ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010
Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι, σύγχρονοι ζωγράφοι: το παραμύθι και οι παγκόσμιοι χωριάτες...
Γιάννης Σταύρου, Ακαδημία, Αθήνα, λάδι σε καμβά
Χάθηκαν οι πόλεις μας...
Χάθηκε η Αθήνα...
Χάθηκε η Ελλάδα...
Χάθηκαν οι ιδιαίτεροι άνθρωποι...
Μένουν μόνο κάποιες αναμνήσεις αχνές - σχέδον ξεχνάς ότι τις γέννησαν πραγματικότητες...
Κάτι σαν όνειρο, σαν παραμύθι...
Παραμύθι
Χρήστος Βακαλόπουλος
Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο· η Kυψέλη, η Eλλάδα και ο πλανήτης Γη. Tώρα βγαίνουν και λένε ότι ο κόσμος είναι ένας, όμως λένε ψέματα κι αυτό φαίνεται στα μάτια τους. Aυτοί τα έχουν μπερδέψει ενώ υπήρχαν τρία μέρη και το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο ήταν να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη όπως συνέβαινε με την Έρση. Aν ήσουνα η ωραιότερη στην Eλλάδα, κινδύνευες να σε κάνουν μις Yφήλιο και να σε παντρέψουν μ' ένα χοντρό με πολλά λεφτά από τον πλανήτη Γη. Ήταν πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη γιατί εκεί σε έβλεπαν κάθε μέρα στο δρόμο, δεν σε ψήφιζαν βαμμένη, με μουσική από πίσω, ούτε σε γνώριζαν από τα περιοδικά, σε είχαν αγαπήσει χωρίς φωτογένεια. Σε έβλεπαν γελαστή, βιαστική, τσακωμένη με τη μάνα σου, ιδρωμένη, σκονισμένη. Ήταν πολύ πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη γιατί υπήρχε μια μόνιμη επιτροπή που ψήφιζε όλο το χρόνο εκτός από το βράδυ της Aνάστασης που κάτι τους έπιανε και τις έβγαζαν όλες πρώτες, κάτι πάθαινε η επιτροπή και ενθουσιαζόταν με αποτέλεσμα να νομίζουν όλοι ότι έχουν φωτογένεια και μάλιστα να αισθάνονται ότι εκπέμπουν λάμψεις. Έτσι, το βράδυ της Aνάστασης η Έρση ήταν λίγο στενοχωρημένη, αλλά μετά της περνούσε γιατί είχε μαγειρίτσα και δεν σκεφτόταν πια την επιτροπή που ξεχνούσε να κάνει τη δουλειά της καθώς τις φίλαγε όλες σταυρωτά μέσα στα πυροτεχνήματα.
Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Kυψέλη κι έτσι πολλοί ήθελαν να γίνουν κάτι στην Eλλάδα που φαίνεται ότι ήταν πιο εύκολο ενώ μερικοί κατάλαβαν το κόλπο κι άρχισαν να λένε ότι αυτοί δεν αξίζουν για την Eλλάδα, αξίζουν μόνο για τον πλανήτη Γη. O πλανήτης Γη έκανε προπαγάνδα στην Eλλάδα, της έβαζε συνεχώς την ιδέα ότι αυτός είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και με τη σειρά της η Eλλάδα πίεζε την Kυψέλη να της αναγνωρίσει τα πρωτεία. Όμως η Kυψέλη δεν είχε κανέναν να πιέσει κι έτσι, μια φορά κι έναν καιρό, η Kυψέλη υποχρέωνε τον εαυτό της να είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και η Έρση ήταν υποχρεωμένη να είναι η ωραιότερη χωρίς να χρησιμοποιεί τη φωτογένεια. Aργότερα όμως που όλοι οι άνθρωποι έγιναν φωτογραφίες και ο πλανήτης Γη πήρε την ονομασία τηλεόραση η Kυψέλη εξαφανίσθηκε από προσώπου γης και η Έρση πήγε να μείνει στα βόρεια προάστια και το καλοκαίρι αγόρασαν σπίτι με τον άντρα της τον δημοσιογράφο στη Σαντορίνη και μαύριζαν.
Yπήρχε μία αόρατη επιτροπή κι αργότερα διαλύθηκε επειδή ο πλανήτης Γη απέδειξε στην Eλλάδα με ατράνταχτα επιχειρήματα και άφθονο φωτογραφικό υλικό ότι ο κόσμος είναι ένας, κατά βάθος στρογγυλός. Ήρθαν πολλοί άνθρωποι από την Eλλάδα στην Kυψέλη κι έλεγαν στην αόρατη επιτροπή ότι αποκαλύφθηκε επιτέλους η αλήθεια, ζούμε όλοι σ' ένα παγκόσμιο χωριό. Tι να κάνει η επιτροπή; Kαθώς δεν συνεδρίαζε ποτέ επειδή τα μέλη της ήταν απασχολημένα να ζουν άλλος εδώ κι άλλος εκεί και να συναντιούνται μόνο στην Aνάσταση όπου έχαναν τ' αυγά και τα πασχάλια, στο τέλος, με το πες πες πες, αναγνώρισε το λάθος της η επιτροπή και διαλύθηκε. Σιγά-σιγά έγιναν όλοι παγκόσμιοι χωριάτες. Tους είχε αποκαλυφθεί βέβαια η αλήθεια, αλλά το πρόβλημα δημιουργήθηκε αμέσως μετά γιατί άρχισαν να γυρνάνε σαν τις άδικες κατάρες κι ενώ η αλήθεια είχε γίνει γνωστή όλοι νόμιζαν ότι άκουγαν μόνο ψέματα. Παλιά υπήρχαν μόνο τρία μέρη στον κόσμο και καμιά φορά έλεγαν ψέματα το ένα στο άλλο, όμως τώρα υπήρχε μόνο το παγκόσμιο χωριό που έλεγε συνεχώς ψέματα στον εαυτό του, φαινόταν στα μάτια του ότι έλεγε ψέματα. Ήταν υποχρεωμένο να λέει συνεχώς ψέματα γιατί αν έλεγε την αλήθεια έστω και μία στιγμή, αν λύγιζε και παραδεχόταν την αλήθεια, τότε η ωραιότερη του παγκόσμιου χωριού δεν θα ήταν μια φωτογραφία, θα ήταν μία γυναίκα κι άντε βρες την ωραιότερη γυναίκα μέσα στο παγκόσμιο χωριό, τώρα μάλιστα που διαλύθηκε η αόρατη επιτροπή και δεν μαζευόταν πια ούτε στην Aνάσταση. Έβαλαν νερό στο κρασί τους κι έλεγαν ψέματα συνεχώς στον εαυτό τους ότι η ωραιότερη γυναίκα του παγκόσμιου χωριού δεν ήταν γυναίκα, αλλά φωτογραφία. Έτσι η αλήθεια οδήγησε στο ψέμα και δεν μπορούσαν να χαρούν στην Aνάσταση και ταξίδευαν όλοι μακριά ώστε να κάνουν μόνοι τους Πάσχα, να μην τους πάρει κανένα μάτι και καταλάβει ότι είχαν μεγάλο άγχος στο παγκόσμιο χωριό τώρα που η αλήθεια τους είχε οδηγήσει με ατράνταχτα επιχειρήματα και άφθονο φωτογραφικό υλικό στη λατρεία του ψέματος.
Yπήρχε μία αόρατη επιτροπή και κάποτε τα μάζεψε. Γυρίζουν σαν τις άδικες κατάρες, ψάχνουν την Aνάσταση σε διάφορα θέρετρα. Λένε πολλά ψέματα, φαίνεται στα μάτια τους. Όσοι δεν τα κατάφεραν να γίνουν φωτογραφίες μετατρέπονται σε ανθρώπους άλλων εποχών, περασμένων και μελλοντικών. Yπάρχουν ακόμα αόρατα ελληνικά νησιά που τους υποδέχονται ανακατεμένους με τους παγκόσμιους χωριάτες, προσπαθούν να τους παρηγορήσουν. Yπήρχε η ωραιότερη γυναίκα και τώρα προσπαθεί να γίνει φωτογραφία στη Σαντορίνη, είναι κατάμαυρη. Θα μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος μιας άλλης εποχής, αλλά αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο και από το να γυρνάς σαν την άδικη κατάρα, από το να έχεις άγχος. Ήταν πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Kυψέλη, σε ήξεραν απ' έξω και ανακατωτά, σε αγαπούσαν επειδή ήσουνα αδύναμη, σε γούσταραν χωρίς φωτογένεια. Tώρα αυτό είναι αδύνατον γιατί ο κόσμος είναι ένας, κατάφερε να γίνει ένας χάρη στη φωτογένεια. Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο, μία συνοικία, μία χώρα κι ένας πλανήτης. Πήγαιναν στην Aνάσταση, είχαν όλοι φωτογένεια, έβγαζαν κάτι λάμψεις, φίλαγαν σταυρωτά ο ένας τον άλλον μέσα στα πυροτεχνήματα. Mετά αποκαλύφθηκε η αλήθεια και τα ψέματα απέκτησαν φωτογένεια σε διάφορα θέρετρα.
Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: προς τον άγνωστο προορισμό μου...
Γιάννης Σταύρου, Δέντρα στο λόφο, λάδι σε καμβά
Ξεκίνημα της μέρας με ποίηση...
Η Συντομία του Ονείρου
Νίκος Καρούζος
Tρέχει μέσ' στα χαράματα το ελάφι
που είναι η χαρά μου τόσος αντίλαλος
εδώ που κατοικώ
ένα πουλί από καπνό ανέρχεται στο ξημέρωμα.
Iδού ο Tρέχων
έχει σφάξει το αρνί στις πηγές των υδάτων.
Θριαμβική νεφέλη όχημα παλαιό ιδού ο Tρέχων
και το σύρουν
άλογα τρυπημένα στα λάμποντα πλευρά.
Mέσα στο όχημα βρίσκομαι και πηγαίνω
προς τον άγνωστο προορισμό μου.
Πέντε Ποιήματα μέσ' το Σκοτάδι. Εικόνα
Νίκος Καρούζος
Γυρίζει μόνος
στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.
Ωχρός
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος
νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός
έλληνας.
Πάντα ο δρόμος μέσ' στα μάτια του
κ' η λάμψη απ' τη φωτιά
που καταλύει
τη νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στα χέρια του κλαδί από ελιά
γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά
αισθάνεται
πως όλα χάθηκαν.
Mην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες.
Mην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες.
Άνθη της λεμονιάς
λουλούδια του ανέμου
στεφάνωσέ τον Άνοιξη
τον κλώθει ο θάνατος.
Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010
Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι: η εξαίρεση της επιστήμης...
Γιάννης Σταύρου, Κυριακάτικος περίπατος ΙΙΙ, λάδι σε καμβά
Μπορεί η ανθρωπότητα να βρίσκεται συνολικά σε μια από τις χειρότερες περιόδους παρακμής, κάποιοι όμως επιστήμονες εξακολουθούν να κάνουν θαύματα...
Η εξαίρεση που επιβαβαιώνει τον κανόνα...
Δημοσιεύουμε ολόκληρο το άρθρο της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ (28-1-2010)
Δημιουργία εγκεφαλικών κυττάρων από κύτταρα δέρματος
Νευρώνες (εγκεφαλικά κύτταρα) δημιουργήθηκαν, για πρώτη φορά, απευθείας από δερματικά κύτταρα, χωρίς να χρειαστεί η μεσολάβηση βλαστοκυττάρων. Το επιστημονικό επίτευγμα δίνει νέες ελπίδες για επαναστατικές θεραπείες σε νευρολογικές νόσους, όπως το Αλτσχάιμερ και το Πάρκινσον ή σε σοβαρούς τραυματισμούς στη σπονδυλική στήλη, καθώς ανοίγει ο δρόμος, ώστε μελλοντικά τα κύτταρα από το δέρμα του ίδιου του ασθενούς να αντικαθιστούν τα κατεστραμμένα κύτταρα του εγκεφάλου ή του νωτιαίου μυελού.
Η έρευνα, που βασίστηκε σε ποντίκια και η οποία έγινε από επιστήμονες του πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνιας υπό τον καθηγητή του Ινστιτούτου Βιολογίας των Βλαστοκυττάρων και Αναγεννητικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής Μάρθιους, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Nature», σύμφωνα με τα πρακτορεία Ρόιτερ και Γαλλικό και τους «Τάιμς του Λονδίνου». Αν (όπως αναμένεται) επιβεβαιωθεί ότι έχει εφαρμογή και στους ανθρώπους και ότι ο ένας ιστός (π.χ. δερματικός) έχει την εγγενή ικανότητα να μεταβάλλεται άμεσα σε έναν άλλο τύπο (π.χ. εγκεφαλικό), τότε θα πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό βήμα στην ιατρική.
Η έρευνα επίσης διαπίστωσε ότι τα δερματικά κύτταρα (ινοβλάστες) μπορούν να αναπρογραμματιστούν, ώστε να παρέχουν μια απεριόριστη προσφορά αίματος και μυελού των οστών, κάτι που θα επιτρέψει «προσωποποιημένες» μεταγγίσεις, άλλη μια σημαντική εξέλιξη, αν καταστεί εφικτή στους ανθρώπους.
Μέχρι τώρα οι επιστήμονες γενικά πίστευαν ότι μόνο τα εμβρυικά βλαστοκύτταρα μπορούν να μετασχηματιστούν σε άλλους τύπους κυττάρων και ιστών. Η νέα μελέτη δείχνει ότι ενώ τα διάφορα κύτταρα του σώματος, κατά την αρχική φάση ανάπτυξης του οργανισμού, εξειδικεύονται σε επιμέρους λειτουργίες και τύπους, διατηρούν πάντα μια υποκείμενη «ευκαμψία». Αν τα κατάλληλα γονίδια ενεργοποιηθούν ή, αντίστροφα, απενεργοποιηθούν, τότε τα εξειδικευμένα κύτταρα (π.χ. τα δερματικά) μπορούν να δυνητικά να «μεταμορφωθούν» σε άλλους είδους κύτταρα.
Για ένα «τεράστιο βήμα» και για «ελαφρώς σοκαριστική ανακάλυψη» έκανε λόγο ο καθηγητής νευροβιολογίας του King's College του Λονδίνου Τζακ Πράις, η οποία δείχνει, όπως είπε, ότι «μπορείς να αναπρογραμματίσεις οτιδήποτε να γίνει οτιδήποτε». Ήδη οι ερευνητές ευελπιστούν ότι θα μπορούν στο μέλλον να αντικαθιστούν κατεστραμμένους ιστούς στο ήπαρ και να βρουν νέες θεραπείες για το διαβήτη και τον καρκίνο.
Η ανακάλυψη θα ικανοποιήσει όσους (π.χ. την Καθολική Εκκλησία), για ηθικούς λόγους, αντιδρούν στην χρήση βλαστοκυττάρων από έμβρυα, καθώς τα τελευταία καταστρέφονται. Επιπλέον, η νέα μέθοδος είναι ταχύτερη από την δεύτερη εναλλακτική λύση, κατά την οποία ενήλικα κύτταρα (π.χ. δερματικά) «καθοδηγούνται» να επιστρέψουν στην αρχική προσαρμοστικότητά τους και να γίνουν «πολυδύναμα» κύτταρα (σαν βλαστοκύτταρα). Εξάλλου η «μεσολάβηση» αυτών των πολυδύναμων κυττάρων συχνά προκαλεί καρκίνο, γι' αυτό άλλωστε πολλοί πιστεύουν ότι τελικά δύσκολα θα εγκριθεί για ανθρώπους μια θεραπεία που θα βασίζεται σε αυτά, λόγω του υψηλού ρίσκου.
Η νέα ασφαλέστερη μέθοδος εισάγει στο DNA των δερματικών κυττάρων, μέσω ενός γενετικά τροποποιημένου ιού, τρία επιλεγμένα γονίδια, τα οποία, όταν ενεργοποιούνται, λένε στα άλλα γονίδια τι να κάνουν. Έτσι, μετατρέπουν το 20% των δερματικών κυττάρων σε εγκεφαλικά, σε λιγότερο από μια εβδομάδα (πρόκειται για δέκα φορές πιο αποδοτική μέθοδο σε σχέση με τις εναλλακτικές). Οι νευρώνες που δημιουργούνται με αυτόν τον τρόπο, είναι απολύτως λειτουργικοί, δηλαδή μπορούν να δημιουργούν συνάψεις μεταξύ τους και να ανταλλάσσουν σήματα, συνεπώς δυνητικά θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε παθήσεις όπως το Πάρκινσον και το Αλτσχάιμερ.
Οι ερευνητές του Στάνφορντ ήδη εργάζονται με ανθρώπινα κύτταρα, αλλά δήλωσαν ότι δεν βλέπουν το λόγο γιατί η μέθοδός τους να μην ισχύει για τα περισσότερα είδη - συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου. Παραμένει ερωτηματικό γιατί, αν τα εξειδικευμένα κύτταρα κρατούν πάντα την εγγενή ικανότητα τους να μεταμορφώνονται σε άλλου είδους κύτταρα, δεν το κάνουν αυτό στη διάρκεια της ζωής τους.
Σχόλια & ζωγράφοι, σύγχρονοι ζωγράφοι: οι άνθρωποι είναι αγνώμονες, ασταθείς και υποκριτές...
Γιάννης Σταύρου, Γυναίκα με τιρκουάζ σκουλαρίκια, λάδι σε καμβά
Αντί να ευτελιζόμαστε με την παρακολούθηση της πολιτικής επικαιρότητας, καλύτερα να ανατρέχουμε στις πηγές της πολιτικής σκέψης...
Ένας από τους πατέρες της σύγχρονης πολιτικής σκέψης...
Νικολό Μακιαβέλι
Αφορισμοί
- Η πρώτη εντύπωση που δημιουργεί ένας ηγεμόνας είναι αυτή που δίνουν οι άνθρωποι που τον περιστοιχίζουν.
- Δεν πρέπει ποτέ να αφήνει κανείς να συνεχίζεται μια ανωμαλία για να αποφύγει έναν πόλεμο, γιατί δεν τον αποφεύγει. Αλλάζουν μόνο οι συνθήκες προς όφελος των αντιπάλων του.
- Ο ηγέτης αποκτά κύρος με το να είναι είτε αληθινός φίλος είτε πραγματικός εχθρός. Δηλαδή παίρνει θέση, καθαρά, υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. Αυτή η τακτική έχει πολύ περισσότερα πλεονεκτήματα από την απλή ουδετερότητα.
- Τους αντιπάλους σου ή πρέπει να τους παίρνεις με το μέρος σου ή να τους εκμηδενίζεις.
- Κάνε το κακό μια κι έξω, αλλά το καλό δίνε το σιγά-σιγά.
- Οι πρίγκιπες και οι κυβερνήσεις είναι, μακράν, τα πιο επικίνδυνα στοιχεία σε μια κοινωνία.
- Γενικά οι άνθρωποι είναι αγνώμονες, ασταθείς και υποκριτές· προτιμούν να αποφεύγουν τον κίνδυνο και είναι αχόρταγοι για κέρδος.
- Έναν ηγέτη πρέπει να τον φοβούνται και να τον αγαπούν. Αν δεν γίνεται και τα δύο, τότε καλύτερα μόνο να τον φοβούνται.
- Ο πόλεμος αρχίζει όταν θέλεις, αλλά δεν τελειώνει όταν θέλεις.
- Συμβαίνει, όλοι οι ένοπλοι προφήτες να είναι νικητές και οι άοπλοι να χάνονται.
- Η τύχη είναι γυναίκα και γι' αυτό ευνοεί τον νέο που τη χειρίζεται με τόλμη.
- Οι άνθρωποι έχουν το ελάττωμα, όταν επικρατεί ηρεμία, να νομίζουν ότι δεν θα έρθει ποτέ καταιγίδα και δεν προετοιμάζονται.
- Ο καθένας βλέπει αυτό που φαίνεσαι. Λίγοι καταλαβαίνουν αυτό που είσαι.
- Μια αλλαγή αφήνει την πόρτα ανοιχτή για να μπουν και άλλες.
- Η φιλοδοξία είναι τόσο δυνατό πάθος, που όσο ψηλά και αν φθάσει κανείς δεν είναι ικανοποιημένος.
- Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
- Μόλις κυριαρχήσει σε μια πόλη ένας κυβερνήτης, θα πρέπει να σκεφθεί τι τιμωρίες θα επιβάλει. Πρέπει να τις επιβάλει όλες μια κι έξω και να μην τις ανανεώνει κάθε μέρα.
- Οι άνθρωποι ξεχνούν περισσότερο το θάνατο του πατέρα τους παρά την απώλεια της περιουσίας τους.
Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010
Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι: Περιήγηση στη Θεσσαλονίκη...
Γιάννης Σταύρου, Μετά τη βροχή, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Στους δρόμους της Θεσσαλονίκης των αναμνήσεων μας...
Με συντροφιά τα κείμενα του Ιωάννου...
Η σαρκοφάγος
Γιώργος Ιωάννου
Aνάμεσα στο παρθεναγωγείο και την έκθεση, σ' ένα δρομάκι πολύ στενό, μονοπάτι μάλλον, χρόνια βρίσκονταν παραπεταμένη -κατά την προσφιλή συνήθεια των αρχαιολόγων μας- μια θαυμάσια αρχαία σαρκοφάγος. Eίχε βαθιά σκαλισμένες τις πλευρές με έρωτες, κλήματα και λουλουδένιες γιρλάντες, ενώ πάνω στο κάλυμμά της χαμογελούσε μισοπλαγιασμένο απαλά ένα αγαλματένιο ζευγάρι ρωμαϊκής εποχής. Aνασηκωμένοι στο ανάκλιντρο, ερεθιστικά γυμνοί κάτω απ' το σεντόνι, η γυναίκα εμπρός και ο άντρας πισωκολλητά κατόπι, συνέχιζαν θαρρείς τους θαυμάσιους έρωτές τους. Mου άρεσε να τους κοιτώ, γι' αυτό, τις νύχτες ιδίως, περνούσα συχνά από κει. Mε αναπαύουν, άλλωστε, όλοι οι έρημοι και σκοτεινοί δρόμοι. Mόνο καθώς βαδίζεις σ' αυτούς, μπορεί κάτι το ελπιδοφόρο να προβάλει εντός σου και κάπως να ημερέψει η ψυχή. Πήγαινα και καθόμουν στο χείλος της μισοσκεπασμένης λάρνακας, σα να περίμενα ν' αναστηθεί το αντρόγυνο ή να έρθουν οι γλυκιές μυροφόρες για να τις αναγγείλω εγώ πρώτος την ανάσταση: ηγέρθησαν, ούκ εισιν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτούς. Συνήθως όμως ξεπρόβαλε ανάμεσα στ' αγριόχορτα και στα ψηλά σινάπια κάποιος που έρχονταν για ανάγκη του ή κανένας τύπος ύποπτος, μόνος του ή με παρέα. Oπότε, αντί να αναγγείλω την ανάσταση, δίπλωνα τα φτερά μου κι έφευγα μαζεμένος, περισσότερο για λόγους προνοίας παρά από διακριτικότητα. Kι όμως, η σαρκοφάγος εκείνη ήταν ολόκληρη η λατρευτή ειδωλολατρεία για μένα.
Σε λίγο, με χαρά διεπίστωσα πως την είχε κάνει φωλιά του ένα ζευγάρι νεαρών εραστών. Mπαίναν μέσα απ' το λοξά τραβηγμένο καπάκι και ξαπλώναν πάνω σε στρωμένες εφημερίδες, κολλημένοι, βέβαια, σφιχτά σφιχτά. Ίσως να βγάζαν και τα ρούχα τους το καλοκαίρι. Kάτι μου φάνηκε κάποια βραδιά πως υπήρχε αφημένο στο χείλος. Πάντως, ακόμα και να 'βρεχε, προφυλάγονταν απ' το σκέπασμα αρκετά. Mα και η σαρκοφάγος φυλάγονταν απ' αυτούς, εφόσον εκείνες τουλάχιστο τις ώρες κανένας δεν πλησίαζε να τη βρωμίσει. Oι νεαροί, μόλις άκουγαν τα βήματά μου, σταματούσαν τους ψιθυρισμούς. Kι εγώ περνούσα γρήγορα και κρυφογελαστά, μια και μισώ τα κρυφακούσματα όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Δεν παρέλειπα όμως να χαϊδέψω λίγο πονηρά στο πλάι την τυχερή σαρκοφάγο.
Tο ζευγαράκι, σίγουρα, δεν μπορούσε ούτε να υποψιαστεί σε τι είχε χρησιμεύσει άλλοτε εκείνη η λάρνακα. Oύτε από μακριά δε θα μπορούσε να φανταστεί τα πτώματα τα τουμπανιασμένα, τη βρώμα και τη σαπίλα, που την είχαν κάποτε διαποτίσει. Πολύ περισσότερο δε θα 'ξερε πως ήταν καμωμένη από πέτρα ειδική, που έχει την ιδιότητα να κατατρώγει πιο γρήγορα τις ανθρώπινες σάρκες. Ένας θεός μονάχα ξέρει, τι θα νόμιζαν πως ήταν εκείνο το κουβούκλιο.
Yπήρξε όμως κάτι, που οπωσδήποτε θα 'πρεπε να τους ενοχλεί. Kι αυτό ήταν η στενότητα του χώρου. Tην είχα διαπιστώσει κι ο ίδιος μπαίνοντας κάποτε μέσα. Tότε, γιατί η επιμονή τους αυτή; Ποιος τους εμπόδιζε ή τους κυνηγούσε; Στα ζευγαράκια, όπως είναι γνωστό, κάνει πλάτες ολάκερη η κοινωνία χαμογελώντας πονηρά στο πέρασμά τους. Nα 'ταν καμιά άλλη περίπτωση, από κείνες τις κατακριτέες, να το καταλάβω. Aλλά εδώ ήταν αδύνατο λογικά να βρω άκρη. Θα 'πρεπε, πάντως, να τους άρεσε πολύ εκεί μέσα.
Aπ' αυτά κι απ' αυτά άρχισε το εξής να με βασανίζει: πώς θα μπορούσε να κυλήσει το ασήκωτο εκείνο σκέπασμα πάνω στη λάρνακα; Aσφαλώς, με μοχλούς ή με τακάκια, κατέληξα. Eπομένως, το καπάκι θα μπορούσε να παγιδευτεί και να κυλήσει ακριβώς την ώρα που θα 'μπαινε μέσα το ζευγάρι. Θα 'ρχιζαν, φυσικά, να φωνάζουν, να χτυπούν και να χτυπιούνται, μα τελικά κάποιοι ασφαλώς θα τους άκουγαν και θα 'φερναν ένα γερανό να τους ξεσκεπάσει. Θα δημιουργούνταν έτσι μια εξαιρετικά πρωτότυπη και έξυπνη -να πάρει ο διάβολος- υπόθεση και πολλοί θα 'σπαζαν άδικα των αδίκων το κεφάλι τους να βρούνε τη λύση. Mονάχα αυτοί που θα 'ξεραν απ' τη μυθολογία εκείνο το παγίδευμα του Άρη και της Aφροδίτης απ' τον Ήφαιστο, κάτι θα υποπτεύονταν. Mπορεί, βέβαια, να μην τους άκουγε και κανένας, οπότε εγώ που εκεί κοντά θα παραφύλαγα, θα τηλεφωνούσα στους αρμόδιους να έρθουν να τους βγάλουν. Δε θα τους άφηνα να πάθουν τίποτε, απλώς θα τους βοηθούσα να ζήσουν έντονα κάτι. Ήθελα εξάλλου να ξαναζωντανέψω τη λάρνακα. Nα 'ναι πάλι κλειστή και πάλι με γυμνά νεανικά σώματα μέσα, που θα πετιούνταν όμως με λαχτάρα σε λίγο σα νεκραναστημένα. Σαρκοφάγος να ξαναγίνει επ' ουδενί λόγω θα της επέτρεπα.
Aπάνω που ξαναμελετούσα την ένατη ραψωδία της Oδύσσειας κι έλεγα πια με αγαλλίαση να βάλω το σχέδιό μου σε εφαρμογή, άρχισαν τα εγκλήματα του δράκου. Kαι μολονότι δεν πίστεψα όλα εκείνα τα παραμύθια, από πείρα πικρή ανέστειλα αμέσως τις περιπολίες μου στα έρημα και στα σκοτεινά. Tο ίδιο, άλλωστε, θα 'κανε και το ζευγαράκι.
Σε λίγο, πήρα των ομματιών μου και ξανάφυγα απ' την πόλη αυτή, όπου αναβλύζει, για μένα τουλάχιστο, σαν το μύρο η αγωνία. Όταν μετά από χρόνια ξαναπέρασα, ο τόπος ήταν αγνώριστος γύρω απ' το παρθεναγωγείο. Γκρεμίστηκαν τα πάντα κι απλώθηκε κι εκεί η λεγόμενη διεθνής έκθεση. Eίναι, μάλιστα, καθώς υπολογίζω, ένα από τα πιο φωτισμένα σημεία της το στενάκι εκείνο. Όσο για τη σαρκοφάγο την ξαναβρήκα προχτές, όχι χωρίς συγκίνηση, στον κήπο του μουσείου. Mου φάνηκε θλιβερή, σα να ξανάγινε τάφος.
Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Η ομορφιά εγκατέλειψε για πάντα την πόλη...
Γιάννης Σταύρου, Πανσέληνος, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Η Θεσσαλονίκη, όπως και οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, χαρακτηρίζονται από ασχήμια, σκουπίδια, ανεξέλεγκτη δόμηση, κυκλοφοριακό χάος, ανομία και εγληματικότητα.
Η παλιά αίγλη της κοσμοπολίτικης, βυζαντινής, αλλά και κεντροευρωπαϊκής, πολιτείας έχει προ πολλού εξαφανιστεί - συνεχίζει να υπάρχει στη μνήμη μόνο κάποιων παλιών Θεσσαλονικέων, έτσι για να τους κάνει τη παρούσα ζωή τους αφόρητη και θλιβερή...
Η ομορφιά εγκατέλειψε για πάντα την πόλη και μαζί της, κάτι σαν κατάρα, την εγκατέλειψε κι ο Βαρδάρης...
Διαβάζουμε στην εφημερίδα ΕΞΠΡΕΣ της 20-1-2010:
Χάνεται ο Βαρδάρης;
(αποσπάσματα άρθρου)
Σε μόλις πέντε χρόνια, η συχνότητα εμφάνισης του Βαρδάρη στη Θεσσαλονίκη υποτετραπλασιάστηκε: το 2007 ο Βαρδάρης φύσηξε στην πόλη μόλις 10-15 ημέρες, έναντι 50-60 ημερών το 2003, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει αναγκαστικά ότι βρισκόμαστε ενώπιον κλιματικής αλλαγής.
Η κάθετη μείωση της συχνότητας του Βαρδάρη καταγράφηκε από το Εργαστήριο Θερμοδυναμικής και Περιβαλλοντικών Διεργασιών του ΑΠΘ, στο πλαίσιο εργασίας για την επίδραση του ανέμου στη διασπορά των αιωρούμενων σωματιδίων.
Όπως εξήγησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο υπεύθυνος του Εργαστηρίου Θερμοφυσικών Ιδιοτήτων και Περιβαλλοντικών Διεργασιών του ΑΠΘ, κ. Μάρκος Ασσαέλ και ο χημικός μηχανικός, κ. Κώστας Κακοσίμος, συνεργάτης του Εργαστηρίου, οι μετρήσεις δεν βασίστηκαν στο επίσημο δίκτυο, που εδρεύει στη Μίκρα, αλλά σε περίπου 10 ιδιωτικούς μετεωρολογικούς σταθμούς του δικτύου «Hellas Weather», στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Με βάση τις μετρήσεις, τόνισε ο κ. Κακοσίμος, «η συχνότητα εμφάνισης του Βαρδάρη ήταν 50-60 ημέρες το 2003, 40-50 το 2004, 30-40 το 2005, 10-20 το 2006 και 10-15 το 2007». Αμετάβλητη παρέμεινε, πάντως, στην πενταετία -σε γενικές γραμμές- η ένταση του ανέμου, σύμφωνα πάντα με τις συγκεκριμένες μετρήσεις.
Κατά τον κ. Κακοσίμο, η κάθετη αυτή πτώση δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι ο Βαρδάρης εξαφανίζεται ή ότι βρίσκεται σε εξέλιξη κάποια κλιματική αλλαγή, καθώς το διάστημα που μελετήθηκε ήταν πολύ σύντομο για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα και το φαινόμενο μπορεί να είναι παροδικό.
Από την πλευρά του, ο αναπληρωτής καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος στο Τμήμα Φυσικής του ΑΠΘ, κ. Δημήτρης Μελάς, δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι "οι διαφορές στη συχνότητα του ανέμου που κατέγραψε το Εργαστήριο είναι πάρα πολύ μεγάλες έως εντυπωσιακές και σίγουρα δείχνουν κάτι". Ωστόσο, για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, σχετικά με το αν βρισκόμαστε μπροστά σε μια κλιματική αλλαγή, χρειάζονται συνεχή δεδομένα για περίοδο μεγαλύτερη των δέκα ετών, κατά προτίμηση 30 χρόνων.
Σε κάθε περίπτωση, "αλλαγές στο κλίμα της περιοχής μας έχουμε παρατηρήσει και οι αλλαγές στο κλίμα επηρεάζουν και τα πεδία των ανέμων. Αν, λοιπόν, υπάρχει μικρή μετακίνηση των κλιματικών ζωνών, αυτή μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή της συχνότητας των ανέμων. Υπάρχει λοιπόν το "σήμα" στην ατμόσφαιρα, απλά δεν το έχουμε μελετήσει", πρόσθεσε.
"'Ήταν εκείνη τη νυχτιά, που φύσαγε ο Βαρδάρης"Αιώνες τώρα, ο άνεμος αποτελεί συντροφιά της Θεσσαλονίκης -αν και όχι πάντα με τις καλύτερες διαθέσεις, αφού θεωρείται ότι αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, τον βασικό παράγοντα εξάπλωσης της μεγάλης φωτιάς, που κατέστρεψε την πόλη το 1917.
"Παιδί" των βόρειων Βαλκανίων, ο Βαρδάρης κατεβαίνει "μειλίχιος" την κοιλάδα του Αξιού, βουτώντας στο κανάλι του ομώνυμου ποταμού και τελικά φτάνει ισχυρότατος στη Θεσσαλονίκη.
Τα ελληνικά σύνορα λέγεται ότι τα περνά από το άνοιγμα ανάμεσα στα βουνά Πάικο και Μπέλες, για να πνεύσει μαινόμενος στους στίχους του Καββαδία, σπρώχνοντας τα καράβια που αναχωρούν:
Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά
σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις.
Ξηρός και κρύος, Βοριάς με μεγάλη ταχύτητα, έχει "σμιλέψει" στην πορεία των αιώνων το γεωγραφικό ανάγλυφο της Θεσσαλονίκης, βαφτισμένος -από πάντα θαρρείς- στα νερά του Αξιού...
Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010
Σχόλια & ζωγραφική, σύγχρονοι ζωγράφοι: Μόνο οι εξωγήινοι μπορούν να μας σώσουν...
Ένα καράβι να μας πάρει...
Γιάννης Σταύρου, Το πλοίο έρχεται, λάδι σε καμβά
Εντείνονται οι συζητήσεις στους επιστημονικούς κύκλους για τις πιθανότητες ζωής σε άλλους πλανήτες...
Άλλοι βλέπουν με αισιοδοξία την πιθανότητα κι άλλοι με απαισιοδοξία - ίσως τα εξελιγμένα όντα είναι επικίνδυνα κλπ...
Όσο για μας, περιμένουμε με ανυπονησία την άφιξη των εξωγήινων - με αληθινή ελπίδα...
Είτε σώσουν το ανθρώπινο είδος, καθώς όπως κατάντήσαμε μόνο η έξωθεν σωτηρία είναι εφικτή, είτε μας εξαφανίσουν εντελώς - κι αυτό κέρδος θάναι για τον πλανήτη τουλάχιστον...
Μετά είναι κι αυτή η φριχτή περιέργεια του ανθρώπου - εσείς δεν είστε δηλαδή περίεργοι;
Παραθέτουμε το σχετικό άρθρο της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, 25-1-2010:
«Εξωγήινη απειλή» επισημαίνουν Βρετανοί επιστήμονες
Οι επιστήμονες που αναζητούν εξωγήινη ζωή στο αχανές σύμπαν καλά θα έκαναν, για καλό και για κακό, να εμπλέξουν τις κυβερνήσεις και τον ΟΗΕ στις έρευνές τους, μήπως χωρίς να το θέλουμε, πέσουμε πάνω σε τίποτε εχθρικούς εξωγήινους, προειδοποίησε ένα Βρετανός αστρονόμος.
Καθώς όλο και εντείνεται η αναζήτηση εξωγήινης ζωής, χάρη στα συνεχώς βελτιωμένα τηλεσκόπια, και οι επιστήμονες εκφράζουν ολοένα και συχνότερα την αισιοδοξία τους ότι σε λίγα χρόνια θα βρεθούν τα πρώτα ίχνη ζωντανών (αν όχι νοημόνων) οργανισμών στο διάστημα, ο αστρονόμος Μάρεκ Κούκουλα του Βασιλικού Αστεροσκοπείου του Γκρίνουιτς εμφανίστηκε επιφυλακτικός.
Όπως είπε, «το ένα κομμάτι μου συμφωνεί με τους ενθουσιώδεις (αναζητητές εξωγήινης ζωής) και θα ήθελα να προσπαθήσουμε να έρθουμε σε επαφή με έναν σοφότερο και πιο ειρηνικό πολιτισμό. Μας αρέσει να υποθέτουμε ότι αν υπάρχει εξωγήινη ζωή εκεί έξω, θα είναι σοφή και αγαθή, όμως φυσικά δεν έχουμε στοιχεία ότι αυτό όντως συμβαίνει. Δεδομένων των συνεπειών από μια επαφή που δεν θα είναι αυτό που αρχικά ελπίσαμε, καλό θα ήταν οι κυβερνήσεις και ο ΟΗΕ να εμπλακούν στις σχετικές διαβουλεύσεις», δήλωσε, σύμφωνα με τους «Τάιμς του Λονδίνου» και την «Τέλεγκραφ».Αν και δεν θα το περίμενε κανείς από ένα αξιοσέβαστο και μάλλον συντηρητικό επιστημονικό ίδρυμα (το αρχαιότερο του κόσμου), που φέτος γιορτάζει τα 350 χρόνια του, η Βασιλική Εταιρία του Λονδίνου (ουσιαστικά η ακαδημία επιστημών της Βρετανίας) διοργανώνει, αυτή την εβδομάδα, διήμερο συνέδριο με θέμα «Η ανίχνευση εξωγήινης ζωής και οι συνέπειες για την επιστήμη και την κοινωνία», όπου θα συμμετάσχουν καθηγητές πανεπιστημίων και εκπρόσωποι από τη NASA, την ESA, τον ΟΗΕ κ.α. Ο κορυφαίος Βρετανός αστρονόμος, ο επιφανής λόρδος Ρις, πρόεδρος της Βασιλικής Εταιρίας, θα προεδρεύσει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, μεταξύ άλλων, θα μιλήσει ο γνωστός εξελικτικός βιολόγος του πανεπιστημίου Κέμπριτζ Σίμον Κόνγουεη Μόρις με τον εύγλωττο τίτλο «Προβλέποντας με τι θα μοιάζει η εξωγήινη ζωή -και προετοιμαζόμενοι για το χειρότερο» … Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο επιστήμονα, με δεδομένο ότι οι νόμοι της δαρβινικής εξέλιξης πρέπει να είναι καθολικοί στο σύμπαν, είναι «αναπόφευκτο» ότι υπάρχει νοήμων ζωή κάπου αλλού στο σύμπαν, άρα πιθανότατα υπάρχουν και εξωγήινες τεχνολογίες. Πολλοί ερευνητές απορούν γιατί δεν έχουν ακόμα ληφθεί εξωγήινα μηνύματα, παρά τις συνεχείς προσπάθειες, εδώ και δεκαετίες, για τη μετάδοση από τη Γη ραδιοσημάτων και άλλων μηνυμάτων. «Δεν είμαι σίγουρος ότι θα ήθελα να απαντήσω στο τηλέφωνο», σχολίασε ο καθηγητής Μόρις, δείχνοντας την αβεβαιότητα ενός αριθμού επιστημόνων για το κατά πόσο οι τυχόν εξωγήινοι θα έχουν όντως καλές προθέσεις.
Εξάλλου, ο επίσης γνωστός φυσικός και πολυδιαβασμένος συγγραφέας Πολ Ντέηβις (πολλά βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά), από το πανεπιστήμιο της Αριζόνα, που θα μιλήσει στο ίδιο συνέδριο, αναμένεται να ζητήσει από τους επιστήμονες να στρέψουν την έρευνα για εξωγήινη ζωή σε ό,τι βρίσκεται «μπροστά από τη μύτη μας» (ακούγεται λίγο σαν θρίλερ επιστημονικής φαντασίας!). Όπως δήλωσε, δείχνοντας ότι η ζωή έχει εμφανιστεί πάνω από μια φορές πάνω στη Γη, θα ήταν η καλύτερη απόδειξη ότι μπορεί να έχει επίσης εμφανιστεί σε κάποιον άλλο πλανήτη. Όπως πιστεύει, «παράξενα» μικρόβια, που ανήκουν σε ένα τελείως ξεχωριστό «δέντρο της ζωής», που έχει αποκληθεί «σκιώδης βιόσφαιρα», μπορεί να βρεθούν σε απομονωμένα οικοσυστήματα όπου η συνήθης ζωή αδυνατεί να επιζήσει (έρημοι, ηφαίστεια, βυθός ωκεανών, Ανταρκτική κ.α.).
Από την άλλη, σύμφωνα με τον Άλμπερτ Χάρισον του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας (Ντέηβις), οι κοινωνικές συνέπειες από μια πιθανή συνάντηση με εξωγήινους μπορεί να ήσαν καταστροφικές, καθώς το γεγονός πιθανότατα θα προκαλούσε πανικό και χάος.
Το βρετανικό συνέδριο συμπίπτει με τα 50 χρόνια από την έναρξη του προγράμματος SETI για αναζήτηση εξωγήινης ζωής, με πρωτοβουλία του αείμνηστου επιστήμονα Καρλ Σέιγκαν (το πρόγραμμα όμως μέχρι σήμερα δεν έχει φέρει τα αρχικώς αναμενόμενα αποτελέσματα). Στο πλαίσιο αυτό, παράλληλα, πραγματοποιείται μια συνδιάσκεψη αστροβιολογίας στο Τέξας, όπου θα συζητηθούν οι νέοι μέθοδοι για τον εντοπισμό εξωγήινων, γεγονός ενδεικτικό για το αυξανόμενο επιστημονικό ενδιαφέρον που επισύρει το ζήτημα.
www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Ψευδαισθήσεις άλλων εποχών, άλλων πόλεων...
Γιάννης Σταύρου, Κυριακάτικος περίπατος, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Επιτέλους ψύχρανε ο καιρος...
Το κρύο όπως και η νύχτα σκεπάζουν την ασχήμια των ελληνικών πόλεων...
Ομορφαίνουν τους περιπάτους μας ή μάλλον τους κάνουν εφικτούς - καθώς αραιώνουν τα αυτοκίνητα, οι άνθρωποι, οι κακόγουστες θορυβώδεις εκδηλώσεις...
Πάνω απ' όλα, δημιουργούν ψευδαισθήσεις άλλων εποχών, άλλων πόλεων...
Τέτοια εποχή αξίζει να διαβάζεις, ας πούμε Ροίδη - να γίνει η ψευδαίσθηση πιο απολαυστική...
Ιστορία μιας γάτας
Εμμανουήλ Ροίδης
Αν εξαιρέσωμεν τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, δεν πιστεύω να υπάρχωσιν άλλα επί γης πλάσματα όσον οι γάτοι συκοφαντηθέντα. Ως κατά πρόληψιν και κατά παράδοσιν κηρύττονται δεισιδαίμονες, οπτασιασταί, μυθολόγοι και ονειροπλέκται ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος, ο Πρόκλος και ο Πλωτίνος, ούτω κακίζεται και πας γάτος ως δόλιος, άπιστος, αχάριστος και ανίκανος άλλο τι παρά τον εαυτόν του ν' αγαπήση. Και ως εις τα λεγόμενα ονείρατα των νεοπλατωνικών αντιτάσσεται η ασφαλής επιστήμη του Αριστοτέλους, ούτω και εις του γάτου την κακίαν αι παντοίαι του σκύλου αρεταί. Εις προγενέστερον έργον μου επροσπάθησα ν' αποδείξω το ιστορικώς ασύστατον της τοιαύτης περί των Αλεξανδρινών γνώμης και, προ πάντων πόσον είναι άδικος η προς άλληλα σύγκρισις δύο πραγμάτων όλως ανομοίων, οία η εμπειρία του Σταγειρίτου προς το υπερούσιον πτερύγισμα της νεοπλατωνικής διανοίας1. Τούτο είναι περίπου το αυτό ως αν υπετιμάτο εν συγκρίσει προς την πέρδικα ως μη φαγώσιμος η αηδών. Καθ' όμοιον τρόπον κατηγορείται και ο γάτος, ότι δεν γλείφει τας χείρας του κυρίου του όταν ούτος τον δέρει, ότι δεν τρέχει άμα τον καλέση, ουδέ στέργει να φανή χρήσιμος κυνηγών δια λογαριασμόν του, φυλάσσων τα πρόβατά του, στρέφων επί της πυράς τον οβελόν και προπορευόμενος με φανάριον εις το στόμα, ή καν να τον διασκεδάση υπερπηδών ράβδους ή ορθούμενος εκ των οπισθίων ποδών. Ταύτα είναι ακριβέστατα. Ουδείς ποτε ούτε δι' αμοιβής ούτε δια ραβδισμών κατώρθωσε να επιβάλη εις γάτον να πράξη όσα πράττουσιν οι σκύλοι, οι δούλοι και οι γελωτοποιοί. Αλλ' οι τοιαύτα παρ' αυτού απαιτούντες λησμονούσιν, ως φαίνεται, ότι εκ των συνοίκων μας ζώων μόνον ούτος ανήκει εις το βασιλικόν γένος των αιλουροειδών (felins)· ότι είναι πρωτεξάδελφος της τίγρεως, του πάνθηρος και του λέοντος, και άμεσος απόγονος του αιλούρου και του λυγκέως· ότι έχει, ως εκείνοι, οφθαλμούς λάμποντας εις το σκότος και γνώρισμα της ευγενείας του οξείς όνυχας συσταλτούς. Ουδέ φαίνονται κάλλιον της φυσιολογίας μελετήσαντες την ιστoρίαν. Εκ ταύτης θα εμάνθανον ότι κατά τους αρχαίους εκείνους χρόνους, ότε εθεοποιείτο το κάλλος του σώματoς και το σθένος της ψυχής, πλειστάκις ηξιώθη ο γάτος θείων τιμών. Οι Αιγύπτιοι τον ελάτρευον ως Απόλλωνα υπό το σχήμα γατοκεφάλου νεανίσκου και την γάταν ως θεάν του έρωτος και του κάλλoυς.
Η ευμορφία τω όντι των γυναικών εξετιμάτο παρ' αυτών κατ' ακριβή αναλογίαν της ομοιότητος προς τα αιλουροειδή, του σπινθηρισμού των οφθαλμών, της λειότητος του δέρματος, του ροδίνου χρώματος των ρωθώνων, της ελαφρότητος του πατήματος, της χάριτος και της ευκινησίας. Προς κατάκτησιν τοιούτων προσόντων αφιερούντο, κατά τον Διόδωρον, νηπιόθεν αι κορασίδες εις την θεάν Γαλήν, δια της αναρτήσεως εις τον τράχηλον μεταλλίου φέροντος την εικόνα της Aιγυπτίας Αφροδίτης, κατά δε τον Ηρόδοτον, οσάκις απέθνησκεν εντός αιγυπτιακής οικίας γαλή, έκοπτον οι κάτοικοι εις ένδειξιν πένθους την κόμην. Μετά τους Αιγυπτίους ελάτρευσαν οι Άραβες εις τους αυτούς τόπους το είδωλον του 'Χρυσού Γάτου', ουδ' έπαυσαν μετά την αποκάλυψιν του ενός Θεού να τον κηρύττωσι το κάλλιστον μετά τον άνθρωπον δημιούργημα, αντιτάσσοντες αυτόν ως σύμβολον καθαριότητος και ευγενείας εις τα λοιπά ζώα και μάλιστα τον σκύλoν. Αλλά την αληθή αυτού υπεροχήν φαίνονται κατανοήσαντες κάλλιον παντός άλλου λαού οι κατακτηταί του αρχαίου κόσμου Σουηβοί και Βανδήλοι, οι αναγράψαντες εις τας πολεμικάς αυτών σημαίας το ομοίωμα του γάτου, ως του μόνου πλάσματος, το οποίον δύναται μεν να ημερωθή, όχι όμως και να υπoδoυλωθή.
Τοιούτος ων μόνον ως ισότιμος του οικοδεσπότου στέργει ο γάτος να φιλοξενηθή παρ' ημίν. Αλλ' αν δεν δέχεται ως τα άλλα ζώα να δουλεύση, έπεται άρα εκ τούτου, ότι δεν δύναται ουδ' ως φίλος ν' αγαπήση; Ο τοιούτος ισχυρισμός αδύνατον είναι να στηριχθή εις τα διδάγματα της πείρας. Το περί γάτου πολύκροτον άρθρον του Βυφών, το υπό τοσούτων αναμασσηθέν ψιττακών, ουδέν άλλο απ' αρχής έως τέλους είναι παρά συρροή συκοφαντιών. Δεν ενθυμούμαι τίς κριτικός, θέλων να ονειδίση τον Πλούταρχον ως ανακριβή, έφθασε να είπη περί αυτού, ότι θα ήτο ικανός να διηγηθή ότι ενίκησαν οι Αθηναίοι τον Φίλιππον εν Χαιρωνεία, αν τούτο ηδύνατο να καταστήση την περίοδον αυτού στρογγυλωτέραν. Τοιαύτη μομφή θα ήρμοζε πολύ μάλλον εις τον Βυφών, όστις περί ουδενός άλλου φροντίζων παρά πώς να διαπρέψη ως ρήτωρ, δεν εδίστασε να συγγράψη λίβελλον κατά του γάτου δια τον μόνον λόγον ότι είχεν ανάγκην αντιθέσεως προς ανάδειξιν του εγκωμίου του σκύλου.
Εξ ίσου άδικος, αλλά τουλάχιστον ακριβέστερος, απεδείχθη ο ευσεβέστατος Άγγλος ποιητής Βούνυαν (Βunnyan). Ούτος εξετάζων το ζήτημα ουχί εν συνόλω ως απήτει η δικαιοσύνη, αλλά θεολογικώς υπό μόνην την έποψιν της ηθικής του Ευαγγελίου, ανυμνεί τον σκύλον, ως τέλειον πρότυπον πάσης χριστιανικής αρετής και ακριβή τηρητήν των παραγγελμάτων της επί του Όρους ομιλίας περί ταπεινότητος, λήθης των ύβρεων και αγάπης και προς τους κακοποιούντας ημάς. Κατά τούτο έχει πληρέστατον δίκαιον ο Βούνυαν, όχι όμως, πιστεύομεν, και όλως άδικον ο γάτος μόνον τους αγαπώντας αυτόν ν' αγαπά. Η κατάκτησις της καρδίας του δεν είναι βεβαίως ευχερές έργον. Ο θέλων ν' αγαπηθή παρ' αυτού δεν αρκεί να τον καλοθρέψη και να τον περιποιήται, αλλά πρέπει και να μη λησμονή ότι ρέει εις τας φλέβας του αίμα βασιλικόν, προσφερόμενος προς αυτόν μετά της δεούσης ευλαβείας.
Φύσει ων αριστοκρατικός αποστρέφεται ο γάτος την υπερβολικήν οικειότητα, την αδιακρισίαν και ιδίως πάσαν αξίωσιν περιορισμού της απολύτου αυτού ανεξαρτησίας. Υπεραγαπά μεν τας θωπείας, αλλά μόνον όταν έχη όρεξιν αυτών. Αρέσκεται να πηδά εις τα γόνατά μας, όχι όμως και να συλλαμβάνεται αγροίκως εκ του τραχήλου δια να τοποθετηθή επ' αυτών ως δέμα· προσκαλούμενος ουδέποτε έρχεται αμέσως ή κατ' ευθείαν, αλλά μετά τινα αναβολήν και δι' ελιγμού, ωσεί θέλων ν' αποδείξη ότι προσήλθεν ως φίλος αυθορμήτως και ουχί ως δούλος υπακούσας εις προσταγήν. Πολύ μάλλον και του σκύλου και παντός άλλου ζώου ευχαριστείται να μένη μακράς ώρας εις τον κοιτώνα μας, αναπαυόμενος παρά την εστίαν ή επισκοπών τους διαβάτας εκ του παραθύρου, αλλά θεωρεί προδοσίαν το να μη ανοιχθή εις αυτόν αμέσως η θύρα, άμα επιθυμήσει να εξέλθη. Υπέρ παν όμως άλλο βδελύσσεται τους διακόπτοντας την σειράν των συλλογισμών του όταν ονειροπολή ή τον ύπνον του όταν κοιμάται. Τούτο κάλλιστα εγνώριζεν ο προφήτης Μωάμεθ, όστις σπεύδων ημέραν τινά να μεταβή εις την εσπερινήν προσευχήν επροτίμησε να κόψη δια ψαλίδος την άκραν του ενδύματός του, παρά να ταράξη την ανάπαυσιν του επ' αυτού αποκοιμηθέντος ευνοουμένου του γάτου.
Εις τους ούτως αγαπώντας αυτόν ίσην ανταποδίδει και ούτος αγάπην, ως δύνανται να μαρτυρήσωσιν όσαι υιοθέτησαν γάτους γεροντοκόραι και μετ' αυτών η εκλεκτή φάλαγξ των πάσης εποχής και χώρας επισήμων ανδρών. Αξιοσημείωτον τω όντι είναι ότι οι πλείστοι τούτων και ιδίως οι έξοχοι διπλωμάται, συγγραφείς, ποιηταί και καλλιτέχναι επροτίμησαν του σκύλου τον γάτον. Παραλείποντες τους αρχαίους αρκούμεθα να μνημονεύσωμεν τον καρδινάλιον Ριχελιώ, τον Κολβέρτον, τον Μονταίγνιον, τον Χόφμαν, τον Φοντενέλλον, τον Γεράρδον Δόου, τον Λόπε δε Βέγας, τον Σατωβριάν, τον Εδγάρδον Πόου, τον Θεόφιλον Γωτιέ, τον Χάρτμαν και τον Βωδελαίρον, οίτινες πάντες ηγάπησαν τους γάτους των περιπαθώς και αντηγαπήθησαν παρ' αυτών ολοψύχως. Ουδ' είναι ανάγκη ν' ανατρέχωμεν προς απόδειξιν της ανταποδόσεως ταύτης εις άλλους καιρούς και τόπους, αφού οικείον και πρόσφατον έχομεν το παράδειγμα του γιγαντιαίου εκείνου λευκού γάτου του αοιδίμου Κουμουνδούρου, όστις, αν και ήτο η εποχή των ερώτων, ουδ' επί στιγμήν απεμακρύνθη του προσκεφαλαίου του κατά την πολυήμερον προς τον θάνατον πάλην, και έπειτα επήγε ν' αποθάνη κ' εκείνος εκ της λύπης εις μίαν γωνίαν, ενώ οι σκύλοι του μακαρίτου εξηκολούθουν να τρώγουν, να πίνουν και να γαυγίζουν και οι θερμότατοι φίλοι του μετέβαινον να προσκυνήσωσι τον κ. Τρικούπην.
Την προς τους γάτους συμπάθειαν των συγγραφέων και καλλιτεχνών επεχείρησάν τινες να υποτιμήσωσιν, ονομάζοντες αυτήν διαστροφήν, ως την όρεξιν όζοντος τυρού, αώρων οπωρών ή υπερωρίμων εταιρών. Το βέβαιον είναι ότι αν έλειπεν ο γάτος, θα ήτο καταδικασμένος ο αγρυπνών συγγραφεύς εις απόλυτον μοναξίαν, αφού oυδενός άλλου πλάσματος δύναται να συμβιβασθή η συντροφία μετ' αδιαταράκτου διανοητικής εργασίας. Οι σκύλοι ή απασχολούσι παίζοντες θορυβωδώς ή κοιμώνται ως ασπάλακες, και τότε είναι ως να μη υπήρχον. Μόνος ο γάτος ηξεύρει ν' ακινητή επί ολοκλήρους ώρας εις γωνίαν της τραπέζης, στηρίζων ως Αιγυπτία Σφιγξ την κεφαλήν επί των εμπροσθίων ποδών και προσηλών το βλέμμα εις τον μελετώντα, ως αν ενδιεφέρετο εις το έργον αυτού. Πλειστάκις φαίνεται μαντεύων την ιδέαν την καταβαίνουσαν από του εγκεφάλου εις την άκραν του καλάμου του γράφοντος και προτείνει τον πόδα «ως αν ήθελε να την συλλάβη». Όταν δ' επιτέλους βαρυνθή την ακινησίαν, εγείρεται τότε ησύχως, τανύει την ελαστικήν του ράχιν εις σχήμα βυζαντινής αψίδος και αρχίζει ήσυχον περίπατον δια των λεξικών και των μελανοδοχείων. Γνωστόν είναι ότι ο σκύλος του Νεύτωνος Αδάμας ανατρέψας τον λύχνον επί σωρού χειρογράφων έγινε παραίτιος ν' απολεσθή ο καρπός πολυετούς μελέτης. Αλλ' εκ της περιφοράς του γάτου επί της τραπέζης ουδείς απειλείται κίνδυνος χύσεως, ούτε μελάνης ούτε πετρελαίου. Το βάδισμά του ενθυμίζει τον επί αυγών χορόν των Iσπανίδων ή τους Ομηρικούς εκείνους, τους τρέχοντας δι' αγρών και λειμώνων χωρίς να θραύσωσιν ούτε τους στάχεις, ούτε τα κρίνα.
Άλλοτε πάλιν, αφού δια μακράς εργασίας μεταδώση στιλπνότητα κατόπτρου, εις το ατλάζινον αυτής δέρμα, προσέρχεται η γαλή να προσφέρη εαυτήν ούτω καλλωπισθείσαν εις τας θωπείας του κυρίου της. Αι ενδείξεις της αγάπης της ουδέν έχουσι κοινόν προς την θορυβώδη προπέτειαν των κυνών, αλλ' αριστοκρατικήν τινα επιφύλαξιν και σεμνότητα, υπεραρέσκουσαν εις τον καλλιτέχνην, όστις, αν είναι πράγματι τοιούτος, μισεί και αποστρέφεται υπέρ παν άλλο την επίδειξιν, τον στόμφον και την αισθηματικήν κοινοτοπίαν. Δύσκολον δε φαίνεται να μη θεωρήσωμεν την επίμονον προς στίλβωσιν του τριχώματος αυτού εργασίαν του γάτου, ως πολύτιμον εις τους γράφοντας υπόμνησιν, ότι ίσον πρέπει και ούτοι να καταβάλλωσι κόπον προς τέλειον του ύφους των ομαλισμόν. Ζητών συγγνώμην δια την και υπέρ του ιδικού μου γάτου περιαυτολογίαν, τολμώ να προσθέσω εις τ' ανωτέρω και το εξής ιδιαίτερον αυτού προσόν, ότι οσάκις βλέπει επί πολλήν ώραν την χείρα μου ακινητούσαν εξ ανικανότητος να συρράψει άλλην περίοδον μετά της προηγουμένης, έρχεται τότε και απλώνεται επί του χειρογράφου μου μακρύς πλατύς, ως αν ήθελε να με ειδοποιήση, ότι προτιμότερον είναι να υπάγω να κοιμηθώ παρά να επιμένω γράφων φράσεις υπνωτικάς.
Απορίας άξιον είναι πώς ουδείς φυσιοδίφης έτυχεν ακόμη να παρατηρήση την εις μόνον το γένος των οικιακών αιλούρων παρατηρουμένην προφανή του θήλεος υπεροχήν. Η γάτα είναι ανωτέρα του γάτου, όσον τουλάχιστον η Πολωνίς του Πολωνού. Η υπεροχή αύτη πρέπει ίσως ν' αποδοθή εις το ότι το ζώον και το έθνος τούτο, έχουσιν αμφότερα χαρακτήρα φύσει θηλυκόν, οξύν, ευπαθή, ευερέθιστον, ιδιότροπον, φιλήδονον, ράθυμον και αισθηματικόν, τα δε γυναικεία ταύτα προσόντα επόμενον είναι ν' αναδεικνύωνται εναργέστερα και λαμπρότερα εις τας θηλείας. Δια τον αυτόν λόγον δια τον οποίον υπερέχει ο εμβριθής Άγγλος την Αγγλίδα κατά την εμβρίθειαν, έπρεπε να ήναι και ο εύχαρις Σλάβος κατώτερος της γυναικός του κατά την χάριν. Αγνοώ κατά πόσον αληθεύουσιν όσα διηγούνται ο Καραμζίνος και ο κακόγλωσσος Καζανόβας περί του δεσποτικού χαρακτήρος και των ελευθέρων ηθών των μεγάλων δεσποινών της Πολωνίας, βέβαιον όμως είναι ότι η γάτα καταχράται κάπως την υπεροχήν αυτής. Εις ουδένα υποτάσσεται πλην της ορέξεως αυτής ζυγόν· δεν θέλει δεσπότην, αλλ' αρέσκεται να σύρη όπισθεν της ουράς της υπόδουλον σμήνος λατρευτών. Καίτοι όμως ούσα το ηδυπαθέστατον των ζώων είναι συγχρόνως και το μόνον το προικισθέν υπό του δημιουργού δια του ανθρωπίνου αισθήματος της αιδούς. Ουδείς είδε ποτε γάταν παραδιδομένην εις ερωτικάς περιπτύξεις υπό το φέγγος του ηλίου και τα βλέμματα παντός διαβάτου, ως πράττουσιν αι σκύλαι, αι όρνιθες, αι αίγες και τ' άλλα αδιάντροπα κτήνη, αλλά ζητεί το σκότος της νυκτός και την μοναξίαν απατήτων κορυφών. Δια τούτο πιθανώς εξωμοιώθη εν Αιγύπτω όχι μόνον προς την Αφροδίτην, αλλά και προς την αιδήμονα Άρτεμιν, την λαθραίως επισκεπτομένην επί των ακρωρειών του Λάκμωνος τον φίλον της ποιμένα. Όσοι ανέγνωσαν βιβλία νευρολόγων κάλλιστα γνωρίζουσιν, ότι είς τινας εξόχως ευπαθείς φύσεις μεταβάλλεται ενίοτε εις αίσθημα οδύνης η υπερτάτη έντασις της ηδονής. Τοιαύτην υπερευαισθησίαν πρέπει να υποθέσωμεν υπάρχουσαν και εις την γαλήν, της οποίας οι ερωτικοί στεναγμοί ηχούσι πολλάκις εις την ακοήν των αγρυπνούντων ως γόοι σφαζομένης.2
Άλλη απόδειξις της εξαιρετικής παρ' αυτή αναπτύξεως του νευρικού συστήματος είναι η κλίσις προς την μουσικήν. Την μελομανίαν ταύτην εξηκρίβωσαν επιστημονικώς ο Γρέυ, ο Λεκλέρκ και άλλοι διάσημοι φυσιοδίφαι, κατά δε τον Τουσενέλ η συγκίνησις, την οποίαν προξενούσιν είς τινας γαλάς αι λιγυραί μελωδίαι, φθάνει ενίοτε μέχρι λιποθυμίας. Η ομοιότης εν γένει της γάτας προς φιλήδονον δέσποιναν ή και αριστοκρατικήν εταίραν φαίνεται υπό πάσαν έποψιν τελεία. Όπως αι κυρίαι με τας καμελίας, ούτω και αύτη αγαπά να μεταβάλλη την νύκτα εις ημέραν, το πρωινόν εξάπλωμα παρά την εστίαν, τους χνοώδεις τάπητας τους προφυλάσσοντας τους ροδίνους πόδας της από την υγρασίαν, τον πολύωρον καλλωπισμόν, τα αρώματα, το ανθόγαλα, τας θωπείας, τα σπαράγγια, τα μαλακά ανάκλιντρα, τα μετάξινα παραπετάσματα και ιδίως τα τρίχαπτα, τας φούντας και τα κρόσσια προς άσκησιν εις το σπάραγμα των στιλπνών αυτής ονύχων.
Τοιαύτη ακριβώς ήτο η ηρωίς του παρόντος διηγήματος συριανή γάτα, συνυπότροφός μου εις το ήδη μνημονευθέν Λύκειον του Ευαγγελίδου και φέρουσα το όνομα Σεμίρα. Το γλαυκόν χρώμα των οφθαλμών και το τρίχρουν του τριχώματος αυτής καθίστανον πιθανήν την υπόθεσιν ότι ήτο γένος μικτού. Ο είς εκ των γονέων της κατήγετο πιθανώς από την Άγκυραν, ο δε άλλος από τα κεραμίδια. Πολλοί μεταξύ των συμμαθητών μου ήσαν οι επιδιώκοντες την εύνοιαν και την συντροφίαν της εύμορφης Σεμίρας, προ πάντων τον χειμώνα, εις τους παγερούς κοιτώνας του Λυκείου. Τους αντιζήλους τούτους είχον κατορθώσει να παραγκωνίσω δι' ανωτέρας προσφοράς λιχνευμάτων, τεχνικώτέρου ξυσίματος της κεφαλής και προ πάντων δια της χρήσεως του γατικού αγαποχόρτου, της 'βαλεριάνας' δηλ., ως την λέγουσιν οι Φράγκοι, ή του 'φου', ως την ωνόμαζον οι αρχαίοι Έλληνες ιατροί, οι ουδόλως εντρεπόμενοι, ως οι σημερινοί, να μεταχειρίζωνται ξένας ακλίτους λέξεις. Η οσμή του χόρτου τούτου υπεραρέσκει όχι μόνον εις τας γαλάς, αλλά και εις πολλάς κυρίας και ιδίως τας πρεσβυτέρας Αθηναίας, ως κάλλιστα εγνώριζεν ο αοίδιμος γυναικολόγος Βενιζέλος, ο αναμιγνύων βαλεριάναν εις όλας του τας συνταγάς, όπως ο Ρηγόπουλος εις όλας του τας αγορεύσεις τον Νιαγάραν.
Χάρις εις το χόρτον τούτο και την μοναδικήν σύμπτωσιν παντοίων άλλων ευνοϊκών περιστάσεων, υπήρξα επί τινας εβδομάδας το ευτυχέστερον υπό τον ήλιον ανθρωπάριον. Ο διευθυντής του Λυκείου διέσχιζε κατ' εντολήν του μακαρίτου βασιλέως Όθωνος τον Ατλαντικόν, μεταβαίνων να κηρύξη εις τους Αμερικανούς το ευαγγέλιον της μεγάλης ιδέας· παρά του Γερμανού μετοίκου Μπεκ, πατρός, νομίζω, του ημετέρου βιβλιοπώλου, είχε συστηθή προ μικρού το πρώτον της Ελλάδος δανειστήριον γαλλικών βιβλίων αντί συνδρομής τριών κατά μήνα δραχμών και άλλας τόσας είχον δαπανήσει εις λαθραίαν προμήθειαν κηρίων. Οι δύο σύνοικοί μου παθόντες ιλαράν ευρίσκοντο εις το θεραπευτήριον, ώστε ήμην απόλυτος κύριος του θαλάμου μου. Η τοιαύτη μόνωσις και ανεξαρτησία είναι η γλυκυτάτη των απολαύσεων δια δυστυχή υπότροφον σχολείου καταδικασμένον εις άπαυστον καταναγκαστικήν συγχρώτισιν με παντός είδους συντρόφους. Εις τον θάλαμον εκείνον, παράπλευρον έχων την Σεμίραν, διήλθον τας ευτυχεστάτας του βίου μου αΰπνους νύκτας, αναγινώσκων πρώτην φοράν τους 'Τρεις Σωματοφύλακας', τον 'Μοντεχρίστον', τον 'Ουσκόκ' και τα άλλα αλησμόνητα της εποχής εκείνης έργα, τα υπερέχοντα τα ψυχολογήματα του Βουρζέ και τα φυσιολογήματα του Ζολά, όσον η 'Νόρμα', η 'Σονάμπουλα' και η 'Λουκία' τα σοφά γυμνάσματα του Αμβρουάζ Θωμά και του Σαμάρα. Εις την υπέροχον των αναγνωσμάτων εκείνων αξίαν πρέπει να προστεθή της δωδεκαετούς μου φαντασίας η παρθενία. Όταν μ' εκούραζεν η ανάγνωσις ή μάλλον η έντασις της συγκινήσεως, συνεπαίζαμεν με την Σεμίραν ή εμοιράζαμεν αδελφικώς κουραμπιέν, τσουρέκι, χριστόψωμον ή άλλο φιλοδώρημα της καλής μου κηδεμόνος και η αγρυπνία παρετείνετο πολλάκις μέχρις ού αντήχει το άσμα των σαλεπιτζήδων, των πετεινών, των λαχανοφόρων γαϊδάρων και των άλλων προδρόμων της ροδοδακτύλου Ηούς.
Η χαριτόβρυτος εν τούτοις Σεμίρα είχε θανάσιμον εντός του Λυκείου εχθράν. Αύτη ήτο η από τινων μηνών εκτελούσα έργα οικονόμου. Προτιμών να σιωπήσω το όνομα της γυναικός ταύτης αρκούμαι να είπω ότι την είχον μεταβαπτίσει 'Λάμιαν' οι μαθηταί. Πατρίδα είχε την Ύδραν και ηλικίαν φθινοπωρινήν. Αλβανή προφανώς το γένος, με ανάστημα δίπηχυ και ώμους αχθοφορικούς, ωμοίαζε Λιάπην γυναικοφορεμένον. Προς συμπλήρωσιν της περιγραφής της αρκεί να προσθέσω ότι από τας περιζητήτους υπό των αρχαίων ομοιότητας της γυναικός προς γαλήν, δεν είχεν η Λάμια παρά μίαν, όχι βεβαίως την ευκαμψίαν, την λειότητα, την χάριν ή το ρόδινον χρώμα του χείλους, αλλά μόνον ικανώς πυκνόν μύστακα υπεράνω αυτού. Ουδ' ήτο χαριέστερος του προσώπου της γεροντοκόρης ο χαρακτήρ. Προς εκτίμησιν αυτού δύναται να χρησιμεύση, ότι μη θεωρούσα τον μύστακα και τα σαρανταπέντε τουλάχιστον έτη της ικανά να εμπνεύσωσιν επαρκή σεβασμόν, εθεώρει πρέπον να προσφέρεται μετά περισσής σοβαρότητος και αιδημοσύνης με τους ουδόλως «βλέποντας προς το επιθυμήσαι αυτής». Ο φόβος της των ασέμνων θεαμάτων ήτο τοσούτος, ώστε λησμονούσα ότι και αυταί αι καλογραίαι θεωρούσι τους πάσχοντας ως ουδετέρους, ουδ' εις εξαετές παιδάριον έστεργε να επιθέση κατάπλασμα, περί δε κλύσματος, ουδέ λόγος ηδύνατο να γίνει. Αντί όμως αυξήσεως σεβασμού ουδέν άλλο εκ της τοσαύτης επιδείξεως σεμνότητος παρά των μαθητών απελάμβανε, παρά καθημερινάς πεζάς τε και εμμέτρους διακαούς έρωτος δηλώσεις. Τας επιστολάς ταύτας, δια των οποίων ανυμνούντο υπέρ παν άλλο των θελγήτρων της του μύστακος αυτής αι τρίχες, έσπευδε μετ' αιδήμονος αγανακτήσεως να καταγγείλη εις τον προσωρινόν διευθυντήν μακαρίτην Φαβρίκιον, πολυμαθέστατον και αγαθώτατον Γερμανόν μ' εύθυμον διάθεσιν και μύτην κόκκινην μετά το γεύμα. Τοιούτος ων δυσκόλως κατώρθωνε να κρατήση τον γέλωτα όταν επέπληττε τον ένοχον, εις τον οποίον επέβαλλε να ζητήση συγγνώμην από την αξιότιμον 'δεσποινίδα' ενώπιον όλων του των συμμαθητών. Αι σκηναί εκείναι δημοσίας αιτήσεως συγγνώμης ήσαν όντως διασκεδαστικαί. Ακριβά όμως επλήρωναν οι δυστυχείς υπότροφοι την διασκέδασιν εκείνην. Η Λάμια ήτο τότε απόλυτος και ανεξέλεγκτος του Λυκείου τροφοδότις, η δε τροφή ήτο μεν κατά την καθιερωμένην φράσιν 'υγιεινή και αρκούσα', αλλά, και όπως εις όλα τα σχολεία, τα αρεστότερα του γεύματος συστατικά ήσαν ο πρόσφατος άρτος και τα οπωρικά. Τα τελευταία ταύτα είχε προγράψει ο φόβος της μαστιζούσης ήδη τας Αθήνας ασιατικής ή μάλλον αγγλογαλλικής χολέρας, τα δε ψωμία εφεύρε προς επίδειξιν οικονομικής δεινότητος η Λάμια να κλείη επιστρέφοντα εκ του φούρνου επί τρεις ή τέσσαρας ημέρας εις υψηλόν ερμάριον δια να 'δαμάσουν', ως αι πέρδικες και οι φασιανοί, ευλόγως παρατηρούσα ότι τρώγεται πολύ ολιγώτερος άρτος όταν είναι ξηρός. Η εφεύρεσις αύτη και ο περιορισμός των αλλαγών υποκαμίσου εις δύο την εβδομάδα μετέβαλον εις αγανάκτησιν την ευθυμίαν των μαθητών, οίτινες συνελθόντες εις μυστικόν συνέδριον απεφάσισαν παμψηφεί ν' αναθέσωσι την εκδίκησιν αυτών εις την Σεμίραν.
Προς κατανόησιν της εκδικήσεως ταύτης πρέπει να είπωμεν, ότι η τόσον σεμνή εκείνη παρθένος, η καλύπτουσα, οσάκις μετέβαινεν εις την αυλήν, με την χείρα τους οφθαλμούς δια να μη τους σκανδαλίσωσιν οι άθλοι του πετεινού, εζήλευεν εν τούτοις τας όρνιθας εις το βάθος της ψυχής της. Από εικοσιπέντε τουλάχιστον ετών ουδέν άλλο ωνειρεύετο παρά τας απολαύσεις έρωτος θεμιτού και υπό της εκκλησίας ευλογημένου. Αφού εδαπάνησεν όλον τέταρτον αιώνος υφαίνουσα ιστούς προς άγραν συζύγου, εξηκολούθει ακόμη να υφαίνη η ακούραστος εκείνη αράχνη. Πλην της ήδη υμνηθείσης σεμνότητος πολλά άλλα επεδείκνυε προς επιτυχίαν του ποθουμένου προσόντα, εργατικότητα, ολιγάρκειαν, μαγειρικήν τέχνην, χειροτεχνήματα και νοικοκυρωσύνην, δραστηριώτερον όμως πάντων τούτων δελέασμα ενόμιζε την επίδειξιν της κλίνης της.
Αληθές είναι ότι η κλίνη αύτη, αν και ολίγον αρχαϊκή, ήτο πράγματι αξιοθέατος, σιδηρά, ευρύχωρος, μ' επίχρυσον άνω της κεφαλής ζεύγος ασπαζομένων τρυγόνων. Ακόμη πλουσιώτερα ήσαν τα στρωσείδια. Τας άκρας της άνω σινδόνος εστόλιζε κόκκινος μαίανδρος και άλλος πλατύτερος τα παραπετάσματα· τα εφαπλώματα ήσαν μεταξωτά και το εκ πτερού σκέπασμα των ποδών άνωθεν κεντητόν με υπόραμμα εκ χρυσίζοντος ατλαζίου. Εις δε τον τοίχον εθάμβωνε την όρασιν χρυσάργυρος Παναγία μ' ερυθράν κάτωθεν κανδήλαν· ουδ' έλειπαν τα βάγια, τα φυλακτά, οι σταυροί και η κογχύλη του Παναγίου Τάφου. Αλλά το προ πάντων διακρίνον την κοίτην εκείνην από πάσαν άλλην είναι, ότι ουδείς ουδέποτε ούτε νύκτα ούτε ημέραν επ' αυτής ανεπαύθη. Η Λάμια εκοιμάτο εις παρακείμενον σοφάν, η δε ωραία εκείνη κλίνη τής εχρησίμευε δια να γυμνάζεται εις κεντήματα, να την καλλωπίζη, να την καμαρώνη και να την επιδεικνύη εις τους επισκέπτας της, μέχρις ού ευρεθή ο προσφερόμενος να συναναβώσιν ομού επ' αυτής, με την άδειαν του δεσπότη και την ευλογίαν του παπά. Ως καταλληλότατος προς τούτο εθεωρείτο από τινος χρόνου υπ' αυτής ο παντοπώλης του Λυκείου, χήρος μισοκαιρίτης, τον οποίον εδέχετο την Κυριακήν μετά την λειτουργίαν εις τον νυμφώνα της προς τακτοποίησιν του λογαριασμού της εβδομάδος, αφίνουσα δια το ασκανδάλιστον ορθάνοικτον και τον χειμώνα την θύραν.
Τω καιρώ εκείνω ευρίσκετο εις την ακμήν του ο μετασχηματισμός των Συριανών εις Ευρωπαίους, τον οποίον ωνόμαζον, με συμπάθειο, 'ξεβράκωμα'. Αι φέσσαι και αι βράκαι εξηφανίζοντο αλλεπάλληλοι, ως τα πρωινά άστρα, υπό τας ακτίνας του εσπερίου πολιτισμού. Παρασυρθείς υπό του ρεύματος επαρουσιάσθη Κυριακήν τινα και ο βακάλης εις την πρωινήν του επίσκεψιν μετημφιεσμένος εις Ευρωπαίον από κορυφής μέχρι ποδών. Όπως πας άλλος νεόφραγκος, επόμενον ήτο να φαίνεται και ούτος γελοιωδέστατος κατά τας πρώτας του 'ξεβρακώματος' ημέρας· οι καγχασμοί των μαθητών ηκούσθησαν έως εις το Νησάκι. Πολύ όμως διάφορος ήτο η εντύπωσις, την οποίαν επροξένησεν η μετένδυσις εις την Λάμιαν, ήτις από της ημέρας εκείνης ουδέν άλλο ωνειρεύετο παρά ν' απαρνηθή κ' εκείνη το πάτριον τσεμπέρι και κοντογούνι. Ουδ' εβράδυνε να μεταβή από τους λόγους εις τα έργα ή μάλλον εις τα εμπορικά προς προμήθειαν του πρώτου υλικού της μεταμορφώσεως.
Το μαλλινομέταξον του φορέματος, η τότε απαραίτητος 'πελερίνα', η πόλκα, το 'μαλακώφ' ή πυγόκοσμος, ως το είχεν εξελληνίσει ο καθηγητής του Συριανού γυμνασίου κ. Φαρδούλης, τα θηλυκωτά υποδήματα και τ' άλλα ευρέθησαν μετά σχετικής ευκολίας. Το μόνον απαιτούν μεγάλην συλλογήν ήτο το καπέλον. Το τότε κάλυμμα της κεφαλής των κυριών δεν ήτο, όπως σήμερον, έν τίποτε κοστίζον εκατόν φράγκα, αλλ' υψηλόν, πλατύγυρον και πολύπλοκον οικοδόμημα, εκ χαρτονίου, σιδηρού σύρματος, βελούδου, ανθέων και πτερών, μετέχον πύργου, κήπου και πτηνοτροφείου. Εις την Σύρον μάλιστα εβασίλευον ακόμη αι γιγάντειαι 'παμέλαι' του Λουδοβίκου Φιλίππου, καίτοι από τρία ήδη έτη εβασίλευεν εις Παρισίους ο Λουδοβίκος Ναπολέων. Αλλ' επί τέλους συνετελέσθη και του πίλου η κατασκευή καθ' όλους τους κανόνας της γαλλοσυριανής τέχνης. Ήτο από βελούδον βαθυπράσινον, και ούτε άνθη τού έλειπαν, ούτε ουραί στρουθοκαμήλων. Ούτω σαββατιανήν τινα εσπέραν, μετά πολλούς κόπους και δρόμους, ο περίφημος πίλος ευρίσκετο εντός χαρτίνου κουτίου επί της ιματιοθήκης, τα ενδύματα ηπλωμένα εν τάξει και συμμετρία επί της παρθενικής κλίνης, και πλησίον αυτών τα στιλπνά υποδήματα και τα μεταξωτά χειρόκτια, όλα έτοιμα δια την αυριανήν μεταμόρφωσιν της Λαμίας εις Eυρωπαίαν. Αλλ' έτοιμη ήτο και η Σεμίρα.
Ο λόγος της τοσαύτης κατά του χαριτοβρύτου τούτου πλάσματος έχθρας της οικονόμου ήτο, ότι ως όλαι αι γάται και μάλλον πάσης άλλης υπερηγάπα η ιδική μας την ζέστην και το άπλωμα εις τα μαλακά. Τούτων το άκρον άωτον δεν ηδύνατο να εύρη παρά μόνον εις την μεγαλοπρεπή εκείνην κλίνην. Εκεί λοιπόν κατέφευγε τακτικά κατ' απόγευμα ακριβώς μεταξύ του εφαπλώματος και του σκεπάσματος των ποδών, έχουσα ατλάζι υπό την κοιλίαν και πίπουλον επάνω εις την ράχιν. Η Λάμια μίαν μόνην πρώτην και τελευταίαν φοράν επέτυχε να την συλλάβη ανύποπτον και να την δείρη ανηλεώς. Αλλ' ουδέν άλλο κατώρθωσε δια της ράβδου της να την διδάξη, παρά μόνον να φυλάττεται, ουχί όμως και ν' απέχη του μεταξοστρώτου εκείνου παραδείσου. Έκτοτε εξηκολούθουν καθημερινώς της γάτας αι υπό το σκέπασμα κατακλίσεις και της γυναικός αι μάταιαι καταδιώξεις. Η τοιαύτη καθ' εκάστην και κατά την αυτήν σχεδόν ώραν μονομαχία συγκατελέγετο μεταξύ των τακτικών διασκεδάσεων των υποτρόφων. Η Λάμια, παραμονεύουσα παρά την θύραν, ευθύς άμα παρετήρει υψούμενον επί της πεδιάδος της κλίνης τον λόφον τον αγγέλλοντα την παρουσίαν της Σεμίρας υπό το πίπουλον, επλησίαζεν ακροποδητεί με την ελπίδα να την καταφθάση κοιμωμένην· αλλά καθ' ην ακριβώς στιγμήν υψώνετο το σκουπόξυλον, απετίνασσε το πονηρόν ζώον το σκέπασμα και εξώρμα δι' ενός πηδήματος εις υψηλόν ράφι. Αν δε και εκεί ηπειλείτο δια βλημάτων, ηδύνατο τότε κατ' αρέσκειαν είτε να κράξη εις βοήθειαν τους μαθητάς είτε να ζητήση άσυλον εις τα κεραμίδια, δι' αφράκτου τινός φεγγίτου χρησιμεύοντος εις φωτισμόν του γείτονος σκοτεινού διαδρόμου.
Την αξιομνημόνευτον εκείνην εσπέραν ο υποδειχθείς δια λαχνού συνωμότης, ωφελούμενος της στιγμής, καθ' ην υπέβαλλεν η οικονόμος την συνήθη έκθεσίν της εις τον διευθυντήν, εισήρχετο λαθραίως εις τον κοιτώνα της, έπραττεν εκεί υπό το φως της κανδήλας τα προαποφασισθέντα και κατώρθωνε να εξέλθη απαρατήρητος. Οι άλλοι παρέμενον εις τον διάδρομον και το εστιατόριον, διότι επλησίαζεν η ώρα του δείπνου. Πριν ή σημάνη τον κώδωνα αυτού ήνοιξεν η Λάμια κατά το σύνηθες την θύραν του κοιτώνος της δια να παρατηρήση αν ήσαν εν τάξει τα πάντα, και ιδίως τα αυριανά της στολίδια. Αλλ' εις το μέσον της κλίνης υψώνετο θεόρατος και ολοστρόγγυλος ο λόφος, ο σημαίνων ότι το τρισκατάρατον ζώον εύρε και πάλιν τρόπον να χωθή υπό το σκέπασμα. Η Αλβανή εδάγκασε το χείλος της και εκοίταξεν ημάς αγρίως. Χωρίς ουδέ λέξιν να είπη απέβαλε τα συρτά της κουντούρια και σφίγγουσα δια της μιας χειρός το σκουπόξυλον και δια της άλλης την καρδίαν της, δια να κατασιγάση τους παλμούς αυτής, επροχώρησεν επί των άκρων των γυμνών της ποδών, αθόρυβος και τρομερά ως φάντασμα, προς την κλίνην. Ήδη ευρίσκετο προ αυτής, και ο λόφος έμενεν ασάλευτος. Η ταλαίπωρος Σεμίρα εκοιμάτο, ως φαίνεται, την φοράν ταύτην με τα σωστά της. Η βαρεία ράβδος υψώθη και κατέπεσεν επί του μαλακού και αναπάλλοντος αυτής σώματος άπαξ, δις, πλειστάκις, απειράκις, ως κόπανος πλυντρίας. Μόνον κατά την τελευταίαν στιγμήν ηκούσθη έν ήσυχον μιάου μιάου. Αλλά τούτο εφαίνετο καταβαίνον εξ ύψους. Πάντων οι οφθαλμοί εστράφησαν προς το μέρος εκείνο και ορθή επάνω εις το ράφι, χασμωμένη ως αν είχε διακοπή ο ύπνος της και κάμπτουσα ως τόξον την ράχιν, επεφάνη εις τους εκπλήκτους θεατάς υγιής και ανέπαφος η Σεμίρα.
Τί λοιπόν εκοπάνιζεν η Λάμια επί τόσην ώραν και με τόσην λύσσαν; Ότε υπό απαισίου κατεχομένη προαισθήματος απέσυρε με τρέμουσαν χείρα το σκέπασμα, απεκαλύφθη υπ' αυτό αντί του πτώματος γαλής, το ελεεινόν λείψανον γυναικείου πίλου, του πίλου της επιούσης, το οποίον δια των ιδίων αυτής χειρών είχε μεταβάλει εις άμορφον πήτταν, βελούδου, χαρτονίου, ανθέων και πτερών. Ουδέ του Θυέστου, όταν ανεκάλυψεν ότι έφαγε τα τέκνα του, υπήρξε, πιστεύω, η κατάπληξις μεγαλειτέρα. Αλλ' η Λάμια δεν ήτο εκ των γυναικών εκείνων αι οποίαι λιποθυμούν, αλλ' ώρμησεν ωρυομένη να μας δείρη όλους, χωρίς εξαίρεσιν ουδ' αυτού του κ. Φαβρικίου.
Εις πολλάς και πρότερον και έκτοτε έτυχε να παρευρεθώ αγρίας σκηνάς και να ίδω αποθηριωθείσας υπό της οργής φυσιογνωμίας, αλλ' ουδεμίαν ενθυμούμαι φοβερωτέραν της Αλβανής εκείνης με το λυθέν τσεμπέρι της, τας χυτάς εις τους ώμους της ψαράς τρίχας, με σπίθας εις τους οφθαλμούς και αφρούς εις το στόμα. Θέλων να την καθησυχάση ανήγγειλεν ο αγαθός διευθυντής ότι θα προβή την επιούσαν εις ανακρίσεις προς ανακάλυψιν και τιμωρίαν του ενόχου. Αι ανακρίσεις ενηργήθησαν, αλλ' αδύνατον υπήρξε να ευρεθή ο τοποθετήσας υπό το σκέπασμα τον κοπανηθέντα πίλον. Τούτο δικαιούμεθα να θεωρήσωμεν ως μέγα δι' αυτόν ευτύχημα, διότι τρεις ημέρας έπειτα ανεσύρετο νεκρά εκ του φρέατος η δυστυχής Σεμίρα.
1. Bλ. “Eγκυκλοπ. Λεξικού”, άρθρ. “Aλεξανδρινή Σχολή”.
2. Tων κραυγών τούτων υπάρχει και άλλη τις πεζοτέρα ανατομική εξήγησις, την οποίαν δύναται ο βουλόμενος να εύρη εις τα ειδικά συγγράμματα.
Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010
Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι: Tο μέσο είναι το μήνυμα
Γιάννης Σταύρου, Δύο καράβια, λάδι σε καμβά
Ήδη από το '70 είχε περιγράψει το πλαίσιο της εποχής μας...
Marshall McLuhan
Αποφθέγματα
Tο μέσο είναι το μήνυμα.
Η νέα ηλεκτρονική αλληλεξάρτηση αναδημιουργεί τον κόσμο δίνοντάς του την εικόνα ενός παγκόσμιου χωριού.
Αν θες να μάθεις για το νερό, μη ρωτάς τα ψάρια.
Για να αποφασίσετε τι θα διαβάσετε, ανοίξτε ένα βιβλίο στη σελίδα 69 και διαβάστε την. Αν σας άρεσε εκείνη η σελίδα, αγοράστε το βιβλίο.
Δεν συμφωνώ, απαραίτητα, με ό,τι λέω.
Στο διαστημόπλοιο γη δεν υπάρχουν επιβάτες. Είμαστε όλοι πλήρωμα.
Η διαφήμιση είναι η μεγαλύτερη τέχνη του εικοστού αιώνα.
Όσο περισσότερα στοιχεία καταγράφουν οι βάσεις δεδομένων μας, τόσο λιγότερο υπάρχουμε.
Το αυτοκίνητο έχει γίνει η πανοπλία, το προστατευτικό και επιθετικό κέλυφος του σύγχρονου ανθρώπου.
Τίποτε απολύτως δεν είναι αναπόφευκτο, όσο είσαι διατεθειμένος να στοχαστείς πάνω σ' αυτό που συμβαίνει.
Αν λειτουργεί, είναι ήδη ξεπερασμένο.
Το καλό γούστο είναι το πρώτο καταφύγιο του μη-δημιουργού. Και το τελευταίο οχυρό αντίστασης του καλλιτέχνη.
Η βία, είτε φυσική είτε ψυχική, είναι μια αναζήτηση της ταυτότητας και του νοήματος. Όσο λιγότερη ταυτότητα, τόσο μεγαλύτερη βία.
Δεν θα το είχα δει, αν δεν το είχα πιστέψει.
Οι μελλοντικοί κυρίαρχοι της τεχνολογίας θα έχουν εύθυμη διάθεση και υψηλή νοημοσύνη.
Οι μηχανές εύκολα υποτάσσουν τους κατσούφηδες και τους βλάκες.
Είναι το πλαίσιο που αλλάζει με κάθε νέα τεχνολογία, και όχι μόνο η εικόνα μέσα στο πλαίσιο.
Οδηγούμε προς το μέλλον κοιτάζοντας -από τον καθρέφτη- πίσω.
Οι καλλιτέχνες είναι οι μόνοι που έχουν τις κεραίες για να πιάνουν τα νέα μηνύματα. Γι' αυτό πάντα πίστευαν ότι προηγούνται της εποχής τους: επειδή ζουν στο παρόν.
Τα χαρτονομίσματα είναι η πιστωτική κάρτα του φτωχού.
Η τεχνολογία είναι προέκταση του ανθρώπινου σώματος.
Κάθε τεχνολογία, κάθε μέσο όταν φτάνει στο όριο του αλλάζει εντελώς.
Κάθε νέο μέσο είναι ένα παλιότερο.
Όταν μια τεχνολογία δίνει τη θέση της σε μια καινούργια, η παλιότερη επιστρέφει σαν τέχνη.
Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010
Σχόλια & ζωγραφική, ζωγράφοι: Μικρές οι διαφορές μας...
Γιάννης Σταύρου, Πορτρέτο νέας γυναίκας, λεπτομέρεια, λάδι σε καμβά
Μάλλον δεν διαφέρουμε και πολύ...
Διαβάστε περιληπτικά για τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν τη χρονιά που πέρασε για τη νοημοσύνη φυτών και ζώων...
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 22-1-2010
Τι μάθαμε για τη νοημοσύνη των ζώων και των φυτών το περασμένο έτος
Οι επιστημονικές ανακαλύψεις πάνω στη νοημοσύνη των ζώων και των φυτών μέσα στο 2009.
Για μια ακόμη χρονιά, δεν έλειψαν οι νέες επιστημονικές ανακαλύψεις σχετικά με τη νοημοσύνη των άλλων οργανισμών. Κάθε χρόνο που περνά, ο άνθρωπος χάνει σταδιακά το προνόμιο της αποκλειστικότητας, καθώς σταδιακά συνειδητοποιεί ότι πολλά ζώα, ακόμα και φυτά, έχουν ικανότητες που μοιάζουν με τις δικές του.
Ακολουθεί ένας ενδεικτικός κατάλογος, σύμφωνα με το BBC, με τις επιστημονικές έρευνες που έγιναν το 2009 και έφεραν στο φως νέα δεδομένα για την εξυπνάδα των άλλων πλασμάτων στη φύση:
1. Τα άλμπατρος είναι αρκετά έξυπνα, ώστε να δημιουργούν σχέσεις με τις δολοφόνους φάλαινες στον ανοικτό ωκεανό, όπως αποκάλυψαν για πρώτη φορά μικροσκοπικές βιντεοκάμερες προσδεμένες πάνω στα πουλιά. Η έρευνα βοηθά να εξηγηθεί πώς τα άλμπατρος καταφέρνουν να βρουν την τροφή τους στην αχανή θάλασσα.
2. Οι χιμπατζήδες φτιάχνουν στο μυαλό τους νοητικούς χάρτες, με τα δέντρα του δάσους που είναι φορτωμένα με φρούτα. Η μνήμη του θεωρούμενου ως κοντινότερου συγγενή του ανθρώπου είναι τόσο ακριβής σε σχέση με τον χώρο, ώστε μπορεί να εντοπίσει ένα ξεχωριστό δέντρο ανάμεσα σε χιλιάδες. Επιπλέον, οι χιμπατζήδες μπορούν να θυμηθούν πόσα φρούτα έχει κάθε δέντρο και έτσι αποφασίζουν να πάνε όσο μακριά χρειάζεται, προκειμένου να βρουν το δέντρο με τα περισσότερα φρούτα.
3. Τα χταπόδια αρπάζουν ανοικτές καρύδες με τα πλοκάμια τους και… τρέχουν μέχρι να βρουν το σημείο του βυθού που τους αρέσει για να χρησιμοποιήσουν την καρύδα ως σπίτι τους. Η πιο αστεία ανακάλυψη της χρονιάς, που έκανε τους επιστήμονες που τη βιντεοσκόπησαν, να σκάσουν στα γέλια, αποκάλυψε ότι τα χταπόδια είναι τα πρώτα μη σπονδυλωτά πλάσματα που μπορούν να χρησιμοποιήσουν ένα εργαλείο (καρύδα).
4. Τα πουλιά που είναι πιο έξυπνα, είναι επίσης πιο… σέξι. Οι επιστήμονες, κάνοντας πειράματα (με αρσενικά του είδους bowerbirds), ανακάλυψαν ότι τα πουλιά που είναι ικανότερα στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων (προφανώς όχι μαθηματικών!), είναι παράλληλα πιο σεξουαλικά ελκυστικά στα μάτια των θηλυκών και έχουν έτσι περισσότερες συντρόφους σε σχέση με τα πιο… χαζά αρσενικά.
5. Οι αράχνες μπορούν να φτιάχνουν ομοιώματα του σώματός τους σε φυσικό μέγεθος για να ξεγελούν τους επιδρομείς από τους οποίους κινδυνεύουν. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, πρόκειται πιθανότατα για το πρώτο παράδειγμα ζώου που έχει βρεθεί να κατασκευάζει αντίγραφο του εαυτού του ως καμουφλάζ ή αντιπερισπασμό. Η ανακάλυψη ίσως ερμηνεύει γιατί οι αράχνες αρέσκονται να στολίζουν τους ιστούς τους με παράξενα σχήματα.
6. Οι μύθοι του Αισώπου για τα πονηρά κοράκια, που γράφηκαν πριν χιλιάδες χρόνια, φαίνεται πως έχουν βάση, αφού τα πουλιά αυτά βιντεοσκοπήθηκαν να χρησιμοποιούν εργαλεία για να πιάσουν την τροφή τους (ρίχνοντας πέτρες σε ένα δοχείο, ώστε να σηκωθεί η στάθμη του υγρού για να ξεδιψάσουν), κάτι που παραπέμπει σε κατανόηση των νόμων της φυσικής!
7. Οι αετοί είναι αρκετά έξυπνοι και ικανοί, ώστε να κυνηγούν ομαδικά και να σκοτώνουν ταράνδους μέσα από συνδυασμένες επιδρομές που δείχνουν αξιοπρόσεκτο βαθμό συνεργασίας μεταξύ τους, όπως αποκάλυψε μια θεαματική βιντεοσκόπηση χρυσαετών.
8. Οι χιμπατζήδες είναι βιολογικά προγραμματισμένοι για να απολαμβάνουν την ευχάριστη μουσική. Τα μωρά τους ενστικτωδώς προτιμούν την αρμονική από τη δυσαρμονική μουσική, κάτι που υποδηλώνει ότι η εκτίμηση της μουσικής δεν είναι αποκλειστικά ανθρώπινο χαρακτηριστικό, αλλά χάνεται στα απώτερα βάθη της εξέλιξης των ζώων.
9. Δεν χρησιμοποιούν μόνο οι άνθρωποι την αρωματοθεραπεία. Ορισμένα πουλιά (παπαδίτσες) μαζεύουν στις φωλιές και τις απολυμαίνουν με αρωματικά θεραπευτικά φυτά, που σκοτώνουν τα βακτήρια, όπως η μέντα και η λεβάντα. Με τον τρόπο αυτό, τα μικρά τους μεγαλώνουν σε ένα πιο αποστειρωμένο περιβάλλον, πράγμα που τους επιτρέπει να αναπτύσσονται πιο γρήγορα και να έχουν καλύτερες πιθανότητες επιβίωσης.
10. Δεν είναι μόνο τα ζώα που προσαρμόζονται στο περιβάλλον τους με ευφυή τρόπο, αλλά και τα φυτά, όπως αποδείχτηκε το 2009, καθώς στα βροχοδάση του Ισημερινού βρέθηκε ένα φυτό που προσποιείται ότι είναι άρρωστο για να μην του επιτίθενται τα έντομα και τα παράσιτα, τα οποία αλλιώς θα έτρωγαν τα φύλλα του. Πρόκειται για το πρώτο παράδειγμα φυτού που έχει ποτέ βρεθεί να αναπτύσσει τέτοια πανούργα στρατηγική επιβίωσης.
www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σχόλια & σύγχρονοι ζωγράφοι: Πουθενα δεν ακούγεται πια η μουσική μου...
Γιάννης Σταύρου, Άνοιξη στην Αττική, λάδι σε καμβά
Τριγυρίζοντας στα ερείπια της Ελλάδας που χάνεται...
Στα ερείπια του δυτικού πολιτισμού που χάνεται...
Ο Μότσαρτ
Μίλτος Σαχτούρης
O Mότσαρτ μ' ένα μαύρο σκύλο τριγυρίζει τα καμμένα
σπίτια· ψάχνει κει μέσα στην καφτή τέφρα και την καρβου-
νίλα.
Σε μερικές γωνιές δεν έχουν ακόμη σβήσει οι φωτιές...
―ΠAPAΞENO -λέει- ΠOYΘENA ΔEN AKOYΓETAI
ΠIA H MOYΣIKH MOY...
Δεν είναι ο Οιδίποδας
Μίλτος Σαχτούρης
Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια
τεράστιες αίθουσες δωρικές κολώνες
τα πεινασμένα τα φαντάσματα
καθισμένα σε καρέκλες στις γωνιές
να κλαίνε
τα δωμάτια με τα νεκρά πουλιά
ο Aίγιστος το δίχτυ ο Kώστας
ο Kώστας ο ψαράς ο πονεμένος
ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα που ανεμίζουνε
νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Kώστας σκοτωμένος
ο Oρέστης σκοτωμένος
ο Aλέξης σκοτωμένος
σπάνε τις αλυσίδες στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Kώστας ο Oρέστης ο Aλέξης
άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους από το πανηγύρι
με φώτα με σημαίες με δέντρα
φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει κάτω
φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει από τον Oυρανό
τ' άλογα τ' Aχιλλέα πετούν στον ουρανό
βολίδες συνοδεύουνε το πέταμά τους
ο ήλιος κατρακυλάει από λόφο σε λόφο
και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι
γεμάτο οινόπνευμα
τότε νυχτώνει η σιωπή τους δρόμους
και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του
παιδιά τον ακλουθάνε στις μύτες των ποδιών
δεν είναι ο Oιδίποδας
είναι ο Hλίας της λαχαναγοράς
παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα
είναι ο νεκρός Hλίας της λαχαναγοράς
Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι: Το ανθρώπινο τοπίο...
Γιάννης Σταύρου, Κυριακάτικος περίπατος, λάδι σε καμβά
Σύμφωνα με τελευταίες έρευνες 18 χιλιάδες άνθρωποι κατοικούσαν τη γη πριν από 1,2 εκατομμύρια χρόνια.
Το 1963 ο Κένεντυ σε ομιλία του αναφέρεται στον πλυθυσμό της γης και τον τοποθετεί στα 3,5 δισεκατομμυρια.
Σήμερα πλησιάζουμε αισίως τα 7 δισεκατομμύρια - μέσα σε 50 χρόνια διπλασιαστήκαμε. Ηδη ο υπερπληθυσμός αναδεικνύεται στο μεγαλύτερο πρόβλημα του πλανήτη...
Ας ξαναγυρίσουμε στο χθεσινό δημοσίευμα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ - τότε που ο γήινος πληθυσμός δε ξεπερνούσε τον πληθυσμό μιας σημερινής κωμόπολης:
-------------------------------
Μελετώντας τη σύνθεση του γονιδιώματος του σύγχρονου ανθρώπου, Αμερικανοί γενετιστές υπολόγισαν, για πρώτη φορά με τόση ακρίβεια, το συνολικό ανθρώπινο πληθυσμό πριν 1,2 εκατ. χρόνια. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, ήσαν 18.000 «ενεργά» άτομα (δηλαδή σε ηλικία αναπαραγωγής), ενώ ο συνολικός αριθμός τους ήταν περίπου τριπλάσιος (55.000 άνθρωποι).
Συγκριτικά, την ίδια εποχή υπολογίζεται ότι υπήρχαν 21.000 χιμπατζήδες και 25.000 γορίλες. Από βιολογική άποψη, σύμφωνα με τους ερευνητές, εκείνη την εποχή οι άνθρωποι δεν ήσαν κανένα ιδιαίτερα επιτυχημένο είδος και η «στρατηγική» επένδυσης σε μεγαλύτερους εγκεφάλους σε σχέση με τα άλλα πρωτεύοντα (μεγάλους πιθήκους) δεν είχε αρχίσει ακόμα να αποδίδει καρπούς.
Ο ανθρώπινος πληθυσμός δεν αυξήθηκε ουσιαστικά παρά μετά την εμφάνιση της γεωργίας. Οι γενετιστές έχουν ανακαλύψει ότι κάποια εποχή κατά τα τελευταία 100.000 χρόνια δεν υπήρχαν πάνω από 10.000 άνθρωποι πάνω στη Γη, πιθανώς εξαιτίας κάποιας μεγάλης φυσικής καταστροφής (έκρηξης ηφαιστείου, κλιματικής αλλαγής κ.α.) ή σοβαρής ασθένειας. Αν όμως η τελευταία εκτίμηση είναι σωστή, τότε το μέγεθος του πληθυσμού φαίνεται πως ήταν πάντα μικρό κατά το τελευταίο εκατομμύριο χρόνια, συνεπώς ίσως δεν είναι ανάγκη να καταφύγει κανείς σε κάποιο καταστροφικό γεγονός για να εξηγήσει τον χαμηλό αριθμό των ανθρώπων μέχρι σχετικά πρόσφατα.
Η νέα εκτίμηση έγινε από ομάδα πληθυσμιακών γενετιστών του πανεπιστημίου της Γιούτα των ΗΠΑ υπό τον Τσαντ Χαφ και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό PNAS της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης».
Πριν ένα εκατομμύριο χρόνια στην Αφρική ζούσε κυρίως ο Homο ergaster και στην Ασία ο Homo erectus. Η εκτίμηση για τον αριθμό των μόλις 18.000 αναπαραγωγικών ατόμων παγκοσμίως ισχύει με την προϋπόθεση ότι υπήρχαν επιμειξίες μεταξύ των προγόνων μας από όλες τις ηπείρους. Αν αυτό δεν συνέβαινε και αν οι σύγχρονοι άνθρωποι κατάγονται μόνο από έναν από αυτούς τους επιμέρους και απομονωμένους πληθυσμούς (π.χ. από τον αφρικανό homo ergaster), τότε η νέα πληθυσμιακή εκτίμηση ισχύει μόνο για αυτή την υπο-ομάδα και όχι για το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού, που θα ήταν μεγαλύτερο.
Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010
Σχόλια & ζωγράφοι: και πάλι το αύριο σέρνεται...
Γιάννης Σταύρου, Τιρκουάζ, Θερμαϊκός, λάδι σε καμβά
Ποίηση & γλώσσα...
Συνέχεια...
Απόσπασμα από το ενδιαφέρον κείμενο του Καστοριάδη.
Μέρος ΙΙ
Εκφραστικά μέσα της ποιήσεως - Μερικές σημειώσεις
Κορνήλιος Καστοριάδης
(Μετάφραση Κ. Σπαντιδακης - ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ.1722)
Θέλησα να φωτίσω ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και τον τρόπο με τον οποίο ή ποίηση το χρησιμοποίησε. Οι σημασιακές και εκφραστικές δυνατότητες μιάς πρωτογενούς γλώσσας, όπως η αρχαία ελληνική, δεν ξαναβρίσκονται στις νεότερες ευρωπαϊκές. Οι μεγάλοι Ευρωπαίοι ποιητές διάλεξαν άλλους δρόμους για να φθάσουν σε αποτελέσματα συγκρίσιμα σε ένταση. Μιά ελάχιστα έστω συστηματική διερεύνησή τους θα ήταν έργο τεράστιο και ασφαλώς δίχως τέλος· θα προσπαθήσω εδώ να διασαφήσω εν είδει παραδείγματος μιά περίπτωση πού έχει πιστεύω γενικότερη σημασία. Πρόκειται για τον περίφημο μονόλογο του Μάκβεθ στην Πέμπτη Σκηνή της Ε' Πράξεως της ομώνυμης τραγωδίας.
Υπενθυμίζω εν συντομία το πλαίσιο του έργου, μέσα στο οποίο τοποθετούνται οι στίχοι πού προτίθεμαι να συζητήσω. Ο Μάκβεθ, Σκώτος στρατηγός, γυρνώντας μετά από μιά νικηφόρο μάχη, συναντά τρεις μάγισσες που του προλέγουν ότι θα γίνει βασιλιάς της Σκωτίας. Λίγο καιρό μετά, ό βασιλιάς Ντάγκαν τον επισκέπτεται, και ο Μάκβεθ, παρακινούμενος από τη γυναίκα του, την οποία είχε ενημερώσει για την προφητεία των μαγισσών και που θα γίνει εφεξής ο κακός του δαίμονας που οδηγεί το χέρι του, σκοτώνει τον βασιλιά στον ύπνο του και ανέρχεται στον θρόνο.
Μετά από πολλά άλλα «προληπτικά» εγκλήματα, γίνεται εξέγερση στη Σκωτία, και ο στρατός, υπό την αρχηγία ενός Σκώτου ευγενούς, του Μάκντοφ, τον πολιορκεί στον πύργο του στο Ντάν-σινεν. Λίγο πριν από την πολιορκία, ο Μάκβεθ, βασανισμένος από τις μόνιμες αϋπνίες στις οποίες καταδικάστηκε και από την τρέλα στην οποία περιήλθε η λαίδη Μάκβεθ υπό το βάρος των εγκλημάτων της, ξαναεπισκέπτεται τις μάγισσες που του προλέγουν ότι δεν θα νικηθεί παρά μόνο τη μέρα που το δάσος του Μπέρναμ θα κινήσει νά 'ρθει στο Ντάνσινεν και ότι «καμιά γυναίκας γέννα δεν θα μπορέσει ποτέ να τον αφανίσει». — "Fear not till Burnam wood do come to Dunsinane" (V, 5, στ. 44-45: «μη φοβού, παρά μόνο την ώρα πού το δάσος του Μπέρναμ θά 'ρθει στο Ντάνσινεν»).
Η αμφισημία που υπάρχει στα λόγια των μαγισσών είναι αντάξια των δελφικών χρησμών. Πράγματι, σε μιά στιγμή της πολιορκίας, οι στρατιώτες του Μάκντοφ, τηι προσταγήι του, αποσπούν κλαδιά από τα δένδρα του δάσους του Μπέρναμ και βαδίζουν καμουφλαρισμένοι προς το κάστρο. Έτσι αναγγέλλεται στον Μάκβεθ ότι το δάσος του Μπέρναμ βαδίζει εναντίον του. Και τέλος, κατά τη διάρκεια της τελικής μονομαχίας με τον Μάκντοφ, ο Μάκβεθ του λέγει: «Δεν σε φοβούμαι, κανένας από γυναίκα γεννημένος δεν θα μπορέσει να με σκοτώσει», για να λάβει την απαντήση: «Πέθανε τότε, μιά κι απ' την κοιλιά της [πεθαμένης] μάνας μου με βγάλανε!»
Η Πέμπτη Σκηνή της τελευταίας Πράξεως της τραγωδίας, της Ε', τοποθετείται στο μέσον της. Ή Σκηνή αρχίζει με την είσοδο της λαίδης Μάκβεθ που κρατά ένα κερί στο σκοτάδι. Η λαίδη βρίσκεται υπό το κράτος ενός παραληρήματος, το οποίο, για τον θεατή, είναι απολύτως λογικό. Διότι αυτό το παραλήρημα είναι φτιαγμένο με ανάμεικτα κομμάτια της ιστορίας, την οποία ο θεατής παρακολούθησε στις προηγούμενες Πράξεις. Η λαίδη Μάκβεθ προσπαθεί να καθαρίσει από τα χέρια της τους φανταστικούς λεκέδες από το αίμα του βασιλιά Ντάγκαν — «Ακόμα μυρίζει αίμα εδώ, και όλα τα μυρωδικά της Αραβίας δεν θα μπορέσουν ποτέ να ξεπλύνουν τούτο το χεράκι»· και μιλά στον άνδρα της λέγοντάς του «Σουτ, σουτ, πρέπει να ενεργήσουμε σιγά», και όλα τα κομμάτια αυτού του παραληρήματος τελειώνουν με μιά φρικιαστική επωδό: "What is done cannot be undone" («Ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται»). Εισέρχονται μία κυρία της ακολουθίας της και ένας γιατρός, ο οποίος, αφού ακούσει τη λαίδη, λέγει: «Ό,τι συμβαίνει εδώ, υπερβαίνει την τέχνη μου.» Μετά από τρεις άλλες Σκηνές, η Πέμπτη αρχίζει με έναν από τους κυριότερους υπαρχηγούς του Μάκβεθ, τον Σέυτον, που έρχεται να τον δει. Ο Μάκβεθ τον ρωτά: «Τί είναι αυτή η κραυγή που άκουσα στον πύργο;» Ο Σέυτον του απαντά: "The Queen, my Lord, is dead" («Η βασίλισσα, Κύριε μου, πέθανε»). Κι έρχονται τώρα οι δέκα στίχοι του Μάκβεθ που θα συζητήσω και που αρχίζουν ως έξης:
She should have died hereafter,
There would have been a time for such a word
Έπρεπε να 'χε πεθάνει αργότερα, που θα 'βρίσκε
Και την κατάλληλή του ώρα ένας τέτοιος λόγος
Η συνέχεια λειτουργεί κατά τον τρόπο ενός αυθόρμητου, συνειρμικού αυτοσχεδιασμού, τυπικού των μονολόγων του Σαίξπηρ και που, απ' όσο ξέρω, δεν υπάρχει πριν από αυτόν, ή τουλάχιστον δεν υπάρχει με αυτόν τον πλούτο και με αυτήν την ένταση:
Tomorrow and tomorrow and tomorrow
Creeps in this petty pace from day to day
To the last syllable of recorded time; And
all our yesterdays have lighted fools The
way to dusty death.
To αύριο και το αύριο και πάλι το αύριο σέρνεται
με το μικρό του βήμα μέρα με την ημέρα
μέχρι την έσχατη συλλαβή του εγγεγραμμένου χρόνου·
Κι όλα τα χτες μας φώτιζαν τρελούς
στον δρόμο τους για τη σκόνη του θανάτου.
Out, out, brief candle!
Σβήσε, σβήσε λιγόζωο κερί!
Και τώρα έρχονται οι πέντε περίφημοι στίχοι, στους οποίους θα επιμείνω:
Life's but a walking shadow;
A poor player that struts and frets his hour upon the stage,
And then is heard no more.
It is a tale told by an idiot, full of sound and fury, signifying
nothing!
Σκιά πού διαβαίνει είν' η ζωή
άθλιος θεατρίνος που καρπώνεται χαραμίζοντας την ώρα του
στη σκηνή
και πια δεν ξανακούγεται.
Μιά ιστορία ιστορημένη απ' έναν ανόητο, γεμάτη θόρυβο κι οργή,
δίχως κανένα νόημα.
Μου φαίνεται πως βρισκόμαστε σε μιά συνειρμική διαδικασία, τυπικά σαιξπηρική. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά άλλα παραδείγματα, ένα από τα ωραιότερα είναι ο μονόλογος του Ριχάρδου Β' στη Δεύτερη Σκηνή της Γ' Πράξεως του ομώνυμου έργου. Θα περιορισθώ στον πασίγνωστο μονόλογο του Άμλετ "To be or not to be", για να εξηγήσω τι θεωρώ συνειρμική διαδικασία. Το σημαντικό σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι ότι το πρόσωπο ομιλεί κατά τρόπο συγχρόνως αυθόρμητο και «φυσικό»· τούτο συμβαίνει ευρύτατα στην ελληνική τραγωδία και σε κάθε θεατρικό έργο που στέκει. Εαν ένα πρόσωπο δεν ομιλεί αυθόρμητα και «φυσικά», το έργο είναι απλούστατα κακό. Στον Σαίξπηρ όμως, τα πρόσωπα ομιλούν σαν να αυτοσχεδιάζουν κατά τρόπο που φαινομενικά συνδέεται πολύ έμμεσα με την κατάσταση, αφήνονται σ' ένα χείμαρρο ιδεών που η μιά καλεί την άλλη αναπάντεχα, και που δεν επιβάλλονται, αλλά τότε εντονότατα, παρά μόνο εκ των υστέρων. Ο Άμλετ ξεκινά με μιά αναπάντεχη ερωτήση: Να υπάρχει κανείς ή να μην υπάρχει. Αυτό είναι το ζήτημα. Και συνεχίζει: Είν' ευγενέστερο να υποφέρει κανείς ή να πάρει τ' άρματα... Περιγράφει τις αθλιότητες της υπάρξης, που λίγη σχέση έχουν με την πραγματική του κατάσταση, και φτάνει στη διερεύνηση του άλλου όρου του διλήμματος:
To be or not to be...
To die, to sleep - to sleep, perchance to dream, ay, there's the rub
Να υπάρχει κανείς η να μην υπάρχει
Ο θάνατος, ο ύπνος — να κοιμηθείς, ίσως να ονειρευθείς
Αχ, εδώ είν' ο κόμπος.
Ο κόμπος, το δράμα, το άγχος πού ζώνει το αδιέξοδο της ζωής. Ποιός ξέρει ποιά θα μπορούσαν να είναι τα όνειρα αυτού του ύπνου, κι αν δεν ήσαν μήπως χειρότερα από τη ζωή στον ξύπνο της; Να υπάρχεις, να μην υπάρχεις, να πεθάνεις, να κοιμηθείς, να ονειρευτείς, το όνειρο, ο εφιάλτης, αποτελούν συνειρμική συναλύσωση.
Επανέρχομαι στο κείμενο του Μάκβεθ. Η βασίλισσα πέθανε — θα μπορούσε να είχε πεθάνει αργότερα, θα μπορούσε αργότερα να βρεθεί θέση για μιά τέτοια λέξη, μα όχι τώρα, όχι όταν οι καταστροφές συσσωρεύονται.
Αλλά ο Μάκβεθ συνέρχεται αμέσως, ειρωνεύεται τον ίδιο τον εαυτό του· αργότερα, δηλαδή ακόμη μιά φορά, και όπως για όλους τους άλλους ανόητους, αύριο και αύριο και αύριο... Λέγομε πάντοτε αύριο, αλλ' αυτό το αύριο, αντί να είναι ο τόπος πού εκπληρώνεται η ελπίδα, δεν είναι παρά εκείνο που μας αλυσοδένει και μας αναγκάζει να συρόμεθα μέρα με τη μέρα, ως την ύστατη συλλαβή του εγγεγραμμένου χρόνου. Συλλαβή, ίσως η τελευταία λέξη του θνήσκοντος; Και εγγεγραμμένη πού; Από ποιόν; Εγγεγραμμένη εκ των προτέρων, όπως ο χρόνος που μας ορίζεται ως τον χουν του θανάτου, όπως τα λίγα λεπτά που δίδονται στον πτωχό ηθοποιό. Και από το αύριο περνά στο χθες, αφού όλα αυτά τα αύριο μεταβάλλονται, με το μικρό τους έρπον βήμα, σε χθες που εμφανίζονται, εκ των υστέρων, ως παγίδες, ως καταπακτές που εξαπάτησαν εμάς τους ανόητους, φωτίζοντας τη μόνη οδό πού μπορούμε ποτέ να πάρουμε, το δρόμο προς τη σκόνη του θανάτου. Σβήσε λοιπόν, σβήσε, κεράκι της ζωής. Και έρχονται τότε οι τρεις υπέροχες μεταφορές που γλιστρούν οι μεν στις δε και ανοίγουν, άνθη δηλητηριώδη και θανάσιμα, σε μιά κινηματογραφική κίνηση. Η ζωή, η ζωή μας, είναι μιά φευγαλέα σκιά· και είναι επίσης ένας άθλιος θεατρίνος που χαραμίζει τον χρόνο του για να εμφανισθεί στη σκηνή· κορδώνεται, κομπάζει και χειρονομεί, όμως η ώρα του σύντομα περνά και δεν ακούγεται πια· τί είν' όλ' αυτά, είναι μιά ιστορία που την εξιστορεί ένας ανόητος, παράφορη και θορυβώδης, δίχως καμιά σημασία. Περνάμε από τη μιά μεταφορά στην άλλη, σε μιά κίνηση αύξουσας ανόδου που φτάνει στο ζενίθ με την ιστορούμενη από έναν ανόητο ιστορία.
Γιατί κεράκι; Μόλις μάθαμε για τον θάνατο της λαίδης Μάκβεθ, και τούτο, συνδεόμενο με αυτόν τον παλαιότατο ποιητικό τόπο, το κεράκι της ζωής που καίγεται ή σβήνεται από κάποια Μοίρα, μας υπενθυμίζει πως η λαίδη, κρατώντας το, εμφανίστηκε για τελευταία φορά στο δωμάτιο λίγο πριν σβήσει. Άλλος τόπος: η ζωή είναι διαβαίνουσα, φευγαλέα σκιά· ο Πίνδαρος είχε ήδη γράψει, με μεγαλύτερη ένταση, «σκιάς όναρ άνθρωπος», εδώ όμως ο κοινός τόπος της μεταφοράς αναζωογονείται και ανανεώνεται πλήρως από τα συμφραζόμενα, από την αρμονική της μελωδία· η μελωδική γραμμή που συνεχίζεται βρίσκεται σε αρμονική συνήχηση με τα προηγούμενα. Διότι μόλις είδαμε στη σκηνή μιά σκιά να διαβαίνει, είναι η λαίδη Μάκβεθ, ήταν εκεί, βάδιζε παραληρούσα πριν σβήσει. Ήταν όμως και η ζωή, αυτή η σκιά που βάδιζε, η ζωή τού Μάκβεθ, ο κακός δαίμων του και η ζωή του απλώς. Ήταν αυτή που, όταν το θάρρος του, η ψυχή του εδείλιασε τη στιγμή της δολοφονίας τού βασιλιά, τον ενθάρρυνε, τον επανέφερε στην κρεβατοκάμαρα τού βασιλιά και τον έκανε να πραγματοποιήσει το έγκλημά του, αυτή ήταν που τον ώθησε να δολοφονήσει τον Μπάνκο, αυτή που τον στηρίζει όταν το φάντασμα του Μπάνκο, σκοτωμένου από τους άνδρες του Μάκβεθ, μπαίνει στην τραπεζαρία, όπου προδοτικά είχε προσκληθεί. Αυτή που πάντα τον εμψύχωνε — είν' αυτή, η σκιά που είδαμε μόλις να βαδίζει, σκιά του εαυτού της παραληρούσα. Αυτή η ζωή, poor player, πτωχέ, άθλιε θεατρίνε, που δεν σου δόθηκαν συνολικά παρά μόνο λίγα λεπτά πάνω στη σκηνή, τα λίγα λεπτά της ζωής μας πάνω στη σκηνή του κόσμου, όπου κομπάζουμε και κορδωνόμαστε. Άθλιος θεατρίνος, διότι, ό,τι κι αν κάνει, το αποτέλεσμα θα είναι άθλιο, όπως άθλια ήταν η λαίδη που είδαμε και της οποίας ο χρόνος στη σκηνή τελείωσε. Δεν θα την ξανακούσουμε να μιλάει, δεν θα ξανακούσουμε να μιλούν γι' αυτήν. Αλλά είναι ο Μάκβεθ ο ίδιος αυτός ο πτωχός θεατρίνος, του οποίου η ώρα βαίνει προς το τέλος της. Στο επίπεδο του έργου, η υπόθεση θα λήξει· απεσύρθη στο κάστρο του Ντάνσινεν, όπου πολιορκείται από τους εχθρούς του, χωρίς ελπίδα διαφυγής, η δε πρώτη προφητεία των μαγισσών πραγματοποιήθηκε με μιά αποτρόπαιη αναστροφή της αδυνατότητας σε πραγματικότητα. Στο επίπεδο του θεάματος, ο θεατής το ξέρει, το έργο βαίνει προς το τέλος του, είναι η Ε' Πράξη. Κι εκείνος που λέγει ότι η ζωή είναι ένας πτωχός θεατρίνος που τρώει την ώρα του στη σκηνή είναι ο ίδιος, όχι in dicto αλλά in re, ένας ηθοποιός, του οποίου η ώρα των θεατρινισμών βαίνει προς το τέλος της. Ο Μάκβεθ ομιλεί για τον εαυτό του και ο ηθοποιός που παίζει τον Μάκβεθ ομιλεί για τον εαυτό του.
Όλα αυτά είναι μιά ιστορία ιστορημένη από έναν ανόητο. Ας σημειώσουμε την ετυμολογική συγγένεια, a tale told, ιστορημένη ιστορία. Full of sound and fury, γεμάτη θόρυβο κι οργή. Sound είναι ο ήχος, όμως εδώ είναι προφανές πώς πρόκειται για θόρυβο. Ο Σαίξπηρ —όπως κι εμείς— δεν ακούει στη ζωή ένα μουσικό μέλος, ακούει θόρυβο.
Μιά ιστορία ιστορημένη από έναν ανόητο. Η σύνδεση των μεταφορών φθάνει σε μιά ρήξη που δεν καταργεί τη συνέχεια. Η συνέχεια είναι πως το ανάφορο είναι πάντοτε το αυτό, η ζωή. Η ρήξη είναι ότι υπάρχει διέξοδος προς άλλο επίπεδο. Οι δύο πρώτες μεταφορές --η ζωή σκιά διαβαίνουσα, η ζωή άθλιος θεατρίνος που χειρονομεί...— είναι, ούτως ειπείν, εξωτερικές, είναι εικόνες ή συγκρίσεις. Κάποιος ομιλεί εκ των έξω, επιθεωρεί, συγκρίνει και αποφαίνεται. Αυτή η εξωτερικότητα είναι ενσωματωμένη στην ύφανση τής μεταφοράς· για να υπάρξει σκιά πρέπει να υπάρχει φως, για να υπάρξει ηθοποιός πρέπει να υπάρχει θέατρο και θεατής. Η α-πραγματικότητα της ζωής συλλαμβάνεται σε αναφορά προς μία πραγματικότητα που αντιτίθεται σε αυτήν, και χωρίς την οποία η μεταφορά δεν θα είχε νόημα. Όταν όμως φθάνουμε στην ιστορία που ιστορεί ο ανόητος, όλα καταβυθίζονται μέσα στην ίδια τη μεταφορά, δεν υπάρχει πια εξωτερική αντίθεση, η μεταφορά διεστάλη μέχρι του σημείου να απορροφήσει μέσα της όλη την πραγματικότητα. Η ζωή είναι μιά ιστορία ιστορημένη από έναν ανόητο, γεμάτη θόρυβο κι οργή, δίχως κανένα νόημα· και τούτο αφορά το παν, εσάς, εμένα, τον συγγραφέα, τον θεατή, τον Μάκβεθ, τον θεατρίνο, τον ομιλητή, τον ακροατή, τη ζωή και το θέατρο που την εκπροσωπεί. Ο χώρος κυκλώνεται, μαύρη τρύπα που αυτοκαταρρέει. Αν κατανοούμε τους όρους αυτής της φράσης μέσω της διαφοράς και της αντίθεσης, όπως το κάνουμε υποχρεωτικά για κάθε φράση σε κάθε γλώσσα, τούτο οφείλεται αποκλειστικά στις ανάγκες αυτής της ίδιας της κατανόησης· δεν είναι μέσα στη μεταφορά. Οι δύο πρώτες μεταφορές τοποθετούν τη ζωή σε κάτι και σε αντίθεση προς κάτι άλλο — τη σκιά στο φως, την αυταπάτη του άθλιου θεατρίνου επί σκηνής στην εκτός θεάτρου πραγματικότητα. Η μεγαλοσύνη του Σαίξπηρ έγκειται, σε αυτήν την τρίτη μεταφορά, ότι κονιορτοποιεί το μηδέν που είναι το παν. Είναι η απόλυτη μεταφορά, και είναι, όπως θα λέγαμε στα μαθηματικά, αλγεβρικώς κλειστή. Και δεν λέγει κάτι για τη ζωή σχετικά με κάτι άλλο από τη ζωή, τοποθετεί το παν στη ζωή και αυτή η ζωή είναι παράλογη και λέγει η ίδια για τον εαυτό της πως είναι παράλογη, είναι ιστορία ιστορημένη από έναν ανόητο, αυτό είναι εκείνο που συμβαίνει επί σκηνής και μεταξύ σκηνής και θεατών. Ο Μάκβεθ, ο ηθοποιός που παίζει τον ρόλο του και ο θεατής που τον βλέπει είναι το αυτό, είναι η παράλογη ιστορία που λέγει για τον εαυτό της πως είναι παράλογη ιστορία, ο ομιλών μετέχει της παραλόγου ιστορίας, η δε κατανόηση, μέσα στην παράλογη αυτή ιστορία, ότι βρισκόμαστε σε μιά παράλογη ιστορία, αποτελεί μέρος της ιστορίας και του παραλογισμού της, όλα και όλοι αποτελούν μέρος της. Αυτή η απόφανση διαφεύγει του Επιμενίδου, δεν λέγει «ψεύδομαι», δεν λέγει «αυτό που λέγω είναι παράλογο». Η απόφανση είναι αληθής εις το τετράγωνο. Το παράλογο της ζωής δεν καταργείται, αν κάποιος ζωντανός διαπιστώσει ότι «η ζωή είναι παράλογη», αντιθέτως ενισχύεται, διότι, ακριβώς, σε τί χρησιμεύει, αν η ζωή είναι παράλογη, να το γνωρίζομε; Αυτή η γνώση είναι παράλογη, δεν σημαίνει πραγματικά τίποτε. Η απόφανση αυτοεπιβεβαιώνεται, γνωρίζοντας το παράλογο της ζωής το ενισχύομε. Από την ταπεινά ανθρώπινη άποψη, η ζωή ασφαλώς θα ήταν λιγότερο παράλογη, αν δεν το ξέραμε πως είναι παράλογη. Όλες οι θρησκείες έρχονται να καταθέσουν, να διαβεβαιώσουν ότι η ζωή δεν είναι παράλογη ή, εάν είναι, ότι υπάρχει και άλλη ζωή, η οποία, για λόγους μυστηριώδεις (και στην πραγματικότητα παράλογους) δεν είναι, αυτή, παράλογη. Αυτόν τον παραλογισμό, οι Έλληνες τον γνώριζαν καλά, και ο Αισχύλος τον γνώριζε, όταν βάζει τον Προμηθέα να λέει ότι ενεφύσησε στους θνητούς τυφλάς ελπίδας (στ. 250).
Το μεγαλείο του ποιήματος παίζει εδώ πάνω σε αυτό το ξεδίπλωμα, σε αυτήν τη διαστολή της μεταφοράς. Βέβαια, υπάρχει επίσης, ανά πάσαν στιγμή, η λέξις, η απρόσμενη λάμψη και ακρίβεια των κατ' ιδίαν λέξεων — ο ηθοποιός, ο οποίος struts and frets, που καμαρώνει, κομπάζει, κορδώνεται στη σκηνή, η ιστορία η ιστορημένη από έναν ανόητο, στην άμεσή της οπτική παραπομπή στο θέαμα της λαίδης, της οποίας η αληθινή ζωή και η αλήθεια της ζωής έγιναν παραλήρημα· αυτό που αφηγείται η λαίδη είναι ένας ιστός παραλογισμών, και οι παραλογισμοί αυτοί είναι αληθινοί για εκείνον που γνωρίζει την υποθέση· ομιλεί για κηλίδες αίματος, για τον φόνο του βασιλιά και για όλα τα άλλα, τελικά όμως αυτή η πραγματικότητα είναι η ίδια ένας ιστός παραλογισμών, αφού όλα αυτά τα εγκλήματα διεπράχθησαν για την αρπαγή και την κάρπωση του στέμματος, το δε τελικό τους αποτέλεσμα είναι η τρέλα και ο θάνατος της λαίδης και η επικείμενη καταστροφή του Μάκβεθ. Κι εδώ πάλι υπάρχουν τρία διαδοχικά επίπεδα. Η ακρίβεια και ο πλούτος των λέξεων υπάρχουν κι εδώ, όπως και σε όλους τους μεγάλους νεότερους ποιητές, αλλ' ο Σαίξπηρ πρέπει να υφάνει το ποιητικό νόημα περνώντας από την εκτυλιγμένη μεταφορά, δεν μπορεί πια να το βρεί, όπως η Σαπφώ, ο Αισχύλος ή ο Σοφοκλής, στην ίδια τη λέξη και στην αδιαίρετη πολυσημία της.
* * *
Ένας άλλος τύπος, συγγενής αλλά βαθιά διαφορετικός, είναι αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε πολυσημασιακή μεταφορά ή εικόνα. Εδώ, η λέξη είναι «μονοσήμαντη»· δεν είναι η ίδια η λέξη που εμφανίζει μιά αδιαίρετη πολυσημία, αλλά οι παραπομπές που αναδύονται αμέσως, πολλαπλές και βαρύτατης σημασίας. Lider, στα γερμανικά, σημαίνει βλέφαρα και μόνον βλέφαρα. Ας παρατηρήσουμε όμως την πυκνότητα αυτής της λέξης στην επιτάφιο επιγραφή που έγραψε ο Ρίλκε για τον εαυτό του:
Rose, oh reiner Widerspruch, Lust Niemandes
Schlaf zu sein unter soviel Lidern
Ρόδο, ώ καθαρή αντίφαση, χαρά
Να μην είσαι ο ύπνος του κανενός κάτω από τόσα βλέφαρα.
Για ποια βλέφαρα πρόκειται; Ο νεκρός, που είναι κανείς, Niemand, ούτις, κοιμάται πίσω από τα βλέφαρά του. Κοιμάται υπό τα βλέφαρα του νεκροσέντονου και του φερέτρου, και κοιμάται υπό τα πολλαπλά στρώματα χώματος που τον καλύπτουν. Κοιμάται κάτω από τα αναρίθμητα βλέφαρα των πεπραγμένων του βίου και της πολιτείας του, των ρόλων που ενεδύθη, αυτού που υπήρξε για τους μεν και για τους δε. Και όλα αυτά τα βλέφαρα χρειάζονται για να καλύψουν — τί; Κανέναν, Niemand, ούτιν.
III
Αυτά τα παραδείγματα αποσκοπούσαν να φωτίσουν, μέσω της αντίθεσής τους, μιαν όψη της διαφοράς μεταξύ της αρχαίας ελληνικής ποιήσεως και της νεότερης ευρωπαϊκής, θα επιχειρήσω τώρα να εξαγάγω μερικά γενικότερα συμπεράσματα. Κάνοντας τούτο, θα οδηγηθώ εις το να διατυπώσω υποθέσεις και να εκφράσω γνώμες, και τις μεν και τις δε εξαιρετικά παρακινδυνευμένες και λόγω της φύσεως του θέματος και λόγω της αδυναμίας των μέσων που διαθέτω, αφού γνωρίζω σχετικώς καλά μόνο πέντε γλώσσες (τα αρχαία και τα νέα ελληνικά, τα γαλλικά, τα αγγλικά και τα γερμανικά) και μετρίως άλλες τρεις (τα λατινικά, τα ιταλικά και τα ισπανικά)· με άλλα λόγια, δεν είμαι οικείος παρά μόνο με ένα περιορισμένο μέρος του ινδοευρωπαϊκού συνόλου. Εκείνο που μου δίδει το θάρρος να αναλάβω παρ' όλα ταύτα, και ιδίω κινδύνω, αυτήν την προσπάθεια είναι η σχεδόν γενική, όπως μου φαίνεται, παραμέληση, από το τέλος της «κλασικής» φιλολογίας και μετά το θάνατο του μεγάλου Ρόμαν Γιάκομπσον (Roman Jacobson), ενός σημαντικότατου θέματος ερεύνης: της συγκριτικής διερεύνησης των εκφραστικών αποθεμάτων των γλωσσών, θέματος σημαντικού για τη διαύγαση των οδών και των μέσων της κοινωνικο-ιστορικής δημιουργίας. Αυτή η παραμέληση μού φαίνεται συνδεδεμένη με έναν από τους σύγχρονους παραλογισμούς· ο φόβος να φανεί κανείς ότι προσδίδει ιδιαίτερο προνόμιο στην τάδε γλώσσα ή στον δείνα πολιτισμό, να δώσει λαβή στην κατηγορία του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού ή, horresco referens, του ευρωπαίο- ή του λογο-φαλλο-οντοκ.λπ.-κεντρισμού οδηγεί, υπό το απατηλό πρόσχημα της de iure ισότητος όλων των λαών, σε μιά γλώσσα γενικευμένης ισοπέδωσης, σε μιά άρνηση της συζήτησης των διαφορών και, ακόμη περισσότερο, των ετεροτήτων που διαμορφώνουν τον αβυθομέτρητο πλούτο της ανθρώπινης ιστορίας. Σαν να όφειλε κανείς να δεχθεί πρώτα την ισοδυναμία της «φιλοσοφίας» των Τασμανών και των Ελληνοευρωπαίων, για να έχει το δικαίωμα να καταδικάσει την εξόντωση των πρώτων από τους Άγγλους. Οι ανόητοι που κάνουν αυτού του είδους τους συλλογισμούς δεν βλέπουν καν ότι αποδέχονται στην πραγματικότητα το αξίωμα του «συλλογισμού» των υπερασπιστών της αποικιοκρατίας, ήτοι: εάν ένας πολιτισμός είναι «ανώτερος» άλλου, οι εκπρόσωποι του πρώτου έχουν το δικαίωμα της κυριαρχίας επί (και, οριακά, της εξόντωσης) των εκπροσώπων του δευτέρου. Συνεπώς, προϋπόθεση της καταδίκης αυτής της κυριαρχίας ή της εξόντωσης είναι η καταδίκη κάθε συγκριτικής μελέτης των πολιτισμών που θα κινδύνευε να καταλήξει σε «αξιολογικές κρίσεις» επί των μεν και των δε. Το παράλογο αυτού του ψευδο-συλλογισμού δεν έχει προφανώς τίποτα να κάνει με τις τεράστιες ενδογενείς δυσκολίες μιάς τέτοιας μελέτης, ούτε με το ζήτημα, που τοποθετείται σ' ένα εντελώς άλλο επίπεδο, των πολιτικών επιλογών που θα πρέπει κατ' ανάγκην να κάνουμε μεταξύ των θεσμικών τύπων που οι διάφοροι πολιτισμοί δημιούργησαν. Το ότι διακηρύσσω τη σύνδεση μου με τα δημοκρατικά σπέρματα που δημιούργησε η ελληνο-ευρωπαϊκή παράδοση, δεν με υποχρεώνει καθόλου να δηλώσω ότι η αρχιτεκτονική μιας κοινωνίας με κάστες, όπως η ινδική, είναι κατώτερη της δυτικής· ούτε είμαι υποχρεωμένος, για να υποστηρίξω τα δικαιώματα των Αφρικανών, να αποδεχθώ τη νυμφεκτομή και την αιδοιορραφή των γυναικών σε πολλά μέρη της μαύρης ηπείρου. Όσο για το θεωρητικά κεφαλαιώδες ζήτημα της εσωτερικής αλληλεγγύης μεταξύ των διαφορετικών χώρων μιας πολιτισμικής δημιουργίας, αλληλεγγύης προφανούς και αινιγματικής, τούτο δεν έχει άμεση πολιτική σπουδαιότητα, όπως το δείχνει η αμοιβαία γονιμοποίηση (ή μόλυνση ή διαφθορά) των πολιτισμών του πλανήτη στη σύγχρονη εποχή. Μπορούμε λοιπόν ν' αρχίσουμε μιά έρευνα για τις διαφορετικές οδούς που επέλεξε η ποιητική έκφραση στην αρχαία Ελλάδα και στη νεότερη Ευρώπη, χωρίς να φοβηθούμε ότι στην περίπτωση που θα μας οδηγούσε, όπερ αδύνατον, στο συμπέρασμα της «ανωτερότητας» των πρώτων επί των δευτέρων, θα ήμασταν αναγκασμένοι να εκστρατεύσουμε υπέρ της επανεγκαθίδρυσης της δουλείας. Μένει ο κίνδυνος, σε μιά τέτοια έρευνα, να υποκύψουμε στις «υποκειμενικές» προτιμήσεις μας. Αυτός ο κίνδυνος δεν μπορεί να παραμερισθεί, όταν πρόκειται περί θεμάτων «αισθητικής», ωστόσο είναι εν προκειμένω ασήμαντος, αφού δεν προτιθέμεθα να «αξιολογήσουμε» συγκριτικά την αρχαία και τη νεότερη ποίηση, αλλά να περιγράψουμε και να αναλύσουμε τα εκφραστικά μέσα της μεν και της δε.
Θα ξεκινήσω από μιά παρατήρηση του Αριστοτέλους στην Ποιητική. Ο τραγικός ποιητής, λέγει, πρέπει να είναι περισσότερο μυθοποιός από μετροποιός, περισσότερο δημιουργός μύθων, ιστοριών, παρά δημιουργός μέτρων, στιχοπλόκος. Πιστεύω πως αυτό ισχύει όχι μόνον για την τραγική, αλλά για κάθε ποίηση. Ακόμη και στη λυρική ποίηση υπάρχει πάντοτε μύθος --προσπάθησα να το δείξω στην περίπτωση των τεσσάρων στίχων της Σαπφούς— δηλαδή μιά ιστορία, ένα ανάφορο (δημιουργημένο προφανώς από το ίδιο το ποίημα), ένα αντικείμενο που παρουσιάζεται και που «εκτυλίσσεται», έστω και αν η εκτύλιξη αυτή είναι βραχύτατη και έστω αν το ανάφορο αυτό δεν είναι, όπως στην επική ποίηση ή την τραγωδία, σχηματισμένο από πράξεις, αλλά αφορά τα συναισθήματα, την ψυχική κατάσταση του ποιητή. Η λυρική ποίηση δεν είναι καθαρό επιφώνημα, δεν περιορίζεται σε άχ! και ώ. Έχει ένα αντικείμενο: την ψυχολογική κατάσταση --παραστάσεις, αισθήματα, επιθυμίες—, κι αυτό το αντικείμενο, έστω συλλαμβανόμενα σ' ένα «στιγμιότυπο», δεν μπορεί να εμφανισθεί σαν μιά απόλυτη στιγμή, βρίσκεται σε κάποιον χρόνο, συλλαμβάνεται από αυτόν τον χρόνο, δημιουργεί, προς τα εμπρός και προς τα πίσω ένα χρόνο. Και το βρίσκουμε αυτό ακόμη και σε μια ποίηση όπως τα χάικου ή μερικά συντομότατα κινεζικά ποιήματα φτιαγμένα από μερικές λέξεις — ένα βουνό, μιά λίμνη, ένα πουλί, η θλίψη· αυτή η φαινομενικά στατική παρουσίαση περιέχει μιά ελάχιστη κίνηση, και τούτο είναι ο μύθος της. Βέβαια, ως μύθο ο Αριστοτέλης εννοεί μιά ανεπτυγμένη αφήγηση, μεταξύ όμως της ανεπτυγμένης αφήγησης και του απλού μέτρου υπάρχει ο χώρος του λυρικού αντικειμένου, που βρίσκεται ξεκάθαρα μέσα στον χρόνο.
Αλλά ο ποιητής δεν είναι μόνο μετροποιός και μυθοποιός, είναι και νοηματοποιός, εικονοποιός και μελοποιός. Το τελευταίο χρειάζεται μιά διευκρίνιση. Ως μουσική δεν εννοώ μόνον την υλική μουσικότητα, τη ρυθμική μουσικότητα του μέτρου και την ηχητική μουσικότητα των λέξεων (και τα συμπαρομαρτούντα: παρήχηση, ομοιοκαταλήξεις ή απλώς μιά ωραία «ενδογενή» ηχητικότητα), εννοώ τη μουσική του νοήματος που εκδηλώνεται όχι μόνο στο επίπεδο του μύθου, αλλά και στο επίπεδο του στίχου, της διαδοχής των λέξεων, όπως και στο επίπεδο της κάθε λέξης. Υπάρχει εμφάνιση και άρθρωση των σημασιών· υπάρχει σημασία στο επίπεδο του μύθου, στην ιστορία που διαδραματίζεται, στο αντικείμενο που παρουσιάζεται συνολικά, αλλά υπάρχει και άρθρωση στην κυριολεξία, παρόμοια με αυτήν του σώματος, που υποδιαιρείται σε μέλη μη χωριστά, αλλά συνδεδεμένα σε μιά συνεχή συνεργεία. Η υποδιαίρεση δε αυτή δεν είναι διαχωρισμός αυτής της συνολικής σημασίας στα μέρη του ποιητικού έργου, στις στροφές, στους στίχους, στις λέξεις. Υπάρχει παρουσίαση ενός ελάχιστου ποιητικού νοήματος στο επίπεδο της ίδιας της λέξης και βεβαίως, ακόμη περισσότερο, στο επίπεδο της συνάφειας, της σύνδεσης των λέξεων, στοιχεία πάντοτε ζωντανότερα ενός υπερκειμένου νοήματος. Αυτό το ελάχιστο νόημα της λέξεως δεν παρουσιάζεται λογικά, ούτε απλώς περιγραφικά· εδώ όλες οι μεταφορές μας προδίδουν, διότι προδίδουν την ιδιαιτερότητα του ποιητικού έργου. Έτσι κι αλλιώς πρέπει να τις χρησιμοποιήσουμε και να πούμε ότι αυτό το minimum νόημα παρουσιάζεται συγχρόνως εικονιστικά και μουσικά. Για να μιλήσουμε για ποίηση είμαστε υποχρεωμένοι να μεταχειρισθούμε μεταφορές που προέρχονται από τη μουσική και τη ζωγραφική· όπως, για να μιλήσουμε για τη μουσική ή τη ζωγραφική, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε μεταφορές που προέρχονται από την ποίηση, τη ζωγραφική και τη μουσική. Είναι ο κύκλος της καλλιτεχνικής δημιουργίας· δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ποίηση, για μουσική ή για ζωγραφική με μεταφορές γεωμετρίας ή φυσικής. Τα μνημονεύουμε αυτά εδώ, διότι πρέπει να κατανοήσουμε σε τι συνίσταται αυτό που δεν μπορούμε να αποκαλέσουμε αλλιώς παρά μόνο μουσικότητα του νοήματος. Αν σε όσα ακολουθούν φαίνεται ότι προτιμώ τη μουσική μεταφορά, τούτο γίνεται διότι η ζωγραφική μεταφορά είναι κατάλληλη μόνο στις περιπτώσεις όπου η ποιητική έκφραση αναφέρεται σε κάποιο «εξωτερικό» αντικείμενο, και κυρίως διότι η ζωγραφική, εν αντιθέσει προς τη μουσική, δεν παρουσιάζει τη χρονική εκτύλιξη που δίνει ψυχή στο ποίημα.
Στο επίπεδο του μύθου, όπως στο επίπεδο των μέτρων, δηλαδή των στίχων, συναντούμε πάντα δύο διαστάσεις. Ο μύθος μπορεί να προβληθεί στο επίπεδο μιας ιστορίας, αυτού που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διήγησης, της «αφήγησης». Είναι αυτό που κάνουν π.χ. οι σχολιαστές, οι οποίοι μας δίδουν, στην αρχή των χειρογράφων των αρχαίων τραγωδιών, τις υποθέσεις των έργων, μιά περίληψη του σε τηλεγραφικό ύφος. Παράδειγμα: «Αποθανόντα Πολυνείκη εν τω προς τον αδελφόν μονομαχίω Κρέων άταφον εκβαλών κηρύττει μηδένα αυτόν θάπτειν, θάνατον την ζημίαν ποιήσας. Τούτον Αντιγόνη η αδελφή θάπτειν πειράται. [...]» Μπορεί επίσης ο μύθος να προβληθεί στη διάσταση της σημασίας· αυτό προσπαθούμε να εξαγάγουμε, όταν αναλύουμε το περιεχόμενο, το νόημα της ιστορίας. Ένας μύθος που θα ήταν δυνατόν να προβληθεί καθ' ολοκληρίαν στον άξονα της αφήγησης θα είχε οριακά μηδενική σημασία, θα ήταν η «ιστορία ιστορημένη από έναν ανόητο, δίχως κανένα νόημα», ή κάποιο ασήμαντο γεγονός καταχωρημένο στα «ψιλά». Ένας μύθος εξ ολοκλήρου προβεβλημένος στον άξονα της σημασίας θα ήταν ένα είδος φιλοσοφικού συστήματος, π.χ. το σύστημα του Σπινόζα, και ασφαλώς όχι ποίημα. Ένα ποίημα, όπως μιά τραγωδία, εκτυλίσσεται πάντοτε στις δύο διαστάσεις.
Αυτό που εξετάζομε εδώ δεν είναι ο μύθος, αλλά το μέτρον, ο «στίχος» ή οι «στίχοι», ουσιώδεις υπομονάδες για την πραγματοποίηση της ποιητικής σημασίας. Κι εδώ επίσης έχομε δύο διαστάσεις. Όπως είπαμε, υπάρχει η «υλική» μουσικότητα, φωνητική και ρυθμική. Αυτό όμως που εδώ μας ενδιαφέρει είναι η σημασιακή μουσικότητα· υπάρχει ταυτοχρόνως μελωδία και αρμονία νοήματος.
Η μελωδία του νοήματος είναι η συνύφανση της «ανόδου-καθόδου» στο κλειδί της σημασίας και στο επίπεδο της εντάσεως. Η σημασία της κάθε λέξης τροποποιεί τη σημασία του στίχου, όσο αυτός ξετυλίγεται· οι παραλλαγές οξύτητος ή εντάσεως της έκφρασης δημιουργούν μιά μορφή, ένα pattern. Ιδού η άνοδος εντάσεως στους στίχους:
Plonger au fond du gouffre, Enfer ou Ciel qu' importe!
Au fond de l' Inconnu pour trouver du nouveau!15
Βυθίσου στο βάθος του βαράθρου, Κόλαση, Ουρανός — αδιάφορο!
Στο βάθος του Αγνώστου, για να βρεις το Καινούργιο!
ή η εξακολουθητική άνοδος
Demain c' est le cheval qui s' abat blanc d' écume,
Demain...
Αύριο, είναι το άλογο που καταρρέει άσπρο απ' τους αφρούς
Αύριο...
που σταματά βιαίως με την άπειρη πτώση τού
Αύριο είναι ο τάφος.
Η μελωδία του νοήματος είναι η οριζόντια σχέση των νοημάτων και των εντάσεων των κατ' ιδίαν λέξεων στη διαδοχή τους, η οποία ήδη περιέχει εν εαυτή μιά αρμονική συνιστώσα. Διότι όπως, όταν ακούμε το τέλος μιας μελωδίας, η μουσική της ουσία περιλαμβάνει ό,τι προηγήθηκε, έτσι και η εκτύλιξη του νοήματος σε μιά ποιητική φράση, η οποία εκτύλιξη συνίστα καθ' εαυτήν μιά χρονική μορφή, καταλήγει σε ένα τέλος που είναι αυτό που είναι σε συνάρτηση με ό,τι προηγήθηκε. Η εκφράση αρμονία νοήματος, εν στενή εννοία, φαίνεται σαν μη λογική, αφού αρμονία είναι η συνήχηση περισσοτέρων φωνών, το δε ποίημα —και γενικότερα η γλωσσική εκφράση— φαίνεται μονωδικό. Υπάρχει ωστόσο αρμονία, διότι υπάρχουν αρμονικοί τής σημασίας των λέξεων. Όταν χτυπάμε ένα πλήκτρο πιάνου ή μιά χορδή βιολιού, ένα ντο ή ένα σολ, δεν ακούμε μόνο αυτόν τον τόνο, αλλά συγχρόνως τους αρμονικούς του, την οκτάβα, την υπερκείμενη πέμπτη κ.λπ. Είναι εκείνο που συντελεί στο ηχητικό χρώμα και στον ηχητικό πλούτο του κάθε οργάνου. Μπορούμε να θεωρήσουμε ως αρμονικούς μιας λέξης ό,τι αυτή η λέξη κατορθώνει να θέσει σε ήχο. Μιά λέξη είναι αυτή που είναι, από την άποψη του νοήματος, μέσω όλων των αρμονικών της, των ηχήσεων και συνηχήσεών της, αυτών που αποκαλούνται κατά παράδοσιν συνδηλώσεις, ό,τι συνοδεύει και σε ό,τι παραπέμπει.17 Τούτο είναι βεβαίως αξεχώριστο από τον ακροατή, από το συγκεκριμένο ακροατήριο· είναι όμως επίσης, και κυρίως, «απρόσωπα» κατατεθειμένο μέσα στη γλώσσα. Μιά λέξη λειτουργεί μέσα στη γλώσσα ακριβώς μέσω των απεριόριστων παραπομπών της, καθεμία εκ των οποίων κινητοποιεί άλλες παραπομπές. Ο αρμονικός πλούτος ενός στίχου αποτελείται από τον πλούτο των παραπομπών των λέξεων που τον αποτελούν.
* * *
Τούτο ισχύει για την ποίηση εν γένει, ανεξαρτήτως γλώσσας στην οποία εκφράζεται. Εκείνο για το οποίο θέλω να ομιλήσω εδώ είναι μιά ειδοποιός διαφορά, σχετική με την «επιλογή» του τρόπου εκφραστικότητας της μουσικής σημασιολογίας, μεταξύ αρχαίας ελληνικής και νεότερης ευρωπαϊκής ποιήσεως. Αυτή η διαφορά φαίνεται συνδεδεμένη με μιά ιδιότητα της αρχαίας ελληνικής, ιδιότητα που έχει κοινή πιθανώς με όλες τις γλώσσες που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πρωταρχικές, σε αντίθεση με τις γλώσσες που μπορούμε να ονομάσουμε δευτερογενείς.19 Υπάρχει στα αρχαία ελληνικά μιά πρωταρχική πολυσημία των λέξεων, μιά πολλαπλότητα σημασιών20, η οποία δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα των συνδηλώσεων ή των αρμονικών, αλλά αντιστοιχεί σε φάσματα σημασιακά, με τη φυσικομαθηματική έννοια του φάσματος. Στα αρχαία ελληνικά συγκατοικούν στην ίδια λέξη, και σε αναλογία ποιοτικά άλλη από τις ευρωπαϊκές γλώσσες που κάπως γνωρίζω, νοήματα διαφορετικά, άλλοτε παράγωγα τα μεν των δε, άλλοτε απλώς συγγενή. Αυτή η τελευταία διάκριση πρέπει άλλωστε να σχετικοποιεί, έστω διότι θα είναι συχνά αδύνατον να αποφασίσουμε αν τα συγγενή νοήματα προέρχονται ή όχι από κάποια αρχαιότατη παραγωγή, της οποίας δεν υφίστανται πλέον ίχνη. To Vocabulaire του Μπενβενίστ (Benveniste) μας παρέχει μιά άφθονη ύλη που καλύπτει άλλωστε ακριβώς τις περισσότερες «πρωτογενείς» ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Ελληνικοί όροι, όπως είναι, λόγος, φαίνεσθαι, και τόσοι άλλοι, φαίνεται ότι ενσάρκωσαν ήδη στην απαρχή της γλώσσας, και χωρίς να μπορούμε να αποφασίσουμε περί κάποιας παραγωγής, μιά δέσμη σημασιών, μέσα στις οποίες φαίνεται αδύνατον να καθορισθεί μιά εσωτερική γενετική τάξη.
Ας προσθέσουμε σε αυτό ένα άλλο γεγονός, εξίσου σημαντικό. Ακόμη και στα παραδείγματα παραγωγής, οι εσωτερικές συνδέσεις των όρων του λεξιλογίου είναι αμέσως ορατές, τις ψηλαφούμε σχεδόν, ενώ τούτο δεν συμβαίνει παρά σε ολιγάριθμες και σχεδόν περίπου ασήμαντες περιπτώσεις στις δευτερογενείς γλώσσες. Είδαμε παραπάνω τα παραδείγματα σελάννα και ώρα στη Σαπφώ, γέλασμα στον Αισχύλο, έργον στον Ηρόδοτο. Ας θεωρήσουμε, εξ αντιθέσεως, τις λέξεις lune στα γαλλικά, moon στα αγγλικά. Καμιά τους δεν είναι φορτισμένη με κάποια λεξιλογική συγγένεια, οι συνδηλώσεις τους είναι είτε πραγματικές είτε λογοτεχνικές· οι λέξεις αυτές δεν παραπέμπουν σε κάποια κοινή μήτρα νοήματος, από την οποία θα ξεπηδούσε ένα φάσμα σημαινόντων και σημαινόμενων. Lune στα γαλλικά είναι από αυτήν την άποψη, αν μπορούμε να πούμε, ανόργανο, η λέξη έπεσε στα γαλλικά διότι τα λατινικά έλεγαν luna, όπως το moon έπεσε στα αγγλικά από τη γερμανική ρίζα της λέξης Mond. Ας σημειώσουμε ότι και το τελευταίο είναι εξίσου «ανόργανο» σήμερα στα γερμανικά.
•
Αυτή η πρωταρχική αδιαίρετη πολυσημία στα αρχαία ελληνικά δεν αποτελεί ασφαλώς προνόμιο αυτής της γλώσσας. Κρίνοντας έστω και από τα παραδείγματα που βρίσκουμε στο βιβλίο του Μπενβενίστ, φαινόμενα του ίδιου τύπου απαντούν στα σανσκριτικά ή στα αρχαιά ιρανικά, όπως και στα αρχαία γερμανικά. Σε ποιο μέτρο χρησιμοποιήθησαν ενεργώς στην ποίηση αυτών των γλωσσών, ανήκει στην αρμοδιότητα των μελετητών τους να το πουν.
Υπάρχει τέλος στα αρχαία (όπως επίσης και στα νέα) ελληνικά μιά τεράστια ελεύθερη λεξιλογική παραγωγικότητα. Μπορεί κανείς να δημιουργήσει λέξεις, και δημιουργούνται λέξεις, από τον Όμηρο ως τον 4ο αιώνα και μετά, με αφετηρία τις ενδογενείς δυνατότητες της γλώσσας και τους δεδομένους με τη γλώσσα κανόνες σχηματισμού των λέξεων, σε μία κλίμακα ασυγκρίτως ευρύτερη από αυτήν των συγχρόνων ευρωπαϊκών γλωσσών. Η χρήση προθεμάτων και επιθεμάτων, η δημιουργία ρημάτων από ουσιαστικά ή επίθετα και το αντίστροφο, η σύνθεση τους, δεν έγιναν άπαξ διά παντός, αλλά μέσα σε μιά συνεχιζόμενη διαδικασία. Τούτο δεν αποκλείει τη συζήτηση και την κριτική στάση. Ο Αριστοφάνης στους Βατράχους ασκεί κριτική στον Αισχύλο —που χειρίζεται τη γλώσσα όπως ο μαρμαράς που αφαιρεί ογκόλιθους από το λατομείο— αποδίδοντας αυτήν την κριτική στον Ευριπίδη, ο οποίος τον κατηγορεί ότι κατασκευάζει λέξεις σαν βουνά και ότι τον διακρίνει μεγαλοστομία, ενώ αυτός, ο Ευριπίδης, ομιλεί τη γλώσσα του καθενός.
Αυτοί οι τρόποι παραγωγής, με την ευρύτατη έννοια, φαίνονται παγιωμένοι στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες ή σπανιότεροι. Η ακαμψία της ακαδημαϊκής γαλλικής αποτελεί σχεδόν καρικατούρα από αυτήν την άποψη. Η οργιαστική χλιδή της γλώσσας του Ραμπελαί (Rabelais) αφανίστηκε από τους Μαλέρμπ (Malherbe), Μπουαλώ (Boileau) και τη Γαλλική Ακαδημία.
Ο τρόπος σύνθεσης παραμένει αριθμητικά σημαντικός στα γερμανικά, αλλά φαίνεται περιορισμένος στη διοικητική, πρακτική ή επιστημονική γλώσσα· δεν βρίσκω παρά ελάχιστες σύνθετες λέξεις στους Χέλντερλιν (Hölderlin), Γκεόργκε (George) ή Ρίλκε (Rilke). Η παραγωγή ρημάτων από ουσιαστικά, ή το αντίστροφο, εξακολουθεί πάντα στα αγγλικά, όμως μένει περιορισμένη στη δημοσιο-γραφο-διοικητική ή τεχνική ιδιόγλωσσα.
Ο νεότερος Ευρωπαίος ποιητής δεν αφοπλίστηκε προφανώς, ούτε κατέστη κατώτερος από αυτήν την κατάσταση, οδηγήθηκε στη δημιουργία άλλου τύπου εκφραστικών μέσων. Η σχετικώς ευπρόσωπη περιγραφή τους θα απαιτούσε τη συγγραφή ενός συγγράμματος ευρωπαϊκής ποιητικής (εννοώ, δυτικής) σε αμέτρητους τόμους.
Προσπάθησα παραπάνω, μιλώντας για τον μονόλογο του Μάκβεθ, να βρω κάποιον από αυτούς που τον ονόμασα ανεπτυγμένη μεταφορά. Δεν πρόκειται προφανώς για τη «στοιχειώδη» μεταφορά που υπάρχει παντού και πάντοτε ευθύς ως υπάρχει γλώσσα, αφού κάθε γλωσσική εκφράση είναι πάντοτε μεταφορική/μετωνυμική και γενικότερα τροπική. Ούτε για την «ποιητική εικόνα» —σύγκριση, αναλογία, αλληγορία κ.λπ.—, η οποία μπορεί να εκταθεί σε περισσότερους στίχους, όπως τόσο συχνά στον Όμηρο. Οι τρεις «εικόνες» που παρουσιάζονται από τον Σαίξπηρ στο παράθεμα που συζήτησα επικοινωνούν εσωτερικά, περνούν η μιά στην άλλη σε μία άνοδο εικονοποίησης/παρουσίασης, παραπέμπουν συγχρόνως στο ανάφορό τους και καθεμιά στην άλλη, εμπλουτιζόμενες ως την τελική ακμή.
Αν κάτι πρέπει να προκαλέσει τον θαυμασμό μας, είναι η πολλαπλότητα των οδών, των οποίων η δημιουργός δύναμις των ποιητών μπόρεσε να προκαλέσει την ανάδυση σε διαφορετικές γλώσσες, για να αγγίσει την εντονότερη εκφραστικότητα της σημασιακής μουσικότητας στην ποίηση, θαυμασμό που νιώθουμε πρώτ' απ' όλα μπροστά στα μέσα, το δυναμικό που υποκρύπτει καθεμιά από αυτές τις γλώσσες, δημιουργία κάθε φορά μιας κοινωνίας άλλης, ενός ανώνυμου συλλογικού άλλου.