Ένας σπόρος που γυρίζει στον τόπο του, είναι ένας σπόρος που πηγαίνει να βλαστήσει – ένας Έλληνας που γυρίζει στον τόπο του, είναι ένας άνθρωπος που πηγαίνει να βλαστημήσει. Ελλάδα, σε κράτησα πάνω μου κατάσαρκα – με δαιμόνισες. Και τους συντρόφους που πίστευαν μαζί μου στις ρίζες και στο γυρισμό, τους βλέπω να αλλοιώνονται μέρα με την ημέρα – θα έλεγα χημικά.
Ο ένας απελπίστηκε γρήγορα – έφυγε ξανά και θα φεύγει σε όλη του τη ζωή. Ο άλλος διασκεδάζει τις κυρίες με φράσεις που είχε μισήσει – χθες έγινε υπουργός. Ο τρίτος λέει πως είναι ο ίδιος η ψεύτικη κόρη του Ερεχθείου, το χωματένιο αντίγραφο μίας ύπαρξης ζωντανής που έμεινε στην ξενιτιά. Πόσοι ακόμη…Και εκείνος εκεί, αφού σήκωσε γύρω του τον πρώτο φράκτη, ένοιωσε πως του χρειαζόταν άλλος ένας για τα αισθήματα που τριγύριζαν απέξω – και άλλος, και άλλος.
Είμαστε το τσούρμο μίας σκούνας που ταξιδεύει ξυλάρμενη, πόσα χρόνια. Πεινάμε. Άλλοι χάνουν το λογικό τους, άλλοι σκοτώνονται μοναχοί τους, άλλοι γυρίζουν στην κατάσταση της πεταλίδας. Ένας κάποτε ανεβαίνει στο κατάρτι και μας φαίνεται πως φωνάζει για ωραίες ακρογιαλιές – άγνωστα κομμάτια του κόσμου.
Τα βλέπουμε με τη φαντασία μας…Και κατεβαίνει πάλι ανάμεσα μας και είναι ο μόνος που βεβαιώνει πως δεν υπάρχει τίποτα – παρά βράχος, μάρμαρο και το αλμυρό νερό. Τότε τον πετάμε στη θάλασσα θυμωμένοι. Γκρεμίσαμε τόσα και τόσα – μπορούμε να μετρηθούμε, χαλάσματα. Καληνύχτα!
Γ. Σεφέρης
(το κείμενο του ποιητή περιέχεται σε άρθρο του Β. Βιλιάρδου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικο ΑΡΔΗΝ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου