Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις...
Γιάννης Σταύρου, Διαγώνιος 1955, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Κ.Π. Καβάφης
Απολείπειν ο θεός Aντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017
Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017
Πάντα πάντα θα 'ναι αργά...
Στ' αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ' ομολογώ
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα...
Γιάννης Σταύρου, Πεύκα το φθινόπωρο, λάδι σε καμβά
Οδυσσέας Ελύτης
Το παράπονο
Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν' εκείνα που αγαπώ
γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα
Στ' αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ' ομολογώ
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα
Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα 'ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.
το λέω και τ' ομολογώ
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα...
Γιάννης Σταύρου, Πεύκα το φθινόπωρο, λάδι σε καμβά
Οδυσσέας Ελύτης
Το παράπονο
Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν' εκείνα που αγαπώ
γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα
Στ' αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ' ομολογώ
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα
Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα 'ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.
Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017
Λησμονημένος από τον όχλο το σιχαμερό...
Ή δίωξη του ποταπού βαρβάρου;
Ή ο ενθουσιασμός του ανόητου;...
Αλεξάντρ Πούσκιν
Διάλογος ενός βιβλιοπώλη με έναν ποιητή
(απόσπασμα)
Ευλογημένος εκείνος που κράτησε κρυφά
Της ψυχής τα ύψιστα δημιουργήματα
Και από τους ανθρώπους, και απ’ τους τάφους,
Ανταμοιβή μη περιμένοντας για τα αισθήματα του!
Ευλογημένος όποιος σιωπηλός υπήρξε ποιητής,
Και με της δόξας το αγκάθι δεν τρυπήθηκε,
Λησμονημένος από τον όχλο το σιχαμερό
Τον κόσμου τούτο άσημος άφησε!
Τι είναι πιο απατηλό ακόμη κι απ’ της ελπίδας τα όνειρα
Αν όχι η δόξα; Του αναγνώστη ψίθυρος;
Ή δίωξη του ποταπού βαρβάρου;
Ή ο ενθουσιασμός του ανόητου;
(Μετ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης)
Ή ο ενθουσιασμός του ανόητου;...
Αλεξάντρ Πούσκιν
Διάλογος ενός βιβλιοπώλη με έναν ποιητή
(απόσπασμα)
Ευλογημένος εκείνος που κράτησε κρυφά
Της ψυχής τα ύψιστα δημιουργήματα
Και από τους ανθρώπους, και απ’ τους τάφους,
Ανταμοιβή μη περιμένοντας για τα αισθήματα του!
Ευλογημένος όποιος σιωπηλός υπήρξε ποιητής,
Και με της δόξας το αγκάθι δεν τρυπήθηκε,
Λησμονημένος από τον όχλο το σιχαμερό
Τον κόσμου τούτο άσημος άφησε!
Τι είναι πιο απατηλό ακόμη κι απ’ της ελπίδας τα όνειρα
Αν όχι η δόξα; Του αναγνώστη ψίθυρος;
Ή δίωξη του ποταπού βαρβάρου;
Ή ο ενθουσιασμός του ανόητου;
(Μετ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης)
Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη...
Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο
γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν...
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα, λάδι σε καμβά
Γιώργος Σεφέρης
Επιφάνια
Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού,
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεββάτι κοντά στα κυπαρίσσια
και τα μαλλιά σου χρυσά·
τ' άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ' άστρο ο Αλδεβαράν.
Κράτησα τη ζωή μου, κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές, φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει.
Κράτησα τη ζωή μου· στ' αριστερό μου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.
Τα πρόσωπα που βλέπω δεν ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.
Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές· ο χιονισμένος
κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δεν ρωτούν
μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερημοκλήσια μήτε
τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι
δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη
σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ·ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα
χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των
νερών
κάτω απ' τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας, τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες
που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που
σ' αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
μέσα στον άδειο κήπο,στάλες στην ακίνητη δεξαμενή,
βρίσκοντας ένα κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.
Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο
γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν
εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου.
Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.
γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν...
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα, λάδι σε καμβά
Γιώργος Σεφέρης
Επιφάνια
Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού,
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεββάτι κοντά στα κυπαρίσσια
και τα μαλλιά σου χρυσά·
τ' άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ' άστρο ο Αλδεβαράν.
Κράτησα τη ζωή μου, κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές, φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει.
Κράτησα τη ζωή μου· στ' αριστερό μου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.
Τα πρόσωπα που βλέπω δεν ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.
Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές· ο χιονισμένος
κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δεν ρωτούν
μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερημοκλήσια μήτε
τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι
δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη
σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ·ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα
χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των
νερών
κάτω απ' τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας, τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες
που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που
σ' αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
μέσα στον άδειο κήπο,στάλες στην ακίνητη δεξαμενή,
βρίσκοντας ένα κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.
Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο
γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν
εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου.
Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.
Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017
κι η θάλασσα πλατιά...
Ένα καράβι φεύγει για τα ξένα
ένα ακρογιάλι θυμάται το νοτιά
Χρυσό καράβι πάρε με κι εμένα
τώρα που πας, που πας, που πας στην ξενιτιά...
Γιάννης Σταύρου, Καράβι στον Θερμαϊκό, λάδi σε καμβά
Νίκος Γκάτσος
Κοιμήσου παλληκάρι
Αγάπη δίχως άκρη κι η θάλασσα πλατιά
Και της καρδιάς το δάκρυ, ωωω
Πικρή σταλαγματιά
Κοιμήσου παλληκάρι στο κύμα τ' αρμυρό
Θ' αλλάξει το φεγγάρι, ωωω
Κι εγώ, κι εγώ θα καρτερώ
Αστροφεγγιά του Μάρτη, τ' Απρίλη ξαστεριά
Δε σου ’μελλε γλυκέ μου, ωωω
Να ξαναδείς στεριά
Κοιμήσου παλληκάρι στο κύμα τ' αρμυρό
Θ' αλλάξει το φεγγάρι, ωωω
Κι εγώ, κι εγώ θα καρτερώ
Ήσουν μια βρύση του ουρανού
Όταν την πόρτα μου χτυπήσεις κάποια μέρα
Τα παγωμένα θα κατέβω τα σκαλιά
Να θυμηθούμε λίγο λίγο τα παλιά
Που γίναν στάχτη και καπνός μες στον αγέρα
Όλα χαθήκαν κι η ζωή μας πήγε στράφι
Μας βρήκαν μπόρες μες στου κόσμου τη νυχτιά
Ποιος ξέρει η μοίρα στα κρυφά της τα χαρτιά
Τι άλλη απόφαση για μας τους δυο να γράφει
Ήσουν μια βρύση του ουρανού κι ήμουν μια στάλα
Πικρή μου αγάπη στα μπαλκόνια τα ψηλά
Μέρα και νύχτα κάναμ’ όνειρα πολλά
Μέρα και νύχτα κάναμ’ όνειρα μεγάλα
Κόκκινα γαρίφαλα
Ένα καράβι φεύγει για τα ξένα
ένα ακρογιάλι θυμάται το νοτιά
Χρυσό καράβι πάρε με κι εμένα
τώρα που πας, που πας, που πας στην ξενιτιά
Κόκκινα γαρίφαλα στου φεγγαριού την άκρη
κόκκινα γαρίφαλα στου Μάη την αμμουδιά
Άνοιξε την πόρτα σου στο πιο πικρό μου δάκρυ
Άνοιξε την πόρτα σου στην πιο ζεστή καρδιά
Κανείς δεν ξέρει ποιο ειν' το ριζικό
Κανείς μες του άλλου τ' όνειρο δε ζει
Έχει ο καθένας τ' άστρο το δικό του
Έχει ο καθένας τ' άσπρο, τ' άσπρο του νησί
ένα ακρογιάλι θυμάται το νοτιά
Χρυσό καράβι πάρε με κι εμένα
τώρα που πας, που πας, που πας στην ξενιτιά...
Γιάννης Σταύρου, Καράβι στον Θερμαϊκό, λάδi σε καμβά
Νίκος Γκάτσος
Κοιμήσου παλληκάρι
Αγάπη δίχως άκρη κι η θάλασσα πλατιά
Και της καρδιάς το δάκρυ, ωωω
Πικρή σταλαγματιά
Κοιμήσου παλληκάρι στο κύμα τ' αρμυρό
Θ' αλλάξει το φεγγάρι, ωωω
Κι εγώ, κι εγώ θα καρτερώ
Αστροφεγγιά του Μάρτη, τ' Απρίλη ξαστεριά
Δε σου ’μελλε γλυκέ μου, ωωω
Να ξαναδείς στεριά
Κοιμήσου παλληκάρι στο κύμα τ' αρμυρό
Θ' αλλάξει το φεγγάρι, ωωω
Κι εγώ, κι εγώ θα καρτερώ
Ήσουν μια βρύση του ουρανού
Όταν την πόρτα μου χτυπήσεις κάποια μέρα
Τα παγωμένα θα κατέβω τα σκαλιά
Να θυμηθούμε λίγο λίγο τα παλιά
Που γίναν στάχτη και καπνός μες στον αγέρα
Όλα χαθήκαν κι η ζωή μας πήγε στράφι
Μας βρήκαν μπόρες μες στου κόσμου τη νυχτιά
Ποιος ξέρει η μοίρα στα κρυφά της τα χαρτιά
Τι άλλη απόφαση για μας τους δυο να γράφει
Ήσουν μια βρύση του ουρανού κι ήμουν μια στάλα
Πικρή μου αγάπη στα μπαλκόνια τα ψηλά
Μέρα και νύχτα κάναμ’ όνειρα πολλά
Μέρα και νύχτα κάναμ’ όνειρα μεγάλα
Κόκκινα γαρίφαλα
Ένα καράβι φεύγει για τα ξένα
ένα ακρογιάλι θυμάται το νοτιά
Χρυσό καράβι πάρε με κι εμένα
τώρα που πας, που πας, που πας στην ξενιτιά
Κόκκινα γαρίφαλα στου φεγγαριού την άκρη
κόκκινα γαρίφαλα στου Μάη την αμμουδιά
Άνοιξε την πόρτα σου στο πιο πικρό μου δάκρυ
Άνοιξε την πόρτα σου στην πιο ζεστή καρδιά
Κανείς δεν ξέρει ποιο ειν' το ριζικό
Κανείς μες του άλλου τ' όνειρο δε ζει
Έχει ο καθένας τ' άστρο το δικό του
Έχει ο καθένας τ' άσπρο, τ' άσπρο του νησί
Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017
Σώτης Τριανταφύλλου: Πλουλαρισμός, πολυπολιτισμικότητα...
.. η πολιτική κατευνασμού του φονταμενταλιστικού ισλάμ "φτάνει σε βαθμό
ηττοπάθειας και γελοιότητας"(σελ.286), που ακολουθεί την κυριαρχία
στον δυτικό κόσμο της μετριοκρατίας και της ανικανότητας...
Γιάννης Σταύρου, Μαύρο καράβι, λάδι σε καμβά
Σώτη Τριανταφύλλου
Πλουλαρισμός, πολυπολιτισμικότητα, ενσωμάτωση, αφομοίωση
Σημειώσεις για τη σύγχρονη ανοιχτή κοινωνία
(εκδόσεις Πατάκη, τρίτη έκδοση, Αθήνα 2016)
Κριτική Παρουσίαση
ΣΠΥΡΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ
Το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου , που είναι αφιερωμένο στον Alain Besancon φίλο του Έλληνα φιλοσόφου που έζησε στην Γαλλία Κώστα Παπαϊωάννου, είναι ευφυές και θαρραλέο.
Ευφυές διότι χρησιμοποιεί την ευρύτητα γνώση της κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας για να πλήξει με εύστοχα και σαφή τρόπο διατυπωμένα επιχειρήματα, μια σειρά αντιλήψεων - ιδεοληψιών θα ήταν καλύτερα να τις ονομάσουμε -, όπως είναι η πολυπολιτισμικότητα αλλά και το αυτονόητο της ενσωμάτωσης των ισλαμικών πληθυσμών στις χώρες υποδοχής των. Πρόκειται για ιδεολογήματα που παρότι σε επίπεδο εμπειρίας αποδεικνύεται διαρκώς η αβασιμότητα και η ανεδαφικότητά τους σε επίπεδο ιδεολογίας παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη αντοχή.
Θαρραλέο είναι διότι οι ιδεοληψίες αυτές που συχνά χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για την διαμόρφωση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, παραμένουν στο απυρόβλητο και όποιος τολμήσει να τις αμφισβητήσει αντιμετωπίζονται από μια ιδιότυπη αστυνομία της σκέψης που ενδύεται συχνά την μάσκα της πολιτικής ορθότητας.
Από μιας πλευράς η Σ.Τριανταφύλλου ακολουθεί το παράδειγμα του Γάλλου συγγραφέα Μισέλ Ουελμπέκ ο οποίος βλέπει ως λογική κατάληξη των διαφόρων ιδεολογημάτων που διαχέονται στην Δύση, να οδηγούμεθα στην κυριαρχία του ισλάμ σε έναν ορατό και διόλου μακρινό χρόνο. Ως αιτία της κατάστασης αυτής θεωρεί την εξάπλωση μιας εκδοχής της αριστερής ιδεολογίας που από εκπρόσωπος των εργατικών συμφερόντων μετατράπηκε σε υπερασπιστή των πληθυσμών που μετακινούνται, του πλήθους κατά τον Τ.Νέγκρι αλλά και των "δικαιωμάτων" διαφόρων ομάδων. Με την συμπεριφορά της αυτή , η αριστερά αυτού του είδους κατηγορείται ότι "υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και τα θεμέλια της κοινωνίας των πολιτών" (σελ.24). Αλλά και ο μαρξισμός εξαρχής απέδιδε στην οικονομία αποκλειστική σημασία, περιφρονώντας έτσι τον ρόλο των θρησκειών και των εθνοτήτων(όσο αφορά το δεύτερο οι αντιλήψεις του Μάρξ και των μαρξιστών είναι πιο σύνθετες).Βεβαίως αυτό το οποίο παραλείπει να διατυπώσει η Σ.Τριανταφύλλου, και είναι το μοναδικό μάλλον σημείο στο οποίο διαφωνώ μαζί της, είναι ότι τα ιδεολογήματα της πολυπολιτισμικότητας έχουν ως ισχυρό αρωγό και ένα μέρος των ελίτ -όπως αποδεικνύει το παράδειγμα του Σόρος , της Μέρκελ, του γερμανικού ΣΕΒ- που στους μετανάστες από τις χώρες του ισλάμ βρίσκουν έναν μοχλό που μπορεί να πιέσει συνολικά τους μισθούς σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα. Επίσης η μετακίνηση ισλαμικών πληθυσμών και η ανάδυση ενός πιο επιθετικού από ποτέ ισλάμ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην υπονόμευση των κοσμικών αραβικών καθεστώτων , που δεν τα διαδέχθηκε η δημοκρατία αλλά ο πόλεμος συμμοριών και ο χομπσιανός εμφύλιος πόλεμος όλων εναντίον όλων. Βεβαίως όπως ορθά επισημαίνει η Σ.Τ. " ό,τι ωφελεί την οικονομία ίσως βλάπτει την ποιότητα ζωής στην κοινωνία"(σελ.34).
Η Σώτη Τριανταφύλλου έχει αφετηρία στοχαστές όπως ο Ε.Μπαίρκ, ο Ζ.ν. Μαίστρ, τον Ταίνις, τον Κ.Πόππερ. Αναγνωρίζει ότι η κοινωνία που προέκυψε από τον Διαφωτισμό εξαρτούσε την ύπαρξη της "από μια πολιτισμική βάση την οποία η ίδια δεν μπορούσε να εγγυηθεί. Μόνον όταν οι άνθρωποι συνδέονται με δεσμούς ισχυρότερους από τον θεσμό της ελεύθερης επιλογής η κοινωνία μπορεί να λειτουργήσει. Αυτοί οι δεσμοί είναι τα κοινά έθιμα, οι κοινές τελετουργίες , η κοινή γλώσσα, η θρησκεία και η αναγνώριση μιας κοινής εθνικής ταυτότητας. Η πολιτική τάξη απαιτεί πολιτισμική ενότητα, κάτι που δεν μπορεί να οργανώσει και να εξασφαλίσει η πολιτική"(σελ. 20).
Η αρχική κατηγορία που εγείρεται κατά της πολυπολιτισμικότητας είναι πως "ως πρόγραμμα και ως πολιτική έναντι των μεταναστών, αντί να καταπολεμά τον εθνικισμό, ενθαρρύνει τα εθνικιστικά αισθήματα των μεταναστευτικών ομάδων, ενώ συγχρόνως δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη εθνικιστικών τάσεων από την πλευρά των πολιτών των χωρών υποδοχής"(σελ, 24).
Η πολυπολιτισμικότητα αντιπαραβάλλεται στον πλουραλισμό. Είναι ιδεότυποι ασύμβατοι μεταξύ τους. Ο δεύτερος προϋποθέτει την ύπαρξη αμοιβαίων υποχωρήσεων, παραχωρήσεων και αλληλοεπικοινωνίας. Αντίθετα η πρώτη κατασκευάζει κλειστές κοινότητες, "κακοήθεις κοινωνίες", "πολιτισμικά κουτιά" που λειτουργούν επιθετικά η μια προς την άλλη, το ένα προς το άλλο, ενώ δεν οδηγεί στην ενσωμάτωση των μεταναστών, αλλά "προκαλεί την συρρίκνωση της ισχύος των νόμων και της ταυτότητας των αυτοχθόνων (σελ.46), συντηρεί διακριτούς εθνοτικούς πολιτισμούς στο εσωτερικό ενός κράτους(σελ.299) και καταλύει τελικά τον πλουραλισμό.
Εντυπωσιακά είναι τα παραδείγματα όπου ο ιδεολογικός κομφορμισμός καταλήγει σε μια γλώσσα που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα την οποία προσπαθεί να περιγράψει. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση μικρής βρετανικής πόλης που έκανε τα στραβά μάτια σε "σκάνδαλο κακοποίησης παιδιών εκ μέρους ασιατικών συμμοριών"(σελ.27). Ο φόβος να κατηγορηθεί κάποιος ως ρατσιστής έχει ως αποτέλεσμα ο δημόσιος λόγος να αποτρέπεται από την κριτική "εναντίον εγκληματικών εθίμων που έχουν εισαχθεί και ριζώσει στις δυτικές χώρες: αναγκαστικούς γάμους, εγκλήματα τιμής, κλειτοριδεκτομή, ισλαμικό εκφοβισμό"(σελ.28). Υπό αυτή την οπτική είναι απαραίτητο να θέσουμε το ερώτημα, που στην εποχή του δεν χρειάστηκε να θέσει ο Κ.Πόππερ " ανοιχτή κοινωνία μέχρι ποιό σημείο; ποιός είναι ο βαθμός ελαστικότητας αυτού του ανοίγματος;" (σελ.32,33). Ανοιχτή κοινωνία δεν σημαίνει κοινωνία χωρίς σύνορα: "τα σύνορα μπορούν να μετακινούνται αλλά δεν παύουν να υπάρχουν, ακόμα κι αν η διαπερατότητά τους ποικίλλει"(σελ.47). Προς το τέλος του βιβλίου της συμπεραίνει ότι μια κοινωνία μπορεί να είναι ανοιχτή "όσο το επιτρέπει η ιδέα της πλουραλιστικής κοινότητας και συνεπώς της κοινότητας στους κόλπους της οποίας τα διάφορα στοιχεία και οι διαφορές τους γίνονται σεβαστά με αμοιβαίο τρόπο και κάνουν αμοιβαίους συμβιβασμούς"(σελ.310).
Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση πως στην δεκαετία του 1970, στην διάρκεια των μεγάλων απεργιών στην γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία "η γαλλική κυβέρνηση ενθάρρυνε τους εργοδότες να φτιάξουν αίθουσες προσευχής σε μια προσπάθεια να αποπροσανατολιστούν και να στραφούν οι μετανάστες, που απάρτιζαν μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού, από τον συνδικαλισμό προς τη θρησκεία"(σελ.43,44).
Η Σ.Τ. επικαλείται την άποψη του Αυστραλού πρωθυπουργού Ε.Barton (1849-1920) "πως τα ομοιογενή έθνη είναι σε καλύτερη θέση για να αποκτήσουν δημόσια αγαθά, είναι πιο δημοκρατικά, λιγότερο διεφθαρμένα, έχουν υψηλότερη παραγωγικότητα και μικρότερες ανισότητες, χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας, ενώ είναι ανθεκτικότερα σε εξωτερικούς κραδασμούς. Και εξυπακούεται ότι είναι λιγότερο επιρρεπή σε εμφυλίους πολέμους, τη σοβαρότερη αιτία βίαιων θανάτων στον 20ο αιώνα"(σελ.91)
Όμως σε αντίθεση κατεύθυνση στην Μεγάλη Βρετανία, ισλαμιστές ιερωμένοι όπως ο Θαχάμπι ,ανοικτά διακηρύσσουν ότι θα πρέπει να δολοφονούνται οι ομοφυλόφιλοι, ότι όποιος εγκαταλείπει το ισλάμ πρέπει να καταδικάζεται σε αργό βασανιστικό θάνατο εντός τριών ημερών, ότι οι γυναίκες είναι διανοητικά ανεπαρκείς και η βία σε όσες γυναίκες δεν φορούν την μαντίλα είναι απαραίτητη(σελ. 122). Συγχρόνως τέτοιου είδους ισλαμιστές προσπαθούν να απομακρύνουν τα παιδιά των μουσουλμάνων από το λαϊκό σχολείο γεγονός που επιδεινώνει την κοινωνική τους θέση. Στην Σουηδία εντοπίζεται η μεγαλύτερη αύξηση βιασμών γυναικών από μουσουλμάνους (σελ.135). Επίσης ορθά σημειώνεται ότι ο "Ρετζέπ Ερντογάν οδηγεί την Τουρκία στον ισλαμικό σκοταδισμό με κύριο αντίπαλο το κουρδικό κίνημα που, παρά τις πρόσφατες επιτυχίες του, παραμένει περιθωριακό"(σελ.147).
Η έννοια της ταυτότητας είναι σημαντική και γι' αυτό προϋποθέτει την συνείδηση της ετερότητας και της διαφοράς προς τους άλλους: " το να μιλάμε για παγκόσμια κοινότητα είναι σκέτη ρητορική που εκμηδενίζει την ιδέα της κοινότητας. Αντιθέτως, οι άνθρωποι συσπειρώνονται με άλλους και "ζουν μαζί" ως κοινωνικά όντα υπό τον όρον να υπάρχει πάντοτε ένα κινούμενο αλλά ανεξίτηλο σύνορο ανάμεσα στο "εμείς" και στο "εκείνοι".Το εμείς είναι "η δική μας" ταυτότητα, το εκείνοι είναι οι διαφορετικές ταυτότητες που καθορίζουν τη δική μας. Η "διαφορετικότητα" είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα της ταυτότητας: είμαστε αυτό που είμαστε, με τον τρόπο με τον οποίο είμαστε, σε συνάρτηση αυτού που δεν είμαστε. Κάθε κοινότητα συνεπάγεται μια σχετική "περίφραξη", έναν τρόπο συνύπαρξης που είναι επίσης τρόπος αποκλεισμού του "έξω". Ένα "εμείς" που δεν περιορίζεται από ένα "αυτοί", "οι άλλοι", δεν έχει νόημα"(σελ.176).
Η Σ.Τ. επισημαίνει ότι η παραχώρηση ιθαγένειας δεν σημαίνει αυτόματα ενσωμάτωση. Στην πραγματικότητα ενσωματώνονται μόνον όσοι θέλουν να ενσωματωθούν και αποφασίζουν να παραχωρήσουν ένα μέρος της παλαιάς ταυτότητας τους. Οι Αλβανοί είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Όχι μόνο βαφτίζονταν χριστιανοί αλλά και άλλαζαν τα ονόματα τους σε ελληνικά ώστε να μπορούν να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία. Βέβαια στα Βαλκάνια προχωρά η επιρροή του ISIS ενώ για την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης εξακολουθεί να ισχύει ο νόμος της σαρία . Αλλά και τι δυνατότητα ενσωμάτωσης στις σύγχρονες κοινωνίες έχουν για παράδειγμα, οι Αφγανοί που συνήθως γνωρίζουν κάποιες γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες και εμμένουν στο ισλάμ ως ένα σύνολο κανόνων που καθορίζει αποκλειστικά τον τρόπο συμπεριφοράς τους; Η Σ.Τ. αναφέρεται στα γαλλικά προάστια όπου η θετική επιρροή της δωρεάν και υποχρεωτικής παιδείας καταλύεται από την κυριαρχία του ισλάμ.
Σωστή είναι η επισήμανση, προσωπικά μου θύμισε αντίστοιχες απόψεις του Π.Κονδύλη, ότι τα δικαιώματα του πολίτη είναι εδαφικά "υπό την έννοια ότι εφαρμόζονται από κράτος σε κράτος, δηλαδή μόνο στο έδαφος όπου ένα κράτος είναι κυρίαρχο και έχει δικαιοδοσία" (σελ.259) και ιδεολογικά έχουν δυτική προέλευση δηλαδή ελληνική-ρωμαϊκή-ιουδαιοχριστιανική. Επίσης εύστοχα τονίζει ότι η Τουρκία ωθώντας Σύρους πρόσφυγες προς τα δυτικά επιδιώκει να πιέσει την Ευρώπη, ενώ "θα ήταν ιδανικός τόπος φιλοξενίας και ενσωμάτωσης των Σύρων ", αφού "διαθέτει χώρο, είναι κράτος μουσουλμανικό και έχει αναπτυσσόμενη οικονομία"(σελ.269). Ορθά γράφει ότι η πολιτική κατευνασμού του φονταμενταλιστικού ισλάμ "φτάνει σε βαθμό ηττοπάθειας και γελοιότητας"(σελ.286), που ακολουθεί την κυριαρχία στον δυτικό κόσμο της μετριοκρατίας και της ανικανότητας.
Το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου διαθέτει μια ακόμη αρετή. Είναι γραμμένο σε μια γλώσσα γλαφυρή, γοητευτική που όμως είναι συγχρόνως σαφής, πυκνή και λιτή, καθώς δεν περισσεύει καμία λέξη , καθεμιά έχει την λογική της στοχοθεσία.
http://koutroulis-spyros.blogspot.gr/2017/09/2016.html
Γιάννης Σταύρου, Μαύρο καράβι, λάδι σε καμβά
Σώτη Τριανταφύλλου
Πλουλαρισμός, πολυπολιτισμικότητα, ενσωμάτωση, αφομοίωση
Σημειώσεις για τη σύγχρονη ανοιχτή κοινωνία
(εκδόσεις Πατάκη, τρίτη έκδοση, Αθήνα 2016)
Κριτική Παρουσίαση
ΣΠΥΡΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ
Το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου , που είναι αφιερωμένο στον Alain Besancon φίλο του Έλληνα φιλοσόφου που έζησε στην Γαλλία Κώστα Παπαϊωάννου, είναι ευφυές και θαρραλέο.
Ευφυές διότι χρησιμοποιεί την ευρύτητα γνώση της κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας για να πλήξει με εύστοχα και σαφή τρόπο διατυπωμένα επιχειρήματα, μια σειρά αντιλήψεων - ιδεοληψιών θα ήταν καλύτερα να τις ονομάσουμε -, όπως είναι η πολυπολιτισμικότητα αλλά και το αυτονόητο της ενσωμάτωσης των ισλαμικών πληθυσμών στις χώρες υποδοχής των. Πρόκειται για ιδεολογήματα που παρότι σε επίπεδο εμπειρίας αποδεικνύεται διαρκώς η αβασιμότητα και η ανεδαφικότητά τους σε επίπεδο ιδεολογίας παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη αντοχή.
Θαρραλέο είναι διότι οι ιδεοληψίες αυτές που συχνά χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για την διαμόρφωση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, παραμένουν στο απυρόβλητο και όποιος τολμήσει να τις αμφισβητήσει αντιμετωπίζονται από μια ιδιότυπη αστυνομία της σκέψης που ενδύεται συχνά την μάσκα της πολιτικής ορθότητας.
Από μιας πλευράς η Σ.Τριανταφύλλου ακολουθεί το παράδειγμα του Γάλλου συγγραφέα Μισέλ Ουελμπέκ ο οποίος βλέπει ως λογική κατάληξη των διαφόρων ιδεολογημάτων που διαχέονται στην Δύση, να οδηγούμεθα στην κυριαρχία του ισλάμ σε έναν ορατό και διόλου μακρινό χρόνο. Ως αιτία της κατάστασης αυτής θεωρεί την εξάπλωση μιας εκδοχής της αριστερής ιδεολογίας που από εκπρόσωπος των εργατικών συμφερόντων μετατράπηκε σε υπερασπιστή των πληθυσμών που μετακινούνται, του πλήθους κατά τον Τ.Νέγκρι αλλά και των "δικαιωμάτων" διαφόρων ομάδων. Με την συμπεριφορά της αυτή , η αριστερά αυτού του είδους κατηγορείται ότι "υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και τα θεμέλια της κοινωνίας των πολιτών" (σελ.24). Αλλά και ο μαρξισμός εξαρχής απέδιδε στην οικονομία αποκλειστική σημασία, περιφρονώντας έτσι τον ρόλο των θρησκειών και των εθνοτήτων(όσο αφορά το δεύτερο οι αντιλήψεις του Μάρξ και των μαρξιστών είναι πιο σύνθετες).Βεβαίως αυτό το οποίο παραλείπει να διατυπώσει η Σ.Τριανταφύλλου, και είναι το μοναδικό μάλλον σημείο στο οποίο διαφωνώ μαζί της, είναι ότι τα ιδεολογήματα της πολυπολιτισμικότητας έχουν ως ισχυρό αρωγό και ένα μέρος των ελίτ -όπως αποδεικνύει το παράδειγμα του Σόρος , της Μέρκελ, του γερμανικού ΣΕΒ- που στους μετανάστες από τις χώρες του ισλάμ βρίσκουν έναν μοχλό που μπορεί να πιέσει συνολικά τους μισθούς σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα. Επίσης η μετακίνηση ισλαμικών πληθυσμών και η ανάδυση ενός πιο επιθετικού από ποτέ ισλάμ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην υπονόμευση των κοσμικών αραβικών καθεστώτων , που δεν τα διαδέχθηκε η δημοκρατία αλλά ο πόλεμος συμμοριών και ο χομπσιανός εμφύλιος πόλεμος όλων εναντίον όλων. Βεβαίως όπως ορθά επισημαίνει η Σ.Τ. " ό,τι ωφελεί την οικονομία ίσως βλάπτει την ποιότητα ζωής στην κοινωνία"(σελ.34).
Η Σώτη Τριανταφύλλου έχει αφετηρία στοχαστές όπως ο Ε.Μπαίρκ, ο Ζ.ν. Μαίστρ, τον Ταίνις, τον Κ.Πόππερ. Αναγνωρίζει ότι η κοινωνία που προέκυψε από τον Διαφωτισμό εξαρτούσε την ύπαρξη της "από μια πολιτισμική βάση την οποία η ίδια δεν μπορούσε να εγγυηθεί. Μόνον όταν οι άνθρωποι συνδέονται με δεσμούς ισχυρότερους από τον θεσμό της ελεύθερης επιλογής η κοινωνία μπορεί να λειτουργήσει. Αυτοί οι δεσμοί είναι τα κοινά έθιμα, οι κοινές τελετουργίες , η κοινή γλώσσα, η θρησκεία και η αναγνώριση μιας κοινής εθνικής ταυτότητας. Η πολιτική τάξη απαιτεί πολιτισμική ενότητα, κάτι που δεν μπορεί να οργανώσει και να εξασφαλίσει η πολιτική"(σελ. 20).
Η αρχική κατηγορία που εγείρεται κατά της πολυπολιτισμικότητας είναι πως "ως πρόγραμμα και ως πολιτική έναντι των μεταναστών, αντί να καταπολεμά τον εθνικισμό, ενθαρρύνει τα εθνικιστικά αισθήματα των μεταναστευτικών ομάδων, ενώ συγχρόνως δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη εθνικιστικών τάσεων από την πλευρά των πολιτών των χωρών υποδοχής"(σελ, 24).
Η πολυπολιτισμικότητα αντιπαραβάλλεται στον πλουραλισμό. Είναι ιδεότυποι ασύμβατοι μεταξύ τους. Ο δεύτερος προϋποθέτει την ύπαρξη αμοιβαίων υποχωρήσεων, παραχωρήσεων και αλληλοεπικοινωνίας. Αντίθετα η πρώτη κατασκευάζει κλειστές κοινότητες, "κακοήθεις κοινωνίες", "πολιτισμικά κουτιά" που λειτουργούν επιθετικά η μια προς την άλλη, το ένα προς το άλλο, ενώ δεν οδηγεί στην ενσωμάτωση των μεταναστών, αλλά "προκαλεί την συρρίκνωση της ισχύος των νόμων και της ταυτότητας των αυτοχθόνων (σελ.46), συντηρεί διακριτούς εθνοτικούς πολιτισμούς στο εσωτερικό ενός κράτους(σελ.299) και καταλύει τελικά τον πλουραλισμό.
Εντυπωσιακά είναι τα παραδείγματα όπου ο ιδεολογικός κομφορμισμός καταλήγει σε μια γλώσσα που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα την οποία προσπαθεί να περιγράψει. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση μικρής βρετανικής πόλης που έκανε τα στραβά μάτια σε "σκάνδαλο κακοποίησης παιδιών εκ μέρους ασιατικών συμμοριών"(σελ.27). Ο φόβος να κατηγορηθεί κάποιος ως ρατσιστής έχει ως αποτέλεσμα ο δημόσιος λόγος να αποτρέπεται από την κριτική "εναντίον εγκληματικών εθίμων που έχουν εισαχθεί και ριζώσει στις δυτικές χώρες: αναγκαστικούς γάμους, εγκλήματα τιμής, κλειτοριδεκτομή, ισλαμικό εκφοβισμό"(σελ.28). Υπό αυτή την οπτική είναι απαραίτητο να θέσουμε το ερώτημα, που στην εποχή του δεν χρειάστηκε να θέσει ο Κ.Πόππερ " ανοιχτή κοινωνία μέχρι ποιό σημείο; ποιός είναι ο βαθμός ελαστικότητας αυτού του ανοίγματος;" (σελ.32,33). Ανοιχτή κοινωνία δεν σημαίνει κοινωνία χωρίς σύνορα: "τα σύνορα μπορούν να μετακινούνται αλλά δεν παύουν να υπάρχουν, ακόμα κι αν η διαπερατότητά τους ποικίλλει"(σελ.47). Προς το τέλος του βιβλίου της συμπεραίνει ότι μια κοινωνία μπορεί να είναι ανοιχτή "όσο το επιτρέπει η ιδέα της πλουραλιστικής κοινότητας και συνεπώς της κοινότητας στους κόλπους της οποίας τα διάφορα στοιχεία και οι διαφορές τους γίνονται σεβαστά με αμοιβαίο τρόπο και κάνουν αμοιβαίους συμβιβασμούς"(σελ.310).
Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση πως στην δεκαετία του 1970, στην διάρκεια των μεγάλων απεργιών στην γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία "η γαλλική κυβέρνηση ενθάρρυνε τους εργοδότες να φτιάξουν αίθουσες προσευχής σε μια προσπάθεια να αποπροσανατολιστούν και να στραφούν οι μετανάστες, που απάρτιζαν μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού, από τον συνδικαλισμό προς τη θρησκεία"(σελ.43,44).
Η Σ.Τ. επικαλείται την άποψη του Αυστραλού πρωθυπουργού Ε.Barton (1849-1920) "πως τα ομοιογενή έθνη είναι σε καλύτερη θέση για να αποκτήσουν δημόσια αγαθά, είναι πιο δημοκρατικά, λιγότερο διεφθαρμένα, έχουν υψηλότερη παραγωγικότητα και μικρότερες ανισότητες, χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας, ενώ είναι ανθεκτικότερα σε εξωτερικούς κραδασμούς. Και εξυπακούεται ότι είναι λιγότερο επιρρεπή σε εμφυλίους πολέμους, τη σοβαρότερη αιτία βίαιων θανάτων στον 20ο αιώνα"(σελ.91)
Όμως σε αντίθεση κατεύθυνση στην Μεγάλη Βρετανία, ισλαμιστές ιερωμένοι όπως ο Θαχάμπι ,ανοικτά διακηρύσσουν ότι θα πρέπει να δολοφονούνται οι ομοφυλόφιλοι, ότι όποιος εγκαταλείπει το ισλάμ πρέπει να καταδικάζεται σε αργό βασανιστικό θάνατο εντός τριών ημερών, ότι οι γυναίκες είναι διανοητικά ανεπαρκείς και η βία σε όσες γυναίκες δεν φορούν την μαντίλα είναι απαραίτητη(σελ. 122). Συγχρόνως τέτοιου είδους ισλαμιστές προσπαθούν να απομακρύνουν τα παιδιά των μουσουλμάνων από το λαϊκό σχολείο γεγονός που επιδεινώνει την κοινωνική τους θέση. Στην Σουηδία εντοπίζεται η μεγαλύτερη αύξηση βιασμών γυναικών από μουσουλμάνους (σελ.135). Επίσης ορθά σημειώνεται ότι ο "Ρετζέπ Ερντογάν οδηγεί την Τουρκία στον ισλαμικό σκοταδισμό με κύριο αντίπαλο το κουρδικό κίνημα που, παρά τις πρόσφατες επιτυχίες του, παραμένει περιθωριακό"(σελ.147).
Η έννοια της ταυτότητας είναι σημαντική και γι' αυτό προϋποθέτει την συνείδηση της ετερότητας και της διαφοράς προς τους άλλους: " το να μιλάμε για παγκόσμια κοινότητα είναι σκέτη ρητορική που εκμηδενίζει την ιδέα της κοινότητας. Αντιθέτως, οι άνθρωποι συσπειρώνονται με άλλους και "ζουν μαζί" ως κοινωνικά όντα υπό τον όρον να υπάρχει πάντοτε ένα κινούμενο αλλά ανεξίτηλο σύνορο ανάμεσα στο "εμείς" και στο "εκείνοι".Το εμείς είναι "η δική μας" ταυτότητα, το εκείνοι είναι οι διαφορετικές ταυτότητες που καθορίζουν τη δική μας. Η "διαφορετικότητα" είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα της ταυτότητας: είμαστε αυτό που είμαστε, με τον τρόπο με τον οποίο είμαστε, σε συνάρτηση αυτού που δεν είμαστε. Κάθε κοινότητα συνεπάγεται μια σχετική "περίφραξη", έναν τρόπο συνύπαρξης που είναι επίσης τρόπος αποκλεισμού του "έξω". Ένα "εμείς" που δεν περιορίζεται από ένα "αυτοί", "οι άλλοι", δεν έχει νόημα"(σελ.176).
Η Σ.Τ. επισημαίνει ότι η παραχώρηση ιθαγένειας δεν σημαίνει αυτόματα ενσωμάτωση. Στην πραγματικότητα ενσωματώνονται μόνον όσοι θέλουν να ενσωματωθούν και αποφασίζουν να παραχωρήσουν ένα μέρος της παλαιάς ταυτότητας τους. Οι Αλβανοί είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Όχι μόνο βαφτίζονταν χριστιανοί αλλά και άλλαζαν τα ονόματα τους σε ελληνικά ώστε να μπορούν να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία. Βέβαια στα Βαλκάνια προχωρά η επιρροή του ISIS ενώ για την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης εξακολουθεί να ισχύει ο νόμος της σαρία . Αλλά και τι δυνατότητα ενσωμάτωσης στις σύγχρονες κοινωνίες έχουν για παράδειγμα, οι Αφγανοί που συνήθως γνωρίζουν κάποιες γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες και εμμένουν στο ισλάμ ως ένα σύνολο κανόνων που καθορίζει αποκλειστικά τον τρόπο συμπεριφοράς τους; Η Σ.Τ. αναφέρεται στα γαλλικά προάστια όπου η θετική επιρροή της δωρεάν και υποχρεωτικής παιδείας καταλύεται από την κυριαρχία του ισλάμ.
Σωστή είναι η επισήμανση, προσωπικά μου θύμισε αντίστοιχες απόψεις του Π.Κονδύλη, ότι τα δικαιώματα του πολίτη είναι εδαφικά "υπό την έννοια ότι εφαρμόζονται από κράτος σε κράτος, δηλαδή μόνο στο έδαφος όπου ένα κράτος είναι κυρίαρχο και έχει δικαιοδοσία" (σελ.259) και ιδεολογικά έχουν δυτική προέλευση δηλαδή ελληνική-ρωμαϊκή-ιουδαιοχριστιανική. Επίσης εύστοχα τονίζει ότι η Τουρκία ωθώντας Σύρους πρόσφυγες προς τα δυτικά επιδιώκει να πιέσει την Ευρώπη, ενώ "θα ήταν ιδανικός τόπος φιλοξενίας και ενσωμάτωσης των Σύρων ", αφού "διαθέτει χώρο, είναι κράτος μουσουλμανικό και έχει αναπτυσσόμενη οικονομία"(σελ.269). Ορθά γράφει ότι η πολιτική κατευνασμού του φονταμενταλιστικού ισλάμ "φτάνει σε βαθμό ηττοπάθειας και γελοιότητας"(σελ.286), που ακολουθεί την κυριαρχία στον δυτικό κόσμο της μετριοκρατίας και της ανικανότητας.
Το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου διαθέτει μια ακόμη αρετή. Είναι γραμμένο σε μια γλώσσα γλαφυρή, γοητευτική που όμως είναι συγχρόνως σαφής, πυκνή και λιτή, καθώς δεν περισσεύει καμία λέξη , καθεμιά έχει την λογική της στοχοθεσία.
http://koutroulis-spyros.blogspot.gr/2017/09/2016.html
Μας εκπλήσσει...
Μας εκπλήσσει η επιτυχία της μετριότητας· λάθος. Η
μετριότητα δεν έχει δύναμη από μόνη της, αλλά από τις μετριότητες που
αντιπροσωπεύει· και με αυτήν την έννοια η δύναμή της είναι μεγάλη.
Σατωβριάνδος
*
On s'étonne du succès de la médiocrité ; on a tort. La médiocrité n'est pas forte par ce qu'elle est en elle-même, mais par les médiocrités qu'elle représente; et dans ce sens sa puissance est formidable.
Chateaubriand
Φρανσίσκο Γκόγια, Ο μεγάλος τράγος
Σατωβριάνδος
*
On s'étonne du succès de la médiocrité ; on a tort. La médiocrité n'est pas forte par ce qu'elle est en elle-même, mais par les médiocrités qu'elle représente; et dans ce sens sa puissance est formidable.
Chateaubriand
Φρανσίσκο Γκόγια, Ο μεγάλος τράγος
Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017
Ταξίδι
Μας είπαν πως δεν στοχάστηκαν την παρακμή.
Δεν στοχάστηκαν ένα τέλος
μέσα σε πέλαγος από βάσανα...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά
Κρίτων Αθανασούλης
Ταξίδι
Κοίταξε πάνω στο κατάστρωμα
τους αδελφούς μας που γέρασαν
σε μια νύχτα.
Μας είπαν πως δεν στοχάστηκαν την παρακμή.
Δεν στοχάστηκαν ένα τέλος
μέσα σε πέλαγος από βάσανα.
Γιατί μέσα στην πολιτεία
είχαν το κρεβάτι της ξεγνοιασιάς,
γιατί μέσα στο φως το πρωινό
έσπερναν τη φθορά και την αγωνία.
Όσοι δεν έχουν κρεβάτι να κοιμηθούν
ξαγρυπνούν και στοχάζονται.
Όσοι δεν έχουν ψωμί
έχουν όνειρα.
Όσοι δεν έχουν φωτιά να ζεσταθούν
έχουν ελπίδες.
Όσοι δεν έχουν ελπίδες και στοχασμούς
πεθαίνουν από έκπληξη
γιατί είναι σκληρό το κακό που σε βρίσκει
απροετοίμαστο
και δυο φορές σκληρός είναι ο θάνατος
που δε βρίσκει αντίσταση
ο ερχομός του.
Δεν στοχάστηκαν ένα τέλος
μέσα σε πέλαγος από βάσανα...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά
Κρίτων Αθανασούλης
Ταξίδι
Κοίταξε πάνω στο κατάστρωμα
τους αδελφούς μας που γέρασαν
σε μια νύχτα.
Μας είπαν πως δεν στοχάστηκαν την παρακμή.
Δεν στοχάστηκαν ένα τέλος
μέσα σε πέλαγος από βάσανα.
Γιατί μέσα στην πολιτεία
είχαν το κρεβάτι της ξεγνοιασιάς,
γιατί μέσα στο φως το πρωινό
έσπερναν τη φθορά και την αγωνία.
Όσοι δεν έχουν κρεβάτι να κοιμηθούν
ξαγρυπνούν και στοχάζονται.
Όσοι δεν έχουν ψωμί
έχουν όνειρα.
Όσοι δεν έχουν φωτιά να ζεσταθούν
έχουν ελπίδες.
Όσοι δεν έχουν ελπίδες και στοχασμούς
πεθαίνουν από έκπληξη
γιατί είναι σκληρό το κακό που σε βρίσκει
απροετοίμαστο
και δυο φορές σκληρός είναι ο θάνατος
που δε βρίσκει αντίσταση
ο ερχομός του.
Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή...
να που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
να που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!..
Γιάννης Σταύρου, Άνθρωπος και δέντρο, λάδι σε καμβά
Άγγελος Σικελιανός
Γιατί βαθιά μου δόξασα
Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου...
Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
να τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ’ τα βάθη τ’ ουρανού και μέσα μου ο καρπός!.
Γιατί δεν είπα: «Εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει...»
μα «Αν είν’ η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως...
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός...»
να που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
να που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!.
να που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!..
Γιάννης Σταύρου, Άνθρωπος και δέντρο, λάδι σε καμβά
Άγγελος Σικελιανός
Γιατί βαθιά μου δόξασα
Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου...
Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
να τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ’ τα βάθη τ’ ουρανού και μέσα μου ο καρπός!.
Γιατί δεν είπα: «Εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει...»
μα «Αν είν’ η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως...
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός...»
να που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
να που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!.
Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017
Νοσταλγία
Αυτό είναι η νοσταλγία : να κατοικείς στο κύμα
και να μην έχεις πατρίδα μες στον χρόνο...
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινή Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Νοσταλγία
Αυτό είναι η νοσταλγία : να κατοικείς στο κύμα
και να μην έχεις πατρίδα μες στον χρόνο.
Κ’ οι επιθυμίες αυτό ‘ναι : σιγαλή ομιλία
Της αιωνιότητας με καθημερινές ώρες.
Κ’ η ζωή ΄ναι αυτό : ώσπου από ένα χτες
να βγει η μοναχικότερη απ’ όλες τις ώρες ώρα,
που διαφορετικά απ’ τις άλλες αδερφές της
γελά και μπρος στο αιώνιο μόνο, θα σωπάσει
και να μην έχεις πατρίδα μες στον χρόνο...
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινή Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Νοσταλγία
Αυτό είναι η νοσταλγία : να κατοικείς στο κύμα
και να μην έχεις πατρίδα μες στον χρόνο.
Κ’ οι επιθυμίες αυτό ‘ναι : σιγαλή ομιλία
Της αιωνιότητας με καθημερινές ώρες.
Κ’ η ζωή ΄ναι αυτό : ώσπου από ένα χτες
να βγει η μοναχικότερη απ’ όλες τις ώρες ώρα,
που διαφορετικά απ’ τις άλλες αδερφές της
γελά και μπρος στο αιώνιο μόνο, θα σωπάσει
Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017
Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει...
Όνειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου
κατακορύφως...
Κώστας Καρυωτάκης
Ελεγεία και Σάτιρες
Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους.
*
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας.
*
(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου
κατακορύφως.
*
Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
*
Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Ετσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.
κατακορύφως...
Ελεγεία και Σάτιρες
Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους.
*
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας.
*
(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου
κατακορύφως.
*
Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
*
Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Ετσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.
Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017
Βλέπω τα μαγαζιά, τους διαβάτες, τις άμαξες που περνούν...
Τουλάχιστον μένει από τη νοσταλγία αυτού που ποτέ δεν θα είμαι,
Η βιαστική καλλιγραφία αυτών των στίχων,
Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει το Αδύνατο.
Τουλάχιστον μού μένει για μένα μια περιφρόνηση δίχως δάκρυα...
Γιάννης Σταύρου, Διαγώνιος 1955, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Φερνάντο Πεσσόα
Το καπνοπωλείο
Δεν είμαι τίποτα.
Ποτέ δεν θα’ μαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να’ μαι τίποτα.
Πέρα απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου.
Παράθυρα της κάμαράς μου,
Μιας κάμαρας, στα εκατομμύρια του κόσμου, που κανείς δεν γνωρίζει ποιά είναι,
(Κι αν την ήξεραν, τι θα ήξεραν;),
που βλέπει στο μύστηριο ενός δρόμου γεμάτου περαστικούς.
Σ’ ένα δρόμο απροσπέλαστο για όλες μου τις σκέψεις.
Πραγματικό, απίθανα πραγματικό, βέβαια, αβέβαια βέβαιο.
Με το μυστήριο των πραγμάτων κάτω από τις πέτρες και τα όντα,
Με τον θάνατο που υγραίνει τους τοίχους και ασπρίζει τα μαλλιά των ανθρώπων.
Με το Πεπρωμένο που σέρνει την άμαξα των πάντων, μέσα από το δρόμο του τίποτα.
Σήμερα είμαι ηττημένος, λες και γνώρισα την αλήθεια.
Σήμερα είμαι διαυγής, λες και πρόκειται να πεθάνω.
Λες και η επαφή μου με τα πράγματα δεν ήταν μεγαλύτερη
απ’το να πω ένα αντίο, αυτό το σπίτι κι αυτή η γωνιά του δρόμου να γίνονται
μια σειρά από βαγόνια, που αναχωρούν στο άκουσμα μιας σφυρίχτρας
που αντηχεί μέσα απ’ το κεφάλι μου,
και ένα τίναγμα των νέυρων κι ένα ράγισμα των οστών καθώς πηγαίνουν.
Σήμερα είμαι συγχυσμένος, σαν κάποιος που αναρωτήθηκε, ανακάλυψε και ξέχασε.
Σήμερα είμαι διχασμένος ανάμεσα στην πίστη μου,
στην εξωτερική πραγματικότητα του Καπνοπωλείου στην άλλη άκρη του δρόμου
και στην εσωτερική αλήθεια του αισθήματός μου, πως όλα δεν είναι παρά ένα όνειρο.
Απέτυχα σε όλα.
Μη έχοντας κανέναν σκοπό, ίσως πράγματι όλα να ήταν ένα τίποτα.
Γνωρίζοντας τι έχω,
γλίστρησα από το παράθυρο στο πίσω μέρος του σπιτιού,
κι ύστερα ξεχύθηκα στον κάμπο με προσδοκίες μεγάλες,
αλλά δεν βρήκα παρά δέντρα και χόρτα,
κι όταν υπήρχαν άνθρωποι δεν ήταν παρά ίδιοι μ’ όλους τους άλλους.
Απομακρύνομαι μ’ ένα βήμα απ’ το παράθυρο και κάθομαι στην καρέκλα. Τι πρέπει να σκεφτώ τώρα;
Πώς να ξέρω ποιός θα γίνω, εγώ που δεν γνωρίζω ποιός είμαι;
Να γίνω αυτός που πιστεύω πως είμαι; Αλλά πιστεύω τόσα πράγματα!
Κι υπάρχουν τόσοι που νομίζουν πως είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα – δεν γίνεται!
Ιδιοφυής; Αυτή τη στιγμή,
Εκατό χιλιάδες εγκέφαλοι ονειρεύονται πως είναι ιδιοφυείς, όπως κι εγώ,
Κι η ιστορία δεν θα καταγράψει, ποιός ξέρει; ούτε έναν,
και τίποτα παρά κοπριά δεν θα απομείνει από τις μελλοντικές τους επιτυχίες.
Όχι, δεν πιστεύω σ’ εμένα.
Σε κάθε τρελοκομείο, υπάρχουν διαταραγμένοι τρελοί με τόσες πολλές βεβαιότητες!
Εγώ, που δεν έχω καμία βεβαιότητα, είμαι περισσότερο ή λιγότερο εχέφρων;
Όχι, ούτε καν σ’ εμένα.
Σε πόσες σοφίτες και μη-σοφίτες στον κόσμο,
δεν υπάρχουν αιθεροβάμονες της ευφυίας;
Πόσες εμπνεύσεις υψηλές και ευγενείς και διαυγείς –
– ναι, αληθινά υψηλές, ευγενείς και διαυγείς –
Και, ποιός ξέρει, ίσως εφικτές,
δεν θα αντικρίσουν ποτέ το φως του αληθινού ήλιου, μήτε θα ακουστούν από ανθρώπινα αυτιά;
Ο κόσμος είναι γι’ αυτούς που γεννήθηκαν να τον κατακτήσουν,
κι όχι γι’ αυτούς που ονειρεύονται πως το μπορούν – ακόμη κι αν έχουν δίκιο.
Ονειρεύτηκα περίσσοτερο απ’ όσο κατόρθωσε ο Ναπολέων,
Άνοιξα την καρδιά μου στην ανθρωπότητα περισσότερο απ’ τον Χριστό.
Συνέγραψα κρυφά φιλοσοφίες που κανένας Καντ δεν κατάφερε να γράψει.
Αλλα είμαι, κι ίσως να είμαι και για πάντα, αυτός που βρίσκεται στη σοφίτα,
ακόμα κι αν δεν ζω σε μιά.
Θα είμαι πάντα εκείνος που δεν γεννήθηκε γι’ αυτό.
Θα είμαι πάντα εκείνος που είχε προσόντα.
Θα είμαι πάντα εκείνος που περίμενε ν’ ανοίξει μια πόρτα σ’ έναν τοίχο δίχως πόρτες.
Και τραγούδησε το τραγούδι του απείρου σ’ ένα κοτέτσι.
Κι άκουσε τη φωνή του Θεού σ’ ένα κλεισμένο πηγάδι.
Να πιστέψω σ’ εμένα; Όχι, κι ούτε σε τίποτε άλλο.
Ας έλθει η Φύση να χύσει πάνω από το ζεστό μου κεφάλι,
τον ήλιο της, τη βροχή της, τον άνεμο που μου χαιδεύει τα μαλλιά.
Και τα υπόλοιπα που ίσως έρθουν, αν έρθουν, αν πρέπει να έρθουν, ή αν δεν πρέπει,
ας τα κάνει σκλάβους των αστεριών.
Κατακτούμε τον κόσμο, πριν ακόμα σηκωθούμε απ’ το κρεββάτι,
Αλλά ξυπνάμε και είναι αδιαφανής,
Σηκωνόμαστε και είναι ξένος,
Βγαίνουμε από το σπίτι και είναι ολόκληρη η Γη,
κι ακόμα το ηλιακό σύστημα, ο Γαλαξίας και το Άπειρο.
(Φάε σοκολάτες, μικρή
Φάε σοκολάτες! Πίστεψέ με, πέρα απ’ τις σοκολάτες, δεν υπάρχει άλλη μεταφυσική στον κόσμο.
Πίστεψέ με, όλες οι θρησκείες μαζί δεν σε διδάσκουν περισσότερα από ένα ζαχαροπλαστείο.
Φάε, βρώμικη μικρή, φάε!
Μακάρι να μπορούσα να φάω κι εγώ σοκολάτες με τόση ειλικρίνεια όση κι εσύ!
Αλλά σκέφτομαι, ξετυλίγοντας το ασημένιο περιτύλιγμα καμωμένο από κασσίτερο,
Το πετάω στο έδαφος, όπως έκανα και με τη ζωή μου.)
Τουλάχιστον μένει από τη νοσταλγία αυτού που ποτέ δεν θα είμαι,
Η βιαστική καλλιγραφία αυτών των στίχων,
Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει το Αδύνατο.
Τουλάχιστον μού μένει για μένα μια περιφρόνηση δίχως δάκρυα,
Ευγενής τουλάχιστον στην μεγαλειώδη χειρονομία μου,
πετάω τα άπλυτα που είμαι εγώ στο πλυντήριο, και στην πορεία των πραγμάτων,
μένω στο σπίτι χωρίς πουκάμισο.
(Εσύ που εφησυχάζεις, που δεν υπάρχεις και γι’ αυτό εφησυχάζεις,
Είτε ελληνίδα θέα, που τη μορφή σου συνέλαβαν σαν ζωντανό άγαλμα,
Ή αλλιώς ρωμαίε πατρίκιε, αδύνατα ευγενή και επιβλαβή,
Ή πριγκήπισσα που σε τραγούδουν οι τροβαδούροι, η πιο πολύχρωμη και γοητευτική,
Ή μαρκησία του 18ου, ψηλομύτα και απόμακρη,
Ή διάσημη κοκότα των χρόνων των γονιών μας,
Ή σύγχρονη – ειλικρινά δεν ξέρω τι –
Όλο αυτό, ό,τι κι αν είναι, δώσε την έμπνευσή σου!
Η καρδιά μου είναι ένας αναποδογυρισμένος κάδος.
Όπως αυτοί που καλούν πνεύματα, καλούν πνεύματα – καλώ
εμένα και δεν βρίσκω τίποτα.
Πηγαίνω στο παράθυρο και παρατηρώ τον δρόμο με απόλυτη ακρίβεια.
Βλέπω τα μαγαζιά, τους διαβάτες, τις άμαξες που περνούν,
Βλέπωτα ενδεδυμένα έμβια όντα να διασταυρώνονται
Βλέπω τα σκυλιά που υπάρχουν εξίσου
Και όλο αυτό με βαραίνει σαν μια καταδίκη στην εξορία,
Και όλο αυτό είναι ξένο, όπως και όλα.)
Έζησα, σπούδασα, αγάπησα κι ακόμα πίστεψα,
Και σήμερα, δεν υπάρχει ζητιάνος που να μην τον ζηλεύω, απλά και μόνο γιατί δεν είναι εγώ.
Στον καθέναν διακρίνω τα κουρέλια του, τις πληγές του, το ψέμα,
Και σκέφτομαι : ίσως ποτέ δεν έζησες, ούτε σπούδασες, ούτε αγάπησες, ούτε πίστεψες.
(Γιατί είναι δυνατό να πλάσεις όλων αυτών την πραγματικότητα, δίχως να κάνεις τίποτα εξ’ αυτών)
Ίσως έχεις μόλις και μετά βίας υπάρξει, σαν μια σαύρα που τής έκοψαν την ουρά,
κι η ουρά της, αυτονομείται από τη σαύρα, σαλεύοντας με φρενίτιδα.
Αυτό που έκανα στον εαυτό μου, δεν το ήξερα.
Κι ό,τι μπορούσα να τον κάνω, δεν το έκανα.
Το ντόμινο που φόρεσα ήταν ολότελα λάθος,
Με πέρασαν από μακρυά για κάποιον άλλον, δεν το αρνήθηκα και χάθηκα.
Σαν θέλησα να βγάλω τη μάσκα,
είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου.
Κι όταν την έβγαλα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη,
Είχα ήδη γεράσει.
Ήμουν μεθυσμένος, και δεν ήξερα πια πώς να φορέσω το κοστούμι το οποίο ποτέ μου δεν είχα βγάλει.
Πέταξα μακρυά τη μάσκα και κοιμήθηκα στο βεστιάριο.
Σαν ένα σκυλί που το ανέχεται η διεύθυνση
Γιατί είναι άκακο.
Και θα γράψω αυτήν εδώ την ιστορία για ν’ αποδείξω πως είμαι υπέροχος.
Μουσική των άχρηστων στίχων μου,
Μόνο να μπορούσα να σε δω σαν κάτι που είχα φτιάξει,
αντι να συνεχίσω ν’ αντικρίζω το Καπνοπωλείο στην άλλη μεριά του δρόμου,
Η συνείδηση της ύπαρξής μου που κουρνιάζει στα πόδια μου,
Σαν ένας τάπητας καμωμένος από μεθύστακες,
Ή ένα χαλάκι που έκλεψαν τσιγγάνοι και δεν αξίζει τίποτα.
Αλλά ο Ιδιοκτήτης του Καπνοπωλείου ήρθε στην πόρτα και στέκεται εκεί.
Τον κοιτάζω με την δυσφορία ενός μισογυρισμένου κεφαλιού,
Συνδυασμένη με τη δυσφορία μιας μισο-κενης ψυχής.
Θα πεθάνει και θα πεθάνω.
Θ’αφήσει το σημειωματάριό του, θ’αφήσω τους στίχους μου.
Η επιγραφή του στο τέλος θα πεθάνει, όπως και τα ποιήματά μου.
Και στο τέλος θα πεθάνει κι ο δρόμος όπου βρισκόταν αυτή η επιγραφή,
Όπως κι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα ποιήματα.
Κι ύστερα θα πεθάνει κι ο στροβιλιζόμενος αυτός πλανήτης στον οποίον συνέβησαν όλα αυτά.
Σε άλλους δορυφόρους άλλων συστημάτων , κάτι σαν άνθρωποι,
Θα συνεχίσουν να φτιάχνουν κάτι-σαν-ποιήματα, και να ζούν κάτω από κάτι-σαν-επιγραφές.
Πάντα το ένα πράγμα αντίκρυ στο άλλο,
Πάντα το ένα πράγμα εξίσου άχρηστο με το άλλο,
Πάντα το αδύνατο τόσο ηλίθιο όσο η πραγματικότητα,
Πάντα το μυστήριο του βάθους, τόσο αληθινό όσο η σκιά του μυστηρίου στην επιφάνεια.
Πάντα αυτό ή πάντα το άλλο, ή ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Αλλά κάποιος μπήκε στο Καπνοπωλείο (για ν’αγοράσει καπνό;)
Κι η υπαρκτή πραγματικότητα ξαφνικα με κατακεραυνώνει.
Μισοσηκώνομαι στα πόδια μου – μ’ ενέργεια, βέβαιος για τον εαυτό μου, ανθρώπινος –
Και θα προσπαθήσω να γράψω αυτούς τους στίχους για να ισχυριστώ το αντίθετο.
Ανάβω ένα τσιγάρο, καθώς σκέφτομαι να τούς γράψω.
Και σ’ αυτό το τσιγάρο γεύομαι την απελευθέρωσή μου από κάθε σκέψη.
Ακολουθώ τον καπνό σαν να ήταν το δικό μου ίχνος.
Και απολαμβάνω για μια ευαίσθητη και επαρκή στιγμή,
Την απελευθέρωσή μου από κάθε εικασία
Και την επίγνωση ότι οι μεταφυσικές είναι η παρενέργεια του να μην αισθάνομαι καλά.
Έπειτα, αφήνομαι πίσω στην καρέκλα
Και συνεχίζω να καπνίζω.
Όσο μού το επιτρέπει το πεπρωμένο θα συνεχίζω να καπνίζω.
(Αν παντρευόμουν την κόρης της πλύστρας μου,
θα μπορούσα να είμαι εφικτά ευτυχισμένος.)
Δεδομένου αυτού, σηκώνομαι και πηγαίνω προς το παράθυρο.
Ο άντρας βγήκε απ’ το καπνοπωλείο (βάζει τα ρέστα στην τσέπη του;)
Α, τον γνωρίζω : είναι ο Εστέβες, δίχως μεταφυσικές.
(Ο Καπνοπώλης ήρθε στην πόρτα.)
Ορμώμενος θαρρείς από κάποιο θείο ένστικτο, ο Εστέβες γύρισε και με είδε.
Με χαιρέτησε, και φώναξα κι εγώ από μακρυά "Γειά σου, Εστέβες!" και το σύμπαν
ανασυγκροτήθηκε μέσα μου, χωρίς ιδανικά ή ελπίδα, και ο Καπνοπώλης χαμογέλασε.
Η βιαστική καλλιγραφία αυτών των στίχων,
Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει το Αδύνατο.
Τουλάχιστον μού μένει για μένα μια περιφρόνηση δίχως δάκρυα...
Γιάννης Σταύρου, Διαγώνιος 1955, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Φερνάντο Πεσσόα
Το καπνοπωλείο
Δεν είμαι τίποτα.
Ποτέ δεν θα’ μαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να’ μαι τίποτα.
Πέρα απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου.
Παράθυρα της κάμαράς μου,
Μιας κάμαρας, στα εκατομμύρια του κόσμου, που κανείς δεν γνωρίζει ποιά είναι,
(Κι αν την ήξεραν, τι θα ήξεραν;),
που βλέπει στο μύστηριο ενός δρόμου γεμάτου περαστικούς.
Σ’ ένα δρόμο απροσπέλαστο για όλες μου τις σκέψεις.
Πραγματικό, απίθανα πραγματικό, βέβαια, αβέβαια βέβαιο.
Με το μυστήριο των πραγμάτων κάτω από τις πέτρες και τα όντα,
Με τον θάνατο που υγραίνει τους τοίχους και ασπρίζει τα μαλλιά των ανθρώπων.
Με το Πεπρωμένο που σέρνει την άμαξα των πάντων, μέσα από το δρόμο του τίποτα.
Σήμερα είμαι ηττημένος, λες και γνώρισα την αλήθεια.
Σήμερα είμαι διαυγής, λες και πρόκειται να πεθάνω.
Λες και η επαφή μου με τα πράγματα δεν ήταν μεγαλύτερη
απ’το να πω ένα αντίο, αυτό το σπίτι κι αυτή η γωνιά του δρόμου να γίνονται
μια σειρά από βαγόνια, που αναχωρούν στο άκουσμα μιας σφυρίχτρας
που αντηχεί μέσα απ’ το κεφάλι μου,
και ένα τίναγμα των νέυρων κι ένα ράγισμα των οστών καθώς πηγαίνουν.
Σήμερα είμαι συγχυσμένος, σαν κάποιος που αναρωτήθηκε, ανακάλυψε και ξέχασε.
Σήμερα είμαι διχασμένος ανάμεσα στην πίστη μου,
στην εξωτερική πραγματικότητα του Καπνοπωλείου στην άλλη άκρη του δρόμου
και στην εσωτερική αλήθεια του αισθήματός μου, πως όλα δεν είναι παρά ένα όνειρο.
Απέτυχα σε όλα.
Μη έχοντας κανέναν σκοπό, ίσως πράγματι όλα να ήταν ένα τίποτα.
Γνωρίζοντας τι έχω,
γλίστρησα από το παράθυρο στο πίσω μέρος του σπιτιού,
κι ύστερα ξεχύθηκα στον κάμπο με προσδοκίες μεγάλες,
αλλά δεν βρήκα παρά δέντρα και χόρτα,
κι όταν υπήρχαν άνθρωποι δεν ήταν παρά ίδιοι μ’ όλους τους άλλους.
Απομακρύνομαι μ’ ένα βήμα απ’ το παράθυρο και κάθομαι στην καρέκλα. Τι πρέπει να σκεφτώ τώρα;
Πώς να ξέρω ποιός θα γίνω, εγώ που δεν γνωρίζω ποιός είμαι;
Να γίνω αυτός που πιστεύω πως είμαι; Αλλά πιστεύω τόσα πράγματα!
Κι υπάρχουν τόσοι που νομίζουν πως είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα – δεν γίνεται!
Ιδιοφυής; Αυτή τη στιγμή,
Εκατό χιλιάδες εγκέφαλοι ονειρεύονται πως είναι ιδιοφυείς, όπως κι εγώ,
Κι η ιστορία δεν θα καταγράψει, ποιός ξέρει; ούτε έναν,
και τίποτα παρά κοπριά δεν θα απομείνει από τις μελλοντικές τους επιτυχίες.
Όχι, δεν πιστεύω σ’ εμένα.
Σε κάθε τρελοκομείο, υπάρχουν διαταραγμένοι τρελοί με τόσες πολλές βεβαιότητες!
Εγώ, που δεν έχω καμία βεβαιότητα, είμαι περισσότερο ή λιγότερο εχέφρων;
Όχι, ούτε καν σ’ εμένα.
Σε πόσες σοφίτες και μη-σοφίτες στον κόσμο,
δεν υπάρχουν αιθεροβάμονες της ευφυίας;
Πόσες εμπνεύσεις υψηλές και ευγενείς και διαυγείς –
– ναι, αληθινά υψηλές, ευγενείς και διαυγείς –
Και, ποιός ξέρει, ίσως εφικτές,
δεν θα αντικρίσουν ποτέ το φως του αληθινού ήλιου, μήτε θα ακουστούν από ανθρώπινα αυτιά;
Ο κόσμος είναι γι’ αυτούς που γεννήθηκαν να τον κατακτήσουν,
κι όχι γι’ αυτούς που ονειρεύονται πως το μπορούν – ακόμη κι αν έχουν δίκιο.
Ονειρεύτηκα περίσσοτερο απ’ όσο κατόρθωσε ο Ναπολέων,
Άνοιξα την καρδιά μου στην ανθρωπότητα περισσότερο απ’ τον Χριστό.
Συνέγραψα κρυφά φιλοσοφίες που κανένας Καντ δεν κατάφερε να γράψει.
Αλλα είμαι, κι ίσως να είμαι και για πάντα, αυτός που βρίσκεται στη σοφίτα,
ακόμα κι αν δεν ζω σε μιά.
Θα είμαι πάντα εκείνος που δεν γεννήθηκε γι’ αυτό.
Θα είμαι πάντα εκείνος που είχε προσόντα.
Θα είμαι πάντα εκείνος που περίμενε ν’ ανοίξει μια πόρτα σ’ έναν τοίχο δίχως πόρτες.
Και τραγούδησε το τραγούδι του απείρου σ’ ένα κοτέτσι.
Κι άκουσε τη φωνή του Θεού σ’ ένα κλεισμένο πηγάδι.
Να πιστέψω σ’ εμένα; Όχι, κι ούτε σε τίποτε άλλο.
Ας έλθει η Φύση να χύσει πάνω από το ζεστό μου κεφάλι,
τον ήλιο της, τη βροχή της, τον άνεμο που μου χαιδεύει τα μαλλιά.
Και τα υπόλοιπα που ίσως έρθουν, αν έρθουν, αν πρέπει να έρθουν, ή αν δεν πρέπει,
ας τα κάνει σκλάβους των αστεριών.
Κατακτούμε τον κόσμο, πριν ακόμα σηκωθούμε απ’ το κρεββάτι,
Αλλά ξυπνάμε και είναι αδιαφανής,
Σηκωνόμαστε και είναι ξένος,
Βγαίνουμε από το σπίτι και είναι ολόκληρη η Γη,
κι ακόμα το ηλιακό σύστημα, ο Γαλαξίας και το Άπειρο.
(Φάε σοκολάτες, μικρή
Φάε σοκολάτες! Πίστεψέ με, πέρα απ’ τις σοκολάτες, δεν υπάρχει άλλη μεταφυσική στον κόσμο.
Πίστεψέ με, όλες οι θρησκείες μαζί δεν σε διδάσκουν περισσότερα από ένα ζαχαροπλαστείο.
Φάε, βρώμικη μικρή, φάε!
Μακάρι να μπορούσα να φάω κι εγώ σοκολάτες με τόση ειλικρίνεια όση κι εσύ!
Αλλά σκέφτομαι, ξετυλίγοντας το ασημένιο περιτύλιγμα καμωμένο από κασσίτερο,
Το πετάω στο έδαφος, όπως έκανα και με τη ζωή μου.)
Τουλάχιστον μένει από τη νοσταλγία αυτού που ποτέ δεν θα είμαι,
Η βιαστική καλλιγραφία αυτών των στίχων,
Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει το Αδύνατο.
Τουλάχιστον μού μένει για μένα μια περιφρόνηση δίχως δάκρυα,
Ευγενής τουλάχιστον στην μεγαλειώδη χειρονομία μου,
πετάω τα άπλυτα που είμαι εγώ στο πλυντήριο, και στην πορεία των πραγμάτων,
μένω στο σπίτι χωρίς πουκάμισο.
(Εσύ που εφησυχάζεις, που δεν υπάρχεις και γι’ αυτό εφησυχάζεις,
Είτε ελληνίδα θέα, που τη μορφή σου συνέλαβαν σαν ζωντανό άγαλμα,
Ή αλλιώς ρωμαίε πατρίκιε, αδύνατα ευγενή και επιβλαβή,
Ή πριγκήπισσα που σε τραγούδουν οι τροβαδούροι, η πιο πολύχρωμη και γοητευτική,
Ή μαρκησία του 18ου, ψηλομύτα και απόμακρη,
Ή διάσημη κοκότα των χρόνων των γονιών μας,
Ή σύγχρονη – ειλικρινά δεν ξέρω τι –
Όλο αυτό, ό,τι κι αν είναι, δώσε την έμπνευσή σου!
Η καρδιά μου είναι ένας αναποδογυρισμένος κάδος.
Όπως αυτοί που καλούν πνεύματα, καλούν πνεύματα – καλώ
εμένα και δεν βρίσκω τίποτα.
Πηγαίνω στο παράθυρο και παρατηρώ τον δρόμο με απόλυτη ακρίβεια.
Βλέπω τα μαγαζιά, τους διαβάτες, τις άμαξες που περνούν,
Βλέπωτα ενδεδυμένα έμβια όντα να διασταυρώνονται
Βλέπω τα σκυλιά που υπάρχουν εξίσου
Και όλο αυτό με βαραίνει σαν μια καταδίκη στην εξορία,
Και όλο αυτό είναι ξένο, όπως και όλα.)
Έζησα, σπούδασα, αγάπησα κι ακόμα πίστεψα,
Και σήμερα, δεν υπάρχει ζητιάνος που να μην τον ζηλεύω, απλά και μόνο γιατί δεν είναι εγώ.
Στον καθέναν διακρίνω τα κουρέλια του, τις πληγές του, το ψέμα,
Και σκέφτομαι : ίσως ποτέ δεν έζησες, ούτε σπούδασες, ούτε αγάπησες, ούτε πίστεψες.
(Γιατί είναι δυνατό να πλάσεις όλων αυτών την πραγματικότητα, δίχως να κάνεις τίποτα εξ’ αυτών)
Ίσως έχεις μόλις και μετά βίας υπάρξει, σαν μια σαύρα που τής έκοψαν την ουρά,
κι η ουρά της, αυτονομείται από τη σαύρα, σαλεύοντας με φρενίτιδα.
Αυτό που έκανα στον εαυτό μου, δεν το ήξερα.
Κι ό,τι μπορούσα να τον κάνω, δεν το έκανα.
Το ντόμινο που φόρεσα ήταν ολότελα λάθος,
Με πέρασαν από μακρυά για κάποιον άλλον, δεν το αρνήθηκα και χάθηκα.
Σαν θέλησα να βγάλω τη μάσκα,
είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου.
Κι όταν την έβγαλα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη,
Είχα ήδη γεράσει.
Ήμουν μεθυσμένος, και δεν ήξερα πια πώς να φορέσω το κοστούμι το οποίο ποτέ μου δεν είχα βγάλει.
Πέταξα μακρυά τη μάσκα και κοιμήθηκα στο βεστιάριο.
Σαν ένα σκυλί που το ανέχεται η διεύθυνση
Γιατί είναι άκακο.
Και θα γράψω αυτήν εδώ την ιστορία για ν’ αποδείξω πως είμαι υπέροχος.
Μουσική των άχρηστων στίχων μου,
Μόνο να μπορούσα να σε δω σαν κάτι που είχα φτιάξει,
αντι να συνεχίσω ν’ αντικρίζω το Καπνοπωλείο στην άλλη μεριά του δρόμου,
Η συνείδηση της ύπαρξής μου που κουρνιάζει στα πόδια μου,
Σαν ένας τάπητας καμωμένος από μεθύστακες,
Ή ένα χαλάκι που έκλεψαν τσιγγάνοι και δεν αξίζει τίποτα.
Αλλά ο Ιδιοκτήτης του Καπνοπωλείου ήρθε στην πόρτα και στέκεται εκεί.
Τον κοιτάζω με την δυσφορία ενός μισογυρισμένου κεφαλιού,
Συνδυασμένη με τη δυσφορία μιας μισο-κενης ψυχής.
Θα πεθάνει και θα πεθάνω.
Θ’αφήσει το σημειωματάριό του, θ’αφήσω τους στίχους μου.
Η επιγραφή του στο τέλος θα πεθάνει, όπως και τα ποιήματά μου.
Και στο τέλος θα πεθάνει κι ο δρόμος όπου βρισκόταν αυτή η επιγραφή,
Όπως κι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα ποιήματα.
Κι ύστερα θα πεθάνει κι ο στροβιλιζόμενος αυτός πλανήτης στον οποίον συνέβησαν όλα αυτά.
Σε άλλους δορυφόρους άλλων συστημάτων , κάτι σαν άνθρωποι,
Θα συνεχίσουν να φτιάχνουν κάτι-σαν-ποιήματα, και να ζούν κάτω από κάτι-σαν-επιγραφές.
Πάντα το ένα πράγμα αντίκρυ στο άλλο,
Πάντα το ένα πράγμα εξίσου άχρηστο με το άλλο,
Πάντα το αδύνατο τόσο ηλίθιο όσο η πραγματικότητα,
Πάντα το μυστήριο του βάθους, τόσο αληθινό όσο η σκιά του μυστηρίου στην επιφάνεια.
Πάντα αυτό ή πάντα το άλλο, ή ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Αλλά κάποιος μπήκε στο Καπνοπωλείο (για ν’αγοράσει καπνό;)
Κι η υπαρκτή πραγματικότητα ξαφνικα με κατακεραυνώνει.
Μισοσηκώνομαι στα πόδια μου – μ’ ενέργεια, βέβαιος για τον εαυτό μου, ανθρώπινος –
Και θα προσπαθήσω να γράψω αυτούς τους στίχους για να ισχυριστώ το αντίθετο.
Ανάβω ένα τσιγάρο, καθώς σκέφτομαι να τούς γράψω.
Και σ’ αυτό το τσιγάρο γεύομαι την απελευθέρωσή μου από κάθε σκέψη.
Ακολουθώ τον καπνό σαν να ήταν το δικό μου ίχνος.
Και απολαμβάνω για μια ευαίσθητη και επαρκή στιγμή,
Την απελευθέρωσή μου από κάθε εικασία
Και την επίγνωση ότι οι μεταφυσικές είναι η παρενέργεια του να μην αισθάνομαι καλά.
Έπειτα, αφήνομαι πίσω στην καρέκλα
Και συνεχίζω να καπνίζω.
Όσο μού το επιτρέπει το πεπρωμένο θα συνεχίζω να καπνίζω.
(Αν παντρευόμουν την κόρης της πλύστρας μου,
θα μπορούσα να είμαι εφικτά ευτυχισμένος.)
Δεδομένου αυτού, σηκώνομαι και πηγαίνω προς το παράθυρο.
Ο άντρας βγήκε απ’ το καπνοπωλείο (βάζει τα ρέστα στην τσέπη του;)
Α, τον γνωρίζω : είναι ο Εστέβες, δίχως μεταφυσικές.
(Ο Καπνοπώλης ήρθε στην πόρτα.)
Ορμώμενος θαρρείς από κάποιο θείο ένστικτο, ο Εστέβες γύρισε και με είδε.
Με χαιρέτησε, και φώναξα κι εγώ από μακρυά "Γειά σου, Εστέβες!" και το σύμπαν
ανασυγκροτήθηκε μέσα μου, χωρίς ιδανικά ή ελπίδα, και ο Καπνοπώλης χαμογέλασε.
Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017
Το φεγγάρι...
Πες τους ένα ψέμα:
Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι
Αυτό που είναι στον ουρανό...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη με φεγγάρι, λάδι σε καμβά
Δ.Π. Παπαδίτσας
Το φεγγάρι
Δε σκέφτηκες ότι μια νύχτα κρυφά
Στις μύτες των ποδιών μου
Πήρα όλα τα οστά μας Και τα βούτηξα –ας μην το μάθουν σε παρακαλώ
Στο φεγγάρι
Τώρα ας τραγουδήσουμε το φεγγάρι
Κανείς δε θα μας πει ότι το περιέχουμε σαν έμβρυο
Η γνωστή ιστορία ότι τα έμβρυα μεγαλώνουν
Και στο τέλος αποχωρίζονται απ’ τις μητέρες τους
Θα επαναληφθεί κι εδώ
Και τότε μ’ έκπληξη οι συγγενείς οι φίλοι κι εμείς οι ίδιοι ακόμα
Θα πηγαίνουμε το φεγγάρι περίπατο Θα το τραγουδάμε και θα μας τραγουδάει
Θα το ’χουμε στα χέρια μας
Στο μυαλό μας στη συνήθεια να ξυπνάμε πρωί
Δεν γίνεται λόγος για τη σκέψη
Αυτή ανέκαθεν είναι το φεγγάρι
Και κάτι άλλο
Αν σε ρωτήσουν να τους πεις το μυστικό
Πες τους ένα ψέμα:
Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι
Αυτό που είναι στον ουρανό.
Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι
Αυτό που είναι στον ουρανό...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη με φεγγάρι, λάδι σε καμβά
Δ.Π. Παπαδίτσας
Το φεγγάρι
Δε σκέφτηκες ότι μια νύχτα κρυφά
Στις μύτες των ποδιών μου
Πήρα όλα τα οστά μας Και τα βούτηξα –ας μην το μάθουν σε παρακαλώ
Στο φεγγάρι
Τώρα ας τραγουδήσουμε το φεγγάρι
Κανείς δε θα μας πει ότι το περιέχουμε σαν έμβρυο
Η γνωστή ιστορία ότι τα έμβρυα μεγαλώνουν
Και στο τέλος αποχωρίζονται απ’ τις μητέρες τους
Θα επαναληφθεί κι εδώ
Και τότε μ’ έκπληξη οι συγγενείς οι φίλοι κι εμείς οι ίδιοι ακόμα
Θα πηγαίνουμε το φεγγάρι περίπατο Θα το τραγουδάμε και θα μας τραγουδάει
Θα το ’χουμε στα χέρια μας
Στο μυαλό μας στη συνήθεια να ξυπνάμε πρωί
Δεν γίνεται λόγος για τη σκέψη
Αυτή ανέκαθεν είναι το φεγγάρι
Και κάτι άλλο
Αν σε ρωτήσουν να τους πεις το μυστικό
Πες τους ένα ψέμα:
Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι
Αυτό που είναι στον ουρανό.
Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017
τη στάχτη σε χρυσάφι...
Ετσι γεννήθηκαν και ξαναγεννήθηκαν στο " χορτάρι της ουτοπίας ",
ακολουθώντας το μεσαίο μονοπάτι: σε αυτό το τρεμάμενο σώμα, του
φάνηκε ότι το όνειρο έγραψε και ξαναέγραψε μια πρόταση με δέκα τέσσερα γράμματα,
πάντα την ίδια και όμως πάντα διαφορετική... Και πάντα ο ήχος αυτής της φωνής - αυτή η βία των αισθήσεων - που μεταμόρφωνε τη στάχτη σε χρυσάφι! (Ξαβιέ Μπορντ)
*
Ainsi naissaient-ils et renaissaient-ils sur le "gazon de l'utopie", suivant le sentier du milieu : sur ce corps frémissant, il lui semblait que le rêve écrivait et récrivait une phrase de quatorze lettres, toujours la même et pourtant toujours autre... Et toujours le son de cette Voix – cette violence des sens – qui transmutait la cendre en or ! (Xavier Bordes)
Γιάννης Σταύρου, Πλάγια στον Υμηττό, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
*
Ainsi naissaient-ils et renaissaient-ils sur le "gazon de l'utopie", suivant le sentier du milieu : sur ce corps frémissant, il lui semblait que le rêve écrivait et récrivait une phrase de quatorze lettres, toujours la même et pourtant toujours autre... Et toujours le son de cette Voix – cette violence des sens – qui transmutait la cendre en or ! (Xavier Bordes)
Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017
και πάντα αποχαιρετούμε...
Ποιός, λοιπον, έτσι μας έστρεψε, ώστε
ό,τι κι αν κάνουμε, παίρνουμε τη στάση κάποιου
που όλο αναχωρεί; Όπως κι εκείνος πάνω
στον τελευταίο λόφο, απ' όπου όλη του την κοιλάδα μπορεί
γι' ακόμη μια φορά να δεί, όλο πισωγυρνά, σταματά κι αργοπορεί...
Γιάννης Σταύρου, Κυριακάτικος περίπατος, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Η Όγδοη Ελεγεία
(ΕΛΕΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΪΝΟ)
αφιερωμένη στον Rudolf Kassner
Με όλα τα μάτια τους βλέπουν τα πλάσματα
το Ανοικτό. Καί μόνο τα δικά μας μάτια
λές κι είναι ανάποδα,στραμμένα στόν εαυτό τους,
σάν παγίδες τριγύρω στην ελεύθερη έξοδό τους.
'Ο,τι υπάρχει έξω εκεί το γνωρίζουμε μόνο
από του ζώου την όψη. Αφού ήδη το μίκρο παιδί
το αναγκάζουμε απ' την άλλη να στραφεί, ώστε να βλέπει
πίσω τον κόσμο των μορφών κι όχι να κοιτάζει το Ανοικτό,
τόσο βαθύ που φαίνεται στων ζώων την όψη. Ελεύθερο απο θάνατο.
Αυτόν μονόν εμείς βλέπουμε. Ενώ το ελεύθερο ζώο
έχει διαρκώς πίσω του τη φθορά και μπρός του τον Θεό
κι όταν προχωρεί, τότε προχωρεί αιώνια
έτσι καθώς τρέχουν κι οι πήγες.
Εμείς ποτέ δεν έχουμε, ούτε για μια μονάχα μέρα,
τον αγνό Χώρο μπροστά μας, εκεί όπου τα λουλούδια
ατέλειωτα φυτρώνουν. Γιά μας υπάρχει πάντα Κόσμος
και ποτέ το Πουθενά το δίχως 'Αρνηση: το Αγνό,
το Αφύλακτο, πού το ανασαίνουμε κι απέραντα το γνωρίζουμε
κι έτσι δεν το ποθούμε. Σάν παιδί χάνεται κάποιος μέσα σ' Αυτού
τον θηλασμό και συνταράζεται. Ή κι ένας άλλος πεθαινει
και γίνεται Αυτό.
Γιατί κοντά στον θάνατο, τον θάνατο πιά δεν βλέπεις,
στο Έξω προσηλώνεσαι, ίσως με το μεγάλο των ζώων βλέμμα.
Οι Εραστές, άν έλειπε ο ένας απ' τους δυό τους, που αλλοιώνει
για τον άλλον τη θέα, κοντά του βρίσκονται και απορούν...
Γιατί, σάν απο λάθος, προβάλλει γι' αυτούς το Ανοικτό
πίσω απ' τον εραστή τους... Ομως πέρα και πίσω απ' αυτόν
κανείς τους δεν προχωρεί κι έτσι ξανά όλα τού γίνονται Κόσμος.
Στραμμένοι πάντα πρός την Πλάση, βλέπουμε μόνον επάνω της
το αντικαθρέφτισμα του Ελεύθερου
σκοτεινιασμένου απο μας. Είτε και ότι ένα ζώο
βουβό το βλέμμα του σηκώνει κι ήρεμα μ' αυτό μας διαπερνά.
Αυτό είναι η μοίρα: αντικρυστά να στέκεσαι,
τιποτε έξω απ' αυτό και πάντα αντικρυστά.
Άν μια συνείδηση όμοια με τη δική μας
υπήρχε μές στο βέβαιο ζώο, που μπροστά μας διαβαίνει
προς κατεύθυνση άλλη - τότε θα μας στροβίλιζε
με τις μεταβολές του. Κι όμως για το ίδιο
η ύπαρξή του είναι απέραντη, ασύλληπτη, δίχως βλέμμα
για την κατάσταση του, αγνή όπως και η ματιά του.
Κι όπου εμείς βλέπουμε μέλλον, αυτό βλέπει το Πάν,
τον εαυτό του μές στο Πάν για πάντα λυτρωμένον.
Κι όμως μέσα στο ζεστό κι άγρυπνο ζώο
υπάρχει το βάρος και η έγνοια μιας θλίψης μεγάλης.
Γιατί και σ' αυτό μένει πάντα προσκολλημένο
ό,τι κι εμάς συχνά καταβάλλει: η Ανάμνηση,
σαν να 'ταν κιόλας κάποτε αυτό που λαχταρούμε
πιό κοντά μας, πιο πιστό, απέραντα ενωμένο τρυφερά
μαζί μας. Εδώ είναι όλα Απόσταση
κι εκεί ήταν Ανάσα. Έτσι, μετά την πρώτη του πατρίδα
στο ζώο φαντάζει αυτή η δεύτερη θύελλες γεμάτη και ανέμους.
Ώ ευδαιμονία του μικρού πλάσματος, αφού πάντα
παραμένει μέσα στη μήτρα που το κυοφόρησε.
Ώ τύχη καλή του κουνουπιού, που συνεχίζει εντός του
να σκιρτά, ακόμη κι όταν ζευγαρώνει! Γιατί η μήτρα είναι το Πάν.
Δές, τη μισή εκείνη σιγουριά μες στο πουλί,
που σχεδόν ξέρει και τα δύο μέρη της καταγωγής του,
λες κι είναι η ψυχή ενός απο εκείνους τους νεκρούς Ετρούσκους,
που τον δέχτηκε ένας χώρος, σκεπασμένος όμως
με τη γνωστή ξαπλωμένη μορφή για κάλυμμα.
Και πόσο σαστίζει ένα που πρέπει να πετάξει
και προέρχεται απο μια μήτρα. Σαν απ' τον ίδιο τον εαυτό του
τρομαγμένο, σπαρταρά και ξεσχίζει τον αέρα,
οπως πάει κι η ραγισματιά πάνω στο φλιτζάνι. Παρόμοια
και της νυχτερίδας το ίχνος χαράζει την πορσελάνη της νύχτας.
Κι εμείς: παντού και πάντοτε θεατές,
στραμμένοι προς τα πάντα, ποτέ προς τα έξω!
Το παν μας κατακλύζει. Το βάζουμε σε τάξη - διαλύεται.
Το ξαναβάζουμε σε τάξη - διαλυόμαστε εμείς.
Ποιός, λοιπον, έτσι μας έστρεψε, ώστε
ό,τι κι αν κάνουμε, παίρνουμε τη στάση κάποιου
που όλο αναχωρεί; Όπως κι εκείνος πάνω
στον τελευταίο λόφο, απ' όπου όλη του την κοιλάδα μπορεί
γι' ακόμη μια φορά να δεί, όλο πισωγυρνά, σταματά κι αργοπορεί -
έτσι κι εμείς ζούμε και πάντα αποχαιρετούμε.
(μετ. Δ.Γκότση)
ό,τι κι αν κάνουμε, παίρνουμε τη στάση κάποιου
που όλο αναχωρεί; Όπως κι εκείνος πάνω
στον τελευταίο λόφο, απ' όπου όλη του την κοιλάδα μπορεί
γι' ακόμη μια φορά να δεί, όλο πισωγυρνά, σταματά κι αργοπορεί...
Γιάννης Σταύρου, Κυριακάτικος περίπατος, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Η Όγδοη Ελεγεία
(ΕΛΕΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΪΝΟ)
αφιερωμένη στον Rudolf Kassner
Με όλα τα μάτια τους βλέπουν τα πλάσματα
το Ανοικτό. Καί μόνο τα δικά μας μάτια
λές κι είναι ανάποδα,στραμμένα στόν εαυτό τους,
σάν παγίδες τριγύρω στην ελεύθερη έξοδό τους.
'Ο,τι υπάρχει έξω εκεί το γνωρίζουμε μόνο
από του ζώου την όψη. Αφού ήδη το μίκρο παιδί
το αναγκάζουμε απ' την άλλη να στραφεί, ώστε να βλέπει
πίσω τον κόσμο των μορφών κι όχι να κοιτάζει το Ανοικτό,
τόσο βαθύ που φαίνεται στων ζώων την όψη. Ελεύθερο απο θάνατο.
Αυτόν μονόν εμείς βλέπουμε. Ενώ το ελεύθερο ζώο
έχει διαρκώς πίσω του τη φθορά και μπρός του τον Θεό
κι όταν προχωρεί, τότε προχωρεί αιώνια
έτσι καθώς τρέχουν κι οι πήγες.
Εμείς ποτέ δεν έχουμε, ούτε για μια μονάχα μέρα,
τον αγνό Χώρο μπροστά μας, εκεί όπου τα λουλούδια
ατέλειωτα φυτρώνουν. Γιά μας υπάρχει πάντα Κόσμος
και ποτέ το Πουθενά το δίχως 'Αρνηση: το Αγνό,
το Αφύλακτο, πού το ανασαίνουμε κι απέραντα το γνωρίζουμε
κι έτσι δεν το ποθούμε. Σάν παιδί χάνεται κάποιος μέσα σ' Αυτού
τον θηλασμό και συνταράζεται. Ή κι ένας άλλος πεθαινει
και γίνεται Αυτό.
Γιατί κοντά στον θάνατο, τον θάνατο πιά δεν βλέπεις,
στο Έξω προσηλώνεσαι, ίσως με το μεγάλο των ζώων βλέμμα.
Οι Εραστές, άν έλειπε ο ένας απ' τους δυό τους, που αλλοιώνει
για τον άλλον τη θέα, κοντά του βρίσκονται και απορούν...
Γιατί, σάν απο λάθος, προβάλλει γι' αυτούς το Ανοικτό
πίσω απ' τον εραστή τους... Ομως πέρα και πίσω απ' αυτόν
κανείς τους δεν προχωρεί κι έτσι ξανά όλα τού γίνονται Κόσμος.
Στραμμένοι πάντα πρός την Πλάση, βλέπουμε μόνον επάνω της
το αντικαθρέφτισμα του Ελεύθερου
σκοτεινιασμένου απο μας. Είτε και ότι ένα ζώο
βουβό το βλέμμα του σηκώνει κι ήρεμα μ' αυτό μας διαπερνά.
Αυτό είναι η μοίρα: αντικρυστά να στέκεσαι,
τιποτε έξω απ' αυτό και πάντα αντικρυστά.
Άν μια συνείδηση όμοια με τη δική μας
υπήρχε μές στο βέβαιο ζώο, που μπροστά μας διαβαίνει
προς κατεύθυνση άλλη - τότε θα μας στροβίλιζε
με τις μεταβολές του. Κι όμως για το ίδιο
η ύπαρξή του είναι απέραντη, ασύλληπτη, δίχως βλέμμα
για την κατάσταση του, αγνή όπως και η ματιά του.
Κι όπου εμείς βλέπουμε μέλλον, αυτό βλέπει το Πάν,
τον εαυτό του μές στο Πάν για πάντα λυτρωμένον.
Κι όμως μέσα στο ζεστό κι άγρυπνο ζώο
υπάρχει το βάρος και η έγνοια μιας θλίψης μεγάλης.
Γιατί και σ' αυτό μένει πάντα προσκολλημένο
ό,τι κι εμάς συχνά καταβάλλει: η Ανάμνηση,
σαν να 'ταν κιόλας κάποτε αυτό που λαχταρούμε
πιό κοντά μας, πιο πιστό, απέραντα ενωμένο τρυφερά
μαζί μας. Εδώ είναι όλα Απόσταση
κι εκεί ήταν Ανάσα. Έτσι, μετά την πρώτη του πατρίδα
στο ζώο φαντάζει αυτή η δεύτερη θύελλες γεμάτη και ανέμους.
Ώ ευδαιμονία του μικρού πλάσματος, αφού πάντα
παραμένει μέσα στη μήτρα που το κυοφόρησε.
Ώ τύχη καλή του κουνουπιού, που συνεχίζει εντός του
να σκιρτά, ακόμη κι όταν ζευγαρώνει! Γιατί η μήτρα είναι το Πάν.
Δές, τη μισή εκείνη σιγουριά μες στο πουλί,
που σχεδόν ξέρει και τα δύο μέρη της καταγωγής του,
λες κι είναι η ψυχή ενός απο εκείνους τους νεκρούς Ετρούσκους,
που τον δέχτηκε ένας χώρος, σκεπασμένος όμως
με τη γνωστή ξαπλωμένη μορφή για κάλυμμα.
Και πόσο σαστίζει ένα που πρέπει να πετάξει
και προέρχεται απο μια μήτρα. Σαν απ' τον ίδιο τον εαυτό του
τρομαγμένο, σπαρταρά και ξεσχίζει τον αέρα,
οπως πάει κι η ραγισματιά πάνω στο φλιτζάνι. Παρόμοια
και της νυχτερίδας το ίχνος χαράζει την πορσελάνη της νύχτας.
Κι εμείς: παντού και πάντοτε θεατές,
στραμμένοι προς τα πάντα, ποτέ προς τα έξω!
Το παν μας κατακλύζει. Το βάζουμε σε τάξη - διαλύεται.
Το ξαναβάζουμε σε τάξη - διαλυόμαστε εμείς.
Ποιός, λοιπον, έτσι μας έστρεψε, ώστε
ό,τι κι αν κάνουμε, παίρνουμε τη στάση κάποιου
που όλο αναχωρεί; Όπως κι εκείνος πάνω
στον τελευταίο λόφο, απ' όπου όλη του την κοιλάδα μπορεί
γι' ακόμη μια φορά να δεί, όλο πισωγυρνά, σταματά κι αργοπορεί -
έτσι κι εμείς ζούμε και πάντα αποχαιρετούμε.
(μετ. Δ.Γκότση)
Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017
παρόν χωρίς παράθυρο...
ψάχνω δίχως να βρίσκω, ψάχνω για μιά στιγμή,
ένα πρόσωπο απο αστραπή και θύελλα
τρέχοντας ανάμεσα στα νυχτερινά δέντρα,
πρόσωπο βροχής μέσα σ' έναν κήπο σκοτεινό...
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινό με πεύκα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Οκτάβιο Πάζ
Η Πέτρα του Ήλιου
(απόσπασμα)
Μεξικό, 1957
Μιά ιτιά κρυστάλλινη, μιά λεύκα από νερό,
ένα ψηλό σιντριβάνι γερμένο από τον άνεμο,
ένα δέντρο καλοφυτεμένο αν και χορεύοντας,
προχωρεί, πισωδρομίζει, στρέφεται
και πάντα καταφθάνει:
μιά ειρηνική τροχιά
άστρου ή άνοιξης χωρίς βιασύνη,
νερό σφαλισμένων βλεφάρων
που οι προφητείες τους αναβλύζουν όλη νύχτα,
παρουσία ομόφωνη σαν φουσκωμένη θάλασσα,
κύμα στο κύμα ωσότου σκεπαστούν ξανά τα πάντα,
πράσινη ηγεμονία χωρίς δειλινό
σαν τα φτερά που αστράφτουν
καθώς ανοίγονται στον ουρανό,
ένα πέρασμα ανάμεσα στους θάμνους
προσεχών ημερών και το πένθιμο
ξέσπασμα της δυστυχίας παρόμοιο με το πουλί
που πετρώνει το δάσος με το τραγούδι του
και οι επικείμενες ευτυχίες
ανάμεσα στους λιποθυμισμένους κλάδους,
ώρες φωτός τσιμπημένες κιόλας από τα πουλιά,
οιωνοί δραπετεύοντας ανάμεσα στα δάχτυλα
μιά παρουσία σαν ένα τραγούδι ξαφνικό,
σαν τον άνεμο που ψέλνει μες στην πυρκαγιά,
ένα βλέμμα που κρατάει μετέωρο
τον κόσμο με τις θάλασσες και τα βουνά του,
σώμα φωτεινό που ένας αχάτης φιλτράρει,
κνήμες φωτεινές, κοιλιά από φως, κόλποι,
ηλιακός βράχος, σώμα σε χρώμα σύννεφου
σε χρώμα μέρας ραγδαίας που πηδάει,
ώρα που παίρνει σώμα αστράφτοντας,
ο κόσμος είναι τώρα ορατός μες στο κορμί σου,
διάφανος μες στην διαφάνεια σου
βαδίζω μέσα στις στοές των ήχων,
ρέω ανάμεσα στις παρουσίες που αντηχούν,
σαν τον τυφλό διασχίζω τις διαφάνειες,
ένας κατοπτρισμός μ' εξαφανίζει,
γεννιέμαι μέσα σ' έναν άλλον,
ω δάσος με τους μαγεμένους κίονες,
κάτω απ' τα τόξα του φωτός διεισδύω
σε διαδρόμους φθινωπόρου διάφανου
πηγαίνω στο κορμί σου καθώς πάω με τον κόσμο,
η κοιλιά σου ειν' ενας τόπος ηλιόλουστος,
τα βυζιά σου δυό εκκλησιές όπου το αίμα
δοξολογεί τα παράλληλα μυστήριά του,
τα βλέμματά μου σε σκεπάζουν όπως ο κισσός,
είσαι μιά πόλη πολιορκημένη από τη θάλασσα,
ένα τείχος χωρισμένο από το φως
σε δυό μισά, χρώμα ροδάκινου,
ένας τόπος αλατιού, βράχων και πουλιών,
κάτω απ' το νόμο της συσπειρωμένης μεσημβρίας
ντυμένη το χρώμα των πόθων μου
σαν τη σκέψη μου πηγαίνεις γυμνή,
μέσα στα μάτια σου βαδίζω όπως στο νερό,
οι τίγρεις πίνουνε στα μάτια σου νερό.
το κολίμπρι καίγεται σ'αυτές τις φλόγες,
πάω στο μέτωπο σου όπως στο φεγγάρι,
όπως το σύννεφο στη σκέψη σου,
πάω ακολουθώντας την κοιλιά σου όπως στα όνειρά σου
η φούστα σου από αραποσίτι κυματίζει
και τραγουδάει,
η φούστα σου από κρύσταλλο,
η φούστα σου από νερό,
τα χείλη, τα μαλλιά, τα βλέμματά σου,
είσαι βροχή όλη τη νύχτα, όλη μέρα
ανοίγεις το στήθος μου με τα νερένια σου δάχτυλα,
κλείνεις τα μάτια μου με το υδάτινο σου στόμα,
στα κόκκαλά μου στέλνεις τη βροχή, στο στήθος μου
ένα υγρόδεντρο βυθίζει τις νερόριζές του,
ακολουθώ το ανάστημα σου όπως έναν ποταμό,
στο σώμα σου βαδίζω όπως μέσα σ'ένα δάσος,
όπως στο βουνό, σ' ένα μονοπάτι
που απολήγει ξάφνου σε μιάν άβυσσο,
ακολουθώ τις σκόρπιες σου σκέψεις
και στην έξοδο του άσπρου σου μετώπου
η διωγμένη σκιά μου θρυμματίζεται,
μαζεύω τα κομμάτια μου ένα-ένα
και συνεχίζω δίχως σώμα, ψάχνω ψηλαφώντας,
διάδρομοι της μνήμης χωρίς τέλος,
πόρτες ανοιχτές σ' ένα σαλόνι άδειο
όπου σαπίζουνε όλα τα καλοκαίρια,
στο βάθος λάμπουν τα κοσμήματα της δίψας,
πρόσωπο λιποθυμισμένο μόλις το θυμάμαι,
χέρι που χάνεται αν το αγγίξω,
μαλλιά αράχνης αναστατωμένα
πάνω στα χαμόγελα τού κάποτε
στην έξοδο του μετώπου μου, ψάχνω
ψάχνω δίχως να βρίσκω, ψάχνω για μιά στιγμή,
ένα πρόσωπο απο αστραπή και θύελλα
τρέχοντας ανάμεσα στα νυχτερινά δέντρα,
πρόσωπο βροχής μέσα σ' έναν κήπο σκοτεινό,
επίμονο νερό κυλώντας στο πλευρό μου,
ψάχνω δίχως να βρίσκω, γράφω μες στη μοναξιά,
δεν υπάρχει κανείς,
η μέρα τελειώνει, η χρονιά πέφτει,
πέφτω με τη στιγμή, πέφτω στο βάθος,
αόρατος δρόμος σε καθρέφτες
που επαναλαμβάνουν τη θρυμματισμένη μου εικόνα,
βαδίζω πάνω στις μέρες, στις περασμένες στιγμές,
βαδίζω πάνω στις σκέψεις της σκιάς μου,
ποδοπατώ τη σκιά μου αναζητώντας μιά στιγμή,
ψάχνω μιά ημερομηνία ζωντανή σαν ένα πουλί,
ζητώ τον ήλιο στις πέντε το απόγευμα
χλιαρό από τους τοίχους του tezontle:
η ώρα ωρίμαζε τις αρμαθιές της
κι όταν άνοιγε οι κοπέλες έβγαιναν
από τα ρόδινα σωθικά της και χυνόντουσαν
στις πλάκες της αυλής του κολλεγίου,
ψηλή σαν το φθινόπωρο, προχωρούσε,
ντυμένη φως κάτω από την αψίδα
και ο χώρος, ζώνοντας την, την έντυνε
μ' ένα δέρμα ολόχρυσο και διάφανο,
τίγρη φωτόχρωμη, μελαχρινό ελαφάκι
στα περίχωρα της νύχτας,
κορίτσι μισοκοιταγμένο, σκύβοντας
από τα πράσινα μπαλκόνια της βροχής,
πρόσωπο εφηβικό και αναρίθμητο,
ξέχασα τ' όνομά σου, Μελουζίνα,
Λάουρα, Ισαβέλλα, Περσεφόνη, Μαρία,
έχεις όλα τα πρόσωπα, δεν έχεις κανένα,
έχεις όλες τις ώρες και δεν έχεις καμία,
μοιάζεις στο δέντρο και το σύννεφο,
είσαι όλα τα πουλιά μαζί κι ακόμα ένα αστέρι,
μοιάζεις με του σπαθιού την κόψη
και στο ποτήρι του δήμιου γεμάτο αίμα,
κισσός που προχωρεί, ζώνει και ξεριζώνει
την ψυχή κα τη χωρίζει απ' τον εαυτό της,
γραφή της φωτιάς πάνω στον έβενο,
ραγισματιά στο βράχο, βασίλισσα των ερπετών,
ατμού κολώνα, πηγή μέσα στην πέτρα,
σελήνης τσίρκο κι αετοκορφή
σησαμόσπορε, ελάχιστο αγκάθι
και θνητή που αθάνατες ποινές μοιράζει,
οδηγήτρια σε υποβρύχιες κοιλάδες
και φυλάχτρα της κοιλάδας των νεκρών,
κληματίδα που κρέμεσαι στο βράχο του ιλίγγου,
αναρριχητικό φυτό, φυτό δηλητηριώδες,
λουλούδι της ανάστασης, σταφύλι της ζωής,
κυρία της φλογέρας και της αστραπής,
ταράτσα με τα γιασεμιά, αλάτι μέσα σε πληγή,
μπουκέτο τριαντάφυλλα για τον τουφεκισμένο,
χιόνι αυγουστιάτικο, φεγγάρι της κρεμάλας,
γραφή της θάλασσας επάνω στον βασάλτη,
γραφή του ανέμου μες στην έρημο,
διαθήκη του ήλιου, ρόδι και στάχυ,
πρόσωπο από φλόγες, πρόσωπο καταβροχθισμένο,
πρόσωπο έφηβο και κατατρεγμένο,
χρόνια φαντάσματα, κυκλικές μέρες
βγαίνοντας στην ίδια αυλή, μπροστά στον ίδιο τοίχο,
καίει η στιγμή
και τα διαδοχικά πρόσωπα της φλόγας
δεν είναι παρά το ίδιο πρόσωπο
όλα τα ονόματα είν' ένα μόνο όνομα,
όλα τα πρόσωπα ένα πρόσωπο,
όλοι οι αιώνες μιά σκέτη στιγμή
και για τους αιώνες των αιώνων
ένα ζευγάρι μάτια φράζει το δρόμο για το μέλλον
δεν υπάρχει τίποτα μροστά μου πάρεξ μιά στιγμή
εξαγορασμένη αυτή τη νύχτα μ' ένα όνειρο
με εικόνες ζευγαρωμένες στ' όνειρο,
σκληρά λαξεμένες μες στον ύπνο,
βγαλμένες από το κενό αυτής της νύχτας,
σηκωμένες με του χεριού τη δύναμη γράμμα με γράμμα,
ενώ απ'έξω βιάζεται ο καιρός
και στις πόρτες της ψυχής μου χτυπάει
ο κόσμος με το σαρκοβόρο του ωράριο,
μόλις μιά στιγμή ενώ πόλεις,
τα ονόματα, οι χάρες και όσα ζήσαμε
καταρρέουν στο τυφλό μου μέτωπο,
ενώ η βαριά σκιά της νύχτας
ταπεινώνει τη σκέψη και το σκελετό μου
και το αίμα μου προχωράει πιό αργά
και τα δόντια μου βγάζουν τα παπούτσια τους
και τα μάτια μου θαμπωνονται
και οι μέρες και τα χρόνια
συγκεντρώνουν τις άδειες τους τρομάρες,
ενώ ο καιρός κλείνει το ριπίδι του
και πίσω απ' τις εικόνες του δεν υπάρχει τίποτα,
η στιγμή καταστρέφεται κι επιπλέει,
περικυκλωμένη θάνατο, απειλημένη
από τη νύχτα, από το πένθιμο χασμουρητό της,
απειλημένη από τον σάλο
τού ζωντανού και μασκαρεμένου θανάτου,
η στιγμή καταστρέφεται και διεισδύει στον εαυτό της
όπως κλείνει μιά γροθιά, όπως ένας καρπός
που ωριμάζει προς το εσωτερικό τού εαυτού του
κι ο ίδιος πίνεται κι απλώνει,
η διάφανη στιγμή κλείνει
και ωριμάζει προς τα μέσα, πετάει ρίζες,
φουντώνει μέσα μου, με κυρεύει ολόκληρο,
το τρελλό της φύλλωμα μ' εξόριζει,
οι σκέψεις μου δεν είναι παρά τα πουλιά της,
το θειάφι της κυκλοφορεί στις φλέβες μου,
δέντρο νοητικό, καρποί με γεύση χρόνου,
ω ζωή που θα ζήσεις, που την έζησες κιόλας,
καιρός που επιστρέφει σαν μιάν άμπωτη
κι αποσύρεται δίχως να στρέψει το πρόσωπο,
αυτό που πέρασε, δεν ήταν, αλλά έρχεται
και σιγανά προβάλλει
σε μιάν άλλη στιγμή που λιποθυμάει
μπροστά στο βράδυ του νίτρου και της πέτρας,
οπλισμένη μ' αόρατα μαχαίρια
μιάς κόκκινης ανεξιχνίαστης γραφής,
γράφεις στο δέρμα μου, και οι πληγές
σαν ένα ένδυμα από φλόγες με σκεπάζουν,
φλέγομαι δίχως να καίγομαι, ζητώ το νερό,
και στα μάτια σου δεν υπάρχει νερό,
είναι από πέτρα,
και τα βυζιά, η κοιλιά, οι λαγόνες σου
είναι από πέτρα, το στόμα σου έχει μιά γεύση σκόνης,
το στόμα σου έχει τη γεύση του δηλητηριασμένου χρόνου,
το σώμα σου έχει γεύση πηγαδιού χωρίς διέξοδο,
διαδρόμου με καθρέφτες που επαναλαμβάνουν
τα μάτια του διψασμένου, διάδρομος
που συνεχώς ξαναγυρίζει στο σημείο της αφετηρίας του,
και συ με οδηγείς, τυφλό, απο το χέρι,
διασχίζοντας αυτές τις επίμονες στοές
προς το κέντρο του κύκλου και ορθώνεσαι
σαν μιά λάμψη που συμπυκνώνεται σε τσεκούρι,
σαν ένα φως που γδέρνει, μαγευτική
όπως το ικρίωμα για τον κατάδικο
ευλύγιστη σαν το μαστίγιο κι ευκίνητη
σαν ένα όπλο δίδυμο της σελήνης,
και τα σκόρπια σου λόγια σκάβουν
το στήθος μου, μ' ερημώνουν και μ' αδειάζουν,
μία-μία μού αποσπάς τις αναμνήσεις μου,
ξέχασα τ' όνομά μου, και οι φίλοι μου
γρυλλίζουν ανάμεσα στους χοίρους, ή σαπίζουν
φαγωμένοι από τον ήλιο σ' ένα χαντάκι,
δεν υπάρχει τίποτα μέσα μου πάρεξ μιά πληγή μεγάλη,
ένα άδειο που κανείς δεν περιτρέχει πιά
παρόν χωρίς παράθυρο,
σκέψη που επιστρέφει,
επαναλαμβάνεται, αντικατοπτρίζεται
και χάνεται στην ίδια της τη διαφάνεια,
συνείδηση διάτρητη από ένα μάτι
που κοιτάζει το ίδιο του το βλέμμα ώσπου να χαθεί
από διάυγεια:
είδα το φριχτό σου κέλυφος,
Μελουζίνα, την αυγή, να γυαλίζει πρασινωπό,
κοιμόσουνα πνιγμένη στα σεντόνια,
ξυπνωντας κραυγάσες σαν το πουλί
κι έπεσες δίχως τέλος, σπασμένη και άσπρη,
από σένα δεν απόμεινε παρά η κραυγή σου,
κι ύστερα από αιώνες να 'μαι πάλι
βήχοντας και με όραση κακή, ανασκαλεύοντας
παλιές φωτογραφίες:
δεν υπάρχει κανείς, δεν είσαι κανείς,
ένας λοφίσκος στάχτη κι ένα σάρωθρο,
ένα μαχαίρι στομωμένο κι ένα φτερό,
ένα πτώμα κρεμασμένο σε κόκκαλα,
ένα τσαμπί στεγνό κιόλας, μιά μαύρη τρύπα
και στο βάθος τής τρύπας τα δυό μάτια
ενός παιδιού πνιγμένου εδώ και χίλια χρόνια,
βλέμματα θαμμένα σ' ένα πηγάδι,
βλέμμματα που μας βλέπουν από την αρχή,
βλέμμα παιδί της γριάς μάννας
που βλέπει στο μεγάλο της γιό έναν πατέρα νέο,
βλέμμα μητέρα της εγκαταλελειμμένης κόρης
που βλέπει στον πατέρα της ένα παιδί αρσενικό,
βλέμματα που μας κοιτούν από το βάθος
της ζωής κι είναι του θανάτου παγίδες
- ή το αντίθετο: να πέσεις μέσα σ'αυτά τα μάτια
μήπως θα πει να ξανάρχεσαι στην αληθινή ζωή;
να πέφτω, να ξανάρχομαι, να με ονειρεύομαι
και να με ονειρεύονται
άλλα μάτια μελλοντικά, μιά ζωή άλλη,
άλλα σύννεφα, και να πεθαίνεις έναν άλλο θάνατο!
- αυτή η νύχτα μού αρκεί, κι αυτή η στιγμή
που δεν παύει ν' ανοίγεται και να μου αποκαλύπτει
πού ήμουνα, ποιός υπήρξα, πώς ονομάζεσαι,
πώς εγώ ονομάζομαι:
έκανα σχέδια
για το καλοκαίρι - και για όλα τα καλοκαίρια...
(Μετ. Γιώργος Μακρής)
ένα πρόσωπο απο αστραπή και θύελλα
τρέχοντας ανάμεσα στα νυχτερινά δέντρα,
πρόσωπο βροχής μέσα σ' έναν κήπο σκοτεινό...
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινό με πεύκα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Οκτάβιο Πάζ
Η Πέτρα του Ήλιου
(απόσπασμα)
Μεξικό, 1957
Μιά ιτιά κρυστάλλινη, μιά λεύκα από νερό,
ένα ψηλό σιντριβάνι γερμένο από τον άνεμο,
ένα δέντρο καλοφυτεμένο αν και χορεύοντας,
προχωρεί, πισωδρομίζει, στρέφεται
και πάντα καταφθάνει:
μιά ειρηνική τροχιά
άστρου ή άνοιξης χωρίς βιασύνη,
νερό σφαλισμένων βλεφάρων
που οι προφητείες τους αναβλύζουν όλη νύχτα,
παρουσία ομόφωνη σαν φουσκωμένη θάλασσα,
κύμα στο κύμα ωσότου σκεπαστούν ξανά τα πάντα,
πράσινη ηγεμονία χωρίς δειλινό
σαν τα φτερά που αστράφτουν
καθώς ανοίγονται στον ουρανό,
ένα πέρασμα ανάμεσα στους θάμνους
προσεχών ημερών και το πένθιμο
ξέσπασμα της δυστυχίας παρόμοιο με το πουλί
που πετρώνει το δάσος με το τραγούδι του
και οι επικείμενες ευτυχίες
ανάμεσα στους λιποθυμισμένους κλάδους,
ώρες φωτός τσιμπημένες κιόλας από τα πουλιά,
οιωνοί δραπετεύοντας ανάμεσα στα δάχτυλα
μιά παρουσία σαν ένα τραγούδι ξαφνικό,
σαν τον άνεμο που ψέλνει μες στην πυρκαγιά,
ένα βλέμμα που κρατάει μετέωρο
τον κόσμο με τις θάλασσες και τα βουνά του,
σώμα φωτεινό που ένας αχάτης φιλτράρει,
κνήμες φωτεινές, κοιλιά από φως, κόλποι,
ηλιακός βράχος, σώμα σε χρώμα σύννεφου
σε χρώμα μέρας ραγδαίας που πηδάει,
ώρα που παίρνει σώμα αστράφτοντας,
ο κόσμος είναι τώρα ορατός μες στο κορμί σου,
διάφανος μες στην διαφάνεια σου
βαδίζω μέσα στις στοές των ήχων,
ρέω ανάμεσα στις παρουσίες που αντηχούν,
σαν τον τυφλό διασχίζω τις διαφάνειες,
ένας κατοπτρισμός μ' εξαφανίζει,
γεννιέμαι μέσα σ' έναν άλλον,
ω δάσος με τους μαγεμένους κίονες,
κάτω απ' τα τόξα του φωτός διεισδύω
σε διαδρόμους φθινωπόρου διάφανου
πηγαίνω στο κορμί σου καθώς πάω με τον κόσμο,
η κοιλιά σου ειν' ενας τόπος ηλιόλουστος,
τα βυζιά σου δυό εκκλησιές όπου το αίμα
δοξολογεί τα παράλληλα μυστήριά του,
τα βλέμματά μου σε σκεπάζουν όπως ο κισσός,
είσαι μιά πόλη πολιορκημένη από τη θάλασσα,
ένα τείχος χωρισμένο από το φως
σε δυό μισά, χρώμα ροδάκινου,
ένας τόπος αλατιού, βράχων και πουλιών,
κάτω απ' το νόμο της συσπειρωμένης μεσημβρίας
ντυμένη το χρώμα των πόθων μου
σαν τη σκέψη μου πηγαίνεις γυμνή,
μέσα στα μάτια σου βαδίζω όπως στο νερό,
οι τίγρεις πίνουνε στα μάτια σου νερό.
το κολίμπρι καίγεται σ'αυτές τις φλόγες,
πάω στο μέτωπο σου όπως στο φεγγάρι,
όπως το σύννεφο στη σκέψη σου,
πάω ακολουθώντας την κοιλιά σου όπως στα όνειρά σου
η φούστα σου από αραποσίτι κυματίζει
και τραγουδάει,
η φούστα σου από κρύσταλλο,
η φούστα σου από νερό,
τα χείλη, τα μαλλιά, τα βλέμματά σου,
είσαι βροχή όλη τη νύχτα, όλη μέρα
ανοίγεις το στήθος μου με τα νερένια σου δάχτυλα,
κλείνεις τα μάτια μου με το υδάτινο σου στόμα,
στα κόκκαλά μου στέλνεις τη βροχή, στο στήθος μου
ένα υγρόδεντρο βυθίζει τις νερόριζές του,
ακολουθώ το ανάστημα σου όπως έναν ποταμό,
στο σώμα σου βαδίζω όπως μέσα σ'ένα δάσος,
όπως στο βουνό, σ' ένα μονοπάτι
που απολήγει ξάφνου σε μιάν άβυσσο,
ακολουθώ τις σκόρπιες σου σκέψεις
και στην έξοδο του άσπρου σου μετώπου
η διωγμένη σκιά μου θρυμματίζεται,
μαζεύω τα κομμάτια μου ένα-ένα
και συνεχίζω δίχως σώμα, ψάχνω ψηλαφώντας,
διάδρομοι της μνήμης χωρίς τέλος,
πόρτες ανοιχτές σ' ένα σαλόνι άδειο
όπου σαπίζουνε όλα τα καλοκαίρια,
στο βάθος λάμπουν τα κοσμήματα της δίψας,
πρόσωπο λιποθυμισμένο μόλις το θυμάμαι,
χέρι που χάνεται αν το αγγίξω,
μαλλιά αράχνης αναστατωμένα
πάνω στα χαμόγελα τού κάποτε
στην έξοδο του μετώπου μου, ψάχνω
ψάχνω δίχως να βρίσκω, ψάχνω για μιά στιγμή,
ένα πρόσωπο απο αστραπή και θύελλα
τρέχοντας ανάμεσα στα νυχτερινά δέντρα,
πρόσωπο βροχής μέσα σ' έναν κήπο σκοτεινό,
επίμονο νερό κυλώντας στο πλευρό μου,
ψάχνω δίχως να βρίσκω, γράφω μες στη μοναξιά,
δεν υπάρχει κανείς,
η μέρα τελειώνει, η χρονιά πέφτει,
πέφτω με τη στιγμή, πέφτω στο βάθος,
αόρατος δρόμος σε καθρέφτες
που επαναλαμβάνουν τη θρυμματισμένη μου εικόνα,
βαδίζω πάνω στις μέρες, στις περασμένες στιγμές,
βαδίζω πάνω στις σκέψεις της σκιάς μου,
ποδοπατώ τη σκιά μου αναζητώντας μιά στιγμή,
ψάχνω μιά ημερομηνία ζωντανή σαν ένα πουλί,
ζητώ τον ήλιο στις πέντε το απόγευμα
χλιαρό από τους τοίχους του tezontle:
η ώρα ωρίμαζε τις αρμαθιές της
κι όταν άνοιγε οι κοπέλες έβγαιναν
από τα ρόδινα σωθικά της και χυνόντουσαν
στις πλάκες της αυλής του κολλεγίου,
ψηλή σαν το φθινόπωρο, προχωρούσε,
ντυμένη φως κάτω από την αψίδα
και ο χώρος, ζώνοντας την, την έντυνε
μ' ένα δέρμα ολόχρυσο και διάφανο,
τίγρη φωτόχρωμη, μελαχρινό ελαφάκι
στα περίχωρα της νύχτας,
κορίτσι μισοκοιταγμένο, σκύβοντας
από τα πράσινα μπαλκόνια της βροχής,
πρόσωπο εφηβικό και αναρίθμητο,
ξέχασα τ' όνομά σου, Μελουζίνα,
Λάουρα, Ισαβέλλα, Περσεφόνη, Μαρία,
έχεις όλα τα πρόσωπα, δεν έχεις κανένα,
έχεις όλες τις ώρες και δεν έχεις καμία,
μοιάζεις στο δέντρο και το σύννεφο,
είσαι όλα τα πουλιά μαζί κι ακόμα ένα αστέρι,
μοιάζεις με του σπαθιού την κόψη
και στο ποτήρι του δήμιου γεμάτο αίμα,
κισσός που προχωρεί, ζώνει και ξεριζώνει
την ψυχή κα τη χωρίζει απ' τον εαυτό της,
γραφή της φωτιάς πάνω στον έβενο,
ραγισματιά στο βράχο, βασίλισσα των ερπετών,
ατμού κολώνα, πηγή μέσα στην πέτρα,
σελήνης τσίρκο κι αετοκορφή
σησαμόσπορε, ελάχιστο αγκάθι
και θνητή που αθάνατες ποινές μοιράζει,
οδηγήτρια σε υποβρύχιες κοιλάδες
και φυλάχτρα της κοιλάδας των νεκρών,
κληματίδα που κρέμεσαι στο βράχο του ιλίγγου,
αναρριχητικό φυτό, φυτό δηλητηριώδες,
λουλούδι της ανάστασης, σταφύλι της ζωής,
κυρία της φλογέρας και της αστραπής,
ταράτσα με τα γιασεμιά, αλάτι μέσα σε πληγή,
μπουκέτο τριαντάφυλλα για τον τουφεκισμένο,
χιόνι αυγουστιάτικο, φεγγάρι της κρεμάλας,
γραφή της θάλασσας επάνω στον βασάλτη,
γραφή του ανέμου μες στην έρημο,
διαθήκη του ήλιου, ρόδι και στάχυ,
πρόσωπο από φλόγες, πρόσωπο καταβροχθισμένο,
πρόσωπο έφηβο και κατατρεγμένο,
χρόνια φαντάσματα, κυκλικές μέρες
βγαίνοντας στην ίδια αυλή, μπροστά στον ίδιο τοίχο,
καίει η στιγμή
και τα διαδοχικά πρόσωπα της φλόγας
δεν είναι παρά το ίδιο πρόσωπο
όλα τα ονόματα είν' ένα μόνο όνομα,
όλα τα πρόσωπα ένα πρόσωπο,
όλοι οι αιώνες μιά σκέτη στιγμή
και για τους αιώνες των αιώνων
ένα ζευγάρι μάτια φράζει το δρόμο για το μέλλον
δεν υπάρχει τίποτα μροστά μου πάρεξ μιά στιγμή
εξαγορασμένη αυτή τη νύχτα μ' ένα όνειρο
με εικόνες ζευγαρωμένες στ' όνειρο,
σκληρά λαξεμένες μες στον ύπνο,
βγαλμένες από το κενό αυτής της νύχτας,
σηκωμένες με του χεριού τη δύναμη γράμμα με γράμμα,
ενώ απ'έξω βιάζεται ο καιρός
και στις πόρτες της ψυχής μου χτυπάει
ο κόσμος με το σαρκοβόρο του ωράριο,
μόλις μιά στιγμή ενώ πόλεις,
τα ονόματα, οι χάρες και όσα ζήσαμε
καταρρέουν στο τυφλό μου μέτωπο,
ενώ η βαριά σκιά της νύχτας
ταπεινώνει τη σκέψη και το σκελετό μου
και το αίμα μου προχωράει πιό αργά
και τα δόντια μου βγάζουν τα παπούτσια τους
και τα μάτια μου θαμπωνονται
και οι μέρες και τα χρόνια
συγκεντρώνουν τις άδειες τους τρομάρες,
ενώ ο καιρός κλείνει το ριπίδι του
και πίσω απ' τις εικόνες του δεν υπάρχει τίποτα,
η στιγμή καταστρέφεται κι επιπλέει,
περικυκλωμένη θάνατο, απειλημένη
από τη νύχτα, από το πένθιμο χασμουρητό της,
απειλημένη από τον σάλο
τού ζωντανού και μασκαρεμένου θανάτου,
η στιγμή καταστρέφεται και διεισδύει στον εαυτό της
όπως κλείνει μιά γροθιά, όπως ένας καρπός
που ωριμάζει προς το εσωτερικό τού εαυτού του
κι ο ίδιος πίνεται κι απλώνει,
η διάφανη στιγμή κλείνει
και ωριμάζει προς τα μέσα, πετάει ρίζες,
φουντώνει μέσα μου, με κυρεύει ολόκληρο,
το τρελλό της φύλλωμα μ' εξόριζει,
οι σκέψεις μου δεν είναι παρά τα πουλιά της,
το θειάφι της κυκλοφορεί στις φλέβες μου,
δέντρο νοητικό, καρποί με γεύση χρόνου,
ω ζωή που θα ζήσεις, που την έζησες κιόλας,
καιρός που επιστρέφει σαν μιάν άμπωτη
κι αποσύρεται δίχως να στρέψει το πρόσωπο,
αυτό που πέρασε, δεν ήταν, αλλά έρχεται
και σιγανά προβάλλει
σε μιάν άλλη στιγμή που λιποθυμάει
μπροστά στο βράδυ του νίτρου και της πέτρας,
οπλισμένη μ' αόρατα μαχαίρια
μιάς κόκκινης ανεξιχνίαστης γραφής,
γράφεις στο δέρμα μου, και οι πληγές
σαν ένα ένδυμα από φλόγες με σκεπάζουν,
φλέγομαι δίχως να καίγομαι, ζητώ το νερό,
και στα μάτια σου δεν υπάρχει νερό,
είναι από πέτρα,
και τα βυζιά, η κοιλιά, οι λαγόνες σου
είναι από πέτρα, το στόμα σου έχει μιά γεύση σκόνης,
το στόμα σου έχει τη γεύση του δηλητηριασμένου χρόνου,
το σώμα σου έχει γεύση πηγαδιού χωρίς διέξοδο,
διαδρόμου με καθρέφτες που επαναλαμβάνουν
τα μάτια του διψασμένου, διάδρομος
που συνεχώς ξαναγυρίζει στο σημείο της αφετηρίας του,
και συ με οδηγείς, τυφλό, απο το χέρι,
διασχίζοντας αυτές τις επίμονες στοές
προς το κέντρο του κύκλου και ορθώνεσαι
σαν μιά λάμψη που συμπυκνώνεται σε τσεκούρι,
σαν ένα φως που γδέρνει, μαγευτική
όπως το ικρίωμα για τον κατάδικο
ευλύγιστη σαν το μαστίγιο κι ευκίνητη
σαν ένα όπλο δίδυμο της σελήνης,
και τα σκόρπια σου λόγια σκάβουν
το στήθος μου, μ' ερημώνουν και μ' αδειάζουν,
μία-μία μού αποσπάς τις αναμνήσεις μου,
ξέχασα τ' όνομά μου, και οι φίλοι μου
γρυλλίζουν ανάμεσα στους χοίρους, ή σαπίζουν
φαγωμένοι από τον ήλιο σ' ένα χαντάκι,
δεν υπάρχει τίποτα μέσα μου πάρεξ μιά πληγή μεγάλη,
ένα άδειο που κανείς δεν περιτρέχει πιά
παρόν χωρίς παράθυρο,
σκέψη που επιστρέφει,
επαναλαμβάνεται, αντικατοπτρίζεται
και χάνεται στην ίδια της τη διαφάνεια,
συνείδηση διάτρητη από ένα μάτι
που κοιτάζει το ίδιο του το βλέμμα ώσπου να χαθεί
από διάυγεια:
είδα το φριχτό σου κέλυφος,
Μελουζίνα, την αυγή, να γυαλίζει πρασινωπό,
κοιμόσουνα πνιγμένη στα σεντόνια,
ξυπνωντας κραυγάσες σαν το πουλί
κι έπεσες δίχως τέλος, σπασμένη και άσπρη,
από σένα δεν απόμεινε παρά η κραυγή σου,
κι ύστερα από αιώνες να 'μαι πάλι
βήχοντας και με όραση κακή, ανασκαλεύοντας
παλιές φωτογραφίες:
δεν υπάρχει κανείς, δεν είσαι κανείς,
ένας λοφίσκος στάχτη κι ένα σάρωθρο,
ένα μαχαίρι στομωμένο κι ένα φτερό,
ένα πτώμα κρεμασμένο σε κόκκαλα,
ένα τσαμπί στεγνό κιόλας, μιά μαύρη τρύπα
και στο βάθος τής τρύπας τα δυό μάτια
ενός παιδιού πνιγμένου εδώ και χίλια χρόνια,
βλέμματα θαμμένα σ' ένα πηγάδι,
βλέμμματα που μας βλέπουν από την αρχή,
βλέμμα παιδί της γριάς μάννας
που βλέπει στο μεγάλο της γιό έναν πατέρα νέο,
βλέμμα μητέρα της εγκαταλελειμμένης κόρης
που βλέπει στον πατέρα της ένα παιδί αρσενικό,
βλέμματα που μας κοιτούν από το βάθος
της ζωής κι είναι του θανάτου παγίδες
- ή το αντίθετο: να πέσεις μέσα σ'αυτά τα μάτια
μήπως θα πει να ξανάρχεσαι στην αληθινή ζωή;
να πέφτω, να ξανάρχομαι, να με ονειρεύομαι
και να με ονειρεύονται
άλλα μάτια μελλοντικά, μιά ζωή άλλη,
άλλα σύννεφα, και να πεθαίνεις έναν άλλο θάνατο!
- αυτή η νύχτα μού αρκεί, κι αυτή η στιγμή
που δεν παύει ν' ανοίγεται και να μου αποκαλύπτει
πού ήμουνα, ποιός υπήρξα, πώς ονομάζεσαι,
πώς εγώ ονομάζομαι:
έκανα σχέδια
για το καλοκαίρι - και για όλα τα καλοκαίρια...
(Μετ. Γιώργος Μακρής)
Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)