Γιάννης Σταύρου, Εργοστάσιο ΦΙΞ, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Θεσσαλονίκη
ΙΙ. ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟ
Ασύμμετρες διαστάσεις, ευρυχωρία κενού χώρου.
Εκεί κατά το Τελωνείο, στην άκρη του λιμανιού.
Καθίσματα οικτρά, υπολείμματα λεηλασίας,
Σα να σου λένε τρίζοντας μη μας αγγίζης.
Γκαρσόνια αμίλητα και σαν ξυλένια.
Σταματημένα ρολόγια που χτυπούν μεσάνυχτα.
Δεν πάνε τώρα εκεί ψυχές, μα κάτι της Νύχτας.
Ζαρώνουν μες στα ρούχα τους σα να κρυώνουν,
Σα να φοβούνται και γλιστρούν, ξεφεύγουν απ' το βλέμμα τους.
Μπορεί κανείς να δραπετεύει αθόρυβα
Αφήνοντας την ψυχή του σ' ένα τραπέζι:
Να σκύβη και να σιωπά, -- να πίνει και να καπνίζη.
Μπορεί να εξαφανιστή απ' το πρόσωπο και να μην είναι,
Ένας νεκρός που υποκρίνεται τον κοιμισμένο.
Πίσω μας ένας μεγάλος, παλαιός καθρέφτης,
Φτωχά, χρωματιστά λαμπιόνια κάποιας γιορτής,
(Παλαιάς δόξας χορού μεταμφιεσμένων.)
Ξεθωριασμένα, περίλυπα και νυσταλέα.
Σε παίρνουν μ' όλα ταύτα, δεν μπορείς
Να ξεφύγης, σε τραβούν μαζί με τον παλαιό καθρέφτη, τόσο εκεί
Τυφλό, να πη κανείς, στραμμένο μέσα πρόσωπο.
Ώρες αργές ανάμεσα σε τόση ευρυχωρία,
Οκνές, δυσκίνητες, σέρνοντας πίσω - πλάνο.
Φτάνοντας τέλος οι μεσονύχτιες, -- παλιές κυρίες
Αριστοκρατικές γριές, τρικλίζοντας μέσα σου - γύρω σου,
Συνοδεία ψυχές μες απ' τη νύχτα,
(Την Κάτω - Νύχτα), σκοτεινές σαλεύουν οι επιφάνειες,
Ακούγονται κρότοι, ακούγονται σιωπές,
Φουσκαλίδες λάμψεις σπάνοντας επάνω στο γυαλί.
Κάνεις να σηκωθείς, σε δένει μια πέτρα.
_______________________________________
* Γιώργος Θέμελης (1900-1976)
Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου