές όμως, που γυμνές και κουρασμένες
ήταν, άλλαξαν χρώμα και τα δόντια ετρίξαν
ευθύς μόλις ακούσαν τα σκληρά του λόγια.
Εβλασφημούσαν το Θεό και τους γονείς τους,
των ανθρώπων το γένος, τον καιρό, τον τόπο,
του σπέρματός τους και της γέννας τους το σπόρο.
Έπειτα ετραβηχτήκαν όλες όλες άμα,
δυνατά κλαίοντας, στην όχθη την αχρεία,
που περιμένει όποιον Θεού δεν έχει φόβο.
Ο Χάρος δαίμονας με μάτια σαν αθράκια
με νόημα κράζοντάς τες όλες τες συνάζει,
πλήττει με το κουπί κάθε ψυχή που οκνάει.
Όπως ξεπέφτουν το φθινόπωρο τα φύλλα
ένα κατόπι στ’ άλλο, ώσπου το κλωνάρι
βλέπει στη γη στρωτό όλο του τ’ αποφόρι,
με όμοιον τρόπο και του Αδάμ ο κακός σπόρος
ρίχνονταν απ’ τ’ ακρογιάλι εκείνο μία μία
στο νόημα του Χάρου, σαν πουλί στον κράχτη.
Έτσι στο μαύρο κύμα πλέοντας ξεμακραίνουν,
και πριν στην όχθην την αντίπερα κατέβουν
συμμαζώνεται εδώθε νέο πλήθος πάλι.
«Παιδί μου», είπε κατόπι ο δάσκαλος με χάρη,
«εκείνοι που πεθαίνουν στην οργή του Υψίστου,
κατασταλάζουν όλοι εδώ από κάθε τόπο,
και πρόθυμοι είναι να περάσουν το ποτάμι,
γιατί η δικαιοσύνη η θεία τούς κεντρίζει
τόσο που ο φόβος κατανταίνει επιθυμία.
Καλή ψυχή ποτέ δεν πέρασε από δώθε,
και λοιπόν αν για σε παραπονιέται ο Χάρος,
τι ο λόγος του νοεί μπορεί να ξέρεις τώρα».
Μόλις έσωσε τούτο, η σκοτεινή πεδιάδα
εσείσθη τόσο δυνατά, που από το φόβο
η ενθύμησή μου ακόμα μ’ ίδρωτα με βρέχει.
Η δακρυσμένη γης ανέδωσεν αέρα,
που εξάστραψε ένα φως με τέτοια κοκκινάδα,
ώστε κάθε αίσθησή μου μέσα μου ενικήθη,
κι έπεσα σαν αυτόν που βαρύς ύπνος πιάνει.
(μετ. Γεώργιος Καλοσγούρος)
Σάββατο 28 Μαρτίου 2015
Δεν είναι το τραγούδι μου απλοϊκό και ευχάριστο...
Δεν είναι το τραγούδι μου μονόφωνη αρτηρία, ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία. Είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη του καιρού μας, ένα παιχνίδι ευφάνταστο μ' απρόβλεπτους κανόνες, μια μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας, δεμένη αδιάσπαστα με άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες...
Μάνος Χατζιδάκις
Ο καθρέφτης και το μαχαίρι
(απόσπασμα)
Δεν είναι το τραγούδι μου απλοϊκό και ευχάριστο σαν το τενεκεδένιο σήμα μιας πολιτικής παράταξης ή ενός αθλητικού συλλόγου. Δεν κολακεύει τις συνήθειές σας ούτε και διασκεδάζει την αμηχανία σας, την οικογενειακή σας πλήξη ή την ερωτική σας ανεπάρκεια.
Δεν είναι το τραγούδι μου μονόφωνη αρτηρία, ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία. Είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη του καιρού μας, ένα παιχνίδι ευφάνταστο μ' απρόβλεπτους κανόνες, μια μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας, δεμένη αδιάσπαστα με άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες. Και μην ξεχάσετε. Σαν φύγετε από δω, δε σας ανήκει παρά μονάχα το αίσθημα, η σκέψη και τα ερωτήματα, που ολόκληρο το βράδυ σας μετέδωσα μεσ' απ' τη μουσική μου. Σε μένα απομένει το τραγούδι, η μαγική στιγμή μου, που είναι μια εξαίσια απάντηση αρκεί να με ρωτήσετε. Κι ύστερα σας παρακαλώ σωπάστε! Γιατί θα τραγουδήσω!»
Ερωτικό
Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά
Lorca
Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή
Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρεις είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Είτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος
Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ΄ άστρα
Μαζεύοντ΄ όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μέσ΄ στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ΄ το παράθυρο σου
Το πρόσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα
Από την ποιητική συλλογή του Μάνου Χατζιδάκι: «Μυθολογία»
"Τώρα που ζω με τον εαυτό μου βαθειά κι απόλυτα, θέλω να μάθω ο ίδιος ποιός υπήρξα, τί σκέφθηκα, πώς έζησα και τί είναι αυτό που συνθέτει την μελλοντική μου απουσία."
Μάνος Χατζιδάκις
Ο καθρέφτης και το μαχαίρι
(απόσπασμα)
Δεν είναι το τραγούδι μου απλοϊκό και ευχάριστο σαν το τενεκεδένιο σήμα μιας πολιτικής παράταξης ή ενός αθλητικού συλλόγου. Δεν κολακεύει τις συνήθειές σας ούτε και διασκεδάζει την αμηχανία σας, την οικογενειακή σας πλήξη ή την ερωτική σας ανεπάρκεια.
Δεν είναι το τραγούδι μου μονόφωνη αρτηρία, ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία. Είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη του καιρού μας, ένα παιχνίδι ευφάνταστο μ' απρόβλεπτους κανόνες, μια μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας, δεμένη αδιάσπαστα με άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες. Και μην ξεχάσετε. Σαν φύγετε από δω, δε σας ανήκει παρά μονάχα το αίσθημα, η σκέψη και τα ερωτήματα, που ολόκληρο το βράδυ σας μετέδωσα μεσ' απ' τη μουσική μου. Σε μένα απομένει το τραγούδι, η μαγική στιγμή μου, που είναι μια εξαίσια απάντηση αρκεί να με ρωτήσετε. Κι ύστερα σας παρακαλώ σωπάστε! Γιατί θα τραγουδήσω!»
Ερωτικό
Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά
Lorca
Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή
Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρεις είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Είτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος
Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ΄ άστρα
Μαζεύοντ΄ όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μέσ΄ στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ΄ το παράθυρο σου
Το πρόσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα
Από την ποιητική συλλογή του Μάνου Χατζιδάκι: «Μυθολογία»
"Τώρα που ζω με τον εαυτό μου βαθειά κι απόλυτα, θέλω να μάθω ο ίδιος ποιός υπήρξα, τί σκέφθηκα, πώς έζησα και τί είναι αυτό που συνθέτει την μελλοντική μου απουσία."
Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015
μια ακατάλυτη σιωπή...
Άνθρωποι μιλούν κι άνθρωποι δεν φαίνονται. Γέλια
παντού, φωνές, πατήματα κι όμως τριγύρω σου μια
ακατάλυτη σιωπή, σαν όταν πέφτει πυκνό χιόνι...
Γιάννης Σταύρου, Πεύκα στο φως της σελήνης, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Τάκης Καρβέλης
Δεν είναι ο περσινός καιρός
1
Ήρθε και πάλι σήμερα — θα 'ταν καλύτερα να
πω την έφερα — την ώρα που 'πινα καφέ και κάπνιζα
τσιγάρο. Τώρα καπνίζεις, μου 'πε, και πήγε
να καθίσει στη συνηθισμένη θέση. Μητέρα, θέλησα
να πω, δεν είναι ο περσινός καιρός. Κάθε φορά που
πάω να τραγουδήσω κουρδίζω κι από λίγο νυσταγμένο χρόνο.
Κουβάρι οι λέξεις και μες στα τεντωμένα νεύρα
άφηναν οι αισθήσεις τα παράσιτα.
2
Κάθομαι εδώ και περιμένω τι περιμένω δεν
ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως ένα ακόμη γλυκό
απόγευμα σουρώνει μες στο σούρουπο. Τα ξύλα
τρίζουν κι η φωτιά με τα τραυλίσματά της συνεχίζει
τι συνεχίζει. Ώρα να ξαναμπώ στην παιδική μου
σήραγγα ενώ ένα φέγγος μεσημεριάτικου μαΐστρου
θροΐζει στα μαλλιά. Ώρα ν' ακούσω τη φωνή της
θείας Όλγας «τραγούδα, μαρέ Τάκη, τραγούδα».
Θεία Όλγα πώς να τραγουδήσω που όλοι κοιμούνται
και τα παράθυρα κλειστά, διπλομανταλωμένα.
Άνθρωποι μιλούν κι άνθρωποι δεν φαίνονται. Γέλια
παντού, φωνές, πατήματα κι όμως τριγύρω σου μια
ακατάλυτη σιωπή, σαν όταν πέφτει πυκνό χιόνι.
παντού, φωνές, πατήματα κι όμως τριγύρω σου μια
ακατάλυτη σιωπή, σαν όταν πέφτει πυκνό χιόνι...
Γιάννης Σταύρου, Πεύκα στο φως της σελήνης, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Τάκης Καρβέλης
Δεν είναι ο περσινός καιρός
1
Ήρθε και πάλι σήμερα — θα 'ταν καλύτερα να
πω την έφερα — την ώρα που 'πινα καφέ και κάπνιζα
τσιγάρο. Τώρα καπνίζεις, μου 'πε, και πήγε
να καθίσει στη συνηθισμένη θέση. Μητέρα, θέλησα
να πω, δεν είναι ο περσινός καιρός. Κάθε φορά που
πάω να τραγουδήσω κουρδίζω κι από λίγο νυσταγμένο χρόνο.
Κουβάρι οι λέξεις και μες στα τεντωμένα νεύρα
άφηναν οι αισθήσεις τα παράσιτα.
2
Κάθομαι εδώ και περιμένω τι περιμένω δεν
ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως ένα ακόμη γλυκό
απόγευμα σουρώνει μες στο σούρουπο. Τα ξύλα
τρίζουν κι η φωτιά με τα τραυλίσματά της συνεχίζει
τι συνεχίζει. Ώρα να ξαναμπώ στην παιδική μου
σήραγγα ενώ ένα φέγγος μεσημεριάτικου μαΐστρου
θροΐζει στα μαλλιά. Ώρα ν' ακούσω τη φωνή της
θείας Όλγας «τραγούδα, μαρέ Τάκη, τραγούδα».
Θεία Όλγα πώς να τραγουδήσω που όλοι κοιμούνται
και τα παράθυρα κλειστά, διπλομανταλωμένα.
Άνθρωποι μιλούν κι άνθρωποι δεν φαίνονται. Γέλια
παντού, φωνές, πατήματα κι όμως τριγύρω σου μια
ακατάλυτη σιωπή, σαν όταν πέφτει πυκνό χιόνι.
Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015
ΕΜΙΛ ΣΙΟΡΑΝ: Η ΠΟΜΠΗ ΤΩΝ ΥΠΑΝΘΡΩΠΩΝ
Η οξυδέρκειά μας, τσακίζοντας τον σκελετό μας, μας οδήγησε σε μια χαύνη
ύπαρξη, - ασπόνδυλο σκύβαλο που σέρνεται πάνω στην ύλη για να την
βρωμήσει με σάλια...
Γιάννης Σταύρου, Καφές & βιβλία, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Εμίλ Σιοράν
Εγκόλπιο Ανασκολοπισμού
(Μετ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Εξάντας)
Ακολουθώντας ξένους δρόμους, εξω από τα ένστικτά του, ο άνθρωπος κατέληξε σε αδιέξοδο. Αντιπαρήλθε τα πάντα για να προλάβει το τέλος του· ζώο χωρίς μέλλον, ολίσθησε στο ιδεώδες του, χάθηκε μέσα στο παιχνίδι του. Επειδή θέλησε να αυτουπερβαίνεται ακατάπαυστα, απολιθώθηκε· και το μόνο που του μένει είναι να ανακεφαλαίωνει τις τρέλες του, να τις εξιλεώνει και να κάνει ακόμα μερικές άλλες...
Εντούτοις υπάρχουν κάποιοι που δεν έχουν αυτό το δικαίωμα: "Έχοντας ξεσυνηθίσει να είμαστε άνθρωποι, λένε, άραγε ανήκουμε ακόμα σε μια φυλή, σε μια όποια γενεά; Ενόσω είχαμε την προκατάληψη της ζωής, υιοθετούσαμε ένα λάθος που μας έβαζε δίπλα - δίπλα με τους άλλους...Αλλά δραπετεύσαμε από το είδος...Η οξυδέρκειά μας, τσακίζοντας τον σκελετό μας, μας οδήγησε σε μια χαύνη ύπαρξη, - ασπόνδυλο σκύβαλο που σέρνεται πάνω στην ύλη για να την βρωμήσει με σάλια. Να που είμαστε ανάμεσα στους γυμνοσάλιαγκες, να που φτάσαμε στο γελοίο τέρμα που μας κάνει να πληρώνουμε επειδή χρησιμοποιήσαμε άσχημα τις ικανότητες και τα όνειρά μας...Η ζωή δεν υπήρξε ο κλήρος μας: ακόμα και τις στιγμές που είμαστε μεθυσμένοι από ζωή, όλες μας οι χαρές οφείλονταν στις εξάρσεις που μας σήκωναν πάνω από αυτή· εκδικούμενη μας παρασύρει στο βυθό της: Πομπή υπανθρώπων προς μια υποζωή..."
Γιάννης Σταύρου, Καφές & βιβλία, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Εμίλ Σιοράν
Εγκόλπιο Ανασκολοπισμού
(Μετ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Εξάντας)
Ακολουθώντας ξένους δρόμους, εξω από τα ένστικτά του, ο άνθρωπος κατέληξε σε αδιέξοδο. Αντιπαρήλθε τα πάντα για να προλάβει το τέλος του· ζώο χωρίς μέλλον, ολίσθησε στο ιδεώδες του, χάθηκε μέσα στο παιχνίδι του. Επειδή θέλησε να αυτουπερβαίνεται ακατάπαυστα, απολιθώθηκε· και το μόνο που του μένει είναι να ανακεφαλαίωνει τις τρέλες του, να τις εξιλεώνει και να κάνει ακόμα μερικές άλλες...
Εντούτοις υπάρχουν κάποιοι που δεν έχουν αυτό το δικαίωμα: "Έχοντας ξεσυνηθίσει να είμαστε άνθρωποι, λένε, άραγε ανήκουμε ακόμα σε μια φυλή, σε μια όποια γενεά; Ενόσω είχαμε την προκατάληψη της ζωής, υιοθετούσαμε ένα λάθος που μας έβαζε δίπλα - δίπλα με τους άλλους...Αλλά δραπετεύσαμε από το είδος...Η οξυδέρκειά μας, τσακίζοντας τον σκελετό μας, μας οδήγησε σε μια χαύνη ύπαρξη, - ασπόνδυλο σκύβαλο που σέρνεται πάνω στην ύλη για να την βρωμήσει με σάλια. Να που είμαστε ανάμεσα στους γυμνοσάλιαγκες, να που φτάσαμε στο γελοίο τέρμα που μας κάνει να πληρώνουμε επειδή χρησιμοποιήσαμε άσχημα τις ικανότητες και τα όνειρά μας...Η ζωή δεν υπήρξε ο κλήρος μας: ακόμα και τις στιγμές που είμαστε μεθυσμένοι από ζωή, όλες μας οι χαρές οφείλονταν στις εξάρσεις που μας σήκωναν πάνω από αυτή· εκδικούμενη μας παρασύρει στο βυθό της: Πομπή υπανθρώπων προς μια υποζωή..."
Ετικέτες
ανθρώπινη φύση,
Γιάννης Σταύρου,
έλληνες ζωγράφοι,
Εμίλ Σιοράν,
ζωγραφική,
ζωγράφοι
Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015
Το τέρας το κίτρινον, το θηρίον το κόκκινον...
- Ο Στεφανής ο Καραντάνης, μη βρίσκοντας κανέναν απ' το άλλο κόμμα, το
δικό μας, να μαχαιρώση, εμαχαίρωσε τον αχώριστον φίλον του και οπαδόν
του κόμματός του, τον Σταύρον τον Τσόρναν. Ποιος ξέρει; Για ένα απρόσεκτον λόγον, επάνω στο πιοτό…
Εφύγαμεν. Είχαν περάσει ήδη τα μεσάνυκτα. Ανέτελλεν η ημέρα των εκλογών, βαμμένη εις το αίμα.
-Το τέρας το κίτρινον είχε καλέσει εις επικουρίαν το θηρίον το κόκκινον...
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα, λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Τα δύο τέρατα
Αὐτὴν τὴν φορὰν μοῦ ἔλαχεν ὁ κλῆρος νὰ συνοδεύσω τὸν Ἀριστείδην τοῦ καπετὰν Ρούσσου εἰς νυκτερινὴν μυστηριώδη ἀποστολήν. Ὅλα τὰ ἐκλογικὰ ἀκάθαρτα δαιμόνια εἶχον ἐξαπολυθῆ εἰς τὸν δρόμον, τὴν χρονιὰν ἐκείνην. Ἡ πλουτοκρατία εἶχε συμμαχήσει μὲ τὴν ὀχλοκρατίαν· τὸ τέρας τὸ κίτρινον εἶχε καλέσει εἰς βοήθειαν τὸ ἄλλο τέρας, τὸ κόκκινον. Περὶ τὰ διακόσια πρόσωπα, ἄνθρωποι ὁποὺ ἦσαν ὅλοι τοῦ τόπου, καὶ δὲν ἦσαν οἱ ἴδιοι ὁποῖοι εἶχαν ἀπέλθει πρὸ πέντε ἢ ἓξ ἐτῶν, εἶχαν κατέλθει ἀποτόμως καὶ συγχρόνως ἀπὸ τὸ Σουέζ, ὅπου εἶχαν παύσει ἀρτίως αἱ ἐργασίαι τῆς σκαφείσης διώρυγος. Εἶχον φέρει μαζί των ὀλίγα ἢ πολλὰ ναπολεόνια, ἀλλὰ πολὺ περισσοτέρας νέας ἕξεις, βλασφημίας, ἔριδας, θράσος, μέθην καὶ πρόκλησιν.
Ὁ γερο-Μαρὴς ὁ Βαβδινός, σεβάσμιος τοκογλύφος, εἶχε κατέλθει εἰς τὸν ἐκλογικὸν ἀγῶνα καὶ τὸ εἶχεν ἀμὲτ Μωαμέτ*, νὰ γίνῃ δήμαρχος. Ἐλέγετο ὅτι εἶχεν ἀποφασίσει τέλος ν᾿ ἀνοίξῃ τὴν κάσσαν, τὴν περίφημον, τὴν ἔχουσαν βάθος δυσθεώρητον. Εἰς τὸν πυθμένα ἐκείνης τῆς κάσσας ὑπῆρχον, ὡς ἐλέγετο, ὄχι μόνον σπίτια καὶ χωράφια καὶ ἐλαιῶνες, ἀλλὰ καὶ καράβια πλέοντα καὶ καράβια ναυαγοῦντα, τὰ ὁποῖα ἡ γρια-Γκότσαινα, ἡ μάγισσα, σ᾿ ἔκαμνε νὰ τὰ ἰδῇς μέσα εἰς μαγικὸν καθρέπτην, καὶ ν᾿ ἀκούσῃς ὡς καὶ τὰς κραυγὰς τῆς ἀγωνίας τῶν ναυαγῶν, ὡς καὶ τοὺς ἐπιθανατίους ρόγχους τῶν πνιγομένων. Πιθανὸν ὅμως νὰ ἠκούοντο ἐκεῖ μέσα καὶ μάταια λόγια καὶ παράπονα ἀμελῶν καὶ ὀκνηρῶν χρεωφειλετῶν, τὰ ὁποῖα ἐπνίγοντο ἀνάμεσα εἰς τὸν πολὺν θόρυβον τῶν οἰμωγῶν καὶ τῶν θρήνων. Τὰ θαλασσοδάνεια, βλέπετε, εἶχαν τριανταὲξ τοῖς ἑκατόν· καὶ «τὸ διάφορο, κεφάλι».
Ὁ γερο-Μαρής, εἶχεν ἀποτύχει πρὸ τετραετίας, τὴν πρώτην φορὰν ὁποὺ ἐπείσθη νὰ βάλῃ κάλπην, ἡττηθεὶς ἀπὸ ἄνθρωπον πολὺ πτωχότερόν του, καὶ ὅλοι οἱ ὀπαδοὶ καὶ οἱ οἰκεῖοί του τὸ εἶχαν «ἀγκάθι», καὶ εἶχαν φοβερίσει τοὺς ἀντιπάλους «νὰ τὸ κρεμάσουν σκουλαρίκι στ᾿ αὐτί». Ὅλοι οἱ ἐντόπιοι, ὅσοι εἶχαν παλιννοστήσει ἀπὸ τὸ Σουέζ, ἢ σχεδὸν ὅλοι, εἶχαν ἑλκυσθῆ μὲ τὸ κόμμα του. Διότι, ὅσοι ἔπιασαν ὀλίγα λεπτὰ ἐξ αὐτῶν, εἶχαν «μεγαλοπιασθῆ» ἐξαίφνης, καὶ ἤθελαν νὰ ὑπάγουν «μὲ τοὺς ἀρχόντους». Ἄλλοι πάλιν, ὅσοι εἶχαν φέρει μόνον πέντ᾿ ἕξ, ἢ ὀκτώ, ἢ δέκα, ἢ δώδεκα λίρας, καὶ τὰς εἶχαν φάγει, ἢ τὰς εἶχαν πίει ἐν τῷ μεταξύ, ἐμισθώθησαν ἀπὸ τὸ κόμμα, ὁπλοφοροῦντες, φρουροὶ τάχα τῆς τάξεως εἰς τὰς ἡμέρας τῶν ἐκλογῶν. Ὅλα τὰ σκυλιὰ ἦσαν ἀδέσποτα· κανὲν δὲν ἐγνώριζε πλέον τὸν ἀφέντην του. Μέγας «θυσιασμὸς»* εἶχεν ἀνάψει εἰς ὅλας τὰς κεφαλάς. Ὅλοι ἦσαν «θανατικοί»*, ἀπὸ τοῦ γεροντοτέρου μέχρι τοῦ νεωτέρου. Καὶ δὲν ὑπῆρχεν ἄνθρωπος ἀδιάφορος διὰ τὸν ἐκλογικὸν ἀγῶνα, «ἀπὸ ξυλοκόπου αὐτῶν ἕως ὑδροφόρου αὐτῶν».
Ὁ Κωσταντὴς τοῦ Τάσου, τρεῖς σπιθαμὰς τὸ κίτρινον ζωνάρι περὶ τὴν κοιλίαν, μὲ τρία κουμπούρια εἰς τὴν μέσην, καὶ μὲ βαρεῖαν μαγκούραν πολύκομπον, ἔτρεχεν ἄνω καὶ κάτω εἰς τοὺς δρόμους ἀπὸ τοῦ δειλινοῦ μέχρι τοῦ ὄρθρου, ὥστε νὰ φαίνεται πὼς ἦτο πάντοτε ἀπησχολημένος, καὶ πὼς εἶχε σπουδαίας ἀποστολάς. Ὁ Στεφανὴς ὁ Καραντάνης, μὲ τὸν ἀχώριστόν του φίλον, τὸν Σταῦρον τὸν Τσόρναν, καθήμενος ἔξω παντὸς καπηλείου, ἐπροκάλει ὅλους τοὺς διαβάτας καὶ τοὺς ἐβίαζε νὰ φωνάξουν «ζήτω ὁ μπαρμπα-Μαρής», ἂν ἤθελαν νὰ περάσουν ἐλεύθερα. Ὁ Ἀλέξης ὁ Κρητικός (οὕτω καλούμενος διότι εἶχεν ὑπάγει τῷ 1866 ἐθελοντὴς εἰς τὴν Κρήτην) ἐκυριάρχει εἰς ὅλας τὰς συνοικίας τὴν νύκτα, καὶ δὲν ἐπέτρεπεν εἰς καμμίαν ἐναντίαν παρέαν νὰ ψάλῃ ᾆσμα, ἐκλογικὸν ἢ ἄλλο.
Δὲν ἠκούετο πλέον οὔτε «χορεύ᾿ ὁ Τάσος κι ὁ Νταντός, καὶ τς Ἀρμαμένταινας ὁ γυιός»· οὔτε «Κοῦνος καὶ Μπουέλλος» (δύο ἐκλογικὰ παρεγκώμια προσώπων)· οὔτε «Σταματίτσα κὶ Μαλλίνα βγάλανε τὴ δημαρχίνα» (διότι ὑπῆρχον πάντοτε καὶ γυναῖκες κομματαρχίνες εἰς τὰς ἐκλογάς), οὔτε τίποτε. Τὰ ᾄσματα τῶν ἀντιπάλων εἶχαν σιγήσει. Ἠκούετο μόνον πολὺ συχνά: «Ὁ Γιάννης τοῦ Νικόλα δὲν ἔχει ἐπιρροή· τὸν φάγανε οἱ ψύλλοι, τὸν φάγαν κ᾿ οἱ κοριοί».
Καὶ ἡ τρέλα δὲν ἐμαίνετο μόνον τὴ νύκτα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἡμέραν. Ἕνα παπαδόσπιτο εἶχεν ἐμπετασθῆ μὲ κοκκίνας σημαίας, ὡς νὰ μὴν ἐδέχετο ὁ παπὰς προσφορὰς ἀπὸ τὰ δύο κόμματα, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τὸ ἕν. Ὅλη ἡ παραθαλάσσιος ἀγορὰ καὶ οἱ παράλληλοι δρόμοι ἐκοκκινοβολοῦσαν ἀπὸ τὰ ἐρυθρὰ ράκη τ᾿ ἀνεμίζοντα εἰς τὸν ἀέρα. Εἷς ἄλλος παπὰς εἶχεν εἰπεῖ τῆς παπαδιᾶς του, μὴ θέλων φανερὰ νὰ ἐκτεθῇ, ν᾿ ἁπλώσῃ ὅλα τὰ ὡραῖα κόκκινα κιλίμια, τάχα διὰ ν᾿ ἀερισθοῦν, εἰς τὰ παράθυρα καὶ εἰς τὸ μπαλκόνι. Δίπλα εἰς τὸ ἴδιον σπίτι ὑψοῦτο μέγας πάσσαλος ἢ στῦλος, εἰς τὸ χεῖλος τοῦ κρημνοῦ, ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὁποίου ἦτο κτισμένη ἡ οἰκία· ἐπ᾿ αὐτοῦ εἶχαν κρεμασθῆ πλῆθος κόκκινα μπαϊράκια, λωρίδες καὶ φλάμπουρα· βεβαίως κατ᾿ ἀνοχὴν ἢ κατ᾿ εἰσήγησιν τοῦ παπᾶ. Ὁ μπαρμπα-Γιάννης ὁ Μπούας, ὅστις ἀφοῦ ἐγήρασεν εἶχε καταφύγει ἐν μετανοίᾳ εἰς τὸ Μοναστήρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, εἶχεν ἀναβάλει ἀπὸ ἐκλογῆς εἰς ἐκλογὴν τὴν κουράν του, κ᾿ ἐξηκολούθει νὰ μένῃ ὡς δόκιμος, ὑποσχόμενος ἑκάστοτε νὰ περάσῃ ἡ παροῦσα ἐκλογή, καὶ εἶτα νὰ καλογηρεύσῃ, ἐπειδὴ οἱ ὑποψήφιοι ἐφίλευαν τοὺς ἐκλογεῖς καὶ καπνὸν καὶ ρακὶ καὶ γιουβέτσι, ἀλλὰ καὶ φυσέκια* μὲ δεκάρες. Τώρα πάλιν ὑπεσχέθη ἀνυπερθέτως, μετὰ τὴν ἐκλογὴν τοῦ μπαρμπα-Μαρῆ εἰς δήμαρχον, νὰ δεχθῇ πλέον τὴν κουράν, καὶ νὰ κοιτάξῃ τοῦ λοιποῦ διὰ τὴν ψυχήν του. Δύο διδάσκαλοι τοῦ χωριοῦ, τὸ ὁποῖον ἐκηρύχθη ὡς πρωτοφανὲς πρᾶγμα, ἔλαβον ἀναφανδὸν μέρος εἰς διαδήλωσιν ὑπὲρ τοῦ Βαβδινοῦ κόμματος.
Ὁ γερο-Σταμάτης ὁ Κορδᾶς δὲν ἦτο ἐκ τῶν μᾶλλον πεπειραμένων εἰς αὐτὰ τὰ πράγματα. Τὸν περισσότερον καιρόν του εἶχε ζήσει ἀρμενίζων μὲ τὴν σκούναν του ἀνὰ τὸ Αἰγαῖον. Τώρα ἐπὶ Γεωργίου εἶχε παραχωρήσει τὴν γολέταν εἰς τοὺς υἱούς του καὶ αὐτός, συνταξιοῦχος τοῦ Ν. Ἀπομαχικοῦ, μένων κατ᾿ οἶκον, εἶχε κληρωθῆ διὰ τὴν παροῦσαν ἐκλογήν, ἔχων τὰ προσόντα, ὡς πρῴην δημοτικὸς σύμβουλος κτλ., πρόεδρος τῆς ἐφορευτικῆς ἐπιτροπῆς. Ἦτον θεῖός μου ἐξ ἀγχιστείας ε´ βαθμοῦ, ἤτοι σύζυγος τῆς πρωτεξαδέλφης τοῦ πατρός μου· ἀλλ᾿ ἦτο καὶ μέγας θεῖός μου Ϛ´ βαθμοῦ ἐξ αἵματος, πρωτεξάδελφος τῆς πρὸς μητρὸς μάμμης μου. Ἀλλ᾿ ὁ καπετὰν Ἀριστείδης τὸν ἐγνώριζε πολὺ καλά! Ἐγώ, νεώτατος, μόλις 19 ἐτῶν, εἶχον ὑποδειχθῆ τάχα ὡς ρητορικὴ γλῶσσα διὰ νὰ συνοδεύσω τὸν Ἀριστείδην· πλὴν ὁ κρυφὸς λόγος δι᾿ ὃν ἐδέχθην τὴν ἀποστολήν, ἦτο διὰ νὰ γνωρίσω τὸν μπαρμπα-Σταμάτην, καὶ τὸν μελετήσω.
― Τώρα νὰ ἰδῇς, μοῦ εἶπεν ὁ καπετὰν Ροῦσσος, ἅμα ἐξήλθομεν νύκτα ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ γερο-Ἀποστολίδη τοῦ πενθεροῦ του· τώρα νὰ ἰδῇς τί θὰ πῇ καπετὰν Σταμάτης Κορδᾶς· ἂς τὸν ἔχῃς καὶ μπάρμπα, δὲν τὸν ξέρεις· ἡμεῖς οἱ θαλασσινοὶ γνωριζόμεθα, βλέπεις, καλά. Μὲ μανέλα* τὸ κεφάλι του δὲν γυρίζει· μὲ ἐργάτη, μὲ βίντσι, μὲ μάγγανο, μὲ ὅ,τι θέλεις.
― Τότε, τί πᾶμε; εἶπα ἐγώ.
― Πᾶμε, γιατὶ μᾶς ἔστειλαν, καὶ γιὰ νὰ ἰδοῦμε τὸν μπαρμπα-Σταμάτη στὸ σπίτι του, στὴν χειμωνιάτικη τὴν κάμαρα ποὺ ἔχει σχεδιασμένην μ᾿ ἕνα καραβόπανο. Θὰ ἰδῇς τὴ σερβέτα*, τὸ σαρίκι ποὺ φορεῖ στὸ κεφάλι του, σὰν Τοῦρκος· θὰ ἰδῇς τὰ μουστάκια του, ποὺ εἶναι σὰν δύο χονδρὰ ἀγκίστρια, ἀπὸ κεῖνα ποὺ πιάνουν τοὺς ὀρφούς· τὸν τράχηλόν του, τὰ μπράτσα του, τὰ ποδάρια του, ὅλα γυμνά· καὶ θ᾿ ἀκούσῃς πῶς σκέπτεται καὶ πῶς μιλεῖ ὁ μπαρμπα-Σταμάτης. Ὅταν ἦτον νέος, ἐπῆρε σύντροφον στὸ καΐκι ἕναν Ποριώτην ἢ Κρανιδιώτην, ἐπίτηδες διὰ νὰ ἐξαλβανισθῇ πλησίον του· καὶ τώρα ἡ γλῶσσά του, ὁ τρόπος του, ἡ συμπεριφορά του, ὅλα εἶναι ἀρβανίτικα.
Καθὼς ἐπροχωρήσαμεν ὀλίγα βήματα καὶ εἰσήλθομεν εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, ἄλλα καπηλεῖα ἢ καφενεῖα ἦσαν ἀνοικτά, ἄλλα μισοκλεισμένα. Ὅλα εἶχαν φῶς ἔνδοθεν. Ἠκούομεν φωνάς, διαλόγους, ᾄσματα. Πρὶν φθάσωμεν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ γερο-Κορδᾶ, ὄπισθεν τῆς ἐκκλησίας, πρὸς τὸ δυτικόν, παρήλθομεν ἔξωθεν τῆς ταβέρνας τοῦ Δημήτρη τοῦ Σμυρνιοῦ. Μέσα ἦτον μία παρέα, θορυβοῦσα καὶ φωνάζουσα, προεξάρχοντος ἑνὸς μεγαλοσώμου νέου, μὲ ξανθοὺς στριμμένους μύστακας, πλησίον τοῦ ὁποίου ἐκάθητο εἷς μελαψὸς ὁμήλικός του, ταπεινοτέρου ἐξωτερικοῦ, καὶ ὅστις ἐφαίνετο μᾶλλον μειλίχιος. Καὶ οἱ δύο εἶχον κατέλθει ἐσχάτως ἀπὸ τὸ Πὸρτ-Σαΐδ.
― Εἶναι ὁ Στεφανὴς ὁ Καραντάνης, μοῦ εἶπεν ὁ συνοδός μου, μαζὶ μὲ τὸν ἀχώριστον φίλον του, τὸν Σταῦρον τὸν Τσόρναν. Αὐτὸς ὁ Καραντάνης εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν κάμῃ καυγάν, καὶ νὰ μὴ μαχαιρώσῃ κανέναν. Εἶναι πολὺ μουρλός, πίνει πολὺ καὶ τὸ ἔχει παρμένο παραπολὺ ἐπάνω του.
― Ξυπνητὸς εἶσαι, καπετὰν Σταμάτη;
― Ὂς γκελντί· χαῒρ ὀλά*, ἔκραξε φωνὴ ἔσωθεν.
Ὁ γέρων δὲν εἶχε κοιμηθῆ ἀκόμη. Ἦτο περὶ τὴν δεκάτην ὥραν, ἐν καιρῷ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας· τετάρτη ὥρα τῆς νυκτός.
Πάραυτα ἠνοίχθη ἡ θύρα κ᾿ ἐπαρουσιάσθη ὁ μπαρμπα-Σταμάτης, μὲ κόκκινον σκοῦφον καὶ σαρίκι περὶ τὴν κεφαλήν, μὲ γυμνὰς κνήμας, καὶ γυμνοὺς βραχίονας.
― Πῶς μᾶς θυμηθήκατε;… Ποῦ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀνεψιέ; μοῦ λέγει.
Καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γωνίαν τὴν νοτιοδυτικὴν τῆς οἰκίας, ὅπου εἶχε κατασκευασθῆ προχείρως, μὲ δύο μεγάλα καραβόπανα, ἐπιτηδείως τεντωμένα, εἶδος σκηνῆς ἢ χειμερινοῦ θαλάμου, ἐπειδὴ ἡ οἰκία ἄλλως, νεωστὶ κατεσκευασμένη, δὲν εἶχε χωρισθῆ εἰς δωμάτια, ἔκραξε:
― Κοιμήθηκες, θειά; Σήκω νὰ τρατάρῃς τὸν ἀνεψιό σου.
― Θὰ σᾶς δώσουμε βάρος, καπετὰν Σταμάτη, εἶπε μετ᾿ εὐγενείας ὁ Ἀριστείδης.
― Δὲν ἔχει βάρος· ἡ μάννα* τώρα ἐζάρωσε δίπλα στὸ ντζάκι· τώρα μπουζουργιάσαμε* ἀκόμα· δὲν ἔχουμε ψόφο* εὔκολα. Τώρα σηκωθήκαμε ἀπ᾿ τὸ σουφρά… κ᾿ ἔτσι λαγοκοιμήθηκε στὸν ὀντὰ ἡ μάννα… Κοπιάστε, μπουϊούρουμ ὄρε μίρε*.
Ἐκαθίσαμεν ἐπὶ σκαμνίων, πλησίον τῆς θυρίδος τὴν ὁποίαν ἐσχημάτιζε πρὸς τὸν τοῖχον τὸ καραβόπανον. Ὁ Ἀριστείδης εἰσῆλθεν ἀμέσως εἰς τὸ θέμα.
―Ἤρθαμε, καπετὰν Σταμάτη, ἀπεσταλμένοι. Ἔμαθαν στὸ σπίτι πὼς θὰ πάρῃς τὸν γερο-Κατσουλὴ γραμματικὸ τῆς Ἐπιτροπῆς… Ὁ δικός μας ὁ Παπούλιας δὲν θὰ ἦτον καταλληλότερος;
Ἓν τῶν κυριωτέρων αἰτημάτων, τὰ ὁποῖα εἴχομεν νὰ ὑποβάλωμεν εἰς τὸν μπαρμπα-Σταμάτην, ἦτο τὸ περὶ τῆς γραμματείας τῆς Ἐφορευτικῆς Ἐπιτροπῆς τῶν ἐκλογῶν. Ὁ Παπούλιας, πρῴην δημογραμματεύς, πρῴην γραμματεὺς Εἰρηνοδικείου, ὑποτελώνης κλπ., εἶχεν ἔλθει ἐσχάτως μὲ τὸ κόμμα μας, ἦτο δὲ ἄνθρωπος μὲ ἱκανότητα, ἂν καὶ δὲν εἶχε χαμοθεόν*· ὁ γερο-Κατσουλής, συνταξιοῦχος, πρῴην εἰρηνοδίκης, διετέλει νῦν γραμματεὺς τῆς Δημαρχίας. Ἦτο δὲ ἀνίκανος, σκολιός, καὶ τὰ «ἔκαμνε θάλασσα». Πλὴν ὁ μπαρμπα-Σταμάτης, ἐθεώρει τὸν ἑαυτόν του ὑπόχρεων νὰ τὸν προσλάβῃ ὡς γραμματέα κατὰ τὸ τετραήμερον τῆς ἐκλογῆς, ἐπειδὴ ὁ νῦν δήμαρχος ἐβοήθει τὸν γερο-Μαρήν, τὸν Βαβδιναῖον, εἰς τὴν ὑποψηφιότητα, ὁ δὲ καπετὰν Σταμάτης ἐπεθύμει πάντοτε νὰ εἶναι μὲ τὸ «δοβλέτι»*, κ᾿ ἐφοβεῖτο τὴν σκιὰν τῆς ἀρχῆς.
Δὲν ἔσπευσε ν᾿ ἀπαντήσῃ εἰς τὴν πρώτην εἰσήγησιν τοῦ καπετὰν Ἀριστείδη.
―Ὁ γερο-Κατσουλής, ἐπέφερεν οὗτος, θὰ χασομερᾷ ὅλους τοὺς ψηφοφόρους μας, θὰ κάμνῃ μίαν ὥραν νὰ βρίσκῃ τὰ ὀνόματα στὸν κατάλογον· δὲν θὰ λαμβάνῃ ὑπ᾿ ὄψιν τοὺς αὔξοντας ἀριθμοὺς ποὺ θὰ τοῦ δίνουν, καὶ θ᾿ ἀργοπορῇ ἐπίτηδες· ἐνῷ διὰ τὸ ἐναντίον κόμμα, οὔτε θὰ κοιτάζῃ διόλου τὸν κατάλογον, θὰ λέγῃ: «Μάλιστα, μάλιστα», καὶ θὰ περνᾷ ἀμέσως τὰ ὀνόματα στὸν κατάλογον τῆς ψηφοφορίας… Καὶ ξέρεις πὼς μπορεῖ ἔτσι νὰ μᾶς κόψῃ, μὲ τρόπον, δέκα ψήφους… Καὶ «τί εἶν᾿ ὁ κάβουρας, τί εἶν᾿ τὸ ζουμί του;»
Ὁ μπαρμπα-Σταμάτης ἔσεισεν ἐμφαντικῶς τὴν χονδρὴν τετράγωνον κεφαλήν του.
―Ἐγὼ γέρασα, ὠρὲ καρδάσ᾿*, Ἀριστείδη, εἶπε. Τί νὰ σᾶς κάμω; Κατὰ τὸ κεφάλι ποὺ ἔχω σᾶς προσκυνῶ.
― Καὶ τί ὑποχρέωσιν ἔχει ἡ Ἐπιτροπή, εἶπεν ὁ Ἀριστείδης, νὰ πάρῃ ὡς γραμματικὸν τὸν ὑπάλληλον τῆς Δημαρχίας;… Ἴσα-ἴσα οἱ ὑπάλληλοι πρέπει νὰ μένουν ἀμερόληπτοι, αὐτὸ ἀπαιτεῖ κι ὁ νόμος.
― Τί νῶμος καὶ πλάτη, καρδάσ᾿ Ἀριστείδη! Ταΐτε* καὶ μ᾿ αὐτουνοὺς καὶ μὲ τὶς δημαρχίες, καὶ μὲ τὶς ἐκλογές τους! Βρίσκει τὸν μπελά του ἕνας ἁπλός, ἀγράμματος ἄνθρωπος. Τίνος τὸ χατίρι νὰ χαλάσῃς;
― Λοιπὸν δὲν εἶναι καλὸς ὁ γερο-Παπούλιας γιὰ νὰ τὸν πάρετε γραμματικόν;
― Καλὸς κι ἄξιος εἶναι, καρδάσ᾿, μὰ δὲν τὸν παίρνουμε.
― Γιατί;
― Γιὰ τς γάτας τ᾿ αὐτί.
Ἠθέλησα κ᾿ ἐγὼ νὰ ψελλίσω ὀλίγα λόγια, διὰ νὰ δικαιολογήσω τὴν ἐκεῖ παρουσίαν μου καὶ ν᾿ ἀνταποκριθῶ εἰς τὴν ἀποστολήν μου.
― Σὲ παρακαλῶ, μπάρμπα· ξέρεις πῶς τὰ κατάφερε ὁ γερο-Κατσουλὴς στὴν Δημαρχία; Μπᾶτε χίλι᾿ ἀλέσετε… Οὔτε τάξιν, οὔτε ἀρχεῖον, οὔτε θυρίδα· κανὲν ἔγγραφον δὲν ἐνεργεῖται. Οὔτε τὸν ἀριθμὸν τοῦ πρωτοκόλλου δὲν μπορεῖ νὰ φυλάξῃ καλὰ-καλά.
Τοῦ μπαρμπα-Σταμάτη ἐσείσθησαν βιαίως τὰ μουστάκια του.
― Τί λὲς καὶ σύ, ἀνεψιέ;… Σ᾿ ἔστειλαν καὶ σὲ νὰ σπουδάσῃς, καὶ χαλάστηκες… Καλὰ τὸ εἶπα ἐγὼ τῆς ἀνεψιᾶς μου, τῆς μητέρας σου: «Θὰ χάσῃς, ἀνεψιά, τὸ παιδί σου». Τί νὰ κάμω, ποὺ δὲν μὲ ἄκουσε.
Ὁ Ἀριστείδης ἐγέλασε, κ᾿ ἐσηκώθη ν᾿ ἀπέλθωμεν.
― Καληνύχτα, καπετὰν Σταμάτη.
― Καληνύχτα, θειά, εἶπα ἐγώ.
― Στὸ καλό· καλῶς ἤρθατε.
Καθὼς ἐξήλθομεν, καὶ μᾶς ἔφεγγεν ἡ γραῖα Μαγδαληνὴ νὰ καταβῶμεν:
― Δὲν σοῦ τὸ ἔλεγα ἐγώ; μοῦ εἶπεν ὁ Ἀριστείδης. Μὲ μανέλα δὲν γυρίζει τὸ κεφάλι του.
― Οὔτε μὲ ἀδράχτι.
Ἐστάθημεν μίαν στιγμήν, δεξιόθεν τῆς ἐκκλησίας, ἀντικρὺ εἰς τὴν θύραν τοῦ καπηλείου, παρεμπρὸς ὁ Ἀριστείδης, παραπίσω ἐγώ. Τὸ βλέμμα μου ἀντίκρυσε μίαν τράπεζαν, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἔπιπτε σχεδὸν καθέτως τὸ φῶς τῆς κρεμαστῆς λυχνίας. Εἶδα κάτι τι, ἓν ὡς ρευστὸν ἐρυθρὸν ἐπὶ τῆς τραπέζης, κ᾿ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ δαπέδου, νὰ κοκκινοβολῇ καὶ ν᾿ ἀχνίζῃ. Σωρὸς ἀνθρώπινος ἔκειτο πρηνὴς κάτω ἐκεῖ, ἀσθμαίνων ὀδυνηρῶς, καὶ γογγύζων.
Ὁ Ἀριστείδης ἐπροχώρησεν ὀλίγα βήματα πρὸς τὸ καπηλεῖον. Ἐγὼ ἔμεινα ἀκίνητος.
Μετὰ πέντε λεπτὰ ἐπανῆλθεν ὁ συνοδός μου.
― Σὰν προφήτης τὸ εἶπα, μοῦ λέγει· καλύτερα νὰ εἶχα δαγκώσει τὴ γλῶσσά μου.
― Τί τρέχει;
― Ὁ Στεφανὴς ὁ Καραντάνης, μὴ βρίσκοντας κανέναν ἀπ᾿ τὸ ἄλλο κόμμα, τὸ δικό μας, νὰ μαχαιρώσῃ, ἐμαχαίρωσε τὸν ἀχώριστον φίλον του καὶ ὀπαδὸν τοῦ κόμματός του, τὸν Σταῦρον τὸν Τσόρναν. Ποιὸς ξέρει; Γιὰ ἕνα ἀπρόσεκτον λόγον, ἐπάνω στὸ πιοτό…
Ἐφύγαμεν. Εἶχαν περάσει ἤδη τὰ μεσάνυκτα. Ἀνέτελλεν ἡ ἡμέρα τῶν ἐκλογῶν, βαμμένη εἰς τὸ αἷμα.
― Τὸ τέρας τὸ κίτρινον εἶχε καλέσει εἰς ἐπικουρίαν τὸ θηρίον τὸ κόκκινον.
Εφύγαμεν. Είχαν περάσει ήδη τα μεσάνυκτα. Ανέτελλεν η ημέρα των εκλογών, βαμμένη εις το αίμα.
-Το τέρας το κίτρινον είχε καλέσει εις επικουρίαν το θηρίον το κόκκινον...
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα, λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Τα δύο τέρατα
Αὐτὴν τὴν φορὰν μοῦ ἔλαχεν ὁ κλῆρος νὰ συνοδεύσω τὸν Ἀριστείδην τοῦ καπετὰν Ρούσσου εἰς νυκτερινὴν μυστηριώδη ἀποστολήν. Ὅλα τὰ ἐκλογικὰ ἀκάθαρτα δαιμόνια εἶχον ἐξαπολυθῆ εἰς τὸν δρόμον, τὴν χρονιὰν ἐκείνην. Ἡ πλουτοκρατία εἶχε συμμαχήσει μὲ τὴν ὀχλοκρατίαν· τὸ τέρας τὸ κίτρινον εἶχε καλέσει εἰς βοήθειαν τὸ ἄλλο τέρας, τὸ κόκκινον. Περὶ τὰ διακόσια πρόσωπα, ἄνθρωποι ὁποὺ ἦσαν ὅλοι τοῦ τόπου, καὶ δὲν ἦσαν οἱ ἴδιοι ὁποῖοι εἶχαν ἀπέλθει πρὸ πέντε ἢ ἓξ ἐτῶν, εἶχαν κατέλθει ἀποτόμως καὶ συγχρόνως ἀπὸ τὸ Σουέζ, ὅπου εἶχαν παύσει ἀρτίως αἱ ἐργασίαι τῆς σκαφείσης διώρυγος. Εἶχον φέρει μαζί των ὀλίγα ἢ πολλὰ ναπολεόνια, ἀλλὰ πολὺ περισσοτέρας νέας ἕξεις, βλασφημίας, ἔριδας, θράσος, μέθην καὶ πρόκλησιν.
Ὁ γερο-Μαρὴς ὁ Βαβδινός, σεβάσμιος τοκογλύφος, εἶχε κατέλθει εἰς τὸν ἐκλογικὸν ἀγῶνα καὶ τὸ εἶχεν ἀμὲτ Μωαμέτ*, νὰ γίνῃ δήμαρχος. Ἐλέγετο ὅτι εἶχεν ἀποφασίσει τέλος ν᾿ ἀνοίξῃ τὴν κάσσαν, τὴν περίφημον, τὴν ἔχουσαν βάθος δυσθεώρητον. Εἰς τὸν πυθμένα ἐκείνης τῆς κάσσας ὑπῆρχον, ὡς ἐλέγετο, ὄχι μόνον σπίτια καὶ χωράφια καὶ ἐλαιῶνες, ἀλλὰ καὶ καράβια πλέοντα καὶ καράβια ναυαγοῦντα, τὰ ὁποῖα ἡ γρια-Γκότσαινα, ἡ μάγισσα, σ᾿ ἔκαμνε νὰ τὰ ἰδῇς μέσα εἰς μαγικὸν καθρέπτην, καὶ ν᾿ ἀκούσῃς ὡς καὶ τὰς κραυγὰς τῆς ἀγωνίας τῶν ναυαγῶν, ὡς καὶ τοὺς ἐπιθανατίους ρόγχους τῶν πνιγομένων. Πιθανὸν ὅμως νὰ ἠκούοντο ἐκεῖ μέσα καὶ μάταια λόγια καὶ παράπονα ἀμελῶν καὶ ὀκνηρῶν χρεωφειλετῶν, τὰ ὁποῖα ἐπνίγοντο ἀνάμεσα εἰς τὸν πολὺν θόρυβον τῶν οἰμωγῶν καὶ τῶν θρήνων. Τὰ θαλασσοδάνεια, βλέπετε, εἶχαν τριανταὲξ τοῖς ἑκατόν· καὶ «τὸ διάφορο, κεφάλι».
Ὁ γερο-Μαρής, εἶχεν ἀποτύχει πρὸ τετραετίας, τὴν πρώτην φορὰν ὁποὺ ἐπείσθη νὰ βάλῃ κάλπην, ἡττηθεὶς ἀπὸ ἄνθρωπον πολὺ πτωχότερόν του, καὶ ὅλοι οἱ ὀπαδοὶ καὶ οἱ οἰκεῖοί του τὸ εἶχαν «ἀγκάθι», καὶ εἶχαν φοβερίσει τοὺς ἀντιπάλους «νὰ τὸ κρεμάσουν σκουλαρίκι στ᾿ αὐτί». Ὅλοι οἱ ἐντόπιοι, ὅσοι εἶχαν παλιννοστήσει ἀπὸ τὸ Σουέζ, ἢ σχεδὸν ὅλοι, εἶχαν ἑλκυσθῆ μὲ τὸ κόμμα του. Διότι, ὅσοι ἔπιασαν ὀλίγα λεπτὰ ἐξ αὐτῶν, εἶχαν «μεγαλοπιασθῆ» ἐξαίφνης, καὶ ἤθελαν νὰ ὑπάγουν «μὲ τοὺς ἀρχόντους». Ἄλλοι πάλιν, ὅσοι εἶχαν φέρει μόνον πέντ᾿ ἕξ, ἢ ὀκτώ, ἢ δέκα, ἢ δώδεκα λίρας, καὶ τὰς εἶχαν φάγει, ἢ τὰς εἶχαν πίει ἐν τῷ μεταξύ, ἐμισθώθησαν ἀπὸ τὸ κόμμα, ὁπλοφοροῦντες, φρουροὶ τάχα τῆς τάξεως εἰς τὰς ἡμέρας τῶν ἐκλογῶν. Ὅλα τὰ σκυλιὰ ἦσαν ἀδέσποτα· κανὲν δὲν ἐγνώριζε πλέον τὸν ἀφέντην του. Μέγας «θυσιασμὸς»* εἶχεν ἀνάψει εἰς ὅλας τὰς κεφαλάς. Ὅλοι ἦσαν «θανατικοί»*, ἀπὸ τοῦ γεροντοτέρου μέχρι τοῦ νεωτέρου. Καὶ δὲν ὑπῆρχεν ἄνθρωπος ἀδιάφορος διὰ τὸν ἐκλογικὸν ἀγῶνα, «ἀπὸ ξυλοκόπου αὐτῶν ἕως ὑδροφόρου αὐτῶν».
Ὁ Κωσταντὴς τοῦ Τάσου, τρεῖς σπιθαμὰς τὸ κίτρινον ζωνάρι περὶ τὴν κοιλίαν, μὲ τρία κουμπούρια εἰς τὴν μέσην, καὶ μὲ βαρεῖαν μαγκούραν πολύκομπον, ἔτρεχεν ἄνω καὶ κάτω εἰς τοὺς δρόμους ἀπὸ τοῦ δειλινοῦ μέχρι τοῦ ὄρθρου, ὥστε νὰ φαίνεται πὼς ἦτο πάντοτε ἀπησχολημένος, καὶ πὼς εἶχε σπουδαίας ἀποστολάς. Ὁ Στεφανὴς ὁ Καραντάνης, μὲ τὸν ἀχώριστόν του φίλον, τὸν Σταῦρον τὸν Τσόρναν, καθήμενος ἔξω παντὸς καπηλείου, ἐπροκάλει ὅλους τοὺς διαβάτας καὶ τοὺς ἐβίαζε νὰ φωνάξουν «ζήτω ὁ μπαρμπα-Μαρής», ἂν ἤθελαν νὰ περάσουν ἐλεύθερα. Ὁ Ἀλέξης ὁ Κρητικός (οὕτω καλούμενος διότι εἶχεν ὑπάγει τῷ 1866 ἐθελοντὴς εἰς τὴν Κρήτην) ἐκυριάρχει εἰς ὅλας τὰς συνοικίας τὴν νύκτα, καὶ δὲν ἐπέτρεπεν εἰς καμμίαν ἐναντίαν παρέαν νὰ ψάλῃ ᾆσμα, ἐκλογικὸν ἢ ἄλλο.
Δὲν ἠκούετο πλέον οὔτε «χορεύ᾿ ὁ Τάσος κι ὁ Νταντός, καὶ τς Ἀρμαμένταινας ὁ γυιός»· οὔτε «Κοῦνος καὶ Μπουέλλος» (δύο ἐκλογικὰ παρεγκώμια προσώπων)· οὔτε «Σταματίτσα κὶ Μαλλίνα βγάλανε τὴ δημαρχίνα» (διότι ὑπῆρχον πάντοτε καὶ γυναῖκες κομματαρχίνες εἰς τὰς ἐκλογάς), οὔτε τίποτε. Τὰ ᾄσματα τῶν ἀντιπάλων εἶχαν σιγήσει. Ἠκούετο μόνον πολὺ συχνά: «Ὁ Γιάννης τοῦ Νικόλα δὲν ἔχει ἐπιρροή· τὸν φάγανε οἱ ψύλλοι, τὸν φάγαν κ᾿ οἱ κοριοί».
Καὶ ἡ τρέλα δὲν ἐμαίνετο μόνον τὴ νύκτα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἡμέραν. Ἕνα παπαδόσπιτο εἶχεν ἐμπετασθῆ μὲ κοκκίνας σημαίας, ὡς νὰ μὴν ἐδέχετο ὁ παπὰς προσφορὰς ἀπὸ τὰ δύο κόμματα, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τὸ ἕν. Ὅλη ἡ παραθαλάσσιος ἀγορὰ καὶ οἱ παράλληλοι δρόμοι ἐκοκκινοβολοῦσαν ἀπὸ τὰ ἐρυθρὰ ράκη τ᾿ ἀνεμίζοντα εἰς τὸν ἀέρα. Εἷς ἄλλος παπὰς εἶχεν εἰπεῖ τῆς παπαδιᾶς του, μὴ θέλων φανερὰ νὰ ἐκτεθῇ, ν᾿ ἁπλώσῃ ὅλα τὰ ὡραῖα κόκκινα κιλίμια, τάχα διὰ ν᾿ ἀερισθοῦν, εἰς τὰ παράθυρα καὶ εἰς τὸ μπαλκόνι. Δίπλα εἰς τὸ ἴδιον σπίτι ὑψοῦτο μέγας πάσσαλος ἢ στῦλος, εἰς τὸ χεῖλος τοῦ κρημνοῦ, ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὁποίου ἦτο κτισμένη ἡ οἰκία· ἐπ᾿ αὐτοῦ εἶχαν κρεμασθῆ πλῆθος κόκκινα μπαϊράκια, λωρίδες καὶ φλάμπουρα· βεβαίως κατ᾿ ἀνοχὴν ἢ κατ᾿ εἰσήγησιν τοῦ παπᾶ. Ὁ μπαρμπα-Γιάννης ὁ Μπούας, ὅστις ἀφοῦ ἐγήρασεν εἶχε καταφύγει ἐν μετανοίᾳ εἰς τὸ Μοναστήρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, εἶχεν ἀναβάλει ἀπὸ ἐκλογῆς εἰς ἐκλογὴν τὴν κουράν του, κ᾿ ἐξηκολούθει νὰ μένῃ ὡς δόκιμος, ὑποσχόμενος ἑκάστοτε νὰ περάσῃ ἡ παροῦσα ἐκλογή, καὶ εἶτα νὰ καλογηρεύσῃ, ἐπειδὴ οἱ ὑποψήφιοι ἐφίλευαν τοὺς ἐκλογεῖς καὶ καπνὸν καὶ ρακὶ καὶ γιουβέτσι, ἀλλὰ καὶ φυσέκια* μὲ δεκάρες. Τώρα πάλιν ὑπεσχέθη ἀνυπερθέτως, μετὰ τὴν ἐκλογὴν τοῦ μπαρμπα-Μαρῆ εἰς δήμαρχον, νὰ δεχθῇ πλέον τὴν κουράν, καὶ νὰ κοιτάξῃ τοῦ λοιποῦ διὰ τὴν ψυχήν του. Δύο διδάσκαλοι τοῦ χωριοῦ, τὸ ὁποῖον ἐκηρύχθη ὡς πρωτοφανὲς πρᾶγμα, ἔλαβον ἀναφανδὸν μέρος εἰς διαδήλωσιν ὑπὲρ τοῦ Βαβδινοῦ κόμματος.
*
Τὴν νύκτα ἐκείνην ἐστάλημεν ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ γερο-Ἀποστολίδη, ἐγὼ καὶ ὁ
καπετὰν Ἀριστείδης τοῦ Ρούσσου, ὅπως διαλεχθῶμεν μὲ τὸν γερο-Σταμάτην
τὸν Κορδᾶν, ἴσως κατορθώσωμεν καὶ τὸν πείσωμεν, ὡς πρόεδρος τῆς
ἐκλογικῆς ἐπιτροπῆς ὁποὺ θὰ ἦτο, νὰ δεχθῇ τὰς εἰσηγήσεις μας. Ἦτο μὲν
συγγενὴς καὶ μὲ τὸ κόμμα μας, ἀλλ᾿ ἐφοβεῖτο τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας,
καὶ ἤθελε νὰ εἶναι πάντοτε «μὲ τὸν Βασιλιά», συνηθισμένος οὕτω ἀπὸ τῶν
ἡμερῶν τοῦ Ὄθωνος, καθ᾿ ὃν χρόνον οἱ ὑποψήφιοι ἦσαν πάντοτε χρισμένοι. Ἡ
κάλπη παρεγεμίζετο μὲ εἰκονικὰ ψηφοδέλτια, καὶ τὸ ἐναντίον κόμμα δὲν
εἶχε τύχην, ἐκτὸς ἐὰν κατώρθωνε νὰ κλέψῃ τὴν κάλπην διὰ ρήξεως καὶ
ἐφόδου ἐκ τῶν παραθύρων τῆς ἐκκλησίας, ὅπου ἐγίνοντο ἀνελλιπῶς αἱ
ἐκλογαί, βεβαίως διὰ ν᾿ ἁγιάσουν καλύτερα καὶ ἐκλογεῖς καὶ ἐκλεγόμενοι.
Συνέβαινεν ὅμως πολλάκις καὶ νὰ ξεπαγιάσουν αἱ ἐπιτροπαὶ κ᾿ οἱ ὑπάλληλοι
τῆς Κυβερνήσεως, διανυκτερεύοντες ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐν καιρῷ χειμῶνος. Ποῦ
ἐκεῖνα τὰ χρόνια! Ὄχι μόνον αἱ κάλπαι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐκλέκτορες, λ.χ. εἰς
τὰς δημοτικὰς ἐκλογὰς «οἱ μᾶλλον φορολογούμενοι», ἐγίνοντο ἀνάρπαστοι
τὴν παραμονὴν τῆς ἐκλογῆς, κ᾿ ἐκρύπτοντο ἄδηλον ποῦ κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς
ψηφοφορίας.Ὁ γερο-Σταμάτης ὁ Κορδᾶς δὲν ἦτο ἐκ τῶν μᾶλλον πεπειραμένων εἰς αὐτὰ τὰ πράγματα. Τὸν περισσότερον καιρόν του εἶχε ζήσει ἀρμενίζων μὲ τὴν σκούναν του ἀνὰ τὸ Αἰγαῖον. Τώρα ἐπὶ Γεωργίου εἶχε παραχωρήσει τὴν γολέταν εἰς τοὺς υἱούς του καὶ αὐτός, συνταξιοῦχος τοῦ Ν. Ἀπομαχικοῦ, μένων κατ᾿ οἶκον, εἶχε κληρωθῆ διὰ τὴν παροῦσαν ἐκλογήν, ἔχων τὰ προσόντα, ὡς πρῴην δημοτικὸς σύμβουλος κτλ., πρόεδρος τῆς ἐφορευτικῆς ἐπιτροπῆς. Ἦτον θεῖός μου ἐξ ἀγχιστείας ε´ βαθμοῦ, ἤτοι σύζυγος τῆς πρωτεξαδέλφης τοῦ πατρός μου· ἀλλ᾿ ἦτο καὶ μέγας θεῖός μου Ϛ´ βαθμοῦ ἐξ αἵματος, πρωτεξάδελφος τῆς πρὸς μητρὸς μάμμης μου. Ἀλλ᾿ ὁ καπετὰν Ἀριστείδης τὸν ἐγνώριζε πολὺ καλά! Ἐγώ, νεώτατος, μόλις 19 ἐτῶν, εἶχον ὑποδειχθῆ τάχα ὡς ρητορικὴ γλῶσσα διὰ νὰ συνοδεύσω τὸν Ἀριστείδην· πλὴν ὁ κρυφὸς λόγος δι᾿ ὃν ἐδέχθην τὴν ἀποστολήν, ἦτο διὰ νὰ γνωρίσω τὸν μπαρμπα-Σταμάτην, καὶ τὸν μελετήσω.
― Τώρα νὰ ἰδῇς, μοῦ εἶπεν ὁ καπετὰν Ροῦσσος, ἅμα ἐξήλθομεν νύκτα ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ γερο-Ἀποστολίδη τοῦ πενθεροῦ του· τώρα νὰ ἰδῇς τί θὰ πῇ καπετὰν Σταμάτης Κορδᾶς· ἂς τὸν ἔχῃς καὶ μπάρμπα, δὲν τὸν ξέρεις· ἡμεῖς οἱ θαλασσινοὶ γνωριζόμεθα, βλέπεις, καλά. Μὲ μανέλα* τὸ κεφάλι του δὲν γυρίζει· μὲ ἐργάτη, μὲ βίντσι, μὲ μάγγανο, μὲ ὅ,τι θέλεις.
― Τότε, τί πᾶμε; εἶπα ἐγώ.
― Πᾶμε, γιατὶ μᾶς ἔστειλαν, καὶ γιὰ νὰ ἰδοῦμε τὸν μπαρμπα-Σταμάτη στὸ σπίτι του, στὴν χειμωνιάτικη τὴν κάμαρα ποὺ ἔχει σχεδιασμένην μ᾿ ἕνα καραβόπανο. Θὰ ἰδῇς τὴ σερβέτα*, τὸ σαρίκι ποὺ φορεῖ στὸ κεφάλι του, σὰν Τοῦρκος· θὰ ἰδῇς τὰ μουστάκια του, ποὺ εἶναι σὰν δύο χονδρὰ ἀγκίστρια, ἀπὸ κεῖνα ποὺ πιάνουν τοὺς ὀρφούς· τὸν τράχηλόν του, τὰ μπράτσα του, τὰ ποδάρια του, ὅλα γυμνά· καὶ θ᾿ ἀκούσῃς πῶς σκέπτεται καὶ πῶς μιλεῖ ὁ μπαρμπα-Σταμάτης. Ὅταν ἦτον νέος, ἐπῆρε σύντροφον στὸ καΐκι ἕναν Ποριώτην ἢ Κρανιδιώτην, ἐπίτηδες διὰ νὰ ἐξαλβανισθῇ πλησίον του· καὶ τώρα ἡ γλῶσσά του, ὁ τρόπος του, ἡ συμπεριφορά του, ὅλα εἶναι ἀρβανίτικα.
Καθὼς ἐπροχωρήσαμεν ὀλίγα βήματα καὶ εἰσήλθομεν εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, ἄλλα καπηλεῖα ἢ καφενεῖα ἦσαν ἀνοικτά, ἄλλα μισοκλεισμένα. Ὅλα εἶχαν φῶς ἔνδοθεν. Ἠκούομεν φωνάς, διαλόγους, ᾄσματα. Πρὶν φθάσωμεν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ γερο-Κορδᾶ, ὄπισθεν τῆς ἐκκλησίας, πρὸς τὸ δυτικόν, παρήλθομεν ἔξωθεν τῆς ταβέρνας τοῦ Δημήτρη τοῦ Σμυρνιοῦ. Μέσα ἦτον μία παρέα, θορυβοῦσα καὶ φωνάζουσα, προεξάρχοντος ἑνὸς μεγαλοσώμου νέου, μὲ ξανθοὺς στριμμένους μύστακας, πλησίον τοῦ ὁποίου ἐκάθητο εἷς μελαψὸς ὁμήλικός του, ταπεινοτέρου ἐξωτερικοῦ, καὶ ὅστις ἐφαίνετο μᾶλλον μειλίχιος. Καὶ οἱ δύο εἶχον κατέλθει ἐσχάτως ἀπὸ τὸ Πὸρτ-Σαΐδ.
― Εἶναι ὁ Στεφανὴς ὁ Καραντάνης, μοῦ εἶπεν ὁ συνοδός μου, μαζὶ μὲ τὸν ἀχώριστον φίλον του, τὸν Σταῦρον τὸν Τσόρναν. Αὐτὸς ὁ Καραντάνης εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν κάμῃ καυγάν, καὶ νὰ μὴ μαχαιρώσῃ κανέναν. Εἶναι πολὺ μουρλός, πίνει πολὺ καὶ τὸ ἔχει παρμένο παραπολὺ ἐπάνω του.
*
Ἀνέβημεν τὴν μεγάλην ἐξωτερικὴν σκάλαν, κ᾿ ἐφθάσαμεν εἰς τὴν
ἁπλωταριάν, ἢ τὸ μεγάλο χαγιάτι τῆς ἀφελοῦς ἀρχοντικῆς οἰκίας. Ὁ
Ἀριστείδης ἔκραξε:― Ξυπνητὸς εἶσαι, καπετὰν Σταμάτη;
― Ὂς γκελντί· χαῒρ ὀλά*, ἔκραξε φωνὴ ἔσωθεν.
Ὁ γέρων δὲν εἶχε κοιμηθῆ ἀκόμη. Ἦτο περὶ τὴν δεκάτην ὥραν, ἐν καιρῷ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας· τετάρτη ὥρα τῆς νυκτός.
Πάραυτα ἠνοίχθη ἡ θύρα κ᾿ ἐπαρουσιάσθη ὁ μπαρμπα-Σταμάτης, μὲ κόκκινον σκοῦφον καὶ σαρίκι περὶ τὴν κεφαλήν, μὲ γυμνὰς κνήμας, καὶ γυμνοὺς βραχίονας.
― Πῶς μᾶς θυμηθήκατε;… Ποῦ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀνεψιέ; μοῦ λέγει.
Καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γωνίαν τὴν νοτιοδυτικὴν τῆς οἰκίας, ὅπου εἶχε κατασκευασθῆ προχείρως, μὲ δύο μεγάλα καραβόπανα, ἐπιτηδείως τεντωμένα, εἶδος σκηνῆς ἢ χειμερινοῦ θαλάμου, ἐπειδὴ ἡ οἰκία ἄλλως, νεωστὶ κατεσκευασμένη, δὲν εἶχε χωρισθῆ εἰς δωμάτια, ἔκραξε:
― Κοιμήθηκες, θειά; Σήκω νὰ τρατάρῃς τὸν ἀνεψιό σου.
― Θὰ σᾶς δώσουμε βάρος, καπετὰν Σταμάτη, εἶπε μετ᾿ εὐγενείας ὁ Ἀριστείδης.
― Δὲν ἔχει βάρος· ἡ μάννα* τώρα ἐζάρωσε δίπλα στὸ ντζάκι· τώρα μπουζουργιάσαμε* ἀκόμα· δὲν ἔχουμε ψόφο* εὔκολα. Τώρα σηκωθήκαμε ἀπ᾿ τὸ σουφρά… κ᾿ ἔτσι λαγοκοιμήθηκε στὸν ὀντὰ ἡ μάννα… Κοπιάστε, μπουϊούρουμ ὄρε μίρε*.
Ἐκαθίσαμεν ἐπὶ σκαμνίων, πλησίον τῆς θυρίδος τὴν ὁποίαν ἐσχημάτιζε πρὸς τὸν τοῖχον τὸ καραβόπανον. Ὁ Ἀριστείδης εἰσῆλθεν ἀμέσως εἰς τὸ θέμα.
―Ἤρθαμε, καπετὰν Σταμάτη, ἀπεσταλμένοι. Ἔμαθαν στὸ σπίτι πὼς θὰ πάρῃς τὸν γερο-Κατσουλὴ γραμματικὸ τῆς Ἐπιτροπῆς… Ὁ δικός μας ὁ Παπούλιας δὲν θὰ ἦτον καταλληλότερος;
Ἓν τῶν κυριωτέρων αἰτημάτων, τὰ ὁποῖα εἴχομεν νὰ ὑποβάλωμεν εἰς τὸν μπαρμπα-Σταμάτην, ἦτο τὸ περὶ τῆς γραμματείας τῆς Ἐφορευτικῆς Ἐπιτροπῆς τῶν ἐκλογῶν. Ὁ Παπούλιας, πρῴην δημογραμματεύς, πρῴην γραμματεὺς Εἰρηνοδικείου, ὑποτελώνης κλπ., εἶχεν ἔλθει ἐσχάτως μὲ τὸ κόμμα μας, ἦτο δὲ ἄνθρωπος μὲ ἱκανότητα, ἂν καὶ δὲν εἶχε χαμοθεόν*· ὁ γερο-Κατσουλής, συνταξιοῦχος, πρῴην εἰρηνοδίκης, διετέλει νῦν γραμματεὺς τῆς Δημαρχίας. Ἦτο δὲ ἀνίκανος, σκολιός, καὶ τὰ «ἔκαμνε θάλασσα». Πλὴν ὁ μπαρμπα-Σταμάτης, ἐθεώρει τὸν ἑαυτόν του ὑπόχρεων νὰ τὸν προσλάβῃ ὡς γραμματέα κατὰ τὸ τετραήμερον τῆς ἐκλογῆς, ἐπειδὴ ὁ νῦν δήμαρχος ἐβοήθει τὸν γερο-Μαρήν, τὸν Βαβδιναῖον, εἰς τὴν ὑποψηφιότητα, ὁ δὲ καπετὰν Σταμάτης ἐπεθύμει πάντοτε νὰ εἶναι μὲ τὸ «δοβλέτι»*, κ᾿ ἐφοβεῖτο τὴν σκιὰν τῆς ἀρχῆς.
Δὲν ἔσπευσε ν᾿ ἀπαντήσῃ εἰς τὴν πρώτην εἰσήγησιν τοῦ καπετὰν Ἀριστείδη.
―Ὁ γερο-Κατσουλής, ἐπέφερεν οὗτος, θὰ χασομερᾷ ὅλους τοὺς ψηφοφόρους μας, θὰ κάμνῃ μίαν ὥραν νὰ βρίσκῃ τὰ ὀνόματα στὸν κατάλογον· δὲν θὰ λαμβάνῃ ὑπ᾿ ὄψιν τοὺς αὔξοντας ἀριθμοὺς ποὺ θὰ τοῦ δίνουν, καὶ θ᾿ ἀργοπορῇ ἐπίτηδες· ἐνῷ διὰ τὸ ἐναντίον κόμμα, οὔτε θὰ κοιτάζῃ διόλου τὸν κατάλογον, θὰ λέγῃ: «Μάλιστα, μάλιστα», καὶ θὰ περνᾷ ἀμέσως τὰ ὀνόματα στὸν κατάλογον τῆς ψηφοφορίας… Καὶ ξέρεις πὼς μπορεῖ ἔτσι νὰ μᾶς κόψῃ, μὲ τρόπον, δέκα ψήφους… Καὶ «τί εἶν᾿ ὁ κάβουρας, τί εἶν᾿ τὸ ζουμί του;»
Ὁ μπαρμπα-Σταμάτης ἔσεισεν ἐμφαντικῶς τὴν χονδρὴν τετράγωνον κεφαλήν του.
―Ἐγὼ γέρασα, ὠρὲ καρδάσ᾿*, Ἀριστείδη, εἶπε. Τί νὰ σᾶς κάμω; Κατὰ τὸ κεφάλι ποὺ ἔχω σᾶς προσκυνῶ.
― Καὶ τί ὑποχρέωσιν ἔχει ἡ Ἐπιτροπή, εἶπεν ὁ Ἀριστείδης, νὰ πάρῃ ὡς γραμματικὸν τὸν ὑπάλληλον τῆς Δημαρχίας;… Ἴσα-ἴσα οἱ ὑπάλληλοι πρέπει νὰ μένουν ἀμερόληπτοι, αὐτὸ ἀπαιτεῖ κι ὁ νόμος.
― Τί νῶμος καὶ πλάτη, καρδάσ᾿ Ἀριστείδη! Ταΐτε* καὶ μ᾿ αὐτουνοὺς καὶ μὲ τὶς δημαρχίες, καὶ μὲ τὶς ἐκλογές τους! Βρίσκει τὸν μπελά του ἕνας ἁπλός, ἀγράμματος ἄνθρωπος. Τίνος τὸ χατίρι νὰ χαλάσῃς;
― Λοιπὸν δὲν εἶναι καλὸς ὁ γερο-Παπούλιας γιὰ νὰ τὸν πάρετε γραμματικόν;
― Καλὸς κι ἄξιος εἶναι, καρδάσ᾿, μὰ δὲν τὸν παίρνουμε.
― Γιατί;
― Γιὰ τς γάτας τ᾿ αὐτί.
Ἠθέλησα κ᾿ ἐγὼ νὰ ψελλίσω ὀλίγα λόγια, διὰ νὰ δικαιολογήσω τὴν ἐκεῖ παρουσίαν μου καὶ ν᾿ ἀνταποκριθῶ εἰς τὴν ἀποστολήν μου.
― Σὲ παρακαλῶ, μπάρμπα· ξέρεις πῶς τὰ κατάφερε ὁ γερο-Κατσουλὴς στὴν Δημαρχία; Μπᾶτε χίλι᾿ ἀλέσετε… Οὔτε τάξιν, οὔτε ἀρχεῖον, οὔτε θυρίδα· κανὲν ἔγγραφον δὲν ἐνεργεῖται. Οὔτε τὸν ἀριθμὸν τοῦ πρωτοκόλλου δὲν μπορεῖ νὰ φυλάξῃ καλὰ-καλά.
Τοῦ μπαρμπα-Σταμάτη ἐσείσθησαν βιαίως τὰ μουστάκια του.
― Τί λὲς καὶ σύ, ἀνεψιέ;… Σ᾿ ἔστειλαν καὶ σὲ νὰ σπουδάσῃς, καὶ χαλάστηκες… Καλὰ τὸ εἶπα ἐγὼ τῆς ἀνεψιᾶς μου, τῆς μητέρας σου: «Θὰ χάσῃς, ἀνεψιά, τὸ παιδί σου». Τί νὰ κάμω, ποὺ δὲν μὲ ἄκουσε.
Ὁ Ἀριστείδης ἐγέλασε, κ᾿ ἐσηκώθη ν᾿ ἀπέλθωμεν.
― Καληνύχτα, καπετὰν Σταμάτη.
― Καληνύχτα, θειά, εἶπα ἐγώ.
― Στὸ καλό· καλῶς ἤρθατε.
Καθὼς ἐξήλθομεν, καὶ μᾶς ἔφεγγεν ἡ γραῖα Μαγδαληνὴ νὰ καταβῶμεν:
― Δὲν σοῦ τὸ ἔλεγα ἐγώ; μοῦ εἶπεν ὁ Ἀριστείδης. Μὲ μανέλα δὲν γυρίζει τὸ κεφάλι του.
― Οὔτε μὲ ἀδράχτι.
*
Κατέβημεν, καὶ ἠκούσαμεν φωνάς· εἴδομεν κίνησιν εἰς τὸ καπηλεῖον τοῦ
Σμυρνιοῦ. Ἄνθρωποι μὲ τὰ νυχτικά τους κατέβαιναν ἐν σπουδῇ ἀπὸ τὰς
οἰκίας των, διὰ νὰ μάθουν τί εἶχε συμβῆ.Ἐστάθημεν μίαν στιγμήν, δεξιόθεν τῆς ἐκκλησίας, ἀντικρὺ εἰς τὴν θύραν τοῦ καπηλείου, παρεμπρὸς ὁ Ἀριστείδης, παραπίσω ἐγώ. Τὸ βλέμμα μου ἀντίκρυσε μίαν τράπεζαν, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἔπιπτε σχεδὸν καθέτως τὸ φῶς τῆς κρεμαστῆς λυχνίας. Εἶδα κάτι τι, ἓν ὡς ρευστὸν ἐρυθρὸν ἐπὶ τῆς τραπέζης, κ᾿ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ δαπέδου, νὰ κοκκινοβολῇ καὶ ν᾿ ἀχνίζῃ. Σωρὸς ἀνθρώπινος ἔκειτο πρηνὴς κάτω ἐκεῖ, ἀσθμαίνων ὀδυνηρῶς, καὶ γογγύζων.
Ὁ Ἀριστείδης ἐπροχώρησεν ὀλίγα βήματα πρὸς τὸ καπηλεῖον. Ἐγὼ ἔμεινα ἀκίνητος.
Μετὰ πέντε λεπτὰ ἐπανῆλθεν ὁ συνοδός μου.
― Σὰν προφήτης τὸ εἶπα, μοῦ λέγει· καλύτερα νὰ εἶχα δαγκώσει τὴ γλῶσσά μου.
― Τί τρέχει;
― Ὁ Στεφανὴς ὁ Καραντάνης, μὴ βρίσκοντας κανέναν ἀπ᾿ τὸ ἄλλο κόμμα, τὸ δικό μας, νὰ μαχαιρώσῃ, ἐμαχαίρωσε τὸν ἀχώριστον φίλον του καὶ ὀπαδὸν τοῦ κόμματός του, τὸν Σταῦρον τὸν Τσόρναν. Ποιὸς ξέρει; Γιὰ ἕνα ἀπρόσεκτον λόγον, ἐπάνω στὸ πιοτό…
Ἐφύγαμεν. Εἶχαν περάσει ἤδη τὰ μεσάνυκτα. Ἀνέτελλεν ἡ ἡμέρα τῶν ἐκλογῶν, βαμμένη εἰς τὸ αἷμα.
― Τὸ τέρας τὸ κίτρινον εἶχε καλέσει εἰς ἐπικουρίαν τὸ θηρίον τὸ κόκκινον.
Τρίτη 24 Μαρτίου 2015
ξάφνου άρχισε αθόρυβα να βρέχει απάνω μου άνθη...
Ο ήλιος είχε τερματίσει τελευταίος
είχε χαμηλώσει ο ουρανός σαν κράνος
πήγαινα μόνος μες στη θλίψη της πεδιάδας...
Γιάννης Σταύρου, Ευκάλυπτοι στην Αττική, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Γιάννης Δάλλας
Τ’ αστέρια
Εγώ δεν φοβάμαι τ’ αστέρια
είπ’ ο Λουκάς
να έν’ αστέρι που τ’ αγκάλιασα
χωρίς να καώ
ώρες το κοίταζα μες στα μάτια
και δεν τυφλώθηκα
μου άνοιξε τότε τα φυλλοκάρδια
και μπαίνοντας
είδα πλατείες και γαλάζιες στοές
και στο βάθος τους
προτομές από σπάνιους λίθους
και κρύσταλλα
Που οι δικές μας σκέφτηκα Που
εκεί κάτω
από πρόστυχα μέταλλα αστέρι μου
και χαλκεία
τ’ αστέρι γέλασε με τη σκέψη μου
κι ύστερα
άναψε μια λυχνία πολλών μεγαβάτ
ή τι λέω
έγινε κομήτης και με προβόδησε
ως εδώ
εδώ που τόσοι φίλοι ακροβολισμένοι
συνέχιζαν
ακόμη συνέχιζαν τη χαμένη μάχη
πετροβολώντας
τα δικά τους αδέσποτα αστέρια
και εκείνα
σφυρίζαν γύρω τους σαν εξωγήινοι
ή αστρίτες
Ο ήλιος είχε τερματίσει τελευταίος
Ο ήλιος είχε τερματίσει τελευταίος
είχε χαμηλώσει ο ουρανός σαν κράνος
πήγαινα μόνος μες στη θλίψη της πεδιάδας
κ' είχα καιρούς να δω τους ομηλίκους
και ξάφνου άρχισε αθόρυβα να βρέχει
απάνω μου άνθη από τους κήπους της Πιερίας
Στην πολιτεία θα μ' ονειρεύεται η αγαπημένη
είχε χαμηλώσει ο ουρανός σαν κράνος
πήγαινα μόνος μες στη θλίψη της πεδιάδας...
Γιάννης Σταύρου, Ευκάλυπτοι στην Αττική, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Γιάννης Δάλλας
Τ’ αστέρια
Εγώ δεν φοβάμαι τ’ αστέρια
είπ’ ο Λουκάς
να έν’ αστέρι που τ’ αγκάλιασα
χωρίς να καώ
ώρες το κοίταζα μες στα μάτια
και δεν τυφλώθηκα
μου άνοιξε τότε τα φυλλοκάρδια
και μπαίνοντας
είδα πλατείες και γαλάζιες στοές
και στο βάθος τους
προτομές από σπάνιους λίθους
και κρύσταλλα
Που οι δικές μας σκέφτηκα Που
εκεί κάτω
από πρόστυχα μέταλλα αστέρι μου
και χαλκεία
τ’ αστέρι γέλασε με τη σκέψη μου
κι ύστερα
άναψε μια λυχνία πολλών μεγαβάτ
ή τι λέω
έγινε κομήτης και με προβόδησε
ως εδώ
εδώ που τόσοι φίλοι ακροβολισμένοι
συνέχιζαν
ακόμη συνέχιζαν τη χαμένη μάχη
πετροβολώντας
τα δικά τους αδέσποτα αστέρια
και εκείνα
σφυρίζαν γύρω τους σαν εξωγήινοι
ή αστρίτες
Ο ήλιος είχε τερματίσει τελευταίος
Ο ήλιος είχε τερματίσει τελευταίος
είχε χαμηλώσει ο ουρανός σαν κράνος
πήγαινα μόνος μες στη θλίψη της πεδιάδας
κ' είχα καιρούς να δω τους ομηλίκους
και ξάφνου άρχισε αθόρυβα να βρέχει
απάνω μου άνθη από τους κήπους της Πιερίας
Στην πολιτεία θα μ' ονειρεύεται η αγαπημένη
Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015
Μνήμη που με πονάς...
μην η ψηφίδα εντός του εκκλησιδιού
που ενώπια ασπρίζει
ή που ολόσωμος ο ασβέστης άγιασε...
Γιάννης Σταύρου, Εκκλησάκι στην Αττική, λάδι σε καμβά
Έκτωρ Κακναβάτος
Ώρα δειλινή
Λέω μη τάχαμ είναι μεταβίωση
ακόμα και βυζαντινή
μην η ψηφίδα εντός του εκκλησιδιού
που ενώπια ασπρίζει
ή που ολόσωμος ο ασβέστης άγιασε
μην είναι που ασκητεύει αντίκρυ του
γαρουφαλένια δύση
η εσπέρα
η ψύχρα
που η ψαλμουδιά ξεπόρτισε στα θάμνα
ένα με τα σπουργίτια
μην είν' του Ίακχου τα Πάθη ετούτα ή του Χριστού
και σάστισε ο Απρίλης
μην το κερί, μην το θυμίαμα, το αρχαίο στασίδι
μην η λοξή του απ' το βημόθυρο
κρύα ματιά του ταξιάρχη
που ως το καρυόφυλλο η ψυχή μου τρέμει.
Μνήμη που με πονάς
μην είσαι συ η αίσθηση όπου στα δυο με σχίζει
λέω μην του μειόκαινου η καταβολή
το βιος*που μου αφήσανε μέσα στα κόκαλα
οι αιώνες, κι είναι μες στους εσπερινούς
που εντός μου η πλημμύρα ανεβαίνει τόση.
που ενώπια ασπρίζει
ή που ολόσωμος ο ασβέστης άγιασε...
Γιάννης Σταύρου, Εκκλησάκι στην Αττική, λάδι σε καμβά
Έκτωρ Κακναβάτος
Ώρα δειλινή
Λέω μη τάχαμ είναι μεταβίωση
ακόμα και βυζαντινή
μην η ψηφίδα εντός του εκκλησιδιού
που ενώπια ασπρίζει
ή που ολόσωμος ο ασβέστης άγιασε
μην είναι που ασκητεύει αντίκρυ του
γαρουφαλένια δύση
η εσπέρα
η ψύχρα
που η ψαλμουδιά ξεπόρτισε στα θάμνα
ένα με τα σπουργίτια
μην είν' του Ίακχου τα Πάθη ετούτα ή του Χριστού
και σάστισε ο Απρίλης
μην το κερί, μην το θυμίαμα, το αρχαίο στασίδι
μην η λοξή του απ' το βημόθυρο
κρύα ματιά του ταξιάρχη
που ως το καρυόφυλλο η ψυχή μου τρέμει.
Μνήμη που με πονάς
μην είσαι συ η αίσθηση όπου στα δυο με σχίζει
λέω μην του μειόκαινου η καταβολή
το βιος*που μου αφήσανε μέσα στα κόκαλα
οι αιώνες, κι είναι μες στους εσπερινούς
που εντός μου η πλημμύρα ανεβαίνει τόση.
Κυριακή 22 Μαρτίου 2015
Είμαστε πρόσωπα ενός μύθου...
«Την αμαρτία πως γνωρίσαμε την Ομορφιά, που είναι απαγορευμένη στους
ανθρώπους. Τώρα πρέπει να εξιλεωθούμε. Σου χάρισα έναν καθρέφτη κι ένα
χρυσό προσωπείο· αυτό είναι το τρίτο δώρο μου και τελευταίο.»
Και του 'βαλε στο δεξί χέρι ένα εγχειρίδιο...
Γιάννης Σταύρου, Απολαύσεις, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Ο Καθρέφτης και το Προσωπείο
Από περιοδικό «Εποπτεία», Αύγουστος 1980, σελ. 765-767
(Μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης)
Μετά τη μάχη του Κλόνταρφ[1] στην οποία ταπεινώθηκαν οι Νορβηγοί, ο βασιλιάς της Ιρλανδίας κάλεσε τον ποιητή και του είπε:
«Ακόμα και τα πιο τρανά κατορθώματα χάνουν τη λάμψη τους αν δεν τα στιλβώσεις με λέξεις. Θέλω να υμνήσεις τη νίκη μου και να με δοξάσεις. Εγώ θα 'μαι ο Αινείας· εσύ, ο Βιργίλιός μου. Είσαι ικανός ν' αναλάβεις αυτό το έργο που θα μας κάνει και τους δύο αθάνατους;»
«Ναι, Βασιλιά» είπε ο βάρδος. «Εγώ είμαι όλαν. Πέρασα δώδεκα χειμώνες σπουδάζοντας τη μετρική. Ξέρω απέξω τους τριακόσιους εξήντα θρύλους που πάνω τους βασίζεται η αληθινή ποίηση. Οι κύκλοι του Όλστερ και του Μούνστερ[2] βρίσκονται μέσα στις χορδές της άρπας μου. Οι νόμοι μού επιτρέπουν να μεταχειρίζομαι τις πιο αρχαίες λέξεις της γλώσσας μας και τις πιο λεπτότεχνες μεταφορές. Κατέχω την απόκρυφη γραφή που προστατεύει την τέχνη μας απ' την αδιακρισία του όχλου. Μπορώ να τραγουδήσω έρωτες, ζωοκλέφτες, πολέμους και ταξίδια. Ξέρω τη μυθολογική γενεαλογία όλων των βασιλικών οίκων της Ιρλανδίας. Γνωρίζω τις ιδιότητες των φυτών, δικανική αστρολογία, μαθηματικά και κανονικό δίκαιο. Έχω νικήσει τους αντιπάλους μου σε δημόσιους αγώνες. Έχω ασκηθεί στη σάτιρα, που προξενεί δερματικές αρρώστιες, ακόμα και λέπρα. Ξέρω να δουλεύω το σπαθί, καθώς το 'δειξα στη μάχη σου. Ένα μόνο δεν ξέρω: πώς να σ' ευχαριστήσω για το δώρο που μου κάνεις».
Ο Βασιλιάς, που τον κούραζαν τα πολλά λόγια, ιδίως των άλλων, του είπε μ' ανακούφιση:
«Όλα αυτά τα ξέρω πολύ καλά. Τώρα δα μου μήνυσαν πως ήδη στην Αγγλία το αηδόνι τραγούδησε. Όταν περάσουν οι βροχές και τα χιόνια, κι όταν γυρίσει το αηδόνι απ' τη νοτιά, θα τραγουδήσεις τον παιάνα σου μπροστά στους αυλικούς μου και μπροστά στο Κολέγιο των Ποιητών. Σου δίνω έναν ολόκληρο χρόνο. Θ' ακονίσεις κάθε γράμμα, κάθε λέξη. Κι η ανταμοιβή σου, τώρα πια το ξέρεις, θα 'ναι αντάξια τόσο της βασιλικής μου συνήθειας όσο και κάθε εμπνευσμένης ξαγρύπνιας σου».
«Βασιλιά, τι πιο μεγάλη ανταμοιβή απ' το να σ' αντικρίζω!» είπε ο ποιητής που, εκτός από ποιητής, ήταν και αυλοκόλακας.
Υποκλίθηκε κι αποσύρθηκε, ενώ κιόλας στο μυαλό του στριφογύριζε ένας στίχος.
Σαν πέρασε ο χρόνος, ένας χρόνος με εξεγέρσεις και θανατικά, ο ποιητής παρουσίασε τον πανηγυρικό του. Τον απήγγειλε αργά, με σιγουριά, χωρίς να ρίξει ούτε μία ματιά στο χειρόγραφο. Ο Βασιλιάς έδειχνε την ευχαρίστησή του κουνώντας το κεφάλι. Όλοι έκαναν το ίδιο, ακόμα κι αυτοί που, στριμωγμένοι στις πόρτες, δεν έπιαναν ούτε λέξη.
Μετά, μίλησε ο Βασιλιάς.
«Δέχομαι το έργο σου. Είναι μια δεύτερη νίκη. Έδωσες σε κάθε λέξη το αληθινό της νόημα, και σε κάθε ουσιαστικό, το επίθετο που του 'χαν δώσει οι αρχαίοι ποιητές. Σ' ολόκληρο τον ύμνο σου δεν υπάρχει ούτε μία εικόνα που να μη την είχαν χρησιμοποιήσει οι κλασικοί. Ο πόλεμος είναι ένας όμορφος ανθρωποΰφαντος ιστός, το αίμα είναι το νερό του σπαθιού[3] . Η θάλασσα έχει τους θεούς της, τα σύννεφα προλέγουν το μέλλον. Δούλεψες αριστοτεχνικά τη ρίμα, την παρήχηση, τη συνήχηση, τον πληθυντικό, τα τεχνάσματα της υψηλής ρητορικής, τη σοφή εναλλαγή των μέτρων. Ακόμα κι αν χανόταν ολόκληρη η λογοτεχνία της Ιρλανδίας –omen absit[4] -, θα μπορούσαμε να την ανασυστήσουμε από την κλασική σου ωδή, χωρίς να 'χουμε χάσει τίποτα. Τριάντα γραφιάδες να την αντιγράψουν, από δώδεκα φορές ο καθένας».
Σώπασε για λίγο και συνέχισε:
«Όλα αυτά είναι ωραία, κι ωστόσο δε συνέβη τίποτα. Το αίμα δεν κυλάει πιο γρήγορα στις φλέβες μας. Τα χέρια δεν απλώθηκαν να πιάσουν τα τόξα. Κανείς δεν έχασε το χρώμα του. Κανείς δεν έβγαλε μια πολεμική ιαχή, κανείς δεν όρθωσε το στήθος του στους Βίκινγκ. Σ' ένα χρόνο από τώρα, ποιητή, θα χειροκροτήσουμε έναν καινούργιο ύμνο σου. Ως δείγμα της εκτίμησής μας, δέξου αυτόν τον ασημένιο καθρέφτη».
«Κατάλαβα κι ευχαριστώ» είπε ο ποιητής.
Τ’ άστρα στον ουρανό ξανάπιασαν τον φωτεινό τους δρόμο. Το αηδόνι ξανατραγούδησε στα σαξονικά δάση, κι ο ποιητής ξαναγύρισε με το χειρόγραφό του, που ήταν μικρότερο απ' το προηγούμενο. Δεν το απήγγειλε απέξω· το διάβασε με ολοφάνερη αβεβαιότητα, παραλείποντας μερικά κομμάτια, σαν να μη τα καταλάβαινε ούτε ο ίδιος ή σαν να μην ήθελε να τα βεβηλώσει. Ήταν παράξενη η ωδή. Δεν ήταν μια περιγραφή της μάχης - ήταν η ίδια η μάχη. Μέσα στο αρειμάνιο χάος της, μάχονταν μεταξύ τους ο Θεός που είναι Τρεις και Ένας, οι παγανιστικές θεότητες της Ιρλανδίας κι εκείνοι που έμελλε να πολεμήσουν, εκατοντάδες χρόνια αργότερα, στην αρχή της Παλαιάς Έδδας. Το ίδιο περίεργη ήταν και η φόρμα του. Ένα ουσιαστικό στον ενικό ήταν υποκείμενο κάποιου ρήματος στον πληθυντικό. Οι προθέσεις ξέφευγαν απ' την καθιερωμένη χρήση τους. Η σκληρότητα εναλλασσόταν με την τρυφερότητα. Οι μεταφορές ήταν αυθαίρετες - ή έτσι έδειχναν.
Ο Βασιλιάς αντάλλαξε δυο λόγια με τους γραμματικούς που τον περιστοίχιζαν, και είπε:
«Σωστά είχα πει για τον πρώτο ύμνο σου πως ήταν μια ευτυχής επιτομή όλων όσα έχουν τραγουδηθεί στην Ιρλανδία ως σήμερα. Ο σημερινός ξεπερνά τον προηγούμενο, αλλά και τον ακυρώνει. Θαμπώνει, ξαφνιάζει, γοητεύει. Δεν είναι για τους απαίδευτους, μα για τους γνώστες, τους ολίγους. Ένα αλαβάστρινο σεντούκι να φυλάξει το μοναδικό χειρόγραφο. Κι από την πένα που έφτιαξε ένα τόσο εξαίσιο έργο, μπορούμε να προσδοκούμε ένα άλλο, ακόμα πιο αριστοτεχνικό».
Και πρόσθεσε, μ' ένα χαμόγελο:
«Είμαστε πρόσωπα ενός μύθου, και καλό είναι να θυμόμαστε πως, στους μύθους, ο αριθμός τρία εξουσιάζει».
«Τα τρία δώρα του Μάγου, οι τριάδες κι η αδιαμφισβήτητη Τριάδα» ψέλλισε ο ποιητής.
«Ως δείγμα της εκτίμησής μας» συνέχισε ο Βασιλιάς, «δέξου αυτό το χρυσό προσωπείο.»
«Κατάλαβα κι ευχαριστώ» είπε ο ποιητής.
Μετά από ένα χρόνο, ξαναγύρισε. Οι φρουροί του παλατιού πρόσεξαν πως δε βαστούσε χειρόγραφο. Ο Βασιλιάς τον κοίταξε ξαφνιασμένος· ο ποιητής έδειχνε άλλος άνθρωπος. Κάτι άλλο, εκτός από το χρόνο, είχε σημαδέψει και παραμορφώσει τα χαρακτηριστικά του. Τα μάτια του, σαν να 'βλεπαν πολύ μακριά - ή να μην έβλεπαν καθόλου. Ο ποιητής ζήτησε να του δοθεί η χάρη να μιλήσει μόνος με το Βασιλιά. Οι σκλάβοι βγήκαν απ' την αίθουσα.
«Δεν έγραψες την ωδή;» ρώτησε ο Βασιλιάς.
«Την έγραψα, άρχοντά μου» είπε θλιμμένα ο ποιητής, «μα κάλλιο ο Ιησούς Χριστός να μ' είχε εμποδίσει!»
«Μπορείς να την απαγγείλεις;»
«Δεν έχω το θάρρος.»
«Σου δίνω εγώ το θάρρος» είπε ο Βασιλιάς[5] .
Ο ποιητής απήγγειλε το ποίημα. Ήταν ένας και μόνον στίχος.
Μη τολμώντας να τον προφέρουν μεγαλόφωνα, ο ποιητής κι ο Βασιλιάς του τον ψιθύρισαν, σαν να 'ταν μυστική προσευχή ή βλασφημία. Ο Βασιλιάς φαινόταν το ίδιο έκθαμβος και συγκλονισμένος με τον άλλον. Κοιτάχτηκαν, κατάχλομοι.
«Κάποτε, στα νιάτα μου» είπε ο Βασιλιάς, «πήγα ένα ταξίδι δυτικά. Σ' ένα νησί, είδα ασημένια λαγωνικά να θανατώνουν χρυσά αγριογούρουνα. Σ' ένα άλλο, γευτήκαμε τους χυμούς μαγεμένων μήλων. Σ' ένα άλλο, είδα τείχη από φωτιά. Και στο πιο μακρινό απ' όλα, ένα κρεμαστό ποτάμι κατέβαινε θολωτό απ' τον ουρανό, και μέσα του ταξίδευαν πλεούμενα και ψάρια. Όλα αυτά είναι θαυμαστά, μα δε συγκρίνονται με το ποίημά σου, που λες και τα περιέχει όλα. Τι μάγια σού 'καναν;»
«Ξύπνησα την αυγή» είπε ο ποιητής, «κι έλεγα κάτι λέξεις που ούτε εγώ τις καταλάβαινα στην αρχή. Αυτές οι λέξεις είναι ένα ποίημα. Ένιωσα σαν να 'χα κάνει μια αμαρτία, απ' αυτές που δεν τις συγχωρεί το Άγιο Πνεύμα.»
«Την αμαρτία που από δω και μπρος θα μοιραζόμαστε» ψιθύρισε ο Βασιλιάς.
«Την αμαρτία πως γνωρίσαμε την Ομορφιά, που είναι απαγορευμένη στους ανθρώπους. Τώρα πρέπει να εξιλεωθούμε. Σου χάρισα έναν καθρέφτη κι ένα χρυσό προσωπείο· αυτό είναι το τρίτο δώρο μου και τελευταίο.»
Και του 'βαλε στο δεξί χέρι ένα εγχειρίδιο.
Για τον ποιητή, ξέρουμε σήμερα πως αυτοκτόνησε βγαίνοντας απ' το παλάτι· για το Βασιλιά, πως είναι ένας ζητιάνος, πως γυρνά στους δρόμους της Ιρλανδίας που ήταν κάποτε το βασίλειο του, και πως ποτέ δεν ξαναπρόφερε το ποίημα.
_______________________________________________________
Το διήγημα περιλαμβάνεται και στον τόμο «Άπαντα Πεζά», έκδοση Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005. Στο περιοδικό Εποπτεία ο μεταφραστής είχε εκτενέστερες σημειώσεις, αλλά εδώ ακολουθήσαμε την τελική γραφή του στον τόμο όπου συγκέντρωσε άπαντα τα πεζά του Μπόρχες.
[1] ΣτΜ. 23 Απριλίου 1014
[2] Οι δύο βασικοί κύκλοι επών της μεσαιωνικής ιρλανδικής λογοτεχνίας, γραμμένων κατά τον 7ο και 8ο αιώνα μ.Χ.
[3] Σαφής αναφορά στα κένινγκαρ της αρχαίας σκανδιναβικής ποίησης
[4] Λατινικά στο κείμενο «Ο μη γένοιτο»
[5] Αυτές οι δύο φράσεις του διαλόγου επαναλαμβάνονται αυτούσιες και στο «Άλλη απόκρυφη περικοπή» (Οι συνωμότες).
_______________________________________________________
Ο κόπος της μετάφρασης (μ΄άλλα λόγια ο κόπος να συμφιλιωθεί ένα απειθάρχητο δευτερογενές υλικό με τις εξ ίσου απειθάρχητες, αλλά εγγενείς αδυναμίες του μεταφραστή), αφιερώνεται με αγάπη στον Τάκη Σινόπουλο. Α.Κ.
Πηγή: ΕΠΟΠΤΕΙΑ
Και του 'βαλε στο δεξί χέρι ένα εγχειρίδιο...
Γιάννης Σταύρου, Απολαύσεις, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Ο Καθρέφτης και το Προσωπείο
Από περιοδικό «Εποπτεία», Αύγουστος 1980, σελ. 765-767
(Μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης)
Μετά τη μάχη του Κλόνταρφ[1] στην οποία ταπεινώθηκαν οι Νορβηγοί, ο βασιλιάς της Ιρλανδίας κάλεσε τον ποιητή και του είπε:
«Ακόμα και τα πιο τρανά κατορθώματα χάνουν τη λάμψη τους αν δεν τα στιλβώσεις με λέξεις. Θέλω να υμνήσεις τη νίκη μου και να με δοξάσεις. Εγώ θα 'μαι ο Αινείας· εσύ, ο Βιργίλιός μου. Είσαι ικανός ν' αναλάβεις αυτό το έργο που θα μας κάνει και τους δύο αθάνατους;»
«Ναι, Βασιλιά» είπε ο βάρδος. «Εγώ είμαι όλαν. Πέρασα δώδεκα χειμώνες σπουδάζοντας τη μετρική. Ξέρω απέξω τους τριακόσιους εξήντα θρύλους που πάνω τους βασίζεται η αληθινή ποίηση. Οι κύκλοι του Όλστερ και του Μούνστερ[2] βρίσκονται μέσα στις χορδές της άρπας μου. Οι νόμοι μού επιτρέπουν να μεταχειρίζομαι τις πιο αρχαίες λέξεις της γλώσσας μας και τις πιο λεπτότεχνες μεταφορές. Κατέχω την απόκρυφη γραφή που προστατεύει την τέχνη μας απ' την αδιακρισία του όχλου. Μπορώ να τραγουδήσω έρωτες, ζωοκλέφτες, πολέμους και ταξίδια. Ξέρω τη μυθολογική γενεαλογία όλων των βασιλικών οίκων της Ιρλανδίας. Γνωρίζω τις ιδιότητες των φυτών, δικανική αστρολογία, μαθηματικά και κανονικό δίκαιο. Έχω νικήσει τους αντιπάλους μου σε δημόσιους αγώνες. Έχω ασκηθεί στη σάτιρα, που προξενεί δερματικές αρρώστιες, ακόμα και λέπρα. Ξέρω να δουλεύω το σπαθί, καθώς το 'δειξα στη μάχη σου. Ένα μόνο δεν ξέρω: πώς να σ' ευχαριστήσω για το δώρο που μου κάνεις».
Ο Βασιλιάς, που τον κούραζαν τα πολλά λόγια, ιδίως των άλλων, του είπε μ' ανακούφιση:
«Όλα αυτά τα ξέρω πολύ καλά. Τώρα δα μου μήνυσαν πως ήδη στην Αγγλία το αηδόνι τραγούδησε. Όταν περάσουν οι βροχές και τα χιόνια, κι όταν γυρίσει το αηδόνι απ' τη νοτιά, θα τραγουδήσεις τον παιάνα σου μπροστά στους αυλικούς μου και μπροστά στο Κολέγιο των Ποιητών. Σου δίνω έναν ολόκληρο χρόνο. Θ' ακονίσεις κάθε γράμμα, κάθε λέξη. Κι η ανταμοιβή σου, τώρα πια το ξέρεις, θα 'ναι αντάξια τόσο της βασιλικής μου συνήθειας όσο και κάθε εμπνευσμένης ξαγρύπνιας σου».
«Βασιλιά, τι πιο μεγάλη ανταμοιβή απ' το να σ' αντικρίζω!» είπε ο ποιητής που, εκτός από ποιητής, ήταν και αυλοκόλακας.
Υποκλίθηκε κι αποσύρθηκε, ενώ κιόλας στο μυαλό του στριφογύριζε ένας στίχος.
Σαν πέρασε ο χρόνος, ένας χρόνος με εξεγέρσεις και θανατικά, ο ποιητής παρουσίασε τον πανηγυρικό του. Τον απήγγειλε αργά, με σιγουριά, χωρίς να ρίξει ούτε μία ματιά στο χειρόγραφο. Ο Βασιλιάς έδειχνε την ευχαρίστησή του κουνώντας το κεφάλι. Όλοι έκαναν το ίδιο, ακόμα κι αυτοί που, στριμωγμένοι στις πόρτες, δεν έπιαναν ούτε λέξη.
Μετά, μίλησε ο Βασιλιάς.
«Δέχομαι το έργο σου. Είναι μια δεύτερη νίκη. Έδωσες σε κάθε λέξη το αληθινό της νόημα, και σε κάθε ουσιαστικό, το επίθετο που του 'χαν δώσει οι αρχαίοι ποιητές. Σ' ολόκληρο τον ύμνο σου δεν υπάρχει ούτε μία εικόνα που να μη την είχαν χρησιμοποιήσει οι κλασικοί. Ο πόλεμος είναι ένας όμορφος ανθρωποΰφαντος ιστός, το αίμα είναι το νερό του σπαθιού[3] . Η θάλασσα έχει τους θεούς της, τα σύννεφα προλέγουν το μέλλον. Δούλεψες αριστοτεχνικά τη ρίμα, την παρήχηση, τη συνήχηση, τον πληθυντικό, τα τεχνάσματα της υψηλής ρητορικής, τη σοφή εναλλαγή των μέτρων. Ακόμα κι αν χανόταν ολόκληρη η λογοτεχνία της Ιρλανδίας –omen absit[4] -, θα μπορούσαμε να την ανασυστήσουμε από την κλασική σου ωδή, χωρίς να 'χουμε χάσει τίποτα. Τριάντα γραφιάδες να την αντιγράψουν, από δώδεκα φορές ο καθένας».
Σώπασε για λίγο και συνέχισε:
«Όλα αυτά είναι ωραία, κι ωστόσο δε συνέβη τίποτα. Το αίμα δεν κυλάει πιο γρήγορα στις φλέβες μας. Τα χέρια δεν απλώθηκαν να πιάσουν τα τόξα. Κανείς δεν έχασε το χρώμα του. Κανείς δεν έβγαλε μια πολεμική ιαχή, κανείς δεν όρθωσε το στήθος του στους Βίκινγκ. Σ' ένα χρόνο από τώρα, ποιητή, θα χειροκροτήσουμε έναν καινούργιο ύμνο σου. Ως δείγμα της εκτίμησής μας, δέξου αυτόν τον ασημένιο καθρέφτη».
«Κατάλαβα κι ευχαριστώ» είπε ο ποιητής.
Τ’ άστρα στον ουρανό ξανάπιασαν τον φωτεινό τους δρόμο. Το αηδόνι ξανατραγούδησε στα σαξονικά δάση, κι ο ποιητής ξαναγύρισε με το χειρόγραφό του, που ήταν μικρότερο απ' το προηγούμενο. Δεν το απήγγειλε απέξω· το διάβασε με ολοφάνερη αβεβαιότητα, παραλείποντας μερικά κομμάτια, σαν να μη τα καταλάβαινε ούτε ο ίδιος ή σαν να μην ήθελε να τα βεβηλώσει. Ήταν παράξενη η ωδή. Δεν ήταν μια περιγραφή της μάχης - ήταν η ίδια η μάχη. Μέσα στο αρειμάνιο χάος της, μάχονταν μεταξύ τους ο Θεός που είναι Τρεις και Ένας, οι παγανιστικές θεότητες της Ιρλανδίας κι εκείνοι που έμελλε να πολεμήσουν, εκατοντάδες χρόνια αργότερα, στην αρχή της Παλαιάς Έδδας. Το ίδιο περίεργη ήταν και η φόρμα του. Ένα ουσιαστικό στον ενικό ήταν υποκείμενο κάποιου ρήματος στον πληθυντικό. Οι προθέσεις ξέφευγαν απ' την καθιερωμένη χρήση τους. Η σκληρότητα εναλλασσόταν με την τρυφερότητα. Οι μεταφορές ήταν αυθαίρετες - ή έτσι έδειχναν.
Ο Βασιλιάς αντάλλαξε δυο λόγια με τους γραμματικούς που τον περιστοίχιζαν, και είπε:
«Σωστά είχα πει για τον πρώτο ύμνο σου πως ήταν μια ευτυχής επιτομή όλων όσα έχουν τραγουδηθεί στην Ιρλανδία ως σήμερα. Ο σημερινός ξεπερνά τον προηγούμενο, αλλά και τον ακυρώνει. Θαμπώνει, ξαφνιάζει, γοητεύει. Δεν είναι για τους απαίδευτους, μα για τους γνώστες, τους ολίγους. Ένα αλαβάστρινο σεντούκι να φυλάξει το μοναδικό χειρόγραφο. Κι από την πένα που έφτιαξε ένα τόσο εξαίσιο έργο, μπορούμε να προσδοκούμε ένα άλλο, ακόμα πιο αριστοτεχνικό».
Και πρόσθεσε, μ' ένα χαμόγελο:
«Είμαστε πρόσωπα ενός μύθου, και καλό είναι να θυμόμαστε πως, στους μύθους, ο αριθμός τρία εξουσιάζει».
«Τα τρία δώρα του Μάγου, οι τριάδες κι η αδιαμφισβήτητη Τριάδα» ψέλλισε ο ποιητής.
«Ως δείγμα της εκτίμησής μας» συνέχισε ο Βασιλιάς, «δέξου αυτό το χρυσό προσωπείο.»
«Κατάλαβα κι ευχαριστώ» είπε ο ποιητής.
Μετά από ένα χρόνο, ξαναγύρισε. Οι φρουροί του παλατιού πρόσεξαν πως δε βαστούσε χειρόγραφο. Ο Βασιλιάς τον κοίταξε ξαφνιασμένος· ο ποιητής έδειχνε άλλος άνθρωπος. Κάτι άλλο, εκτός από το χρόνο, είχε σημαδέψει και παραμορφώσει τα χαρακτηριστικά του. Τα μάτια του, σαν να 'βλεπαν πολύ μακριά - ή να μην έβλεπαν καθόλου. Ο ποιητής ζήτησε να του δοθεί η χάρη να μιλήσει μόνος με το Βασιλιά. Οι σκλάβοι βγήκαν απ' την αίθουσα.
«Δεν έγραψες την ωδή;» ρώτησε ο Βασιλιάς.
«Την έγραψα, άρχοντά μου» είπε θλιμμένα ο ποιητής, «μα κάλλιο ο Ιησούς Χριστός να μ' είχε εμποδίσει!»
«Μπορείς να την απαγγείλεις;»
«Δεν έχω το θάρρος.»
«Σου δίνω εγώ το θάρρος» είπε ο Βασιλιάς[5] .
Ο ποιητής απήγγειλε το ποίημα. Ήταν ένας και μόνον στίχος.
Μη τολμώντας να τον προφέρουν μεγαλόφωνα, ο ποιητής κι ο Βασιλιάς του τον ψιθύρισαν, σαν να 'ταν μυστική προσευχή ή βλασφημία. Ο Βασιλιάς φαινόταν το ίδιο έκθαμβος και συγκλονισμένος με τον άλλον. Κοιτάχτηκαν, κατάχλομοι.
«Κάποτε, στα νιάτα μου» είπε ο Βασιλιάς, «πήγα ένα ταξίδι δυτικά. Σ' ένα νησί, είδα ασημένια λαγωνικά να θανατώνουν χρυσά αγριογούρουνα. Σ' ένα άλλο, γευτήκαμε τους χυμούς μαγεμένων μήλων. Σ' ένα άλλο, είδα τείχη από φωτιά. Και στο πιο μακρινό απ' όλα, ένα κρεμαστό ποτάμι κατέβαινε θολωτό απ' τον ουρανό, και μέσα του ταξίδευαν πλεούμενα και ψάρια. Όλα αυτά είναι θαυμαστά, μα δε συγκρίνονται με το ποίημά σου, που λες και τα περιέχει όλα. Τι μάγια σού 'καναν;»
«Ξύπνησα την αυγή» είπε ο ποιητής, «κι έλεγα κάτι λέξεις που ούτε εγώ τις καταλάβαινα στην αρχή. Αυτές οι λέξεις είναι ένα ποίημα. Ένιωσα σαν να 'χα κάνει μια αμαρτία, απ' αυτές που δεν τις συγχωρεί το Άγιο Πνεύμα.»
«Την αμαρτία που από δω και μπρος θα μοιραζόμαστε» ψιθύρισε ο Βασιλιάς.
«Την αμαρτία πως γνωρίσαμε την Ομορφιά, που είναι απαγορευμένη στους ανθρώπους. Τώρα πρέπει να εξιλεωθούμε. Σου χάρισα έναν καθρέφτη κι ένα χρυσό προσωπείο· αυτό είναι το τρίτο δώρο μου και τελευταίο.»
Και του 'βαλε στο δεξί χέρι ένα εγχειρίδιο.
Για τον ποιητή, ξέρουμε σήμερα πως αυτοκτόνησε βγαίνοντας απ' το παλάτι· για το Βασιλιά, πως είναι ένας ζητιάνος, πως γυρνά στους δρόμους της Ιρλανδίας που ήταν κάποτε το βασίλειο του, και πως ποτέ δεν ξαναπρόφερε το ποίημα.
_______________________________________________________
Το διήγημα περιλαμβάνεται και στον τόμο «Άπαντα Πεζά», έκδοση Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005. Στο περιοδικό Εποπτεία ο μεταφραστής είχε εκτενέστερες σημειώσεις, αλλά εδώ ακολουθήσαμε την τελική γραφή του στον τόμο όπου συγκέντρωσε άπαντα τα πεζά του Μπόρχες.
[1] ΣτΜ. 23 Απριλίου 1014
[2] Οι δύο βασικοί κύκλοι επών της μεσαιωνικής ιρλανδικής λογοτεχνίας, γραμμένων κατά τον 7ο και 8ο αιώνα μ.Χ.
[3] Σαφής αναφορά στα κένινγκαρ της αρχαίας σκανδιναβικής ποίησης
[4] Λατινικά στο κείμενο «Ο μη γένοιτο»
[5] Αυτές οι δύο φράσεις του διαλόγου επαναλαμβάνονται αυτούσιες και στο «Άλλη απόκρυφη περικοπή» (Οι συνωμότες).
_______________________________________________________
Ο κόπος της μετάφρασης (μ΄άλλα λόγια ο κόπος να συμφιλιωθεί ένα απειθάρχητο δευτερογενές υλικό με τις εξ ίσου απειθάρχητες, αλλά εγγενείς αδυναμίες του μεταφραστή), αφιερώνεται με αγάπη στον Τάκη Σινόπουλο. Α.Κ.
Πηγή: ΕΠΟΠΤΕΙΑ
Σάββατο 21 Μαρτίου 2015
Ας είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στον κοινό άνθρωπο, στην κοινή λογική...
Η ποίηση και η πρόοδος μοιάζουν με δυο ανθρώπους που μισούνται με ένα
ενστικτώδες μίσος και που όταν συναντηθούν στον ίδιο δρόμο, ο ένας από
τους δύο πρέπει να παραμερίσει...
Γιάννης Σταύρου, Καληνύχτα, λάδι σε καμβά
Σαρλ Μπωντλαίρ
Αφορισμοί
Πρόοδος, αυτή η μεγάλη αίρεση των εκφυλισμένων.
Η πρόοδος είναι ένα δόγμα των αργόσχολων και των Βέλγων.
Ας είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στον κοινό άνθρωπο, στην κοινή λογική, στο συναίσθημα, στην έμπνευση και στο προφανές.
Αν η λέξη δεν υπάρχει, επινόησέ την, αλλά πρώτα βεβαιώσου ότι δεν υπάρχει.
Λαμβανομένων όλων υπόψη, η δουλειά τελικά είναι λιγότερη βαρετή από το να διασκεδάζεις.
Τι είναι η τέχνη; Πορνεία.
Η ποίηση και η πρόοδος μοιάζουν με δυο ανθρώπους που μισούνται με ένα ενστικτώδες μίσος και που όταν συναντηθούν στον ίδιο δρόμο, ο ένας από τους δύο πρέπει να παραμερίσει.
Όλοι οι μεγάλοι ποιητές καταλήγουν, φυσιολογικά και μοιραία, κριτικοί.
Το να είμαι ένας χρήσιμος άνθρωπος, μου φαινόταν πάντα εντελώς αποτρόπαιο.
Ελεύθερε άνθρωπε, πάντα θα λατρεύεις τη θάλασσα!
Δεν μπορώ να συλλάβω κάποιο τύπο ομορφιάς, στον οποίο δεν υπάρχει μελαγχολία.
Στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου ξέχασαν δύο δικαιώματα: της αντίρρησης και της φυγής.
Τι κι αν έρχεσαι από τον Παράδεισο ή την Κόλαση, δεν έχει σημασία, ω Ομορφιά!
Η μελέτη της ομορφιάς είναι μια μονομαχία στην οποία ο καλλιτέχνης βγάζει μια κραυγή τρόμου πριν νικηθεί.
Αυτή η ζωή είναι ένα νοσοκομείο όπου κάθε άρρωστος έχει τη διακαή επιθυμία να αλλάξει κρεβάτι.
Αυτό που είναι μεθυστικό στο κακό γούστο είναι η αριστοκρατική ηδονή να γίνεσαι δυσάρεστος.
Ποιος θα τολμούσε να αναθέσει στην Τέχνη τη στείρα ασχολία να μιμείται τη Φύση;
Υπάρχουν μόνο τρία πλάσματα άξια σεβασμού: ο ιερέας, ο πολεμιστής, ο ποιητής. Να γνωρίζεις, να σκοτώνεις, να δημιουργείς.
Το ξέφρενο πάθος για την Τέχνη είναι μια γάγγραινα που καταβροχθίζει όλα τα άλλα.
Όταν ο ποιητής κυνηγάει έναν ηθικό σκοπό, περιορίζει την ποιητική του δύναμη.
Μια όαση τρόμου μέσα σε μια έρημο ανίας.
Θα ήταν ωραίο να είναι κανείς εκ περιτροπής θύμα και δήμιος.
Δυο θεμελιώδεις λογοτεχνικές αρετές: η αναφορά σε υπερφυσικές δυνάμεις και η ειρωνεία.
Charles Baudelaire
Spleen
Je suis comme le roi d'un pays pluvieux,
Riche, mais impuissant, jeune et pourtant très vieux,
Qui, de ses précepteurs méprisant les courbettes,
S'ennuie avec ses chiens comme avec d'autres bêtes.
Rien ne peut l'égayer, ni gibier, ni faucon,
Ni son peuple mourant en face du balcon.
Du bouffon favori la grotesque ballade
Ne distrait plus le front de ce cruel malade ;
Son lit fleurdelisé se transforme en tombeau,
Et les dames d'atour, pour qui tout prince est beau,
Ne savent plus trouver d'impudique toilette
Pour tirer un souris de ce jeune squelette.
Le savant qui lui fait de l'or n'a jamais pu
De son être extirper l'élément corrompu,
Et dans ces bains de sang qui des Romains nous viennent,
Et dont sur leurs vieux jours les puissants se souviennent,
Il n'a su réchauffer ce cadavre hébété
Où coule au lieu de sang l'eau verte du Léthé.
Σαρλ Μπωντλαίρ
Spleen
Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,
πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
και την ανία του να διώξει ματαιοπονεί
μ' όσες μπαλάντες απαγγέλλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτε δε φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν' έτοιμες να πουν,
αν το θελήσει, πως πολύ πολύ τον αγαπούν,
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός. Προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι αν του φτιάχνουν οι σοφοί, δε θα μπορέσουν
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν' αφαιρέσουν,
και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική,
να δώσουνε θερμότητα σ' αυτό το πτώμα που έχει
μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.
(μετ. Κώστας Καρυωτάκης)
Γιάννης Σταύρου, Καληνύχτα, λάδι σε καμβά
Σαρλ Μπωντλαίρ
Αφορισμοί
Πρόοδος, αυτή η μεγάλη αίρεση των εκφυλισμένων.
Η πρόοδος είναι ένα δόγμα των αργόσχολων και των Βέλγων.
Ας είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στον κοινό άνθρωπο, στην κοινή λογική, στο συναίσθημα, στην έμπνευση και στο προφανές.
Αν η λέξη δεν υπάρχει, επινόησέ την, αλλά πρώτα βεβαιώσου ότι δεν υπάρχει.
Λαμβανομένων όλων υπόψη, η δουλειά τελικά είναι λιγότερη βαρετή από το να διασκεδάζεις.
Τι είναι η τέχνη; Πορνεία.
Η ποίηση και η πρόοδος μοιάζουν με δυο ανθρώπους που μισούνται με ένα ενστικτώδες μίσος και που όταν συναντηθούν στον ίδιο δρόμο, ο ένας από τους δύο πρέπει να παραμερίσει.
Όλοι οι μεγάλοι ποιητές καταλήγουν, φυσιολογικά και μοιραία, κριτικοί.
Το να είμαι ένας χρήσιμος άνθρωπος, μου φαινόταν πάντα εντελώς αποτρόπαιο.
Ελεύθερε άνθρωπε, πάντα θα λατρεύεις τη θάλασσα!
Δεν μπορώ να συλλάβω κάποιο τύπο ομορφιάς, στον οποίο δεν υπάρχει μελαγχολία.
Στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου ξέχασαν δύο δικαιώματα: της αντίρρησης και της φυγής.
Τι κι αν έρχεσαι από τον Παράδεισο ή την Κόλαση, δεν έχει σημασία, ω Ομορφιά!
Η μελέτη της ομορφιάς είναι μια μονομαχία στην οποία ο καλλιτέχνης βγάζει μια κραυγή τρόμου πριν νικηθεί.
Αυτή η ζωή είναι ένα νοσοκομείο όπου κάθε άρρωστος έχει τη διακαή επιθυμία να αλλάξει κρεβάτι.
Αυτό που είναι μεθυστικό στο κακό γούστο είναι η αριστοκρατική ηδονή να γίνεσαι δυσάρεστος.
Ποιος θα τολμούσε να αναθέσει στην Τέχνη τη στείρα ασχολία να μιμείται τη Φύση;
Υπάρχουν μόνο τρία πλάσματα άξια σεβασμού: ο ιερέας, ο πολεμιστής, ο ποιητής. Να γνωρίζεις, να σκοτώνεις, να δημιουργείς.
Το ξέφρενο πάθος για την Τέχνη είναι μια γάγγραινα που καταβροχθίζει όλα τα άλλα.
Όταν ο ποιητής κυνηγάει έναν ηθικό σκοπό, περιορίζει την ποιητική του δύναμη.
Μια όαση τρόμου μέσα σε μια έρημο ανίας.
Θα ήταν ωραίο να είναι κανείς εκ περιτροπής θύμα και δήμιος.
Δυο θεμελιώδεις λογοτεχνικές αρετές: η αναφορά σε υπερφυσικές δυνάμεις και η ειρωνεία.
Charles Baudelaire
Spleen
Je suis comme le roi d'un pays pluvieux,
Riche, mais impuissant, jeune et pourtant très vieux,
Qui, de ses précepteurs méprisant les courbettes,
S'ennuie avec ses chiens comme avec d'autres bêtes.
Rien ne peut l'égayer, ni gibier, ni faucon,
Ni son peuple mourant en face du balcon.
Du bouffon favori la grotesque ballade
Ne distrait plus le front de ce cruel malade ;
Son lit fleurdelisé se transforme en tombeau,
Et les dames d'atour, pour qui tout prince est beau,
Ne savent plus trouver d'impudique toilette
Pour tirer un souris de ce jeune squelette.
Le savant qui lui fait de l'or n'a jamais pu
De son être extirper l'élément corrompu,
Et dans ces bains de sang qui des Romains nous viennent,
Et dont sur leurs vieux jours les puissants se souviennent,
Il n'a su réchauffer ce cadavre hébété
Où coule au lieu de sang l'eau verte du Léthé.
Σαρλ Μπωντλαίρ
Spleen
Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,
πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
και την ανία του να διώξει ματαιοπονεί
μ' όσες μπαλάντες απαγγέλλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτε δε φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν' έτοιμες να πουν,
αν το θελήσει, πως πολύ πολύ τον αγαπούν,
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός. Προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι αν του φτιάχνουν οι σοφοί, δε θα μπορέσουν
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν' αφαιρέσουν,
και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική,
να δώσουνε θερμότητα σ' αυτό το πτώμα που έχει
μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.
(μετ. Κώστας Καρυωτάκης)
Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015
Η σύγχρονη Ελλάδα είναι ένα αποχωρητήριο...
Η σύγχρονη Ελλάδα είναι ένα αποχωρητήριο χτισμένο από Φιλέλληνες πάνω στα ερείπια ενός αρχαίου ναού.
Άντε παιδιά, με το καλό και στην Ακρόπολη, και στο αρχαιολογικό μουσείο..!
Ποια είναι η διαφορά μας από τους βάνδαλους τζιχαντιστές που καταστρέφουν τους αρχαιολογικούς θησαυρούς του Ιράκ; Απολύτως καμμία!
Απ' ότι φαίνεται πλησιάζει η ώρα που θα εγκαταλείψουμε οριστικώς την όρθια στάση...Ολοταχώς για τα τέσσερα!
Απολαύστε τους βανδάλους...
Κατά τ'άλλα δεν είδαμε ποτέ ούτε έναν Έλληνα να διαδηλώνει ενάντια στον φασισμό των βανδάλων που έχουν μετατρέψει τις πόλεις μας σε χαβούζες και σκουπιδότους, κατά εικόνα και ομοίωση των ακατοίκητων εγκεφάλων τους. Τόση ατολμία; Ή τόση συναίνεση τελικά;
Απορώ γιατί κάποιοι θέλουν πίσω τα "μάρμαρα του Παρθενώνα"... Για να γίνουν κι αυτά βορά των βαρβάρων;...
________________________________________________________________
Διαβάστε σχετικό άρθρο στο ιστολόγιο ΛΟΓΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
Παναγιώτης Κονδύλης
Άντε παιδιά, με το καλό και στην Ακρόπολη, και στο αρχαιολογικό μουσείο..!
Ποια είναι η διαφορά μας από τους βάνδαλους τζιχαντιστές που καταστρέφουν τους αρχαιολογικούς θησαυρούς του Ιράκ; Απολύτως καμμία!
Απ' ότι φαίνεται πλησιάζει η ώρα που θα εγκαταλείψουμε οριστικώς την όρθια στάση...Ολοταχώς για τα τέσσερα!
Απολαύστε τους βανδάλους...
Κατά τ'άλλα δεν είδαμε ποτέ ούτε έναν Έλληνα να διαδηλώνει ενάντια στον φασισμό των βανδάλων που έχουν μετατρέψει τις πόλεις μας σε χαβούζες και σκουπιδότους, κατά εικόνα και ομοίωση των ακατοίκητων εγκεφάλων τους. Τόση ατολμία; Ή τόση συναίνεση τελικά;
Απορώ γιατί κάποιοι θέλουν πίσω τα "μάρμαρα του Παρθενώνα"... Για να γίνουν κι αυτά βορά των βαρβάρων;...
________________________________________________________________
Διαβάστε σχετικό άρθρο στο ιστολόγιο ΛΟΓΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
ολόκληρος κοιμισμένος κόσμος...
Το γρασίδι, σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. Ο αέρας μοσκοβολούσε.
Ένα πουλί βγήκε απ' τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ' τις φτερούγες
του και μου είπε: «Ακόμα λίγο, κι η άνοιξη αυτό το χρόνο θα 'μενε
κρυμμένη στη γη»...
Γιάννης Σταύρου, Άνοιξη στην Αττική, λάδι σε καμβά
Ε.Χ. Γονατάς
Η Άνοιξη
Ανέβηκα τα σκαλοπάτια τα λαξεμένα σε ψηλούς βράχους και βγήκα στο οροπέδιο που απλωνόταν μπροστά μου σαν τεράστιο αυτί. Πέρα οι λόφοι κολυμπούσαν στο φως κι είχαν το χρώμα που παίρνουν τα σφαχτάρια στο τσιγκέλι. Όπου κι αν γυρνούσα τα μάτια έβλεπα ξερή λάσπη, σκασμένη. Ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, ούτε μια μέλισσα. Κι ο αέρας μύριζε βαριά σαν να 'βγαινε από άδειο πιθάρι.
Καθώς περπατούσα μου φάνηκε πως άκουγα να τρέχουνε νερά, βαθιά σε υπόγεια λούκια. Κόλλησα χάμω τ' αυτί μου κι άκουσα καθαρά μαζί με τα νερά που γλουγλουκίζανε κι ένα ανάλαφρο θρόισμα.
Βγάζω από την τσέπη το μαχαίρι μου, το μπήγω στη γη —το 'νιωσα να χώνεται όπως στο κρέας ενός μεγάλου ψαριού— κι αρχίζω να τη χαράζω, να τη σκίζω φέτες φέτες, τραβώντας με δύναμη τη σκληρή κρούστα που τη σκέπαζε.
Και τότε, τι θαύμα! Χιλιάδες μπουμπούκια και λουλούδια με τσαλακωμένα πέταλα, άσπρες, ρόδινες και μαβιές ρίζες, αμέτρητα σπαθωτά φύλλα, μαμούνια, σερσέγκια με σουβλερές μύτες, θαλασσοπράσινες κρεατόμυγες, χρυσαλλίδες και πεταλούδες με διπλωμένα φτερά, αποκαλύφθηκαν , που οι αχτίνες του ήλιου σιγά σιγά τον ζέσταιναν, τον ξεμούδιαζαν, τον ξυπνούσαν από τη νάρκη του.
Το γρασίδι, σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. Ο αέρας μοσκοβολούσε. Ένα πουλί βγήκε απ' τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ' τις φτερούγες του και μου είπε: «Ακόμα λίγο, κι η άνοιξη αυτό το χρόνο θα 'μενε κρυμμένη στη γη».
Γιάννης Σταύρου, Άνοιξη στην Αττική, λάδι σε καμβά
Ε.Χ. Γονατάς
Η Άνοιξη
Ανέβηκα τα σκαλοπάτια τα λαξεμένα σε ψηλούς βράχους και βγήκα στο οροπέδιο που απλωνόταν μπροστά μου σαν τεράστιο αυτί. Πέρα οι λόφοι κολυμπούσαν στο φως κι είχαν το χρώμα που παίρνουν τα σφαχτάρια στο τσιγκέλι. Όπου κι αν γυρνούσα τα μάτια έβλεπα ξερή λάσπη, σκασμένη. Ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, ούτε μια μέλισσα. Κι ο αέρας μύριζε βαριά σαν να 'βγαινε από άδειο πιθάρι.
Καθώς περπατούσα μου φάνηκε πως άκουγα να τρέχουνε νερά, βαθιά σε υπόγεια λούκια. Κόλλησα χάμω τ' αυτί μου κι άκουσα καθαρά μαζί με τα νερά που γλουγλουκίζανε κι ένα ανάλαφρο θρόισμα.
Βγάζω από την τσέπη το μαχαίρι μου, το μπήγω στη γη —το 'νιωσα να χώνεται όπως στο κρέας ενός μεγάλου ψαριού— κι αρχίζω να τη χαράζω, να τη σκίζω φέτες φέτες, τραβώντας με δύναμη τη σκληρή κρούστα που τη σκέπαζε.
Και τότε, τι θαύμα! Χιλιάδες μπουμπούκια και λουλούδια με τσαλακωμένα πέταλα, άσπρες, ρόδινες και μαβιές ρίζες, αμέτρητα σπαθωτά φύλλα, μαμούνια, σερσέγκια με σουβλερές μύτες, θαλασσοπράσινες κρεατόμυγες, χρυσαλλίδες και πεταλούδες με διπλωμένα φτερά, αποκαλύφθηκαν , που οι αχτίνες του ήλιου σιγά σιγά τον ζέσταιναν, τον ξεμούδιαζαν, τον ξυπνούσαν από τη νάρκη του.
Το γρασίδι, σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. Ο αέρας μοσκοβολούσε. Ένα πουλί βγήκε απ' τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ' τις φτερούγες του και μου είπε: «Ακόμα λίγο, κι η άνοιξη αυτό το χρόνο θα 'μενε κρυμμένη στη γη».
Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015
η τελευταία αυταπάτη...
Όχι δεν προσπαθώ να σας γελάσω: Αν είναι να ζήσουμε
δίχως αυταπάτες, πρέπει να συνηθίσουμε στο πολικό
ψύχος ενός μοναχικού σπιτιού, ενός άδειου δωματίου.
Γι' αυτό στρέφομαι στ' αγριολούλουδα, τα βότανα, τ' άν-
θη της σέρας, τα εξημερωμένα φυτά...
Γιάννης Σταύρου, Κόκκινα τριαντάφυλλα σε κεραμικό, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Σπύρος Τσακνιάς
Επίσκεψη
Όλη μέρα πάστρευε το σπίτι σφουγγάριζε τα πατώματα γυάλιζε τα μπρούντζινα σκεύη κι ασβέστωνε τα πεζούλια. Προς το βράδυ απόκανε κι έκατσε στη γωνιά της να ξαποστάσει με μισό φλιτζάνι καφέ και μισό παξιμάδι. Τότε ήρθε ο Άγγελος του Κυρίου και της χαμογέλασε γλυκά κι εκείνη ντράπηκε κι έλυσε την ποδιά της και την έκρυψε βιαστικά κάτω από το πανέρι με τ' ασπρόρουχα. Ύστερα τον κοίταξε στα μάτια ανήσυχα κι ο Άγγελος του Κυρίου κατάλαβε και πήρε ένα παλιό λαϊκό περιοδικό που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο και το ξεφύλλιζε κάνοντας πως διαβάζει. Πετάχτηκε τότε στην κουζίνα και ζέστανε το φαΐ κι ύστερα βγήκε στην αυλή και μάζεψε τα σεντόνια που είχε απλώσει από το πρωί για να στεγνώσουν δίπλωσε βιαστικά τις κάλτσες κι έστρωσε το τραπέζι. Σαν τέλειωσε κι αυτό φόρεσε τη ζακέτα της και στάθηκε καρτερικά δίπλα στην πόρτα. Κι ο Άγγελος του Κυρίου παράτησε το περιοδικό πάνω στο κομοδίνο και βγήκανε μαζί στον δρόμο. Κι εκείνη κλείδωσε την πόρτα κι έβαλε όπως πάντα το κλειδί μέσα στη γλάστρα.
Απο την Ποιητικη Συλλογη Ιστορίες για το Σέργιο (1976).
Άλλοθι
Θα μαζέψω μιαν αγκαλιά σπάρτα, κλωνάρια μυγδαλιάς,
να ζεστάνω το μοναχικό σπίτι, τ' άδειο δωμάτιο. Θα
συμμαζέψω τα σκορπισμένα χαρτιά, θα πετάξω τ' απο-
τσίγαρα, θα συγυρίσω τ' ανάρμοστα όνειρα, τις ατίθασες
μνήμες.
Θα διώξω τον ίσκιο που ρίχνουν οι λέξεις πάνω στα ποιήματα,
τον ίσκιο που ρίχνουν τα ποιήματα πάνω στη δυστυχία,
να μείνει ανόθευτο το βράδυ κι η γαλήνη του, κι ο πό-
νος, γυμνό μαχαίρι, ν' αστράφτει στο σκοτάδι.
Όχι δεν με τρομάζει το σκοτάδι. Νυχτοβατώ ανάμεσα σε
πράγματα που ήταν κάποτε ανθρώπινα κι έγιναν φαντά-
σματα: ο σκυθρωπός καθρέφτης, η βαρύθυμη καρέκλα,
τ' απαρηγόρητο σκαμνί, η απελπισμένη σιφονιέρα.
Όχι δεν προσπαθώ να σας γελάσω: Αν είναι να ζήσουμε
δίχως αυταπάτες, πρέπει να συνηθίσουμε στο πολικό
ψύχος ενός μοναχικού σπιτιού, ενός άδειου δωματίου.
Γι' αυτό στρέφομαι στ' αγριολούλουδα, τα βότανα, τ' άν-
θη της σέρας, τα εξημερωμένα φυτά.
Είναι κι αυτό ένα άλλοθι, ή μια ακόμη αυταπάτη,
-η τελευταία αυταπάτη. Μη με ρωτήσετε ποιος
φταίει, δεν ξέρω ποιον να κατηγορήσω κι αν είναι σκό-
πιμο ν' αναζητούμε πάντα κάποιον ένοχο ή κάποιο εξι-
λαστήριο θύμα ή μήπως είναι απείρως προτιμότερο να
ζούμε με την υποψία μιας απέραντης αθωότητας.
δίχως αυταπάτες, πρέπει να συνηθίσουμε στο πολικό
ψύχος ενός μοναχικού σπιτιού, ενός άδειου δωματίου.
Γι' αυτό στρέφομαι στ' αγριολούλουδα, τα βότανα, τ' άν-
θη της σέρας, τα εξημερωμένα φυτά...
Γιάννης Σταύρου, Κόκκινα τριαντάφυλλα σε κεραμικό, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Σπύρος Τσακνιάς
Επίσκεψη
Όλη μέρα πάστρευε το σπίτι σφουγγάριζε τα πατώματα γυάλιζε τα μπρούντζινα σκεύη κι ασβέστωνε τα πεζούλια. Προς το βράδυ απόκανε κι έκατσε στη γωνιά της να ξαποστάσει με μισό φλιτζάνι καφέ και μισό παξιμάδι. Τότε ήρθε ο Άγγελος του Κυρίου και της χαμογέλασε γλυκά κι εκείνη ντράπηκε κι έλυσε την ποδιά της και την έκρυψε βιαστικά κάτω από το πανέρι με τ' ασπρόρουχα. Ύστερα τον κοίταξε στα μάτια ανήσυχα κι ο Άγγελος του Κυρίου κατάλαβε και πήρε ένα παλιό λαϊκό περιοδικό που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο και το ξεφύλλιζε κάνοντας πως διαβάζει. Πετάχτηκε τότε στην κουζίνα και ζέστανε το φαΐ κι ύστερα βγήκε στην αυλή και μάζεψε τα σεντόνια που είχε απλώσει από το πρωί για να στεγνώσουν δίπλωσε βιαστικά τις κάλτσες κι έστρωσε το τραπέζι. Σαν τέλειωσε κι αυτό φόρεσε τη ζακέτα της και στάθηκε καρτερικά δίπλα στην πόρτα. Κι ο Άγγελος του Κυρίου παράτησε το περιοδικό πάνω στο κομοδίνο και βγήκανε μαζί στον δρόμο. Κι εκείνη κλείδωσε την πόρτα κι έβαλε όπως πάντα το κλειδί μέσα στη γλάστρα.
Απο την Ποιητικη Συλλογη Ιστορίες για το Σέργιο (1976).
Άλλοθι
Θα μαζέψω μιαν αγκαλιά σπάρτα, κλωνάρια μυγδαλιάς,
να ζεστάνω το μοναχικό σπίτι, τ' άδειο δωμάτιο. Θα
συμμαζέψω τα σκορπισμένα χαρτιά, θα πετάξω τ' απο-
τσίγαρα, θα συγυρίσω τ' ανάρμοστα όνειρα, τις ατίθασες
μνήμες.
Θα διώξω τον ίσκιο που ρίχνουν οι λέξεις πάνω στα ποιήματα,
τον ίσκιο που ρίχνουν τα ποιήματα πάνω στη δυστυχία,
να μείνει ανόθευτο το βράδυ κι η γαλήνη του, κι ο πό-
νος, γυμνό μαχαίρι, ν' αστράφτει στο σκοτάδι.
Όχι δεν με τρομάζει το σκοτάδι. Νυχτοβατώ ανάμεσα σε
πράγματα που ήταν κάποτε ανθρώπινα κι έγιναν φαντά-
σματα: ο σκυθρωπός καθρέφτης, η βαρύθυμη καρέκλα,
τ' απαρηγόρητο σκαμνί, η απελπισμένη σιφονιέρα.
Όχι δεν προσπαθώ να σας γελάσω: Αν είναι να ζήσουμε
δίχως αυταπάτες, πρέπει να συνηθίσουμε στο πολικό
ψύχος ενός μοναχικού σπιτιού, ενός άδειου δωματίου.
Γι' αυτό στρέφομαι στ' αγριολούλουδα, τα βότανα, τ' άν-
θη της σέρας, τα εξημερωμένα φυτά.
Είναι κι αυτό ένα άλλοθι, ή μια ακόμη αυταπάτη,
-η τελευταία αυταπάτη. Μη με ρωτήσετε ποιος
φταίει, δεν ξέρω ποιον να κατηγορήσω κι αν είναι σκό-
πιμο ν' αναζητούμε πάντα κάποιον ένοχο ή κάποιο εξι-
λαστήριο θύμα ή μήπως είναι απείρως προτιμότερο να
ζούμε με την υποψία μιας απέραντης αθωότητας.
Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015
Κάθε κόκορας είναι πανίσχυρος στο δικό του κοτέτσι...
Αυτός που δεν μπορεί να υπακούσει, δεν μπορεί να διοικήσει...
Γιάννης Σταύρου, Αναγνώστρια, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Σενέκας
Αποφθέγματα
Σε όλους τους πολέμους, από τον Τρωικό μέχρι σήμερα, το κυριότερο κίνητρο υπήρξε η κλοπή, η αρπαγή, η λεηλασία.
Κάθε κόκορας είναι πανίσχυρος στο δικό του κοτέτσι.
Δεν είναι ότι επειδή τα πράγματα είναι δύσκολα που δεν προσπαθούμε, αλλά είναι ότι επειδή δεν προσπαθούμε που τα πράγματα είναι δύσκολα.
Μερικές φορές, ακόμα και το να ζεις είναι μια θαρραλέα πράξη.
Καλημέρα, καληνύχτα, αυτή είναι η ζωή.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ντροπή για ένα γέροντα από το να μην έχει να παρουσιάσει άλλη απόδειξη πως έζησε εκτός από τα χρόνια του.
Ο δειλός θεωρεί τον εαυτό του προσεκτικό, ο φιλάργυρος προνοητικό.
Η θρησκεία θεωρείται από το λαό αληθινή, από τους σοφούς ψεύτικη και από τους ηγεμόνες χρήσιμη.
Η τύχη φοβάται και τρέμει τους γενναίους, αλλά τρομοκρατεί και ποδοπατεί τους δειλούς.
Αυτός που δεν μπορεί να υπακούσει, δεν μπορεί να διοικήσει.
Όταν σκέφτεσαι πόσοι είναι καλύτερα από σένα, να συλλογίζεσαι και πόσοι είναι χειρότερα από σένα.
Η μεγάλη περιουσία είναι μεγάλη σκλαβιά.
Ένας φίλος πάντα αγαπάει, αλλά εκείνος που αγαπάει δεν είναι πάντα φίλος.
Η μέθη δεν είναι τίποτε άλλο παρά ηθελημένη τρέλα
Η φτώχεια θέλει λίγα, η αφθονία θέλει πολλά και η φιλαργυρία τα θέλει όλα.
Κάθε καινούργια αρχή προέρχεται από το τέλος κάποιας άλλης αρχής.
Εκείνοι που έζησαν πριν από μας έκαναν πολλά, αλλά δεν τελείωσαν τίποτα.
Να μην ενδιαφέρεσαι για τον αριθμό, αλλά για την ποιότητα των θαυμαστών σου. Το να μην αρέσεις στους μικρόψυχους, αποτελεί τίτλο τιμής.
Οι μικρές λύπες είναι φλύαρες, η μεγάλη οδύνη είναι σιωπηλή.
Φτωχός δεν είναι ο άνθρωπος που έχει λίγα, αλλά εκείνος που θέλει περισσότερα.
Γιάννης Σταύρου, Αναγνώστρια, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Σενέκας
Αποφθέγματα
Σε όλους τους πολέμους, από τον Τρωικό μέχρι σήμερα, το κυριότερο κίνητρο υπήρξε η κλοπή, η αρπαγή, η λεηλασία.
Κάθε κόκορας είναι πανίσχυρος στο δικό του κοτέτσι.
Δεν είναι ότι επειδή τα πράγματα είναι δύσκολα που δεν προσπαθούμε, αλλά είναι ότι επειδή δεν προσπαθούμε που τα πράγματα είναι δύσκολα.
Μερικές φορές, ακόμα και το να ζεις είναι μια θαρραλέα πράξη.
Καλημέρα, καληνύχτα, αυτή είναι η ζωή.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ντροπή για ένα γέροντα από το να μην έχει να παρουσιάσει άλλη απόδειξη πως έζησε εκτός από τα χρόνια του.
Ο δειλός θεωρεί τον εαυτό του προσεκτικό, ο φιλάργυρος προνοητικό.
Η θρησκεία θεωρείται από το λαό αληθινή, από τους σοφούς ψεύτικη και από τους ηγεμόνες χρήσιμη.
Η τύχη φοβάται και τρέμει τους γενναίους, αλλά τρομοκρατεί και ποδοπατεί τους δειλούς.
Αυτός που δεν μπορεί να υπακούσει, δεν μπορεί να διοικήσει.
Όταν σκέφτεσαι πόσοι είναι καλύτερα από σένα, να συλλογίζεσαι και πόσοι είναι χειρότερα από σένα.
Η μεγάλη περιουσία είναι μεγάλη σκλαβιά.
Ένας φίλος πάντα αγαπάει, αλλά εκείνος που αγαπάει δεν είναι πάντα φίλος.
Η μέθη δεν είναι τίποτε άλλο παρά ηθελημένη τρέλα
Η φτώχεια θέλει λίγα, η αφθονία θέλει πολλά και η φιλαργυρία τα θέλει όλα.
Κάθε καινούργια αρχή προέρχεται από το τέλος κάποιας άλλης αρχής.
Εκείνοι που έζησαν πριν από μας έκαναν πολλά, αλλά δεν τελείωσαν τίποτα.
Να μην ενδιαφέρεσαι για τον αριθμό, αλλά για την ποιότητα των θαυμαστών σου. Το να μην αρέσεις στους μικρόψυχους, αποτελεί τίτλο τιμής.
Οι μικρές λύπες είναι φλύαρες, η μεγάλη οδύνη είναι σιωπηλή.
Φτωχός δεν είναι ο άνθρωπος που έχει λίγα, αλλά εκείνος που θέλει περισσότερα.
Τρίτη 17 Μαρτίου 2015
Τρόμο και ελπίδα...
Dreading and hoping all;
Many times he died,
Many times rose again...
Τρόμο και ελπίδα έχοντας για όλα.
Πολλές φορές έχει πεθάνει
Πολλές φορές σηκώθηκε ξανά...
Γιάννης Σταύρου, Λεμόνι στο νερό, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς
Ο Θάνατος
Ούτε ο τρόμος ούτε η ελπίδα ακολουθούν
Το ζώο που πεθαίνει.
Ο άνθρωπος το τέλος περιμένει
Τρόμο και ελπίδα έχοντας για όλα.
Πολλές φορές έχει πεθάνει
Πολλές φορές σηκώθηκε ξανά.
Ένας σπουδαίος άνθρωπος περήφανος
Με ανθρωποκτόνους αντιμέτωπος
Εμπαίζει
Της αναπνοής το φθίνεμα
Το θάνατο γνωρίζει ώς το μεδούλι
Ο άνθρωπος δημιούργησε το θάνατο.
William Butler Yeats
Death
NOR dread nor hope attend
A dying animal;
A man awaits his end
Dreading and hoping all;
Many times he died,
Many times rose again.
A great man in his pride
Confronting murderous men
Casts derision upon
Supersession of breath;
He knows death to the bone --
Man has created death.
Many times he died,
Many times rose again...
Τρόμο και ελπίδα έχοντας για όλα.
Πολλές φορές έχει πεθάνει
Πολλές φορές σηκώθηκε ξανά...
Γιάννης Σταύρου, Λεμόνι στο νερό, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς
Ο Θάνατος
Ούτε ο τρόμος ούτε η ελπίδα ακολουθούν
Το ζώο που πεθαίνει.
Ο άνθρωπος το τέλος περιμένει
Τρόμο και ελπίδα έχοντας για όλα.
Πολλές φορές έχει πεθάνει
Πολλές φορές σηκώθηκε ξανά.
Ένας σπουδαίος άνθρωπος περήφανος
Με ανθρωποκτόνους αντιμέτωπος
Εμπαίζει
Της αναπνοής το φθίνεμα
Το θάνατο γνωρίζει ώς το μεδούλι
Ο άνθρωπος δημιούργησε το θάνατο.
William Butler Yeats
Death
NOR dread nor hope attend
A dying animal;
A man awaits his end
Dreading and hoping all;
Many times he died,
Many times rose again.
A great man in his pride
Confronting murderous men
Casts derision upon
Supersession of breath;
He knows death to the bone --
Man has created death.
Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015
Έξω βροχή...
Κ' έβλεπα ακόμα, πιο μακρύτερα,
Μέσα στα μάτια σου και πάλι,
Τα σύγνεφα που τα ταξίδευε
Στον ουρανό η ανεμοζάλη...
Γιάννης Σταύρου, Γυναίκα με καπέλο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Μιλτιάδης Μαλακάσης
Βροχή
Ἔξω βροχὴ κι ἀπ᾿ τὸ παράθυρο
Μαῦρες οἱ στέγες, μαῦροι οἱ δρόμοι,
Δὲν πέφτουν ἀπ᾿ τὰ μάτια δάκρυα,
Ποῦ μιὰ βαρειὰ τὰ πνίγει γνώμη.
Τὰ σύγνεφα ποὺ ἀνεμοδέρνονται
Καὶ σιγαλὰ βογκοῦν καὶ κλαῖνε,
Δὲ σέρνουν τὴν ψυχή μου σκλάβα τους,
Μ᾿ ὅλα τὰ μυστικὰ ποὺ λένε.
Κάποτε μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ παράθυρον,
Ὅπως καθόσουν στὸ πλευρό μου,
Κύτταζα στὰ γλαρὰ τὰ μάτια σου
Τὴ θλιβερὴ βροχὴ τοῦ δρόμου.
Κ᾿ ἔβλεπα ἀκόμα, πιὸ μακρύτερα,
Μέσα στὰ μάτια σου καὶ πάλι,
Τὰ σύγνεφα ποὺ τὰ ταξίδευε
Στὸν οὐρανὸ ἡ ἀνεμοζάλη.
Ἔξω βροχή, κι ἀπ᾿ τὸ παράθυρο
Μαῦρες οἱ στέγες, μαῦροι οἱ δρόμοι,
Δὲν πέφτουν ἀπ᾿ τὰ μάτια δάκρυα,
Ποὺ μιὰ βαρειὰ τὰ πνίγει γνώμη.
Τὰ σύγνεφα ποὺ τώρα κρέμονται,
Καὶ χαμηλώνουν κι ὅλο βρέχουν,
Δὲν καθρεφτίζονται στὰ μάτια σου,
Κι ἄλλους κρυφοὺς καϋμοὺς δὲν ἔχουν…
Μέσα στα μάτια σου και πάλι,
Τα σύγνεφα που τα ταξίδευε
Στον ουρανό η ανεμοζάλη...
Γιάννης Σταύρου, Γυναίκα με καπέλο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Μιλτιάδης Μαλακάσης
Βροχή
Ἔξω βροχὴ κι ἀπ᾿ τὸ παράθυρο
Μαῦρες οἱ στέγες, μαῦροι οἱ δρόμοι,
Δὲν πέφτουν ἀπ᾿ τὰ μάτια δάκρυα,
Ποῦ μιὰ βαρειὰ τὰ πνίγει γνώμη.
Τὰ σύγνεφα ποὺ ἀνεμοδέρνονται
Καὶ σιγαλὰ βογκοῦν καὶ κλαῖνε,
Δὲ σέρνουν τὴν ψυχή μου σκλάβα τους,
Μ᾿ ὅλα τὰ μυστικὰ ποὺ λένε.
Κάποτε μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ παράθυρον,
Ὅπως καθόσουν στὸ πλευρό μου,
Κύτταζα στὰ γλαρὰ τὰ μάτια σου
Τὴ θλιβερὴ βροχὴ τοῦ δρόμου.
Κ᾿ ἔβλεπα ἀκόμα, πιὸ μακρύτερα,
Μέσα στὰ μάτια σου καὶ πάλι,
Τὰ σύγνεφα ποὺ τὰ ταξίδευε
Στὸν οὐρανὸ ἡ ἀνεμοζάλη.
Ἔξω βροχή, κι ἀπ᾿ τὸ παράθυρο
Μαῦρες οἱ στέγες, μαῦροι οἱ δρόμοι,
Δὲν πέφτουν ἀπ᾿ τὰ μάτια δάκρυα,
Ποὺ μιὰ βαρειὰ τὰ πνίγει γνώμη.
Τὰ σύγνεφα ποὺ τώρα κρέμονται,
Καὶ χαμηλώνουν κι ὅλο βρέχουν,
Δὲν καθρεφτίζονται στὰ μάτια σου,
Κι ἄλλους κρυφοὺς καϋμοὺς δὲν ἔχουν…
Κυριακή 15 Μαρτίου 2015
Τίποτε δεν προσμένω...
Φεύγαν οι ορίζοντες μακριά
καπνός που ελιγοθύμα...
Γιάννης Σταύρου, Ένα πλοίο στον ορίζοντα, λάδι σε καμβά
Μαρία Πολυδούρη
Ξεκίνησα ένα πρωϊνό
Ξεκίνησα ἕνα πρωινὸ
κάτω ἀπὸ διάφανο οὐρανὸ
μὲ ρυθμικὸ τὸ βῆμα.
Μία δίψα ἡ ξάστερη ματιά.
Φεύγαν οἱ ὁρίζοντες μακριὰ
καπνὸς ποὺ ἐλιγοθύμα.
Κ᾿ ἐνῶ ἡ ψυχὴ κυματισμὸς
κ᾿ ἡ εὐτυχία σὰ χρησμὸς
εὐνοϊκὸς γυρνοῦσε,
στάθηκα κάπου ξαφνικὰ
κοιτάζοντας φρικιαστικὰ
ποὺ ὁ θάνατος περνοῦσε.
Ἄλλαξε χρῶμα ὁ οὐρανός.
Ὁ ὁρίζοντας πιὸ κοντινὸς
Τὸ βῆμα τί ὠφελοῦσε;
Ἔσκυψα πρὸς τὴ γῆ σεμνὰ
κ᾿ εἶδα ἕνα ἀνθάκι ταπεινὰ
ποὺ μοῦ χαμογελοῦσε.
Καὶ τόσο γλύκανε ἡ καρδιά,
ποὖχα ξεχάσει κιόλα πιὰ
τὸν ἀρχισμένο δρόμο.
Εὔκολη ἡ πίστη στὴ χαρὰ
μοὔδενε γαλανὰ φτερὰ
στὸν ἄσκυφτο τὸν ὦμο.
Μὰ δὲν ἐβράδυνε ἡ πικρὴ
Γνώση φιλίαν ἱερὴ
ναρθῆ νὰ μοῦ χαρίση
κι ἀνύποπτα, προδοτικὰ
ἀπὸ τῆς ζωῆς τὰ μυστικὰ
σκληρὰ νὰ μὲ χωρίση.
Τώρα δὲν ἔχω κάπου πιὰ
νὰ στρέψω τὴ θολὴ ματιά.
Τίποτε δὲν προσμένω.
Μόνο τὸ Θάνατο ξανὰ
εἶδα ἐδῶ κάπου νὰ γυρνᾶ
γιὰ κάτι ὑποσχεμένο.
καπνός που ελιγοθύμα...
Γιάννης Σταύρου, Ένα πλοίο στον ορίζοντα, λάδι σε καμβά
Μαρία Πολυδούρη
Ξεκίνησα ένα πρωϊνό
Ξεκίνησα ἕνα πρωινὸ
κάτω ἀπὸ διάφανο οὐρανὸ
μὲ ρυθμικὸ τὸ βῆμα.
Μία δίψα ἡ ξάστερη ματιά.
Φεύγαν οἱ ὁρίζοντες μακριὰ
καπνὸς ποὺ ἐλιγοθύμα.
Κ᾿ ἐνῶ ἡ ψυχὴ κυματισμὸς
κ᾿ ἡ εὐτυχία σὰ χρησμὸς
εὐνοϊκὸς γυρνοῦσε,
στάθηκα κάπου ξαφνικὰ
κοιτάζοντας φρικιαστικὰ
ποὺ ὁ θάνατος περνοῦσε.
Ἄλλαξε χρῶμα ὁ οὐρανός.
Ὁ ὁρίζοντας πιὸ κοντινὸς
Τὸ βῆμα τί ὠφελοῦσε;
Ἔσκυψα πρὸς τὴ γῆ σεμνὰ
κ᾿ εἶδα ἕνα ἀνθάκι ταπεινὰ
ποὺ μοῦ χαμογελοῦσε.
Καὶ τόσο γλύκανε ἡ καρδιά,
ποὖχα ξεχάσει κιόλα πιὰ
τὸν ἀρχισμένο δρόμο.
Εὔκολη ἡ πίστη στὴ χαρὰ
μοὔδενε γαλανὰ φτερὰ
στὸν ἄσκυφτο τὸν ὦμο.
Μὰ δὲν ἐβράδυνε ἡ πικρὴ
Γνώση φιλίαν ἱερὴ
ναρθῆ νὰ μοῦ χαρίση
κι ἀνύποπτα, προδοτικὰ
ἀπὸ τῆς ζωῆς τὰ μυστικὰ
σκληρὰ νὰ μὲ χωρίση.
Τώρα δὲν ἔχω κάπου πιὰ
νὰ στρέψω τὴ θολὴ ματιά.
Τίποτε δὲν προσμένω.
Μόνο τὸ Θάνατο ξανὰ
εἶδα ἐδῶ κάπου νὰ γυρνᾶ
γιὰ κάτι ὑποσχεμένο.
Σάββατο 14 Μαρτίου 2015
του καραβιού που φεύγει...
Πέρα μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο
του καραβιού που φεύγει -τίποτ' άλλο...
Γιάννης Σταύρου, Λιμάνι Θεσσαλονίκης, λάδι σε καμβά
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Νυχτερινό
...Κίτρινη ἡ φλόγα τοῦ κεριοῦ μου,
στὴ νύχτα, ἀπάνω στὸ τραπέζι
σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει.
Σωθῆκαν τὰ χρυσὰ ὄνειρά της
μὲς στὰ σκοτάδια τρεμοπαίζει,
χλωμὴ ψυχοῦλα φοβισμένη...
Ἔξω λαμπρόφωτο φεγγάρι
κάτι ὀνειρεύεται στὰ χάη
τὰ ζαφειρένια τῆς ἐρήμου...
Σὰ νά ῾θελε νὰ ζήσει ἀκόμα,
μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει
τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου...
Καὶ τὸ φεγγάρι τὸ ἀσημένιο
ποὺ χρόνια τώρα ἔχει σωπάσει,
καὶ τὸ κερί μου ποὺ πεθαίνει
-καὶ μέσα ἡ θλιβερὴ ψυχή μου,
χωρὶς αἰτία, κι οἱ τρεῖς στὴν πλάση
εἴμαστε τόσο λυπημένοι...
Νυχτερινό
Ἕνα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,
ποὺ λάμπει μέσ᾿ τὴ νύχτα -τίποτ᾿ ἄλλο.
Μιὰ φωνὴ γρικιέται μέσ᾿ τὸ σάλο
καὶ ποὺ σὲ λίγο παύει -τίποτ᾿ ἄλλο.
Πέρα μακριά, κάποιο στερνὸ σινιάλο
τοῦ καραβιοῦ ποὺ φεύγει -τίποτ᾿ ἄλλο.
Καὶ μόνον ἓν παράπονο μεγάλο
στὰ βάθη τοῦ μυαλοῦ μου. -Τίποτ᾿ ἄλλο.
του καραβιού που φεύγει -τίποτ' άλλο...
Γιάννης Σταύρου, Λιμάνι Θεσσαλονίκης, λάδι σε καμβά
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Νυχτερινό
...Κίτρινη ἡ φλόγα τοῦ κεριοῦ μου,
στὴ νύχτα, ἀπάνω στὸ τραπέζι
σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει.
Σωθῆκαν τὰ χρυσὰ ὄνειρά της
μὲς στὰ σκοτάδια τρεμοπαίζει,
χλωμὴ ψυχοῦλα φοβισμένη...
Ἔξω λαμπρόφωτο φεγγάρι
κάτι ὀνειρεύεται στὰ χάη
τὰ ζαφειρένια τῆς ἐρήμου...
Σὰ νά ῾θελε νὰ ζήσει ἀκόμα,
μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει
τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου...
Καὶ τὸ φεγγάρι τὸ ἀσημένιο
ποὺ χρόνια τώρα ἔχει σωπάσει,
καὶ τὸ κερί μου ποὺ πεθαίνει
-καὶ μέσα ἡ θλιβερὴ ψυχή μου,
χωρὶς αἰτία, κι οἱ τρεῖς στὴν πλάση
εἴμαστε τόσο λυπημένοι...
Νυχτερινό
Ἕνα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,
ποὺ λάμπει μέσ᾿ τὴ νύχτα -τίποτ᾿ ἄλλο.
Μιὰ φωνὴ γρικιέται μέσ᾿ τὸ σάλο
καὶ ποὺ σὲ λίγο παύει -τίποτ᾿ ἄλλο.
Πέρα μακριά, κάποιο στερνὸ σινιάλο
τοῦ καραβιοῦ ποὺ φεύγει -τίποτ᾿ ἄλλο.
Καὶ μόνον ἓν παράπονο μεγάλο
στὰ βάθη τοῦ μυαλοῦ μου. -Τίποτ᾿ ἄλλο.
Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015
τα φονικά θλιμμένα κρίνα της νύχτας σου...
Υπάρχουν φορές που τη νύχτα νιώθω μια ταραχή κι ανακαθίζω
σ’ αυτήν την κόγχη όπου εδώ και 45 χρόνια σαπίζω,
και περνώ πολλές ώρες ακούγοντας το βογκητό του τυφώνα
ή το γάβγισμα των σκύλων ή τη θαμπή ροή του σεληνόφωτος...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη με φεγγάρι, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Ντάμασο Αλόνσο
Ξαγρύπνια
Μαδρίτη: πόλη με περισσότερα από ένα εκατομμύριο πτώματα
(σύμφωνα με τις τελευταίες στατιστικές).
Υπάρχουν φορές που τη νύχτα νιώθω μια ταραχή κι ανακαθίζω
σ’ αυτήν την κόγχη όπου εδώ και 45 χρόνια σαπίζω,
και περνώ πολλές ώρες ακούγοντας το βογκητό του τυφώνα
ή το γάβγισμα των σκύλων ή τη θαμπή ροή του σεληνόφωτος.
Και πολλές ώρες περνώ βογκώντας ως τυφώνας, γαβγίζοντας ως σκύλος,
μανισμένος, ρέοντας ως γάλα από μαστό ζεστό μιας μεγάλης αγελάδας κίτρινης.
Και ώρες πολλές περνώ ρωτώντας το Θεό, ρωτώντας τον
γιατί σαπίζει αργά η ψυχή μου,
γιατί σαπίζουν περισσότερα από ένα εκατομμύριο πτώματα
σ’ αυτήν την πόλη της Μαδρίτης,
γιατί δισεκατομμύρια πτώματα αργοσαπίζουν στον κόσμο.
Πες μου: τι είδους κήπο θέλεις να λιπάνεις με τη σήψη μας;
Τρέμεις τάχα μη μαραθούν τα μεγάλα ρόδα της ημέρας,
τα φονικά θλιμμένα κρίνα της νύχτας σου;
(μετ. Έλενα Σταγκουράκη)
σ’ αυτήν την κόγχη όπου εδώ και 45 χρόνια σαπίζω,
και περνώ πολλές ώρες ακούγοντας το βογκητό του τυφώνα
ή το γάβγισμα των σκύλων ή τη θαμπή ροή του σεληνόφωτος...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη με φεγγάρι, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Ντάμασο Αλόνσο
Ξαγρύπνια
Μαδρίτη: πόλη με περισσότερα από ένα εκατομμύριο πτώματα
(σύμφωνα με τις τελευταίες στατιστικές).
Υπάρχουν φορές που τη νύχτα νιώθω μια ταραχή κι ανακαθίζω
σ’ αυτήν την κόγχη όπου εδώ και 45 χρόνια σαπίζω,
και περνώ πολλές ώρες ακούγοντας το βογκητό του τυφώνα
ή το γάβγισμα των σκύλων ή τη θαμπή ροή του σεληνόφωτος.
Και πολλές ώρες περνώ βογκώντας ως τυφώνας, γαβγίζοντας ως σκύλος,
μανισμένος, ρέοντας ως γάλα από μαστό ζεστό μιας μεγάλης αγελάδας κίτρινης.
Και ώρες πολλές περνώ ρωτώντας το Θεό, ρωτώντας τον
γιατί σαπίζει αργά η ψυχή μου,
γιατί σαπίζουν περισσότερα από ένα εκατομμύριο πτώματα
σ’ αυτήν την πόλη της Μαδρίτης,
γιατί δισεκατομμύρια πτώματα αργοσαπίζουν στον κόσμο.
Πες μου: τι είδους κήπο θέλεις να λιπάνεις με τη σήψη μας;
Τρέμεις τάχα μη μαραθούν τα μεγάλα ρόδα της ημέρας,
τα φονικά θλιμμένα κρίνα της νύχτας σου;
(μετ. Έλενα Σταγκουράκη)
Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015
τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάξανε άνθος...
Τι κι αν ο κόσμος μάταιος
έχεις μιλήσει ελληνικά
ως «εις τον έπειτα χρόνον»...
Γιάννης Σταύρου, Ανθισμένες κουτσουπιές, λαδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Οδυσσέας Ελύτης
Γιώργος Σαραντάρης
Θ’ ανάψω δάφνες να φλομώσει ο ουρανός
μήπως και μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις
μέσ’ απ’ τα δέντρα που σε γνώριζαν και που γι’ αυτό
τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάξανε άνθος
Εμάς τους γύφτους άσε μας
τους «οικούντας εν τοις κοίλοις»
τι δε νογάμε από γιορτή
Και τα πουλιά δε βάνουμε προσάναμμα
μα στον ύπνο μας καθώς μας είχες μυήσει
δώθε από τη φθορά πλέκουμε τους κισσούς
μακριά σου πιο κι απ’ το Α του Κενταύρου
«Ως εν τινι φρουρά εσμέν»
μαργωμένοι μες στο χρόνο
κι από τραγούδι αμάθητοι
Μόνος εσύ ο αιρετικός της ύλης αλλ’
ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα
τόλμησες. Κι οι ποιμένες σ’ είδανε της Πρεμετής
μες στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος
Τι κι αν ο κόσμος μάταιος
έχεις μιλήσει ελληνικά
ως «εις τον έπειτα χρόνον»
κι από την ομιλία σου ακόμη
βγάνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι
και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά σε
μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου.
έχεις μιλήσει ελληνικά
ως «εις τον έπειτα χρόνον»...
Γιάννης Σταύρου, Ανθισμένες κουτσουπιές, λαδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Οδυσσέας Ελύτης
Γιώργος Σαραντάρης
Θ’ ανάψω δάφνες να φλομώσει ο ουρανός
μήπως και μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις
μέσ’ απ’ τα δέντρα που σε γνώριζαν και που γι’ αυτό
τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάξανε άνθος
Εμάς τους γύφτους άσε μας
τους «οικούντας εν τοις κοίλοις»
τι δε νογάμε από γιορτή
Και τα πουλιά δε βάνουμε προσάναμμα
μα στον ύπνο μας καθώς μας είχες μυήσει
δώθε από τη φθορά πλέκουμε τους κισσούς
μακριά σου πιο κι απ’ το Α του Κενταύρου
«Ως εν τινι φρουρά εσμέν»
μαργωμένοι μες στο χρόνο
κι από τραγούδι αμάθητοι
Μόνος εσύ ο αιρετικός της ύλης αλλ’
ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα
τόλμησες. Κι οι ποιμένες σ’ είδανε της Πρεμετής
μες στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος
Τι κι αν ο κόσμος μάταιος
έχεις μιλήσει ελληνικά
ως «εις τον έπειτα χρόνον»
κι από την ομιλία σου ακόμη
βγάνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι
και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά σε
μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου.
Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015
Π. Κονδύλης: Για την ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού
...Οι σημερινοί Έλληνες αντιδρούν με έντονες αντανακλαστικές κινήσεις
μονάχα σ’ ό,τι τους ερεθίζει άμεσα και ειδικά· οι δηλώσεις κάποιου
«φιλέλληνα» στη Χαβάη ή κάποιου «μισέλληνα» στη Γροιλανδία ευφραίνουν ή
εξάπτουν, αναλόγως, τα πνεύματα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα απασχολούν
τα ουσιώδη...
Γιάννης Σταύρου, Τελευταίο δρομολόγιο, λάδι σε καμβά
Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998)
Αποσπάσματα
...(όπου) το έθνος συρρικνώνεται και φθίνει, εκεί η διάσταση ανάμεσα σε εθνική μυθολογία και εθνική πραγματικότητα έχει, μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, μοιραίες συνέπειες...
...Το γεγονός, το οποίο περιπλέκει αφάνταστα τη σημερινή ελληνική κατάσταση, κάνοντάς τη να φαίνεται κατ’ αρχήν αδιέξοδη , είναι ότι η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού ειδικότερα και του κοινωνικού και ιστορικού παρασιτισμού γενικότερα, η εκλογίκευση της οικονομίας και της εθνικής προσπάθειας στο σύνολο της, δεν προσκρούουν απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα.
Για να ακριβολογήσουμε, βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε ότι σε σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα η έννοια του παρασιτισμού μόνον οξύμωρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα του.
Οι κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, πού ευδοκιμούν μοιραία σε τέτοιο μικροβιολογικό περιβάλλον, συμφυρόμενες με ζωτικότατα κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού, αποτελούν την άκρα αντίθεση και τον κύριο φραγμό προς κάθε σύλληψη και λύση των προβλημάτων της εθνικής επιβίωσης πάνω σε βάση μακροπρόθεσμης και οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας.
Η σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού στο σύνολο του δεν νοείται ωστόσο εδώ με τη στενή σημασία των διαφόρων ηθικολόγων, παρά πρωταρχικά ως μέγεθος πολιτικό: έγκειται στην επίμονη και ιδιοτελή παραγνώριση της αδήριτης σχέσης πού υφίσταται ανάμεσα σε απόδοση και απόλαυση, και κατ’ επέκταση στην αδιαφορία απέναντι στην υπονόμευση.
Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει εν τω μεταξύ συνυφάνει, κατά τρόπους κλασσικά απλούς ή απείρως ευρηματικούς, την ύπαρξη και τις απασχολήσεις της με τη νοοτροπία και με την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού του εθνικού μέλλοντος εξ αιτίας απολαύσεων μη καλυπτομένων από αντίστοιχη απόδοση...
Παναγιώτης Κονδύλης
Γιάννης Σταύρου, Τελευταίο δρομολόγιο, λάδι σε καμβά
Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998)
Αποσπάσματα
...(όπου) το έθνος συρρικνώνεται και φθίνει, εκεί η διάσταση ανάμεσα σε εθνική μυθολογία και εθνική πραγματικότητα έχει, μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, μοιραίες συνέπειες...
...Το γεγονός, το οποίο περιπλέκει αφάνταστα τη σημερινή ελληνική κατάσταση, κάνοντάς τη να φαίνεται κατ’ αρχήν αδιέξοδη , είναι ότι η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού ειδικότερα και του κοινωνικού και ιστορικού παρασιτισμού γενικότερα, η εκλογίκευση της οικονομίας και της εθνικής προσπάθειας στο σύνολο της, δεν προσκρούουν απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα.
Για να ακριβολογήσουμε, βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε ότι σε σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα η έννοια του παρασιτισμού μόνον οξύμωρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα του.
Οι κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, πού ευδοκιμούν μοιραία σε τέτοιο μικροβιολογικό περιβάλλον, συμφυρόμενες με ζωτικότατα κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού, αποτελούν την άκρα αντίθεση και τον κύριο φραγμό προς κάθε σύλληψη και λύση των προβλημάτων της εθνικής επιβίωσης πάνω σε βάση μακροπρόθεσμης και οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας.
Η σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού στο σύνολο του δεν νοείται ωστόσο εδώ με τη στενή σημασία των διαφόρων ηθικολόγων, παρά πρωταρχικά ως μέγεθος πολιτικό: έγκειται στην επίμονη και ιδιοτελή παραγνώριση της αδήριτης σχέσης πού υφίσταται ανάμεσα σε απόδοση και απόλαυση, και κατ’ επέκταση στην αδιαφορία απέναντι στην υπονόμευση.
Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει εν τω μεταξύ συνυφάνει, κατά τρόπους κλασσικά απλούς ή απείρως ευρηματικούς, την ύπαρξη και τις απασχολήσεις της με τη νοοτροπία και με την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού του εθνικού μέλλοντος εξ αιτίας απολαύσεων μη καλυπτομένων από αντίστοιχη απόδοση...
Παναγιώτης Κονδύλης
Τρίτη 10 Μαρτίου 2015
έτσι η αυγή πνίγεται στην μέρα...
Η πιο δύσκολη απόχρωση της
Το πρώιμο φύλλο της λουλούδι είναι
αλλά μόνο για μια ώρα...
Her hardest hue to hold.
Her early leaf's a flower;
But only so an hour...
Γιάννης Σταύρου, Αμυγδαλιές στην Αττική, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Ρόμπερτ Φροστ
Φωτιά και Πάγος
Κάποιοι λένε πως με φωτιά θα τελειώσει ο κόσμος
Άλλοι πάλι λένε πως με τον πάγο το τέλος θα έρθει
Έχω δοκιμάσει από επιθυμία και τα δύο
και έτσι υποστηρίζω εκείνους που την φωτιά ευνοούν
Αλλά αν ήταν ο κόσμος δυο φορές να τελειώσει
Νομίζω πως έχω αρκετά το μίσος γνωρίσει
για να ξέρω ότι η καταστροφή από πάγο
είναι επίσης σπουδαία
και θ’ αρκούσε
Τίποτα χρυσό δεν παραμένει
Το πρώτο πράσινο της φύσης είναι χρυσό
Η πιο δύσκολη απόχρωση της
Το πρώιμο φύλλο της λουλούδι είναι
αλλά μόνο για μια ώρα
Μετά το φύλλο πέφτει δίπλα σε φύλλο
Έτσι ο παράδεισος βυθίζεται στην θλίψη
έτσι η αυγή πνίγεται στην μέρα
Τίποτα χρυσό δεν παραμένει
(Μετ. Μαρία Ροδοπούλου)
Robert Frost
Fire and Ice
Some say the world will end in fire,
Some say in ice.
From what I've tasted of desire
I hold with those who favour fire.
But if it had to perish twice,
I think I know enough of hate
To know that for destruction ice
Is also great
And would suffice.
Nothing gold can stay
Nature's first green is gold,
Her hardest hue to hold.
Her early leaf's a flower;
But only so an hour.
Then leaf subsides to leaf.
So Eden sank to grief,
So dawn goes down to day.
Nothing gold can stay. -
Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015
Αλλάζουν οι καιροί, περνάν τα χρόνια...
Το πέλαγο πικρό και η γη μας λίγη
και το νερό στα σύννεφα ακριβό...
Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας, λάδι σε καμβά
Νίκος Γκάτσος
Τραγούδι του παλιού καιρού
...Για τον Γιώργο Σεφέρη
Αλλάζουν οι καιροί, περνάν τα χρόνια
του κόσμου το ποτάμι είναι θολό
μα εγώ θα βγω στου ονείρου τα μπαλκόνια
για να σε ιδώ σκυμμένο στον πηλό
καράβια να κεντάς και χελιδόνια.
Το πέλαγο πικρό και η γη μας λίγη
και το νερό στα σύννεφα ακριβό
το κυπαρίσσι η γύμνια το τυλίγει
το χόρτο καίει τη στάχτη του βουβό
κι ατέλειωτο του ήλιου το κυνήγι.
Κι ήρθες εσύ και σκάλισες μια κρήνη
για τον παλιό του Πόντου ναυαγό
που χάθηκε μα η μνήμη του έχει μείνει
κοχύλι λαμπερό στην Αμοργό
και βότσαλο αρμυρό στη Σαντορίνη.
Κι απ’ τη δροσιά που σάλεψε στη φτέρη
πήρα κι εγώ το δάκρυ μιας ροδιάς
για να μπορώ σε τούτο το δεφτέρι
καημούς να συλλαβίζω της καρδιάς
με του παραμυθιού το πρώτο αστέρι.
Μα τώρα που η Μεγάλη φτάνει Τρίτη
κι’ Ανάσταση θ’ αργήσει να φανεί
θέλω να πας στη Μάνη και στην Κρήτη
με συντροφιά σου εκεί παντοτινή
το λύκο τον αητό και τον αστρίτη.
Κι άμα θα ιδείς κρυφά στο μέτωπό σου,
να λάμπει μ’ απαλή μαρμαρυγή
τ’ αλλοτινό πεφτάστερο σηκώσου
να ζωντανέψεις πάλι μια πηγή
που καρτερεί στο βράχο το δικό σου.
και το νερό στα σύννεφα ακριβό...
Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας, λάδι σε καμβά
Νίκος Γκάτσος
Τραγούδι του παλιού καιρού
...Για τον Γιώργο Σεφέρη
Αλλάζουν οι καιροί, περνάν τα χρόνια
του κόσμου το ποτάμι είναι θολό
μα εγώ θα βγω στου ονείρου τα μπαλκόνια
για να σε ιδώ σκυμμένο στον πηλό
καράβια να κεντάς και χελιδόνια.
Το πέλαγο πικρό και η γη μας λίγη
και το νερό στα σύννεφα ακριβό
το κυπαρίσσι η γύμνια το τυλίγει
το χόρτο καίει τη στάχτη του βουβό
κι ατέλειωτο του ήλιου το κυνήγι.
Κι ήρθες εσύ και σκάλισες μια κρήνη
για τον παλιό του Πόντου ναυαγό
που χάθηκε μα η μνήμη του έχει μείνει
κοχύλι λαμπερό στην Αμοργό
και βότσαλο αρμυρό στη Σαντορίνη.
Κι απ’ τη δροσιά που σάλεψε στη φτέρη
πήρα κι εγώ το δάκρυ μιας ροδιάς
για να μπορώ σε τούτο το δεφτέρι
καημούς να συλλαβίζω της καρδιάς
με του παραμυθιού το πρώτο αστέρι.
Μα τώρα που η Μεγάλη φτάνει Τρίτη
κι’ Ανάσταση θ’ αργήσει να φανεί
θέλω να πας στη Μάνη και στην Κρήτη
με συντροφιά σου εκεί παντοτινή
το λύκο τον αητό και τον αστρίτη.
Κι άμα θα ιδείς κρυφά στο μέτωπό σου,
να λάμπει μ’ απαλή μαρμαρυγή
τ’ αλλοτινό πεφτάστερο σηκώσου
να ζωντανέψεις πάλι μια πηγή
που καρτερεί στο βράχο το δικό σου.
Κυριακή 8 Μαρτίου 2015
μια δύση θριαμβική...
Τέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική,
κι ύστερα φεύγουμεν απο τα βράδια του Απριλίου,
στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει...
Γιάννης Σταύρου, Δύση στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Κώστας Καρυωτάκης
Υστεροφημία
Τὸ θάνατό μας χρειάζεται ἡ ἄμετρη γύρω φύση
καὶ τὸν ζητοῦν τὰ πορφυρὰ στόματα τῶν ἀνθῶν.
Ἂν ἔρθει πάλιν ἡ ἄνοιξη, πάλι θὰ μᾶς ἀφήσει,
κι ὕστερα πιὰ μήτε σκιὲς δὲν εἴμεθα σκιῶν.
Τὸ θάνατό μας καρτερεῖ τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ ἥλιου.
Τέτοια θὰ δοῦμε ἀκόμη μιὰ δύση θριαμβική,
κι ὕστερα φεύγουμεν ἀπὸ τὰ βράδια τοῦ Ἀπριλίου,
στὰ σκοτεινὰ πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κεῖ.
Μόνο μπορεῖ νὰ μείνουνε κατόπι μας οἱ στίχοι
δέκα μονάχα στίχοι μας νὰ μείνουνε, καθὼς
τὰ περιστέρια ποὺ σκορποῦν οἱ ναυαγοὶ στὴν τύχη,
κι ὅταν φέρουν τὸ μήνυμα δὲν εἶναι πιὰ καιρός.
κι ύστερα φεύγουμεν απο τα βράδια του Απριλίου,
στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει...
Γιάννης Σταύρου, Δύση στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Κώστας Καρυωτάκης
Υστεροφημία
Τὸ θάνατό μας χρειάζεται ἡ ἄμετρη γύρω φύση
καὶ τὸν ζητοῦν τὰ πορφυρὰ στόματα τῶν ἀνθῶν.
Ἂν ἔρθει πάλιν ἡ ἄνοιξη, πάλι θὰ μᾶς ἀφήσει,
κι ὕστερα πιὰ μήτε σκιὲς δὲν εἴμεθα σκιῶν.
Τὸ θάνατό μας καρτερεῖ τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ ἥλιου.
Τέτοια θὰ δοῦμε ἀκόμη μιὰ δύση θριαμβική,
κι ὕστερα φεύγουμεν ἀπὸ τὰ βράδια τοῦ Ἀπριλίου,
στὰ σκοτεινὰ πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κεῖ.
Μόνο μπορεῖ νὰ μείνουνε κατόπι μας οἱ στίχοι
δέκα μονάχα στίχοι μας νὰ μείνουνε, καθὼς
τὰ περιστέρια ποὺ σκορποῦν οἱ ναυαγοὶ στὴν τύχη,
κι ὅταν φέρουν τὸ μήνυμα δὲν εἶναι πιὰ καιρός.
Σάββατο 7 Μαρτίου 2015
και δεν έχει μάτια κανένας...
Να περιμένεις την πνοή π' ανοίγει τις οράσεις
ο ποιητής ανθίζει
δεν τρέχει πίσω απ' τις λέξεις
έχει σαν το λουλούδι μια μοίρα
είν' ο αθέλητος...
Γιάννης Σταύρου, Βιβλίο και τριαντάφυλλα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Νίκος Καρούζος
Κατέβηκε τη φύση κι ανέβηκε την πράξη
8
Ο ήλιος είναι διχασμός και πόλεμος, είναι κ’ εχθρός των άστρων
είναι σα γέροντας με τη φωτιά γενειάδα χωρίς άνεμο
και στον ουράνιο αγρό πηγάδι για τις φλόγες
έρωτας στην ανατολή κι αγάπη προς τη δύση
το αίμα που τον απειλεί χάνεται στο σκοτάδι.
Σπαραγμένη μέρα σαν τον Πενθέα σαν τα σφάγια
τι να τον κάνουμε τον ήλιο μέσ’ στο αίμα
και τα χαράματα γιατί μονάχος να τ’ αποστηθίσω;
Φτωχά και τρίφτωχα μάτια
γυρεύω τον Πατέρα πέρ’ απ’ το φωστήρα
και δεν έχει μάτια κανένας
ούτε τα δέντρα που ’ναι πιο σοφά κι απορεμένα
φωνάζω στις γάτες ο Πόνος φωνάζω στα σκυλιά
μήπως εκείνα βλέπουν τίποτα
κι όλα τα ζώα που σύντυχα βαθιά τα ρώτησα μήπως εκείνα
κι όταν ένα ελάτι βουνίσιο αγριεύει στο ψήλος θα τυφλώνεται
και πάλι ο ήλιος περιγελαστής αόμματος με το μπαστούνι μαύρο
ή τραπεζίτης του πυρός μιλώντας τη γλώσσα μας
ο φωτοδότης και κάτοχος του χρυσίου.
Περπατώντας
Φασματική Αθήνα σε χειμέριον όρθο
ποιος θα ζυγίσει το δικό μας πόνο
μέρες
νύχτες
ώρες βροχερές
όταν μας έκλεινε η σιωπή σαν παλαιά παράθυρα
δίχως τα δέντρα
δίχως της γυναίκας το φιλί
μέρες
νύχτες
ώρες βροχερές...
Να περιμένεις την πνοή π' ανοίγει τις οράσεις
ο ποιητής ανθίζει
δεν τρέχει πίσω απ' τις λέξεις
έχει σαν το λουλούδι μια μοίρα
είν' ο αθέλητος
έρχετ' η βροχή νοτίζει το χώμα ο ήλιος
θα 'ρθει κ' η νύχτα θα 'ρθει κ' η μέρα
και πάντα το φως.
ο ποιητής ανθίζει
δεν τρέχει πίσω απ' τις λέξεις
έχει σαν το λουλούδι μια μοίρα
είν' ο αθέλητος...
Γιάννης Σταύρου, Βιβλίο και τριαντάφυλλα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Νίκος Καρούζος
Κατέβηκε τη φύση κι ανέβηκε την πράξη
8
Ο ήλιος είναι διχασμός και πόλεμος, είναι κ’ εχθρός των άστρων
είναι σα γέροντας με τη φωτιά γενειάδα χωρίς άνεμο
και στον ουράνιο αγρό πηγάδι για τις φλόγες
έρωτας στην ανατολή κι αγάπη προς τη δύση
το αίμα που τον απειλεί χάνεται στο σκοτάδι.
Σπαραγμένη μέρα σαν τον Πενθέα σαν τα σφάγια
τι να τον κάνουμε τον ήλιο μέσ’ στο αίμα
και τα χαράματα γιατί μονάχος να τ’ αποστηθίσω;
Φτωχά και τρίφτωχα μάτια
γυρεύω τον Πατέρα πέρ’ απ’ το φωστήρα
και δεν έχει μάτια κανένας
ούτε τα δέντρα που ’ναι πιο σοφά κι απορεμένα
φωνάζω στις γάτες ο Πόνος φωνάζω στα σκυλιά
μήπως εκείνα βλέπουν τίποτα
κι όλα τα ζώα που σύντυχα βαθιά τα ρώτησα μήπως εκείνα
κι όταν ένα ελάτι βουνίσιο αγριεύει στο ψήλος θα τυφλώνεται
και πάλι ο ήλιος περιγελαστής αόμματος με το μπαστούνι μαύρο
ή τραπεζίτης του πυρός μιλώντας τη γλώσσα μας
ο φωτοδότης και κάτοχος του χρυσίου.
Περπατώντας
Φασματική Αθήνα σε χειμέριον όρθο
ποιος θα ζυγίσει το δικό μας πόνο
μέρες
νύχτες
ώρες βροχερές
όταν μας έκλεινε η σιωπή σαν παλαιά παράθυρα
δίχως τα δέντρα
δίχως της γυναίκας το φιλί
μέρες
νύχτες
ώρες βροχερές...
Να περιμένεις την πνοή π' ανοίγει τις οράσεις
ο ποιητής ανθίζει
δεν τρέχει πίσω απ' τις λέξεις
έχει σαν το λουλούδι μια μοίρα
είν' ο αθέλητος
έρχετ' η βροχή νοτίζει το χώμα ο ήλιος
θα 'ρθει κ' η νύχτα θα 'ρθει κ' η μέρα
και πάντα το φως.
Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015
Ας μην σπάζει μ' ορμή στο γιαλό τους το κύμα...
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Όσους βαθειά σκεπάζουν οι στροφάδες των νερών...
And death shall have no dominion.
Under the windings of the sea...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά
Ντύλαν Τόμας
Κι ο Θάνατος δε θάχει πια εξουσία
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία..
Γυμνοί οι νεκροί θα γίνουν ένα
Με τον άνθρωπο του ανέμου και του δυτικού φεγγαριού
Όταν ασπρίσουν τα κόκκαλά τους και τριφτούν τ' άσπρα κόκκαλα
θάχουν αστέρια στον αγκώνα και στο πόδι
Αν τρελλάθηκαν η γνώση τους θα ξαναρθεί,
Αν βούλιαξαν στο πέλαγος θ' αναδυθούν
Αν χάθηκαν οι εραστές δεν θα χαθεί η αγάπη
Κι ο θάνατος δεν θαχει πια εξουσία..
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Όσους βαθειά σκεπάζουν οι στροφάδες των νερών
Δεν θ' αφανίσει ανεμοστρόβιλος
Κι αν στρίβει ο τροχαλίας κι οι κλειδώσεις ξεφτίζουν
Στον τροχό αν τους παιδεύουν δεν θα τους συντρίψουν
Στα σπασμένα τα χέρια τους θαναι η πίστη διπλή
Κι οι μονόκεροι δαίμονες ας τρυπούν το κορμί
Χίλια κομμάτια θρύψαλα κι αράγιστοι θα μείνουν
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία..
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Ας μη φωνάζουν πια στο αυτί τους γλάροι
Ας μην σπάζει μ' ορμή στο γιαλό τους το κύμα
Εκεί που εν' άνθι φούντωνε δεν έχει τώρα ανθό
Να υψώσει την κορφή του στης βροχής το φούντωμα
Τρελλοί, μπορεί, και ξόδια, ψόφια καρφιά, μα ιδές
Φύτρα των σημαδιών τους, να, σφυριές οι μαργαρίτες
Ορμούν στον ήλιο ωσότου ο ήλιος να καταλυθεί,
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία..
(μετ. Λύντια Στεφάνου)
Dylan Thomas
And Death Shall Have No Dominion
And death shall have no dominion.
Dead men naked they shall be one
With the man in the wind and the west moon;
When their bones are picked clean and the clean bones gone,
They shall have stars at elbow and foot;
Though they go mad they shall be sane,
Though they sink through the sea they shall rise again;
Though lovers be lost love shall not;
And death shall have no dominion.
And death shall have no dominion.
Under the windings of the sea
They lying long shall not die windily;
Twisting on racks when sinews give way,
Strapped to a wheel, yet they shall not break;
Faith in their hands shall snap in two,
And the unicorn evils run them through;
Split all ends up they shan't crack;
And death shall have no dominion.
And death shall have no dominion.
No more may gulls cry at their ears
Or waves break loud on the seashores;
Where blew a flower may a flower no more
Lift its head to the blows of the rain;
Though they be mad and dead as nails,
Heads of the characters hammer through daisies;
Break in the sun till the sun breaks down,
And death shall have no dominion.
Όσους βαθειά σκεπάζουν οι στροφάδες των νερών...
And death shall have no dominion.
Under the windings of the sea...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά
Ντύλαν Τόμας
Κι ο Θάνατος δε θάχει πια εξουσία
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία..
Γυμνοί οι νεκροί θα γίνουν ένα
Με τον άνθρωπο του ανέμου και του δυτικού φεγγαριού
Όταν ασπρίσουν τα κόκκαλά τους και τριφτούν τ' άσπρα κόκκαλα
θάχουν αστέρια στον αγκώνα και στο πόδι
Αν τρελλάθηκαν η γνώση τους θα ξαναρθεί,
Αν βούλιαξαν στο πέλαγος θ' αναδυθούν
Αν χάθηκαν οι εραστές δεν θα χαθεί η αγάπη
Κι ο θάνατος δεν θαχει πια εξουσία..
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Όσους βαθειά σκεπάζουν οι στροφάδες των νερών
Δεν θ' αφανίσει ανεμοστρόβιλος
Κι αν στρίβει ο τροχαλίας κι οι κλειδώσεις ξεφτίζουν
Στον τροχό αν τους παιδεύουν δεν θα τους συντρίψουν
Στα σπασμένα τα χέρια τους θαναι η πίστη διπλή
Κι οι μονόκεροι δαίμονες ας τρυπούν το κορμί
Χίλια κομμάτια θρύψαλα κι αράγιστοι θα μείνουν
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία..
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Ας μη φωνάζουν πια στο αυτί τους γλάροι
Ας μην σπάζει μ' ορμή στο γιαλό τους το κύμα
Εκεί που εν' άνθι φούντωνε δεν έχει τώρα ανθό
Να υψώσει την κορφή του στης βροχής το φούντωμα
Τρελλοί, μπορεί, και ξόδια, ψόφια καρφιά, μα ιδές
Φύτρα των σημαδιών τους, να, σφυριές οι μαργαρίτες
Ορμούν στον ήλιο ωσότου ο ήλιος να καταλυθεί,
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία..
(μετ. Λύντια Στεφάνου)
Dylan Thomas
And Death Shall Have No Dominion
And death shall have no dominion.
Dead men naked they shall be one
With the man in the wind and the west moon;
When their bones are picked clean and the clean bones gone,
They shall have stars at elbow and foot;
Though they go mad they shall be sane,
Though they sink through the sea they shall rise again;
Though lovers be lost love shall not;
And death shall have no dominion.
And death shall have no dominion.
Under the windings of the sea
They lying long shall not die windily;
Twisting on racks when sinews give way,
Strapped to a wheel, yet they shall not break;
Faith in their hands shall snap in two,
And the unicorn evils run them through;
Split all ends up they shan't crack;
And death shall have no dominion.
And death shall have no dominion.
No more may gulls cry at their ears
Or waves break loud on the seashores;
Where blew a flower may a flower no more
Lift its head to the blows of the rain;
Though they be mad and dead as nails,
Heads of the characters hammer through daisies;
Break in the sun till the sun breaks down,
And death shall have no dominion.
Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015
μα η λύπη ως κύμα μέσα μου...
Ω των ψυχών κακιά πληγή! το θες κ’ εσύ Ομορφιά!
με τα λαμπρά, τα φλογερά σου μάτια ως φωταψία,
και τα ρημάδια αυτά που άφησαν τα θηρία!..
Ô Beauté, dur fléau des âmes, tu le veux!
Avec tes yeux de feu, brillants comme des fêtes,
Calcine ces lambeaux qu'ont épargnés les bêtes!
Γιάννης Σταύρου, Πορτρέτο νέας γυναίκας, λάδι σε καμβά
Σαρλ Μπωντλαίρ
Συνομιλία
Είσαι όμορφη σα ρόδινο του φθινοπώρου δείλι!
μα η λύπη ως κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι αφήνει σαν πισωδρομά στ’ αράθυμά μου χείλη,
της θύμησης της πιο πικρής τον κατασταλαγμό.
– Μάταια γλυστρά το χέρι σου στου στήθους μου τα ψύχη·
καλή μου, εκείνο που ζητάει ρημάδι εγίνη πια,
απ’ της γυναίκας τ’ άγριο το δόντι και το νύχι.
Μη την καρδιά μου ψάχνεις πια, τη φάγαν τα θεριά.
Είν’ η καρδιά μου ανάκτορο απ’ όχλους ρημαγμένο·
μεθούν εκεί, σκοτώνονται, τραβιούνται απ’ τα μαλλιά!
–Μ’ από το στήθος σου άρωμα βγαίνει, το γυμνωμένο!..
Ω των ψυχών κακιά πληγή! το θες κ’ εσύ Ομορφιά!
με τα λαμπρά, τα φλογερά σου μάτια ως φωταψία,
και τα ρημάδια αυτά που άφησαν τα θηρία!
(μετ. Γιώργος Σημηριώτης)
Charles Baudelaire
Causerie
Vous êtes un beau ciel d'automne, clair et rose!
Mais la tristesse en moi monte comme la mer,
Et laisse, en refluant, sur ma lèvre morose
Le souvenir cuisant de son limon amer.
— Ta main se glisse en vain sur mon sein qui se pâme;
Ce qu'elle cherche, amie, est un lieu saccagé
Par la griffe et la dent féroce de la femme.
Ne cherchez plus mon coeur; les bêtes l'ont mangé.
Mon coeur est un palais flétri par la cohue;
On s'y soûle, on s'y tue, on s'y prend aux cheveux!
— Un parfum nage autour de votre gorge nue!...
Ô Beauté, dur fléau des âmes, tu le veux!
Avec tes yeux de feu, brillants comme des fêtes,
Calcine ces lambeaux qu'ont épargnés les bêtes!
με τα λαμπρά, τα φλογερά σου μάτια ως φωταψία,
και τα ρημάδια αυτά που άφησαν τα θηρία!..
Ô Beauté, dur fléau des âmes, tu le veux!
Avec tes yeux de feu, brillants comme des fêtes,
Calcine ces lambeaux qu'ont épargnés les bêtes!
Γιάννης Σταύρου, Πορτρέτο νέας γυναίκας, λάδι σε καμβά
Σαρλ Μπωντλαίρ
Συνομιλία
Είσαι όμορφη σα ρόδινο του φθινοπώρου δείλι!
μα η λύπη ως κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι αφήνει σαν πισωδρομά στ’ αράθυμά μου χείλη,
της θύμησης της πιο πικρής τον κατασταλαγμό.
– Μάταια γλυστρά το χέρι σου στου στήθους μου τα ψύχη·
καλή μου, εκείνο που ζητάει ρημάδι εγίνη πια,
απ’ της γυναίκας τ’ άγριο το δόντι και το νύχι.
Μη την καρδιά μου ψάχνεις πια, τη φάγαν τα θεριά.
Είν’ η καρδιά μου ανάκτορο απ’ όχλους ρημαγμένο·
μεθούν εκεί, σκοτώνονται, τραβιούνται απ’ τα μαλλιά!
–Μ’ από το στήθος σου άρωμα βγαίνει, το γυμνωμένο!..
Ω των ψυχών κακιά πληγή! το θες κ’ εσύ Ομορφιά!
με τα λαμπρά, τα φλογερά σου μάτια ως φωταψία,
και τα ρημάδια αυτά που άφησαν τα θηρία!
(μετ. Γιώργος Σημηριώτης)
Charles Baudelaire
Causerie
Vous êtes un beau ciel d'automne, clair et rose!
Mais la tristesse en moi monte comme la mer,
Et laisse, en refluant, sur ma lèvre morose
Le souvenir cuisant de son limon amer.
— Ta main se glisse en vain sur mon sein qui se pâme;
Ce qu'elle cherche, amie, est un lieu saccagé
Par la griffe et la dent féroce de la femme.
Ne cherchez plus mon coeur; les bêtes l'ont mangé.
Mon coeur est un palais flétri par la cohue;
On s'y soûle, on s'y tue, on s'y prend aux cheveux!
— Un parfum nage autour de votre gorge nue!...
Ô Beauté, dur fléau des âmes, tu le veux!
Avec tes yeux de feu, brillants comme des fêtes,
Calcine ces lambeaux qu'ont épargnés les bêtes!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)