Αν αντέξω τα επόμενα δέκα χρόνια της ευτυχίας και του σαπουνιού, είμαι αληθινά αναγκασμένος να φροντίσω να μείνω ολότελα δίχως πρόσωπο...
Χάινριχ Μπελ, Το λυπημένο μου πρόσωπο
Heinrich Boell (1917-1985)
Χάινριχ Μπελ
Κάτι θα γίνει
Μια από τις πιο παράξενες περιόδους της ζωής μου είναι σίγουρη κείνη που πέρασα σαν υπάλληλος του 'Αλφρεντ Βουνσίντελ. Από τη φύση μου, κλίνω πιότερο στη σκέψη και την απραξία παρά στην εργασία, κάπου-κάπου όμως επίμονες οικονομικές δυσχέρειες μ' αναγκάζουν -μια κι η σκέψη φέρνει τόσα λεφτά όσα κι η απραξία- να δεχτώ μια λεγόμενη θέση. Όταν έφτασα για μιαν ακόμα φορά σε τέτοιο σημείο κατάπτωσης, απευθύνθηκα στο Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας κι από κει με στείλανε, μαζί μ' άλλους εφτά ομοιοπαθείς μου, στο εργοστάσιο Βουνσίντελ, όπου θα μας υπέβαλλαν σε δοκιμασία καταλληλότητας.
Μόλις είδα το εργοστάσιο, απέξω, πονηρεύτηκα: το εργοστάσιο ήταν ολάκερο χτισμένο με γυάλινες πλάκες κι η απέχθειά μου για τα φωτεινά κτίρια και τους φωτεινούς χώρους είναι τόσο μεγάλη, όσο κι η απέχθειά μου για εργασία. Ακόμα πιότερο πονηρεύτηκα, όταν μας σερβίραν αμέσως στη καντίνα που 'τανε βαμμένη με φωτεινά και χαρούμενα χρώματα, πρωινό: όμορφες σερβιτόρες μας φέραν αβγά, καφέ και φρυγανιές, καλόγουστες καράφες ήτανε γεμάτες με χυμό πορτοκάλι. Χρυσόψαρα κολλούσανε τα κουρασμένα τους προσωπάκια πάνω στα γυάλινα τοιχώματα ανοιχτοπράσινων ενυδρείων. Οι σερβιτόρες ήτανε τόσο πρόσχαρες, που φαίνονταν έτοιμες να σκάσουν από χαρά. Μόνο μια ισχυρή θέληση -έτσι πίστευα- τις συγκρατούσε από το να τιτιβίζουνε συνεχώς. Ήτανε γεμάτες τραγούδια που δε τραγουδήσαν ακόμα, λες σα κότες που δε γεννήσανε τ' αβγά τους.
Μάντεψα αμέσως ό,τι δε φαινόνταν να μαντεύουν οι ομοιοπαθείς μου: ότι κι αυτό το πρωινό ήταν μέρος της δοκιμασίας κι έτσι μάσαγα με μεγάλην όρεξη, με πλήρη συνείδηση ενός ανθρώπου που ξέρει πως εφοδιάζει τον οργανισμό του με πολύτιμες ουσίες. Έκανα κάτι, που κανονικά καμιά δύναμη στον κόσμο δε θα μ' έπειθε να κάνω: ήπια μ' άδειο στομάχι χυμό πορτοκάλι, άφησα χωρίς ν' αγγίξω τον καφέ και το αβγό, καθώς κι ένα κομμάτι φρυγανιάς, σηκώθηκε κι άρχισα να βηματίζω πάνω-κάτω στη καντίνα, ανυπόμονος για δράση.
Έτσι, μου είπαν να περάσω πρώτος στην αίθουσα εξετάσεων, που βρίσκονταν έτοιμα τα ερωτηματολόγια πάνω σε θαυμάσια τραπέζια. Οι τοίχοι ήτανε βαμμένοι μ' ένα τέτοιο πράσινο χρώμα που θα 'κανε ν' ακουστεί από τα χείλη ενός ειδικού της εσωτερικής διακόσμησης, το επίθετο μαγευτικό. Δε φαινότανε κανείς κι όμως ήμουνα τόσο βέβαιος ότι με παρακολουθούσαν, ώστε να συμπεριφέρομαι όπως συμπεριφέρεται ένας ανυπόμονος για δράση, όταν πιστεύει πως παρακολουθείται: έβγαλα ανυπόμονα το στιλό μου από τη τσέπη, βίδωσα το καπάκι, κάθισα στο πιο κοντινό τραπέζι και πήρα το ερωτηματολόγιο, όπως πιάνουν οι χολερικοί στα χέρια τους το λογαριασμό της ταβέρνας.
Πρώτη Ερώτηση: Το θεωρείτε σωστό να 'χει ο άνθρωπος μόνο δυο χέρια, δυο πόδια, δυο μάτια και δυο αφτιά;
Στο σημείο αυτό έδρεψα πρώτη φορά τους καρπούς του σκεπτικισμού μου κι έγραψα χωρίς δισταγμό: "Ακόμα και τέσσερα χέρια και πόδια δε θα 'ταν αρκετός για την ορμή μου για δράση. Ο εξοπλισμός του ανθρώπου είναι αξιοθρήνητος".
Δεύτερη Ερώτηση: Πόσα τηλέφωνα μπορείτε να χειριστείτε ταυτόχρονα;
Κι εδώ η απάντηση ήτανε τόσον εύκολη, όσο κι η λύση μιας εξίσωσης πρώτου βαθμού. Έγραψα: "Αν τα τηλέφωνα είναι μόνον εφτά, χάνω την υπομονή μου. Μόνον όταν τα τηλέφωνα γίνουν εννιά νιώθω ξαλαφρωμένος".
Τρίτη Ερώτηση: Τί κάνετε όταν σχολάτε;
Η απάντησή μου: "Δε θέλω πια να ξέρω τη λέξη σχολάω. Την έσβησα από το λεξιλόγιό μου, μόλις έγινα δεκαπέντε χρονών: Εν αρχή ήν η πράξις!".
Πήρα τη θέση και πράγματι, δεν ένιωθα ούτε με τα εννιά τηλέφωνα εντελώς ξαλαφρωμένος. Φώναζα στ' ακουστικά τους: "Ενεργήστε αμέσως!" ή "Κάντε κάτι! -Κάτι πρέπει να γίνει - Κάτι γίνεται - Κάτι θα γίνει - Κάτι θα 'πρεπε να γίνει". Ως επί το πλείστον χρησιμοποιούσα τη προστακτική, γιατί μου φαινότανε σύμφωνη με την ατμόσφαιρα.
Ενδιαφέροντα ήτανε τα μεσημβρινά διαλείμματα, όταν καθόμαστε στη καντίνα και τρώγαμε φαγητά πλούσια σε βιταμίνες, περιστοιχιζόμενοι από γαλήνια και χαρούμενα πρόσωπα. Το εργοστάσιο Βουνσίντελ ήτανε γεμάτο ανθρώπους που τρελαίνονταν να μιλάνε για τη ζωή τους, όπως δα ταιριάζει σε προσωπικότητες που σφύζουν από δραστηριότητα: η βιογραφία τους αξίζει γι' αυτούς πιότερο κι από την ίδια τους τη ζωή, αρκεί να τους πατήσεις ένα κουμπί κι αρχίζουν να τη ξερνάνε με το νι και με το σίγμα.
Εκπρόσωπος του Βουνσίντελ στο εργοστάσιο ήταν ένας ονόματι Μπρόσεκ, που είχεν αποκτήσει κάποια φήμη, επειδή όταν ήταν ακόμα φοιτητής, είχε θρέψει δουλεύοντας μέρα-νύχτα, εφτά παιδιά και μιαν ανάπηρη γυναίκα, ενώ ταυτόχρονα διήυθυνε τέσσερις εμπορικές αντιπροσωπείες και παρολαυτά, μπόρεσε να πάρει μ' έπαινο μέσα σε δυο χρόνια, δυο διπλώματα. Όταν τον είχανε ρωτήσει οι ρεπόρτερ: "Πότε κοιμάστε λοιπόν κύριε Μπρόσεκ;" αυτός είχεν απαντήσει: "Ο ύπνος είναι αμάρτημα".
Η γραμματέας του Βουνσίντελ είχε θρέψει με το πλέξιμό της έναν ανάπηρο σύζυγο και τέσσερα παιδιά, είχε κάνει ταυτόχρονα τη διατριβή της στη ψυχολογία και τη πατριδογνωσία, είχε δουλέψει σ' εκτροφείο τσοπανόσκυλων κι είχε γίνει διάσημη τραγουδίστρια νυχτερινών κέντρων με τ' όνομα Βαμπ 7.
Ο ίδιος ο Βουνσίντελ ήταν από τους ανθρώπους εκείνους που κάθε πρωί, ενώ δεν έχουνε καλά-καλά ξυπνήσει, είναι κιόλας αποφασισμένοι να δράσουν. "Πρέπει να δράσω" σκέφτονται ενώ δένουν αποφασιστικά τη ζώνη της ρόμπας τους. "Πρέπει να δράσω" σκέφτονται ενώ ξυρίζονται και κοιτάζουνε θριαμβευτικά τις τρίχες του προσώπου τους, που ξεπλένουν μαζί με τη σαπουνάδα, πάνω στη ξυριστική τους μηχανή. Τα υπολείμματα αυτά του τριχώματός τους είναι τα πρώτα της ορμής τους για δράση. Ακόμα κι οι πιο οικείες πράξεις προξενούνε σ' αυτά τ' άτομα ικανοποίηση: το νερό κελαρύζει, το χαρτί καταναλώνεται. Κάτι έγινε. Το ψωμί τρώγεται, στο πρωινό αβγό, το κεφάλι κόβεται.
Ακόμα κι η πιο ασήμαντη κίνηση φαινότανε στο σπίτι του Βουνσίντελ σα μια πράξη: όταν έβαζε το καπέλο του, όταν, τρέμοντας από ενεργητικότητα, κούμπωνε το πανωφόρι του, το φιλί που 'δινε στη γυναίκα του, όλα ήτανε πράξεις. Όταν έμπαινε στο γραφείο του, φώναζε στη γραμματέα του σα να τη χαιρετούσε: "Κάτι πρέπει να γίνει!" κι αυτή του ανταπέδιδε με πρόσχαρη διάθεση: "Κάτι γίνεται!". Ο Βουνσίντελ πήγαινε κατόπιν, από το ένα τμήμα στ' άλλο και πέταγε το χαρούμενό του "Πρέπει κάτι να γίνει!" κι όλοι απαντούσανε "Γίνεται κάτι!" κι εγώ του φώναζα λάμποντας, όταν έμπαινε στο γραφείο μου: "Κάτι θα γίνει!"
Μες στη πρώτη βδομάδα ανέβασα τον αριθμό των τηλεφώνων που χειριζόμουν, στα έντεκα, τη δεύτερη στα δεκατρία και διασκέδαζα εφευρίσκοντας τα πρωινά στο τραμ, νέες προστακτικές ή κλίνοντας το ρήμα γίνομαι σε διαφορετικούς χρόνους, αναφερόμενος σε διαφορετικά γένη, στην υποτακτική και στον οριστική. Δυο ολάκερες μέρες πρόφερα μόνο την ίδια πρόταση, επειδή την έβρισκα τόσον ωραία: "Θα 'πρεπε να είχε γίνει κάτι" κι άλλες δυο μιαν άλλη πρόταση: "Αυτό δε θα 'πρεπε να 'χε γίνει".
Έτσι άρχισα να νιώθω πραγματικά ξαλαφρωμένος, όταν έγινε κάτι πραγματικά. Μια Τρίτη πρωί, όταν δεν είχα ακόμα καλά-καλά καθίσει στο γραφείο μου, όρμησε ο Βουνσίντελ μέσα και φώναξε το συνηθισμένο "Κάτι πρέπει να γίνει!" Όμως κάτι ανεξήγητο στο πρόσωπό του μ' έκανε να διστάσω ν' απαντήσω πρόσχαρα κι ευδιάθετα, όπως ήταν ο κανονισμός "Κάτι γίνεται!". Δίσταζα, φαίνεται, για αρκετό διάστημα, γιατί ο Βουνσίντελ που σπάνια έβαζε τις φωνές, τούτη τη φορά ωρυόταν: "Απαντήστε! Απαντήστε! όπως είναι ο κανονισμός!"΄κι εγώ απάντησα σιγανά και πεισματικά σαν παιδί που το αναγκάζουν να πει: "Είμαι κακό παιδί". Μόλις και μετά βίας μπόρεσα ν' αρθρώσω τη πρόταση "Κάτι γίνεται" και δεν την είχα σχεδόν ακόμα τελειώσει όταν πραγματικά έγινε κάτι: Ο Βουνσίντελ σωριάστηκε στο πάτωμα, έγειρε όπως έπεφτε στο πλάι, και ξάπλωσε φαρδύς-πλατύς, μπροστά στην ανοιχτή πόρτα. Αμέσως κατάλαβα, πράγμα που επιβεβαιώθηκε, όταν έκανα το γύρο του γραφείου μου και τον πλησίασα, πως ήταν νεκρός.
Κουνώντας το κεφάλι, πήδησα πάνω από τον νεκρό, πήγα αργά, περνώντας από το διάδρομο, στο γραφείο του Μπρόσεκ και μπήκα χωρίς να χτυπήσω τη πόρτα. Καθότανε στο γραφείο του, βαστούσε από ένα ακουστικό τηλεφώνου στο κάθε του χέρι και στο στόμα του ένα στιλό διαρκείας, με το οποίο κρατούσε σημειώσεις σ' ένα μπλοκ, ενώ με τα με τα γυμνά πόδια του έθετε σε κίνηση μια πλεκτομηχανή που βρισκότανε κάτω από το γραφείο. Με τον τρόπο αυτό, συμβάλλει στη συμπλήρωση της οικογενειακής του γκαρνταρόμπας.
-"Κάτι έγινε" είπα σιγά. Ο Μπρόσεκ έφτυσε από το στόμα το στιλό, κατέβασε τα δυο ακουστικά, ξεκόλλησε διστακτικά τα δάχτυλά του από τη πλεκτομηχανή.
-"Τί έγινε ντε;" ρώτησε.
-"Ο κύριος Βουνσίντελ είναι νεκρός", είπα γω.
-"Όχι" είπεν ο Μπρόσεξ
-"Και βέβαια. Ελάτε!" είπα γω.
-"Όχι" είπε όταν σταθήκαμε μπρος από το πτώμα του, "όχι, όχι!" Δε του 'φερα αντίρρηση. Γύρισα προσεκτικά τον Βουνσίντελ με τη ράχη στο πάτωμα, του 'κλεισα τα μάτια και τονε κοίταξα σκεπτικά. Ένιωθα σχεδόν τρυφερότητα γι' αυτόν και για πρώτη φορά κατάλαβα πως δεν τον είχα μισήσει ποτέ. Το πρόσωπό του είχε κάτι από την έκφραση των προσώπων των παιδιών που αρνιούνται επίμονα ν' αποχωριστούνε τη πίστη τους στον 'Αη Βασίλη, παρόλο που τα επιχειρήματα των φίλων τους ηχούνε τόσο πειστικά.
-"Όχι" είπεν ο Μπρόσεκ "όχι".
-"Κάτι πρέπει να γίνει", είπα σιγά στον Μπρόσεκ.
-"Ναι" είπεν ο Μπρόσεκ, "πρέπει να γίνει κάτι".
Κι έγινε κάτι: ο Βουνσίντελ κηδεύτηκε κι εμένα μ' επιλέξανε για να κρατάω το στεφάνι με πλαστικά τριαντάφυλλα, συνοδεύοντας το φέρετρό του, γιατί δεν είμαι προικισμένος μόνο με μια κλίση προς τον σκεπτικισμό και την ηρεμία, αλλά και μ' ένα παράστημα κι ένα πρόσωπο που ταιριάζουν απόλυτα στα μαύρα κοστούμια. Όπως φαίνεται, είχα μεγαλόπρεπην εμφάνιση, καθώς πήγαινα πίσω από το φέρετρο του Βουνσίντελ με το στεφάνι από πλαστικά τριαντάφυλλα στο χέρι. Δέχτηκα τη προσφορά ενός εκλεκτού Γραφείου Κηδειών να εμφανιστώ σαν επαγγελματίας τεθλιμμένος συγγενής.
-"Είστε γεννημένος τεθλιμμένος συγγενής" μου 'πεν ο διευθυντής του Γραφείου, "τη κατάλληλη ενδυμασία θα σας τη προμηθέψουμε μεις. Το πρόσωπό σας -είναι απλώς έξοχο!".
Υπέβαλα τη παραίτησή μου στον Μπρόσεξ, με τη δικαιολογία πως δεν αισθανόμουν εκεί μέσα απόλυτα ικανοποιημένος, ότι παρά τα δεκατρία τηλέφωνα ένα μέρος των δυνατοτήτων μου παρέμενε αναξιοποίητο. Αμέσως μετά τη πρώτη επαγγελματική μου εμφάνιση σα τεθλιμμένος συγγενής, το κατάλαβα πως είναι αυτή η δουλειά που μου ταιριάζει, αυτή η θέση είναι προορισμένη για μένα.
Στέκομαι σκεπτικός πίσω από το φέρετρο στο παρεκκλήσι του νεκροταφείου με μιαν απλήν ανθοδέσμη στο χέρι, ενώ η μουσική παίζει το Largo του Χέντελ, ένα κομμότι που δεν εκτιμούν όσο αξίζει. Το καφενείο του νεκροταφείου είναι το στέκι μου, εκεί περνάω τις ώρες μου, ανάμεσα σε δυο επαγγελματικές εμφανίσεις μου. Όμως μερικές φορές ακολουθώ και φέρετρα που δε μου τα 'χουν υποδείξει από την υπηρεσία μου, αγοράζω με δικά μου λεφτά μιαν ανθοδέσμη και συντροφεύω τον υπάλληλο της Πρόνοιας, που ακολουθεί το φέρετρο κανενός πρόσφυγα. Κάπου-κάπου περνάω κι από τον τάφο του Βουνσίντελ, γιατί στο κάτω-κάτω της γραφής, σ' αυτόν χρωστάω ότι ανακάλυψα το ιδανικό μου επάγγελμα, ένα επαγγελμα που χρειάζεται ακριβώς σκεπτικισμό και που η ηρεμία είναι υποχρέωσή μου.
Αργότερα, πολύ αργότερα, μου 'ρθε η σκέψη πως δεν είχα ποτέ ενδιαφερθεί για το προϊόν που κατασκεύαζε το εργοστάσιο του Βουνσίντελ. Θα 'τανε μάλλον, σαπούνι...
-----------------------------------------------------
Μτφ. Γιώργος Βελουδής
Από το βιβλίο "Η συλλογή του Δρ Μούρκε και άλλες σάτιρες"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου