"Βρε τι κανόνια, τι ντουφέκια, τι κακό/στους Ιταλούς σκορπίσαμε παντού τον πανικό/Βόηθα Χριστέ και Παναγιά και στου άγιου Ανδρέα/στη χάρη σου να φθάσωμε όλος ο στρατός παρέα".
Αλέκος Λιδωρίκης, άρθρο στην εφημ. ΝΙΚΗ, Ιανουάριος 1941
(απόσπασμα)
«Αυτό που μου 'κανε κατάπληξη, που μου 'δωσε συγκίνηση, που έκθαμβο με κράτησε για αρκετά λεπτά, ήταν το θέαμα ενός φαντάρου, που κουρασμένος, τσακισμένος, με γένια ατίθασα και άτακτα, αιματωμένος, λασπωμένος, είχε τραβήξει μοναχός κάτω από ένα δέντρο και κάτι χάραζε σ' ένα χαρτί. Πλησίασα για να τον δω, βέβαιος πως γράφει στην μάνα, στη γυναίκα του, στο σπίτι... Μα τί μεγάλο λάθος! Με τη ορθογραφία που κρατώ, διάβασα αυτούς τους στίχους:
"Βρε τη κανόνια, τη ντουφέκια, τη κακό/στους Ιταλούς σκορπίσαμαι παντού τον πανικό/Βόηθα Χριστέ και Παναγιά και στου άγιου Ανδρέα/στη χάρη σου να φθάσωμε όλος ο στρατός παρέα".
Τον κοίταξα, με κοίταξε... Αυθόρμητα με πήρε το γέλιο, που ίσως να έμοιαζε με κλάμα...
-Βρε συ, τι κάνεις; τον ρώτησα χτυπώντας τον στον ώμο...
Σήκωσε το κεφάλι του, έξυσε τ' αγριωπά του γένια, με την παλάμη ολόκληρη. Κι απάντησε:
-Γλεντάω!
Μία λέξη... Μέσα σ' αυτήν ας διακρίνει ο αναγνώστης κάτι από το μυστήριο, το ανεξάντλητο γοητευτικό μυστήριο που κρύβει στην ψυχή του ο αγαπημένος στρατιώτης μας»