.. Άμυνα πετρί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η
εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και
του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το
έθνος, και η πρόληψις της χρεωκοπίας.
*
.. Ας ευχηθώμεν το ερχόμενον έτος
να μη είναι χειρότερον από το έτος το φεύγον
Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολις 1970
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Εφημερίς Ακρόπολις, 1η Ιανουαρίου 1896
Το εκήρυξεν ο θείος Όμηρος προ ετών τρισχιλίων: Είς οιωνός άριστος!…Αλλά
τις έβαλεν εις πράξιν την συμβουλήν του θειοτάτου αρχαίου ποιητού; Εκ
της παρούσης ημών γενεάς τις ημύνθη περί πάτρης;
Ημύνθησαν περί πάτρης οι άστοργοι πολιτικοί, οι εκ περιτροπής μητρυιοί του ταλαιπώρου ωρφανισμένου Γένους;
Άμυνα περί πάτρης δεν είναι αι σπασμωδικαί, κακομελέτητοι και
κακοσύντακτοι επιστρατείαι, ουδέ τα σκωριασμένης επιδεικτικότητος
θωρηκτά.
Άμυνα πετρί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των
θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου
υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και
εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεωκοπίας.
Τις
ημύνθη περί πάτρης; Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων;
Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι
κυβερνήται της Ελλάδος.
Και σήμερον, νέον έτος έρχεται. Και πάλιν τι χρειάζονται οι οιωνοί; Οιωνοί είναι τα πράγματα.
Μόνον ο λαός λέγει. Κάθε πέρσυ και καλλίτερα.
Ας ευχηθώμεν το ερχόμενον έτος να μη είναι χειρότερον από το έτος το φεύγον.
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019
Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019
Χριστούγεννα με Παπαδιαμάντη...
Οὕτως εἶχον τὰ
πράγματα μέχρι τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 186… Ὁ καπετὰν
Καντάκης πρὸ πέντε ἡμερῶν εἶχε πλεύσει μὲ τὴν βρατσέραν του εἰς τὴν
ἀπέναντι νῆσον μὲ φορτίον ἀμνῶν καὶ ἐρίφων, καὶ ἤλπιζεν ὅτι θὰ ἑώρταζε
τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἀλλὰ τὸν λογαριασμὸν τὸν ἔκαμνεν
ἄνευ τοῦ ξενοδόχου, δηλ. ἄνευ τοῦ Βορρᾶ, ὅστις ἐφύσησεν αἰφνιδίως
ἄγριος, καὶ ἔκλεισεν ὅλα τὰ πλοῖα εἰς τοὺς ὅρμους ὅπου εὑρέθησαν...
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ
(ΔΙΗΓΗΜΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ)
Μεταξὺ τῶν πολλῶν δημωδῶν τύπων, τοὺς ὁποίους θὰ ἔχωσι νὰ ἐκμεταλλευθῶσιν οἱ μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπῆ κατέχει θέσιν ἡ κακὴ πενθερά, ὡς καὶ ἡ κακὴ μητρυιά. Περὶ μητρυιᾶς ἄλλοτε θὰ ἀποπειραθῶ νὰ διαλάβω τινὰ πρὸς ἐποικοδόμησιν τῶν ἀναγνωστῶν μου. Περὶ μιᾶς κακῆς πενθερᾶς σήμερον ὁ λόγος.
Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα Διαλεχτή, οὕτως ὠνομάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως μπαρμπα-Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου, εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στεῖρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυμφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶς μετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίῃ διάφορα τελεσιουργὰ βότανα, εἰς μάτην, ἡ γῆ ἔμενεν ἄγονος. Δύο ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ φορέσῃ περίαπτα θαυματουργὰ περὶ τὰς μασχάλας, εἰποῦσαι αὐτῇ ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ μόνον μέσον, ὅπως γεννήσῃ, καὶ μάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπὼν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα μάταια.
Ἐπὶ τέλους μὲ τὴν ἀπελπισίαν ἦλθε καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόμιζεν ἑαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφρόνει καὶ ἡ γραῖα Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἥτις ἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύμφην αὐτῆς τὸ σφάλμα τῆς μὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆράς της.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ σύζυγος τῆς Διαλεχτῆς ἦτο τὸ μόνον τέκνον τῆς γραίας ταύτης, καὶ οὗτος δὲ συνεμερίζετο τὴν πρόληψιν τῆς μητρός του ἐναντίον τῆς συμβίας αὐτοῦ. Ἂν δὲν τῷ ἐγέννα ἡ σύζυγός του, ἡ γενεὰ ἐχάνετο. Περίεργον δὲ ὅτι πᾶς Ἕλλην τῆς ἐποχῆς μας ἱερώτατον θεωρεῖ χρέος καὶ ὑπερτάτην ἀνάγκην τὴν διαιώνισιν τοῦ γένους του.
Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν, καὶ ἦτο τολμηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια*, καὶ οὕτω τὸν προέπεμπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε μόνα τὰ ἐλάττώματά της, ἀλλὰ τὰ αὐγάτιζε· δὲν ἦτο μόνον «μαρμάρα», τουτέστι στεῖρα, ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾽ ἦτο ἄπαστρη*, ἀπασσάλωτη*, ξετσίπωτη, κτλ. Ὅλα τὰ εἶχεν, «ἡ ποίσα, ἡ δείξα, ἡ ἄκληρη».
Ὁ καπετὰν Καντάκης, σφλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τὰ ἤκουεν ὅλα αὐτά, ἡ φαντασία του ἐφούσκωνεν, ἐξερχόμενος εἶτα συνήντα τοὺς συναδέλφους του ναυτικούς, ἤρχιζαν τὰ καλῶς ὥρισες, καλῶς σᾶς ηὗρα, ἔπινεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ρώμια, καὶ μὲ τριπλῆν σκοτοδίνην, τὴν ἐκ τῆς θαλάσσης, τὴν ἐκ τῆς γυναικείας διαβολῆς καὶ τὴν ἐκ τῶν ποτῶν, εἰσήρχετο οἴκαδε καὶ βάρβαροι σκηναὶ συνέβαινον τότε μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς συζύγου του.
Οὕτως εἶχον τὰ πράγματα μέχρι τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 186… Ὁ καπετὰν Καντάκης πρὸ πέντε ἡμερῶν εἶχε πλεύσει μὲ τὴν βρατσέραν του εἰς τὴν ἀπέναντι νῆσον μὲ φορτίον ἀμνῶν καὶ ἐρίφων, καὶ ἤλπιζεν ὅτι θὰ ἑώρταζε τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἀλλὰ τὸν λογαριασμὸν τὸν ἔκαμνεν ἄνευ τοῦ ξενοδόχου, δηλ. ἄνευ τοῦ Βορρᾶ, ὅστις ἐφύσησεν αἰφνιδίως ἄγριος, καὶ ἔκλεισεν ὅλα τὰ πλοῖα εἰς τοὺς ὅρμους ὅπου εὑρέθησαν. Εἴπομεν ὅμως ὅτι ὁ καπετὰν Καντάκης ἦτο τολμηρὸς περὶ τὴν ἀκτοπλοΐαν.
Περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, ὁ ἄνεμος ἐμετριάσθη ὀλίγον, ἀλλ᾽ οὐχ ἧττον ἐξηκολούθει νὰ πνέῃ. Τὸ μεσονύκτιον πάλιν ἐδυνάμωσε.
Τινὲς ναυτικοὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐστοιχημάτιζον ὅτι, ἀφοῦ κατέπεσεν ὁ Βορρᾶς, ὁ καπετὰν Καντάκης θὰ ἔφθανε περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ἡ σύζυγός του ὅμως δὲν ἦτο ἐκεῖ νὰ τοὺς ἀκούσῃ καὶ δὲν τὸν ἐπερίμενεν.
Αὕτη ἐδέχθη μόνον περὶ τὴν ἑσπέραν τὴν ἐπίσκεψιν τῆς πενθερᾶς της, ἀσυνήθως φιλόφρονος καὶ μειδιώσης, ἥτις τῇ εὐχήθη τὸ ἀπαραίτητον «καλὸ δέξιμο» καὶ διὰ χιλιοστὴν φορὰν τὸ στερεότυπον «μ᾽ ἕναν καλὸ γυιό».
Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ τῇ προσέφερε καὶ ἓν χριστόψωμο.
― Τὸ ζύμωσα μοναχή μου, εἶπεν ἡ θεια-Καντάκαινα, μὲ γειὰ νὰ τὸ φᾷς.
― Θὰ τὸ φυλάξω ὣς τὰ Φῶτα, διὰ ν᾽ ἁγιασθῇ, παρετήρησεν ἡ νύμφη.
―Ὄχι, ὄχι, εἶπε μετ᾽ ἀλλοκότου σπουδῆς ἡ γραῖα, τὸ δικό της φυλάει ἡ καθεμιὰ νοικοκυρὰ διὰ τὰ Φῶτα, τὸ πεσκέσι τρώγεται.
― Καλά, ἀπήντησεν ἠρέμα ἡ Διαλεχτή, τοῦ λόγου σου ξέρεις καλύτερα.
Ἡ Διαλεχτὴ ἦτο ἀγαθωτάτης ψυχῆς νέα, οὐδέποτε ἠδύνατο νὰ φαντασθῇ ἢ νὰ ὑποπτεύσῃ κακόν τι.
― Πῶς τό ᾽παθε ἡ πεθερά μου καὶ μοῦ ἔφερε χριστόψωμο, εἶπε μόνον καθ᾽ ἑαυτήν, καὶ ἀφοῦ ἀπῆλθεν ἡ γραῖα, ἐκλείσθη εἰς τὴν οἰκίαν της καὶ ἐκοιμήθη μετά τινος δεκαετοῦς παιδίσκης γειτονοπούλας, ἥτις τῇ ἔκαμνε συντροφίαν ὁσάκις ἔλειπεν ὁ σύζυγός της.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐκοιμήθη πολὺ ἐνωρίς, διότι σκοπὸν εἶχε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ὁ ναὸς δὲ τοῦ ἁγ. Νικολάου μόλις ἀπεῖχε πεντήκοντα βήματα ἀπὸ τῆς οἰκίας της.
Περὶ τὸ μεσονύκτιον ἐσήμαναν παρατεταμένως οἱ κώδωνες. Ἡ Διαλεχτὴ ἠγέρθη, ἐνεδύθη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἡ παρακοιμωμένη αὐτῇ κόρη ἦτο συμπεφωνημένον, ὅτι μόνον μέχρις οὗ σημάνῃ ὁ ὄρθρος θὰ ἔμενε μετ᾽ αὐτῆς, ὅθεν ἀφυπνίσασα αὐτὴν τὴν ὡδήγησε πλησίον τῶν ἀδελφῶν της. Αἱ δύο οἰκίαι ἐχωρίζοντο διὰ τοίχου κοινοῦ.
Ἡ Διαλεχτὴ ἀνῆλθεν εἰς τὸν γυναικωνίτην τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ μόλις παρῆλθεν ἡμίσεια ὥρα καὶ γυνή τις πτωχὴ καὶ χωλὴ δυστυχής, ἥτις ὑπηρέτει ὡς νεωκόρος τῆς ἐκκλησίας, ἐλθοῦσα τῇ λέγει εἰς τὸ οὖς:
― Δῶσέ μου τὸ κλειδί, ἦλθε ὁ ἄντρας σου.
―Ὁ ἄντρας μου! ἀνεφώνησεν ἡ Διαλεχτὴ ἔκπληκτος.
Καὶ ἀντὶ νὰ δώσῃ τὸ κλειδὶ ἔσπευσε νὰ καταβῇ ἡ ἰδία.
Ἐλθοῦσα εἰς τὴν κλίμακα τῆς οἰκίας βλέπει τὸν σύζυγόν της κατάβρεκτον, ἀποστάζοντα ὕδωρ καὶ ἀφρόν.
― Εἶμαι μισοπνιγμένος, εἶπε μορμυρίζων οὗτος, ἀλλὰ δὲν εἶναι τίποτε. Ἀντὶ νὰ τὸ ρίξωμε ἔξω, τὸ καθίσαμε στὰ ρηχά.
― Πέσατε ἔξω; ἀνέκραξεν ἡ Διαλεχτή.
―Ὄχι, δὲν εἶναι, σοῦ λέγω, τίποτε. Ἡ βρατσέρα εἶναι σίγουρη, μὲ δύο ἄγκουρες ἀραγμένη, καὶ καθισμένη.
― Θέλεις ν᾽ ἀνάψω φωτιά;
― Ἄναψε, καὶ δῶσέ μου ν᾽ ἀλλάξω.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ κιβωτίου ἐνδύματα διὰ τὸν σύζυγόν της καὶ ἤναψε πῦρ.
― Θέλεις κανένα ζεστό;
― Δὲν μ᾽ ὠφελεῖ ἐμένα τὸ ζεστό, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Κρασὶ νὰ βγάλῃς.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ βαρελίου οἶνον.
― Πῶς δὲν ἐφρόντισες νὰ μαγειρεύσῃς τίποτε; εἶπε γογγύζων ὁ ναυτικός.
― Δὲν σ᾽ ἐπερίμενα ἀπόψε, ἀπήντησε μετὰ ταπεινότητος ἡ Διαλεχτή. Κρέας ἐπῆρα. Θέλεις νὰ σοῦ ψήσω πριζόλα;
― Βάλε στὰ κάρβουνα, καὶ πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Θὰ ἔλθω κ᾽ ἐγὼ σὲ λίγο.
Ἡ Διαλεχτὴ ἔθεσε τὸ κρέας ἐπὶ τῆς ἀνθρακιᾶς, ἥτις ἐσχηματίσθη ἤδη, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ συζύγου της, ἥτις ἦτο καὶ ἰδική της ἐπιθυμία, διότι ἤθελε νὰ κοινωνήσῃ. Σημειωτέον ὅτι τὴν φράσιν «πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου» ἔβαψεν ὁ Καντάκης διὰ στρυφνῆς χροιᾶς.
―Ἡ μάννα μου δὲν θὰ τό ᾽μαθε βέβαια ὅτι ἦλθα, παρετήρησεν αὖθις ὁ Καντάκης.
―Ἐκείνη εἶναι στὴν ἐνορία της, ἀπήντησεν ἡ Διαλεχτή. Θέλεις νὰ τῆς παραγγείλω;
― Παράγγειλέ της νὰ ἔλθῃ τὸ πρωί.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξῆλθεν. Ὁ Καντάκης τὴν ἀνεκάλεσεν αἴφνης.
― Μὰ τώρα εἶναι τρόπος νὰ πᾷς ἐσὺ στὴν ἐκκλησιά, καὶ νὰ μὲ ἀφήσῃς μόνον;
― Νὰ μεταλάβω κ᾽ ἔρχομαι, ἀπήντησεν ἡ γυνή.
Ὁ Καντάκης δὲν ἐτόλμησε ν᾽ ἀντείπῃ τι, διότι ἡ ἀπάντησις θὰ ἦτο βλασφημία. Οὐχ ἧττον ὅμως τὴν βλασφημίαν ἐνδιαθέτως τὴν ἐπρόφερεν.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐφρόντισε νὰ στείλῃ ἀγγελιοφόρον πρὸς τὴν πενθεράν της ἕνα δωδεκαετῆ παῖδα τῆς αὐτῆς ἐκείνης γειτονικῆς οἰκογενείας, ἧς ἡ θυγάτηρ ἐκοιμήθη ἀφ᾽ ἑσπέρας πλησίον της, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν.
Ὁ Καντάκης, ὅστις ἐπείνα τρομερά, ἤρχισε νὰ καταβροχθίζῃ τὴν πριζόλαν. Καθήμενος ὀκλαδὸν παρὰ τὴν ἑστίαν, ἐβαρύνετο νὰ σηκωθῇ καὶ ἀνοίξῃ τὸ ἑρμάρι διὰ νὰ λάβῃ ἄρτον, ἀλλ᾽ ἀριστερόθεν αὐτοῦ ὑπεράνω τῆς ἑστίας ἐπὶ μικροῦ σανιδώματος εὑρίσκετο τὸ χριστόψωμον ἐκεῖνο, τὸ δῶρον τῆς μητρός του πρὸς τὴν νύμφην αὐτῆς. Τὸ ἔφθασε καὶ τὸ ἔφαγεν ὁλόκληρον σχεδὸν μετὰ τοῦ ὀπτοῦ κρέατος.
*
Περὶ τὴν αὐγήν, ἡ Διαλεχτὴ ἐπέστρεψεν ἐκ τοῦ ναοῦ, ἀλλ᾽ εὗρε τὴν πενθεράν της περιβάλλουσαν διὰ τῆς ὠλένης τὸ μέτωπον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ γοερῶς θρηνοῦσαν.
Ἐλθοῦσα αὕτη πρὸ ὀλίγων στιγμῶν τὸν εὗρε κοκκαλωμένον καὶ ἄπνουν. Ἐπάρασα τοὺς ὀφθαλμούς, παρετήρησε τὴν ἀπουσίαν τοῦ χριστοψώμου ἀπὸ τοῦ σανιδώματος τῆς ἑστίας, καὶ ἀμέσως ἐνόησε τὰ πάντα.
Ὁ Καντάκης ἔφαγε τὸ φαρμακωμένο χριστόψωμον, τὸ ὁποῖον ἡ γραῖα στρίγλα εἶχε παρασκευάσει διὰ τὴν νύμφην της.
Ἰατροὶ ἐπιστήμονες δὲν ὑπῆρχον ἐν τῇ μικρᾷ νήσῳ· οὐδεμία νεκροψία ἐνεργήθη. Ἐνομίσθη ὅτι ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ παγώματος συνεπείᾳ τοῦ ναυαγίου. Μόνη ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤξευρε τὸ αἴτιον τοῦ θανάτου.
Σημειωτέον ὅτι ἡ γραῖα συναισθανθεῖσα καὶ αὐτὴ τὸ ἔγκλημά της, δὲν ἐμέμφθη τὴν νύμφην της, ἀλλὰ τοὐναντίον τὴν ὑπερήσπισε κατὰ τῆς κακολογίας ἄλλων. Ἐὰν ἔζησε καὶ ἄλλα κατόπιν Χριστούγεννα, ἡ ἄστοργος πενθερὰ καὶ ἀκουσία παιδοκτόνος, δὲν θὰ ἦτο βεβαίως πολὺ εὐτυχὴς εἰς τὸ γῆράς της.
Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019
με τη φαντασία ζούμε...
Με τη λογική και την αιτιοκρατία πεθαίνουμε κάθε ώρα· με τη φαντασία ζούμε
William Butler Yeats
*
Ζούμε, στο σούρουπο της συνείδησης· ποτέ δεν είμαστε σίγουροι για το τι είμαστε ή τι υποτίθεται ότι είμαστε.
Fernando Pessoa...
Γιάννης Σταύρου, Νύχτα στο λιμάνι
William Butler Yeats
*
Ζούμε, στο σούρουπο της συνείδησης· ποτέ δεν είμαστε σίγουροι για το τι είμαστε ή τι υποτίθεται ότι είμαστε.
Fernando Pessoa...
Γιάννης Σταύρου, Νύχτα στο λιμάνι
Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019
Σαν παιδί
Σαν παιδί κοιτάζοντας τα σύννεφα και τον δρόμο των αστεριών,
χωρίς να το γνωρίζω, είχα ήδη αρχίσει τα ταξίδια μου.
*
Da bambino guardando le nuvole e la strada delle stelle,
senza saperlo avevo gia cominciato i miei viaggi.
Cesare Pavese
χωρίς να το γνωρίζω, είχα ήδη αρχίσει τα ταξίδια μου.
*
Da bambino guardando le nuvole e la strada delle stelle,
senza saperlo avevo gia cominciato i miei viaggi.
Cesare Pavese
Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019
Σε σωστή ώρα νυχτώνει...
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους...
Κική Δημουλά
Πέρασα
Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.
Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ΄αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετηστήριο από την Πάτρα
και κα΄τι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.
Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από ‘δω, πήγα κι από ‘κει…
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από ‘δω, έχασα κι από ‘κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι απ’ την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή, με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα”
Όχι, δεν είμαι λυπημένη
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους...
Κική Δημουλά
Πέρασα
Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.
Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ΄αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετηστήριο από την Πάτρα
και κα΄τι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.
Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από ‘δω, πήγα κι από ‘κει…
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από ‘δω, έχασα κι από ‘κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι απ’ την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή, με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα”
Όχι, δεν είμαι λυπημένη
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.
Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019
το φως του φεγγαριού...
γεμίζει η καρδιά μου ως τα χείλη
με φθινόπωρο...
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς
Όνο Νο Κομάτσι
Ποιήματα
Ἀκούω πώς ὑπάρχει
ὁ ἀνθός τῆς λησμονιᾶς∙
ἴσως νά βροῦμε σπόρους του
σ᾽ αὐτή τήν ἄσπρη διασπορά
τῶν ἄστρων.
*
Κοιτάζοντας τό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ
πῶς χύνεται
ἀνάμεσα σ᾽ αὐτά τά δέντρα
γεμίζει ἡ καρδιά μου ὡς τά χεῖλη
μέ φθινόπωρο.
με φθινόπωρο...
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς
Όνο Νο Κομάτσι
Ποιήματα
Ἀκούω πώς ὑπάρχει
ὁ ἀνθός τῆς λησμονιᾶς∙
ἴσως νά βροῦμε σπόρους του
σ᾽ αὐτή τήν ἄσπρη διασπορά
τῶν ἄστρων.
*
Κοιτάζοντας τό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ
πῶς χύνεται
ἀνάμεσα σ᾽ αὐτά τά δέντρα
γεμίζει ἡ καρδιά μου ὡς τά χεῖλη
μέ φθινόπωρο.
Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019
Μοιάζει χειμώνας...
Κι ήταν ο απόδημος ο χρόνος καλοκαίρι,
μεστό φθινόπωρο μέσα στο γέννημά του,
που όλο της άνοιξης το λάγνο βάρος φέρει,
σαν μήτρα πλήρης μες στο πένθος του θανάτου...
Γιάννης Σταύρου, Φθινοπωρινό
Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Σονέτο XCVII
(μετ. Διονύσης Καψάλης)
Μοιάζει χειμώνας ο καιρός που έχω φύγει
και τη χαρά του χρόνου έχασα, εσένα˙
πόσο σκοτάδι έχω νιώσει, πόσα ρίγη,
πόσο Δεκέμβρη σε τοπία ερημωμένα.
Κι ήταν ο απόδημος ο χρόνος καλοκαίρι,
μεστό φθινόπωρο μέσα στο γέννημά του,
που όλο της άνοιξης το λάγνο βάρος φέρει,
σαν μήτρα πλήρης μες στο πένθος του θανάτου.
Τόση πληθώρα, αποκύημα της λύπης
ήταν για μένα, και καρπός χωρίς πατέρα˙
το καλοκαίρι ξέρει εσένα, κι όταν λείπεις
όλα σωπαίνουν τα πουλιά στον άδειο αέρα.
Κι αν κελαϊδήσουν, λένε πένθιμο κανόνα,
κι ωχρούν τα φύλλα με το φόβο του χειμώνα.
William Shakespeare
Sonnet XCVII
How like a winter hath my absence been
From thee, the pleasure of the fleeting year!
What freezings have I felt, what dark days seen!
What old December's bareness everywhere!
And yet this time removed was summer's time;
The teeming autumn, big with rich increase,
Bearing the wanton burden of the prime,
Like widow'd wombs after their lords' decease:
Yet this abundant issue seemed to me
But hope of orphans, and unfathered fruit;
For summer and his pleasures wait on thee,
And, thou away, the very birds are mute:
Or, if they sing, 'tis with so dull a cheer,
That leaves look pale, dreading the winter's near.
μεστό φθινόπωρο μέσα στο γέννημά του,
που όλο της άνοιξης το λάγνο βάρος φέρει,
σαν μήτρα πλήρης μες στο πένθος του θανάτου...
Γιάννης Σταύρου, Φθινοπωρινό
Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Σονέτο XCVII
(μετ. Διονύσης Καψάλης)
Μοιάζει χειμώνας ο καιρός που έχω φύγει
και τη χαρά του χρόνου έχασα, εσένα˙
πόσο σκοτάδι έχω νιώσει, πόσα ρίγη,
πόσο Δεκέμβρη σε τοπία ερημωμένα.
Κι ήταν ο απόδημος ο χρόνος καλοκαίρι,
μεστό φθινόπωρο μέσα στο γέννημά του,
που όλο της άνοιξης το λάγνο βάρος φέρει,
σαν μήτρα πλήρης μες στο πένθος του θανάτου.
Τόση πληθώρα, αποκύημα της λύπης
ήταν για μένα, και καρπός χωρίς πατέρα˙
το καλοκαίρι ξέρει εσένα, κι όταν λείπεις
όλα σωπαίνουν τα πουλιά στον άδειο αέρα.
Κι αν κελαϊδήσουν, λένε πένθιμο κανόνα,
κι ωχρούν τα φύλλα με το φόβο του χειμώνα.
William Shakespeare
Sonnet XCVII
How like a winter hath my absence been
From thee, the pleasure of the fleeting year!
What freezings have I felt, what dark days seen!
What old December's bareness everywhere!
And yet this time removed was summer's time;
The teeming autumn, big with rich increase,
Bearing the wanton burden of the prime,
Like widow'd wombs after their lords' decease:
Yet this abundant issue seemed to me
But hope of orphans, and unfathered fruit;
For summer and his pleasures wait on thee,
And, thou away, the very birds are mute:
Or, if they sing, 'tis with so dull a cheer,
That leaves look pale, dreading the winter's near.
Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019
Η τελευταία παράσταση μας ανήκει...
Η Ελλάδα, δεν είναι να τη ζεις.
Να την ονειρεύεσαι μόνο...
Δημήτρης Κ. Παπακωνσταντίνου
ποιήματα
Σαν έπιπλα παλιά
γεμάτα σκόνη
τα χρόνια μας.
Άστραφταν μόνο στ' όνειρο
καθόλου στη ζωή μας
*
Μεγάλο που 'ναι ν' αγαπάς
δεν περπατάς, πετάς και πας• μήπως και ξέρεις πού πηγαίνεις ;
Πας με των οίστρων τα φτερά
θροούν βιολιά
σπάζουν νερά
με το φεγγάρι μάγια δένεις...
Πόνος βαθύς. Μέγ' αγαθό.
Μια στην κορφή, μια στο βυθό
ζεις, σπαταλιέσαι και πεθαίνεις
*
Περισσεύουν τα χρόνια
λιγοστεύουν οι άνθρωποι
*
Δεν ξέρω για την επουράνια δικαιοσύνη.
Οδυνηρός μύθος η επίγεια
*
Ο κόσμος ένα θέατρο σκιών... Καιρός να μαζεύουμε τ' απομεινάρια της ζωής
για την ολόστερνη κάμαρα.
Η τελευταία παράσταση μας ανήκει
*
Το πρόσωπό σου φως ζωής, στην ερημιά του κόσμου
*
Η Ελλάδα, δεν είναι να τη ζεις.
Να την ονειρεύεσαι μόνο
Να την ονειρεύεσαι μόνο...
Δημήτρης Κ. Παπακωνσταντίνου
ποιήματα
Σαν έπιπλα παλιά
γεμάτα σκόνη
τα χρόνια μας.
Άστραφταν μόνο στ' όνειρο
καθόλου στη ζωή μας
*
Μεγάλο που 'ναι ν' αγαπάς
δεν περπατάς, πετάς και πας• μήπως και ξέρεις πού πηγαίνεις ;
Πας με των οίστρων τα φτερά
θροούν βιολιά
σπάζουν νερά
με το φεγγάρι μάγια δένεις...
Πόνος βαθύς. Μέγ' αγαθό.
Μια στην κορφή, μια στο βυθό
ζεις, σπαταλιέσαι και πεθαίνεις
*
Περισσεύουν τα χρόνια
λιγοστεύουν οι άνθρωποι
*
Δεν ξέρω για την επουράνια δικαιοσύνη.
Οδυνηρός μύθος η επίγεια
*
Ο κόσμος ένα θέατρο σκιών... Καιρός να μαζεύουμε τ' απομεινάρια της ζωής
για την ολόστερνη κάμαρα.
Η τελευταία παράσταση μας ανήκει
*
Το πρόσωπό σου φως ζωής, στην ερημιά του κόσμου
*
Η Ελλάδα, δεν είναι να τη ζεις.
Να την ονειρεύεσαι μόνο
Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019
Τη μέρα που ο κόσμος τελειώνει...
Όσο ο ήλιος και η σελήνη στέκονται στον ουρανό,
Όσο μια μέλισσα επισκέπτεται ένα ρόδο,
Όσο ρόδινα βρέφη γεννιούνται
Κανείς δεν πιστεύει πως τώρα συμβαίνει...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη με φεγγάρι
Τσέσλαβ Μίλος
Ένα τραγούδι για το τέλος του κόσμου
Τη μέρα που ο κόσμος τελειώνει
Μια μέλισσα τριγυρίζει ένα τριφύλλι
Ένας ψαράς μπαλώνει ένα δίχτυ που λαμπυρίζει.
Πρόσχαρα γουρουνόψαρα αναπηδούν στη θάλασσα,
Πλάι στις υδρορροές παίζουν νεαρά σπουργίτια
Και το φίδι έχει χρυσαφένιο δέρμα όπως πρέπει να’ χει.
Τη μέρα που ο κόσμος τελειώνει
Γυναίκες διασχίζουν αγρούς κρατώντας ομπρέλες,
Ένας μεθύστακας νυστάζει στην άκρη του γρασιδιού,
Πλανόδιοι μανάβηδες φωνάζουν στον δρόμο,
Και ένα ιστιοφόρο με κίτρινα πανιά πλησιάζει στο νησί,
Η φωνή ενός βιολιού στέκεται στον ουρανό,
Και οδηγεί σε μια έναστρη νύχτα.
Και εκείνοι που περίμεναν αστραπή και κεραυνό
Απογοητεύονται.
Και εκείνοι που προσδοκούσαν οιωνούς και ρομφαίες αρχαγγέλων
Δεν πιστεύουν πως τώρα συμβαίνει.
Όσο ο ήλιος και η σελήνη στέκονται στον ουρανό,
Όσο μια μέλισσα επισκέπτεται ένα ρόδο,
Όσο ρόδινα βρέφη γεννιούνται
Κανείς δεν πιστεύει πως τώρα συμβαίνει.
Μονάχα ένας γέρος ασπρομάλλης,
Που θα μπορούσε προφήτης να’ ναι
Κι όμως προφήτης δεν είναι, γιατί είναι πολυάσχολος
Επαναλαμβάνει καθώς δένει τις τομάτες του:
Δεν θα υπάρξει άλλο τέλος του κόσμου,
Δεν θα υπάρξει άλλο τέλος του κόσμου.
(μετ. Έλενα Τσουκαλά)
ΠΗΓΗ: ΣΤΙΓΜΑ ΛΟΓΟΥ
Όσο μια μέλισσα επισκέπτεται ένα ρόδο,
Όσο ρόδινα βρέφη γεννιούνται
Κανείς δεν πιστεύει πως τώρα συμβαίνει...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη με φεγγάρι
Τσέσλαβ Μίλος
Ένα τραγούδι για το τέλος του κόσμου
Τη μέρα που ο κόσμος τελειώνει
Μια μέλισσα τριγυρίζει ένα τριφύλλι
Ένας ψαράς μπαλώνει ένα δίχτυ που λαμπυρίζει.
Πρόσχαρα γουρουνόψαρα αναπηδούν στη θάλασσα,
Πλάι στις υδρορροές παίζουν νεαρά σπουργίτια
Και το φίδι έχει χρυσαφένιο δέρμα όπως πρέπει να’ χει.
Τη μέρα που ο κόσμος τελειώνει
Γυναίκες διασχίζουν αγρούς κρατώντας ομπρέλες,
Ένας μεθύστακας νυστάζει στην άκρη του γρασιδιού,
Πλανόδιοι μανάβηδες φωνάζουν στον δρόμο,
Και ένα ιστιοφόρο με κίτρινα πανιά πλησιάζει στο νησί,
Η φωνή ενός βιολιού στέκεται στον ουρανό,
Και οδηγεί σε μια έναστρη νύχτα.
Και εκείνοι που περίμεναν αστραπή και κεραυνό
Απογοητεύονται.
Και εκείνοι που προσδοκούσαν οιωνούς και ρομφαίες αρχαγγέλων
Δεν πιστεύουν πως τώρα συμβαίνει.
Όσο ο ήλιος και η σελήνη στέκονται στον ουρανό,
Όσο μια μέλισσα επισκέπτεται ένα ρόδο,
Όσο ρόδινα βρέφη γεννιούνται
Κανείς δεν πιστεύει πως τώρα συμβαίνει.
Μονάχα ένας γέρος ασπρομάλλης,
Που θα μπορούσε προφήτης να’ ναι
Κι όμως προφήτης δεν είναι, γιατί είναι πολυάσχολος
Επαναλαμβάνει καθώς δένει τις τομάτες του:
Δεν θα υπάρξει άλλο τέλος του κόσμου,
Δεν θα υπάρξει άλλο τέλος του κόσμου.
(μετ. Έλενα Τσουκαλά)
ΠΗΓΗ: ΣΤΙΓΜΑ ΛΟΓΟΥ
Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019
Αντίο Κώστα...
Ο πολιτικός μηχανικός Κώστας Φάρρος άφησε τον μάταιο
αυτόν κόσμο προχθές.
Ένας ευπατρίδης της ζωής, της επιστήμης, των καλών έργων δεν υπάρχει πια κι η ζωή μας γίνεται φτωχότερη. Καλό ταξίδι αγαπημένε Κώστα.
Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένεια σου.
Η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί στο Νεκροταφείο Βύρωνα, την Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, στις 11 το πρωί. Θερμή παράκληση της οικογένειας να μην κατατεθούν στεφάνια· όσοι επιθυμούν, μπορούν να δωρίσουν στη μνήμη του ένα ποσό στην Χριστιανική Ένωση Αγρινίου ή στον Οίκο Ευγηρίας Αγρινίου
Ένα δειλινό με καράβια στην μνήμη σου...
Ένας ευπατρίδης της ζωής, της επιστήμης, των καλών έργων δεν υπάρχει πια κι η ζωή μας γίνεται φτωχότερη. Καλό ταξίδι αγαπημένε Κώστα.
Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένεια σου.
Η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί στο Νεκροταφείο Βύρωνα, την Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, στις 11 το πρωί. Θερμή παράκληση της οικογένειας να μην κατατεθούν στεφάνια· όσοι επιθυμούν, μπορούν να δωρίσουν στη μνήμη του ένα ποσό στην Χριστιανική Ένωση Αγρινίου ή στον Οίκο Ευγηρίας Αγρινίου
Ένα δειλινό με καράβια στην μνήμη σου...
Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019
Νίκος Μιχαλόπουλος & Γιώτα Βρεττάκου: υποψήφιοι στις εκλογές του ΤΕΕ
Οι φίλοι μου, αρχιτέκτονες μηχανικοί, Νίκος Μιχαλόπουλος και Γιώτα
Βρεττάκου είναι υποψήφιοι στις εκλογές του ΤΕΕ.
Είναι ανεξάρτητα πνεύματα, δημιουργικοί και μαχητικοί, με σωστές απόψεις για την Αθήνα και τις ελληνικές πόλεις γενικότερα!
Είναι ανεξάρτητα πνεύματα, δημιουργικοί και μαχητικοί, με σωστές απόψεις για την Αθήνα και τις ελληνικές πόλεις γενικότερα!
Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019
Ο κόσμος πορεύεται...
Ο κόσμος πορεύεται χάρη στην Παρανόηση.
- Μόνο χάρη στην καθολική παρανόηση όλος ο κόσμος έρχεται σε συμφωνία.
- Γιατί αν, κατά κακή τύχη, καταλαβαίναμε ο ένας τον άλλον, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να συμφωνήσουμε.
Σαρλ Μπωντλαίρ
Στοχασμοί, μετ. Ευριδίκη Παπάζογλου, Εκδ. στιγμή
Γιάννης Σταύρου, Το μήλο της γνώσης
- Μόνο χάρη στην καθολική παρανόηση όλος ο κόσμος έρχεται σε συμφωνία.
- Γιατί αν, κατά κακή τύχη, καταλαβαίναμε ο ένας τον άλλον, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να συμφωνήσουμε.
Σαρλ Μπωντλαίρ
Στοχασμοί, μετ. Ευριδίκη Παπάζογλου, Εκδ. στιγμή
Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019
28 Οκτωβρίου 1940: OXI
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι...
Γιάννης Σταύρου, Πλαγιά στον Υμηττό
Οδυσσέας Ελύτης
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
A´
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες
Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού
Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.
Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.
B´
Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·
O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
H γη κρύβει τις πέτρες της
O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
Φωτιά ή μαχαίρι!
Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!
Γ´
Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο
Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.
Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...
Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια
Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―
Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!
Δ´
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε...
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!
E´
Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!
Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!
ΣT´
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!
Z´
Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους
Kαι σταματήσουν
Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί...
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!
H´
Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά
Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!
Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα
Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι
Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες
Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!
Θ´
Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν
Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο
Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»
Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο
Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!
Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα
Kαι ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Aίμα και λαλιά
Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―
Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!
I´
Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»
Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα
Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του
Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!
IA´
Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει
Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού
Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
IB´
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...
Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!
Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων...
Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!
IΓ´
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―
Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου
Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!
IΔ´
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
EΛEYΘEPIA
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά
Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Tα πιο αθώα κορίτσια
Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019
Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή, να 'ρθούμε πρώτοι εμείς! - οι στερνοί...
Φτωχή Πατρίδα, στα μάγουλά σου
μαχαίρια γράφουνε το γολγοθά σου·
μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ορφανή,
κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή...
Γιώργος Σεφέρης
Το απομεσήμερο ενός φαύλου
Τράβα αγωγιάτη, καρότσα τράβα,
τράβα να φτάσουμε γοργά στην Κάβα!
Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή,
να 'ρθούμε πρώτοι εμείς! - οι στερνοί.
Τα στερνοπαίδια και τ' αποσπόρια
και τ' αποβράσματα και τ' αποφόρια
μιας μάχης που ήτανε γι' άλλα κορμιά
για μάτια αλλιώτικα κι άλλη καρδιά.
Πολιτικάντηδες, καραβανάδες,
ψιλικατζήδες, κολλυβιστάδες,
μούργοι, μουνούχοι και θηλυκά -
τράβα αγωγιάτη! βάρα αμαξά!
Φτωχή Πατρίδα, στα μάγουλά σου
μαχαίρια γράφουνε το γολγοθά σου·
μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ορφανή,
κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή:
το ματσαράγκα, το φαταούλα
με μπογαλάκια και με μπαούλα·
τη χύτρα που έβραζε κάθε βρωμιά
λες και την άδειασαν όλη μεμιά
σ' αυτούς ανάμεσα τους ήπιους λόφους
όπου μας κλείσανε σαν υποτρόφους
ενός αδιάντροπου φρενοβλαβή
που στο βραχνά του παραμιλεί.
Δες το σελέμη, δες και το φάντη
πώς θυμιατίζουνε τον ιεροφάντη
που ρητορεύεται λειτουργικά
μπρος στα πιστά του μηρυκαστικά.
Μαυραγορίτες από τα Νάφια
της προσφυγιάς μας άθλια σινάφια,
γύφτοι ξετσίπωτοι κι αρπαχτικοί,
λένε, πατρίδα, πως πάνε εκεί
στα χώματά σου τα λαβωμένα
γιατί μαράζωσαν, τάχα, στα ξένα
και δεν μπορούνε χωρίς εσέ -
οι φαύλοι: τρέχουνε για το λουφέ.
μαχαίρια γράφουνε το γολγοθά σου·
μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ορφανή,
κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή...
Γιώργος Σεφέρης
Το απομεσήμερο ενός φαύλου
Τράβα αγωγιάτη, καρότσα τράβα,
τράβα να φτάσουμε γοργά στην Κάβα!
Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή,
να 'ρθούμε πρώτοι εμείς! - οι στερνοί.
Τα στερνοπαίδια και τ' αποσπόρια
και τ' αποβράσματα και τ' αποφόρια
μιας μάχης που ήτανε γι' άλλα κορμιά
για μάτια αλλιώτικα κι άλλη καρδιά.
Πολιτικάντηδες, καραβανάδες,
ψιλικατζήδες, κολλυβιστάδες,
μούργοι, μουνούχοι και θηλυκά -
τράβα αγωγιάτη! βάρα αμαξά!
Φτωχή Πατρίδα, στα μάγουλά σου
μαχαίρια γράφουνε το γολγοθά σου·
μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ορφανή,
κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή:
το ματσαράγκα, το φαταούλα
με μπογαλάκια και με μπαούλα·
τη χύτρα που έβραζε κάθε βρωμιά
λες και την άδειασαν όλη μεμιά
σ' αυτούς ανάμεσα τους ήπιους λόφους
όπου μας κλείσανε σαν υποτρόφους
ενός αδιάντροπου φρενοβλαβή
που στο βραχνά του παραμιλεί.
Δες το σελέμη, δες και το φάντη
πώς θυμιατίζουνε τον ιεροφάντη
που ρητορεύεται λειτουργικά
μπρος στα πιστά του μηρυκαστικά.
Μαυραγορίτες από τα Νάφια
της προσφυγιάς μας άθλια σινάφια,
γύφτοι ξετσίπωτοι κι αρπαχτικοί,
λένε, πατρίδα, πως πάνε εκεί
στα χώματά σου τα λαβωμένα
γιατί μαράζωσαν, τάχα, στα ξένα
και δεν μπορούνε χωρίς εσέ -
οι φαύλοι: τρέχουνε για το λουφέ.
Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: γενεαλογία της πολιτικής...
Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκε την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου. Τότε και τώρα, πάντοτε η αυτή. Τότε δια της βίας, τώρα δια του δόλου... και δια της βίας. Πάντοτε αμετάβλητοι οι σχοινοβάται ούτοι, οι Αθίγγανοι, οι γελωτοποιοί ούτοι πίθηκοι (καλώ δε ούτω τους λεγομένους πολιτικούς). Μαύροι χαλκείς κατασκεύαζοντες δεσμά δια τους λαούς εν τη βαθυζόφω σκοτία του αιωνίου εργαστηρίου των...
λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Επιλογή από το έργο του
Εκδόσεις Στιγμή
David Teniers ο νεότερος (1610-1690), Μαϊμούδες τρώνε και καπνίζουν λάδι σε καμβά
Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019
Π. Κoνδύλης: Όσα ωφελούν τους ιδιοτελείς προπαγανδίζουν οι αφελείς...
Όσοι επιλέγουν τη θεωρία έναντι της ιστορίας το κάνουν όχι γιατί
κινούνται σε υψηλότερες σφαίρες, όπως συχνά πιστεύουν οι ίδιοι, απλά από
πνευματική νωθρότητα...
.. Ο φιλόσοφος που κρύβεται πίσω από τον ιστορικό λέει – και αυτή είναι η τελευταία του λέξη: σκέψου ιστορικά, οι απαντήσεις στα ιστορικά προβλήματα δεν βρίσκονται μέσα στην κατασκευασμένη θεωρία, αλλά αντίθετα οι απαντήσεις στα θεωρητικά προβλήματα βρίσκονται μέσα στην ιστορία. Όσοι επιλέγουν τη θεωρία έναντι της ιστορίας το κάνουν όχι γιατί κινούνται σε υψηλότερες σφαίρες, όπως συχνά πιστεύουν οι ίδιοι, απλά από πνευματική νωθρότητα· γιατί η οποιαδήποτε θεωρία είναι απείρως απλούστερη από οποιαδήποτε ιστορική κατάσταση...
.. Όσα ωφελούν τους ιδιοτελείς προπαγανδίζουν οι αφελείς...
Παναγιώτης Κονδύλης
Στοχασμοί .. Ο φιλόσοφος που κρύβεται πίσω από τον ιστορικό λέει – και αυτή είναι η τελευταία του λέξη: σκέψου ιστορικά, οι απαντήσεις στα ιστορικά προβλήματα δεν βρίσκονται μέσα στην κατασκευασμένη θεωρία, αλλά αντίθετα οι απαντήσεις στα θεωρητικά προβλήματα βρίσκονται μέσα στην ιστορία. Όσοι επιλέγουν τη θεωρία έναντι της ιστορίας το κάνουν όχι γιατί κινούνται σε υψηλότερες σφαίρες, όπως συχνά πιστεύουν οι ίδιοι, απλά από πνευματική νωθρότητα· γιατί η οποιαδήποτε θεωρία είναι απείρως απλούστερη από οποιαδήποτε ιστορική κατάσταση...
.. Όσα ωφελούν τους ιδιοτελείς προπαγανδίζουν οι αφελείς...
Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019
Τὰ τρία τέταρτα τῆς ἀνθρωπότητας διαβιοῦν κατὰ λάθος...
Φαίνεται πὼς ἡ
ζωὴ αὐτὴ δὲν ἔγινε γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ «κάτι δύσκολο ἢ κάτι τὸ ὑψηλό».
Καθόλου. Ἔγινε γιὰ τὴν εὐκολία μας. «Πονάει δόντι, βγάζει δόντι» ποὺ
ἔλεγαν οἱ παλαιοί. Πονάει περισπωμένη, βγάζει περισπωμένη· πονάει
δασεῖα, βγάζει δασεῖα. Καὶ λαμπρὰ ταιριάζουν ὅλα.
Οδυσσέας Ελύτης
Γιὰ μιὰν ὀπτικὴ τοῦ ἤχου.
Ἴκαρος 1996
Θὰ μποροῦσε νά ᾿ναι μιὰ σονάτα τοῦ Χάυντν, μαζὶ μὲ πλῆθος κυλιόμενα καὶ κρουόμενα μανταρίνια, ἢ παθιασμένα ἐρωτόλογα μὲ μακρινὲς ἐκρήξεις λατομείων. Ἀλλὰ ὄχι.
Ἐμεῖς θὰ πᾶμε σὰν τὴ γλώσσα ποὺ περνάει ἀπὸ τὸ τρυπητὸ γιὰ ν᾿ ἀφήσει ἀπ᾿ ἔξω τ᾿ ἀπόφλουδα καὶ νὰ βρεθεῖ ποιὸς φταίει καὶ διαπράττει κάθε μέρα τὸ αὐτί μας μιὰν ἀνορθογραφία.
Κάποτε, μιὰ μέρα χειρότερη καὶ τῆς Κυριακῆς, τὸ συνειδητοποίησα! Ἡ πρωτεύουσα σ᾿ ὅλο τὸ μάκρος της εἶχε γεμίσει τρύπες. Ὄχι ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ἀνοίγουν οἱ ἐργάτες τοῦ Δήμου στοὺς ὑπονόμους. Μιλῶ γιὰ τὶς ἄλλες, πάνω στὶς προσόψεις τῶν ὑψηλῶν κτιρίων, ὅπου προσεκτικὰ στήνονται οἱ ἐπιγραφὲς ἑταιρειῶν, ἱδρυμάτων καὶ καταστημάτων. ΦαρμακεῖΟ, καφενεῖΟ, ΑἱματολογικΟ ΚέντρΟ, ΠαιδαγωγικΟ ἸνστιτοῦτΟ. Ποὺ ὁ Θεὸς νὰ βάλει τὸ χέρι του.
Στὸ τηλεγραφεῖο τῶν νευμάτων μεγάλη ἀναστάτωση ἐπικρατεῖ σ᾿ ὅλη τὴ γειτονιά. Μήπως εἶναι κανένας ξένος δάχτυλος τοῦ τύπου NOVA MAKEDONIA, ἢ μήπως τοῦ ᾿φυγε τοῦ μπογιατζῆ τὸ τελευταῖο ψηφίο καὶ ἔμεινε ἀνολοκλήρωτο ἀπὸ ἀμέλεια ἤ, δὲν ἀποκλείεται, ἀπὸ οἰκονομία;
Μὰ εἶναι δυνατόν; Νὰ σοῦ φτιάχνει ὁ ράφτης ἕνα ὡραῖο σακάκι ποὺ τὸ ἕνα του μανίκι τοῦ λείπει, κι ἐσὺ νὰ κυκλοφορεῖς μὲ καμάρι, ὅπως ὁ καστράτος ποὺ ἰδίῳ δικαιώματι ἔμπαινε στὰ χαρέμια, κι ἂς τοῦ ἔλειπε κάτι· ζωὴ νά ᾿χε ὁ σουλτάνος.
Φαίνεται πὼς ἡ ζωὴ αὐτὴ δὲν ἔγινε γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ «κάτι δύσκολο ἢ κάτι τὸ ὑψηλό». Καθόλου. Ἔγινε γιὰ τὴν εὐκολία μας. «Πονάει δόντι, βγάζει δόντι» ποὺ ἔλεγαν οἱ παλαιοί. Πονάει περισπωμένη, βγάζει περισπωμένη· πονάει δασεῖα, βγάζει δασεῖα. Καὶ λαμπρὰ ταιριάζουν ὅλα.
Συγνώμην, ἀλλὰ τὸ σώβρακό σου δὲν τ᾿ ἀφήνεις νὰ φαίνεται ποτέ του. Ἀλλὰ τὸ φορεῖς. Δὲν εἶναι τὸ πρακτικὸ μέρος τῶν πραγμάτων ποὺ πρωτεύει στὴ ζωή μας. Τὰ τρία τέταρτα τῆς ἀνθρωπότητας διαβιοῦν κατὰ λάθος. Διαγράφουν τὸ περιττόν, καὶ ἂς εἶναι ὡραῖον, κερδίζοντας μερικὰ εἰκοσιτετράωρα πλήξης. Ἀλλοῦ, μακριά τους στάζει ὁ χυμός, ἔστω καὶ ὡς ἦχος στὰ χείλη μιᾶς θυγατρὸς τοῦ Ὁμήρου.
Στὶς δέκα λέξεις μας οἱ πέντε εἶναι ξένες. Ὁλοταχῶς βαδίζουμε πρὸς μιὰν ἐσπεράντο παρὰ πέντε. Κανένας Ἡρώδης δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ διατάξει τέτοια γενοκτονία, ὅπως αὐτὴ τοῦ τελικοῦ -ν· ἐκτὸς κι ἂν τοῦ ᾿λειπε ἡ ὀπτικὴ τοῦ ἤχου.
Μιὰ Φύση εὐκτική, ἀνώτερη καὶ τῆς Ἀττικῆς, ἐξαποστέλλει ρυακισμοὺς καὶ θροΐσματα στὸ Θριάσιο πεδίο τῶν ἀποξηραμένων μεταρρυθμιστῶν, ποὺ χάρη στὸν εὐφωνικὸ στραβισμό τους ἐκλαμβάνουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ προοδευτικό. Ἀλλὰ στοὺς φθόγγους, ὅπως καὶ στὰ χρώματα, δὲν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς προόδου. Ἐκτὸς κι ἂν ἐσὺ εἶσαι ὁ δράστης, ὁπότε ὅσο πιὸ εὐώχυμο εἶναι τὸ ἕνα τόσο δυσαπεικόνιστο εἶναι τὸ ἄλλο.
Μιὰ κοινωνία ὅπου τ᾿ ἀναγνώσιμα δέντρα γίνονται καὶ πολυφωνικὰ τῆς ἴριδας βρίσκεται ἤδη ἐν ἐξελίξει. Ἂς εἶναι καλὰ ὁ ἑκάστοτε γεωμέτρης ποιητής, πού ᾿χει κερδίσει τὸν στέφανο τοῦ ἀνέμου. Ἴσως ὁ νέος Ἀρίων νὰ γεννήθηκε μόλις ἐχθές.
ΥΓ. Μπορεῖ νὰ παραξενεύεται κανεὶς μὲ τὴν ἀπὸ σκοποῦ ἀποχαλινωμένη Κυριακὴ τῆς γραφῆς μου. Δὲν ἔχει ὅμως παρὰ νὰ τὴν ἐξωθήσει ὣς τὸ ἔσχατο ἄκρο της, γιὰ νὰ ἀνατραπεῖ καὶ νὰ βρεθεῖ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριά, στὴν τάξη μιᾶς κλασικῆς Δευτέρας.
Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019
Η αλήθεια...
Η ζωή με ενοχλεί περισσότερο από τον θάνατο...
Ζαν Κοκτώ
Αφορισμοί
Un chef-d'oeuvre est une bataille gagnee contre la mort.
On ferme les yeux des morts avec douceur ; c'est aussi avec douceur qu'il faut ouvrir les yeux des vivants.
Vivre me deroute plus que de mourir.
La verite est trop nue, elle n'excite pas les hommes.
*
Ένα αριστούργημα είναι μια μάχη που νίκησε τον θάνατο.
Κλείνουμε απαλά τα μάτια των νεκρών· το ίδιο απαλά πρέπει ν' ανοίγουν τα μάτια των ζωντανών
Η ζωή με ενοχλεί περισσότερο από τον θάνατο.
Η αλήθεια είναι πολύ γυμνή· δεν ενθουσιάζει τους ανθρώπους.
Ζαν Κοκτώ
Αφορισμοί
Un chef-d'oeuvre est une bataille gagnee contre la mort.
On ferme les yeux des morts avec douceur ; c'est aussi avec douceur qu'il faut ouvrir les yeux des vivants.
Vivre me deroute plus que de mourir.
La verite est trop nue, elle n'excite pas les hommes.
*
Ένα αριστούργημα είναι μια μάχη που νίκησε τον θάνατο.
Κλείνουμε απαλά τα μάτια των νεκρών· το ίδιο απαλά πρέπει ν' ανοίγουν τα μάτια των ζωντανών
Η ζωή με ενοχλεί περισσότερο από τον θάνατο.
Η αλήθεια είναι πολύ γυμνή· δεν ενθουσιάζει τους ανθρώπους.
Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019
όλα είναι ξένα στο πεπρωμένο μου...
".. Όλα περνούν και τίποτα απ' όλα αυτά δεν μου λέει τίποτα, όλα είναι ξένα στο πεπρωμένο μου, ξένα στο ίδιo τους το πεπρωμένο -ανεμελιά, βρισιές απρόβλεπτες, όταν η μοίρα πετάει πέτρες, αντίλαλοι αγνώστων φωνών-, συλλoγική σαλάτα της ζωής..."
Φερνάντο Πεσσόα
Γιάννης Σταύρου, Πεπρωμένο
Φερνάντο Πεσσόα
Γιάννης Σταύρου, Πεπρωμένο
Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019
δεν θα ξαναγυρίσει...
"Η εκτίμηση είναι σαν ένα λουλούδι,
αν ποδοπατηθεί ή μαραθεί,
δεν θα ξαναγυρίσει πίσω ποτέ."
*
"La stima e come un fiore che,
pestato una volta gravemente o appassito,
mai piu non ritorna."
Giacomo Leopardi
Γιάννης Σταύρου, Γιασεμί
αν ποδοπατηθεί ή μαραθεί,
δεν θα ξαναγυρίσει πίσω ποτέ."
*
"La stima e come un fiore che,
pestato una volta gravemente o appassito,
mai piu non ritorna."
Giacomo Leopardi
Γιάννης Σταύρου, Γιασεμί
Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019
τοπίο...
Je donnerais tous les paysages du monde
pour celui de mon enfance.
Emil Cioran.
*
Θα έδινα όλα τα τοπία του κόσμου
γι' αυτό των παιδικών μου χρόνων.
Εμίλ Σιοράν
pour celui de mon enfance.
Emil Cioran.
*
Θα έδινα όλα τα τοπία του κόσμου
γι' αυτό των παιδικών μου χρόνων.
Εμίλ Σιοράν
Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019
το τελευταίο καταφύγιο...
"I adore simple pleasures. They are the last refuge of the complex."
Oscar Wilde
*
"Λατρεύω τις απλές απολαύσεις. Είναι το τελευταίο καταφύγιο των περίπλοκων ανθρώπων."
Όσκαρ Γουάιλντ
Oscar Wilde
*
"Λατρεύω τις απλές απολαύσεις. Είναι το τελευταίο καταφύγιο των περίπλοκων ανθρώπων."
Όσκαρ Γουάιλντ
Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019
μια πατρίδα που δεν υπάρχει πια...
".. στα γράμματά σου, παρ' όλο το κέφι που ποτέ δεν σ' εγκαταλείπει, διακρίνω μια ελαφρά μελαγχολία που εύχομαι να οφείλεται μόνο στις δυσκολίες που είναι φυσικό να αντιμετωπίζεις εκεί. Θα περάσουν κι αυτές. Στο κάτω-κάτω, η Ελλάδα είναι μια σίγουρη πατρίδα και μια παντοτεινή καταφυγή..."
Από γράμμα του Νίκου Γκάτσου στον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος βρισκόταν στο Χόλλυγουντ- 29 Δεκεμβρίου 1967
Γιάννης Σταύρου, Καληνύχτα Ελλάδα
Από γράμμα του Νίκου Γκάτσου στον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος βρισκόταν στο Χόλλυγουντ- 29 Δεκεμβρίου 1967
Γιάννης Σταύρου, Καληνύχτα Ελλάδα
Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019
Νεράκι πίνω να λησμονήσω...
Κοίτα με στα μάτια και με το σουγιά
πάρε από τη φλέβα μου μελάνι
γράψε τ’ όνομά του στην αστροφεγγιά
χέρι φονικό να μην το φτάνει.
Γιάννης Σταύρου, Βιβλίο & τριαντάφυλλα, λεπτομέρεια
Νίκος Γκάτσος
Κοίτα με στα μάτια
Κοίτα με στα μάτια κι έλα πιο κοντά
άγια μου καρδιά κι αγαπημένη
άκουσα κι απόψε πόρτα να χτυπά
πέτρες θα κυλάν οι πεθαμένοι.
Πώς να το ξεχάσω κείνο το παιδί
στο περιβολάκι τ’ Αϊ Νικόλα;
Έπινε τον ήλιο σαν χλωρό κλαδί
πριν το θυμηθούν τα πολυβόλα.
Κοίτα με στα μάτια και με το σουγιά
πάρε από τη φλέβα μου μελάνι
γράψε τ’ όνομά του στην αστροφεγγιά
χέρι φονικό να μην το φτάνει.
Πού είσαι Πέτρο; Πού είσαι Γιάννη;
Στου κάτω κόσμου το σιντριβάνι.
Γύρισε πίσω! Γύρισε πίσω!
πάρε από τη φλέβα μου μελάνι
γράψε τ’ όνομά του στην αστροφεγγιά
χέρι φονικό να μην το φτάνει.
Γιάννης Σταύρου, Βιβλίο & τριαντάφυλλα, λεπτομέρεια
Νίκος Γκάτσος
Κοίτα με στα μάτια
Κοίτα με στα μάτια κι έλα πιο κοντά
άγια μου καρδιά κι αγαπημένη
άκουσα κι απόψε πόρτα να χτυπά
πέτρες θα κυλάν οι πεθαμένοι.
Πώς να το ξεχάσω κείνο το παιδί
στο περιβολάκι τ’ Αϊ Νικόλα;
Έπινε τον ήλιο σαν χλωρό κλαδί
πριν το θυμηθούν τα πολυβόλα.
Κοίτα με στα μάτια και με το σουγιά
πάρε από τη φλέβα μου μελάνι
γράψε τ’ όνομά του στην αστροφεγγιά
χέρι φονικό να μην το φτάνει.
Πού είσαι Πέτρο; Πού είσαι Γιάννη;
Στου κάτω κόσμου το σιντριβάνι.
Γύρισε πίσω! Γύρισε πίσω!
Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019
κάτι πιο σπάνιο...
"Υπάρχει κάτι υψηλότερο από την υπερηφάνεια,
Και πιο ευγενές από τη ματαιοδοξία,
Είναι η σεμνότητα.
Και κάτι πιο σπάνιο από τη σεμνότητα,
Είναι η απλότητα."
*
"Il y a quelque chose de plus haut que l'orgueil,
et de plus noble que la vanite,
c'est la modestie;
et quelque chose de plus rare que la modestie,
c'est la simplicite."
Antoine de Rivarol
Γιάννης Σταύρου, Πειραιάς
Και πιο ευγενές από τη ματαιοδοξία,
Είναι η σεμνότητα.
Και κάτι πιο σπάνιο από τη σεμνότητα,
Είναι η απλότητα."
*
"Il y a quelque chose de plus haut que l'orgueil,
et de plus noble que la vanite,
c'est la modestie;
et quelque chose de plus rare que la modestie,
c'est la simplicite."
Antoine de Rivarol
Γιάννης Σταύρου, Πειραιάς
Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019
ένα βλέμμα...
"La femme est sans doute une lumiere, un regard, une invitation au bonheur, une parole quelquefois"
Charles Baudelaire
*
"Η γυναίκα είναι χωρίς αμφιβολία ένα φως, ένα βλέμμα, μια πρόσκληση για την ευτυχία, και μερικές φορές μια φράση"
Σαρλ Μπωντλαίρ
Γιάννης Σταύρου, Πορτρέτο νέας γυναίκας
Charles Baudelaire
*
"Η γυναίκα είναι χωρίς αμφιβολία ένα φως, ένα βλέμμα, μια πρόσκληση για την ευτυχία, και μερικές φορές μια φράση"
Σαρλ Μπωντλαίρ
Γιάννης Σταύρου, Πορτρέτο νέας γυναίκας
Κυριακή 18 Αυγούστου 2019
η λεία μιας ολέθριας αίρεσης...
.. Ο χωρικός δεν έχει καθόλου ανάγκη αυτό το ζήλο των κατοίκων της πόλης κι
ούτε τον θέλει. Αυτό όμως που έχει ανάγκη κι αυτό που θέλει είναι η
σεμνή λεπτότητα απέναντι στο ίδιο του το είναι και σ’ αυτό που συνιστά
την ανεξαρτησία του. Πολλοί όμως απ’ αυτούς που έρχονται από την πόλη
και είναι περαστικοί από δω – ξεκινώντας από τους σκιέρ –
συμπεριφέρονται σήμερα στο χωριό και στο αγρόκτημα σα να διασκέδαζαν
στους τόπους ψυχαγωγίας των μεγαλουπόλεών τους. Μια τέτοια διαγωγή
καταστρέφει σ’ ένα μόνο βράδυ πολύ περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν
δεκαετίες επιστημονικής διδασκαλίας γι’ αυτό που αποτελεί το είναι ενός
λαού και των λαϊκών παραδόσεων...
Μάρτιν Χάιντεγκερ
Ανέκδοτο κείμενο
".. Ο κόσμος της πόλης διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει η λεία μιας ολέθριας αίρεσης. Ένας ενοχλητικός ζήλος, πολύ θορυβωδης, πολύ ενεργητικός, και με μια υπερβολική λεπτότητα, μοιάζει συχνά να νοιάζεται για τον αγροτικό κόσμο και τον τρόπο ζωής του. Έτσι όμως αυτοί αρνούνται ακριβώς αυτό που σήμερα είναι το μόνο αναγκαίο: να κρατηθούν σε απόσταση από τον αγροτικό τρόπο ύπαρξης, να τον αφήσουν, όσο ποτέ πριν, στον δικό του νόμο. Να μην τον αγγίξουν – για να μην του κάνουν κακό εκθέτοντάς τον στην όλο ψέματα φλυαρία των φιλολογούντων πάνω σ’ αυτό που δημιουργεί το ίδιο το είναι ενός λαού, και στην προσκόλλησή του σε μια γη.
Ο χωρικός δεν έχει καθόλου ανάγκη αυτό το ζήλο των κατοίκων της πόλης κι ούτε τον θέλει. Αυτό όμως που έχει ανάγκη κι αυτό που θέλει είναι η σεμνή λεπτότητα απέναντι στο ίδιο του το είναι και σ’ αυτό που συνιστά την ανεξαρτησία του. Πολλοί όμως απ’ αυτούς που έρχονται από την πόλη και είναι περαστικοί από δω – ξεκινώντας από τους σκιέρ – συμπεριφέρονται σήμερα στο χωριό και στο αγρόκτημα σα να διασκέδαζαν στους τόπους ψυχαγωγίας των μεγαλουπόλεών τους. Μια τέτοια διαγωγή καταστρέφει σ’ ένα μόνο βράδυ πολύ περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν δεκαετίες επιστημονικής διδασκαλίας γι’ αυτό που αποτελεί το είναι ενός λαού και των λαϊκών παραδόσεων.
Ας αφήσουμε καταμέρος κάθε συγκαταβατική οικειότητα και κάθε ψεύτικο ενδιαφέρον για το λαό – ας μάθουμε να παίρνουμε στα σοβαρά την τραχιά και απλή ύπαρξή του εκεί ψηλά. Τότε μόνο θα ξαναρχίσει να μας μιλά.
Τελευταία, δέχτηκα μια δεύτερη πρόταση διορισμού στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Σε τέτοιες περιπτώσεις αφήνω την πόλη για ν’ αποσυρθώ στην καλύβα μου. Ακούω αυτό που τα βουνά και τα δάση και τα αγροκτήματα λένε. Έτσι έρχομαι να επισκεφτώ τον παλιό μου φίλο, έναν χωρικό 75 χρονών. Διάβασε στην εφημερίδα την πρόταση του Βερολίνου. Τι θα πει; Βυθίζει αργά το σίγουρο βλέμμα των καθαρών του ματιων στα δικά μου, κρατά το στόμα πεισματικά κλειστό, βάζει με σοβαρότητα το τίμιο χέρι του στον ώμο μου και κουνά ανεπαίσθητα το κεφάλι. Αυτό θα πει:
Κατηγορηματικά: ΟΧΙ!".
Μάρτιν Χάιντεγκερ
Ανέκδοτο κείμενο
".. Ο κόσμος της πόλης διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει η λεία μιας ολέθριας αίρεσης. Ένας ενοχλητικός ζήλος, πολύ θορυβωδης, πολύ ενεργητικός, και με μια υπερβολική λεπτότητα, μοιάζει συχνά να νοιάζεται για τον αγροτικό κόσμο και τον τρόπο ζωής του. Έτσι όμως αυτοί αρνούνται ακριβώς αυτό που σήμερα είναι το μόνο αναγκαίο: να κρατηθούν σε απόσταση από τον αγροτικό τρόπο ύπαρξης, να τον αφήσουν, όσο ποτέ πριν, στον δικό του νόμο. Να μην τον αγγίξουν – για να μην του κάνουν κακό εκθέτοντάς τον στην όλο ψέματα φλυαρία των φιλολογούντων πάνω σ’ αυτό που δημιουργεί το ίδιο το είναι ενός λαού, και στην προσκόλλησή του σε μια γη.
Ο χωρικός δεν έχει καθόλου ανάγκη αυτό το ζήλο των κατοίκων της πόλης κι ούτε τον θέλει. Αυτό όμως που έχει ανάγκη κι αυτό που θέλει είναι η σεμνή λεπτότητα απέναντι στο ίδιο του το είναι και σ’ αυτό που συνιστά την ανεξαρτησία του. Πολλοί όμως απ’ αυτούς που έρχονται από την πόλη και είναι περαστικοί από δω – ξεκινώντας από τους σκιέρ – συμπεριφέρονται σήμερα στο χωριό και στο αγρόκτημα σα να διασκέδαζαν στους τόπους ψυχαγωγίας των μεγαλουπόλεών τους. Μια τέτοια διαγωγή καταστρέφει σ’ ένα μόνο βράδυ πολύ περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν δεκαετίες επιστημονικής διδασκαλίας γι’ αυτό που αποτελεί το είναι ενός λαού και των λαϊκών παραδόσεων.
Ας αφήσουμε καταμέρος κάθε συγκαταβατική οικειότητα και κάθε ψεύτικο ενδιαφέρον για το λαό – ας μάθουμε να παίρνουμε στα σοβαρά την τραχιά και απλή ύπαρξή του εκεί ψηλά. Τότε μόνο θα ξαναρχίσει να μας μιλά.
Τελευταία, δέχτηκα μια δεύτερη πρόταση διορισμού στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Σε τέτοιες περιπτώσεις αφήνω την πόλη για ν’ αποσυρθώ στην καλύβα μου. Ακούω αυτό που τα βουνά και τα δάση και τα αγροκτήματα λένε. Έτσι έρχομαι να επισκεφτώ τον παλιό μου φίλο, έναν χωρικό 75 χρονών. Διάβασε στην εφημερίδα την πρόταση του Βερολίνου. Τι θα πει; Βυθίζει αργά το σίγουρο βλέμμα των καθαρών του ματιων στα δικά μου, κρατά το στόμα πεισματικά κλειστό, βάζει με σοβαρότητα το τίμιο χέρι του στον ώμο μου και κουνά ανεπαίσθητα το κεφάλι. Αυτό θα πει:
Κατηγορηματικά: ΟΧΙ!".
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)