Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολις 1970, λάδι σε καμβά
Ερείπιο της αρχαίας Ελλάδας, ο ελληνικός λαός...
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Τρίτη 25 Ιουνίου 2013
Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη...
Όπως ο ξενιτεμένος...
Χωρίς γυρισμό...
Γιώργος Σεφέρης
Ο Γυρισμός του ξενιτεμένου
- Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου.
- Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μοῦ ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.
- Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγὰ-σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.
- Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους
κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.
- Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.
- Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα.
- Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους.
- Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πὼς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.
Ἀθήνα, ἄνοιξη ῾38
Κυριακή 23 Ιουνίου 2013
Η εποχή της βακτηριδιακής ανθρωπότητας...
Το γήινο τοπίο δεν μας χωράει πια...
Αναλύοντας τη ζωή στην πλέον στοιχειώδη μορφή της, προτού παρεμβληθούν η σεξουαλικότητα, η διαφοροποίηση των κυττάρων, η μορφολογική ποκιλότητα, κτλ., ο François Jacob σημειώνει στη "Λογική του ζώντος":
"Μπορούμε να συλλάβουμε ένα σύμπαν κάπως πληκτικό, άφυλο, δίχως ορμόνες και νευρικό σύστημα· ένα σύμπαν που κατοικείται αποκλειστικά και μόνο από όμοια κύτταρα που αναπαράγονται επ' άπειρον. Στην πραγματικότητα, αυτό το σύμπαν υπάρχει. Είναι εκείνο το σύμπαν το οποίο διαμορφώνει η κουλτούρα των βακτηριδίων".
Ετούτη η τελευταία φράση ξαφνιάζει: περιμέναμε ότι ο Francois Jacob θα επικαλούνταν τη σύγχρονη μονοδιάστατη κοινωνία μας. Στη πραγματικότητα, όλα συμβαίνουν ως εάν η εξελικτική πορεία του ανθρώπου να είναι σπειροειδής: μετά την πτώση της θεοκεντρικής κουλτούρας και την παρακμή της ανθρωπιστικής κουλτούρας, ανατέλλει η εποχή της βακτηριδιακής ανθρωπότητας.
Michel Thévoz
(Roland Jaccard, Το λεξικό του απόλυτου κυνισμού, Εκδ. Ποταμός
Μετ. Ρούλα Τσιτούρη)
Σάββατο 22 Ιουνίου 2013
Τι κρίμα...
Δισεκατομμύρια νευρώνες...
Η τυφλή μαστορική της φύσης...
Για το τίποτα....
Ντιέγκο Βελάσκεθ, Κεφάλι ελαφιού (1634)
Ακολουθεί επιστημονική είδηση απο το ΒΗΜΑ, 21-6-2013:
Ερευνητές δημιούργησαν το πρώτο υψηλής ανάλυσης 3D ψηφιακό μοντέλο του ανθρώπινου εγκεφάλου, το οποίο ονομάστηκε «Big Brain» («Μεγάλος Εγκέφαλος»).
Ο πιο αναλυτικός χάρτης
Σε αυτόν τον τόσο αναλυτικό χάρτη αποτυπώνεται η ανατομία του εγκεφάλου με κάθε λεπτομέρεια, επιτρέποντας στους επιστήμονες να διακρίνουν περιοχές με πάχος πολύ μικρότερο από αυτό μιας ανθρώπινης τρίχας. Το εξονυχιστικό μοντέλο που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Science» αναμένεται να διατεθεί δωρεάν online ώστε να αποτελέσει μια πλατφόρμα χρήσιμη για όλους τους νευροεπιστήμονες.
Η διεθνής ερευνητική ομάδα χρειάστηκε να «τεμαχίσει» τον εγκέφαλο μιας 65χρονης γυναίκας μετά θάνατον σε 7.400 κομμάτια. Το κάθε κομμάτι είχε πάχος της τάξεως των 20 μικρομέτρων – το ένα πέμπτο του πάχους μιας ανθρώπινης τρίχας. Στη συνέχεια οι επιστήμονες σημάδεψαν με ειδικές χρωστικές την κάθε «φέτα» του εγκεφάλου προκειμένου να αποκαλυφθούν οι ανατομικές της λεπτομέρειες και σκάναραν τις εικόνες σε έναν υπερυπολογιστή. Το τελικό βήμα ήταν να «συναρμολογηθούν» ξανά όλες οι εικόνες στον υπολογιστή για να παραχθεί ο συνολικός χάρτης.
«Σύλληψη» 80 δισ νευρώνων
Το όλο επίπονο ερευνητικό πρόγραμμα διήρκεσε 10 έτη – απαιτήθηκαν 1.000 ώρες δουλειάς μόνο στον υπερυπολογιστή - και κατά τη διάρκειά του «συνελήφθησαν» 80 δισεκατομμύρια νευρώνες.
Το αποτέλεσμα ήταν ένας τρισδιάστατος ψηφιακός εγκέφαλος υψηλής ανάλυσης στον οποίο ο κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζουμάρει ώστε να μελετήσει με λεπτομέρεια όποια περιοχή του επιθυμεί.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε μια εκ των συμμετεχόντων στη μελέτη, η καθηγήτρια Κάτριν Αμουντς από το Ερευνητικό Κέντρο Julich στη Γερμανία «ο χάρτης που δημιουργήσαμε μοιάζει με το Google Earth του εγκεφάλου. Μπορεί κάποιος να δει λεπτομέρειες οι οποίες δεν ήταν ορατές προτού να έχουμε στα χέρια μας αυτήν την τρισδιάστατη αποτύπωση».
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα ειδικό εργαλείο που ονομάζεται μικροτόμος προκειμένου να τεμαχίσουν έναν ανθρώπινο εγκέφαλο που διατηρείτο σε κερί παραφίνης σε φέτες με πάχος μόλις 20 μικρομέτρων έκαστη. Ο εγκέφαλος τεμαχίσθηκε σε περισσότερα από 7.400 κομμάτια (Credit: Amunts, Zilles, Evans et al.).
50 φορές υψηλότερη ανάλυση
Η ανάλυση του μοντέλου είναι 50 φορές υψηλότερη σε σύγκριση με εκείνη των προηγούμενων παρόμοιων χαρτών. Μέχρι σήμερα η ακριβής θέση των νευρώνων που δημιουργούν το νευρωνικό «δίκτυο» του εγκεφάλου ήταν πολύ δύσκολο να αποτυπωθεί, κυρίως επειδή η επιφάνεια του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι καλυμμένη με «πτυχές». Η διενέργεια τομών του εγκεφάλου φέρνει στο φως μόνο δύο διαστάσεις, με αποτέλεσμα να μην είναι σαφές πού και πώς τα κύτταρα μέσα σε αυτές τις «πτυχές» οργανώνονται στον τρισδιάστατο χώρο.
Τώρα όμως, με δεδομένο ότι η ανάλυση των εικόνων που έλαβαν οι ερευνητές ήταν τόσο υψηλή, ο υπερυπολογιστής που χρησιμοποιήθηκε ήταν σε θέση να προσδιορίσει το τρισδιάστατο σχήμα της κάθε «πτυχής» του εγκεφάλου χωρίς να κάνει λάθος.
Η τυφλή μαστορική της φύσης...
Για το τίποτα....
Ντιέγκο Βελάσκεθ, Κεφάλι ελαφιού (1634)
Ακολουθεί επιστημονική είδηση απο το ΒΗΜΑ, 21-6-2013:
Ερευνητές δημιούργησαν το πρώτο υψηλής ανάλυσης 3D ψηφιακό μοντέλο του ανθρώπινου εγκεφάλου, το οποίο ονομάστηκε «Big Brain» («Μεγάλος Εγκέφαλος»).
Ο πιο αναλυτικός χάρτης
Σε αυτόν τον τόσο αναλυτικό χάρτη αποτυπώνεται η ανατομία του εγκεφάλου με κάθε λεπτομέρεια, επιτρέποντας στους επιστήμονες να διακρίνουν περιοχές με πάχος πολύ μικρότερο από αυτό μιας ανθρώπινης τρίχας. Το εξονυχιστικό μοντέλο που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Science» αναμένεται να διατεθεί δωρεάν online ώστε να αποτελέσει μια πλατφόρμα χρήσιμη για όλους τους νευροεπιστήμονες.
Η διεθνής ερευνητική ομάδα χρειάστηκε να «τεμαχίσει» τον εγκέφαλο μιας 65χρονης γυναίκας μετά θάνατον σε 7.400 κομμάτια. Το κάθε κομμάτι είχε πάχος της τάξεως των 20 μικρομέτρων – το ένα πέμπτο του πάχους μιας ανθρώπινης τρίχας. Στη συνέχεια οι επιστήμονες σημάδεψαν με ειδικές χρωστικές την κάθε «φέτα» του εγκεφάλου προκειμένου να αποκαλυφθούν οι ανατομικές της λεπτομέρειες και σκάναραν τις εικόνες σε έναν υπερυπολογιστή. Το τελικό βήμα ήταν να «συναρμολογηθούν» ξανά όλες οι εικόνες στον υπολογιστή για να παραχθεί ο συνολικός χάρτης.
«Σύλληψη» 80 δισ νευρώνων
Το όλο επίπονο ερευνητικό πρόγραμμα διήρκεσε 10 έτη – απαιτήθηκαν 1.000 ώρες δουλειάς μόνο στον υπερυπολογιστή - και κατά τη διάρκειά του «συνελήφθησαν» 80 δισεκατομμύρια νευρώνες.
Το αποτέλεσμα ήταν ένας τρισδιάστατος ψηφιακός εγκέφαλος υψηλής ανάλυσης στον οποίο ο κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζουμάρει ώστε να μελετήσει με λεπτομέρεια όποια περιοχή του επιθυμεί.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε μια εκ των συμμετεχόντων στη μελέτη, η καθηγήτρια Κάτριν Αμουντς από το Ερευνητικό Κέντρο Julich στη Γερμανία «ο χάρτης που δημιουργήσαμε μοιάζει με το Google Earth του εγκεφάλου. Μπορεί κάποιος να δει λεπτομέρειες οι οποίες δεν ήταν ορατές προτού να έχουμε στα χέρια μας αυτήν την τρισδιάστατη αποτύπωση».
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα ειδικό εργαλείο που ονομάζεται μικροτόμος προκειμένου να τεμαχίσουν έναν ανθρώπινο εγκέφαλο που διατηρείτο σε κερί παραφίνης σε φέτες με πάχος μόλις 20 μικρομέτρων έκαστη. Ο εγκέφαλος τεμαχίσθηκε σε περισσότερα από 7.400 κομμάτια (Credit: Amunts, Zilles, Evans et al.).
50 φορές υψηλότερη ανάλυση
Η ανάλυση του μοντέλου είναι 50 φορές υψηλότερη σε σύγκριση με εκείνη των προηγούμενων παρόμοιων χαρτών. Μέχρι σήμερα η ακριβής θέση των νευρώνων που δημιουργούν το νευρωνικό «δίκτυο» του εγκεφάλου ήταν πολύ δύσκολο να αποτυπωθεί, κυρίως επειδή η επιφάνεια του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι καλυμμένη με «πτυχές». Η διενέργεια τομών του εγκεφάλου φέρνει στο φως μόνο δύο διαστάσεις, με αποτέλεσμα να μην είναι σαφές πού και πώς τα κύτταρα μέσα σε αυτές τις «πτυχές» οργανώνονται στον τρισδιάστατο χώρο.
Τώρα όμως, με δεδομένο ότι η ανάλυση των εικόνων που έλαβαν οι ερευνητές ήταν τόσο υψηλή, ο υπερυπολογιστής που χρησιμοποιήθηκε ήταν σε θέση να προσδιορίσει το τρισδιάστατο σχήμα της κάθε «πτυχής» του εγκεφάλου χωρίς να κάνει λάθος.
Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013
Το Μάνκοβετς, απόψε...
Σαλπάραμε οριστικά με το Μάνκοβετς, μοιραίοι, ενταφιασμένοι στις γρανιτένιες του καμπίνες...
Δίχως στίγμα, σε ύδατα που κανένας χάρτης αυτού του κόσμου δε σημειώνει....
Ρένο μου λείπεις - σε ποιούς να μιλήσω πια...
Γιάννης Σταύρου, Καράβι και ναύτες, λάδι σε καμβά
Ρένος Αποστολίδης
Μάνκοβετς
Το Μάνκοβετς, απόψε,
καράβι δίχως ξάρτια και τζιμινιέρες,
μυστηριακό, δίχως φώτα σηματοδοσίας,
σε ταξίδι ανάκουστο αρμενίζει...
Κανένας στο πηδάλιο,
κανένας στην πυξίδα,
πλέει δίχως στίγμα,
σε ύδατα
που κανένας χάρτης αυτού του κόσμου δε σημειώνει!
Κάθε νύχτα,
που ο άνεμος με χιλιάδες αρπάγες,
με χιλιάδες δάχτυλα προσταγής,
με ολολυγμούς,
με θρήνους,
με κραυγές απογνώσεων, με ικεσίες,
παρωθεί στον ίλιγγο της κουπαστής,
πάνω απ' την πάλλευκη άβυσσο
- κάθε νύχτα, το Μάνκοβετς,
μυστηριακό υπερντρέντνωτ
με γρανιτένια θωράκιση,
πλέει σ' άλλα πλάτη,
σ' άλλα μήκη,
σε ύδατα άλλα!
Για χάρη του,
θάλασσες που άλλο καράβι δεν τις αρμένισε ποτέ,
κάτασπρα πέλαγα ξεκορμισμένα απ' το Μεγάλο Γαλαξία,
φτάνουν να το αρμενίσουν!..
Και πλέει
βουβό κι ατάραχο
πάνω απ' όλες τις θύελλες,
πάνω από ελιγμούς και παρεκκλίσεις,
κατάστηθα στυλώνοντας την πλώρη του στη μπόρα,
περήφανο,
άφοβο,
περιφρονητικό, τη μοίρα
του γρανίτη του ακολουθώντας.
Βαστά τη ρότα του ίδια...
Πλέει οληνύχτα,
με το παράξενό του πλήρωμα στις γρανιτένιες του καμπίνες ενταφιασμένο...
Ουρλιάζει ο άνεμος,
η λαίλαπα ολολύζει στη γέφυρά του
- μα εκείνο ακλόνητο
στον Άσπρο του Ωκεανό αρμενίζει!..
...Και τις αυγές,
τ' άστρα που σβήνουν
την τελευταία τους στίλβη αποθέτοντας στα κρύσταλλα της πάχνης
σε απίθανες αχτές τόχουν αθόρυβα προσλιμενίσει...
Τριγυρισμένο από σκοπέλους σκοτεινούς,
φύλακες άγρυπνους,
το βρίσκει η μέρα...
Φτάνει κάθε χάραμα να παραλάβει...- τί;
ποιό αλλόκοτο φορτίο;
Κανείς δεν ξέρει ποιός το ναυλώνει,
κι ούτε για πού της ερχόμενης νύχτας
- για ποιά άλλα μήκη, άλλα πλάτη,
έξω απ' τα σύνορα του κόσμου τούτου!...
Κάθε αυγή,
την αγωνία του αλλόκοτου πληρώματος του στ' άστρα που σβήνουν αναθέτει
και σβήνει πια κι αυτό τις μηχανές του...
Σε ποιά σημαία τόχουν ναυτολογήσει;
Τα χρώματά της ποιά; Να μας τα δείξει!..
Μα κείνο,
ατάραχο,
βουβό,
δεν αποκρίνεται...
Καθυστερεί λίγες ώρες στο λιμάνι
και σα σβήση ο ήλιος πίσω απ' το σύννεφο
ανάβει πάλι τις υπόγειες μηχανές του και ξανακινά!..
Θάλασσες άλλες έχουν έρθει να το αμενίσουν
- άλλοι Άσπροι Ωκεανοί να τους διαπλέυση απόψε!..
Και κάθε νύχτα
το ίδιο...
Το Μάνκοβετς, απόψε,
καράβι δίχως ξάρτια και τζιμινιέρες,
μυστηριακό, δίχως φώτα σηματοδοσίας,
σε ταξίδι ανάκουστο αρμενίζει,
με τις μπούκες των πολυβόλων του έτοιμες!..
Έλα,
έλα μαζί μου,
στις υπόγειες μηχανές του,
εκεί που τα έμβολά του ζυμώνουν ατελείωτα τη ζωή και το θάνατο,
τη φωτιά και τον πόνο,
τον καπνό και τα δάκρυα,
την ασφυξία και τη δίψα,
την πείνα και τη νύχτα,
τον τάφο και το κρύο και την απόγνωση!
Εκεί που οι άξονές του και τα γρανάζια του συντρίβουν,
κονιορτοποιούν,
διαλύουν,
και τα μανόμετρά τους μετρούν οργή χιλίων ατμοσφαιρών,
κ' οι στήλες των θερμομέτρων του σημειώνουν: 24 υπό!
Έλα, έλα μαζί μου
στις υπόγειες μηχανές του
- στην εντάφια γρανιτένια πύλη του Πουργκατόριου!..
Δίχως στίγμα, σε ύδατα που κανένας χάρτης αυτού του κόσμου δε σημειώνει....
Ρένο μου λείπεις - σε ποιούς να μιλήσω πια...
Γιάννης Σταύρου, Καράβι και ναύτες, λάδι σε καμβά
Ρένος Αποστολίδης
Μάνκοβετς
Το Μάνκοβετς, απόψε,
καράβι δίχως ξάρτια και τζιμινιέρες,
μυστηριακό, δίχως φώτα σηματοδοσίας,
σε ταξίδι ανάκουστο αρμενίζει...
Κανένας στο πηδάλιο,
κανένας στην πυξίδα,
πλέει δίχως στίγμα,
σε ύδατα
που κανένας χάρτης αυτού του κόσμου δε σημειώνει!
Κάθε νύχτα,
που ο άνεμος με χιλιάδες αρπάγες,
με χιλιάδες δάχτυλα προσταγής,
με ολολυγμούς,
με θρήνους,
με κραυγές απογνώσεων, με ικεσίες,
παρωθεί στον ίλιγγο της κουπαστής,
πάνω απ' την πάλλευκη άβυσσο
- κάθε νύχτα, το Μάνκοβετς,
μυστηριακό υπερντρέντνωτ
με γρανιτένια θωράκιση,
πλέει σ' άλλα πλάτη,
σ' άλλα μήκη,
σε ύδατα άλλα!
Για χάρη του,
θάλασσες που άλλο καράβι δεν τις αρμένισε ποτέ,
κάτασπρα πέλαγα ξεκορμισμένα απ' το Μεγάλο Γαλαξία,
φτάνουν να το αρμενίσουν!..
Και πλέει
βουβό κι ατάραχο
πάνω απ' όλες τις θύελλες,
πάνω από ελιγμούς και παρεκκλίσεις,
κατάστηθα στυλώνοντας την πλώρη του στη μπόρα,
περήφανο,
άφοβο,
περιφρονητικό, τη μοίρα
του γρανίτη του ακολουθώντας.
Βαστά τη ρότα του ίδια...
Πλέει οληνύχτα,
με το παράξενό του πλήρωμα στις γρανιτένιες του καμπίνες ενταφιασμένο...
Ουρλιάζει ο άνεμος,
η λαίλαπα ολολύζει στη γέφυρά του
- μα εκείνο ακλόνητο
στον Άσπρο του Ωκεανό αρμενίζει!..
...Και τις αυγές,
τ' άστρα που σβήνουν
την τελευταία τους στίλβη αποθέτοντας στα κρύσταλλα της πάχνης
σε απίθανες αχτές τόχουν αθόρυβα προσλιμενίσει...
Τριγυρισμένο από σκοπέλους σκοτεινούς,
φύλακες άγρυπνους,
το βρίσκει η μέρα...
Φτάνει κάθε χάραμα να παραλάβει...- τί;
ποιό αλλόκοτο φορτίο;
Κανείς δεν ξέρει ποιός το ναυλώνει,
κι ούτε για πού της ερχόμενης νύχτας
- για ποιά άλλα μήκη, άλλα πλάτη,
έξω απ' τα σύνορα του κόσμου τούτου!...
Κάθε αυγή,
την αγωνία του αλλόκοτου πληρώματος του στ' άστρα που σβήνουν αναθέτει
και σβήνει πια κι αυτό τις μηχανές του...
Σε ποιά σημαία τόχουν ναυτολογήσει;
Τα χρώματά της ποιά; Να μας τα δείξει!..
Μα κείνο,
ατάραχο,
βουβό,
δεν αποκρίνεται...
Καθυστερεί λίγες ώρες στο λιμάνι
και σα σβήση ο ήλιος πίσω απ' το σύννεφο
ανάβει πάλι τις υπόγειες μηχανές του και ξανακινά!..
Θάλασσες άλλες έχουν έρθει να το αμενίσουν
- άλλοι Άσπροι Ωκεανοί να τους διαπλέυση απόψε!..
Και κάθε νύχτα
το ίδιο...
Το Μάνκοβετς, απόψε,
καράβι δίχως ξάρτια και τζιμινιέρες,
μυστηριακό, δίχως φώτα σηματοδοσίας,
σε ταξίδι ανάκουστο αρμενίζει,
με τις μπούκες των πολυβόλων του έτοιμες!..
Έλα,
έλα μαζί μου,
στις υπόγειες μηχανές του,
εκεί που τα έμβολά του ζυμώνουν ατελείωτα τη ζωή και το θάνατο,
τη φωτιά και τον πόνο,
τον καπνό και τα δάκρυα,
την ασφυξία και τη δίψα,
την πείνα και τη νύχτα,
τον τάφο και το κρύο και την απόγνωση!
Εκεί που οι άξονές του και τα γρανάζια του συντρίβουν,
κονιορτοποιούν,
διαλύουν,
και τα μανόμετρά τους μετρούν οργή χιλίων ατμοσφαιρών,
κ' οι στήλες των θερμομέτρων του σημειώνουν: 24 υπό!
Έλα, έλα μαζί μου
στις υπόγειες μηχανές του
- στην εντάφια γρανιτένια πύλη του Πουργκατόριου!..
Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013
Οι αρετές χάνονται μέσα στο συμφέρον, όπως οι ποταμοί στη θάλασσα...
Αν δεν είχαμε ελαττώματα, δεν θα αισθανόμασταν τόση ευχαρίστηση να τα παρατηρούμε στους άλλους.
Γιάννης Σταύρου, Άνθρωπος και δέντρο, λάδι σε καμβά
Λα Ροσφουκό (1613-1680)
Αξιώματα
Δεν γίνεται κανείς γελοίος με τις ιδιότητες που έχει, αλλά με τις ιδιότητες που προσποιείται ότι έχει.
Η τύχη και η ψυχική διάθεση κυβερνούν τον κόσμο.
Κανείς δεν αξίζει να επαινεθεί για την καλοσύνη του αν δεν έχει τη δύναμη να είναι κακός.
Ο χωρισμός ελαττώνει τα μέτρια πάθη και δυναμώνει τα μεγάλα, όπως ο άνεμος σβήνει τα κεριά αλλά φουντώνει τις φωτιές.
Στην κοινωνική μας ζωή, αρέσουμε συχνότερα για τα ελαττώματά μας παρά για τα προτερήματά μας.
Μόνο στους μεγάλους ανθρώπους ταιριάζει να έχουν μεγάλα ελαττώματα.
Τίποτε δεν μας εμποδίζει τόσο πολύ να είμαστε φυσικοί, όσο η επιθυμία να είμαστε φυσικοί.
Η μεταμέλεια δεν είναι τόσο λύπη για το κακό που κάναμε, όσο φόβος για εκείνο που μπορεί να πάθουμε εξαιτίας του.
Κάθε άλλη καλοσύνη είναι συνήθως οκνηρία και αδύναμη θέληση.
Η αξία των ανθρώπων έχει την εποχή της, ακριβώς όπως και τα φρούτα.
Δεν βρίσκουμε τους ανθρώπους γνωστικούς, εκτός από αυτούς που συμφωνούν με τη γνώμη μας.
Οι περισσότερες γυναίκες παραδίνονται από αδυναμία παρά από πάθος. Γι' αυτό συνήθως οι επιθετικοί άντρες τα καταφέρνουν καλύτερα από τους άλλους, ακόμα και αν και δεν είναι πιο αξιαγάπητοι.
Ούτε τον ήλιο ούτε το θάνατο μπορεί κανείς να ατενίσει.
Δεν συναντούμε καθόλου αχάριστους, όσο είμαστε σε θέση να κάνουμε το καλό.
Κόλαση των γυναικών είναι τα γηρατειά.
Η προφορά του τόπου όπου γεννηθήκαμε μένει στο πνεύμα και την καρδιά μας, όσο και στην ομιλία μας.
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα είχαν ερωτευτεί ποτέ τους, αν δεν είχαν ακούσει να γίνεται λόγος για τον έρωτα.
Πραγματικά αξιοπρεπής είναι αυτός που δεν καυχιέται για τίποτα.
Η μετριοπάθεια των ευτυχισμένων ανθρώπων προέρχεται από τη γαλήνη που η καλοτυχία δίνει στην ψυχική τους διάθεση.
Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν -σαν τα βότανα- κρυμμένες ιδιότητες που η τύχη τις κάνει να αποκαλυφτούν.
Πώς έχουμε την αξία να κρατήσει το μυστικό μας ένας άλλος, αν δεν μπορούμε να το κρατήσουμε εμείς οι ίδιοι;
Οι αρετές χάνονται μέσα στο συμφέρον, όπως οι ποταμοί στη θάλασσα.
Η μετριοφροσύνη των ανθρώπων στο απόγειο της επιτυχίας τους, είναι μια επιθυμία να φαίνονται πιο μεγάλοι από την τύχη τους.
Η φύση δίνει την αξία και η τύχη την βάζει σε ενέργεια.
Η άρνηση των επαίνων είναι επιθυμία να μας επαινέσουν διπλά.
Το πιο αληθινό σημάδι πως κάποιος γεννήθηκε με μεγάλα προτερήματα, είναι το να γεννηθεί χωρίς φόβο.
Οι γέροι αγαπούν να δίνουν καλές συμβουλές, για να παρηγορούνται που δεν είναι σε θέση να δίνουν κακά παραδείγματα.
Έκαναν την ταπεινοφροσύνη αρετή για να περιορίσουν τις φιλοδοξίες των ισχυρών και να παρηγορήσουν τους μέτριους για την κακή τους τύχη και τα λίγα προτερήματά τους.
Κάλλιο να ξοδεύουμε το μυαλό μας στο να υπομένουμε τις ατυχίες που μας βρίσκουν, παρά στο να προβλέπουμε εκείνες που μπορεί να μας βρουν.
Υπάρχουν άνθρωποι που τους πάνε καλά τα ελαττώματά τους κι άλλοι που τους αδικούν τα προτερήματά τους.
Αν και οι άνθρωποι κολακεύονται για τις μεγάλες τους πράξεις, συχνά αυτές δεν είναι τα αποτελέσματα ενός μεγάλου σχεδίου, αλλά της τύχης.
Για τους περισσότερους ανθρώπους, δικαιοσύνη σημαίνει, απλά, ελπίδα για περισσότερες χάρες.
Στη φιλία και στον έρωτα είμαστε συχνά πιο ευτυχισμένοι χάρη στα όσα αγνοούμε παρά στα όσα ξέρουμε.
Ο εγωισμός υποφέρει περισσότερο από την καταδίκη των γούστων μας παρά των απόψεών μας.
Οι αρετές ενώνονται με το προσωπικό συμφέρον, όπως τα ποτάμια ενώνονται με τη θάλασσα
Λίγοι ξέρουν να γερνούν.
Οι πιο ενοχλητικοί ηλίθιοι είναι αυτοί που διαθέτουν πνεύμα.
Λίγες είναι οι γυναίκες που η αξία τους διαρκεί περισσότερο από την ομορφιά τους.
Η αγάπη, όπως και η φωτιά, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς συνεχή κίνηση και παύει να ζει μόλις πάψει να ελπίζει ή να φοβάται.
Η υποκρισία είναι τα λύτρα που πληρώνει η αμαρτία στην αρετή.
Η φιλαργυρία είναι πιο αντίθετη στην οικονομία από τη γενναιοδωρία.
Το βασικό στοιχείο μιας καλής συζήτησης δεν είναι τόσο η εξυπνάδα, όσο η εμπιστοσύνη.
Το καλύτερο που έχει να κάνει, όποιος δεν βασίζεται στον εαυτό του, είναι να σωπαίνει.
Αν κρίνουμε την αγάπη από τα αποτελέσματά της, τότε μοιάζει περισσότερο με μίσος παρά με φιλία.
Ποτέ δεν είναι κανείς τόσο ευτυχισμένος ή τόσο δυστυχισμένος, όσο φαντάζεται.
Η σωματική εργασία μας απαλλάσσει από την ασχολία του μυαλού και αυτό είναι που κάνει τους φτωχούς ευτυχισμένους.
Η αρετή δεν θα πήγαινε τόσο μακριά, αν δεν της κρατούσε συντροφιά η ματαιοδοξία.
Αν δεν είχαμε ελαττώματα, δεν θα αισθανόμασταν τόση ευχαρίστηση να τα παρατηρούμε στους άλλους.
Αγαπούμε πάντα αυτούς που μας θαυμάζουν και δεν αγαπούμε πάντα αυτούς που θαυμάζουμε.
Μεγαλύτερες αρετές χρειάζονται για να αντεπεξέλθει κανείς στην καλή τύχη παρά στην κακή.
Η αληθινή αγάπη είναι όπως τα φαντάσματα: όλοι μιλούν γι' αυτήν, αλλά κανείς δεν την έχει δει.
Δεν περιφρονούμε όσους έχουν ελαττώματα, αλλά όσους δεν έχουν καμιά αρετή.
Είναι πιο εύκολο να αγαπούμε αυτούς που μας μισούν παρά αυτούς που μας αγαπούν περισσότερο απ' όσο θέλουμε.
Όταν τα πάθη μας εγκαταλείπουν, κολακευόμαστε να πιστεύουμε ότι τα εγκαταλείπουμε εμείς.
Αυτό που κάνει ανυπόφορη τη ματαιοδοξία των άλλων είναι ότι πληγώνει τη δική μας.
Γιάννης Σταύρου, Άνθρωπος και δέντρο, λάδι σε καμβά
Λα Ροσφουκό (1613-1680)
Αξιώματα
Δεν γίνεται κανείς γελοίος με τις ιδιότητες που έχει, αλλά με τις ιδιότητες που προσποιείται ότι έχει.
Η τύχη και η ψυχική διάθεση κυβερνούν τον κόσμο.
Κανείς δεν αξίζει να επαινεθεί για την καλοσύνη του αν δεν έχει τη δύναμη να είναι κακός.
Ο χωρισμός ελαττώνει τα μέτρια πάθη και δυναμώνει τα μεγάλα, όπως ο άνεμος σβήνει τα κεριά αλλά φουντώνει τις φωτιές.
Στην κοινωνική μας ζωή, αρέσουμε συχνότερα για τα ελαττώματά μας παρά για τα προτερήματά μας.
Μόνο στους μεγάλους ανθρώπους ταιριάζει να έχουν μεγάλα ελαττώματα.
Τίποτε δεν μας εμποδίζει τόσο πολύ να είμαστε φυσικοί, όσο η επιθυμία να είμαστε φυσικοί.
Η μεταμέλεια δεν είναι τόσο λύπη για το κακό που κάναμε, όσο φόβος για εκείνο που μπορεί να πάθουμε εξαιτίας του.
Κάθε άλλη καλοσύνη είναι συνήθως οκνηρία και αδύναμη θέληση.
Η αξία των ανθρώπων έχει την εποχή της, ακριβώς όπως και τα φρούτα.
Δεν βρίσκουμε τους ανθρώπους γνωστικούς, εκτός από αυτούς που συμφωνούν με τη γνώμη μας.
Οι περισσότερες γυναίκες παραδίνονται από αδυναμία παρά από πάθος. Γι' αυτό συνήθως οι επιθετικοί άντρες τα καταφέρνουν καλύτερα από τους άλλους, ακόμα και αν και δεν είναι πιο αξιαγάπητοι.
Ούτε τον ήλιο ούτε το θάνατο μπορεί κανείς να ατενίσει.
Δεν συναντούμε καθόλου αχάριστους, όσο είμαστε σε θέση να κάνουμε το καλό.
Κόλαση των γυναικών είναι τα γηρατειά.
Η προφορά του τόπου όπου γεννηθήκαμε μένει στο πνεύμα και την καρδιά μας, όσο και στην ομιλία μας.
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα είχαν ερωτευτεί ποτέ τους, αν δεν είχαν ακούσει να γίνεται λόγος για τον έρωτα.
Πραγματικά αξιοπρεπής είναι αυτός που δεν καυχιέται για τίποτα.
Η μετριοπάθεια των ευτυχισμένων ανθρώπων προέρχεται από τη γαλήνη που η καλοτυχία δίνει στην ψυχική τους διάθεση.
Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν -σαν τα βότανα- κρυμμένες ιδιότητες που η τύχη τις κάνει να αποκαλυφτούν.
Πώς έχουμε την αξία να κρατήσει το μυστικό μας ένας άλλος, αν δεν μπορούμε να το κρατήσουμε εμείς οι ίδιοι;
Οι αρετές χάνονται μέσα στο συμφέρον, όπως οι ποταμοί στη θάλασσα.
Η μετριοφροσύνη των ανθρώπων στο απόγειο της επιτυχίας τους, είναι μια επιθυμία να φαίνονται πιο μεγάλοι από την τύχη τους.
Η φύση δίνει την αξία και η τύχη την βάζει σε ενέργεια.
Η άρνηση των επαίνων είναι επιθυμία να μας επαινέσουν διπλά.
Το πιο αληθινό σημάδι πως κάποιος γεννήθηκε με μεγάλα προτερήματα, είναι το να γεννηθεί χωρίς φόβο.
Οι γέροι αγαπούν να δίνουν καλές συμβουλές, για να παρηγορούνται που δεν είναι σε θέση να δίνουν κακά παραδείγματα.
Έκαναν την ταπεινοφροσύνη αρετή για να περιορίσουν τις φιλοδοξίες των ισχυρών και να παρηγορήσουν τους μέτριους για την κακή τους τύχη και τα λίγα προτερήματά τους.
Κάλλιο να ξοδεύουμε το μυαλό μας στο να υπομένουμε τις ατυχίες που μας βρίσκουν, παρά στο να προβλέπουμε εκείνες που μπορεί να μας βρουν.
Υπάρχουν άνθρωποι που τους πάνε καλά τα ελαττώματά τους κι άλλοι που τους αδικούν τα προτερήματά τους.
Αν και οι άνθρωποι κολακεύονται για τις μεγάλες τους πράξεις, συχνά αυτές δεν είναι τα αποτελέσματα ενός μεγάλου σχεδίου, αλλά της τύχης.
Για τους περισσότερους ανθρώπους, δικαιοσύνη σημαίνει, απλά, ελπίδα για περισσότερες χάρες.
Στη φιλία και στον έρωτα είμαστε συχνά πιο ευτυχισμένοι χάρη στα όσα αγνοούμε παρά στα όσα ξέρουμε.
Ο εγωισμός υποφέρει περισσότερο από την καταδίκη των γούστων μας παρά των απόψεών μας.
Οι αρετές ενώνονται με το προσωπικό συμφέρον, όπως τα ποτάμια ενώνονται με τη θάλασσα
Λίγοι ξέρουν να γερνούν.
Οι πιο ενοχλητικοί ηλίθιοι είναι αυτοί που διαθέτουν πνεύμα.
Λίγες είναι οι γυναίκες που η αξία τους διαρκεί περισσότερο από την ομορφιά τους.
Η αγάπη, όπως και η φωτιά, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς συνεχή κίνηση και παύει να ζει μόλις πάψει να ελπίζει ή να φοβάται.
Η υποκρισία είναι τα λύτρα που πληρώνει η αμαρτία στην αρετή.
Η φιλαργυρία είναι πιο αντίθετη στην οικονομία από τη γενναιοδωρία.
Το βασικό στοιχείο μιας καλής συζήτησης δεν είναι τόσο η εξυπνάδα, όσο η εμπιστοσύνη.
Το καλύτερο που έχει να κάνει, όποιος δεν βασίζεται στον εαυτό του, είναι να σωπαίνει.
Αν κρίνουμε την αγάπη από τα αποτελέσματά της, τότε μοιάζει περισσότερο με μίσος παρά με φιλία.
Ποτέ δεν είναι κανείς τόσο ευτυχισμένος ή τόσο δυστυχισμένος, όσο φαντάζεται.
Η σωματική εργασία μας απαλλάσσει από την ασχολία του μυαλού και αυτό είναι που κάνει τους φτωχούς ευτυχισμένους.
Η αρετή δεν θα πήγαινε τόσο μακριά, αν δεν της κρατούσε συντροφιά η ματαιοδοξία.
Αν δεν είχαμε ελαττώματα, δεν θα αισθανόμασταν τόση ευχαρίστηση να τα παρατηρούμε στους άλλους.
Αγαπούμε πάντα αυτούς που μας θαυμάζουν και δεν αγαπούμε πάντα αυτούς που θαυμάζουμε.
Μεγαλύτερες αρετές χρειάζονται για να αντεπεξέλθει κανείς στην καλή τύχη παρά στην κακή.
Η αληθινή αγάπη είναι όπως τα φαντάσματα: όλοι μιλούν γι' αυτήν, αλλά κανείς δεν την έχει δει.
Δεν περιφρονούμε όσους έχουν ελαττώματα, αλλά όσους δεν έχουν καμιά αρετή.
Είναι πιο εύκολο να αγαπούμε αυτούς που μας μισούν παρά αυτούς που μας αγαπούν περισσότερο απ' όσο θέλουμε.
Όταν τα πάθη μας εγκαταλείπουν, κολακευόμαστε να πιστεύουμε ότι τα εγκαταλείπουμε εμείς.
Αυτό που κάνει ανυπόφορη τη ματαιοδοξία των άλλων είναι ότι πληγώνει τη δική μας.
Ετικέτες
αφορισμοί,
Γιάννης Σταύρου,
έλληνες ζωγράφοι,
ζωγραφική,
ζωγραφική τοπία,
ζωγράφοι,
Λα Ροσφουκό
Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι τέλεια ξένος...
Και πάλι ο λόγος στον Φρανσουά Βιγιόν...
Να σχολιάσει τα ασχολίαστα των ημερών μας...
Φρανσίσκο Γκόγια, Το Σάββατο των Μαγισσών (1789)
Φρανσουά Βιγιόν
Μπαλάντα του Μπλουά
Πλάι στην βρύση παθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρεμοτουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι τέλεια ξένος
Κοντά στη στιά τα δόντια κουρταλώ.
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
κουράγιο παίρνω απ’ την απελπισιά
Χαίρουμαι, κι όμως δεν έχω χαρές ·
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά·
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
Στ’ αβέβαιο πάντα βρίσκω τ’ ορισμένως ·
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό·
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος ·
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ.
Κερδίζω, και χαμένος θε να βγω ·
Όταν χαράζει, λέω «Καλή νυχτιά!»
Ξαπλώνω, λέω: «θα φάω καμιά βροντιά!»
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές ·
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά ·
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
Έγνοιες δεν έχω, κι είμαι ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ.
Απ’ όσους με παινάνε προσβαλμένος,
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό.
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν’ της κάργιας η σκουξιά ·
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ’ αγαπά ·
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές ·
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα ·
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
Πρίγκιπα μου μαρκόθυμε, καμιά
Γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά,
Μα υπακούω στους νόμους. Τι άλλο θες;
Πώς; Τους μιστούς να πάρω, είπες, ξανά ·
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
Μετ. Σπύρος Σκιαδαρέσης
Να σχολιάσει τα ασχολίαστα των ημερών μας...
Φρανσίσκο Γκόγια, Το Σάββατο των Μαγισσών (1789)
Φρανσουά Βιγιόν
Μπαλάντα του Μπλουά
Πλάι στην βρύση παθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρεμοτουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι τέλεια ξένος
Κοντά στη στιά τα δόντια κουρταλώ.
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
κουράγιο παίρνω απ’ την απελπισιά
Χαίρουμαι, κι όμως δεν έχω χαρές ·
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά·
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
Στ’ αβέβαιο πάντα βρίσκω τ’ ορισμένως ·
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό·
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος ·
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ.
Κερδίζω, και χαμένος θε να βγω ·
Όταν χαράζει, λέω «Καλή νυχτιά!»
Ξαπλώνω, λέω: «θα φάω καμιά βροντιά!»
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές ·
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά ·
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
Έγνοιες δεν έχω, κι είμαι ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ.
Απ’ όσους με παινάνε προσβαλμένος,
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό.
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν’ της κάργιας η σκουξιά ·
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ’ αγαπά ·
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές ·
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα ·
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
Πρίγκιπα μου μαρκόθυμε, καμιά
Γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά,
Μα υπακούω στους νόμους. Τι άλλο θες;
Πώς; Τους μιστούς να πάρω, είπες, ξανά ·
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
Μετ. Σπύρος Σκιαδαρέσης
Ετικέτες
Βιγιό,
Γιάννης Σταύρου,
Γκόγια,
έλληνες ζωγράφοι. ζωγραφική,
έργα ζωγραφικής,
ζωγράφοι,
ποιητές
Τρίτη 18 Ιουνίου 2013
Απατεώνες που μ' απάτες απατάτε...
Τα κορόιδα όταν με τέχνη ξεγελάτε
φυλαγώστε από καμιά τρικλοποδιά
μη σας κάμουν κρεμαστοί να ιδροκοπάτε
και στον ήλιο σας ξεράνουν τα κορμιά...
L'exécution de Robespierre et des jacobins, le 10 thermidor an II, par Paul Lehugeur, XIX° siècle
Φρανσουά Βιγιόν
Μπαλάντα σε αργκό (ζαργκόν) ΙΙΙ
Απατεώνες που μ' απάτες απατάτε
σε κάθε απάτη προσέχετε καλά
μην τυχό νωρίς - νωρίς ταξίδι πάτε
κει που οι πιο παλιοί σας κρέμουνται ψηλά.
Τα ποδάρια σας ας κάνουνε φτερά,
γιατί γρήγορα θα ρέψετε όλοι εκεί,
αν με μπόσικα πορεύεστε μυαλά
σαν σας στείλουνε στου μπόγια το σκοινί.
Φυλαγώστε απ' τα καρτέρια όπου κι αν πάτε.
Σαν αρχίζετε καμιά βρομοδουλειά
κάνετέ την στα κρυφά. Να ξεπλανάτε
τσ' αστυνόμους και τους σμπίρους τους, παιδιά,
του Μπεράρ θολώνετέ του τα νερά.
Αν πιαστείτε στην κλεψιά πάνω σκαστοί
απ' τα πόδια σας τη γης θα χάστε πια
σαν σας στείλουνε στου μπόγια το σκοινί.
Τα κορόιδα όταν με τέχνη ξεγελάτε
φυλαγώστε από καμιά τρικλοποδιά
μη σας κάμουν κρεμαστοί να ιδροκοπάτε
και στον ήλιο σας ξεράνουν τα κορμιά.
Στρίβετέ το δίχως άργητα καμιά
μη σας σφίξουν τη θηλιά στο πι και φι.
Σ' άλλους τόπους λημεριάστε μακριά
πριν σας στείλουν στου μπόγια το σκοινί.
Τους χαζούς οπού βουτούν οι μπάτσοι κλάφτε,
δυο δυο τους παν δετούς στον παντρευτή.
Τσίλιες γύρω απ' τα λημέρια σας κρατάτε,
μη σας στείλουνε στου μπόγια το σκοινί.
(Μετ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Francois Villon
Ballade en jargon ΙΙΙ
Spelicans
Qui en tous temps
Avances dedans le pogoiz
Gourde piarde
Et sur la tarde
Desbousez les pouvres nyais
Et pour soustenir voz pois
Les duppes sont prives de caire
Sans faire haire
Ne hault braire
Metz plantez ilz sont comme joncz
Par les sires qui sont si longs.
Souvent aux arques
A leur marques
Se laissent tous desbouses
Pour ruer
Et enterver
Pour leur contre que lors faisons
La fee les arques vous respons
Et rue deux coups ou trois
Aux gallois
Deux ou trois
Nineront trestout au frontz
Pour les sires qui sont si longs.
Et pour ce bevardz
Coquillars
Rebecquez vous de la montjoye
Qui desvoye
Vostre proye
Et vous fera du tout brouer
Par joncher
Et enterver
Qui est aux pigons bien chair
Pour rifler
Et placquer
Les angelz de mal tous rons
Pour les sires qui sont si longs.
De paour des hurmes
Et des grumes
Rasurez voz en droguerie
Et faierie
Et ne soiez plus sur les joncs
Pour les sires qui sont si longs.
φυλαγώστε από καμιά τρικλοποδιά
μη σας κάμουν κρεμαστοί να ιδροκοπάτε
και στον ήλιο σας ξεράνουν τα κορμιά...
L'exécution de Robespierre et des jacobins, le 10 thermidor an II, par Paul Lehugeur, XIX° siècle
Φρανσουά Βιγιόν
Μπαλάντα σε αργκό (ζαργκόν) ΙΙΙ
Απατεώνες που μ' απάτες απατάτε
σε κάθε απάτη προσέχετε καλά
μην τυχό νωρίς - νωρίς ταξίδι πάτε
κει που οι πιο παλιοί σας κρέμουνται ψηλά.
Τα ποδάρια σας ας κάνουνε φτερά,
γιατί γρήγορα θα ρέψετε όλοι εκεί,
αν με μπόσικα πορεύεστε μυαλά
σαν σας στείλουνε στου μπόγια το σκοινί.
Φυλαγώστε απ' τα καρτέρια όπου κι αν πάτε.
Σαν αρχίζετε καμιά βρομοδουλειά
κάνετέ την στα κρυφά. Να ξεπλανάτε
τσ' αστυνόμους και τους σμπίρους τους, παιδιά,
του Μπεράρ θολώνετέ του τα νερά.
Αν πιαστείτε στην κλεψιά πάνω σκαστοί
απ' τα πόδια σας τη γης θα χάστε πια
σαν σας στείλουνε στου μπόγια το σκοινί.
Τα κορόιδα όταν με τέχνη ξεγελάτε
φυλαγώστε από καμιά τρικλοποδιά
μη σας κάμουν κρεμαστοί να ιδροκοπάτε
και στον ήλιο σας ξεράνουν τα κορμιά.
Στρίβετέ το δίχως άργητα καμιά
μη σας σφίξουν τη θηλιά στο πι και φι.
Σ' άλλους τόπους λημεριάστε μακριά
πριν σας στείλουν στου μπόγια το σκοινί.
Τους χαζούς οπού βουτούν οι μπάτσοι κλάφτε,
δυο δυο τους παν δετούς στον παντρευτή.
Τσίλιες γύρω απ' τα λημέρια σας κρατάτε,
μη σας στείλουνε στου μπόγια το σκοινί.
(Μετ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Francois Villon
Ballade en jargon ΙΙΙ
Spelicans
Qui en tous temps
Avances dedans le pogoiz
Gourde piarde
Et sur la tarde
Desbousez les pouvres nyais
Et pour soustenir voz pois
Les duppes sont prives de caire
Sans faire haire
Ne hault braire
Metz plantez ilz sont comme joncz
Par les sires qui sont si longs.
Souvent aux arques
A leur marques
Se laissent tous desbouses
Pour ruer
Et enterver
Pour leur contre que lors faisons
La fee les arques vous respons
Et rue deux coups ou trois
Aux gallois
Deux ou trois
Nineront trestout au frontz
Pour les sires qui sont si longs.
Et pour ce bevardz
Coquillars
Rebecquez vous de la montjoye
Qui desvoye
Vostre proye
Et vous fera du tout brouer
Par joncher
Et enterver
Qui est aux pigons bien chair
Pour rifler
Et placquer
Les angelz de mal tous rons
Pour les sires qui sont si longs.
De paour des hurmes
Et des grumes
Rasurez voz en droguerie
Et faierie
Et ne soiez plus sur les joncs
Pour les sires qui sont si longs.
Ετικέτες
Βιγιόν,
Γιάννης Σταύρου,
έλληνες ζωγράφοι,
ζωγραφική,
ζωγράφοι,
πίνακες ζωγραφικής,
ποίηση
Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013
διαταραγμένοι τρελοί με τόσες πολλές βεβαιότητες...
Γιάννης Σταύρου, Καφές και βιβλία, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Φερνάντο Πεσσόα
Το καπνοπωλείο
Ποτέ δεν θα’ μαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να’ μαι τίποτα.
Πέρα απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου. Παράθυρα της κάμαράς μου,
Μιας κάμαρας, στα εκατομμύρια του κόσμου, που κανείς δεν γνωρίζει ποιά είναι,
(Κι αν την ήξεραν, τι θα ήξεραν?),
που βλέπει στο μύστηριο ενός δρόμου γεμάτου περαστικούς.
Σ’ ένα δρόμο απροσπέλαστο για όλες μου τις σκέψεις.
Πραγματικό, απίθανα πραγματικό, βέβαια, αβέβαια βέβαιο.
Με το μυστήριο των πραγμάτων κάτω από τις πέτρες και τα όντα,
Με τον θάνατο που υγραίνει τους τοίχους και ασπρίζει τα μαλλιά των ανθρώπων.
Με το Πεπρωμένο που σέρνει την άμαξα των πάντων, μέσα από το δρόμο του τίποτα. Σήμερα είμαι ηττημένος, λες και γνώρισα την αλήθεια.
Σήμερα είμαι διαυγής, λες και πρόκειται να πεθάνω.
Λες και η επαφή μου με τα πράγματα δεν ήταν μεγαλύτερη
απ’το να πω ένα αντίο, αυτό το σπίτι κι αυτή η γωνιά του δρόμου να γίνονται
μια σειρά από βαγόνια, που αναχωρούν στο άκουσμα μιας σφυρίχτρας
που αντηχεί μέσα απ’ το κεφάλι μου,
και ένα τίναγμα των νέυρων κι ένα ράγισμα των οστών καθώς πηγαίνουν. Σήμερα είμαι συγχυσμένος, σαν κάποιος που αναρωτήθηκε, ανακάλυψε και ξέχασε.
Σήμερα είμαι διχασμένος ανάμεσα στην πίστη μου,
στην εξωτερική πραγματικότητα του Καπνοπωλείου στην άλλη άκρη του δρόμου
και στην εσωτερική αλήθεια του αισθήματός μου, πως όλα δεν είναι παρά ένα όνειρο.
Απέτυχα σε όλα.Μη έχοντας κανέναν σκοπό, ίσως πράγματι όλα να ήταν ένα τίποτα.
Γνωρίζοντας τι έχω,
γλίστρησα από το παράθυρο στο πίσω μέρος του σπιτιού,
κι ύστερα ξεχύθηκα στον κάμπο με προσδοκίες μεγάλες,
αλλά δεν βρήκα παρά δέντρα και χόρτα,
κι όταν υπήρχαν άνθρωποι δεν ήταν παρά ίδιοι μ’ όλους τους άλλους.
Απομακρύνομαι μ’ ένα βήμα απ’ το παράθυρο και κάθομαι στην καρέκλα. Τι πρέπει να σκεφτώ τώρα?
Πώς να ξέρω ποιός θα γίνω, εγώ που δεν γνωρίζω ποιός είμαι?
Να γίνω αυτός που πιστεύω πως είμαι? Αλλά πιστεύω τόσα πράγματα!
Κι υπάρχουν τόσοι που νομίζουν πως είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα – δεν γίνεται!
Ιδιοφυής? Αυτή τη στιγμή,
Εκατό χιλιάδες εγκέφαλοι ονειρεύονται πως είναι ιδιοφυείς, όπως κι εγώ,
Κι η ιστορία δεν θα καταγράψει, ποιός ξέρει?, ούτε έναν,
και τίποτα παρά κοπριά δεν θα απομείνει από τις μελλοντικές τους επιτυχίες.
Όχι, δεν πιστεύω σ’ εμένα.
Σε κάθε τρελοκομείο, υπάρχουν διαταραγμένοι τρελοί με τόσες πολλές βεβαιότητες!
Εγώ, που δεν έχω καμία βεβαιότητα, είμαι περισσότερο ή λιγότερο εχέφρων?
Όχι, ούτε καν σ’ εμένα.
Σε πόσες σοφίτες και μη-σοφίτες στον κόσμο,
δεν υπάρχουν αιθεροβάμονες της ευφυίας?
Πόσες εμπνεύσεις υψηλές και ευγενείς και διαυγείς –
- ναι, αληθινά υψηλές, ευγενείς και διαυγείς –
Και, ποιός ξέρει, ίσως εφικτές,
δεν θα αντικρίσουν ποτέ το φως του αληθινού ήλιου, μήτε θα ακουστούν από ανθρώπινα αυτιά?
Ο κόσμος είναι γι’ αυτούς που γεννήθηκαν να τον κατακτήσουν,
κι όχι γι’ αυτούς που ονειρεύονται πως το μπορούν – ακόμη κι αν έχουν δίκιο.
Ονειρεύτηκα περίσσοτερο απ’ όσο κατόρθωσε ο Ναπολέων,
Άνοιξα την καρδιά μου στην ανθρωπότητα περισσότερο απ’ τον Χριστό.
Συνέγραψα κρυφά φιλοσοφίες που κανένας Καντ δεν κατάφερε να γράψει.
Αλλα είμαι, κι ίσως να είμαι και για πάντα, αυτός που βρίσκεται στη σοφίτα,
ακόμα κι αν δεν ζω σε μιά.
Θα είμαι πάντα εκείνος που δεν γεννήθηκε γι’ αυτό.
Θα είμαι πάντα εκείνος που είχε προσόντα.
Θα είμαι πάντα εκείνος που περίμενε ν’ ανοίξει μια πόρτα σ’ έναν τοίχο δίχως πόρτες.
Και τραγούδησε το τραγούδι του απείρου σ’ ένα κοτέτσι.
Κι άκουσε τη φωνή του Θεού σ’ ένα κλεισμένο πηγάδι.
Να πιστέψω σ’ εμένα? Όχι, κι ούτε σε τίποτε άλλο.
Ας έλθει η Φύση να χύσει πάνω από το ζεστό μου κεφάλι,
τον ήλιο της, τη βροχή της, τον άνεμο που μου χαιδεύει τα μαλλιά.
Και τα υπόλοιπα που ίσως έρθουν, αν έρθουν, αν πρέπει να έρθουν, ή αν δεν πρέπει,
ας τα κάνει σκλάβους των αστεριών.
Κατακτούμε τον κόσμο, πριν ακόμα σηκωθούμε απ’ το κρεββάτι,
Αλλά ξυπνάμε και είναι αδιαφανής,
Σηκωνόμαστε και είναι ξένος,
Βγαίνουμε από το σπίτι και είναι ολόκληρη η Γη,
κι ακόμα το ηλιακό σύστημα, ο Γαλαξίας και το Άπειρο.
(Φάε σοκολάτες, μικρή
Φάε σοκολάτες! Πίστεψέ με, πέρα απ’ τις σοκολάτες, δεν υπάρχει άλλη μεταφυσική στον κόσμο.
Πίστεψέ με, όλες οι θρησκείες μαζί δεν σε διδάσκουν περισσότερα από ένα ζαχαροπλαστείο.
Φάε, βρώμικη μικρή, φάε!
Μακάρι να μπορούσα να φάω κι εγώ σοκολάτες με τόση ειλικρίνεια όση κι εσύ!
Αλλά σκέφτομαι, ξετυλίγοντας το ασημένιο περιτύλιγμα καμωμένο από κασσίτερο,
Το πετάω στο έδαφος, όπως έκανα και με τη ζωή μου.)
Τουλάχιστον μένει από τη νοσταλγία αυτού που ποτέ δεν θα είμαι,
Η βιαστική καλλιγραφία αυτών των στίχων,
Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει το Αδύνατο.
Τουλάχιστον μού μένει για μένα μια περιφρόνηση δίχως δάκρυα,
Ευγενής τουλάχιστον στην μεγαλειώδη χειρονομία μου,
πετάω τα άπλυτα που είμαι εγώ στο πλυντήριο, και στην πορεία των πραγμάτων,
μένω στο σπίτι χωρίς πουκάμισο.
(Εσύ που εφησυχάζεις, που δεν υπάρχεις και γι’ αυτό εφησυχάζεις,
Είτε ελληνίδα θέα, που τη μορφή σου συνέλαβαν σαν ζωντανό άγαλμα,
Ή αλλιώς ρωμαίε πατρίκιε, αδύνατα ευγενή και επιβλαβή,
Ή πριγκήπισσα που σε τραγούδουν οι τροβαδούροι, η πιο πολύχρωμη και γοητευτική,
Ή μαρκησία του 18ου, ψηλομύτα και απόμακρη,
Ή διάσημη κοκότα των χρόνων των γονιών μας,
Ή σύγχρονη – ειλικρινά δεν ξέρω τι –
Όλο αυτό, ό,τι κι αν είναι, δώσε την έμπνευσή σου!
Η καρδιά μου είναι ένας αναποδογυρισμένος κάδος.
Όπως αυτοί που καλούν πνεύματα, καλούν πνεύματα – καλώ
εμένα και δεν βρίσκω τίποτα.
Πηγαίνω στο παράθυρο και παρατηρώ τον δρόμο με απόλυτη ακρίβεια.
Βλέπω τα μαγαζιά, τους διαβάτες, τις άμαξες που περνούν,
Βλέπωτα ενδεδυμένα έμβια όντα να διασταυρώνονται
Βλέπω τα σκυλιά που υπάρχουν εξίσου
Και όλο αυτό με βαραίνει σαν μια καταδίκη στην εξορία,
Και όλο αυτό είναι ξένο, όπως και όλα.)
Έζησα, σπούδασα, αγάπησα κι ακόμα πίστεψα,
Και σήμερα, δεν υπάρχει ζητιάνος που να μην τον ζηλεύω, απλά και μόνο γιατί δεν είναι εγώ.
Στον καθέναν διακρίνω τα κουρέλια του, τις πληγές του, το ψέμα,
Και σκέφτομαι : ίσως ποτέ δεν έζησες, ούτε σπούδασες, ούτε αγάπησες, ούτε πίστεψες.
(Γιατί είναι δυνατό να πλάσεις όλων αυτών την πραγματικότητα, δίχως να κάνεις τίποτα εξ’ αυτών)
Ίσως έχεις μόλις και μετά βίας υπάρξει, σαν μια σαύρα που τής έκοψαν την ουρά,
κι η ουρά της, αυτονομείται από τη σαύρα, σαλεύοντας με φρενίτιδα.
Αυτό που έκανα στον εαυτό μου, δεν το ήξερα.
Κι ό,τι μπορούσα να τον κάνω, δεν το έκανα.
Το ντόμινο που φόρεσα ήταν ολότελα λάθος,
Με πέρασαν από μακρυά για κάποιον άλλον, δεν το αρνήθηκα και χάθηκα.
Σαν θέλησα να βγάλω τη μάσκα,
είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου.
Κι όταν την έβγαλα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη,
Είχα ήδη γεράσει.
Ήμουν μεθυσμένος, και δεν ήξερα πια πώς να φορέσω το κοστούμι το οποίο ποτέ μου δεν είχα βγάλει.
Πέταξα μακρυά τη μάσκα και κοιμήθηκα στο βεστιάριο.
Σαν ένα σκυλί που το ανέχεται η διεύθυνση
Γιατί είναι άκακο.
Και θα γράψω αυτήν εδώ την ιστορία για ν’ αποδείξω πως είμαι υπέροχος.
Μουσική των άχρηστων στίχων μου,
Μόνο να μπορούσα να σε δω σαν κάτι που είχα φτιάξει,
αντι να συνεχίσω ν’ αντικρίζω το Καπνοπωλείο στην άλλη μεριά του δρόμου,
Η συνείδηση της ύπαρξής μου που κουρνιάζει στα πόδια μου,
Σαν ένας τάπητας καμωμένος από μεθύστακες,
Ή ένα χαλάκι που έκλεψαν τσιγγάνοι και δεν αξίζει τίποτα.
Αλλά ο Ιδιοκτήτης του Καπνοπωλείου ήρθε στην πόρτα και στέκεται εκεί.
Τον κοιτάζω με την δυσφορία ενός μισογυρισμένου κεφαλιού,
Συνδυασμένη με τη δυσφορία μιας μισο-κενης ψυχής.
Θα πεθάνει και θα πεθάνω.
Θ’αφήσει το σημειωματάριό του, θ’αφήσω τους στίχους μου.
Η επιγραφή του στο τέλος θα πεθάνει, όπως και τα ποιήματά μου.
Και στο τέλος θα πεθάνει κι ο δρόμος όπου βρισκόταν αυτή η επιγραφή,
Όπως κι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα ποιήματα.
Κι ύστερα θα πεθάνει κι ο στροβιλιζόμενος αυτός πλανήτης στον οποίον συνέβησαν όλα αυτά.
Σε άλλους δορυφόρους άλλων συστημάτων , κάτι σαν άνθρωποι,
Θα συνεχίσουν να φτιάχνουν κάτι-σαν-ποιήματα, και να ζούν κάτω από κάτι-σαν-επιγραφές.
Πάντα το ένα πράγμα αντίκρυ στο άλλο,
Πάντα το ένα πράγμα εξίσου άχρηστο με το άλλο,
Πάντα το αδύνατο τόσο ηλίθιο όσο η πραγματικότητα,
Πάντα το μυστήριο του βάθους, τόσο αληθινό όσο η σκιά του μυστηρίου στην επιφάνεια.
Πάντα αυτό ή πάντα το άλλο, ή ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Αλλά κάποιος μπήκε στο Καπνοπωλείο (για ν’αγοράσει καπνό?)
Κι η υπαρκτή πραγματικότητα ξαφνικα με κατακεραυνώνει.
Μισοσηκώνομαι στα πόδια μου – μ’ ενέργεια, βέβαιος για τον εαυτό μου, ανθρώπινος –
Και θα προσπαθήσω να γράψω αυτούς τους στίχους για να ισχυριστώ το αντίθετο.
Ανάβω ένα τσιγάρο, καθώς σκέφτομαι να τούς γράψω.
Και σ’ αυτό το τσιγάρο γεύομαι την απελευθέρωσή μου από κάθε σκέψη.
Ακολουθώ τον καπνό σαν να ήταν το δικό μου ίχνος.
Και απολαμβάνω για μια ευαίσθητη και επαρκή στιγμή,
Την απελευθέρωσή μου από κάθε εικασία
Και την επίγνωση ότι οι μεταφυσικές είναι η παρενέργεια του να μην αισθάνομαι καλά.
Έπειτα, αφήνομαι πίσω στην καρέκλα
Και συνεχίζω να καπνίζω.
Όσο μού το επιτρέπει το πεπρωμένο θα συνεχίζω να καπνίζω.
(Αν παντρευόμουν την κόρης της πλύστρας μου,
θα μπορούσα να είμαι εφικτά ευτυχισμένος.)
Δεδομένου αυτού, σηκώνομαι και πηγαίνω προς το παράθυρο.
Ο άντρας βγήκε απ’ το καπνοπωλείο (βάζει τα ρέστα στην τσέπη του?)
Α, τον γνωρίζω : είναι ο Εστέβες, δίχως μεταφυσικές.
(Ο Καπνοπώλης ήρθε στην πόρτα.)
Ορμώμενος θαρρείς από κάποιο θείο ένστικτο, ο Εστέβες γύρισε και με είδε.
Με χαιρέτησε, και φώναξα κι εγώ από μακρυά "Γειά σου, Εστέβες!" και το σύμπαν
ανασυγκροτήθηκε μέσα μου, χωρίς ιδανικά ή ελπίδα, και ο Καπνοπώλης χαμογέλασε.
Φερνάντο Πεσσόα
Το καπνοπωλείο
Ποτέ δεν θα’ μαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να’ μαι τίποτα.
Πέρα απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου. Παράθυρα της κάμαράς μου,
Μιας κάμαρας, στα εκατομμύρια του κόσμου, που κανείς δεν γνωρίζει ποιά είναι,
(Κι αν την ήξεραν, τι θα ήξεραν?),
που βλέπει στο μύστηριο ενός δρόμου γεμάτου περαστικούς.
Σ’ ένα δρόμο απροσπέλαστο για όλες μου τις σκέψεις.
Πραγματικό, απίθανα πραγματικό, βέβαια, αβέβαια βέβαιο.
Με το μυστήριο των πραγμάτων κάτω από τις πέτρες και τα όντα,
Με τον θάνατο που υγραίνει τους τοίχους και ασπρίζει τα μαλλιά των ανθρώπων.
Με το Πεπρωμένο που σέρνει την άμαξα των πάντων, μέσα από το δρόμο του τίποτα. Σήμερα είμαι ηττημένος, λες και γνώρισα την αλήθεια.
Σήμερα είμαι διαυγής, λες και πρόκειται να πεθάνω.
Λες και η επαφή μου με τα πράγματα δεν ήταν μεγαλύτερη
απ’το να πω ένα αντίο, αυτό το σπίτι κι αυτή η γωνιά του δρόμου να γίνονται
μια σειρά από βαγόνια, που αναχωρούν στο άκουσμα μιας σφυρίχτρας
που αντηχεί μέσα απ’ το κεφάλι μου,
και ένα τίναγμα των νέυρων κι ένα ράγισμα των οστών καθώς πηγαίνουν. Σήμερα είμαι συγχυσμένος, σαν κάποιος που αναρωτήθηκε, ανακάλυψε και ξέχασε.
Σήμερα είμαι διχασμένος ανάμεσα στην πίστη μου,
στην εξωτερική πραγματικότητα του Καπνοπωλείου στην άλλη άκρη του δρόμου
και στην εσωτερική αλήθεια του αισθήματός μου, πως όλα δεν είναι παρά ένα όνειρο.
Απέτυχα σε όλα.Μη έχοντας κανέναν σκοπό, ίσως πράγματι όλα να ήταν ένα τίποτα.
Γνωρίζοντας τι έχω,
γλίστρησα από το παράθυρο στο πίσω μέρος του σπιτιού,
κι ύστερα ξεχύθηκα στον κάμπο με προσδοκίες μεγάλες,
αλλά δεν βρήκα παρά δέντρα και χόρτα,
κι όταν υπήρχαν άνθρωποι δεν ήταν παρά ίδιοι μ’ όλους τους άλλους.
Απομακρύνομαι μ’ ένα βήμα απ’ το παράθυρο και κάθομαι στην καρέκλα. Τι πρέπει να σκεφτώ τώρα?
Πώς να ξέρω ποιός θα γίνω, εγώ που δεν γνωρίζω ποιός είμαι?
Να γίνω αυτός που πιστεύω πως είμαι? Αλλά πιστεύω τόσα πράγματα!
Κι υπάρχουν τόσοι που νομίζουν πως είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα – δεν γίνεται!
Ιδιοφυής? Αυτή τη στιγμή,
Εκατό χιλιάδες εγκέφαλοι ονειρεύονται πως είναι ιδιοφυείς, όπως κι εγώ,
Κι η ιστορία δεν θα καταγράψει, ποιός ξέρει?, ούτε έναν,
και τίποτα παρά κοπριά δεν θα απομείνει από τις μελλοντικές τους επιτυχίες.
Όχι, δεν πιστεύω σ’ εμένα.
Σε κάθε τρελοκομείο, υπάρχουν διαταραγμένοι τρελοί με τόσες πολλές βεβαιότητες!
Εγώ, που δεν έχω καμία βεβαιότητα, είμαι περισσότερο ή λιγότερο εχέφρων?
Όχι, ούτε καν σ’ εμένα.
Σε πόσες σοφίτες και μη-σοφίτες στον κόσμο,
δεν υπάρχουν αιθεροβάμονες της ευφυίας?
Πόσες εμπνεύσεις υψηλές και ευγενείς και διαυγείς –
- ναι, αληθινά υψηλές, ευγενείς και διαυγείς –
Και, ποιός ξέρει, ίσως εφικτές,
δεν θα αντικρίσουν ποτέ το φως του αληθινού ήλιου, μήτε θα ακουστούν από ανθρώπινα αυτιά?
Ο κόσμος είναι γι’ αυτούς που γεννήθηκαν να τον κατακτήσουν,
κι όχι γι’ αυτούς που ονειρεύονται πως το μπορούν – ακόμη κι αν έχουν δίκιο.
Ονειρεύτηκα περίσσοτερο απ’ όσο κατόρθωσε ο Ναπολέων,
Άνοιξα την καρδιά μου στην ανθρωπότητα περισσότερο απ’ τον Χριστό.
Συνέγραψα κρυφά φιλοσοφίες που κανένας Καντ δεν κατάφερε να γράψει.
Αλλα είμαι, κι ίσως να είμαι και για πάντα, αυτός που βρίσκεται στη σοφίτα,
ακόμα κι αν δεν ζω σε μιά.
Θα είμαι πάντα εκείνος που δεν γεννήθηκε γι’ αυτό.
Θα είμαι πάντα εκείνος που είχε προσόντα.
Θα είμαι πάντα εκείνος που περίμενε ν’ ανοίξει μια πόρτα σ’ έναν τοίχο δίχως πόρτες.
Και τραγούδησε το τραγούδι του απείρου σ’ ένα κοτέτσι.
Κι άκουσε τη φωνή του Θεού σ’ ένα κλεισμένο πηγάδι.
Να πιστέψω σ’ εμένα? Όχι, κι ούτε σε τίποτε άλλο.
Ας έλθει η Φύση να χύσει πάνω από το ζεστό μου κεφάλι,
τον ήλιο της, τη βροχή της, τον άνεμο που μου χαιδεύει τα μαλλιά.
Και τα υπόλοιπα που ίσως έρθουν, αν έρθουν, αν πρέπει να έρθουν, ή αν δεν πρέπει,
ας τα κάνει σκλάβους των αστεριών.
Κατακτούμε τον κόσμο, πριν ακόμα σηκωθούμε απ’ το κρεββάτι,
Αλλά ξυπνάμε και είναι αδιαφανής,
Σηκωνόμαστε και είναι ξένος,
Βγαίνουμε από το σπίτι και είναι ολόκληρη η Γη,
κι ακόμα το ηλιακό σύστημα, ο Γαλαξίας και το Άπειρο.
(Φάε σοκολάτες, μικρή
Φάε σοκολάτες! Πίστεψέ με, πέρα απ’ τις σοκολάτες, δεν υπάρχει άλλη μεταφυσική στον κόσμο.
Πίστεψέ με, όλες οι θρησκείες μαζί δεν σε διδάσκουν περισσότερα από ένα ζαχαροπλαστείο.
Φάε, βρώμικη μικρή, φάε!
Μακάρι να μπορούσα να φάω κι εγώ σοκολάτες με τόση ειλικρίνεια όση κι εσύ!
Αλλά σκέφτομαι, ξετυλίγοντας το ασημένιο περιτύλιγμα καμωμένο από κασσίτερο,
Το πετάω στο έδαφος, όπως έκανα και με τη ζωή μου.)
Τουλάχιστον μένει από τη νοσταλγία αυτού που ποτέ δεν θα είμαι,
Η βιαστική καλλιγραφία αυτών των στίχων,
Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει το Αδύνατο.
Τουλάχιστον μού μένει για μένα μια περιφρόνηση δίχως δάκρυα,
Ευγενής τουλάχιστον στην μεγαλειώδη χειρονομία μου,
πετάω τα άπλυτα που είμαι εγώ στο πλυντήριο, και στην πορεία των πραγμάτων,
μένω στο σπίτι χωρίς πουκάμισο.
(Εσύ που εφησυχάζεις, που δεν υπάρχεις και γι’ αυτό εφησυχάζεις,
Είτε ελληνίδα θέα, που τη μορφή σου συνέλαβαν σαν ζωντανό άγαλμα,
Ή αλλιώς ρωμαίε πατρίκιε, αδύνατα ευγενή και επιβλαβή,
Ή πριγκήπισσα που σε τραγούδουν οι τροβαδούροι, η πιο πολύχρωμη και γοητευτική,
Ή μαρκησία του 18ου, ψηλομύτα και απόμακρη,
Ή διάσημη κοκότα των χρόνων των γονιών μας,
Ή σύγχρονη – ειλικρινά δεν ξέρω τι –
Όλο αυτό, ό,τι κι αν είναι, δώσε την έμπνευσή σου!
Η καρδιά μου είναι ένας αναποδογυρισμένος κάδος.
Όπως αυτοί που καλούν πνεύματα, καλούν πνεύματα – καλώ
εμένα και δεν βρίσκω τίποτα.
Πηγαίνω στο παράθυρο και παρατηρώ τον δρόμο με απόλυτη ακρίβεια.
Βλέπω τα μαγαζιά, τους διαβάτες, τις άμαξες που περνούν,
Βλέπωτα ενδεδυμένα έμβια όντα να διασταυρώνονται
Βλέπω τα σκυλιά που υπάρχουν εξίσου
Και όλο αυτό με βαραίνει σαν μια καταδίκη στην εξορία,
Και όλο αυτό είναι ξένο, όπως και όλα.)
Έζησα, σπούδασα, αγάπησα κι ακόμα πίστεψα,
Και σήμερα, δεν υπάρχει ζητιάνος που να μην τον ζηλεύω, απλά και μόνο γιατί δεν είναι εγώ.
Στον καθέναν διακρίνω τα κουρέλια του, τις πληγές του, το ψέμα,
Και σκέφτομαι : ίσως ποτέ δεν έζησες, ούτε σπούδασες, ούτε αγάπησες, ούτε πίστεψες.
(Γιατί είναι δυνατό να πλάσεις όλων αυτών την πραγματικότητα, δίχως να κάνεις τίποτα εξ’ αυτών)
Ίσως έχεις μόλις και μετά βίας υπάρξει, σαν μια σαύρα που τής έκοψαν την ουρά,
κι η ουρά της, αυτονομείται από τη σαύρα, σαλεύοντας με φρενίτιδα.
Αυτό που έκανα στον εαυτό μου, δεν το ήξερα.
Κι ό,τι μπορούσα να τον κάνω, δεν το έκανα.
Το ντόμινο που φόρεσα ήταν ολότελα λάθος,
Με πέρασαν από μακρυά για κάποιον άλλον, δεν το αρνήθηκα και χάθηκα.
Σαν θέλησα να βγάλω τη μάσκα,
είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου.
Κι όταν την έβγαλα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη,
Είχα ήδη γεράσει.
Ήμουν μεθυσμένος, και δεν ήξερα πια πώς να φορέσω το κοστούμι το οποίο ποτέ μου δεν είχα βγάλει.
Πέταξα μακρυά τη μάσκα και κοιμήθηκα στο βεστιάριο.
Σαν ένα σκυλί που το ανέχεται η διεύθυνση
Γιατί είναι άκακο.
Και θα γράψω αυτήν εδώ την ιστορία για ν’ αποδείξω πως είμαι υπέροχος.
Μουσική των άχρηστων στίχων μου,
Μόνο να μπορούσα να σε δω σαν κάτι που είχα φτιάξει,
αντι να συνεχίσω ν’ αντικρίζω το Καπνοπωλείο στην άλλη μεριά του δρόμου,
Η συνείδηση της ύπαρξής μου που κουρνιάζει στα πόδια μου,
Σαν ένας τάπητας καμωμένος από μεθύστακες,
Ή ένα χαλάκι που έκλεψαν τσιγγάνοι και δεν αξίζει τίποτα.
Αλλά ο Ιδιοκτήτης του Καπνοπωλείου ήρθε στην πόρτα και στέκεται εκεί.
Τον κοιτάζω με την δυσφορία ενός μισογυρισμένου κεφαλιού,
Συνδυασμένη με τη δυσφορία μιας μισο-κενης ψυχής.
Θα πεθάνει και θα πεθάνω.
Θ’αφήσει το σημειωματάριό του, θ’αφήσω τους στίχους μου.
Η επιγραφή του στο τέλος θα πεθάνει, όπως και τα ποιήματά μου.
Και στο τέλος θα πεθάνει κι ο δρόμος όπου βρισκόταν αυτή η επιγραφή,
Όπως κι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα ποιήματα.
Κι ύστερα θα πεθάνει κι ο στροβιλιζόμενος αυτός πλανήτης στον οποίον συνέβησαν όλα αυτά.
Σε άλλους δορυφόρους άλλων συστημάτων , κάτι σαν άνθρωποι,
Θα συνεχίσουν να φτιάχνουν κάτι-σαν-ποιήματα, και να ζούν κάτω από κάτι-σαν-επιγραφές.
Πάντα το ένα πράγμα αντίκρυ στο άλλο,
Πάντα το ένα πράγμα εξίσου άχρηστο με το άλλο,
Πάντα το αδύνατο τόσο ηλίθιο όσο η πραγματικότητα,
Πάντα το μυστήριο του βάθους, τόσο αληθινό όσο η σκιά του μυστηρίου στην επιφάνεια.
Πάντα αυτό ή πάντα το άλλο, ή ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Αλλά κάποιος μπήκε στο Καπνοπωλείο (για ν’αγοράσει καπνό?)
Κι η υπαρκτή πραγματικότητα ξαφνικα με κατακεραυνώνει.
Μισοσηκώνομαι στα πόδια μου – μ’ ενέργεια, βέβαιος για τον εαυτό μου, ανθρώπινος –
Και θα προσπαθήσω να γράψω αυτούς τους στίχους για να ισχυριστώ το αντίθετο.
Ανάβω ένα τσιγάρο, καθώς σκέφτομαι να τούς γράψω.
Και σ’ αυτό το τσιγάρο γεύομαι την απελευθέρωσή μου από κάθε σκέψη.
Ακολουθώ τον καπνό σαν να ήταν το δικό μου ίχνος.
Και απολαμβάνω για μια ευαίσθητη και επαρκή στιγμή,
Την απελευθέρωσή μου από κάθε εικασία
Και την επίγνωση ότι οι μεταφυσικές είναι η παρενέργεια του να μην αισθάνομαι καλά.
Έπειτα, αφήνομαι πίσω στην καρέκλα
Και συνεχίζω να καπνίζω.
Όσο μού το επιτρέπει το πεπρωμένο θα συνεχίζω να καπνίζω.
(Αν παντρευόμουν την κόρης της πλύστρας μου,
θα μπορούσα να είμαι εφικτά ευτυχισμένος.)
Δεδομένου αυτού, σηκώνομαι και πηγαίνω προς το παράθυρο.
Ο άντρας βγήκε απ’ το καπνοπωλείο (βάζει τα ρέστα στην τσέπη του?)
Α, τον γνωρίζω : είναι ο Εστέβες, δίχως μεταφυσικές.
(Ο Καπνοπώλης ήρθε στην πόρτα.)
Ορμώμενος θαρρείς από κάποιο θείο ένστικτο, ο Εστέβες γύρισε και με είδε.
Με χαιρέτησε, και φώναξα κι εγώ από μακρυά "Γειά σου, Εστέβες!" και το σύμπαν
ανασυγκροτήθηκε μέσα μου, χωρίς ιδανικά ή ελπίδα, και ο Καπνοπώλης χαμογέλασε.
Ετικέτες
Γιάννης Σταύρου,
έλληνες ζωγράφοι,
έργα ζωγραφικής,
ζωγραφική,
ζωγράφοι,
νεκρή φύση,
Πεσσόα,
ποιητές
Κυριακή 16 Ιουνίου 2013
Σάββατο 15 Ιουνίου 2013
Περί της κοινωνικής σημασίας των βλακών...
Η χαρτορίχτρα, Albert Anker (1880)
Ἐπὶ τοῦ περιεχομένου τοῦ παρόντος δοκιμίου οὐδεμίαν προεργασίαν γνωρίζω καὶ συνεπῶς δέον νὰ κριθῶ ἐπιεικῶς, ὡς πάντη στερούμενος «βοηθημάτων». Τολμῶ ἐν τούτοις νὰ φρονῶ, ὅτι τούτων οὐδόλως παρίσταται ἀνάγκη, διότι ἀληθῶς ἐξαιρετικῶς μέγας εἶναι ὁ πλοῦτος τοῦ ἀμέσου κοινωνικοῦ ἐμπειρικοῦ ὑλικοῦ καὶ ἐλαχίστη ἡ ἐκ τῆς ἐλλείψεως γραπτῶν βοηθημάτων στενοχωρία τοῦ γράψαντος.
Ὡς πρὸς τὴν μέθοδον τέλος δέον νὰ ὑπογραμμίσω, ὅτι κατεβλήθη ἐνδελεχὴς προσπάθεια, ὅπως αὕτη εἶναι αὐστηρῶς ἐπιστημονική. Διότι πράγματι - ὡς ἐλπίζω ν᾿ ἀποδειχθῇ - πλὴν τῶν ἄλλων δεδικαιολογημένων ἀξιώσεων, τὰς ὁποίας δύναται νὰ ἔχη παρὰ τῶν λοιπῶν ἀτυχῶν συνανθρώπων, ἡ εὐτυχὴς καὶ παντοδύναμος κοινωνικὴ κατηγορία, ἥτις ἐξετάζεται ἐνταῦθα, εἶναι καὶ ἡ ἀξίωσις ν᾿ ἀποτελέσῃ σοβαρώτατον θέμα σοβαροῦ ἐπιστημονικοῦ χειρισμοῦ.
Θὰ ἔπρεπεν ἴσως, ἐκ λόγων εὐγνωμοσύνης πρὸς τοὺς ἀποτελοῦντας τὸ θέμα τῆς παρούσης μελέτης δυνάστας τῆς ἀνθρωπότητος ν᾿ ἀφιερωθῇ αὕτη εἰς αὐτούς. Ἐκ λόγων δικαιοσύνης ὅμως ἀφιεροῦται - καὶ οὐκ ἐπ᾿ ἐλάχιστον, πρὸς διδαχήν των - εἰς τοὺς δυναστευομένους: δηλονότι εἰς τοὺς εὐφυεῖς!
Ὁ συνασπισμὸς τῶν βλακῶν ἐνταῦθα εἶναι μηχανικὴ ὀργάνωσις βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς «ἐλαχίστης προσπαθείας» πρὸς ἀντιμετώπισιν ἰσχυροτέρας δυνάμεως εἰς τὸ πρόσωπον τῶν ὀλίγων ἢ τοῦ ἑνός. Ἡ ὀργάνωσις αὕτη περιωρισμένης ἐκτάσεως καλεῖται κοινωνιολογικῶς κλίκα (clique).
2. Ἡ ἔμφυτος τάσις τοῦ βλακός, ἐξικνουμένη συχνότατα εἰς ἀληθῆ μανίαν ὅπως ἀνήκῃ εἰς ἰσχυρὰς καὶ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσοτέρας πάσης φύσεως ὀργανώσεις, ἐξηγεῖται πρώτον μὲν ἐκ τῆς εὐκολίας τῆς ἀγελοποιήσεως, εἰς ἣν μονίμως ὑπόκειται, λόγω ἐλλείψεως ἀτομικότητος (ἐξ οὗ καὶ τὸ μῖσος τοῦ κατὰ τοῦ ἀτόμου καὶ τοῦ ἀτομικισμοῦ), δεύτερον δὲ ἐκ τοῦ ἀτομικοῦ ζῳώδους πανικοῦ, ὑπὸ τοῦ ὁποίου μονίμως κατατρύχεται, ἐκ τοῦ δεδικαιολογημένου φόβου μήπως περιέλθη εἰς τὸ παντὸς εἴδους προλεταριάτον. Ἀποτελεῖ δὲ ἡ τάσις αὕτη ἀμάχητον σχεδὸν τεκμήριον περὶ τοῦ βαθμοῦ τῆς πνευματικῆς του ἀναπηρίας. Τοιουτοτρόπως δημιουργεῖται αὐτόματος συρροὴ βλακῶν εἰς τὰς πάσης φύσεως ὀργανώσεις, αἴτινες, ἐὰν μὲν εἶναι συμφεροντολογικαί, διατηροῦν τουλάχιστον τὴν σοβαρότητα τῶν συμφερόντων των, ἐὰν ὅμως εἶναι «πνευματικαί» περιέρχονται σὺν τῷ χρόνῳ εἰς πλήρη βλακοκρατίαν. Εἰς τὸ φαινόμενον τοῦτο ὀφείλει τὸν ἐκφυλισμὸν τοῦ λ.χ. ὁ μασσωνισμός, oι ἁπανταχοῦ Ῥοταριανοὶ ὅμιλοι, ὅλοι oι «πνευματικοί» σύλλογοι, καὶ αὐτὴ αὕτη ἡ... Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν!. Ἑπόμενον εἶναι κατόπιν τούτων, ὅτι ὅπως ἡ λεγεὼν τῶν βλακῶν ὠθεῖται ἀκατανικήτως πρὸς τὴν ἀγέλην καὶ πρὸς τὰς πάσης φύσεως ὀργανώσεις, οὕτω ὑφίσταται ἀκατανίκητον ἕλξιν ἀπὸ τὰς παντὸς εἴδους ἀγελαίας ἀντιατομικὰς καὶ ὁμαδιστικὰς θεωρίας, ἀπὸ τοῦ πάσης φύσεως παρεμβατισμοῦ ἢ διευθυνομένης οἰκονομίας ἢ 4ης Αὐγούστου μέχρι τοῦ σοσιαλισμοῦ καὶ τοῦ κομμουνισμοῦ (Ἄλλοι εἶναι οἱ ἐκμεταλλευταὶ τῶν θεωριῶν αὐτῶν). Τούτων δεδομένων ἐξηγεῖται καὶ ἡ ἀτελεύτητος καὶ αὐστηροτάτη ἐπιλογὴ βλακῶν εἰς τὰ ὁμαδικὰ συστήματα ἡ ὁποία, τὴ βοηθεῖα μίας πολιτικῆς βίας, κατοχυροῦται καὶ ὡς πολιτικὸν καὶ κοινωνικὸν καθεστὼς (4η Αὐγούστου), τόσῳ μᾶλλον, ὅσο ἡ ἐλευθερία τῆς σκέψεως, χρήσιμος μόνον εἰς ἐκείνους, οἵτινες διαθέτουν σκέψιν, εἶναι μονίμως καὶ ἐξόχως ἀντιπαθητικὴ εἰς τοὺς βλάκας, διότι ἀσκουμένη ὑπὸ τῶν ἄλλων στρέφεται ἐναντίον των, ἴδια ὁσάκις οὗτοι κατέχουν ἐξουσιαστικὰς θέσεις, ἢ ἔχουν συνδέση συμφέροντα μὲ τοὺς κατέχοντας αὐτάς. Ἡ ἔλλειψις ἰδίας γνώμης, ἡ κολακεία καὶ ἡ ρᾳδιουργία (ἴδε κατωτέρω) τοὺς προορίζουν ἄλλως τε εἰδικῶς διὰ τὰς καταστάσεις ταύτας. Ἡ ἀκατανίκητος ἐπίσης τάσις τῶν βλακῶν πρὸς τὰς πάσης φύσεως ἀγελαίας ἐμφανίσεις (κοσμικαὶ συγκεντρώσεις καὶ causerie τρεφομένη ἐκ τῶν περιεχομένων τῶν ἐφημερίδων καὶ τῶν ραδιοφώνων, μόδα, κλπ.) καὶ διακρίσεις (τίτλοι, διπλώματα παράσημα) εἶναι κατόπιν τῶν ἀνωτέρω αὐτονόητος.
4. Λαμβανομένης ἤδη ὑπ᾿ ὄψιν τῆς ἐπικαίρου ταύτης θέσεως τῶν κατωτέρων βαθμίδων καὶ προσώπων ἐν τῷ κοινωνικῷ διαφορισμῶ καθίσταται ἀπολύτως νοητὴ καὶ ἡ ἄνοδος αὐτῶν εἰς ἀνωτέρας βαθμίδας διὰ κοινοῦ μεταξὺ τῶν συνασπισμοῦ ἀναδεικνύοντος ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν δι᾿ ὀργανωμένης ἀντιστάσεως (boycotage) πρὸς τὰ ἄνω καὶ παραλύσεως τῶν τυχὸν ἀντιθέτων ἐνεργειῶν τῶν ὑπερκειμένων παραγόντων πρὸς ἀνάδειξιν ἄλλου πράγματι ἱκανοῦ, προσώπου, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ δι᾿ ὀργανωμένης προωθήσεως προσώπου ἐκ τῶν κόλπων αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀνωτέραν βαθμίδα. Τὸ φαινόμενον τοῦτο καλεῖται κλίκα. Ὅτι τὴν ἐξέλιξιν ταύτην οὐδεὶς δύναται νὰ σταματήση εἶναι φανερόν, ὅσον εἶναι φανερὰ ἡ νομοτελειακὴ συνάρτησις τῶν ὡς ἄνω δεδομένων. Κατὰ τὴν αὐτὴν συνάρτησιν τὸ φαινόμενον συνεχίζεται: «ἑνὸς βλακὸς προκειμένου μύριοι ἕπονται», ὁ δὲ οὕτω ἀνελθῶν βλὰξ θὰ προωθήση ὁ ἴδιος πρόσωπα μόνον κατώτερα ἑαυτοῦ, μέχρις ὅτου ἡ μία βίαια ἔξωθεν ἐπέμβασις, ὑπαγορευομένη ὑπὸ τῆς ἀνάγκης ἄλλου τινὸς κοινωνικοῦ ὀργανισμοῦ, ἢ ὁ φυσικὸς ἐκφυλισμὸς ἑνὸς τοιούτου ὀργανισμοῦ ἐκ τῶν ἔσω, ἐπιφέρει θεμελιώδη τινὰ ἀνατροπὴν ἢ καὶ αὐτὸν τοῦτον τὸν τερματισμὸν τοῦ βίου τοῦ ἐκφυλισθέντος ὀργανισμοῦ. Οὕτω λ.χ., εἰς παρομοίαν περίπτωσιν ἡ τὸ 1910 ἀνελθοῦσα κοινωνικὴ ὁμὰς ἀνέτρεψε τὴν ἱεραρχίαν τῶν ἀξιῶν καὶ τῶν προσώπων καὶ ἐντὸς τοῦ παλαιοκομματισμοῦ, καταστήσασα δυνατὴν τὴν ὑπεφαλάγγισιν τῶν παλαιῶν αὐτοῦ ἀρχηγῶν ὑπὸ νέων (Γούναρη, Στράτου κλπ.)
5. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνευ συνασπισμοῦ καὶ ὀργανώσεως, ἄνευ«κλίκας», ἀνερχόμενοι βλᾶκες ἢ ἀνίκανοι γενικῶς, ἀτομικῶς καὶ μόνον ἐπικρατοῦντες, εὑρίσκονται ἐν τούτοις δεσμευμένοι ὑπὸ τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ εἰς ἴσον βαθμὸν ὡς καὶ οἱ ὀργανωμένοι τοιοῦτοι. Διότι ἀντικειμενικῶς αἱ θέσεις τὰς ὁποίας λαμβάνουν εἶναι τοιαύται, ὥστε ἡ ἀνεπάρκεια τῶν ἢ νὰ εἶναι πλεονεκτικὴ ἢ νὰ εἶναι ἀνεκτή, οὐδέποτε ὅμως θέσεις ἀπαιτούσαι πραγματικὰ προσόντα, ἐκ τῶν ὁποίων, καὶ ἂν ἀκόμη φθάνουν εἰς αὐτάς, ἀνατρέπονται καὶ κρημνίζονται εἰς τὴν πρώτην ἀντίξοον περίστασιν καὶ ὑπὸ μεγάλου τινὸς ἢ μικροῦ πνέοντος ἀνέμου. Οὕτω λ.χ. πολλοὶ ἐξ αὐτῶν κατέλαβον διαδοχικῶς πλεῖστα ἀξιώματα τῆς κοινωνίας καὶ τῆς πολιτείας, ἀπὸ τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας, μέχρι τοῦ «Προέδρου τοῦ Συλλόγου Προστασίας Ἐγγύων Μυιῶν», τοῦ «Γενικοῦ Γραμματέως τῆς Γενικῆς Συνομοσπονδίας Πωλητῶν Ποντικοπαγίδων» κ.ο.κ., ἀξιώματα βεβαίως, τὰ ὁποῖα οὐδέποτε θὰ ἐπιδιώξη σοβαρῶς ἀπασχολούμενος ἄνθρωπος. Εἰς τὰ ἀξιώματα ταῦτα προστίθενται φυσικὰ καὶ διακρίσεις οἶον παράσημα, διπλώματα, δεξιώσεις κλπ
Ο causeur συνάδελφος τοῦ ἀνωτέρω ἀποτελεῖ ἀληθῆ κοινωνικὴν μάστιγα, διότι ὡς causerie ἐκλαμβάνει τὸ νὰ λέγῃ εἰς τοὺς χειμαζομένους συνανθρώπους τί ἀνέγνωσεν εἰς τὰς ἐφημερίδας, τί ἤκουσεν εἰς τὸ ραδιόφωνον καὶ τί τοῦ εἶπον διάφοροι καθ᾿ ὁδόν, ἐξικνούμενος ἔστιν ὅτε εἰς τὰ σχόλιά του, ὅταν ἀποφασίση νὰ σχολιάση εἰς δυσθεώρητα ὕψη ὀξυδερκείας καὶ πνευματικῆς χάριτος: ὅτι λ.χ. κατὰ τὴν νύκτα ἀναμφιβόλως ἐπικρατεῖ σκότος, τὴν δὲ βροχὴν ἀκολουθεῖ ὁπωσδήποτε ἡ ὑγρασία... Εἰς ταῦτα προστίθεται ἐνίοτε καὶ ἡ «προστατευτική» στάσις αὐτοῦ ἔναντι τῶν πνευματικῶς ἀνωτέρων του, σκοποῦσα τὴν ὑποτίμησιν αὐτῶν εἰς τὰ ὄμματα τοῦ κόσμου κλπ.
7. Πονηρία εἶναι ἡ ἐνεργητικὴ ὄψις τῆς καχυποψίας καὶ τὸ δεύτερον στάδιον αὐτῆς, ἤτοι ἡ δρᾶσις αὐτῆς, δρᾶσις ὅμως ζωϊκῶς ἀμυντικῆς φύσεως, διότι προϋποθέτει τὴν πνευματικὴν κατωτερότητα καὶ τὴν πνευματικὴν ἀμηχανίαν τοῦ βλακός, ὡς ζῴου ἐνστικτώδους καὶ πνευματικῶς πανικοβλήτου. Ἡ ἁπλὴ καχυποψία εἶναι ἄμυνα παθητικῆς φύσεως, καθ᾿ ὃ μὴ ἐνεργοῦσα ἐπὶ ἄλλων ἀτόμων. Ἡ πονηρία εἶναι ἄμυνα ἐνεργητικῆς φύσεως, διότι ἀποτελεῖ ἐγκεφαλικὴν ἐνέργειαν, σχηματισμὸν συλλογισμῶν καὶ συμπερασμάτων, ἀγόντων εἰς πράξεις («τὸν ἐγέλασε» κ.λπ.) καὶ συνεπῶς ἐνεργεῖ ἐπὶ ἄλλων ἀτόμων. Ἄσχετον τὸ ζήτημα τῆς βλακώδους ποιότητος τῶν συλλογισμῶν καὶ συμπερασμάτων. Ἡ χρησιμοποίησις ἤδη τῶν βλακωδῶν τούτων συλλογισμῶν καὶ συμπερασμάτων, μὲ μιὰν λέξιν τῆς πονηρῖας, χρησιμοποίησις ὅμως γενικώτερον ψυχολογικῶς ἐπιδρώσα ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἀτόμου, ἤτοι χρησιμοποίησις αὐτῆς ἐν συνδυασμῷ μὲ στοιχεῖα κατωτάτης πνευματικῆς ὑποστάθμης (κολακεία, ψεῦδος, ρᾳδιουργία, συκοφαντία, σωματεμπορία, συμπαθὴς μορφὴ τοῦ βλακὸς ἀκόμη, ἐπίκλησις τῆς πολυτεκνίας του, προσφορὰ ἀνηθίκων καὶ εὐκόλων ὑπηρεσιῶν εἰς τὸ κολακευόμενον πρόσωπον, χαφιεδισμός, ξεσκονίσματα, τὸ «ποιεῖν τὸν καραγκιόζην», ἢ τὸν gigolot, χειροφιλήματα πρὸς τὸν «Ἐθνικὸν Κυβερνήτην», ἐκφωνήσεις λόγων, συρραφὴ κολακευτικῶν στίχων, μεταφορὰ λαχανικῶν, κλπ.
8. Ἂν ὁ βλὰξ καταφεύγει εἰς τὴν ἐπιτηδειότητα λόγω τῶν πενιχρῶν πνευματικῶν τοῦ μέσων ἐκ τῆς αὐτῆς ἐλλείψεως ἀνωτέρων πνευματικῶν μέσων ὠθεῖται καὶ πρὸς τὴν ἀπάτην. Ἀπάτη εἶναι ὡς γνωστὸν ἡ ἀποσιώπησις τῆς ἀληθείας ἢ ἡ παράστασις ψευδῶν πραγμάτων ὡς ἀληθῶν. Ἐξ αὐτοῦ τούτου τοῦ ὁρισμοῦ αὐτῆς συνάγεται ὅτι ἡ ἀπάτη δὲν ἀνάγεται εἰς τὴν εὐφυΐαν τοῦ ἀπατεῶνος, διότι πᾷς ἄνθρωπος δύναται νὰ παραστήση ψευδῶς πράγματα ὡς ἀληθῆ καὶ αὐτὸς οὗτος ὁ βλάξ, ἀλλ᾿ εἰς τὴν εὐπιστίαν τοῦ θύματος. Ὅτι λοιπὸν καταφεύγει εἰς αὐτήν, ὡς διανοητικῶς εὐκολώτερον μέσον ὁ βλὰξ ἐπειδή, στερούμενος εὐφυΐας, εἶναι ἀνίκανος νὰ μεταχειρισθῆ ἔντιμα μέσα, εἶναι αὐτονόητον, διότι ἔντιμα μέσα ὡς δυσκολώτερα, χρησιμοποιεῖ μόνον ὁ κεκτημένος πραγματικὴν ἀτομικὴν ἀξίαν. Πόθεν λοιπὸν προέρχεται ἡ εὐρέως διαδεδομένη ἀντίληψις, ὅτι ὁ ἀπατεὼν ὄχι μόνον ἀποκλείεται νὰ εἶναι βλάξ, ἀλλ᾿ ἀναγκαίως εἶναι εὐφυής, ἀντὶ τῆς ὡς ἄνω ἀναλύσεως, ἐξ ἢς ἀντιθέτως προκύπτει, ὅτι ὁ ἀπατεὼν ὄχι μόνον ἀποκλείεται νὰ εἶναι εὐφυής, ἀλλ᾿ εἶναι ἀναγκαίως βλάξ; Ἡ ἀντίληψις αὕτη προέρχεται ἐκ τῆς «θεωρίας» τοῦ βλακὸς περὶ τῆς εὐπιστίας. Εἰθισμένος ὁ βλὰξ νὰ «σκέπτεται» οὐχὶ διὰ τοῦ νοητικοῦ μηχανισμοῦ, ἀλλὰ διὰ χονδροειδῶν ἔξωθεν ἐντυπώσεων, δὲν ἐρευνᾷ τὰς αἰτιοκρατικὰς σχέσεις, ἀλλὰ περιορίζεται εἰς τὸ γεγονὸς μίας ἐπιτυχούσης ἀπάτης, γεγονὸς ἐξ οὗ καὶ μόνου συνάγει τὴν βλακείαν τοῦ θύματος καὶ τὴν εὐφυΐαν τοῦ ἀπατεῶνος. Ὅτι ἡ ἀπάτη δὲν ὀφείλεται εἰς εὐφυίαν ἀνελύθη, νομίζομεν ἐπαρκῶς. Ὅτι ὅμως ἡ εὐπιστία τοῦ θύματος ἀποτελεῖ βλακείαν, τοῦτο εἶναι ἀληθὲς μνημεῖον βλακικὴς «διανοίας» καὶ πολιτιστικῆς ὑποστάθμης. Διότι ἡ εὐπιστία ἑνὸς ἀτόμου, ὡς προϋποθέτουσα τὰ ἄλλα ἄτομα ὡς ἔντιμα καὶ συνεπῶς ὡς εὐφυά, εἶναι ἀσφαλῶς τὸ μέγιστον τῶν τεκμηρίων τῆς πνευματικῆς του ἀναπτύξεως καὶ τοῦ πολιτισμοῦ του. Ὅσον ὑψηλότερον ἐπὶ τῶν βαθμίδων τῆς εὐφυΐας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ ἵσταται ἐν ἄτομον ἢ εἷς λαός, (οἱ Εὐρωπαῖοι ἐν σχέσει πρὸς τοὺς Ἀνατολίτας) τόσον περισσότερον εὔπιστος εἶναι. Ὁ τελευταῖος τῶν βλακῶν θὰ ἠδύνατο νὰ ἐξαπατήσῃ ἕνα Κὰντ ἢ ἕνα Μπετόβεv καὶ ὁ τελευταῖος τῶν Ἑλλήνων ἕνα Εὐρωπαῖον... Τὸ μειδίαμα τοῦ οἴκτου,τὸ ὁποῖον ρίπτουν οἱ «ἀφελεῖς κουτόφραγκοι», δημιουργοὶ τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν καὶ ἐξουσιασταὶ τοῦ κόσμου, ἐπὶ τῶν δυστυχῶν «ἔξυπνών» της Μεσογείου καὶ τῆς Ἀνατολῆς, ἂς εἶναι καὶ ἡ τιμωρία τῶν βλακῶν καὶ διὰ τὴν «θεωρίαν» των ταύτην!
Ψυχολογικὰ δὲ εἶναι κυρίως τὰ περιεχόμενα, τὰ ὁποῖα δημιουργοῦν τὰς ποικιλίας καὶ παραλλαγὰς μεταξὺ τῶν βλακῶν. Ὁ fils a papa τῆς ἄνω τάξεως, ὁ ὁποῖος λόγω φυσικῆς ἀτροφίας τοῦ βουλητικοῦ του κόσμου, λαμβάνει σοβαρῶς ὑπ᾿ ὄψιν τὴν ἀτελεύτητον σειρὰν τῶν ἀπαγορεύσεων τῆς οἰκογενείας του, στερούμενος δὲ καὶ ἰδῖας πνευματικότητος, καταντᾷ εἰς τὸ τέλος τύπος χωρὶς τὴν ἐλαχίστην προσωπικότητα, ὀνομάζεται ὑπὸ τῆς τάξεώς του ἐπιεικέστατα «καλὸ παιδί», εἰς δὲ τὴν ἀντικειμενικὴν διάλεκτον θὰ ἠδύνατο νὰ ἀποκληθῇ «εὐπρεπὴς βλάξ», ἐνῷ τὸ «τέκνον τοῦ λαοῦ» εἰς τὴν αὐτὴν περίπτωσιν ὀνομάζεται ὑπὸ τοῦ εὐφυεστέρου καὶ κυριολεκτοῦντος λαοῦ δραστικώτατα «κόπανος». Σημαντικῶς αὐστηροτέρα εἶναι ἑπομένως ἡ φυσικὴ ἐπιλογὴ ἐντὸς τῆς κάτω τάξεως: ἐνῷ λ.χ. ὁ fils a papa εἰς τὴν μαθητικὴν ἡλικίαν τυγχάνει τῆς ἀγωγῆς, τῶν μορφωτικῶν μέσων καὶ τῶν περιποιήσεων τῆς τάξεώς του καὶ παραμένει ψυχικῶς ἀμείωτος, ὅπερ ἐπαυξάνει τὴν γελοίαν αὐτοπεποίθησίν του εἰς πρεσβυτέραν ἡλικίαν, δυνάμενος νὰ φθάσῃ ἀνενοχλήτως καὶ εἰς ὑψηλὰ ἀξιώματα, ἡ δὲ ἀτομική του ὕπαρξις ὡς μὴ ὤφειλε, εἶναι γνωστὴ ἐν τῇ κοινωνίᾳ. Ἀντιθέτως τὸ τέκνον τοῦ λαοῦ καὶ σκληρώτερον χειραγωγεῖται ὑπὸ τῶν γονέων του καὶ τῶν συμμαθητῶν τοῦ ἐν τῷ σχολείῳ μέχρι πλήρους ψυχικῆς ἐξουθενώσεως διὰ σκληρᾶς ὑποτιμήσεως, προπηλακισμῶν, φαρσῶν, ὕβρεων καὶ βιαιοπραγιῶν καὶ δυσκολώτερον εἶναι κατόπιν τούτων ν᾿ ἀνέλθῃ τὴν κοινωνικὴν κλίμακα, ὁ δὲ βλὰξ τῶν λαϊκῶν τάξεων οὕτως καὶ συμπαθέστερος εἶναι καὶ ἄγνωστος καὶ ἀκινδυνώτερος καὶ ὀλιγώτερον γελοῖος, καθ᾿ ὃ σεμνότερος καὶ ἐστερημένος τῆς αὐτοπεποιθήσεως ἢ ἐπάρσεως τοῦ βλακὸς τῶν ἄνω τάξεων, εἰς τὸν ὁποῖον λόγω ἀτροφίας τοῦ βουλητικοῦ του καὶ τῆς μαλθακότητος τοῦ οἰκογενειακοῦ του περιβάλλοντος προστίθεται ἔστιν ὅτε καὶ ἀηδὴς γυναικωτὸς χαρακτήρ. Ἑνιαῖον ὅμως εἶναι τὸ πνευματικὸν προλεταριᾶτον πάσης ταξικῆς καταγωγῆς.
Ἐξ οὗ ἕπεται τὸ ἀκλόνητον δόγμα: καὶ ἡ ἀνηθικότης εἶναι ἀποκλειστικὸν προνόμιον τῶν βλακῶν!
Επίκαιρο όσο ποτέ...
Ευάγγελος Λεμπέσης (1941)
Ἡ Τεράστια Κοινωνικὴ Σημασία τῶν Βλακῶν ἐν τῷ Συγχρόνῳ Βίῳ
Πρόλογος
Ἁπλὴ ὑποσημείωσις ἐξ ὀλίγων γραμμῶν εἰς ἄλλην μελέτην μου ἡ παροῦσα μικρὰ ἐργασία ἐξελίχθη εἰς τὸ ἀνὰ χείρας δοκίμιον χάρις εἰς τὴν παρώθησιν τοῦ διαπρεπεστάτου νομικοῦ καὶ ἀγαπητοῦ φίλου Διευθυντοῦ τῆς «Ἐφημερίδος τῶν Ἑλλήνων Νομικῶν», κ. Ν. Π. Θηβαίου. Εἰς αὐτὸν ἑπομένως τὸν ἀνεξάντλητον εἰς ἐμπνεύσεις καὶ εἰς παντοειδῆ πρωτοτυπίαν ἐπιστήμονα καὶ συγγραφέα ὀφείλεται τόσον ἡ συγγραφή, καθὼς καὶ ἡ δημοσίευσις εἰς τὴν «Ἐφημερίδα τῶν Ἑλλήνων Νομικῶν», ὡς καὶ ἡ ἐνταῦθα ἀναδημοσίευσις τῆς παρούσης μικρᾶς πραγματείας. Ὀφείλομεν χάριτας εἰς αὐτόν, ἀπὸ κοινοῦ συγγραφεὺς καὶ ἀνανῶσται, διὰ τὴν σύντομον αὐτὴν ἐντρύφησιν εἰς τὸν χλοερὸν τοῦτον κόσμον μιᾶς κατηγορίας συνανθρώπων, τῶν ὁποίων ἡ κοινωνικὴ σημασία ἔχει δεινῶς ὑποτιμηθῆ καὶ τῶν ὁποίων τὰ δικαιώματα εἶναι ἐξησφαλισμένα οὐ μόνον -φεῦ!- ἐν τῷ βασιλείῳ τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ἔτι πλέον ἐπὶ τοῦ χλοεροῦ τούτου πλανήτου!Ἐπὶ τοῦ περιεχομένου τοῦ παρόντος δοκιμίου οὐδεμίαν προεργασίαν γνωρίζω καὶ συνεπῶς δέον νὰ κριθῶ ἐπιεικῶς, ὡς πάντη στερούμενος «βοηθημάτων». Τολμῶ ἐν τούτοις νὰ φρονῶ, ὅτι τούτων οὐδόλως παρίσταται ἀνάγκη, διότι ἀληθῶς ἐξαιρετικῶς μέγας εἶναι ὁ πλοῦτος τοῦ ἀμέσου κοινωνικοῦ ἐμπειρικοῦ ὑλικοῦ καὶ ἐλαχίστη ἡ ἐκ τῆς ἐλλείψεως γραπτῶν βοηθημάτων στενοχωρία τοῦ γράψαντος.
Ὡς πρὸς τὴν μέθοδον τέλος δέον νὰ ὑπογραμμίσω, ὅτι κατεβλήθη ἐνδελεχὴς προσπάθεια, ὅπως αὕτη εἶναι αὐστηρῶς ἐπιστημονική. Διότι πράγματι - ὡς ἐλπίζω ν᾿ ἀποδειχθῇ - πλὴν τῶν ἄλλων δεδικαιολογημένων ἀξιώσεων, τὰς ὁποίας δύναται νὰ ἔχη παρὰ τῶν λοιπῶν ἀτυχῶν συνανθρώπων, ἡ εὐτυχὴς καὶ παντοδύναμος κοινωνικὴ κατηγορία, ἥτις ἐξετάζεται ἐνταῦθα, εἶναι καὶ ἡ ἀξίωσις ν᾿ ἀποτελέσῃ σοβαρώτατον θέμα σοβαροῦ ἐπιστημονικοῦ χειρισμοῦ.
Θὰ ἔπρεπεν ἴσως, ἐκ λόγων εὐγνωμοσύνης πρὸς τοὺς ἀποτελοῦντας τὸ θέμα τῆς παρούσης μελέτης δυνάστας τῆς ἀνθρωπότητος ν᾿ ἀφιερωθῇ αὕτη εἰς αὐτούς. Ἐκ λόγων δικαιοσύνης ὅμως ἀφιεροῦται - καὶ οὐκ ἐπ᾿ ἐλάχιστον, πρὸς διδαχήν των - εἰς τοὺς δυναστευομένους: δηλονότι εἰς τοὺς εὐφυεῖς!
I
Εἰς τὴν πολυπληθῆ κατηγορίαν τῶν βλακῶν προσάπτεται ἀσφαλῶς ἄδικος καὶ ἐπιστημονικῶς ἐσφαλμένη μομφή, ὅταν οὗτοι χαρακτηρίζονται εἴτε ὡς ἄχρηστοι καὶ περιττὸν βάρος τῆς κοινωνίας, εἴτε ὡς παρασιτικοί, ἐκφράζεται δὲ συχνὰ ἡ ἀνόητος, ὡς θὰ ἴδωμεν, εὐχὴ ὅπως οὗτοι ἐκλείψουν. Τὸ πρόβλημα τῶν βλακῶν δὲν εἶναι ἐν τούτοις ἁπλοῦν ὅταν ληφθῆ πρώτον ὕπ᾿ ὄψιν ἡ στερεὰ καὶ ἀπολύτως ἀναγκαία θέσις, ἣν οὗτοι ἐπαξίως κατέχουν ἐν τῷ κοινωνικῷ διαφορισμῶ. Οἱ βλᾶκες διαιροῦνται οὕτως εἰς δυὸ ὅλως ἀντιθέτους μεταξὺ τῶν «ὁμάδας», διεπομένας ὅμως ἀμφοτέρας ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ νόμου, τοῦ διαφορισμοῦ Ἡ πρώτη ἐκ τούτων ὁμὰς καταλαμβάνει ὡς γνωστὸν τὰς ὑποδεεστέρας ἐν τῇ κοινωνίᾳ θέσεις, ἤτοι εὑρίσκεται εἰς τὰς κατωτάτας βαθμίδας τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ. Πόσον εὐεργετικὴ διὰ τὴν κοινωνίαν εἶναι ἡ ὁμὰς αὕτη εἶναι περιττὸν νὰ τονισθῆ, διότι ἄνευ αὐτῆς δὲν θὰ ὑπῆρχεν ἐκμετάλλευσις καὶ ἄνευ ἐκμεταλλεύσεως δὲν θὰ ὑπῆρχε πολιτισμός. Εἰς δὲ τὴν γλῶσσαν τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ: Ἄνευ αὐτῆς δὲν θὰ ὑπῆρχε διαφορισμός, διότι ἀντὶ τῆς ἀνισότητος, θὰ ὑπῆρχεν ἰσότης, ἔστω καὶ ἐκ τῶν ἄνω, δηλαδὴ θὰ ἦσαν ὅλοι εὐφυεῖς, ὅπερ ἀπὸ τῆς ἀπόψεως τοῦ διαφορισμοῦ τὸ αὐτό: ὡς νὰ ἦσαν ὅλοι βλᾶκες· διότι ὁ διαφορισμὸς ἀπαιτεῖ ρητῶς καὶ εὐφυεῖς καὶ βλάκας, περικοπτωμένων δὲ οἱονδήποτε ἐκ τῶν δυὸ τούτων σκελῶν του, αἴρεται ὁλόκληρος. Ἄνευ δέ, κατ᾿ ἀκολουθίαν, τοῦ διαφορισμοῦ, καθισταμένου δυνατοῦ μόνον διὰ τῆς σοβαρᾶς συμβολῆς τῶν βλακῶν, δὲν ὑπάρχει κοινωνία. Τοιαύτη λοιπὸν ἡ τεραστία κοινωνικὴ σημασία τῶν βλακῶν, ἥτις ἄλλως τε ὑπὸ πάντων ἀναγνωρίζεται, μολονότι μόνον εἰς τὸν κοινωνιολόγον εἶναι ἐπιστημονικῶς γνωστή.II
Ἡ κατὰ τῶν βλακῶν καταφορὰ προκαλεῖται ἄλλως τε ὑπὸ τῆς δευτέρας ὁμάδος αὐτῶν, πλέον ἐνοχλητικῆς της πρώτης, ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα ἡ καταφορὰ αὕτη, ἐφ᾿ ὅσον ἐμφανίζεται ὡς λογικὴ κρίσις, εἶναι ἀκοινωνιολόγητος, ἤτοι ἀντεπιστημονική. Κατηγοροῦνται δηλαδὴ οἱ βλᾶκες τῆς δευτέρας ταύτης κατηγορίας ὅτι παναξίως κατέχουν σπουδαίας ἐν τῇ κοινωνίᾳ θέσεις. Ἀλλ᾿ ἡ κρίσις αὕτη προδίδει πλήρη μίας ὠρισμένης μορφῆς τοῦ διαφορισμοῦ ἄγνοιαν. Ἡ μορφὴ αὕτη δεδομένη μὲ φυσικὴν ἀναγκαιότητα ὡς ὁ νόμος τοῦ διαφορισμοῦ εἶναι ὁ στοιχειώδης κανών: «δέκα βλάκες καθ᾿ ἑνὸς εὐφυοῦς· δέκα ἀνίκανοι καθ᾿ ἑνὸς ἱκανοῦ· δέκα ἀδύνατοι καθ᾿ ἑνὸς ἰσχυροῦ κ.ο.κ.». Τὸ φαινόμενον τοῦτο, κλασσικόν, τυπικὸν καὶ αἰώνιον ἀφ᾿ ἧς ὑπάρχει ἀνθρωπίνη κοινωνία, δι᾿ ὅλης της Ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος, δύνανται νὰ εἶναι «τυχαῖον»; Ἀλλὰ τυχαῖον εἶναι ὅ,τι ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβῃ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς. Οὐδέποτε ὅμως ὅ,τι πρὸ πολλοῦ ἔχει συλληφθῆ εἰς τὸν θεμελειώδη νόμον τοῦ διαφορισμοῦ. Καὶ τὸ μὲν ψυχολογικὸν ἐλατήριον τοῦ συνασπισμοῦ τῶν ὁπωσδήποτε «κάτω» κατὰ τῶν ὁπωσδήποτε «ἄνω» εἶναι δεδομένη διὰ τοῦ ressentiment.Ὁ συνασπισμὸς τῶν βλακῶν ἐνταῦθα εἶναι μηχανικὴ ὀργάνωσις βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς «ἐλαχίστης προσπαθείας» πρὸς ἀντιμετώπισιν ἰσχυροτέρας δυνάμεως εἰς τὸ πρόσωπον τῶν ὀλίγων ἢ τοῦ ἑνός. Ἡ ὀργάνωσις αὕτη περιωρισμένης ἐκτάσεως καλεῖται κοινωνιολογικῶς κλίκα (clique).
2. Ἡ ἔμφυτος τάσις τοῦ βλακός, ἐξικνουμένη συχνότατα εἰς ἀληθῆ μανίαν ὅπως ἀνήκῃ εἰς ἰσχυρὰς καὶ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσοτέρας πάσης φύσεως ὀργανώσεις, ἐξηγεῖται πρώτον μὲν ἐκ τῆς εὐκολίας τῆς ἀγελοποιήσεως, εἰς ἣν μονίμως ὑπόκειται, λόγω ἐλλείψεως ἀτομικότητος (ἐξ οὗ καὶ τὸ μῖσος τοῦ κατὰ τοῦ ἀτόμου καὶ τοῦ ἀτομικισμοῦ), δεύτερον δὲ ἐκ τοῦ ἀτομικοῦ ζῳώδους πανικοῦ, ὑπὸ τοῦ ὁποίου μονίμως κατατρύχεται, ἐκ τοῦ δεδικαιολογημένου φόβου μήπως περιέλθη εἰς τὸ παντὸς εἴδους προλεταριάτον. Ἀποτελεῖ δὲ ἡ τάσις αὕτη ἀμάχητον σχεδὸν τεκμήριον περὶ τοῦ βαθμοῦ τῆς πνευματικῆς του ἀναπηρίας. Τοιουτοτρόπως δημιουργεῖται αὐτόματος συρροὴ βλακῶν εἰς τὰς πάσης φύσεως ὀργανώσεις, αἴτινες, ἐὰν μὲν εἶναι συμφεροντολογικαί, διατηροῦν τουλάχιστον τὴν σοβαρότητα τῶν συμφερόντων των, ἐὰν ὅμως εἶναι «πνευματικαί» περιέρχονται σὺν τῷ χρόνῳ εἰς πλήρη βλακοκρατίαν. Εἰς τὸ φαινόμενον τοῦτο ὀφείλει τὸν ἐκφυλισμὸν τοῦ λ.χ. ὁ μασσωνισμός, oι ἁπανταχοῦ Ῥοταριανοὶ ὅμιλοι, ὅλοι oι «πνευματικοί» σύλλογοι, καὶ αὐτὴ αὕτη ἡ... Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν!. Ἑπόμενον εἶναι κατόπιν τούτων, ὅτι ὅπως ἡ λεγεὼν τῶν βλακῶν ὠθεῖται ἀκατανικήτως πρὸς τὴν ἀγέλην καὶ πρὸς τὰς πάσης φύσεως ὀργανώσεις, οὕτω ὑφίσταται ἀκατανίκητον ἕλξιν ἀπὸ τὰς παντὸς εἴδους ἀγελαίας ἀντιατομικὰς καὶ ὁμαδιστικὰς θεωρίας, ἀπὸ τοῦ πάσης φύσεως παρεμβατισμοῦ ἢ διευθυνομένης οἰκονομίας ἢ 4ης Αὐγούστου μέχρι τοῦ σοσιαλισμοῦ καὶ τοῦ κομμουνισμοῦ (Ἄλλοι εἶναι οἱ ἐκμεταλλευταὶ τῶν θεωριῶν αὐτῶν). Τούτων δεδομένων ἐξηγεῖται καὶ ἡ ἀτελεύτητος καὶ αὐστηροτάτη ἐπιλογὴ βλακῶν εἰς τὰ ὁμαδικὰ συστήματα ἡ ὁποία, τὴ βοηθεῖα μίας πολιτικῆς βίας, κατοχυροῦται καὶ ὡς πολιτικὸν καὶ κοινωνικὸν καθεστὼς (4η Αὐγούστου), τόσῳ μᾶλλον, ὅσο ἡ ἐλευθερία τῆς σκέψεως, χρήσιμος μόνον εἰς ἐκείνους, οἵτινες διαθέτουν σκέψιν, εἶναι μονίμως καὶ ἐξόχως ἀντιπαθητικὴ εἰς τοὺς βλάκας, διότι ἀσκουμένη ὑπὸ τῶν ἄλλων στρέφεται ἐναντίον των, ἴδια ὁσάκις οὗτοι κατέχουν ἐξουσιαστικὰς θέσεις, ἢ ἔχουν συνδέση συμφέροντα μὲ τοὺς κατέχοντας αὐτάς. Ἡ ἔλλειψις ἰδίας γνώμης, ἡ κολακεία καὶ ἡ ρᾳδιουργία (ἴδε κατωτέρω) τοὺς προορίζουν ἄλλως τε εἰδικῶς διὰ τὰς καταστάσεις ταύτας. Ἡ ἀκατανίκητος ἐπίσης τάσις τῶν βλακῶν πρὸς τὰς πάσης φύσεως ἀγελαίας ἐμφανίσεις (κοσμικαὶ συγκεντρώσεις καὶ causerie τρεφομένη ἐκ τῶν περιεχομένων τῶν ἐφημερίδων καὶ τῶν ραδιοφώνων, μόδα, κλπ.) καὶ διακρίσεις (τίτλοι, διπλώματα παράσημα) εἶναι κατόπιν τῶν ἀνωτέρω αὐτονόητος.
III
3. Ἀλλὰ πόθεν εἶναι δεδομένη ἡ πραγματικὴ δυνατότης τῆς ἀποτελεσματικῆς δράσεως τῆς βλακικῆς ἀγέλης; Ἡ δυνατότης αὕτη εἶναι δεδομένη ἀπολύτως ἀντικειμενικῶς καὶ ἀνεξαρτήτως τοῦ ψυχολογικοῦ ἐλατηρίου (τοῦ ressentiment), τὸ ὁποῖον ἄλλως οὐδεμίαν θὰ εἶχε κοινωνικὴν δρᾶσιν καὶ ἀκολούθως κοινωνιολογικὴν σημασίαν. Εἶναι δεδομένη ἐκ τῆς μοιραίας θέσεως τὴν ὁποίαν κατέχουν εἰς τὴν κλίμακα τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ οἱ βλᾶκες, θέσεως εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι ἀναντικατάστατοι, διότι εἶναι θέσις ὑποδεεστέρα, ἀλλὰ καὶ ἀπολύτως ἀπαραίτητος διὰ τὸν ὅλον κοινωνικὸν μηχανισμόν, ὁ ὁποῖος βασίζεται ἀπολύτως εἰς τὰς κατωτέρας αὐτοῦ βαθμίδας. Εὐκρινέστατα διαφαίνεται ἡ ἐξάρτησις αὕτη τῶν ἀνωτέρω βαθμίδων καὶ προσώπων ἀπὸ τῶν κατωτέρων τοιούτων ὅπου αὕτη λαμβάνει μορφὰς καθαρῶς ἐκβιαστικάς, τὰς ὁποίας γνωρίζουν πάντες οἱ κοινωνικοὶ ἄνθρωποι. Ὡς παράδειγμα δύναται νὰ χρησιμεύση ἡ παρέλκυσις ἢ ὁ ἐνταφιασμὸς μίας ὑποθέσεως εἰς οἱανδήποτε ὑπηρεσίαν ὑπὸ κατωτέρων ὑπαλλήλων, ἡ ἔκδοσις ἐντάλματος συλλήψεως κατὰ καταζητουμένου ἐκληματίου, εἰς περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν τὰ κατώτερα ἀστυνομικὰ ὄργανα εἶναι ἀλληλέγγυα πρὸς αὐτὸν κλπ4. Λαμβανομένης ἤδη ὑπ᾿ ὄψιν τῆς ἐπικαίρου ταύτης θέσεως τῶν κατωτέρων βαθμίδων καὶ προσώπων ἐν τῷ κοινωνικῷ διαφορισμῶ καθίσταται ἀπολύτως νοητὴ καὶ ἡ ἄνοδος αὐτῶν εἰς ἀνωτέρας βαθμίδας διὰ κοινοῦ μεταξὺ τῶν συνασπισμοῦ ἀναδεικνύοντος ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν δι᾿ ὀργανωμένης ἀντιστάσεως (boycotage) πρὸς τὰ ἄνω καὶ παραλύσεως τῶν τυχὸν ἀντιθέτων ἐνεργειῶν τῶν ὑπερκειμένων παραγόντων πρὸς ἀνάδειξιν ἄλλου πράγματι ἱκανοῦ, προσώπου, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ δι᾿ ὀργανωμένης προωθήσεως προσώπου ἐκ τῶν κόλπων αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀνωτέραν βαθμίδα. Τὸ φαινόμενον τοῦτο καλεῖται κλίκα. Ὅτι τὴν ἐξέλιξιν ταύτην οὐδεὶς δύναται νὰ σταματήση εἶναι φανερόν, ὅσον εἶναι φανερὰ ἡ νομοτελειακὴ συνάρτησις τῶν ὡς ἄνω δεδομένων. Κατὰ τὴν αὐτὴν συνάρτησιν τὸ φαινόμενον συνεχίζεται: «ἑνὸς βλακὸς προκειμένου μύριοι ἕπονται», ὁ δὲ οὕτω ἀνελθῶν βλὰξ θὰ προωθήση ὁ ἴδιος πρόσωπα μόνον κατώτερα ἑαυτοῦ, μέχρις ὅτου ἡ μία βίαια ἔξωθεν ἐπέμβασις, ὑπαγορευομένη ὑπὸ τῆς ἀνάγκης ἄλλου τινὸς κοινωνικοῦ ὀργανισμοῦ, ἢ ὁ φυσικὸς ἐκφυλισμὸς ἑνὸς τοιούτου ὀργανισμοῦ ἐκ τῶν ἔσω, ἐπιφέρει θεμελιώδη τινὰ ἀνατροπὴν ἢ καὶ αὐτὸν τοῦτον τὸν τερματισμὸν τοῦ βίου τοῦ ἐκφυλισθέντος ὀργανισμοῦ. Οὕτω λ.χ., εἰς παρομοίαν περίπτωσιν ἡ τὸ 1910 ἀνελθοῦσα κοινωνικὴ ὁμὰς ἀνέτρεψε τὴν ἱεραρχίαν τῶν ἀξιῶν καὶ τῶν προσώπων καὶ ἐντὸς τοῦ παλαιοκομματισμοῦ, καταστήσασα δυνατὴν τὴν ὑπεφαλάγγισιν τῶν παλαιῶν αὐτοῦ ἀρχηγῶν ὑπὸ νέων (Γούναρη, Στράτου κλπ.)
5. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνευ συνασπισμοῦ καὶ ὀργανώσεως, ἄνευ«κλίκας», ἀνερχόμενοι βλᾶκες ἢ ἀνίκανοι γενικῶς, ἀτομικῶς καὶ μόνον ἐπικρατοῦντες, εὑρίσκονται ἐν τούτοις δεσμευμένοι ὑπὸ τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ εἰς ἴσον βαθμὸν ὡς καὶ οἱ ὀργανωμένοι τοιοῦτοι. Διότι ἀντικειμενικῶς αἱ θέσεις τὰς ὁποίας λαμβάνουν εἶναι τοιαύται, ὥστε ἡ ἀνεπάρκεια τῶν ἢ νὰ εἶναι πλεονεκτικὴ ἢ νὰ εἶναι ἀνεκτή, οὐδέποτε ὅμως θέσεις ἀπαιτούσαι πραγματικὰ προσόντα, ἐκ τῶν ὁποίων, καὶ ἂν ἀκόμη φθάνουν εἰς αὐτάς, ἀνατρέπονται καὶ κρημνίζονται εἰς τὴν πρώτην ἀντίξοον περίστασιν καὶ ὑπὸ μεγάλου τινὸς ἢ μικροῦ πνέοντος ἀνέμου. Οὕτω λ.χ. πολλοὶ ἐξ αὐτῶν κατέλαβον διαδοχικῶς πλεῖστα ἀξιώματα τῆς κοινωνίας καὶ τῆς πολιτείας, ἀπὸ τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας, μέχρι τοῦ «Προέδρου τοῦ Συλλόγου Προστασίας Ἐγγύων Μυιῶν», τοῦ «Γενικοῦ Γραμματέως τῆς Γενικῆς Συνομοσπονδίας Πωλητῶν Ποντικοπαγίδων» κ.ο.κ., ἀξιώματα βεβαίως, τὰ ὁποῖα οὐδέποτε θὰ ἐπιδιώξη σοβαρῶς ἀπασχολούμενος ἄνθρωπος. Εἰς τὰ ἀξιώματα ταῦτα προστίθενται φυσικὰ καὶ διακρίσεις οἶον παράσημα, διπλώματα, δεξιώσεις κλπ
Ο causeur συνάδελφος τοῦ ἀνωτέρω ἀποτελεῖ ἀληθῆ κοινωνικὴν μάστιγα, διότι ὡς causerie ἐκλαμβάνει τὸ νὰ λέγῃ εἰς τοὺς χειμαζομένους συνανθρώπους τί ἀνέγνωσεν εἰς τὰς ἐφημερίδας, τί ἤκουσεν εἰς τὸ ραδιόφωνον καὶ τί τοῦ εἶπον διάφοροι καθ᾿ ὁδόν, ἐξικνούμενος ἔστιν ὅτε εἰς τὰ σχόλιά του, ὅταν ἀποφασίση νὰ σχολιάση εἰς δυσθεώρητα ὕψη ὀξυδερκείας καὶ πνευματικῆς χάριτος: ὅτι λ.χ. κατὰ τὴν νύκτα ἀναμφιβόλως ἐπικρατεῖ σκότος, τὴν δὲ βροχὴν ἀκολουθεῖ ὁπωσδήποτε ἡ ὑγρασία... Εἰς ταῦτα προστίθεται ἐνίοτε καὶ ἡ «προστατευτική» στάσις αὐτοῦ ἔναντι τῶν πνευματικῶς ἀνωτέρων του, σκοποῦσα τὴν ὑποτίμησιν αὐτῶν εἰς τὰ ὄμματα τοῦ κόσμου κλπ.
IV
6. Ἐνδιαφέρον εἶναι τέλος ἐνταῦθα τὸ φαινόμενον μερικῶν εὐφυῶν ἀνθρώπων, οἵτινες, ἐνστικτωδῶς διαισθανόμενοι τὸν κοινωνικῶς ἀνυπέρβλητον ρόλον τῶν βλακῶν καὶ τὴν λαμπρὰν κοινωνικὴν αὐτῶν σταδιοδρομίαν - ἐv τῇ «χρυσῇ» μέσῃ ὁδῷ τῆς μετριότητος ἐννοεῖται - ἀποφασίζουν νὰ ὑποδυθοῦν τὸν ρόλον αὐτόν, ὅπως ἀνέλθουν διὰ τῆς μεθόδου τῆς «νύσσης», ὡς αὕτη εὐφυέστατα ἀποκαλεῖται παρὰ τῷ λαῷ. Ἀλλ᾿ ὁ ρόλος οὗτος εἶναι ἐξαιρέτως δύσκολος ἐκ δυὸ λόγων: Πρῶτον ὑποκειμενικῶς ἡ ὕπαρξις πνευματικῆς καὶ ψυχικῆς ζωῆς ἔχει ὡς γνωστὸν ἀναποτρέπτους ἀντανακλάσεις ἐπὶ τῆς ἐξωτερικῆς φυσιογνωμίας, αἴτινες μὲ τὴν τελειοτέραν ὑπόκρισιν, δύσκολον εἶναι ν᾿ ἀποκρυβοῦν, πλὴν τῆς περιπτώσεως καθ᾿ ἣν εἶναι δεδομένον τάλαντον μεγάλου ἠθοποιοῦ. Ἡ ἁπλὴ παρουσία τοῦ εὐφυοῦς ἀνθρώπου εἶναι κατὰ κανόνα διὰ τὸν βλᾶκα εἰς τὸ ἔπακρον προκλητική. Τὸ ψυχολογικὸν σύμπλεγμα τῶν συναισθημάτων, τὸ ὁποῖον αὕτη ἐξαπολύει παρ᾿ αὐτῷ εἶναι τὸ αὐτὸ ἀκριβῶς μὲ ἐκεῖνο τοῦ καταδιωκομένου καὶ πανικοβλήτου ζῴου ἢ ἀνθρώπου, ἐν καταστάσει φυγῆς ἢ ἀμύνης. Τὸ μῖσος, ὁ φόβος, ὁ φθόνος μετὰ τοῦ θράσους συμπλέκονται κατὰ τρόπον, δηλοῦντα διὰ τὸν ἐξησκημένον ὀφθαλμὸν σαφῶς εἰς πᾶσαν φράσιν, ἴδια ὑποτιμητικὴν ἢ μειωτικήν, τὴν κατάστασιν ἀμύνης. Δεύτερον ἀπὸ τῆς ἀπόψεως τοῦ βλακός, ἡ ἔνστικτος καχυποψία αὐτοῦ εἶναι τοιαύτη, ὥστε ἡ ὑπόκρισις τοῦ εὐφυοῦς ν᾿ ἀποβαίνῃ ματαία, ἡ δὲ πραγματικὴ εἰλικρίνεια αὐτοῦ νὰ ἐκλαμβάνεται ὡς ὑπόκρισις. Ὁ βλὰξ ὡς πλησιέστερος πρὸς τὸ ζωϊκὸν βασίλειον, ἔχει τὴν ἔνστικτον καχυποψίαν οὕτω ἀνεπτυγμένην, ὥστε ν᾿ ἀδυνατῇ νὰ διαγνώσῃ ἢ νὰ ἐννοήση συλλογισμοὺς καὶ λογικοὺς ὑπολογισμοὺς τοῦ εὐφυοῦς, βασιζομένους ὄχι εἰς τὸ ἔνστικτον ἀλλὰ εἰς τὴν διάνοιαν. Ἄοπλος καὶ ἀνυπεράσπιστος ἔναντι τῶν ψυχρῶν ὑπολογισμῶν τῆς ξένης διανοίας, ἢς ὁ μηχανισμὸς τυγχάνει εἰς αὐτὸν νοητικῶς ἀπροσπέλαστος, μίαν μόνην ἄμυναν διαθέτει, ἀκριβῶς ὅπως τὸ ζῷον καὶ ὁ πρωτόγονος ἄνθρωπος: τὴν ἔνστικτον καχυποψίαν. Οὕτω ἐξηγεῖται καὶ ἡ φυσικὴ καὶ πνευματικὴ κατωτερότης τῶν λαῶν, οἵτινες ἐμπνέονται βασικῶς ὑπὸ τῆς καχυποψίας, ἣν αὐταρέσκως ἐκλαμβάνουν ὡς εὐφυΐαν. Ἔναντι τῶν Εὐρωπαίων οἵτινες οὐδεμίαν ἀνάγκην ἔχουν αὐτῆς, ὡς ἀντιλαμβανόμενοι νοητικῶς τὸν κόσμον. Ἐκ τούτων ἐπίσης φαίνεται σαφῶς, ὅτι ἡ καχυποψία καὶ ἡ ἀπότοκος αὐτῆς πονηρία εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετόν της εὐφυίας ὡς πρὸς τὸν ὅλον αὐτῆς ἐκτοπιζομένης πάντοτε ὑπὸ τῆς δευτέρας. Λέγομεν ἀντίθετος μόνον ὡς πρὸς τὸν ρόλον, διότι ἡ διάνοια δὲν εἶναι τί τὸ ἀνεξάρτητον ἢ ἀντίθετόν του ἐνστίκτου, ἀλλὰ τουναντίον ἡ ἀνάπτυξις καὶ ὁ διὰ λογικῶν μέσων πλουτισμὸς αὐτοῦ εἰς τὴν ἀρχικὴν αὐτοῦ πάντοτε κατεύθυνσιν.7. Πονηρία εἶναι ἡ ἐνεργητικὴ ὄψις τῆς καχυποψίας καὶ τὸ δεύτερον στάδιον αὐτῆς, ἤτοι ἡ δρᾶσις αὐτῆς, δρᾶσις ὅμως ζωϊκῶς ἀμυντικῆς φύσεως, διότι προϋποθέτει τὴν πνευματικὴν κατωτερότητα καὶ τὴν πνευματικὴν ἀμηχανίαν τοῦ βλακός, ὡς ζῴου ἐνστικτώδους καὶ πνευματικῶς πανικοβλήτου. Ἡ ἁπλὴ καχυποψία εἶναι ἄμυνα παθητικῆς φύσεως, καθ᾿ ὃ μὴ ἐνεργοῦσα ἐπὶ ἄλλων ἀτόμων. Ἡ πονηρία εἶναι ἄμυνα ἐνεργητικῆς φύσεως, διότι ἀποτελεῖ ἐγκεφαλικὴν ἐνέργειαν, σχηματισμὸν συλλογισμῶν καὶ συμπερασμάτων, ἀγόντων εἰς πράξεις («τὸν ἐγέλασε» κ.λπ.) καὶ συνεπῶς ἐνεργεῖ ἐπὶ ἄλλων ἀτόμων. Ἄσχετον τὸ ζήτημα τῆς βλακώδους ποιότητος τῶν συλλογισμῶν καὶ συμπερασμάτων. Ἡ χρησιμοποίησις ἤδη τῶν βλακωδῶν τούτων συλλογισμῶν καὶ συμπερασμάτων, μὲ μιὰν λέξιν τῆς πονηρῖας, χρησιμοποίησις ὅμως γενικώτερον ψυχολογικῶς ἐπιδρώσα ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἀτόμου, ἤτοι χρησιμοποίησις αὐτῆς ἐν συνδυασμῷ μὲ στοιχεῖα κατωτάτης πνευματικῆς ὑποστάθμης (κολακεία, ψεῦδος, ρᾳδιουργία, συκοφαντία, σωματεμπορία, συμπαθὴς μορφὴ τοῦ βλακὸς ἀκόμη, ἐπίκλησις τῆς πολυτεκνίας του, προσφορὰ ἀνηθίκων καὶ εὐκόλων ὑπηρεσιῶν εἰς τὸ κολακευόμενον πρόσωπον, χαφιεδισμός, ξεσκονίσματα, τὸ «ποιεῖν τὸν καραγκιόζην», ἢ τὸν gigolot, χειροφιλήματα πρὸς τὸν «Ἐθνικὸν Κυβερνήτην», ἐκφωνήσεις λόγων, συρραφὴ κολακευτικῶν στίχων, μεταφορὰ λαχανικῶν, κλπ.
8. Ἂν ὁ βλὰξ καταφεύγει εἰς τὴν ἐπιτηδειότητα λόγω τῶν πενιχρῶν πνευματικῶν τοῦ μέσων ἐκ τῆς αὐτῆς ἐλλείψεως ἀνωτέρων πνευματικῶν μέσων ὠθεῖται καὶ πρὸς τὴν ἀπάτην. Ἀπάτη εἶναι ὡς γνωστὸν ἡ ἀποσιώπησις τῆς ἀληθείας ἢ ἡ παράστασις ψευδῶν πραγμάτων ὡς ἀληθῶν. Ἐξ αὐτοῦ τούτου τοῦ ὁρισμοῦ αὐτῆς συνάγεται ὅτι ἡ ἀπάτη δὲν ἀνάγεται εἰς τὴν εὐφυΐαν τοῦ ἀπατεῶνος, διότι πᾷς ἄνθρωπος δύναται νὰ παραστήση ψευδῶς πράγματα ὡς ἀληθῆ καὶ αὐτὸς οὗτος ὁ βλάξ, ἀλλ᾿ εἰς τὴν εὐπιστίαν τοῦ θύματος. Ὅτι λοιπὸν καταφεύγει εἰς αὐτήν, ὡς διανοητικῶς εὐκολώτερον μέσον ὁ βλὰξ ἐπειδή, στερούμενος εὐφυΐας, εἶναι ἀνίκανος νὰ μεταχειρισθῆ ἔντιμα μέσα, εἶναι αὐτονόητον, διότι ἔντιμα μέσα ὡς δυσκολώτερα, χρησιμοποιεῖ μόνον ὁ κεκτημένος πραγματικὴν ἀτομικὴν ἀξίαν. Πόθεν λοιπὸν προέρχεται ἡ εὐρέως διαδεδομένη ἀντίληψις, ὅτι ὁ ἀπατεὼν ὄχι μόνον ἀποκλείεται νὰ εἶναι βλάξ, ἀλλ᾿ ἀναγκαίως εἶναι εὐφυής, ἀντὶ τῆς ὡς ἄνω ἀναλύσεως, ἐξ ἢς ἀντιθέτως προκύπτει, ὅτι ὁ ἀπατεὼν ὄχι μόνον ἀποκλείεται νὰ εἶναι εὐφυής, ἀλλ᾿ εἶναι ἀναγκαίως βλάξ; Ἡ ἀντίληψις αὕτη προέρχεται ἐκ τῆς «θεωρίας» τοῦ βλακὸς περὶ τῆς εὐπιστίας. Εἰθισμένος ὁ βλὰξ νὰ «σκέπτεται» οὐχὶ διὰ τοῦ νοητικοῦ μηχανισμοῦ, ἀλλὰ διὰ χονδροειδῶν ἔξωθεν ἐντυπώσεων, δὲν ἐρευνᾷ τὰς αἰτιοκρατικὰς σχέσεις, ἀλλὰ περιορίζεται εἰς τὸ γεγονὸς μίας ἐπιτυχούσης ἀπάτης, γεγονὸς ἐξ οὗ καὶ μόνου συνάγει τὴν βλακείαν τοῦ θύματος καὶ τὴν εὐφυΐαν τοῦ ἀπατεῶνος. Ὅτι ἡ ἀπάτη δὲν ὀφείλεται εἰς εὐφυίαν ἀνελύθη, νομίζομεν ἐπαρκῶς. Ὅτι ὅμως ἡ εὐπιστία τοῦ θύματος ἀποτελεῖ βλακείαν, τοῦτο εἶναι ἀληθὲς μνημεῖον βλακικὴς «διανοίας» καὶ πολιτιστικῆς ὑποστάθμης. Διότι ἡ εὐπιστία ἑνὸς ἀτόμου, ὡς προϋποθέτουσα τὰ ἄλλα ἄτομα ὡς ἔντιμα καὶ συνεπῶς ὡς εὐφυά, εἶναι ἀσφαλῶς τὸ μέγιστον τῶν τεκμηρίων τῆς πνευματικῆς του ἀναπτύξεως καὶ τοῦ πολιτισμοῦ του. Ὅσον ὑψηλότερον ἐπὶ τῶν βαθμίδων τῆς εὐφυΐας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ ἵσταται ἐν ἄτομον ἢ εἷς λαός, (οἱ Εὐρωπαῖοι ἐν σχέσει πρὸς τοὺς Ἀνατολίτας) τόσον περισσότερον εὔπιστος εἶναι. Ὁ τελευταῖος τῶν βλακῶν θὰ ἠδύνατο νὰ ἐξαπατήσῃ ἕνα Κὰντ ἢ ἕνα Μπετόβεv καὶ ὁ τελευταῖος τῶν Ἑλλήνων ἕνα Εὐρωπαῖον... Τὸ μειδίαμα τοῦ οἴκτου,τὸ ὁποῖον ρίπτουν οἱ «ἀφελεῖς κουτόφραγκοι», δημιουργοὶ τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν καὶ ἐξουσιασταὶ τοῦ κόσμου, ἐπὶ τῶν δυστυχῶν «ἔξυπνών» της Μεσογείου καὶ τῆς Ἀνατολῆς, ἂς εἶναι καὶ ἡ τιμωρία τῶν βλακῶν καὶ διὰ τὴν «θεωρίαν» των ταύτην!
V
9. «Ὅτι ὁ βλάξ, ἀκολουθῶν τὴν ἔνστικτον αὐτοῦ καχυποψίαν, εὑρίσκεται ἐντὸς τῆς πραγματικότητος, τοῦτο εἶναι ἀναμφισβήτητον, θέτει δὲ αὐτὸν ἐν τῷ Κοινωνικῷ βίῳ εἰς «ἀνωτέραν» μοῖραν λ.χ. τοῦ μεταφυσικοῦ, τοῦ ὁποίου ὁ ἐνστικτώδης κόσμος ἔχει ὑποστὴ νοσηρὰν ἀτροφίαν, ἔναντι τοῦ διανοητικοῦ αὐτοῦ κόσμου, ὅστις ἔχασε πᾶσαν ἐπαφὴν μετὰ τῆς πραγματικότητος. Ἐὰν δεχθῶμεν, ὡς ὑποχρεούμεθα, πρῶτον ὅτι τὸ ἔνστικτον εἶναι ἀλάθητον, καθ᾿ ὃ ἀνεξήγητον καὶ ἄφθαρτον, δεύτερον ὅτι ὁ κόσμος τῶν ἐνστίκτων εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν φυσικῶς ὑγιὴς κόσμος, τρίτον ὅτι ἡ κοινωνία ὡς συνέχεια τῆς φύσεως εἶναι ὑγειὴς ὀργανισμός, ἀπαρτιζόμενος ὑπὸ ὑγειῶν ἀτόμων, τότε τὸ συμπέρασμα περὶ τῆς ὑπεροχῆς τοῦ βλακὸς ἐπὶ τοῦ μεταφυσικοῦ ἐν τῇ κοινωνίᾳ, εἶναι συμπέρασμα ἀναγκαστικὸν καὶ ἀνέκκλητον, ἐπαληθευόμενον ἄλλως τε, κατὰ φυσικὴν ἀναγκαιότητα, ὑπ᾿ αὐτῆς ταύτης τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητος ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ τῶν λαῶν. Τὸ ὅτι οἱ μεταφυσικοὶ ἐπεκράτησαν (ὄχι ἤνθισαν) εἰς ἐποχὰς παρακμῆς τῶν κοινωνιῶν δὲν εἶναι τυχαῖον. Ὁ βλάξ, ὡς ἐλέχθη καὶ ἀνωτέρω, διαισθανόμενος ἐν τῇ καχυποψίᾳ του τὴν ἐπίθεσιν ἐκ μέρους τοῦ εὐφυοῦς, εἶναι θεμελιωδῶς ἐντὸς τῆς πραγματικότητος, διότι διαισθάνεται ὀρθῶς τὸν κίνδυνον νὰ περιέλθῃ κοινωνικῶς εἰς τὴν κάτω τάξιν. Ἐὰν διὰ τῆς καχυποψίας αὐτῆς καὶ μόνης προστατεύεται ἔναντι τοῦ φυσικοῦ αὐτοῦ προορισμοῦ του, τοῦτο εἶναι ἄλλο ζήτημα. Φανερὸν εἶναι, ὅτι τὸ ἔνστικτον ἀποτελεῖ μέσον προσανατολισμοῦ καὶ στοιχειώδους ἀμύνης εἰς τὸν πρωτόγονον ἄνθρωπον, ὄχι ὅμως μέσον κατισχύσεως καὶ ὑπεροχῆς ἐν προηγμένῃ κοινωνίᾳ μετὰ προηγουμένου κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ καὶ ἀναπτύξεως τῶν νοητικῶν του ἀνθρώπου μέσων, τῶν ὁποίων ἡ κατ᾿ ἄτομα ἀνισότης εἶναι ἐξ ἴσου φυσικῶς δεδομένη. Ὁ βλὰξ ὁμοιάζει ἐνταῦθα τὸ ζῷον, τὸ ὁποῖον ἐξ ἐνστίκτου γνωρίζει νὰ διαφεύγῃ πάντα κίνδυνον, πλὴν ἀνωτέρας ὠμῆς βίας, εἰς τὴν ζούγκλαν, εἰσερχόμενον ὅμως εἰς κεντρικὴν ὁδὸν μεγαλουπόλεως, εὑρίσκεται αἰφνιδίως ὑπὸ τοὺς τροχοὺς αὐτοκινήτου. Τοῦτο εἶναι ἄγνωστος καὶ ἀκατανόητος εἰς αὐτὸ μηχανή, βασιζομένη βεβαίως κατὰ τελευταῖον λόγον εἰς τὸ ἔνστικτον τοῦ ἀνθρώπου, κατασκευασθεῖσα ὅμως διὰ τῆς διανοίας του. Πῶς ἤδη οἱ πνευματικῶς κατώτεροι ἄνθρωποι εὑρίσκονται ὑπὸ τοὺς τροχοὺς διαφόρων κοινωνικῶν «αὐτοκινήτων», - τοῦτο δεικνύει ἡ θέσις αὐτῶν εἰς τὴν κάτω τάξιν. Τὴν «μηχανήν» αὐτὴν εἶναι βεβαίως ἀδύνατον νὰ διαφύγῃ καὶ ὁ βλάξ, τοῦ ὁποίου καὶ ἡ ἄνοδος εἶναι αὐστηρῶς ἐντὸς ὡρισμένων πλαισίων περιωρισμένη. Ὅτι δὲ τέλος ὁ μεταφυσικὸς οὐδὲ τὸ ζῷον, οὐδὲ τὸν βλάκα δύναται νὰ περιπλέξῃ εἰς τροχούς, τοῦτο εἶναι εὐνόητον ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι οὗτος φέρεται ἐπὶ τοῦ Πηγάσου...VI
10. Ὡς πρὸς τὴν κοινωνικὴν προέλευσιν τῶν βλακῶν διαπιστοῦται ὅτι ἡ παραγωγὴ βλακῶν δὲν εἶναι ταξική. Ἡ πονηρὰ φύσις δὲν ἔδωκεν εἰς ὡρισμένην τινὰ κοινωνικὴν τάξιν τὸ ἐπίζηλον τοῦτο προνόμιον. Ἐπεδαψίλευσεν ἴσως ὡς φαίνεται, εἰς τὴν ἑκάστοτε ἄνω τάξιν τοὺς διασκεδαστικωτέρους ἁπλῶς τύπους βλακῶν, ἀλλὰ δὲν ἐστέρησεν οὐδεμίαν ἄλλην κοινωνικὴν τάξιν τῆς σοβαρᾶς συμβολῆς των. Ὁ βλὰξ ὑπουργός, ὁ ἀγόμενος καὶ φερόμενος ὑπὸ τῶν ὑπαλλήλων του καὶ τὰ μέλη ἑνὸς ἐργατικοῦ σωματείου, τὰ ὁποῖα ἐκμεταλλεύεται ὁ πονηρὸς ἐργατοκάπηλος, ἀποτελοῦν δυὸ ἀντίθετα παραδείγματα τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ βλακεία δὲν ἔχει ταξικὴν τὴν πατρίδα.Ψυχολογικὰ δὲ εἶναι κυρίως τὰ περιεχόμενα, τὰ ὁποῖα δημιουργοῦν τὰς ποικιλίας καὶ παραλλαγὰς μεταξὺ τῶν βλακῶν. Ὁ fils a papa τῆς ἄνω τάξεως, ὁ ὁποῖος λόγω φυσικῆς ἀτροφίας τοῦ βουλητικοῦ του κόσμου, λαμβάνει σοβαρῶς ὑπ᾿ ὄψιν τὴν ἀτελεύτητον σειρὰν τῶν ἀπαγορεύσεων τῆς οἰκογενείας του, στερούμενος δὲ καὶ ἰδῖας πνευματικότητος, καταντᾷ εἰς τὸ τέλος τύπος χωρὶς τὴν ἐλαχίστην προσωπικότητα, ὀνομάζεται ὑπὸ τῆς τάξεώς του ἐπιεικέστατα «καλὸ παιδί», εἰς δὲ τὴν ἀντικειμενικὴν διάλεκτον θὰ ἠδύνατο νὰ ἀποκληθῇ «εὐπρεπὴς βλάξ», ἐνῷ τὸ «τέκνον τοῦ λαοῦ» εἰς τὴν αὐτὴν περίπτωσιν ὀνομάζεται ὑπὸ τοῦ εὐφυεστέρου καὶ κυριολεκτοῦντος λαοῦ δραστικώτατα «κόπανος». Σημαντικῶς αὐστηροτέρα εἶναι ἑπομένως ἡ φυσικὴ ἐπιλογὴ ἐντὸς τῆς κάτω τάξεως: ἐνῷ λ.χ. ὁ fils a papa εἰς τὴν μαθητικὴν ἡλικίαν τυγχάνει τῆς ἀγωγῆς, τῶν μορφωτικῶν μέσων καὶ τῶν περιποιήσεων τῆς τάξεώς του καὶ παραμένει ψυχικῶς ἀμείωτος, ὅπερ ἐπαυξάνει τὴν γελοίαν αὐτοπεποίθησίν του εἰς πρεσβυτέραν ἡλικίαν, δυνάμενος νὰ φθάσῃ ἀνενοχλήτως καὶ εἰς ὑψηλὰ ἀξιώματα, ἡ δὲ ἀτομική του ὕπαρξις ὡς μὴ ὤφειλε, εἶναι γνωστὴ ἐν τῇ κοινωνίᾳ. Ἀντιθέτως τὸ τέκνον τοῦ λαοῦ καὶ σκληρώτερον χειραγωγεῖται ὑπὸ τῶν γονέων του καὶ τῶν συμμαθητῶν τοῦ ἐν τῷ σχολείῳ μέχρι πλήρους ψυχικῆς ἐξουθενώσεως διὰ σκληρᾶς ὑποτιμήσεως, προπηλακισμῶν, φαρσῶν, ὕβρεων καὶ βιαιοπραγιῶν καὶ δυσκολώτερον εἶναι κατόπιν τούτων ν᾿ ἀνέλθῃ τὴν κοινωνικὴν κλίμακα, ὁ δὲ βλὰξ τῶν λαϊκῶν τάξεων οὕτως καὶ συμπαθέστερος εἶναι καὶ ἄγνωστος καὶ ἀκινδυνώτερος καὶ ὀλιγώτερον γελοῖος, καθ᾿ ὃ σεμνότερος καὶ ἐστερημένος τῆς αὐτοπεποιθήσεως ἢ ἐπάρσεως τοῦ βλακὸς τῶν ἄνω τάξεων, εἰς τὸν ὁποῖον λόγω ἀτροφίας τοῦ βουλητικοῦ του καὶ τῆς μαλθακότητος τοῦ οἰκογενειακοῦ του περιβάλλοντος προστίθεται ἔστιν ὅτε καὶ ἀηδὴς γυναικωτὸς χαρακτήρ. Ἑνιαῖον ὅμως εἶναι τὸ πνευματικὸν προλεταριᾶτον πάσης ταξικῆς καταγωγῆς.
VII
11. Ἡ ἠθικὴ τέλος σχέσις μεταξὺ βλακὸς καὶ ἐπιτηδείου ἢ ἀπατεῶνος εἶναι ἀπροσδοκήτως διάφορος τῆς ἣν ἐκλαμβάνει συνήθως ἡ «κοινὴ γνώμη». Ὁ συνήθης κοινωνικὸς ἄνθρωπος θεωρεῖ τὸν ἐπιτήδειον καὶ τὸν ἀπατεῶνα ὡς ἀνηθίκους μέν, ἀλλ᾿ ὡς ὑποδιαιρέσεις τοῦ εὐφυοῦς. Ὅλως τὸ ἀντίθετον ὅμως συμβαίνει: ὁ ἐπιτήδειος καὶ ὁ ἀπατεὼν εἶναι ἀκριβῶς ὑποδιαιρέσεις τοῦ βλακός. Καὶ ἰδοὺ πῶς. Εἴπομεν ἀνωτέρω ὅτι ἡ πονηρία, ἐκτὸς ἐὰν εἶναι μέσον ἀμύνης τῶν εὐφυῶν οὐχὶ κατὰ τῶν βλακῶν ἀλλὰ κατὰ τῆς πονηρίας των, ἀποτελεῖ φυσικὴν ἰδιότητα τῶν βλακῶν καὶ δὴ φυσικὴν συνέπειαν τοῦ γεγονότος, ὅτι, λόγω ἀτροφίας τοῦ νοητικοῦ τῶν μηχανισμοῦ, ἀποτελεῖ αὕτη τὴν μόνην ἄμυναν αὐτῶν κατὰ πάσης ἔξωθεν ἐπιθέσεως. Ἀπὸ τῆς διαπιστώσεως τῆς ἀληθείας ταύτης μέχρι τῆς ἀκολούθου ἀληθείας ὑπάρχει ἓv καὶ μόνον βῆμα: ὅτι μόνον ὁ πνευματικῶς ἀνάπηρος ἔχει ἀνάγκην τῆς ἐπιτηδειότητος καὶ τῆς ἀπάτης διὰ νὰ προωθηθῆ ἢ νὰ ἐπικρατήση. Οὐδεὶς ἄνθρωπος ἀξίας ἔχει ἀνάγκην νὰ γίνῃ ἐπιτήδειος ἢ ἀπατεών. Ἡ καθημερινὴ κοινωνικὴ πεῖρα διδάσκει ὅτι τὰ ἐπίθετα ταῦτα οὐδέποτε κατώρθωσαν νὰ «κολλήσουν» εἰς ἀνθρώπους πραγματικῆς ἀξίας, οἱ ὁποῖοι, ἐὰν ὑπῆρξαν μισητοί, ἐχαρακτηρίσθησαν ἴσως ὡς «κακοί», ὡς «καταχθόνιοι», ὡς «γόητες», ὡς «τορπιλληταί» ἢ ὡς «λιβελλογράφοι», οὐδέποτε ὅμως ὡς ἐπιτήδειοι ἢ ἀπατεῶνες, καὶ ὅταν ἀκόμη ὑπῆρξαν συντηρητικοὶ εἰς τὰς σχέσεις τῶν μετὰ τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων καὶ κατώρθωσαν πάντοτε νὰ προωθηθοῦν ἢ νὰ ἐπικρατήσουν. Ἀπόλυτος ἐσωτερικὴ συνέπεια τῆς πνευματικῆς ἀναπηρίας τοῦ βλακὸς εἶναι ἄλλως τὲ ὄχι μόνον ἡ ἀγελαία του τάσις, ὄχι μόνον ἡ προώθησίς του «πλάτην μὲ πλάτην» μὲ τὴν λεγεῶνα τῶν ὁμοίων του, ὄχι μόνον ἡ προσφυγὴ εἰς τὰ εὐτελέστερα μέσα τῆς ἐπιτηδειότητος, τὴν ἔλλειψιν ἀντιθέτου γνώμης, τὴν προσφορὰν εὐκόλων καὶ ἀνηθίκων ἐκδουλεύσεων καὶ τὴν κολακείαν, ἀλλὰ καὶ ἡ συστηματικὴ ἀποφυγὴ πάσης συγκρούσεως καὶ πάσης μάχης. Καὶ ὅταν ἀκόμη ὁ βλάξ, ὑπὸ τὴν μορφὴν τοῦ ἐπιτηδείου ἢ τοῦ ἀπατεῶνος, ἐξαναγκασθῇ νὰ δώσῃ μάχην, θὰ δώσῃ αὐτὴν διὰ τῶν πνευματικῶς εὐκολοτέρων καὶ συνεπῶς τῶν ἀνηθικωτέρων «ὅπλων»: τοῦ ψεύδους, τῆς διαστροφῆς, τῆς ρᾳδιουργίας καὶ τῆς συκοφαντίας.Ἐξ οὗ ἕπεται τὸ ἀκλόνητον δόγμα: καὶ ἡ ἀνηθικότης εἶναι ἀποκλειστικὸν προνόμιον τῶν βλακῶν!
Συλλογή υπογραφών για την επαναλειτουργία της ΕΡΤ
Η ελληνική κυβέρνηση μόλις διέκοψε βίαια τη λειτουργία του δημόσιου ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού μας σταθμού, Ας σταματήσουμε το Μεγάλο Ελληνικό Σβήσιμο - πατήστε εδώ για να υπογράψετε αυτό το κείμενο και προωθήστε το ευρέως μέχρι η κατακραυγή μας να γίνει τόσο μεγάλη, ώστε να είναι αδύνατο να αγνοηθεί.
Τρίτη 11 Ιουνίου 2013
προς δόξαν του μηδέν...
Νύχτα εξοντωτική,
το κυριακάτικο φως περιμένουμε.
Κι΄ αν είναι να μην έρθει
απαγχόνισέ μας απ΄ τα΄ άστρα,
να αιωρούμεθα προς δόξαν του μηδέν.
Καταβροχθίσαμε τον πόνο,
τι άλλο μας μένει,
μπορούμε να φύγουμε...
Γιάννης Σταύρου, Αλλαγή νυχτερινής βάρδιας, λάδι σε καμβά
Νίκος Καρούζος
Διάλογος Δεύτερος
__ Θάνατε, που περνάς σαν ρεύμα μες΄ απ΄ τις στιγμές,
κι΄ αν λέγεσαι Σήμερα
κι΄ αν Αύριο
κι΄ αν Χτες:
δεν αγνοούμε.
Της φύσεως την κυκλοθυμία,
τη φρίκη των αναμνήσεων
τη φρίκη του τι επράξαμε
και των προσώπων μας το κλαίον βάθος,
δεν αγνοούμε.
Μας μένει να συνεχιστεί αυτό το πράγμα,
χωρίς να θέλουμε,
χωρίς να μη θέλουμε.
Φωτοχυσία στο κενό τα όνειρά μας.
__ Με δειλινά δάκρυα
υποδέχομαι τα λόγια σου.
Το πνεύμα σου προεξοφλεί,
κινείται διαγωνίως.
Δεν είδες τα ωραία δίπλα σου
στο φοβερότερο πέσιμο;
Να γυρίζεις - αυτό είναι το θαύμα -,
με κουρελιασμένα μάτια,
με φλογωμένους κροτάφους απ΄ την πτώση,
να γυρίζεις
στην καλή πλευρά σου.
Πεσμένος αισθάνεσαι
την κόλαση που είν’ η αιτιότητα,
το στήθος ωσάν συστατικό του αέρα,
τα βήματα χωρίς προοπτική.
Κι΄ όμως
στη χειμωνιάτική γωνία ο καστανάς
περιβάλλεται από σένα.
Κόψε ένα τραγούδι απ΄ τα΄ άνθη
με δάχτυλα νοσταλγικά.
Να γυρίζεις – αυτό είναι το θαύμα.
Διάλογος Τρίτος
__ Νύχτα εξοντωτική,
το κυριακάτικο φως περιμένουμε.
Κι΄ αν είναι να μην έρθει
απαγχόνισέ μας απ΄ τα΄ άστρα,
να αιωρούμεθα προς δόξαν του μηδέν.
Καταβροχθίσαμε τον πόνο,
τι άλλο μας μένει,
μπορούμε να φύγουμε.
Πάρε μας, νύχτα
καθώς μια τελευταία ομορφιά του κόσμου,
αν είναι
να μην
έρθει
το φως.
Μη μας εγκαταλείψεις,
απ΄ το γαλάζιο σου φόρεμα πιαστήκαμε,
στο μαύρο ήλιο μη μας αφήσεις.
Είναι μοιραίο
να
μη
διακρίνουμε τότε.
και θα χτυπούμε το στήθος στις ακρογιαλιές της φωνής μας
για ένα κύμα _
αν γυρίζουν πίσω τα κύματα,
για να μας πάνε, να μας πάνε …
Δε μας έδωσε σημεία το φως
και μάταια περιμένουμε.
Λύτρωσέ μας, νύχτα.
το κυριακάτικο φως περιμένουμε.
Κι΄ αν είναι να μην έρθει
απαγχόνισέ μας απ΄ τα΄ άστρα,
να αιωρούμεθα προς δόξαν του μηδέν.
Καταβροχθίσαμε τον πόνο,
τι άλλο μας μένει,
μπορούμε να φύγουμε...
Γιάννης Σταύρου, Αλλαγή νυχτερινής βάρδιας, λάδι σε καμβά
Νίκος Καρούζος
Διάλογος Δεύτερος
__ Θάνατε, που περνάς σαν ρεύμα μες΄ απ΄ τις στιγμές,
κι΄ αν λέγεσαι Σήμερα
κι΄ αν Αύριο
κι΄ αν Χτες:
δεν αγνοούμε.
Της φύσεως την κυκλοθυμία,
τη φρίκη των αναμνήσεων
τη φρίκη του τι επράξαμε
και των προσώπων μας το κλαίον βάθος,
δεν αγνοούμε.
Μας μένει να συνεχιστεί αυτό το πράγμα,
χωρίς να θέλουμε,
χωρίς να μη θέλουμε.
Φωτοχυσία στο κενό τα όνειρά μας.
__ Με δειλινά δάκρυα
υποδέχομαι τα λόγια σου.
Το πνεύμα σου προεξοφλεί,
κινείται διαγωνίως.
Δεν είδες τα ωραία δίπλα σου
στο φοβερότερο πέσιμο;
Να γυρίζεις - αυτό είναι το θαύμα -,
με κουρελιασμένα μάτια,
με φλογωμένους κροτάφους απ΄ την πτώση,
να γυρίζεις
στην καλή πλευρά σου.
Πεσμένος αισθάνεσαι
την κόλαση που είν’ η αιτιότητα,
το στήθος ωσάν συστατικό του αέρα,
τα βήματα χωρίς προοπτική.
Κι΄ όμως
στη χειμωνιάτική γωνία ο καστανάς
περιβάλλεται από σένα.
Κόψε ένα τραγούδι απ΄ τα΄ άνθη
με δάχτυλα νοσταλγικά.
Να γυρίζεις – αυτό είναι το θαύμα.
Διάλογος Τρίτος
__ Νύχτα εξοντωτική,
το κυριακάτικο φως περιμένουμε.
Κι΄ αν είναι να μην έρθει
απαγχόνισέ μας απ΄ τα΄ άστρα,
να αιωρούμεθα προς δόξαν του μηδέν.
Καταβροχθίσαμε τον πόνο,
τι άλλο μας μένει,
μπορούμε να φύγουμε.
Πάρε μας, νύχτα
καθώς μια τελευταία ομορφιά του κόσμου,
αν είναι
να μην
έρθει
το φως.
Μη μας εγκαταλείψεις,
απ΄ το γαλάζιο σου φόρεμα πιαστήκαμε,
στο μαύρο ήλιο μη μας αφήσεις.
Είναι μοιραίο
να
μη
διακρίνουμε τότε.
και θα χτυπούμε το στήθος στις ακρογιαλιές της φωνής μας
για ένα κύμα _
αν γυρίζουν πίσω τα κύματα,
για να μας πάνε, να μας πάνε …
Δε μας έδωσε σημεία το φως
και μάταια περιμένουμε.
Λύτρωσέ μας, νύχτα.
Ετικέτες
Γιάννης Σταύρου,
έλληνες ζωγράφοι,
έλληνες ποιητές,
ζωγραφική,
ζωγράφοι,
θαλασσογραφίες,
Καρούζος,
τοπία
Κυριακή 9 Ιουνίου 2013
Παντού ακούω τη σιωπή...
Γιάννης Σταύρου, Αρόδο, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Βασίλης Βασιλικός
Παντού ακούω τη σιωπή.
Στη λιτανεία των κυμάτων,
στη μέρα που σβήνει στης νύχτας τη διαδοχή.
Παντού ακούω τη σιωπή.
Στη γη που περιγράφει τον ήλιο
Και στων άστρων την επαγρύπνηση.
Παντού ακούω τη σιωπή.
Στ' ακατάχτητα βουνά που καταχτούν το φως
Στη σκιά που απλώνεται και τρικυμίζει.
Παντού ακούω τη σιωπή.
Πίσω απ' τις φωνές των ανθρώπων,
μπρος από κάθε θόρυβο.
Παντού με ακούει μια σιωπή.
Παντού με προσμένει μια σιωπή.
Μια ατέλειωτα απλωμένη σιωπή
το τέλος κι η αρχή της σιωπής μου.
Τα προεφηβικά (1948-1951)
Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013
βαρύς και σα δεμένος να πηγαίνεις...
Γιάννης Σταύρου, Σχινιάς, λάδι σε καμβά
Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Ο κύκνος
Ο μόχθος, μέσα απ’ ό,τι δεν έγινεν ακόμα,
βαρύς και σα δεμένος να πηγαίνεις,
μοιάζει με του κύκνου τ’ άπλαστο βήμα.
Κι ο θάνατος, τούτο το ασύλληπτο ακόμη
κάθε αιτίας, που πάνω του στεκόμαστε καθημερινά,
στο φοβισμένο χαμήλωμα του μοιάζει
στα νερά πάνω που το δέχονται γαλήνια
και που, σαν μακάρια και σαν περασμένα,
κάτω του, κύμα το κύμα, αποτραβιούνται,
ενώ αυτός, άπειρα βέβαιος άπειρα γαλήνιος,
πάντα πιο γνωστικός και πιο βασιλικός
και πιο ατάραχος, καταδέχεται να φεύγει.
Μετ. Άρης Αλεξάνδρου
Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Ο κύκνος
Ο μόχθος, μέσα απ’ ό,τι δεν έγινεν ακόμα,
βαρύς και σα δεμένος να πηγαίνεις,
μοιάζει με του κύκνου τ’ άπλαστο βήμα.
Κι ο θάνατος, τούτο το ασύλληπτο ακόμη
κάθε αιτίας, που πάνω του στεκόμαστε καθημερινά,
στο φοβισμένο χαμήλωμα του μοιάζει
στα νερά πάνω που το δέχονται γαλήνια
και που, σαν μακάρια και σαν περασμένα,
κάτω του, κύμα το κύμα, αποτραβιούνται,
ενώ αυτός, άπειρα βέβαιος άπειρα γαλήνιος,
πάντα πιο γνωστικός και πιο βασιλικός
και πιο ατάραχος, καταδέχεται να φεύγει.
Ετικέτες
Γιάννης Σταύρου,
έλληνες ζωγράφοι,
ζωγραφική,
ζωγραφική τοπία,
ζωγράφοι,
ποιητές,
Ρίλκε
Σάββατο 1 Ιουνίου 2013
Ο χορός του Ζαλόγγου και ο εθνικός μας ποιητής...
Τὰ φορέματα ἐσφυρίζαν
καὶ τὰ ξέπλεκα μαλλιά,
κάθε γύρο ποὺ ἐγυρίζαν
ἀπὸ πάνου ἔλειπε μία.
Διονύσιος Σολωμός
Εις τον Θάνατον του Μπάυρον (απόσπασμα)
101.
Τὲς ἐμάζωξε εἰς τὸ μέρος
τοῦ Τσαλόγγου τὸ ἀκρινὸ
τῆς ἐλευθεριᾶς ὁ ἔρως
καὶ τὲς ἔμπνευσε χορό.
102.
Τέτοιο πήδημα δὲν τὸ εἶδαν
οὔτε γάμοι, οὔτε χαρές,
καὶ ἄλλες μέσα τους ἐπήδαν
ἀθωότερες ζωές.
103.
Τὰ φορέματα ἐσφυρίζαν
καὶ τὰ ξέπλεκα μαλλιά,
κάθε γύρο ποὺ ἐγυρίζαν
ἀπὸ πάνου ἔλειπε μία.
104.
Χωρὶς γόγγυσμα κι ἀντάρα
πάρα ἐκείνη μοναχά,
ὁποῦ ἔκαναν μὲ τὴν κάρα,
μὲ τὰ στήθια, στὰ γκρεμά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)