Ήδη η βροχή μαζί μας˙
Ταράζει τον άλαλο αέρα...
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη μετά τη βροχή, λάδι σε καμβά
Σαλβατόρε Κουαζίμοντο 14 ποιήματα
Μέρος Α'Ελεγεία Μαντατοφόρα παγερή της νύχτας,
Ήρθες, απ’ το παράθυρο μου να φωτίσεις
Των ρημαγμένων σπιτιών τους ανέκφραστους τάφους.
Της καπνοβόλας γης κάθε συντρίμμι.
Εδώ ξαπόστασε το όνειρο μας,
Και ‘συ, μοναχική,
Στρέφεσαι στο βορά, οπού
Δίχως φως,
Όλα στον θάνατο τρέχουν.
Και υπομένεις.
Θ’ αρκούσε μια ημέρα
Ο θάνατος, το όνειρο, η νοημοσύνη
Αρνούνται την ελπίδα.
Αυτή τη νύχτα στη Βαρσοβία
Καταμεσής σε δέντρα που δεν μου ανήκουν
Ψάχνω στα χρόνια
Κάποια γυναίκα του έρωτα˙ ή της αγάπης
Η άψα, τσακίζει
Τα φύλλα από τις λεύκες και εγώ
Με λέξεις που μου είναι άγνωστες
Ομολογώ:
Τινάζοντας τα χώματα της μνήμης.
Κάποιο κομμάτι τζαζ σκοτεινό
Διαβαίνει από τα χρώματα της ίριδας.
Η φωνή σου
Χάνεται μες στου ήχους των σιντριβανιών :
“Θ’ αρκούσε μια ημέρα
Για να σταθεί και πάλι ο κόσμος.
Ήδη η βροχή μαζί μας
Ήδη η βροχή μαζί μας˙
Ταράζει τον άλαλο αέρα.
Τα χελιδόνια, μαδούν τα σβησμένα νερά
Των λιμνών της Λομβαρδίας, άλλοι γλάροι
Σε άλλους βυθούς και η οσμή του σανού
Φτάνει απ’ τ’ αλώνια, για να μας συντρέξει.
Ακόμη ένας χρόνος.
Δίχως ούτε ένα παράπονο που
Μετουσιωμένο
Ίσως, αιφνίδια θα νικούσε τις ημέρες.
Μπροστά από το ομοίωμα της Ιλαρίας
Κάτω απ’ την τρυφερή σελήνη, ήδη.
Οι λόφοι σου, κατά μήκος της όχθης,
Και τα κορίτσια
Με ρούχα κόκκινα ή θαλασσιά
Με βήματα ανάλαφρα
Βαδίζουν.
Έτσι στην εποχή σου αγαπημένη. Κι ο Σύριος
Το χρώμα του χάνει, κάθε ώρα μακραίνει
Και ο γλάρος
Μαίνεται στο κενό των ορφανεμένων ακτών.
Οι εραστές, κρατούν την ευτυχία στον αγέρα του Σεπτέμβρη.
Οι κινήσεις τους,
Συντροφεύουνε ήσκιους
Γνώριμων νοημάτων σε εσένα.
Οίκτο, δεν έχουν.
Κι εσύ, απ’ τη γη κρατημένη, ποιο το παράπονο σου;
Εδώ, απέμεινες μόνη, και
Το δικό μου σκίρτημα, δικό σου
Ίδιο στην οργή και
Το φόβο.
Οι νεκροί,
Απώτεροι και ακόμη πέρα,
Οι ζωντανοί:
Σιωπηλή συντροφιά μου
Δειλή.
Δούναι και λαβείν
Το τίποτα, το έδωσες.
Και τώρα τίποτα δεν δίνεις εσύ που με ακούς.
Το αίμα των πολέμων, στέγνωσε.
Η περιφρόνηση, είναι αίσθημα αγνό
Κι ούτε ένα νεύμα προκαλεί, πλην
Την ώρα της ανθρώπινης συμπόνιας.
Δούναι και λαβείν˙ λοιπόν, μες στη φωνή μου
Υπάρχει αν μη τι άλλο το σημάδι:
Ένα σημάδι ζωντανής γεωμετρίας.
Μες στη δική σου
Ένα κοχύλι. Νεκρό βεβαίως.
Με τα κατάλοιπα μιας επικήδειου και
Των γογγυσμών της.
Από την παραμορφωμένη φύση
Από την παραμορφωμένη φύση, το φύλλο
Συμμετρικό ξεφεύγει και η άγκυρα
Δεν το κρατάει: κιόλας χειμώνας, χειμώνας,
Λίγη φωτιά την καπνιά της στα κανάλια αφήνει. Κανείς, θα μπορούσε και να προδώσει
Στις φλόγες εκείνες τη νύχτα,
Ν’ αρνηθεί
τη γη, τρεις φορές.
Σπας
Που εδώ και χρόνια, τι χρόνια,
Τ’ αστέρια
Στα κανάλια να επιπλέουν,
Βρομισμένα
Κοιτάς
Δίχως απέχθεια όμως,
Αν κάποιον στη γη αγαπάς,
Αν το νωπό το ξύλο τερετίζει, και
Αποτεφρώνεται η γεωμετρία
Του φύλλου που, τσιρίζοντας, σε ζεσταίνει.
(μετ. Χρίστος Κρεμνιώτης)