Ἂν τὸ φαρμάκι κι ἡ φωτιὰ κι ἡ βιὰ καὶ τὸ μαχαίρι
δὲν ἔχουνε τὰ φανταχτὰ κεντίδια ἀκόμα κάνει
στὸ πρόστυχο τῆς μοίρας μας ἄθλιο καραβοπάνι,
εἶναι ποὺ λείπει ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ τὸ θάρρος κι ἀπ᾿ τὸ χέρι.
Σαρλ Μποντλέρ
Στον αναγνώστη
Ἡ ἀνοησία, τ᾿ ἁμάρτημα, ἡ ἀπληστία κι ἡ πλάνη
κυριεύουνε τὴ σκέψη μας καὶ φθείρουν τὸ κορμί μας,
κι εὐχάριστα τὶς τύψεις μας θρέφουμε στὴν ψυχή μας,
καθὼς ποὺ θρέφουν πάνω τους τὶς ψεῖρες οἱ ζητιάνοι.
Στὰ μετανιώματα ἄναντροι κι ἁμαρτωλοὶ ὡς τὴν ἄκρια,
ζητᾶμε πληρωμὴ ἀκριβὴ γιὰ κάθε μυστικό μας
καὶ ξαναμπαίνουμε εὔκολα στὸ βοῦρκο τὸν παλιό μας,
θαρρώντας πὼς ξεπλένεται μὲ τὰ δειλά μας δάκρυα.
Πάνω ἀπ᾿ τὸ προσκεφάλι μας ὁ Σατανᾶς γερμένος
πάντα στὰ μάγια τοῦ κακοῦ τὸ νοῦ μας νανουρίζει,
τὴ πιὸ ἀτσαλένια θέληση μεμιᾶς τὴν ἐξατμίζει,
αὐτὸς ὁ Μέγας χημικός, ὁ Τετραπερασμένος.
Ὁ Διάολος, τὸ νῆμα αὐτὸς κρατᾶ ποὺ μᾶς κουνᾶ!
Τὰ πράματα τὰ βρωμερὰ πιότερο τ᾿ ἀγαπᾶμε,
κι ὅλο καὶ πρὸς τὴ Κόλαση κάθε στιγμὴ τραβᾶμε,
μὲ δίχως φρίκη, ἀνάμεσα στὸ σκότος ποὺ βρωμᾶ.
Σὰν τὸ φτωχὸ ξεφαντωτὴ ποὺ πιπιλᾶ μὲ ζάλη
μιᾶς παλιᾶς πόρνης ἀγκαλιὰ πολιομαρτυρισμένη,
κλεφτάτα ἁρπάζουμε κι ἐμεῖς καμιὰ ἡδονὴ θλιμμένη,
ποὺ τήνε ξεζουμίζουμε σὰ σάπιο πορτοκάλι.
Σὰν ἕνα ἑκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκώντας,
μὲς στὸ μυαλό μας κραιπαλοῦν τοῦ Δαίμονα τὰ πλήθη,
κι ὅταν ἀνάσα παίρνουμε, ὁ Θάνατος στὰ στήθη
σὰν ἄϋλος ποταμὸς κυλᾶ, σιωπηλὰ θρηνώντας.
Ἂν τὸ φαρμάκι κι ἡ φωτιὰ κι ἡ βιὰ καὶ τὸ μαχαίρι
δὲν ἔχουνε τὰ φανταχτὰ κεντίδια ἀκόμα κάνει
στὸ πρόστυχο τῆς μοίρας μας ἄθλιο καραβοπάνι,
εἶναι ποὺ λείπει ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ τὸ θάρρος κι ἀπ᾿ τὸ χέρι.
Μὰ μὲς στὶς σκύλες, τοὺς σκορπιούς, τὰ φίδια, τὰ τσακάλια,
τοὺς πάνθηρες, τοὺς πίθηκους, τοὺς γύπες, τὰ θηρία
ποὺ γρούζουν, σέρνουνται, ἀλυχτοῦν κι οὐρλιάζουν μὲ μανία
μέσ᾿ στῶν παθῶν μας τὸ κλουβί, προβαίνει ἀγάλια,
θεριὸ πιὸ βρώμικο, κακό, τὴν ἀσκημιὰ νὰ δείξει!
Κι ἂ δὲ σαλεύει κι οὔτε ἀκούει κανένας τὸ οὐρλιαχτό του,
ὅλη γῆς θὰ ρήμαζε, καὶ στὸ χασμουρητό του
θὰ ῾θελε νὰ κατάπινε τὸν κόσμο -αὐτὸ ῾ναι ἡ πλήξη!-
πού, μ᾿ ἕνα δάκρυ ἀθέλητο στὰ μάτια τῆς κοιτάζεις,
καθὼς καπνίζει τὸν οὐκᾶ, κρεμάλες νὰ στυλώνει.
Καὶ ξέρεις, ἀναγνώστη, αὐτὸ τὸ τέρας πῶς δαγκώνει!
Ὦ ἀναγνώστη ὑποκριτή, ἀδέρφι ποὺ μοῦ μοιάζεις!
Charles Baudelaire
Au lecteur
La sottise, l'erreur, le péché, la lésine,
Occupent nos esprits et travaillent nos corps,
Et nous alimentons nos aimables remords,
Comme les mendiants nourrissent leur vermine.
Nos péchés sont têtus, nos repentirs sont lâches;
Nous nous faisons payer grassement nos aveux,
Et nous rentrons gaiement dans le chemin bourbeux,
Croyant par de vils pleurs laver toutes nos taches.
Sur l'oreiller du mal c'est Satan Trismégiste
Qui berce longuement notre esprit enchanté,
Et le riche métal de notre volonté
Est tout vaporisé par ce savant chimiste.
C'est le Diable qui tient les fils qui nous remuent!
Aux objets répugnants nous trouvons des appas;
Chaque jour vers l'Enfer nous descendons d'un pas,
Sans horreur, à travers des ténèbres qui puent.
Ainsi qu'un débauché pauvre qui baise et mange
Le sein martyrisé d'une antique catin,
Nous volons au passage un plaisir clandestin
Que nous pressons bien fort comme une vieille orange.
Serré, fourmillant, comme un million d'helminthes,
Dans nos cerveaux ribote un peuple de Démons,
Et, quand nous respirons, la Mort dans nos poumons
Descend, fleuve invisible, avec de sourdes plaintes.
Si le viol, le poison, le poignard, l'incendie,
N'ont pas encor brodé de leurs plaisants dessins
Le canevas banal de nos piteux destins,
C'est que notre âme, hélas! n'est pas assez hardie.
Mais parmi les chacals, les panthères, les lices,
Les singes, les scorpions, les vautours, les serpents,
Les monstres glapissants, hurlants, grognants, rampants,
Dans la ménagerie infâme de nos vices,
II en est un plus laid, plus méchant, plus immonde!
Quoiqu'il ne pousse ni grands gestes ni grands cris,
Il ferait volontiers de la terre un débris
Et dans un bâillement avalerait le monde;
C'est l'Ennui! L'oeil chargé d'un pleur involontaire,
II rêve d'échafauds en fumant son houka.
Tu le connais, lecteur, ce monstre délicat,
— Hypocrite lecteur, — mon semblable, — mon frère!
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Τρίτη 28 Μαΐου 2013
Σάββατο 18 Μαΐου 2013
Μ΄ αυτούς τους νεφοπρίγκιπες κι ο Ποιητής πώς μοιάζει!
Αυτά που ΄ναι τόσο όμορφα, τα σύννεφα όταν σκίζουν,
πως είναι τώρα κωμικά κι άσχημα και δειλά!
Σαρλ Μποντλέρ
L'Albatros
Souvent, pour s'amuser, les hommes d'équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage,
Le navire glissant sur les gouffres amers.
À peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l'azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d'eux.
Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu'il est comique et laid!
L'un agace son bec avec un brûle-gueule,
L'autre mime, en boitant, l'infirme qui volait!
Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher.
πως είναι τώρα κωμικά κι άσχημα και δειλά!
Σαρλ Μποντλέρ
Το άλμπατρος
Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε,
πιάνουνε τ΄ άλμπατρος – πουλιά της θάλασσας τρανά-
που ράθυμα, σαν σύντροφοι του ταξιδιού, ακολουθάνε
το πλοίο που μες στα βάραθρα γλιστράει, τα πικρά.
Μα μόλις σκλαβωμένα εκεί στην κουπαστή τα δέσουν,
οι βασιλιάδες τ΄ ουρανού, σκυφτοί κι άχαροι πια,
τ΄ άσπρα μεγάλα τους φτερά τ΄ αφήνουνε να πέσουν
και στα πλευρά τους θλιβερά να σέρνονται κουπιά.
Αυτά που ΄ναι τόσο όμορφα, τα σύννεφα όταν σκίζουν,
πως είναι τώρα κωμικά κι άσχημα και δειλά!
Άλλοι με πίπες αναφτές τα ράμφη τους κεντρίζουν,
κι άλλοι πηδάνε σαν κουτσοί, κοροϊδευτικά.
Μ΄ αυτούς τους νεφοπρίγκιπες κι ο Ποιητής πώς μοιάζει!
Δεν σκιάζεται τις σαϊτιές, τις θύελλες αψηφά
μα ξένος μες στον κόσμο αυτόν που γύρω του χουγιάζει,
σκοντάφτει απ΄ τα γιγάντια του φτερά σαν περπατά.
Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε,
πιάνουνε τ΄ άλμπατρος – πουλιά της θάλασσας τρανά-
που ράθυμα, σαν σύντροφοι του ταξιδιού, ακολουθάνε
το πλοίο που μες στα βάραθρα γλιστράει, τα πικρά.
Μα μόλις σκλαβωμένα εκεί στην κουπαστή τα δέσουν,
οι βασιλιάδες τ΄ ουρανού, σκυφτοί κι άχαροι πια,
τ΄ άσπρα μεγάλα τους φτερά τ΄ αφήνουνε να πέσουν
και στα πλευρά τους θλιβερά να σέρνονται κουπιά.
Αυτά που ΄ναι τόσο όμορφα, τα σύννεφα όταν σκίζουν,
πως είναι τώρα κωμικά κι άσχημα και δειλά!
Άλλοι με πίπες αναφτές τα ράμφη τους κεντρίζουν,
κι άλλοι πηδάνε σαν κουτσοί, κοροϊδευτικά.
Μ΄ αυτούς τους νεφοπρίγκιπες κι ο Ποιητής πώς μοιάζει!
Δεν σκιάζεται τις σαϊτιές, τις θύελλες αψηφά
μα ξένος μες στον κόσμο αυτόν που γύρω του χουγιάζει,
σκοντάφτει απ΄ τα γιγάντια του φτερά σαν περπατά.
Μτφρ. Γ. Σημηριώτης
Charles Baudelaire
Charles Baudelaire
L'Albatros
Souvent, pour s'amuser, les hommes d'équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage,
Le navire glissant sur les gouffres amers.
À peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l'azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d'eux.
Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu'il est comique et laid!
L'un agace son bec avec un brûle-gueule,
L'autre mime, en boitant, l'infirme qui volait!
Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher.
Ετικέτες
Γιάννης Σταύρου,
έλληνες ζωγράφοι,
ζωγραφική,
ζωγράφοι,
καράβια ζωγραφική,
Μποντλέρ,
ποιητές
Πέμπτη 16 Μαΐου 2013
η συνέχεια του σκοταδιού...
εδώ εφευρέθηκε το ψέμα κι ο ουρανός
υπάρχει μια τρύπα στο κάθισμα
υπάρχει η σιωπή και ο χρόνος
υπάρχουν κι άλλες επινοήσεις ομοιώματα σχέσεων
ομοιώματα επαφών συναρτήσεων
πίσω απ΄ τον τοίχο η νύχτα υφαίνει έναν κόσμο σκιές...
Γιάννης Σταύρου, Κίτρινα τριαντάφυλλα & ποιήματα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Τάκης Σινόπουλος
Χώρος αναμονής
Εδώ δεν είναι τόπος για περηφάνια.
Εδώ δεν είναι τόπος για έκσταση.
Ενα μακρύ ποτάμι ημέρες αργοκίνητες.
Η νύχτα ο φόβος και το κάθισμα.
Εσύ γυρεύοντας τη σκάλα για τον ουρανό.
Εγώ ψάχνοντας με τα νύχια το πρόσωπο
ανάμεσα στα σιωπηλά ερείπια της πείνας
στον τόπο τούτο με την παγωμένη φωτιά
τι περιμένω;
Τι περιμένω εδώ που ο πυρετός παροξύνεται;
Αν κάποιος φωνάξει βοήθεια απ΄ το δρόμο
αν κάποιος χτυπήσει τον τοίχο
αν έρθουν απέναντι να καθίσουν
όλα τα παιχνίδια που κερδίζονται χωρίς το θεό
η συνέχεια του σκοταδιού
η λάμπα που έφαγε το πετρέλαιο
τ΄ αποτσίγαρα χάμου στο πάτωμα
τα ξένα ρούχα
ακόμη ζεστά
αν έρθει το θαύμα με τα γέρικα χέρια
η πράξη
που γυρίζει ξάφνου σε φόνο;
Γιατί να επικαλούμαι την άσπιλη γυναίκα
που καθόριζε ολημέρα το βασίλειό της;
Γιατί να θυμηθώ την περηφάνια που την έφθειρε ο καιρός
την ησυχία στην κάμαρη τη ζέστα και την άρνηση;
Το στόμα ήταν ακόμα ζωντανό
η αλήθεια καρφωνόταν στο ψέμα και σφάδαζε
η λευτεριά πηδούσε από πόλη σε πόλη
έσταζε το αίμα
η γύμνια ντυνόταν με προσχήματα
κι εγώ κρύωνα
όπως τώρα κρυώνεις εσύ και τρομάζεις και κρύβεσαι
μες στο σπίτι όπου τρίζει η σιωπή
κι ανασαίνει βαθιά στο σκοτάδι.
Σε τούτη την κάμαρα έγιναν οι φανταστικοί βιασμοί
η επινόηση του έρωτα και της απόγνωσης
εδώ εφευρέθηκε το ψέμα κι ο ουρανός
υπάρχει μια τρύπα στο κάθισμα
υπάρχει η σιωπή και ο χρόνος
υπάρχουν κι άλλες επινοήσεις ομοιώματα σχέσεων
ομοιώματα επαφών συναρτήσεων
πίσω απ΄ τον τοίχο η νύχτα υφαίνει έναν κόσμο σκιές
εξόριστα διαστήματα μετατοπίζονται
οι πιθανότητες κοιμούνται μες στο δίχτυ τους
η ώρα ενεδρεύει στο εκκρεμές
μ΄ ένα κρύο χαμόγελο τα φαντάσματα σαλεύουν ακίνητα
πλησιάζουν και είναι ακίνητα
στην κάμαρα τούτη που είμαι ακίνητος και περιμένω
τι περιμένω;
Ισως κατέβεις παραπαίοντας εκεί που τα σπίτια χάνονται
εκεί που η αυγή ανάβει ένα εκατομμύριο χαλίκια
ίσως κατέβεις πιο χαμηλά
εκεί που το σκοτάδι σκάβει το χώμα ακατάπαυστα
εκεί που στροβιλίζονται μισοφώτιστα πρόσωπα
εκεί που η μοναξιά σχεδιάζει
ατελείωτα συμπλέγματα ατελείωτα έργα
στον ατελείωτο χώρο που υπάρχει πίσω από τα πράγματα
όπου το σχήμα χάνεται κι η κίνηση χάνεται
εκεί που είσαι ωστόσο
σκοτεινά τα μάτια τσακισμένα τα χέρια
το καμπύλο κορμί μες στο χρόνο
μες στη νύχτα που καίει
εκεί που είμαι ακίνητος και κοιτάζω και περιμένω
τι περιμένω;
Από τη «ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ» (1959)
Τετάρτη 15 Μαΐου 2013
Νεοταξίτακη επιταγή: Τρώτε έντομα...
Μετά το "φάτε παντεσπάνι" της Αντουανέτας και το "φάτε χορταστικά" του δικού μας Καραγκιόζη, οι νεοταξίτες της παγκοσμιοποίησης προτρέπουν:
Φάτε έντομα, κάνουν καλό!
Η παγκόσμια κοινωνία των δουλοπάροικων έρχεται και με ταχύτατους ρυθμούς μάλιστα...
Έντομα, Eugène Séguy (1890 – 1985)
Απολαύστε την είδηση (δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ της 14-5-2013):
Οι ακρίδες, τα σκαθάρια, τα μυρμήγκια και άλλα γνωστά ή άγνωστα έντομα πρωταγωνιστούν στην έκθεση που παρουσίασε χθες στη Ρώμη ο Παγκόσμιος Οργανισμός για τα Τρόφιμα και τη Γεωργία. Μέσα σε 200 σελίδες, ειδικοί επιστήμονες του ΟΗΕ υπερτονίζουν τα οφέλη των βρώσιμων εντόμων - όπως τα ονομάζουν - στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, στη δημιουργία χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας στον αναπτυσσόμενο κόσμο και το κυριότερο στην υγιεινή σίτιση εκατομμυρίων ανθρώπων που λιμοκτονούν.
Φάτε έντομα, κάνουν καλό!
Η παγκόσμια κοινωνία των δουλοπάροικων έρχεται και με ταχύτατους ρυθμούς μάλιστα...
Έντομα, Eugène Séguy (1890 – 1985)
Απολαύστε την είδηση (δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ της 14-5-2013):
Χαμηλά σε λιπαρά, πλούσια σε πρωτεΐνες και ιχνοστοιχεία. Φθηνά στην
παραγωγή τους, φιλικά προς το περιβάλλον. Αυτά είναι τα έντομα, που
αποτελούν το νέο όπλο του ΟΗΕ ενάντια σε μερικά από τα πιο σοβαρά
προβλήματα του αναπτυσσόμενου, καθώς και του ανεπτυγμένου κόσμου: τη
μόλυνση και το φαινόμενο του θερμοκηπίου, την ανεργία και την πείνα.
Οι ακρίδες, τα σκαθάρια, τα μυρμήγκια και άλλα γνωστά ή άγνωστα έντομα πρωταγωνιστούν στην έκθεση που παρουσίασε χθες στη Ρώμη ο Παγκόσμιος Οργανισμός για τα Τρόφιμα και τη Γεωργία. Μέσα σε 200 σελίδες, ειδικοί επιστήμονες του ΟΗΕ υπερτονίζουν τα οφέλη των βρώσιμων εντόμων - όπως τα ονομάζουν - στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, στη δημιουργία χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας στον αναπτυσσόμενο κόσμο και το κυριότερο στην υγιεινή σίτιση εκατομμυρίων ανθρώπων που λιμοκτονούν.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, υπάρχουν περίπου 900 είδη εντόμων
στο ζωικό βασίλειο που μπορούν κάλλιστα να αντικαταστήσουν τροφές όπως
το ψάρι και το κόκκινο κρέας. Αλλωστε, προσθέτουν, ήδη περίπου δύο
δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο, κυρίως στην Ασία, την Αφρική
και τη Λατινική Αμερική, τα χρησιμοποιούν καθημερινά στην κουζίνα τους.
Τα περισσότερα βρώσιμα έντομα, αναφέρεται στην έκθεση του Οργανισμού με
σκοπό να ενθαρρυνθεί η εκτροφή τους, «βρίσκονται παντού και
αναπαράγονται γρήγορα». Πλούσια σε σίδηρο, μαγνήσιο, μαγγάνιο, φώσφορο,
σελήνιο και ψευδάργυρο και συνάμα μια πολύ καλή πηγή φυτικών ινών, τα
βρώσιμα έντομα «είναι πολύ ωφέλιμα ως διατροφικό συμπλήρωμα σε παιδιά
που υποσιτίζονται», υπογραμμίζουν ακαδημαϊκοί βιολόγοι, οι οποίοι
ανέλυσαν τη διατροφική αξία τους και συστήνουν ανεπιφύλακτα: «Τρώτε
έντομα». Κάποια από αυτά, όπως ορισμένα είδη σκαθαριών, μερμηγκιών,
γρύλων και ακρίδων, προσφέρουν στον ανθρώπινο οργανισμό σχεδόν την ίδια
ποσότητα πρωτεϊνών με το άπαχο κόκκινο κρέας και το ψάρι. Για την ώρα,
δεν έχει εξακριβωθεί - αλλά ερευνάται - η διατροφική αξία των
αρθροπόδων, όπως οι αράχνες και οι σκορπιοί.
Πέραν της διατροφικής τους αξίας, όμως, τα βρώσιμα έντομα συμφέρουν
και οικονομικά. Βρίσκονται παντού και εκτρέφονται εύκολα αφήνοντας πίσω
τους πολύ μικρό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Συγκριτικά με τα ζώα της
κτηνοτροφίας, τα έντομα χρησιμοποιούν λιγότερο νερό και παράγουν
λιγότερα αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Οσο για εκείνους που ορκίζονται πως δεν θα έβαζαν ποτέ στο στόμα
τους έντομα, οι επιστήμονες του Οργανισμού απαντούν πως ενδεχομένως να
τα έχουν ήδη δοκιμάσει χωρίς να το γνωρίζουν - δεδομένου μάλιστα πως τα
τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί η ζήτηση για φυσικές χρωστικές στα
τρόφιμα.
ΓΙΑΟΥΡΤΙ ΚΑΙ ΛΙΚΕΡ. Ηδη, για παράδειγμα, η κόκκινη χρωστική
που παράγεται από το αποξηραμένο σώμα άπτερων θηλυκών εντόμων του είδους
κοχινίλη χρησιμοποιείται σε γνωστό ιταλικό απεριτίφ και σε γιαούρτι με
γεύση φράουλας διεθνούς γαλακτοβιομηχανίας.
Σε μια προσπάθεια να κάμψουν τις δυτικές «προκαταλήψεις», οι επιστήμονες
του ΟΗΕ σημειώνουν πως υπάρχουν μέρη του κόσμου όπου κάποια έντομα
θεωρούνται εξαιρετικές λιχουδιές και οι λάτρεις τους πληρώνουν αδρά για
να τα γευτούν. Στην Αφρική, λόγου χάριν, τέσσερα μεγάλα μπουκάλια του
νερού γεμάτα ακρίδες μπορεί να κοστίζουν έως και 15 ευρώ.
Ετικέτες
Γιάννης Σταύρου,
έλληνες ζωγράφοι,
ζωγραφική,
ζωγράφοι,
νέα τάξη,
νεκρή φύση,
παγκοσμιοποίηση
Κυριακή 12 Μαΐου 2013
ἐγίναμε τὸ λάφυρο τοῦ ἀνέμου...
Χωρὶς πίστη κι ἀγάπη, χωρὶς ἔρμα,
ἐγίναμε τὸ λάφυρο τοῦ ἀνέμου
ποὺ ἀναστρέφει τὸ πέλαγος. Θὰ βροῦμε
τουλάχιστον τὸ βυθὸ τῆς ἀβύσσου;
Γιάννης Σταύρου, Θύελλα στο Νιμποριό, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κώστας Καρυωτάκης
Κιθάρες
Εἴμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ὁ ἄνεμος ὅταν περνάει,
στίχους, ἤχους παράξενους ξυπνάει
στὶς χορδὲς ποὺ κρέμονται σὰν καδένες.
Εἴμαστε κάτι ἀπίστευτες ἀντένες.
Ὑψώνονται σὰν δάχτυλα στὰ χάη,
στὴν κορυφή τους τ᾿ ἄπειρο ἀντηχάει,
μὰ γρήγορα θὰ πέσουνε σπασμένες.
Εἴμαστε κάτι διάχυτες αἰσθήσεις,
χωρὶς ἐλπίδα νὰ συγκεντρωθοῦμε.
Στὰ νεῦρα μας μπερδεύεται ὅλη ἡ φύσις.
Στὸ σῶμα, στὴν ἐνθύμηση πονοῦμε.
Μᾶς διώχνουνε τὰ πράγματα, κι ἡ ποίησις
εἶναι τὸ καταφύγιο ποὺ φθονοῦμε.
Ποιὰ θέληση θεοῦ μᾶς κυβερνάει
Ποιὰ θέληση θεοῦ μᾶς κυβερνάει,
ποιὰ μοῖρα τραγικὴ κρατάει τὸ νῆμα
τῶν ἄδειων ἡμερῶν ποὺ τώρα ζοῦμε
σὰν ἀπὸ μία κακή, παλιὰ συνήθεια;
Πρὶν φτάσουμε στὴ μέση αὐτοῦ τοῦ δρόμου,
ἐχάσαμεν τὴ χρυσὴ πανοπλία,
καὶ μόνο τὸ μεγάλο ἐρώτημά μας
ὁλοένα πιὸ σφιχτὰ μᾶς περιβάλλει.
Χωρὶς πίστη κι ἀγάπη, χωρὶς ἔρμα,
ἐγίναμε τὸ λάφυρο τοῦ ἀνέμου
ποὺ ἀναστρέφει τὸ πέλαγος. Θὰ βροῦμε
τουλάχιστον τὸ βυθὸ τῆς ἀβύσσου;
Οἱ ἄνθρωποι φεύγουν, ἤ, ὅταν πλησιάζουν,
στέκουν γιὰ λίγο πάνω μας, ἀκοῦνε
στὴν ἔρημη βοή, μάταιη καὶ κούφια
σὰ νὰ χτυποῦν τὸ πόδι σὲ μία στέρνα.
Κοιτάζουνε μὲ φόβο, μὲ ἀπορία,
ἔπειτα φεύγουν πάλι στοὺς ἀγῶνες,
καὶ μόνο τὸ συναίσθημα κρατοῦνε
τοῦ μακρινοῦ, ἀόριστου κινδύνου.
Εἶναι κάτι φρικτὲς ἀνταποδόσεις.
Εἶναι στὸν οὐρανὸ μία σιδερένια
μιὰ μεγάλη πυγμή, ποὺ δὲ συντρίβει
μὰ τιμωρεῖ, κι ἀδιάκοπα πιέζει.
ἐγίναμε τὸ λάφυρο τοῦ ἀνέμου
ποὺ ἀναστρέφει τὸ πέλαγος. Θὰ βροῦμε
τουλάχιστον τὸ βυθὸ τῆς ἀβύσσου;
Γιάννης Σταύρου, Θύελλα στο Νιμποριό, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κώστας Καρυωτάκης
Κιθάρες
Εἴμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ὁ ἄνεμος ὅταν περνάει,
στίχους, ἤχους παράξενους ξυπνάει
στὶς χορδὲς ποὺ κρέμονται σὰν καδένες.
Εἴμαστε κάτι ἀπίστευτες ἀντένες.
Ὑψώνονται σὰν δάχτυλα στὰ χάη,
στὴν κορυφή τους τ᾿ ἄπειρο ἀντηχάει,
μὰ γρήγορα θὰ πέσουνε σπασμένες.
Εἴμαστε κάτι διάχυτες αἰσθήσεις,
χωρὶς ἐλπίδα νὰ συγκεντρωθοῦμε.
Στὰ νεῦρα μας μπερδεύεται ὅλη ἡ φύσις.
Στὸ σῶμα, στὴν ἐνθύμηση πονοῦμε.
Μᾶς διώχνουνε τὰ πράγματα, κι ἡ ποίησις
εἶναι τὸ καταφύγιο ποὺ φθονοῦμε.
Ποιὰ θέληση θεοῦ μᾶς κυβερνάει
Ποιὰ θέληση θεοῦ μᾶς κυβερνάει,
ποιὰ μοῖρα τραγικὴ κρατάει τὸ νῆμα
τῶν ἄδειων ἡμερῶν ποὺ τώρα ζοῦμε
σὰν ἀπὸ μία κακή, παλιὰ συνήθεια;
Πρὶν φτάσουμε στὴ μέση αὐτοῦ τοῦ δρόμου,
ἐχάσαμεν τὴ χρυσὴ πανοπλία,
καὶ μόνο τὸ μεγάλο ἐρώτημά μας
ὁλοένα πιὸ σφιχτὰ μᾶς περιβάλλει.
Χωρὶς πίστη κι ἀγάπη, χωρὶς ἔρμα,
ἐγίναμε τὸ λάφυρο τοῦ ἀνέμου
ποὺ ἀναστρέφει τὸ πέλαγος. Θὰ βροῦμε
τουλάχιστον τὸ βυθὸ τῆς ἀβύσσου;
Οἱ ἄνθρωποι φεύγουν, ἤ, ὅταν πλησιάζουν,
στέκουν γιὰ λίγο πάνω μας, ἀκοῦνε
στὴν ἔρημη βοή, μάταιη καὶ κούφια
σὰ νὰ χτυποῦν τὸ πόδι σὲ μία στέρνα.
Κοιτάζουνε μὲ φόβο, μὲ ἀπορία,
ἔπειτα φεύγουν πάλι στοὺς ἀγῶνες,
καὶ μόνο τὸ συναίσθημα κρατοῦνε
τοῦ μακρινοῦ, ἀόριστου κινδύνου.
Εἶναι κάτι φρικτὲς ἀνταποδόσεις.
Εἶναι στὸν οὐρανὸ μία σιδερένια
μιὰ μεγάλη πυγμή, ποὺ δὲ συντρίβει
μὰ τιμωρεῖ, κι ἀδιάκοπα πιέζει.
Πέμπτη 9 Μαΐου 2013
Μὰ τί ἀπ᾿ ὅσα ἀγαπήσαμε μᾶς κοίταζε εὐθέως;
Ελάχιστη ένδειξη αγανάκτησης για την κατάπτυστη και βαρβαρική στοχοποίηση της ποιήτριας...
Ζούμε χωρίς άλλο την απόλυτη παρακμή, τον χυδαιότερο εκφυλισμό - τα λόγια δεν αρκούν...
Μόνο η ποίηση...
Κική Δημουλά, συνέχισε το ποίημα σου...
Κική Δημουλά
Οικοδόμημα
Πῶς πῆγε ἀλήθεια
η μεγάλη ἐκείνη ἐπιχείριση αἰσθήματος
ποὺ ἄνοιξες.
Μαθαίνω σὲ γονάτισε.
Τουλάχιστον ξεμπέρδεψες μὲ τὶς ὑποχρεώσεις;
Βοήθησες τὴ λήθη νὰ χτίσει;
Χρόνια ὀνειρευότανε
δική της οἰκογένεια
δικό της σπιτικὸ
μακριὰ
μακριὰ ἀπὸ τή μνήμη
ὅσων τὶς ἀγαπῆσαν καὶ τὶς δὑο.
Συγκοινωνούντα φαινόμενα
Ἐγὼ λουλούδια δὲν ἐκτρέφω στὸ μπαλκόνι μου.
Βάσκανος μίμηση ὁλόγυρα μὲ ξεραίνει.
Ἕναν κάπως εἴρωνα, νεαρὸ πανσὲ
μοῦ χάρισαν προχτὲς
καὶ σὲ ἀγάπη δεισιδαίμονα τὸν κρύβω.
Τὸ ἕνα μάτι του λιλὰ με γρίλιες κίτρινες
γιὰ νὰ μὴν μπαίνει ἀδιακρισία ἄπλετη
τὸ ἄλλο μπλὲ μὲ δέσιμο χρυσὸ ὁλόγυρα
- ματόχαντρο, φυλαχτὸ τῆς ἀνταπόκρισης.
Ἀλλήθωρη ἀνταπόκριση θὰ πεῖς.
Μὰ τί ἀπ᾿ ὅσα ἀγαπήσαμε μᾶς κοίταζε εὐθέως;
Μὲ προσοχὴ ποτίζω στάλα-στάλα γύρω-γύρω
μακριὰ ἀπὸ τὸ πὰνκ ἔφηβο βλέμμα
ἔχοντας σουρώσει τὶς κατεστημένες ρυτίδες
μὴν πέσει χρόνος τὸ νερό.
Βγαίνοντας κι ἀπόψε νὰ ρυθμίσω
τῆς ἀλληγορίας τὴ ροὴ συνέλαβα
τὸν ἀνθὸ σύντροφό μου δοσμένον
σὲ παρατεινόμενο ἀκούραστα φιλὶ
ὑπὸ νέας ὡραιοτάτης πανσελήνου.
Δι᾿ ἀπεσταλμένης ἀποστάσεως, θὰ πεῖς.
Μὰ ποιὸ ποὺ μᾶς συνέβη ἐγγύτατο φιλὶ
ἦταν αὐτοπροσώπως.
Ζούμε χωρίς άλλο την απόλυτη παρακμή, τον χυδαιότερο εκφυλισμό - τα λόγια δεν αρκούν...
Μόνο η ποίηση...
Κική Δημουλά, συνέχισε το ποίημα σου...
Κική Δημουλά
Οικοδόμημα
Πῶς πῆγε ἀλήθεια
η μεγάλη ἐκείνη ἐπιχείριση αἰσθήματος
ποὺ ἄνοιξες.
Μαθαίνω σὲ γονάτισε.
Τουλάχιστον ξεμπέρδεψες μὲ τὶς ὑποχρεώσεις;
Βοήθησες τὴ λήθη νὰ χτίσει;
Χρόνια ὀνειρευότανε
δική της οἰκογένεια
δικό της σπιτικὸ
μακριὰ
μακριὰ ἀπὸ τή μνήμη
ὅσων τὶς ἀγαπῆσαν καὶ τὶς δὑο.
Συγκοινωνούντα φαινόμενα
Ἐγὼ λουλούδια δὲν ἐκτρέφω στὸ μπαλκόνι μου.
Βάσκανος μίμηση ὁλόγυρα μὲ ξεραίνει.
Ἕναν κάπως εἴρωνα, νεαρὸ πανσὲ
μοῦ χάρισαν προχτὲς
καὶ σὲ ἀγάπη δεισιδαίμονα τὸν κρύβω.
Τὸ ἕνα μάτι του λιλὰ με γρίλιες κίτρινες
γιὰ νὰ μὴν μπαίνει ἀδιακρισία ἄπλετη
τὸ ἄλλο μπλὲ μὲ δέσιμο χρυσὸ ὁλόγυρα
- ματόχαντρο, φυλαχτὸ τῆς ἀνταπόκρισης.
Ἀλλήθωρη ἀνταπόκριση θὰ πεῖς.
Μὰ τί ἀπ᾿ ὅσα ἀγαπήσαμε μᾶς κοίταζε εὐθέως;
Μὲ προσοχὴ ποτίζω στάλα-στάλα γύρω-γύρω
μακριὰ ἀπὸ τὸ πὰνκ ἔφηβο βλέμμα
ἔχοντας σουρώσει τὶς κατεστημένες ρυτίδες
μὴν πέσει χρόνος τὸ νερό.
Βγαίνοντας κι ἀπόψε νὰ ρυθμίσω
τῆς ἀλληγορίας τὴ ροὴ συνέλαβα
τὸν ἀνθὸ σύντροφό μου δοσμένον
σὲ παρατεινόμενο ἀκούραστα φιλὶ
ὑπὸ νέας ὡραιοτάτης πανσελήνου.
Δι᾿ ἀπεσταλμένης ἀποστάσεως, θὰ πεῖς.
Μὰ ποιὸ ποὺ μᾶς συνέβη ἐγγύτατο φιλὶ
ἦταν αὐτοπροσώπως.
Τετάρτη 8 Μαΐου 2013
θάλασσα κι έρημος είναι το αύριο...
Σαν ξόδι
άφησα το θέρος πάνω στην καμπή του
και θάλασσα κι έρημος είναι το αύριο
δίχως εποχές πια.
Ευρώπη, Ευρώπη που με κοιτάζεις
να κατεβαίνω σκεφτικός και άοπλος σε έναν
εύθραυστο μύθο μου με τις ορδές των βαρβάρων...
Vittorio Sereni (1913-1983)
Βιτόριο Σερένι
Περιφέρεια 1940
Η νιότη ολάκερη μες στο φως
μιας πόλης σε δύση
όπου ο κάθε ήχος
λαβωμένος κι εξόριστος
ξεκόβει από τον ορυμαγδό.
Κι εσύ ζωή μου σώσου αν μπορείς
φυλάξου
για το μέλλον το διαβατικό
και για κείνους τους ίσκιους πάνω στις γέφυρες
στο αστραποβόλημα των φάρων.
Μια πόλη τη νύχτα
Ανήσυχος
στο μεταγωγικό
που σε αγγίζει στα όριά σου
προεκτείνομαι στα μακάβρια φώτα σου
στο στεναγμό των δέντρων.
Ενώ εσύ κοιμάσαι και ίσως
στα ψηλά δώματα
κάποιος πεθαίνει
κι εσύ αποστρέφεις μ’ ένα πρόσωπο
πίσω από κάθε παράθυρο - εσύ η ίδια
ένα πρόσωπο, ένα μόνο πρόσωπο
που κλείνεται για πάντα.
Ιταλός στην Ελλάδα
Πρώτο βράδυ στην Αθήνα, ατέλειωτος αποχαιρετισμός
των νηοπομπών που φεύγουν στις παρυφές σου
γεμάτες σπαραγμό στο διάχυτο ημίφως.
Σαν ξόδι
άφησα το θέρος πάνω στην καμπή του
και θάλασσα κι έρημος είναι το αύριο
δίχως εποχές πια.
Ευρώπη, Ευρώπη που με κοιτάζεις
να κατεβαίνω σκεφτικός και άοπλος σε έναν
εύθραυστο μύθο μου με τις ορδές των βαρβάρων,
είμαι ένα παιδί σου σε φυγή που δεν γνωρίζει
άλλον εχθρό από τη δική του θλίψη
ή κάποια αναστημένη τρυφερότητα
για λίμνες, για φυλλωσιές
πίσω από τα χαμένα βήματα,
είμαι ντυμένος με σκόνη και ήλιο,
τραβώ για την κόλαση,
να θαφτώ στην άμμο για χρόνια.
Πειραιάς, Αύγουστος 1942
Μετάφρασ: Ευαγγελία Πολύμου
άφησα το θέρος πάνω στην καμπή του
και θάλασσα κι έρημος είναι το αύριο
δίχως εποχές πια.
Ευρώπη, Ευρώπη που με κοιτάζεις
να κατεβαίνω σκεφτικός και άοπλος σε έναν
εύθραυστο μύθο μου με τις ορδές των βαρβάρων...
Vittorio Sereni (1913-1983)
Βιτόριο Σερένι
Περιφέρεια 1940
Η νιότη ολάκερη μες στο φως
μιας πόλης σε δύση
όπου ο κάθε ήχος
λαβωμένος κι εξόριστος
ξεκόβει από τον ορυμαγδό.
Κι εσύ ζωή μου σώσου αν μπορείς
φυλάξου
για το μέλλον το διαβατικό
και για κείνους τους ίσκιους πάνω στις γέφυρες
στο αστραποβόλημα των φάρων.
Μια πόλη τη νύχτα
Ανήσυχος
στο μεταγωγικό
που σε αγγίζει στα όριά σου
προεκτείνομαι στα μακάβρια φώτα σου
στο στεναγμό των δέντρων.
Ενώ εσύ κοιμάσαι και ίσως
στα ψηλά δώματα
κάποιος πεθαίνει
κι εσύ αποστρέφεις μ’ ένα πρόσωπο
πίσω από κάθε παράθυρο - εσύ η ίδια
ένα πρόσωπο, ένα μόνο πρόσωπο
που κλείνεται για πάντα.
Ιταλός στην Ελλάδα
Πρώτο βράδυ στην Αθήνα, ατέλειωτος αποχαιρετισμός
των νηοπομπών που φεύγουν στις παρυφές σου
γεμάτες σπαραγμό στο διάχυτο ημίφως.
Σαν ξόδι
άφησα το θέρος πάνω στην καμπή του
και θάλασσα κι έρημος είναι το αύριο
δίχως εποχές πια.
Ευρώπη, Ευρώπη που με κοιτάζεις
να κατεβαίνω σκεφτικός και άοπλος σε έναν
εύθραυστο μύθο μου με τις ορδές των βαρβάρων,
είμαι ένα παιδί σου σε φυγή που δεν γνωρίζει
άλλον εχθρό από τη δική του θλίψη
ή κάποια αναστημένη τρυφερότητα
για λίμνες, για φυλλωσιές
πίσω από τα χαμένα βήματα,
είμαι ντυμένος με σκόνη και ήλιο,
τραβώ για την κόλαση,
να θαφτώ στην άμμο για χρόνια.
Πειραιάς, Αύγουστος 1942
Μετάφρασ: Ευαγγελία Πολύμου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)