Γιώργος Σεφέρης
Τελευταίος Σταθμός
(απόσπασμα)
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει.
Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Σάββατο 31 Ιουλίου 2021
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει...
Κυριακή 18 Ιουλίου 2021
σα μαχαιριά σε υπερφυσικό θεού σαγόνι...
Αχ, υπομνηστικό φεγγάρι
στέκεις εκεί πάνω
σα μισή ωραιότητα
και σαν ολόκληρη ευκαιρία
κοιτάζοντάς σε να μετρώ
πόσα μισά δεν πρόλαβα
ν’ αφήσω.
Κική Δημουλά
Μισό φεγγάρι
Βλέπω ένα γούβωμα βαθύ.
Ποιο χέρι αρπακτικό
μπήκε πήρε πολύ έφυγε
και δεν πρόφτασα;
Άραγε σε ποιο όνειρο
ανέθεσα του όλου τη φύλαξη
και το πήρε ο ύπνος;
Ακούω το νυχτολούλουδο
σαν κούκος ρολογιού
πετάγεται έξω απ’ το άρωμά του
φωνάζοντας
νύχτωσε βγες να δεις
και είδα να χαράζεται ψηλά
ένα μισό και ούτε φεγγάρι
σα μαχαιριά σε υπερφυσικό
θεού σαγόνι ή μάλλον
σαν φιλιού το κάτω χείλος
και το επάνω να φιλάει το σκοτάδι
–ποιος και σε ποιον μισοείπε:
αν είναι αργά
κοιμήσου στο κρεβάτι μου εσύ
κι εγώ στον καναπέ.
Αχ, υπομνηστικό φεγγάρι
στέκεις εκεί πάνω
σα μισή ωραιότητα
και σαν ολόκληρη ευκαιρία
κοιτάζοντάς σε να μετρώ
πόσα μισά δεν πρόλαβα
ν’ αφήσω.
Σάββατο 10 Ιουλίου 2021
τα πράγματα που φεύγουν...
*
"L'air est plein du frisson des choses qui s' enfuient"
Charles Baudelaire, Le crepuscule du matin / Το λυκόφως του πρωινού
Πέμπτη 1 Ιουλίου 2021
Πώς γίναμε έτσι;
Ανάμεσα σε τούτα τα βουνά με χρώμα πέρα απ’ τη ζωή
σ’ αυτές τις ερημιές, στεγνούς βυθούς
από πελάγη που άλλοτε θα να ‘χες αρμενίσε...
Γιάννης Σταύρου, Στον Υμηττό (λεπτομέρεια) |
Γιώργος Σεφέρης
L' angolo franciscano
Ανάμεσα στις μέρες του κερασιού και τις μέρες του βύσσινου,
όταν αρχίζουν τα βερίκοκα να γίνουνται
και δεν ακούς να πέφτουνε τα μήλα,
το μικρό περιβόλι χωρίς ορίζοντα
κι οι φυλλωσιές δίνουν τα χέρια ολούθε και σε κλείνουν.
Ανάμεσα σε τούτα τα βουνά με χρώμα πέρα απ’ τη ζωή
σ’ αυτές τις ερημιές, στεγνούς βυθούς
από πελάγη που άλλοτε θα να ‘χες αρμενίσει,
στο μικρό περιβόλι, να οι καρποί
να τα παιδιά της θρησκείας·
άγουρες προσφορές ώριμες προσφορές, προσφορές σάπιες.
– Πώς γίναμε έτσι;
Ρώτα καλύτερα
τους επωδούς τους μάγους και τους φαρμακούς,
για μένα φτάνει
να βλέπω αυτή τη φυλλωσιά, τούτο το σώμα·
άγουρες γωνιές ώριμες γωνιές, γωνιές χτυπημένες.
Τα κεράσια πέρασαν τα μήλα θ’ αργήσουν ακόμη
και το φεγγάρι με θολωτά φτερά περιστεριού
στα λινά ντυμένο
καθώς ακούω στη μικρή δεξαμενή την ακατάπαυτη στάλα,
κομπολόι μαθητευόμενου, χάντρες από φτωχό πανηγύρι-
κι η πόρνη κρατώντας τσακισμένο γυαλί τα μύρα
κάτω στις ιτιές των Σοδόμων..