Το ότι οι καλλιτέχνες είναι γένος ευερέθιστο, είναι ευνόητο. Το γιατί όμως, φαίνεται πως δεν είναι κοινώς κατανοητό. Ο καλλιτέχνης είναι καλλιτέχνης εξ’αιτίας και μόνον της εκλεπτυσμένης αίσθησης του «ωραίου» που διαθέτει. Είναι μια δυνατότητα που του προσφέρει ιδιαίτερη εκστατική απόλαυση. Σ’ αυτή την απόλαυση προσπαθεί (όχι πάντα με επιτυχία) να κάνει συμμέτοχο τον αποδέκτη της δουλειάς του.
Παράλληλα όμως κι αυτόματα με την αίσθηση του «ωραίου», διαθέτει και το ακριβώς αντίθετο, την αντίληψη του δυσανάλογου, του άσχημου δηλαδή. Για τον καλλιτέχνη, το ωραίο είναι και το σωστό. Οι καλλιτέχνες ουδέποτε βλέπουν το άσχημο, το κακό, εκεί όπου δεν υπάρχει, αλλά πολύ συχνα εκαί, όπου μια μη καλλιτεχνική φύση δε βλέπει να υπάρχει τίποτα άσχημο. Έτσι η καλλιτεχνική οξυθυμία, δεν έχει σχέση με την «ψυχική ευαισθησία», όπως τη θεωρεί η κοινή λογική, αλλά με μια μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη οξυδέρκεια σε ό,τι αφορά το άσχημο, το ψεύτικο. Η οξυδέρκεια αυτή δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα συνακόλουθο της έντονης αίσθησης του σωστού, του αρμονικού.
Ένα πράγμα είναι σίγουρο, ο άνθρωπος που δε είναι ευερέθιστος, δεν είναι καλλιτέχνης. Αντιλαμβάνεστε με όσα λέω ότι οι καλλιτέχνες είναι τα πιο μοναχικά κι απομονωμένα πλάσματα στον σημερινό κόσμο. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν απλώς τον κανόνα. Να διευκρινίσω, ότι μιλώντας γενικά περί καλλιτεχνών, εννοώ κυρίως τους ζωγράφιυς που γνωρίζω καλύτερα.
Σήμερα, σε μια εποχή που ο χρόνος και το χρήμα έχουν τόσο μεγάλη αξία, που η ωφελιμιστική θεώρηση των πάντων φτάνει στα όρια της εθνικής μανίας, ελάχιστος χώρος απομένει για τα ανήσυχα πνεύματα και το καλλιτεχνικό έργο. Το καλλιτεχνικό έργο πιο συγκεκριμένα, μισήθηκε στον αιώνα μας. Δε μπορώ ακόμα να διαβλέψω ποιες σκοτεινές διάνοιες, στο όνομα και το βωμό της έρευνας (έργο μόνο της επιστήμης), κατέστρεψαν και διαστρέβλωσαν τη δυνατότητα του πραγματικού καλλιτέχνη να παράγει πραγματικό καλλιτεχνικό έργο. Είναι γνωστή, ακόμα και στους μη ειδικούς, η έκταση που προσέλαβε η κάθε ανοησία, κάθε ανικανότητα, κάθε κρυφή ζήλεια, απέναντι στη νοημοσύνη, τη δυνατότητα, την ουσιαστική θυσία που απαιτεί η καλλιτεχνική δημιουργία. Τόμοι ολόκληροι, βιβλιοθήκες έχουν δημιουργηθεί για να δικαιολογήσουν, να προάγουν, να προτείνουν και να επιβάλουν στη συνέχεια, πράγματα φτιαγμένα κατ’ ευθείαν για τους αμόρφωτους νεόπλουτους του 20ου αιώνα. Η τιμή πλέον και μόνο καθορίζει την αξία του έργου.
Ο κοκοτισμός των δημοσίων σχέσεων έρχεται να βιάσει και να υποκλέψει την προτεραιότητα, την ιεράρχηση των αξιών, να παραχαράξει την ιστορία και να υποκαταστήσει το πραγματικό με το ψευδεπίγραφο. Να υποβιβάσει – ως πεπερασμένα και χιλιοειπωμένα πράγματα – την αληθινή καλλιτεχνική δημιουργία, αυτή τη θαυμαστή ιδιότητα του ανθρώπου, που για να συμβεί απαιτεί ταλέντο, πολλή δουλειά, αυταπάρνηση, αλήθεια και αγάπη. Δυστυχώς, πολλά από αυτά που γράφω, θα τα βρείτε, ακριβώς τα ίδια, να εγκωμιάζουν πασίγνωστες αηδίες. Βάλτε κατ’ ευθείαν αρνητικό πρόσημο και έχετε τη σωστή διάγνωση. Αφήστε το ένστικτό σας, τον κοινό άνθρώπινο νου να λειτουργήσει ελεύθερα και εκφραστείτε. Βέβαια, τα φαινόμενα αυτά δεν υπεραπλουστεύονται. Μέσα στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο που διανύουμε, είναι επιτέλους μια πρωταρχική κίνηση η επανεξέταση όσων μας ταλαιπωρούν.
Τα καλλιτεχνικά θέματα δεν είναι τα μόνα που ταλαιπωρούνται στην εποχή μας. Ταλαιπωρείται, τιμωρείατι κυριολεκτικά ο σημερινός άνθρωπος. Ο Έλληνας βασανίζεται στο όνομα κάθε είδους «προόδου» (κι αυτόματα ο ίδιος βασανίζει όλους τους υπόλοιπους γύρω του). Μπορώ να πω με σιγουριά ότι ο σημερινός άνθρωπος, κάτω από τον αστερισμό της μαζικότερης δημοκρατίας της ιστορίας, απελευθερώνει κι επιδεικνύει, με περισσή μάλιστα αυταρέσκεια και θράσος, το εσωτερικό του «εγώ». Φρική!
Το καταπληκτικό της εποχής είναι η παθητικότητα που παραλύει τη φυσική μας αντίδραση. Όλοι στεκόμαστε άφωνοι κι επιεικείς, με μια «πεφωτισμένη κατανόηση» απέναντι στον κάθε βιασμό μας. Έχουμε σίγουρα την ευθύνη εμείς οι ίδιοι. Γιατί όλοι, σε κάποιο βαθμό, παρασυρθήκαμε από μια ύποπτης προέλευσης κουλτούρα που γέμισε τις ψυχές μας με ενοχές απέναντι σε γεγονότα για τα οποία δεν ευθύνόμαστε. Διαθέτουμε απεριόριστο σεβασμό σε ό,τι απεργάζεται το κακό μας. Αναγνωρίζουμε δικαιώματα εκεί που δεν υπάρχουν και παραχωρούμε ευγενώς τα δικά μας για να επιβιώσει το τέρας (μη και χαθεί το είδος).
Κάτω από την «κοινωνική πολιτική», πίσω από τον μπερντέ των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», προβάλλει όλο και περισσότερο το διεστραμμένο πρόσωπο του θράσους και της αναίδειας. Της αλαζονικής αυτάρκειας. Μια δημοκρατία δικαιωμάτων μόνο και καθόλου υποχρεώσεων. Τόση τεχνολογία, τόση δημοκρατία, τόση «εξέλιξη», τόσα «καλά», τίποτα για το καλό μας.
Γιάννης Σταύρου, 2000