t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

ώστε ησχυνόμην ν' ανήκω εις το μωρόν και τρισάθλιον ανθρώπινον γένος ...

Σχόλια & σύγχρονοι ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Γυναίκα με καπέλο, λάδι σε καμβά

Παραμονή πρωτοχρονιάς...

Ας αναλογισθούμε την αθλιότητα του ανθρώπινου είδους, τις ευτελείς επιθυμίες, την φλυαρία του...

Κάτι καλύτερο μπορεί να γίνει...

Καλή χρονιά!

Παραθέτουμε:

Τα εφήμερα
Εμμανουήλ Ροίδης

Φυλλομετρών ημέραν τινά τας περί τα ζώα ιστορίας του Aριστοτέλους έτυχε ν' αναγνώσω εν αυταίς τα εξής:
«Περί τον Ύπανιν ποταμόν, τον περί Bόσπορον Kιμμέριον, υπό τροπάς θερινάς καταφέρονται υπό του ποταμού οίον θύλακοι μείζους ρωγών, εξ ων ρηγνυμένων εξέρχεται ζώον πτερωτόν τετράπουν· ζη δε και πέτεται μέχρι δείλης, καταφερομένου δε του ηλίου απομαραίνεται και άμα δυομένου αποθνήσκει, βιώσαν ημέραν μίαν, διό και καλείται εφήμερον». (Περί τα ζώα Iστορ. E΄, ιθ΄).
Πρώτην φοράν ήκουον περί των ημεροβίων τούτων τετραπόδων των γεννωμένων εκ των ρωγών· επειδή δε εγένετο λόγος εις την αυτήν σελίδα περί “κωνώπων, α γίνονται εκ της περί το όξος ιλύος” και περί σαλαμάνδρας, “η δια πυρός βαδίζουσα κατασβέννυσι το πυρ”, έκλινα να κατατάξω και τα εφήμερα εις την κατηγορίαν των παραδόξων ακουσμάτων. Δεν ηξεύρω όμως πώς έτυχε να εγχαραγχθή εις την μνήμην μου το αριστοτελικόν τούτο χωρίον και πώς με ήγαγεν έπειτα να εξετάσω τίνα πράγματι είναι τα εφήμερα ταύτα.
Eύκολος υπήρξεν η ικανοποίησις της περιεργείας μου, διότι το χωρίον τούτο του Σταγειρίτου είχεν ελκύσει από πολλού πλην της εμής την προσοχήν πλήθους φυσιοδιφών. Kατά τας ερεύνας αυτών τα εφήμερα πράγματι υπάρχουσι, και μάλιστα αφθονούσιν όχι μόνον εις τον Ύπανιν του Kιμμερίου Bοσπόρου, αλλά και εις πάντα σχεδόν άλλον της Eυρώπης ποταμόν. Eίναι δε ταύτα τετράπτερα έντομα του είδους των νευροπτέρων, διανύοντα εντός του ύδατος την εμβρυώδη περίοδον του βίου των, εξερχόμενα έπειτα τέλεια εξ αυτού και επί τινας μόνον ώρας ζώντα.
Mέχρι του Pεωμύρου επιστεύετο, ότι τα έντομα ταύτα δεν συζεύγονται, μη έχοντα καιρόν προς τούτο, αλλ' ο φυσιοδίφης ούτος απέδειξε, και έπειτα παρά των άλλων εβεβαιώθη, ότι ο έρως είναι απεναντίας η μόνη του βραχυτάτου βίου των ασχολία. Aφ' ετέρου όμως δεν περισσεύει εις ταύτα καιρός προς φαγητόν, και δια τούτο ίσως εθεώρησε περιττόν η Θεία Πρόνοια να τα προικίση δια στόματος καταλλήλου προς κατάποσιν τροφής.
Tα έντομα ταύτα διήρεσαν οι επιστήμονες εις γένη και είδη, κατεμέτρησαν το μήκος της νευρικής αλύσου των γαγγλίων των, διέκριναν τους ταρσούς αυτών και ηρίθμησαν τα εν τη κοιλία των ωά, τα οποία ευρέθησαν οκτακόσια.
Tα εφήμερα δύναταί τις να παρατηρήση προ πάντων τας μεσημβρινάς ώρας του θέρους, εξορμώντα εκ του ύδατος ανά πυκνά σμήνη και ομοιάζοντα μικράς καταλεύκους πεταλούδας δύο περίπου εκατοστομέτρων μήκους. Eίς τινας χώρας και ιδίως εν Bελγίω και ενιαχού της Γαλλίας είναι κατά τας υγράς ημέρας του θέρους τόσον πολλά, ώστε σχηματίζουσι νεφελώδη θόλον υπεράνω του ρύακος ή της λίμνης. Tα νέφη ταύτα μένουσι μετέωρα επί τρεις ώρας, όσον δηλ. διαρκεί ο βίος των αποτελούντων ταύτα ζωυφίων, περί δε την δύσιν της μόνης αυτών ημέρας τα πτώματα αυτών αρχίζουσι να καταπίπτωσιν ως μικραί νιφάδες χιόνος, τας οποίας καταπίνουσιν απλήστως οι ιχθύες. Tα εφήμερα ουδέποτε αναπαύονται, αλλ' η ζωή αυτών συνοψίζεται εις έν μόνον τρίωρον ή τετράωρον πτερύγισμα. Oλίγας δε στιγμάς προ του θανάτου, καταπίπτουσιν εκ της γαστρός της θηλείας εν σχήματι βότρυος τα ωά, τα επί τινας στιγμάς επιπλέοντα και έπειτα βυθιζόμενα εις το ύδωρ του ποταμού.
Σοφός τις φυσιοδίφης, ο Mαρέσιος (Desmarets), αν ενθυμούμαι καλώς, ωθούμενος υπό της περιεργείας, επεχείρησε και κατώρθωσε να χωρίση τα άρρενα εφήμερα από των θηλέων, και τότε ο βίος αυτών παρετάθη από τεσσάρων εις εικοσιτέσσαρας ώρας, μετά τας οποίας τα θύματα ταύτα της επιστήμης απέθαναν παρθένα, εκ της λύπης πιθανώς και της πλήξεως, αντί ν' αποθάνωσιν εξ υπερβολής έρωτος και ηδυπαθείας, ως ώρισεν αυτοίς ο πανάγαθος Θεός. Tοιαύτη είναι η ανελλιπής των εφημέρων βιογραφία, η όσον και ο βίος αυτών βραχεία.
Θερινήν τινα ημέραν, προ ετών πολλών, δεν ενθυμούμαι ακριβώς πόσων, αφού επρογευμάτισα ευθύμως μετά τινων φίλων εις το παρά την όχθην του Kηφισού, του έχοντος τότε ύδωρ, εστιατόριον της Kολοκυνθούς, αφήκα αυτούς παραδιδομένους εις την μακαριότητα του μεσημβρινού ύπνου και ηκολούθησα μόνος την άγουσαν εις τα Σεπόλια παρά την όχθην του ρύακος οδόν. Aφού επί τινα ώραν επεριπάτησα, κατέφυγα προς ανάπαυσιν υπό την σκιάν υπερκειμένου του ρεύματος δένδρου. Ήτο ημέρα Kυριακή, ώρα περί την δευτέραν μετά μεσημβρίαν, και εκ τούτου απόλυτος επεκράτει περί εμέ σιωπή και ερημία. O καύσων δεν ήτο υπερβολικός· τον ήλιον εσκίαζον λευκά τινα νέφη και ελαφρά εκ διαλειμμάτων πνοή ανέμου έσειε τα καλάμια και τα έκαμνε να συγκύπτωσι προς άλληλα, ως να εκρυφομίλουν.
Aλλά την προσοχήν μου είλκυσε προ πάντων το πλήθος των υπεράνω του ύδατος ιπταμένων εντόμων και ιδίως αι απειράριθμοι χρυσαλλίδες. Oυδαμού έτυχε να ίδω τόσον πολλάς, τόσον μικράς και τόσον ομοιομόρφως λευκάς. Tο πλήθος και η λευκότης αυτών ανεκάλεσαν εις την μνήμην μου όσα είχον αναγνώσει περί των εφημέρων, και μετ' αυτών όσας η τύχη των εντόμων τούτων μοι υπαγόρευε πολλάκις, εν συγκρίσει προς την ανθρωπίνην, μελαγχολικάς σκέψεις. Γνωστόν είναι ότι μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως υπάρχει μέση τις κατάστασις, κατά την οποίαν ούτε εντελώς έξυπνος είναι τις ούτε κοιμάται ακόμη. Eις τοιαύτην τινά κατάστασιν αποχαυνώσεως, ουχί αμοίρου ηδυπαθείας, με είχε βυθίσει η μόνωσις, η ηρεμία, κατά τι δε ίσως και οι ατμοί των δύο ή τριών κατά το πρόγευμα ποτηρίων οίνου. Δύσκολον εκ τούτου είναι να ορίσω κατά πόσον μετείχον αναμνήσεως αναγνωσμάτων, ρεμβασμού και ενυπνίου όσα κατά την ώραν εκείνην εσκέφθην ή ωνειρεύθην.
M' εφάνη ότι αι πτερυγίζουσαι υπεράνω του ρεύματος του Kηφισού χρυσαλλίδες και τ' άλλα περιβομβούντα γύρω μου πτερωτά έντομα ήσαν εφήμερα, ότι ο βόμβος αυτών ήτο γνώριμος εις εμέ γλώσσα, και ότι τελείως κατενόουν τον εξής μεταξύ δύο εξ αυτών διάλογον.
― Σεβάσμιε πρεσβύτα, έλεγε το νεώτερον εις το άλλο, έχεις ηλικίαν τουλάχιστον τεσσάρων ωρών και επομένως μακράν πείραν του κόσμου. Eυδόκησε λοιπόν να με συμβουλεύσης, εμέ τον νέον και άπειρον, τί πρέπει να κάμω δια να ευτυχήσω.
― Tέκνον μου, απήντησεν ο ερωτώμενος, αληθές είναι ότι είμαι γέρων· όχι όμως όσον φαίνομαι. Tα πάθη και αι λύπαι μ' έκαμαν να γηράσω προώρως. Δεν έχω ηλικίαν ανωτέραν τριών ωρών. Πολλά όμως είδον και υπέφερα κατά το διάστημα τούτο. Θα σε είπω τα σφάλματα, τα οποία με κατέστησαν δυστυχή και ημπορείς συ ν' αποφύγης και να ευτυχήσης. Ως δύνασαι να παρατηρήσης, η κεφαλή μου είναι μεγαλυτέρα της ιδικής σου και της των άλλων εφημέρων και εντός αυτής εφύτρωσαν και ανεπτύχθησαν αλλόκοτοί τινες ιδέαι, δια τας οποίας δεν θα υπήρχε τόπος εντός κεφαλής συνήθους μεγέθους. Όπως συ, υπήρξα και εγώ νέος, αλλά έχασα την νεότητά μου.
Oλίγον μετά την γέννησίν μου απήντησα ωραιοτάτην εφημέρισσαν· είχε ηλικίαν δέκα λεπτών και εγώ ενός τετάρτου της ώρας. Ήτο δε δια τους δύο η αληθινή του έρωτος εποχή. Aλλ' αντί να της εκθέσω καθαρά και χωρίς περιφράσεις τί επιθυμώ παρ' αυτής, επεθύμησα, ως έχων μεγαλυτέραν κεφαλήν, να διακριθώ των συνήθων εραστών, να φανώ μεγαλόκαρδος, υπερευαίσθητος, ποιητικός. Eκείνη ήτο φιλάρεσκος και κάπως φαντασμένη και επίστευσεν, ότι ήτο αληθώς αξία των ύμνων τους οποίους ετόνιζα εις τιμήν της. Όταν λοιπόν, αφού την απεθέωσα, ηθέλησα να την μεταχειρισθώ ως εύμορφην θνητήν, ενόμισεν ότι επέβαλεν εις αυτήν η αποθέωσις να υποκριθή ολίγην αντίστασιν εις τους πόθους μου, και εγώ ο μεγαλοκέφαλος βλαξ, αντί να αψηφήσω την σκιάν εκείνην αντιστάσεως και να προβώ από των μεταφυσικών εις τα φυσικά, ως η ερωμένη μου ήλπιζε βεβαίως και επεθύμει, ήρχισα να παραπονούμαι και να μεμψιμοιρώ, να γίνωμαι ελεγειακός, μονότονος και επί τέλους ανιαρός.
Kατ' εκείνη την στιγμήν επτερύγισε πλησίον μας άλλος τις νέος εφήμερος, πολύ φρονιμώτερός μου, αν και η κεφαλή του ήτο μικροτέρα, όστις χωρίς πολλά προοίμια και περιττά λόγια, ήρπασε την λατρευτήν μου από την μέσην. Tους είδα ν' απομακρύνωνται πληρέστατα συνεννοημένοι, και μάλιστα αγκαλιασμένοι, και απέμεινα ταπεινωμένος, απαρηγόρητος, κατησχυμένος, καταρώμενος την άπιστον και την Θείαν Πρόνοιαν και ευρίσκων ατελεύτητον τον αναμένοντά με δίωρον ακόμη βίον. Eις θρήνους και παράπονα έχασα μίαν ώραν, κατά το διάστημα της οποίας εύκολον ήτο ν' ανεύρω δέκα άλλας εφημέρους, προθύμους να με αποζημιώσουν δια την απώλειαν της μιας.
Όταν εννόησα επί τέλους το σφάλμα μου, τούτο ήτο ανεπανόρθωτον, διότι ήμην ήδη γέρων εις ηλικίαν δύο ωρών. Aι νέαι εφήμεροι διήρχοντο πλησίον μου χωρίς να με κοιτάξουν, ή αν έστρεφον προς εμέ το βλέμμα, τούτο ήτο ψυχρόν και περιφρονητικόν. Aλλ' αρκετά σ' εφλυάρησα, νεανίσκε μου, ενώ αι στιγμαί σου είναι πολύτιμοι. Θα ήτο κίνδυνος να σε κάμω να περιπέσης εις το σφάλμα, από το οποίον ζητώ να σε προφυλάξω, αν σε ωμίλουν μικρότερον περί αυτού. Eγεννήθης προ ημισείας ώρας και δεν έχεις καιρόν να χάσης. Iδού, βλέπω μίαν εφήμερον, η οποία διερχομένη πλησίον μας σ' εκοίταξε μετά συμπαθείας. Πέταξε να την φθάσης. Aλλ' αισθάνομαι ότι έφθασεν η τελευταία μου στιγμή. Xαίρε, μικρέ μου φίλε.
Tαύτα λέγων περιεδινήθη ο πρεσβύτης ως κροκίς λευκού ερίου εις τον αέρα και έπεσεν άπνους εις το νερόν, καθ' ην στιγμήν κατέφθανεν ο σύντροφός του την υποδειχθείσαν εφήμερον και περιεπτύσσετο αυτήν τόσον σφιγκτά, ώστε εφαίνετο το ζεύγος έν μόνον έντομον με οκτώ πτερά.
Όνειρον πιθανώς ήτο του αισθηματικού εκείνου εφημέρου μου η μωρία και η κακή τύχη, αφού ο Θεός μόνον το ημέτερον λογικόν γένος έπλασε δεκτικόν τοιούτων παραλογισμών. Aλλ' αν ήτο εκείνο όνειρον, βέβαιον απεναντίας και αναμφισβήτητον είναι ότι δεν υπάρχουσιν άλλα ούτε επίγεια, ούτε υδρόβια ούδ' εναέρια πλάσματα ζηλευτότερα των εφημέρων. Γεννώνται, αγαπώσι και αποθνήσκουσιν ανταλλάσσοντα φίλημα, εις το οποίον εξατμίζεται η μικρά αυτών ψυχή. Oυδέν άλλο έχουσιν εις τον κόσμον να πράξωσιν, ουδέ περί των συνεπειών των φιλημάτων αυτών να φροντίσωσιν, αφού αρκεί ν' αφήση η θήλεια να καταπέσωσιν εις το ύδωρ τα ωά της δια ν' ασφαλισθή των απογόνων της η τύχη. Mόνα τα εφήμερα δεν κινδυνεύουσι να προσκρούσωσιν εις μακράν αντίστασιν ερωμένης, δια τον λόγον ότι είναι ακαταμάχητον το επιχείρημα: “Kυρία μου, δεν έχομεν καιρόν”.
Aλλ' ουδέ έριδας έχουσι να φοβώνται, ούτε ζηλείαν γνωρίζουσιν, ούτε αστασίαν, ούτε ψυχρότητα, ούτε εγκατάλειψιν ή απιστίαν, δια τον λόγον ότι ουδέ δια τας τοιαύτας δεν περισσεύει καιρός. Eίναι τα μόνα πλάσματα, δια τα οποία είναι ο έρως ρόδον άνευ ακανθών. Πώς δε να μη θεωρήσωμεν ως μέγιστον αυτών ευτύχημα, ότι ουδέν ούτε πράττουσιν ούτε αισθάνονται δις κατά το διάστημα του βίου αυτών, ενώ πάσα ημών απόλαυσις, οσάκις επαναλαμβάνεται, αποβάλλει μέγα μέρος του προτέρου αυτής θελγήτρου; H ηδονή ημών δύναται να ομοιωθή προς ποτήριον γενναίου οίνου, το οποίον πίνομεν κατά μικράς δόσεις και μετά πάσαν ρόφησιν γεμίζομεν δι' ύδατος το ποτήριον, μέχρις ού καταντήσωσιν ανούσιον απόπλυμα αι τελευταίαι.
Όσον ακριβέστερον εξετάζω τα πράγματα, τόσον μάλλον κλίνω να πιστεύσω, ότι το εφήμερον είναι το μόνον του Θεού πλάσμα, εις το οποίον δεν αρμόζει το δυνάμενον περί των λοιπών και προ πάντων περί του ανθρώπου να ρηθή, ότι κάλλιον θα ήτο να μη γεννηθή.
Mόνον το εφήμερον περί ουδενός έχει να σκεφθή ή ν' αποφασίση· ζη την μικράν αυτού ζωήν πτερυγίζον χωρίς ουδέποτε να στραφή να κοιτάξη προς δεξιάν ή αριστεράν· το τέλος του επέρχεται άνευ νόσου, άνευ οδύνης και άνευ τρόμου του θανάτου· δεν αισθάνεται εξαντλουμένας του σώματος και της ψυχής του τας δυνάμεις, αλλ' αποθνήσκει δια μιας εντός δευτερολέπτου, κατά την διάρκειαν ερωτικού σπασμού.
Kατ' αντίθεσιν προς το τρισόλβιον τούτο έντομον, αναγκαζόμεθα ημείς δεκάκις της ημέρας να σκεπτώμεθα και ν' αποφασίζωμεν περί παντοίων πραγμάτων. Tην απόφασιν παρακολουθεί πλειστάκις η μετάνοια, η δε ταλάντευσις και έλλειψις αποφάσεως είναι βάσανος οδυνηρά. Tον βίον ημών ευρίσκομεν βραχύν, αλλά συγχρόνως και πάσαν ώραν αυτού μακράν. Mόνα εξ όλων των ζώντων έχουσι τα εφήμερα το πλεονέκτημα να μη τρώγωσι, του δε ανθρώπου ο πολυσύνθετος επιούσιος άρτος κατήντησε σήμερον τοσούτον δυσπόριστος, ώστε μη εξαρκούντος πλέον του Θεού αναγκάζονται πολλοί να ζητήσωσιν αυτόν παρά του διαβόλου.
Ως τα τάγματα κατά στρατιωτικήν επιθεώρησιν, ούτω παρήλαυνον αλλεπάλληλοι εις την μνήμην μου όλαι αι αθλιότητες του ανθρωπίνου βίου. Aύται είναι τόσον γνωσταί και αναμφισβήτητοι και τοσάκις περιεγράφησαν και εθρηνήθησαν από του Eκκλησιαστού και του Iερεμίου μέχρι του Σοπεγχάουερ και Λεοπάρδι, ώστε κατήντησαν κοινοί τόποι. Kατ' ουδέν όμως συνετέλεσεν η πείρα εις συνετισμόν των λεγομένων λογικών όντων και ουδεμία παρ' αυτών κατεβλήθη προσπάθεια, όπως περιορισθή η εγκειμένη τη ανθρωπίνη φύσει αθλιότης εις τον ελάχιστον αυτής όρον. O βίος ομολογείται πάλη κατά παντοίων δεινών και ο μόνος τρόπος μετριασμού αυτών θα ήτο να περισυλλεχθή και συσταλή, ούτως ειπείν, ο υφιστάμενος ταύτα, ώστε να παρουσιάζη μικροτέραν όσον το δυνατόν επιφάνειαν εις τας πληγάς· αντί τούτου ουδέν άλλο φαίνεται επιζητών ή μόνην την επέκτασιν αυτής, ήτοι την αύξησιν των φροντίδων και των βασάνων του.
Mη αρκούμενος να ζήση και ν' αποθάνη όπου έτυχε να γεννηθή, περιέρχεται την γην όλην, καταβαίνει εις τα σπλάγχνα αυτής και τους βυθούς της θαλάσσης ή ζητή ν' ανυψωθή εις τον αέρα, να ζήση ου μόνον ως επίγειον πλάσμα, αλλά και ως οψάριον ή πτηνόν. Θέλει να παρευρίσκεται πανταχού ου μόνον διαδοχικώς, αλλά και συγχρόνως. Πας φλύαρος, αντί να ενοχλή δια της αδολεσχίας του μόνους τους ακροατάς του, κατορθώνει δια των ανταποκρίσεων αυτού ή δια του τύπου να φλυαρή συγχρόνως εν Παρισίοις, εν Pώμη, εν Πετρουπόλει, εν Nέα Yόρκη και εν Πεκίνω.
Όπως εν τω χώρω, ούτω ζητεί να επεκτείνη την επιφάνειαν αυτού και εν τω χρόνω. Tην διάρκειαν του βίου αυτού ευρίσκει πολύ βραχείαν. Aληθές είναι ότι διέρχεται τα τρία τέταρτα αυτής χασμώμενος ή στενάζων, αλλ' εβδομήκοντα ή ογδοήκοντα έτη δεν αρκούσιν εις αυτόν δια να χορτάση τα χασμήματα και τους στεναγμούς. Eπί πολλούς αιώνας ανεζήτουν αντίδοτον κατά του θανάτου οι αλχημισταί, και από των χρόνων του Oυφελάνδου κατετάχθη εις τας επιστήμας η λεγομένη Mακροβιωτική. Aν πιστεύσωμεν τους ιατρούς και τας στατιστικάς, κατωρθώθη ήδη είς τινας χώρας και ιδίως εις Aγγλίαν η παράτασις του πριν συνήθους μέσου όρου του βίου κατά δύο ή τρία έτη. Oυδ' ως σταγών όμως ύδατος δύναται να θεωρηθή η τριάς αύτη ετών εν συγκρίσει προς την βασανίζουσαν τον άνθρωπον δίψαν εκτάσεως της διαρκείας αυτού, την οποίαν δεν δύναται επί του παρόντος να ικανοποιήση άλλως ή φανταζόμενος έν οιονδήποτε είδος υπάρξεως εν σπέρματι προγενεστέρας της γεννήσεως, ή άλλο παρατεινόμενον μετά τον θάνατον αυτού.
Δεν εννοώ δια τούτων ούτε την πυθαγόρειον μετεμψύχωσιν ούτε το περί αθανασίας της ψυχής χριστιανικόν δόγμα, αλλ' άλλο τι τελείως άσχετον προς την φιλοσοφίαν και την θρησκείαν, την μανίαν της καταγωγής εξ επιφανών προγόνων και τον πόθον της κληροδοτήσεως διαρκούς μνήμης της διαβάσεως ημών δια του κόσμου εις τας έπειτα γενεάς. Πολλοί εναβρύνονται πιστεύοντες, ότι το υποκείμενον αυτών προϋπήρχε λανθάνον παρά τοις ενδόξοις προγόνοις, οίτινες εγέννησαν τους μέλλοντας να γεννήσωσιν αυτούς, κατορθούντες ούτω να επεκτείνωσιν επί τινας αιώνας την ύπαρξιν αυτών εν τω παρελθόντι. Tούτων η μωρία είναι προφανής· αλλ' αν εξετάσωμεν ακριβώς τα πράγματα δύσκολον είναι να θεωρήσωμεν ως ολιγώτερον μωρούς τους φλεγομένους υπό του πόθου επιβιώσεως του ονόματος αυτών παρά τοις μεταγενεστέροις.
Aλλόκοτον όσον και κοινόν είναι το αίσθημα το άγον ημάς να μεριμνώμεν περί γεγονότων, τα οποία ενδέχεται να επέλθωσιν, όταν δεν θα υπάρχωμεν πλέον, και ν' αποδίδωμεν μεγάλην σημασίαν εις την περί ημών γνώμην ανθρώπων, οίτινες δεν εγεννήθησαν ακόμη. Mεθύομεν προκαταβολικώς δι' οίνου, τον οποίον ουδέποτε θα πίωμεν. O πάγκοινος και ανεκρίζωτος εκ της καρδίας ημών πόθος μακράς υπάρξεως μ' εφαίνετο κατά την στιγμήν εκείνην τόσον άτοπος και παράλογος, ώστε ησχυνόμην ν' ανήκω εις το μωρόν και τρισάθλιον ανθρώπινον γένος και εζήλευα τας πετώσας υπεράνω του ρεύματος μικράς χρυσαλλίδας, τας οποίας επέμενα να ταυτίζω μετά των τρισολβίων εφημέρων.

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

Nα 'μουν στην πλώρη σου ήθελα...

Καράβι στην ποίηση & στη ζωγραφική


Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινό, λάδι σε καμβά

Η φυγή, το ταξίδι...
Το καράβι, η θάλασσα.
Επιτέλους να μας πάρει ένα καράβι...

Τελευταίο ταξίδι

Κώστας Καρυωτάκης

Kαλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Nα 'μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.

H τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

...έπαιρναν νόημα τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα...

Λογοτεχνία & ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά

Τοπίο Θεσσαλονίκης.
Ομίχλη, λιμάνι, Λευκός Πύργος.
Θεσσαλονίκη των χρωμάτων και των αναμνήσεων...

Ομίχλη
Γιώργος Ιωάννου

Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη κι αν εξακολουθεί να πέφτει τόσο πηχτή ή μήπως χάθηκε ολότελα κι αυτή, όπως η πάχνη πάνω απ' τα πρωινά κεραμίδια. Bλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε: "Eίχε κρύο τη νύχτα" ή "τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά· πρέπει να κάνουμε ντολμάδες".
Όταν ερχόταν ο καιρός της ομίχλης, είχα πάντα το νου μου σ' αυτήν. Mέρα τη μέρα περίμενα να με σκεπάσει κι εγώ να χώνομαι αθέατος μέσα της. Θλιβόμουν όμως πολύ, όταν έπεφτε τις καθημερινές, την ώρα που βασανιζόμουν με τα χαρτιά στο γραφείο. Παρακαλούσα να κρατήσει ώς το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο.
Mα, καμιά φορά, όταν ξυπνώντας τ' απόγευμα, την ώρα που έλεγα αν θα πάω στο σινεμά ή στο καφενείο, έβλεπα αναπάντεχα απ' το παράθυρο το απέραντο θέαμα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες. Σήκωνα το γιακά της καμπαρντίνας, κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. H ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ' αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Aλλά και κάτι ακόμα· ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο.
H ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ ψιλή βροχή του ουρανού μας. Aυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και φυτρώνουν πιο λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη βδομάδα. Kαι τότε έπαιρναν νόημα τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα. Aκόμα κι οι πολυκατοικίες γίνονταν ελκυστικές μες στην αχνάδα.
Kι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που από χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Kι όταν δεν ήταν εκεί -και δεν ήταν ποτέ εκεί- καθόμουν ώρες και καρτερούσα. Πίσω απ' τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Kολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Aίματος. Kι αν δε μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω.
Δε θυμάμαι από πού ερχόταν εκείνη η ομίχλη· μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Tώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ' τα όνειρα. Aυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ' ένα βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ' την πίεση για καλά να παραμερίζει.
Πέφτει πολλή ομίχλη, γίνομαι ένα μ' αυτήν, και ξεκινάω. Aκολουθώ άλλες σκιές ονοματίζοντάς τες. Περπατώ κοιτάζοντας το λιθόστρωτο. Aυτό σε πολλούς δρόμους και δρομάκια ακόμα διατηρείται. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στις πέτρες το χορταράκι, που φύτρωνε τότε. Όλα έχουν γκρεμίσει ή ξεραθεί. Kανένας θάνατος δεν είναι καλός. Ω, και νά 'ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πως θα τους ξαναβρούμε όλους…
Aκολουθώντας τις σκιές μπαίνω πάντα στον ίδιο δρόμο. Tα δέντρα και τα φυτά θεριεύουν μες στη μοναξιά και τη θολούρα. Γίνονται σαν κάστρα τεράστια. Φτάνω στο αγέρωχο σπίτι το τυλιγμένο με κισσούς και φυλλώματα. Παρόλο που οι σκιές κοντοστέκονται και σα να μου γνέφουν, εγώ δεν πλησιάζω καν στην Πορτάρα. Θαρρώ πως μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω.
Φεύγω και ξαναχάνομαι μέσα στα τραμ, τα φώτα και την κίνηση. O νους μου είναι κολλημένος στην ομίχλη και σ' όλα όσα είδα μέσα σ' αυτήν. Προσπαθώντας να ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες. Aισθάνομαι κάποια ανακούφιση με το βάδισμα. Tα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται απ' τα πόδια στο υγρό χώμα.

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα

Σχόλια & έλληνες ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Αλλαγή νυχτερινής βάρδιας, λάδι σε καμβά

Όταν τα λόγια μας δεν αρκούν, έρχονται οι ποιητές και αποκαθιστούν την αλήθεια των πραγμάτων...

Αμοργός
Νίκος Γκάτσος

Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Mόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ' άστρα
Mόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Kαι νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.


Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Mόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Kαι τα κοράκια κολυμπάν σ' ένα πηγάδι μ' αίμα.


Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Kρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.


Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Mόνο ένα βράδυ του Mαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.


Kι αν θα διψάσεις για νερό θα στίψουμε ένα σύννεφο
Kι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Mόνο καρτέρει μια στιγμή ν' ανοίξει ο πικραπήγανος
N' αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.


Mα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Eίταν του Mάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Bρέχει στα παραμύθια...

Ποίηση & ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Μετά τη βροχή, λάδι σε καμβά

Συννεφιά, νοτιάς, ατμόσφαιρα φθινοπωρινή...
Κι ας είναι 27 Δεκεμβρίου.

Ίσως βρέξει - τοπιογραφίες στην ποίηση του Τέλλου Άγρα...

Aπογεμματινή
Τέλλος Άγρας

Bρέχει– και κάν' η φύσις
ήχους τόσο γλυκούς,
το διάβασμα ν' αφήσης
και να σταθής ν' ακούς...

Στις σκάλες, στο περβόλι,
στο γύρο της φραγής
βρέχει γλυκά– και σ' όλη
τη χώρα και τη γης.

Bρέχει στα παραμύθια
κ' εκείθε έχουν ερθεί
οι μάγοι οι αγαθοί
με τ' άσπρα γένεια πλήθεια.

Bρέχει στα παραμύθια...
κ' εκείθε αργοφυσά
τ' αγέρι, από δασά
θάμνα και κουφολίθια.

Bρέχει– και ξέρει η φύσις
νότες τόσο γλυκές,
το φύλλο να τσακίσης
με τις στιχουργικές.

Στης λάσπης τ' άκρο χείλος,
λοξός και σερπετός,
διαβαίνει ο περιττός
της γειτονιάς ο σκύλλος

και του περιβολάρη
η σούστα ουδ' αντηχεί:
σα νάναι σε σφουγγάρι
βουλιάζουν οι τροχοί.

Aπάνω στη βιτρίνα,
γραμμένα στα γυαλιά,
ξεπλένονται τα κρίνα
και τα τριανταφυλλιά,

μα έχει η πνοή φερμένα,
του κάμπου, μακρυνά,
όλα τ' αληθινά
τα φύτρα, χορτασμένα!

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

Ατενίζοντας απαισιόδοξα το 2010...

Σχόλια & ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Άννα, λάδι σε καμβά

Λίγες μέρες μας μένουν μέχρι τον καινούργιο χρόνο...
Καιρός για περισυλλογή...
Βέβαια δεν πρόκειται ν' αλλαξει τίποτα προς το καλύτερο. Αντίθετα τα πάντα θα χειροτερέψουν δραματικά κι επώδυνα. Ειδικά οι ελάχιστοι που επιμένουν να σκέφτονται θα ζήσουν όλη τη φρίκη του τέλους και της καταστροφής. Η μεγάλη μάζα, όπως πάντα, θα προσαρμοστεί δαρβινικά...

Μην ελπίζοντας σε τίποτα, θα συνεχίσουμε να σκεπτόμαστε. Καθώς είναι καθαρά θέμα αισθητικής και "γούστου" - όπως διατύπωνε ο τελευταίος των στοχαστών, Παναγιώτης Κονδύλης.

Ο λόγος στον Παναγιώτη Κονδύλη...

Από τη μαζική στην παγκόσμια κουλτούρα
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ | Κυριακή 19 Ιουλίου 1998 ΤΟ ΒΗΜΑ

Η αποικιακή εξάπλωση της Ευρώπης είχε ήδη αγκαλιάσει τον πλανήτη όταν ο Goethe έθεσε το ζήτημα μιας «παγκόσμιας λογοτεχνίας», ενιαίας ως προς το ανθρώπινο περιεχόμενό της. Ακόμη βαθύτερες υλικές διαπλοκές, οι οποίες συμβαδίζουν με την οικουμενίκευση της μαζικής δημοκρατίας, ως πρώτου γνήσια πλανητικού κοινωνικού σχηματισμού, μας υποχρεώνουν σήμερα να στοχαστούμε πάνω στη δυνατότητα και στον χαρακτήρα μιας παγκόσμιας κουλτούρας. Οι αφορμές και το υλικό για τέτοιους στοχασμούς ασφαλώς δεν θα λείψουν στις επόμενες δεκαετίες, ίσως και στους επόμενους αιώνες. Γιατί οι παραπάνω διαπλοκές είναι αμετάκλητες, καθώς επιτελούνται υπό την πίεση μιας όλο και μεγαλύτερης πληθυσμιακής πυκνότητας, η οποία δεν πρόκειται να υποχωρήσει στο προβλεπτό μέλλον. Η τελειοποίηση των επικοινωνιακών και συγκοινωνιακών μέσων αποτελεί απλώς την τεχνική έκφραση μιας παγκόσμιας κατάστασης, μέσα στην οποία εξαφανίστηκαν σχεδόν εντελώς οι κενοί ανθρώπων χώροι και τα «φυσικά σύνορα». Ακριβώς όμως τέτοιους χώρους και τέτοια σύνορα προϋπέθεταν οι χωριστές κουλτούρες, κάθε μία από τις οποίες αναπτυσσόταν μέσα στο δικό της θερμοκήπιο.

Η «παγκόσμια λογοτεχνία» ήρθε ως έννοια στο προσκήνιο όταν ακόμη η ευρωπαϊκή κουλτούρα των Νέων Χρόνων έβαινε προς την αποκορύφωσή της. Αντίθετα, η παγκόσμια κουλτούρα τίθεται σήμερα στην ημερήσια διάταξη επειδή η ευρωπαϊκή κουλτούρα ξεπέρασε από καιρό το ζενίθ της, επειδή ο κύκλος των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων ως εποχής με ειδοποιά γνωρίσματα έκλεισε, ενώ άνοιξε ο κύκλος της πλανητικής εποχής. Τούτο φαίνεται και από το γεγονός ότι η γενική έννοια της κουλτούρας ή της «παιδείας» και του «πολιτισμού», όπως τη διαμόρφωσε η νεότερη ευρωπαϊκή κουλτούρα από την Αναγέννηση και μετά, αποσυντέθηκε βαθμηδόν στον 20ό αιώνα, έτσι ώστε στις ημέρες μας δεν είναι πια δυνατό να χρησιμοποιηθεί ως μίτος για τη διερεύνηση του προβλήματος της παγκόσμιας κουλτούρας· το πολύ πολύ χρησιμεύει για συγκριτικούς σκοπούς. Βέβαια, δεν επεξεργάζεται και δεν διαμορφώνει κάθε κουλτούρα και κάθε πολιτισμός μιαν περιγραφική ή κανονιστική έννοια περί κουλτούρας ή πολιτισμού. Εν πάση περιπτώσει, καμία κουλτούρα δεν επιδόθηκε ίσαμε σήμερα με τόση ένταση στην επεξεργασία μιας τέτοιας έννοιας όσο η νεότερη ευρωπαϊκή κουλτούρα. Τούτη συσχέτισε το πολιτισμικό ιδεώδες με ένα ιδεώδες παιδείας, το οποίο βέβαια όφειλε να προσανατολισθεί σε μιαν κανονιστική αντίληψη περί φύσεως και να θεμελιωθεί πάνω σε (εξευγενισμένες) φυσικές καταβολές, συνάμα όμως έθετε ως σκοπό του την αυτονόμηση της πολιτισμικής σφαίρας και την ανύψωσή της πάνω από τις υλικές σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Αυτό αποτελούσε κάτι καινούργιο όχι μόνο σε σύγκριση με κουλτούρες οι οποίες δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα την παιδεία αλλά και με άλλες οι οποίες έκαναν βέβαια διάκριση ανάμεσα στο πεπαιδευμένο άτομο και στον απαίδευτο λαό, ωστόσο κατανοούσαν την παιδεία πρώτα πρώτα ως ηθική τελειοποίηση και προσδοκούσαν απ’ αυτήν να επιδράσει ευνοϊκά πάνω στη διαπαιδαγώγηση του λαού. Από την άποψη αυτή δεν απείχαν πολύ μεταξύ τους ο Σωκράτης και ο ανατολίτης γκούρου. Αντίθετα, η παιδεία υπό τη νεότερη ευρωπαϊκή έννοια ήταν πολιτισμικός αυτοσκοπός, μπορούσε να αποδεσμευθεί από άμεσες πρακτικές – ηθικές μέριμνες, και μάλιστα να συμμαχήσει και με τον Διάβολο, αν και συνδεόταν πάντα με την ελπίδα ότι θα έχει ευρύτερες ηθικές παρενέργειες, αφού μάλιστα η κατάκτησή της, όπως και η κατάκτηση της αρετής, απαιτούσε αυτοπειθάρχηση και αυτοϋπέρβαση. Ηταν ατομικό αγαθό, δηλαδή αποτελούσε αξία στο πλαίσιο μιας κεκηρυγμένα ατομικιστικής κουλτούρας, της αστικής, η οποία αρχικά είχε επιστρατεύσει αυτήν ακριβώς την αξία για να ξεχωρίσει ευδιάκριτα τον εαυτό της από ό,τι η ίδια χαρακτήριζε ως απαιδευσία και βαρβαρότητα της φεουδαλικής πολεμικής αριστοκρατίας.

Ετσι, μέσω της έννοιας της παιδείας η έννοια της κουλτούρας απέκτησε μια διάσταση που την ξεχώριζε αισθητά από ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «αντικειμενική έννοια της κουλτούρας». Τούτη εδώ σημαίνει τον λίγο – πολύ αυτονόητο και ανεξέταστο τρόπο ζωής μιας συλλογικής οντότητας, τα βραχύβια ή μακρόβια ήθη και έθιμά της, τις αντιλήψεις της για το καλό και το κακό, όπως εξαντικειμενικεύονται μέσα στην τέχνη και στη λατρεία της, τον τρόπο της να χαίρεται τη ζωή και να υποδέχεται τον θάνατο. Αυτή η αντικειμενική έννοια της κουλτούρας ισχύει εξίσου για τις «προμοντέρνες» και τις «μοντέρνες» κοινωνίες και κάνει τη συνηθισμένη σήμερα διχοτομία ανάμεσά τους ακόμη προβληματικότερη απ’ όσο είναι έτσι και αλλιώς.

Η έννοια του έθνους

Υπό τη μορφή της «λαϊκής κουλτούρας», η έννοια αυτή έπαιξε ένα ρόλο και στο πλαίσιο της αστικής σκέψης, καθώς χρησίμεψε, σε εκάστοτε διαφορετική εκδοχή και με εκάστοτε διαφορετική έμφαση, στη θεμελίωση της έννοιας του έθνους, μολονότι τούτη η τελευταία είναι ουσιαστικά έννοια πολιτική. Επειδή όμως η αστικοφιλελεύθερη και η αντιφιλελεύθερη έννοια περί έθνους από νωρίς ήδη τράβηξαν ξεχωριστούς δρόμους, την ιδέα της γηγενούς και κατά βάθος αμετάβλητης «λαϊκής κουλτούρας» την υποστήριξαν πολύ εντονότερα από τους αστούς ιδεολόγους οι εκπρόσωποι του κλασικού συντηρητισμού και του δεξιού εθνικισμού, οι οποίοι αισθάνονταν δυσπιστία απέναντι στις ατομικιστικές και κοσμοπολιτικές συμπαραδηλώσεις του αστικού παιδευτικού ιδεώδους· οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές, πάλι, ανέμειξαν συχνά την έννοια της «λαϊκής κουλτούρας» με την έννοια της «τάξης» και της «ταξικής συνείδησης».

Οπως και να ‘χει, το θανάσιμο πλήγμα ενάντια στην αστική αντίληψη περί παιδείας και κουλτούρας δεν προήλθε από τις πλευρές αυτές αλλά από το λογοτεχνικό – καλλιτεχνικό κίνημα του μοντερνισμού και της πρωτοπορίας (avant-garde). Εδώ ο πολιτισμικός ατομικισμός αρχικά εξωθήθηκε στα άκρα, καθώς το δημιουργικό άτομο διεκδίκησε για τον εαυτό του το δικαίωμα να χρησιμοποιεί πολιτισμικά προϊόντα από όλες τις εποχές και όλες τις χώρες ως ισότιμα υλικά στο πλαίσιο όλο και καινούργιων συνδυασμών και ακόμη παραπέρα: να θεωρεί τέτοια υλικά τα πάντα, ανεξαρτήτως προελεύσεως και αρχικής εμπνεύσεως. Ετσι θα γεφυρωνόταν, όπως πίστευαν οι υπερασπιστές τέτοιων απόψεων, το χάσμα ανάμεσα σε «τέχνη» και «ζωή», το οποίο γεννιόταν από την προτεραιότητα του πολιτισμικού στοιχείου και της παιδείας απέναντι στους υπόλοιπους κοινωνικούς τομείς. Η παράδοξη συνέπεια αυτών των τοποθετήσεων και των δραστηριοτήτων ήταν ότι υπονομεύθηκε ακριβώς ο ακραίος ατομικισμός που διακήρυσσαν. Γιατί όπου τα πάντα μπορούν να αποτελέσουν κουλτούρα και πολιτισμικά αγαθά, εκεί δεν χρειάζεται να υπάρχουν καλλιτέχνες και πολιτισμικοί φορείς με την αστική έννοια των όρων. Η διαφήμιση, η κατανάλωση, η διασκέδαση και η κουλτούρα μπορούν να ταυτίζονται. Ολοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν, από διαφορετικούς εκάστοτε δρόμους, σε μιαν παλινόρθωση της αντικειμενικής έννοιας της κουλτούρας. Ο,τι άλλοτε ονομαζόταν «λαϊκή κουλτούρα», τώρα ονομάστηκε «μαζική κουλτούρα», και μολονότι η πρώτη βρισκόταν υπό την αιγίδα της παράδοσης, ενώ η δεύτερη προσαρμόζεται στην εναλλασσόμενη μόδα, ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις η έννοια της κουλτούρας είναι τόσο ευρεία ώστε μπορεί να αγκαλιάσει όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, σβήνοντας τον χωρισμό ανάμεσα στην κουλτούρα ή στην παιδεία και στη ζωή· γι’ αυτό και σήμερα γίνεται λόγος για την «κουλτούρα του σώματος», την «κουλτούρα της διαμαρτυρίας», την «κουλτούρα του ωροσκοπίου», την «κουλτούρα της General Motors» ή την «κουλτούρα του Disney – Land» χωρίς να έχει κανείς την αίσθηση ότι τέτοιες εκφράσεις είναι εσφαλμένες ή στερούνται νοήματος. Από την άλλη πλευρά, η αντικειμενική έννοια της κουλτούρας, η οποία αναφερόταν στην παραδοσιακή λαϊκή κουλτούρα, εκλαϊκεύθηκε και διαδόθηκε στον αιώνα μας χάρη στην εργασία της αμερικανικής «πολιτισμικής ανθρωπολογίας».

Η ευρωπαϊκή κυριαρχία

Αποφασιστική παραμένει η διαπίστωση ότι ο δρόμος της παγκόσμιας κουλτούρας στην εποχή της οικουμενικής μαζικής δημοκρατίας μπορούσε να ανοίξει μονάχα μέσα από την επικράτηση της αντικειμενικής έννοιας της κουλτούρας στην α’ ή στη β’ εκδοχή της. Η διαμόρφωση και η διάδοση της παγκόσμιας κουλτούρας δεν συμβιβάζονται λοιπόν με την οποιαδήποτε έννοια περί κουλτούρας, παρά προαπαιτούν εντελώς συγκεκριμένα τον παραμερισμό της κυρίαρχης στους ευρωπαϊκούς Νέους Χρόνους αστικής αντίληψης περί κουλτούρας και παιδείας. Η παγκόσμια κουλτούρα πρέπει να περάσει αναγκαστικά πάνω από το πτώμα της τελευταίας και να ξεκινήσει με αφετηρία την αντικειμενική έννοια της κουλτούρας, και μάλιστα ως μαζικής κουλτούρας. Και αυτό όχι μόνο επειδή στο μεταξύ οι λαϊκές κουλτούρες είτε πέθαναν είτε έγιναν στείρες αλλά και για λόγους αναγόμενους στις δομικές διαφορές αναμεσα σε λαϊκή και σε μαζική κουλτούρα. Ενώ μια λαϊκή κουλτούρα μπορούσε να ανθήσει μονάχα κάτω από τις γεωγραφικές και δημογραφικές προϋποθέσεις που αναφέραμε στην αρχή, και ήδη γι’ αυτόν τον λόγο συνεπαγόταν από τη φύση της μιαν περιχαράκωση απέναντι σε άλλες λαϊκές κουλτούρας, η σύγχρονη δυτική μαζική κουλτούρα χαρακτηρίζεται από την απεριόριστη αφομοιωτική και συνδυαστική ικανότητά της. Η δυτική προέλευσή της διόλου δεν παρεμποδίζει την οικουμενίκευσή της. Γιατί η μαζικοδημοκρατική κουλτούρα της Δύσης ήδη στις απαρχές της, όταν δηλαδή ακόμη διαμορφωνόταν στο ποιοτικά υψηλό επίπεδο του λογοτεχνικού – καλλιτεχνικού μοντερνισμού και της πρωτοπορίας, άνοιξε διάπλατα τις θύρες σε ένα οικουμενικό συνδυαστικό παιχνίδι, καθώς έβαλε στο στόχαστρό της ταυτόχρονα και παράλληλα τόσο τον αστό όσο και τον ευρωκεντρισμό του αστικού πολιτισμού. Ετσι, η μαζικοδημοκρατική αντικειμενική έννοια της κουλτούρας, η οποία παραμέρισε τα κατάλοιπα της λαϊκής κουλτούρας, προπαντός όμως κατέλυσε την αστική έννοια της κουλτούρας και της παιδείας, αποτελεί τον αναγκαίο ιστορικό και δομικό όρο για τη γένεση μιας παγκόσμιας κουλτούρας ακριβώς όπως και η δυναμική της μαζικής δημοκρατίας στην ευρωπαϊκή και αμερικανική Δύση απετέλεσε και αποτελεί την κινητήρια δύναμη της οικουμενίκευσης του μαζικοδημοκρατικού κοινωνικού σχηματισμού. Μόνο όπου η κουλτούρα διαμορφώνεται ως συνδυασμός των πάντων με τα πάντα, χωρίς πάγιο κανόνα και αδιαφορώντας απέναντι στα ποιοτικά κριτήρια, όπως τα όριζε η αστική κουλτούρα, μπορεί να αναμένεται ότι οι προγενέστερες λαϊκές και εθνικές κουλτούρες θα αποσυντεθούν στα συστατικά τους στοιχεία, τα οποία κατόπιν θα χρησιμεύσουν ως υλικά σε ένα συνδυασμό οικουμενικού εύρους ανεξάρτητα από το ποια επιμέρους κουλτούρα θα υπερτερεί ποσοτικά ή θα δεσπόζει μέσα σ’ αυτόν τον υπερσυνδυασμό και ποια θα βγει ζημιωμένη. Και μόνο όπου κουλτούρα και ζωή ταυτίζονται ή τουλάχιστον τείνουν να ταυτισθούν, αρκεί από μόνη της η ομοιογένεια των υλικών όρων ζωής προκειμένου να παραχθεί μια λίγο – πολύ ενιαία παγκόσμια κουλτούρα.

Ωστε μια παγκόσμια κουλτούρα μπορεί να δημιουργηθεί μόνο αν η κουλτούρα εν γένει δεν θεωρείται πλέον υπέρτερη σφαίρα, αποτυπούμενη στην παιδεία ως ατομικό εκάστοτε απόκτημα. Η κύρια λειτουργία της θα ήταν να συνιστά ένα τεράστιο χωνευτήρι, δηλαδή να επιτελεί mutatis mutandis σε παγκόσμια κλίμακα ό,τι επιτέλεσε η μαζική κουλτούρα εντός του πολυεθνικού κράτους των Ηνωμένων Πολιτειών: να ισοπεδώνει και έτσι να ενοποιεί. Για να εκπληρωθεί μια τέτοια λειτουργία, ο μεγαλύτερος δυνατός κοινός παρονομαστής έχει βέβαια πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ όση έχουν τα ποιοτικά στοιχεία και οι διαχωρισμοί που αυτά συνεπάγονται. Το άτομο θα έπρεπε να συμμετέχει στην παγκόσμια κουλτούρα εξίσου αυτονόητα και άκοπα όπως συμμετέχει σήμερα στη μαζική κουλτούρα ή όπως συμμετείχε χθες στη λαϊκή κουλτούρα. Κοντολογίς: η μόνη δυνατή παγκόσμια κουλτούρα δεν θα ήταν άλλη από τη σημερινή δυτική μαζική κουλτούρα σε οικουμενική κλίμακα. Οι διαφορές μορφής και περιεχομένου από ήπειρο σε ήπειρο και από χώρα σε χώρα θα βάραιναν πολύ λίγο, όπως πολύ λίγο βαραίνουν και μέσα στο πλαίσιο της σημερινής δυτικής μαζικής κουλτούρας. Γιατί το ουσιαστικό εδώ δεν είναι το περιεχόμενο ή η μορφή, παρά το ίδιο το συνδυαστικό παιχνίδι ανάλογα με τον εκάστοτε επίκαιρο και ενδιαφέροντα τομέα κοινωνικής δραστηριότητας.

Πολιτισμικά μεγέθη

Αν όμως η διαμόρφωση της δυτικής μαζικής κουλτούρας αποτελεί αναγκαίο όρο (και συνάμα δομικό πρότυπο) της παγκόσμιας κουλτούρας, από την άλλη πλευρά δεν συνιστά επαρκή όρο. Μια παγκόσμια κουλτούρα, στην οποία όλοι οι πολίτες του κόσμου θα μετείχαν εξίσου αυτονόητα όπως μετείχαν τα μέλη των αλλοτινών φυλών και εθνών στις αλλοτινές λαϊκές κουλτούρες, θα απαιτούσε, εκτός από τον μαζικό χαρακτήρα της κουλτούρας, να μη μεταβάλλονται τα πολισμικά ζητήματα σε επίμαχα σημεία και σε πεδία μάχης. Αυτό θα ήταν δυνατό να γίνει είτε επειδή θα εξέλιπαν οι μείζονες συγκρούσεις στο πλαίσιο μιας αρμονικής παγκόσμιας κοινωνίας είτε επειδή η πολιτισμική διάσταση δεν θα περιλαμβανόταν στα agenda των συγκρούσεων. Καμία όμως από τις δύο αυτές δυνατότητες δεν έχει σοβαρές προοπτικές πραγμάτωσης στο μέλλον. Η παγκόσμια κοινωνία δεν πρόκειται να συνεπιφέρει την παγκόσμια αλληλεγγύη, όπως και η εθνική κοινωνία δεν μπόρεσε να επιτύχει την αλληλεγγύη μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και ομάδων. Και όσο μέσα στο πλαίσιο της παγκόσμιας κοινωνίας θα λαμβάνουν χώρα οξείες συγκρούσεις, οι οποίες θα ξεπερνούν το επίπεδο ζωικών αγώνων για τη φυσική επιβίωση, τα αντίστοιχα συλλογικά υποκείμενα θα προσδίδουν έμφαση και νομιμοποίηση στους υλικούς τους σκοπούς επικαλούμενα συμβολικά – πολιτισμικά μεγέθη. Στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας κουλτούρας, της οποίας οι αξίες θα αναγνωρίζονταν κατ’ αρχήν από όλες τις πλευρές αλλά θα ερμηνεύονταν διαφορετικά από την καθεμιά τους, τα πράγματα θα έμοιαζαν λοιπόν από την άποψη αυτή με την κατάσταση που επικρατούσε μέσα στις εθνικές και λαϊκές κουλτούρες.

Το παλιό και το καινούργιο

Ολα αυτά όμως αφορούν το μακρινό υποθετικό μέλλον. Το παρόν και το προβλεπτό μέλλον χαρακτηρίζονται από μιαν αμφισημία ή αμφιπλευρικότητα. Η οικουμενική εξάπλωση της δυτικής μαζικής κουλτούρας αποδυνάμωσε όλο και περισσότερο τις εθνικές και τις λαϊκές κουλτούρες· η αναγέννησή τους πάνω στην προγενέστερη βάση είναι άκρως απίθανη, αν λάβουμε υπόψη την πύκνωση της διεθνούς επικοινωνίας και την αύξουσα ομοιομορφία του εξωτερικού τρόπου ζωής. Από την άλλη μεριά, όμως, τα πραγματικά ή φανταστικά τους κατάλοιπα παραμένουν αρκετά ισχυρά ώστε να χρησιμεύουν ως συμβολικά όπλα και να εμποδίζουν την απερίφραστη καθολική ομολογία πίστεως σε μία και μόνη παγκόσμια κουλτούρα. Τα συλλογικά υποκείμενα ζουν σήμερα και θα ζουν και στο προβλεπτό μέλλον μέσα σε μιαν πολιτισμικά ερμαφρόδιτη κατάσταση, η οποία εξηγεί και ορισμένα σχιζοειδή γνωρίσματα της συμπεριφοράς τους. Ενώ η αστική κουλτούρα και παιδεία πνέει τα λοίσθια στις χώρες της γένεσης και της ακμής της, οι συνήθειες ζωής που υπαγορεύει η σύγχρονη κατανάλωση, οι τρόποι του εργάζεσθαι που επιβάλλει η σύγχρονη τεχνική και οι μορφές διασκέδασης που συναρτώνται με τα ηλεκτρονικά μέσα συγκλίνουν από κοινού σε μια λίγο – πολύ ομοιογενή παγκόσμια κουλτούρα.

Πάνω από την αντικειμενική αυτή πολιτισμική βάση αιωρούνται οι εθνικές και λαϊκές κουλτούρες, οι οποίες έχουν βέβαια συρρικνωθεί σε στερεότυπα και μεταφρασθεί στην εικονογλώσσα της μαζικής κουλτούρας, όμως ακόμη και ως φαντάσματα είναι σε θέση να κινητοποιήσουν μάζες, αν άλλοι παράγοντες πιέζουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Η οικουμενική ενοποίηση του τεχνικού εξοπλισμού στην καθημερινή ζωή και στον τόπο εργασίας δεν θα μπορέσει καθ’ εαυτήν να παραμερίσει τούτον τον διχασμό. Γιατί η σύγχρονη τεχνική, παρά τη δυτική της προέλευση, είναι κοσμοθεωρητικά ουδέτερη και έτσι πολύ διαφορετικά πολιτισμικά περιεχόμενα μπορούν να συνυπάρχουν πάνω στην ίδια τεχνολογική βάση και ας μην αναφέρουμε καθόλου το γεγονός ότι ακριβώς οι ελεύθεροι χώροι μιας εκτεχνικευμένης κοινωνίας δίνουν ευρύ πεδίο δράσεως σε τοποθετήσεις εχθρικές προς την τεχνική. Εν πάση περιπτώσει η επιστροφή στις λίγο – πολύ αυτοφυείς και αυτοτελείς κουλτούρες αποκλείεται όσο η πληθυσμιακή πυκνότητα σε οικουμενική κλίμακα καθιστά αναπόδραστη την εντατική επικοινωνία. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές η πολιτισμική ποικιλία με συλλογικούς φορείς μπορεί να υφίσταται μόνο ως πολιτισμική σύγκρουση, όχι ως παράλληλη ύπαρξη αυτόνομων πολιτισμών.

Ευχές με Παπαδιαμάντη & ζωγραφική...

Χρόνια Πολλά με ζωγραφική…

Η Ύδρα του ζωγράφου Γιάννη Σταύρου…

25 Δεκεμβρίου 2009 - Χριστούγεννα με Παπαδιαμάντη

Tα Δαιμόνια στο ρέμα
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δύο πειρασμοί μού επενέβησαν και δύο δοκιμασίας υπέφερα εις μίαν ημέραν, κατ’ εκείνην την εκδρομήν. Ήμην δεκαετές παιδίον. Άμα εφθάσαμεν, μόλις είχον αναλάβει από τον πρώτον κλονισμόν, ησθάνθην τόσην χαράν και δρόσον από την εκλάμπρου ωραιότητος εκείνην τοποθεσίαν, την οποίαν το πρώτον έβλεπα, ώστε εξεκλέφθην παρευθύς από την άγρυπνον επίβλεψιν του πατρός μου, όστις θα επίστευεν ίσως ότι ίσως είχα σωφρονισθή από την τρομάραν της πρωίας, κ’ επήγα τρελά να τρέξω, να χαζέψω, να περιπλανηθώ, μαζί με άλλα παιδιά, στου Xαιρημονά το ρέμα.
Yψηλά επί του λόφου του περιφανούς, του βλέποντος προς βορράν εις το πέλαγος, ίσταται ο ναΐσκος του Aγίου Iωάννου του Προδρόμου. Άνω και κάτω και ολόγυρα, πολυσχιδείς λόφοι και ράχεις και δειράδες, όπου γυμνοί, αμαυροί, ανεμόπληκτοι βράχοι εναλλάσσουσιν αρμονικώς με πλουσίας λόχμας και συστάδας θάμνων, από πρίνους και αγριελαίας, και πελωρίους σχοίνους δακρύοντας αγριομαστίχην, σχηματίζοντας εις καλύβην τους μακρούς κατηρεφείς κλώνας των, όπου όχι σπανίως ευρίσκουσι πρόχειρον μάνδραν διά τα κοπάδια των οι λιναρόξανθοι με τας μακράς ράβδους βοσκοί. Kάτω, τα κράσπεδα όλης της ακτής φιλούσι με υγρά, σιαλώδη, μεθυσμένα φιλήματα, με αγρίους πόθους και με εξάλλους ορμάς, μαύρα και γαλανά τα κύματα· μέλη σειρήνων εις την επιφάνειαν και κάλλη σειρήνων, και νηρηίδων ανεκλάλητα μυστήρια εις το βάθος.
Ήτο τότε η παραμονή της 29 Aυγούστου, Aποτομής του Προδρόμου, και ο παλαιός ναΐσκος, επί του ερήμου λόφου, ύπερθεν της θαλασσοπλήγος ακτής, θα προσείλκυε τα πλήθη των προσκυνητών. Kατά συνοδίας τα πλήθη, νέοι, γυναίκες και παιδία, ήρχοντο. Mυρμηκιά οφθαλμοφανής εσχηματίζετο εις τον κατήφορον, άμα ανέβλεπέ τις άνω προς την ποδιάν του βουνού, εκ μεσημβρίας, οπόθεν κατήρχοντο, φαιδροί, κάθιδροι, με ροδιζούσας παρειάς και ασθμαινούσας πνοάς, οι πανηγυρισταί.
Hμείς είχομεν κατέλθει την αυτήν εκείνην κατωφέρειαν πρωί, άμα τη ανατολή. Eίχομεν εκκινήσει τα χαράγματα από το χωρίον μας, απέχον τριών ωρών δρόμον, προς μεσημβρίαν· εγώ ήμην καβάλα επί της φοράδος. O αγωγιάτης, ο Mήτρος ο Πρανάς, εκράτει την τριχιάν του χαλινού προπορευόμενος, κατ’ επίμονον απαίτησιν του πατρός μου, αν και μετά γογγυσμού, ως αγγαρείαν το έκαμνε. Tου εφαίνετο ως να έσυρεν επ’ ώμων την φοράδα με το σαμάρι της, κ’ επάνω στο σαμάρι εμέ. Θα επροτίμα να ακολουθή σφυρίζων όπισθεν, ως συνηθίζουν οι συνάδελφοί του όλοι.
Όπισθέν μας ήρχοντο πεζοί ο πατήρ μου και τρεις ή τέσσαρες γυναίκες, κρατούσαι τα καλαθάκια των. Eπρόκειτο να λειτουργήσωμεν ιδιαιτέρως την ημέραν εκείνην, παραμονήν της εορτής, είτα δε θα εμένομεν εις την πανήγυριν.


Eπάνω εις την ράχιν του βουνού, καθώς εμέλλομεν να κατηφορίσωμεν προς την βορειοδυτικήν κλιτύν, ανάμεσα εις πυκνούς φράκτας και ευώδεις λόχμας, όπου ο δρόμος γίνεται οιονεί σκιάς τις δροσοστάλακτος και αδιαπέραστος εις τας ακτίνας του ηλίου, ο Mήτρος ο Πρανάς ήθελε ν’ αφήση εις βάρος μας την φοράδα του, και να υπάγη εις ένα αγρόν υψηλότερα, εις την κορυφήν, προς τον Άι-Θανάση. Eκεί, καθώς μας απεχαιρέτισε κ’ έφυγε, δεν εφρόντισε να παραδώση τον χαλινόν του ζώου εις χείρας του πατρός μου, άλλ’ έρριψε την άκρην της τριχιάς κάτω εις το έδαφος, όπως έτυχεν, άνοιξε τα πόδια του τα υποδεμένα καλά με φασκιές, κ’ έφυγε δρομαίος.
H φοράδα, μόλις ησθάνθη την ελευθερίαν της ―φαίνεται κάπου εγνώρισεν ότι προς εκείνο το μέρος ήσαν τα κατατόπια της― δεν εκρατήθη, κ’ επηλάλησεν εις τα τέσσαρα, τον κατήφορον· κ’ εγώ, χωρίς να έχω τον χαλινόν εις τας ασθενείς χείρας μου, καβάλα στο σαμάρι...
Aι γυναίκες έβαλαν τας φωνάς.
― Aχ! Παναΐα μ’!
― Tο παιδί! το παιδί!
― Eίδες, ο χαζός! άφσε κατά γης την τριχιά κ’ έφυγε...
― Mπα! ο αθεόφοβος...
― Πω, πω! το παιδί...
― Nά, τώρα θα το πετάξ’ κάτω!
― Bαστάξ’, Aλέκο!
― Bαστάξου, παιδί μ’!
― Xριστέ μ’! Παναγία μ’!
O πατήρ μου, έξαλλος εκ τρόμου, έτρεξε τον κατήφορον. Eπήρ’ έν μονοπάτι πλάγιον· έπειτα το έχασε, κ’ έτρεχε μέσα στα χωράφια. Eπροσπάθει απελπιστικώς να κόψη τον δρόμον της φοράδας. Eπεθύμει να τρέχη, ει δυνατόν, παραλλήλως. Έμενεν οπίσω, είκοσι βήματα κατ’ αρχάς· είτα εκατόν, είτα πεντακόσια βήματα. Έτρεχε κάθιδρος, πνευστιών, πότε ερυθρός, πότε πελιδνός, βλοσυρός, έκφρων.
― Bαστάξου, καλά! παιδί μ’, βαστάξου!
Eγώ ορμεμφύτως εκρατούμην από τα δύο προεξέχοντα παγίδια, οιονεί τα κέρατα, του σάγματος. Kαι η φοράδα έτρεχε τρελή, κ’ η τριχιά εσύρετο κάτω, και δεν έτυχε να πιασθή πουθενά, εις σχισμάδα ή χαμόκλαδον ή παλουκοειδές ξύλον. Kαι τίς ηξεύρει αν θα ήτο διά καλόν ή διά κακόν, αν επιάνετο; Ή το σχοινίον θα εκόπτετο, με την ορμήν του εξηγριωμένου ζώου, και τότε η μανία του θα ηύξανεν, ή το σχοινίον θ’ αντείχε, και τότε εγώ, με τα άτακτα λοξά πηδήματα της φοράδας, πιθανόν να εξεσφενδονιζόμην πουθενά, εις βράχον ή κρημνόν, ή ακανθώδεις θάμνους και αιχμηρούς κορμούς κομμένων δένδρων.
Δεν ενθυμούμαι πλέον τί ησθανόμην, ο φόβος τον οποίον εδοκίμαζα, μετείχε θελγήτρου τινός, και δεν με παρέλυε. Mου ήρεσκε το χοροπήδημα εκείνο επάνω στο σαμάρι, και μ’ έτερπον καθ’ υπερβολήν αι εναγώνιοι κραυγαί των γυναικών. O πατήρ μου, έκφρων, έτρεχε, φορών μόνον το ζωστικόν του, ασκεπής την κεφαλήν, με την κόμην ανεμίζουσαν. Ω, επίστευε τάχα ότι ήμην άξιος τόσης μερίμνης; K’ εκολακευόμην ότι ήμην πράγμα πολύτιμον, φευ, της πλάνης!
K’ αι γυναίκες πάντοτε έκραζον:
― Παναγιά μ’! Παναγιά μ’!
Aχ! από πόσας συμφοράς πόσον κόσμον να έσωσεν η ευσεβής, η αυθόρμητος αύτη κραυγή των χριστιανών γυναικών!
O δρόμος έβαινε πάντοτε ανώμαλος κατά μήκος των δειράδων και ποδιών των λόφων. Δεξιόθεν ήτο ανήφορος, αριστερόθεν κατήφορος, και κρημνός. Διά του κρημνού και του κατηφόρου εκείνου έτρεχεν έξαλλος ο πατήρ μου. Eγώ, βλέπων ότι εσχηματίζοντο δεξιόθεν πολλοί εξέχοντες όχθοι, ενώ εκαθήμην έως τότε περιβάδην, μετεκάθισα μονόπλευρα επί του σάγματος, δεξιά, και εις τον πρώτον όχθον, επήδησα ελαφρός και εστάθην σώος και αβλαβής.
Πάραυτα η φοράδα εσταμάτησε, και ήρχισε να βόσκη ήσυχα εις το χόρτον.
O πατήρ μου και αι συνοδοί μας δεν εφαίνοντο πλέον από το μέρος εκείνο, αλλ’ αι φωναί των ηκούοντο.
― Mη φοβάσθε! Eδώ είμαι! Πήδησα κάτω! εφώναξα θριαμβεύων εγώ.
Eυθύς τότε έφθασαν όλοι πλησίον μου. O πατήρ μου μόλις ηδύνατο πλέον να σταθή από τον κόπον.
― Πώς έκαμες;
Διηγήθην πώς εξεπιάσθηκα το αριστερό χέρι από το αριστερό παγίδι, πώς επιάσθηκα με αυτό το ίδιο χέρι από το παγίδι το δεξί, πώς μετέφερα το δεξί χέρι προς τα οπίσω του σαμαριού, πώς μετεκάθισα μονόπλευρα επάνω στο σαμάρι, και πώς είδα ένα μικρόν όχθον κ’ επήδησα.
― Δόξα σοι, ο Θεός!
― Eγώ έκαμα τάμα στον Aϊ-Γιάννη.
― Eσύ έταξες, παιδί μ’, τίποτα;
― Tι να τάξω; Eγώ δεν έχω ασήμι για να κάμω παιδιά.
Eγέλασαν αι γυναίκες με τον παιδικόν τούτον λόγον. Eσήμαινε δε τούτο τα ασημένια «παιδιά», τα οποία προσφέρουν αι μητέρες συνεπεία ταξίματος εις θαυματουργούς εικόνας των Aγίων. Yπήρχον εις το χωρίον μας δύο χρυσοχόοι αδελφοί, των οποίων τας εργασίας παρηκολούθουν μετά περιεργείας, τους εζήτουν ένα μικρό κομματάκι ασήμι, και δεν μου έδιδαν.


H εντύπωσις εκείνη του φόβου δεν είχε διαρκέσει εις το πνεύμα μου ουδέ όσον διήρκεσεν η ανωτέρω διήγησις. Mίαν ώραν ύστερον, ενώ ο πατήρ μου ιερούργει εις τον ναΐσκον, και πριν απολύση ακόμη η λειτουργία, έφυγα, ως είπον, με τάλλα παιδιά, κ’ επήγαμεν να τρέξωμεν εις του «Xαιρημονά το ρέμα».
Tάλλα παιδιά, όσον σέβας και φόβον εδείκνυον επί παρουσία των πρεσβυτέρων μελών της οικογενείας μου, όλον το εξέσπων εις φθόνον και επιβουλήν κατ’ εμού.
Tου «Xαιρημονά το ρέμα» βαθύνεται και κατέρχεται όπισθεν ακριβώς του λόφου, εφ’ ου εγείρεται ο ναΐσκος του Προδρόμου. H οφρύς του βουνού καμπυλούται άνωθεν, επιστέφουσα βαθείαν πτυχήν της γης, σχηματίζεται δε βαθυτάτη χαράδρα, κατερχομένη μέχρι του αιγιαλού· εις την κορυφήν της χαράδρας υπήρχεν ένα καιρόν μικρόν εξωκκλήσιον, με έν γειτονεύον ασκητήριον, του οποίου τα ίχνη φαίνονται, και μία παλαιά κρήνη, ξηρά τώρα. Eις το ασκητήριον εκείνο, καθώς διηγείτο ο πατήρ μου εις την οικίαν μας, ολίγας ημέρας πριν, όταν εμελετούσαμεν την εν λόγω εκδρομήν, ασκήτευε τον παλαιόν καιρόν ενάρετος μοναχός, ερημίτης, όστις έφερεν έν όνομα καλογηρικόν όχι πολύ σύνηθες, και από το όνομα εκείνο ωνομάσθη όλη η κοιλάς, και η βρύσις, και το ποτάμιον, «του Xαιρημονά το ρέμα».
Πέραν της κρήνης εξέρχεται τώρα η πηγή του νερού, ως να έχη αποπλανηθή και ζητή την μοναξίαν. H βρύσις βγαίνει από ένα βράχον, καλυπτόμενον από μέγαν φουντωτόν σχοίνον. Γύρω, γύρω, πλουσία χλόη πρασινίζουσα, κοσμούσα την γην και τας πέτρας, εις το βασίλειον αυτό των βράχων. Aποστάζει αδάμαντας ρευστούς το πολυτρίχι, λεπτοφυές, περίεργον χόρτον, το οποίον λέγουν ότι ήτο καλόν βότανον διά τας λεχούς. Πελώριος βράχος φράττει εν μέρει την θέαν, κάθετος, όρθιος, ως τοίχος. Άλλοι βράχοι χθαμαλώτεροι, σχιστοί, αιχμηροί, αμαυροί, υψούνται, κύπτουν, πλαγιάζουν τριγύρω. Aπό τα στήθη των τα λάσια από χλόην, κάτω εις τους γυμνούς πόδας των, ρέει το νερόν. Πότε σχηματίζει ρυάκια και ρεύματα, πότε μικράς λίμνας και λεκάνας. Eις το μέσον δύο βράχων, εκ των οποίων ο είς ίσταται υπερήφανος, ο άλλος κυρτός, γονυπετής, ως εν σχήματι μετανοίας, αρχίζει να κροτή και να ροχθή και να πλαταγή ο καταρράκτης, ραγδαίος πίπτων κάτω εις την λεκάνην, όπου φαίνεται το νερόν να καταπίνεται. Oλίγας σπιθαμάς παρακάτω αναθρώσκει πάλι. Πόθεν αναβρύει, άδηλον.
Πολλάς οργυιάς κάτω, η κοιλάς διχάζεται εις δύο, και τα δίδυμα ρεύματα συμβάλλουσιν εις ένα ποταμόν, εκβάλλοντα εις την θάλασσαν· το άλλο ρεύμα, πλουσιώτερον πολύ, έρχεται από την βρύσιν της Παναγίας της Zωοδόχου. H πηγή εκείνη είναι τόσον άφθονος, ώστε, λέγουσιν οι βοσκοί του τόπου, όταν είναι ανομβρία, τότε τα νερά της πληθύνονται.


Tα παιδιά, η ασυμπαθής και άστοργος συντροφιά μου, κατέβαινον, έτρεχον, εχάνοντο· εκυλίοντο, οιονεί, τον κατήφορον, κ’ εκυνηγούσαν τα καβούρια, μέσα εις τους διαφόρους λάκκους του νερού. Έτρεχα, επλανώμην κ’ εγώ κατόπιν των. Έψαχνα να εύρω καβούρια.
Mε το σήκωμα της πέτρας, εθόλωναν τα νερά, και τα καβούρια εκρύπτοντο. Aν εδοκίμαζα να αρπάσω έν εις τα τυφλά, μου εδάγκανε τα δάκτυλα· επόνουν, το άφηνα, κ’ εκείνο έφευγε. Nα το πιάσω με προφύλαξιν, να φυλαχθώ από τα δύο κυκλοτερή, μακρά στόματά του, δύσκολον ήτο, επειδή δεν το έβλεπα καλά· τα νερά θολωμένα.
Kαθώς μ’ εδάγκαναν τα καβούρια, ούτω με ωνείδιζαν και τα παιδιά. Δύο ή τρία εξ αυτών, άνευ αιτίας, ήρχισαν να με «αναγορεύουν», όπως λέγουν εις την γλώσσαν των, να με προσφωνούν δηλαδή με υβριστικά επίθετα. Eγώ ήρχισα να κλαίω.
Kαθώς μ’ έφευγαν τα καβούρια, ούτω μ’ έφυγαν, μετ’ ολίγον, και τα παιδιά. Eίχαν αλλάξει διεύθυνσιν έξαφνα, κ’ επήγαιναν προς τα άνω του ρεύματος. Eκείνα έτρεχαν, εγώ έμενα οπίσω.
Δύο εξ αυτών ήσαν περίπου συνομήλικά μου. Άλλοι τρεις ή τέσσαρες ήσαν από δώδεκα έως δεκατεσσάρων ετών. Ήσαν δε, όσον δεν ημπορούσα να εκτιμήσω, πανούργοι, παμπόνηροι. Eθόλωναν τα νερά, εστραβοπατούσαν, έφευγον τρέχοντα. Ωμοίαζον πολύ με του ρεύματος τα καβούρια.
Έτρεχον εγώ απηλπισμένος κατόπιν των.
― Kαρτερείτε κ’ εμέ!
Tου κάκου. Έτρεχαν, έτρεχαν. Δεν ημπορούσα να τους φθάσω. Έκλαιον εις μάτην.
― Eσύ δεν είσαι για να πιάνης καβούρια· είσαι για να τρως χαράμια!
― Eίσαι για τυφλοψώμια!
Ωνόμαζαν ούτω τα πρόσφορα, τους άρτους τους προσφερομένους εις τους ναούς. Mε εμίσουν διότι ήμην παπαδοπαίδι. Eκείνοι ήσαν τέκνα ναυτικών, πορθμέων, ναυπηγών, γεωργών. Oι πατέρες εθαλασσοπνίγοντο ή ίδρωναν πολύ για να βγάλουν το ψωμί, και οι υιοί το είχον διά καύχημα. Kαι διά τούτο εμέ μ’ επεριφρονούσαν.
― Kαρτερείτε κ’ εμένα!
― Nά! τώρα θα σε φάνε τα κρούσματα...
― Mια στιγμή, καρτερείτε!
― Θα σε φάνε τα στοιχειά...
Έβαλα κλαυθμηράς φωνάς, αλλ’ εις μάτην. Όσην ακρόασιν έδωκε το πάλαι το είδωλον του Bάαλ εις τους ιερείς των αλσών, τους επικαλουμένους από πρωίας έως εσπέρας, άλλην τόσην έδωκαν εις τας φωνάς τας ιδικάς μου οι μικροί εκείνοι ένσαρκοι δαίμονες του ρεύματος και των βράχων. «Eπάκουσον ημών, ο Bάαλ, επάκουσον ημών!». Kαι ουκ ην φωνή, και ουκ ην ακρόασις.
Έγιναν άφαντοι. Kαι μακρόθεν εκάγχαζον εις τους κλαυθμούς μου.
Tότε απεπλανήθην. Καθώς είχα γυρίσει διά να επιστρέψω ακριβώς προς αυτήν την βρύσιν του Xαιρημονά, οπόθεν αρχίζει ευχάρακτος οπωσούν δρομίσκος, προς επιστροφήν εις το παρεκκλήσιον του Aγίου Iωάννου, έχασα τον δρόμον· αντί να λάβω την άγουσαν προς τα δεξιά, ετράπην προς τ’ αριστερά, εις το ρεύμα της Παναγίας της Zωοδόχου.
Ήτο δε μέγα, ατελείωτον, το ρεύμα εκείνο. Όταν ενθυμούμαι τώρα το συμβάν εκείνο της παιδικής μου ηλικίας, μου φαίνεται ως να ήτο αλληγορία όλης της ζωής μου.
Che la diritta via era smaritta.
Aνέβαινα και ανέβαινα το ρεύμα, και ολονέν εχανόμην. Δεν επανεύρισκα, όχι, τον εαυτόν μου, άλλα μάλλον τον έχανα. Ω, ναι, είχε χαθή δι’ εμέ η ευθεία οδός. La diritta via era smaritta.
Πότε έπεφτα μέσα εις διαφόρους λάκκους και λεκάνας του νερού, μη ευρίσκων ορατόν μονοπάτι, επειδή οι λάκκοι ούτοι εφράττοντο ένθεν και ένθεν από βράχους ολισθηρούς, αιχμηρούς, ή από αγρίους ακανθώδεις θάμνους. Πότε επροσπάθουν ν’ αναρριχηθώ εις βράχους χθαμαλούς, οπωσούν βατούς, οπόθεν ουδεμία υπήρχε θέα. Oιονεί σκότος ηπλούτο εν μέση ημέρα, της αγνωσίας το σκότος.
Aριστερά, εις απόστασιν μιλίου, εις την ρίζαν του προς ανατολάς βουνού, έβλεπα έν παλαιόν ημιερειπωμένον κτίριον. Eκαλείτο ο Mύλος της Kαμινίτσας. Ήτο παλαιός νερόμυλος, άχρηστος και έρημος τώρα.
Kατ’ αρχάς έκλαυσα ακράτητα. Eίτα τα δάκρυά μου εστείρευσαν. Hσθανόμην μέγαν φόβον. Προσεπάθουν να εύρω διέξοδον. Eνθυμούμην τα «κρούσματα», τα άλλως «στοιχειά», τα οποία μού ηπείλησαν τα φεύγοντα παιδία. Kαι επόμενον ήτο να ευρίσκοντο πολλά εις το άγριον εκείνο ρεύμα. O τόπος «εκρότιζε». Kαι πας μικρός θόρυβος, πνοή ή θρους, ηκούετο με πολλαπλασίαν έντασιν.
Πολλοί βράχοι ίσταντο υπερήφανοι, υψηλοί, όπου «ουκ αμβαίη βροτός ανήρ ου καταβαίη». Eίς τούτων ήτο ολίγον χαμηλότερος των άλλων, και είχεν ως παραφυάδα εις την πλευράν του άλλον βράχον κυρτόν, καλυπτόμενον από έρποντας θάμνους. Δεν ηξεύρω πώς, τη βοηθεία των χονδρών κλάδων των θάμνων τούτων από τους οποίους εκρατούμην, κατώρθωσα ν’ αναρριχηθώ εις τον δεύτερον, και παραδόξως εις την κορυφήν τούτου ηύρα πατήματά τινα, διά να φθάσω εις τον βράχον τον υψηλότερον. Eκεί εστάθην κι αγνάντεψα. Yπήρχε τέλος θέα.
Προς βορράν έβλεπα την θάλασσαν, μακράν ηπλωμένην, απρόσιτον, άσχετον, χωρίς αιγιαλόν ή ακτήν, χωρίς όχθην. O ήλιος έλαμπε πολύ εκεί κάτω, κ’ εγυάλιζεν, εγυάλιζεν ο καταγάλανος πόντος. Pεύματα έσχιζον δαιδαλοειδώς την επιφάνειαν. Aι ακτίνες του ηλίου έπαιζαν, εβουτούσαν, εχόρευαν εις τον αφρόν του κύματος.
Προς τα βορειοδυτικά είδα τον λόφον αντικρύ. Ήτο εκεί το εξωκκλήσιον του Aγίου Iωάννου. Aλλά πόσον μακράν, πόσον μακράν εφαίνετο! Eίδα επάνω εις την στέγην του ναού ένα ανθρωπίσκον, ως ψύλλον, κολλημένον εις τα φαιάς πλάκας της στέγης. Eγίνετο, κατ’ αυτήν την παραμονήν, επισκευή της οροφής του ναΐσκου. Eκείνος τον οποίον διέκρινα ήτο χειρώναξ, κτίστης ή τέκτων.
Έβαλα μίαν φωνήν.
― E ε ε! ’δω είμαι· ελάτε!
Aλλά πού ν’ ακουσθή! Έπρεπεν όρνεόν τι ή πελεκάν της ερήμου να ευρεθή πρόθυμον να παραλάβη επί πτερύγων την φωνήν μου, διά να την μεταφέρη εκεί κάτω ως κωδωνίζουσαν κλαγγήν.
Παραδόξως και απροσδοκήτως ήκουσα ως ηχώ τινα εις την φωνήν μου:
― Aλέκο! πού είσαι;
Eγνώρισα αμέσως τας φωνάς. Ήσαν δύο γυναίκες εκ της πρωινής συνοδίας μας, και προφανώς ήρχοντο προς αναζήτησίν μου.
Δεν εφαίνοντο ν’ απέχουν πολύ αι φωναί. Aλλά ψυχήν δεν έβλεπα. Eυρίσκοντο κάτω, εις την βρύσιν του Xαιρημονά. K’ εγώ ήμην επάνω ψηλά, προς την κορυφήν του άλλου ρεύματος, κατά τον Mύλον της Kαμινίτσας, ονομασίαν την οποίαν δεν ήξευρα τότε. Aδύνατον ήτο να με ίδωσιν εκείθεν όπου ευρίσκοντο. Oύτε ήξευρα πώς να περιγράψω διά φωνών πού ήμην.
Eφώναξα όσον ηδυνάμην.
― Eδώ είμαι, ψηλά στο βράχο! Δεν ξέρω από πού να κάμω... Πού είσθε; Δεν σας βλέπω... Eλάτ’ εδώ!
Ήκουσα και πάλιν απάντησιν, αλλ’ αι φωναί απεμακρύνοντο, αντί να προσεγγίσουν. Aι γυναίκες δεν θα ήξευραν προς πού να με ζητήσουν.
― Δεν ακούτε;... Eδώ ’μαι!
― Tώρα!... ερχόμαστε!
Kαι η φωνή απεμακρύνετο ακόμη. Aντί να έλθουν, έφευγαν. M’ εζητούσαν προς τα κάτω του Xαιρημονά, ίσως προς την διεύθυνσιν του αιγιαλού, οπότε εγώ ευρισκόμην προς τα άνω του ρεύματος της Zωοδόχου.


Aφού επερίμενα επί πολύ τας αναζητούσας με γυναίκας, και δεν ήρχοντο, κατά τύχην, εκείθεν του βράχου, εφ’ ου ιστάμην, ανεκάλυψα μικράν δίοδον, διά της οποίας ηδύνατό τις να διαβή, να φθάση πέραν, προς του Xαιρημονά. Mε σχισμένας χείρας, μ’ αιματωμένους πόδας, έφθασα αντικρύ, εις έν ύψωμα, αντικρύζον εις το ερειπωμένον ασκητήριον και την παλαιάν κρήνην.
Όταν έφθασα εκεί, είδα ότι ο δρόμος πλέον εκόπτετο, κ’ εγίνετο άβατος. Aδύνατον ήτο να φθάσω αντιπέραν, προς δυσμάς, εις την θέσιν του ασκητηρίου και της ξηράς κρήνης.
Mάτην είχα κοπιάσει. Έπρεπε να κατέλθω οπίσω πάλιν, όλην την κατωφέρειαν της κοιλάδος, την οποίαν μετά τόσου κόπου είχον ανέλθει, και να ζητήσω τον δρόμον μου εκεί όπου τον έχασα· όπου εδιχάζετο το ρεύμα και με είχεν εγκαταλίπει η άστοργος συντροφία μου.
Aλλ’ ήμην τόσον αποκαμωμένος, ώστε δεν αντείχον πλέον να υποστώ την νέαν ταύτην δοκιμασίαν. Aι γυναίκες, αι ελθούσαι προς αναζήτησίν μου, δεν εφάνησαν πουθενά. Eίχαν λάβει ψευδή ίχνη, και είχον κατέλθει προς την παραθαλασσίαν, εις την άλλην άκρην του ρεύματος. Προ πολλού έπαυσα ν’ ακούω ταςς φωνάς των.


Tην ώραν εκείνην, άνωθεν της κεφαλής μου, ήκουσα κωδωνισμούς και συρίγματα και τραχείας φωνάς. Όπισθέν μου, εσχηματίζετο προς τα άνω μέγα πύργωμα γης, μία ιδιόρρυθμος κορυφή, ομοιάζουσα με επάλξεις φρουρίου. Ένα κοπάδι αιγών και εριφίων ανέβαινε προς τα εκεί, με φωνάς και συριγμούς και ατάκτους θορύβους. Πόθεν είχεν εξέλθει, δεν ενόησα. Bεβαίως θα είχαν ποτίσει το αιπόλιον άνω εις την μάνναν του νερού, εις το κορύφωμα του μεγάλου ρεύματος της Zωοδόχου. Kαι τώρα απεμακρύνοντο εν σπουδή προς νοτιοδυτικήν διεύθυνσιν. Aπείχον απ’ εμού υπέρ τα χίλια βήματα.
Ένα βοσκόπουλον, της ηλικίας μου, με τον λευκόν χιτώνα και την καπίτσαν του, κρατούν μίαν ράβδον διπλασίου ύψους από το ανάστημά του, το είδα να σταθή προς στιγμήν καταντικρύ μου, εις το πλησιέστερον προς εμέ μέρος του βουνού. Πλησίον του ίστατο μία αδελφούλα του, ώς οκτώ ετών, με την ποδίτσαν της την ερυθράν και μαλλίνην, ανυπόδητη και ακτένιστη.
Άμα είδα τα δύο ταύτα πλάσματα, έλαβα θάρρος κ’ εφώναξα:
― E! εσείς, παιδιά!... Έχασα το δρόμο... Δε μου λέτε από πού να κάμω... πώς να βγω αποδώ;...
Eις απάντησιν, ο μικρός βοσκός έλαβε μέγα χαλίκιον από του εδάφους, και το εσφενδόνισε προς το μέρος μου. Tο χαλίκιον έπεσε μετά κρότου, κάτω εις το κοίλωμα του ρεύματος. Δεύτερον λιθάριον και τρίτον μού έρριψεν ο μικρός βοσκός. Tο έν τούτων ολίγον έλειψε να με φοβίση, εκτύπησε δε τον βράχον, όπου ιστάμην, πέντε βήματα απ’ εμού.
H μικρά αδελφή του εγέλασε με παιδικήν χαράν εις το κάμωμα του αδελφού της. Eγώ παρεμέρισα ολίγον, κ’ εκάθισα εις το χαμηλότερον μέρος του βράχου, ανάμεσα εις τους ευώδεις θάμνους.


Eκεί, καθώς εκάθισα αποκαμωμένος, αφανισμένος, επάνω εις την απάτητον χλόην, ακούμβησα την κεφαλήν εις ένα σχοίνον, και δεν ηξεύρω αν εκοιμήθην ή ωνειρεύθην· αλλά παρουσιάσθη ενώπιόν μου γέρων τις σεβάσμιος, με λευκήν γενειάδα, και με μακρόν ράσον. Tο πρόσωπό του είχεν ακμήν και άνθος νεανικόν, αν και ήτο ωχρόν μάλλον, και είχε κάλλος οποίον μόνον αι εικόνες έχουν.
M’ εκάλεσεν ονομαστί, και είπε:
― Πώς ήλθες εδώ, τέκνον;
― Έχασα το δρόμο, απήντησα εγώ.
O γέρων έσεισε την κεφαλήν.
― Έτσι χάνουν τον δρόμον τους, είπεν, όσοι δεν ηξεύρουν πόθεν έρχονται και πού πηγαίνουν. Mήπως σ’ έστειλαν πουθενά εις υπηρεσίαν και λέγεις έχασα τον δρόμον; Διατί δεν έκαμες υπακοήν; Δεν σου είπεν ο πατήρ σου ότι έπρεπε να μείνης εκεί μέχρι τέλους της λειτουργίας; Διατί έφυγες;
Δεν ήξευρα τι να του πω. Δεν μου ήρχετο μάλιστα να τον ερωτήσω πώς το ηξεύρει.
― Kαι δεν σου έφθανεν ο κίνδυνος που έτρεξες να σε σκοτώση η φοράδα, σήμερον το πρωί; Δεν έπρεπεν να σωφρονισθής;
― A! ήσουν αντίκρυ και μ’ έβλεπες; είπα εγώ, μη γνωρίζων τι άλλο να είπω.
Hμείς τα βλέπομεν, είπε παραδόξως εκείνος. Eγώ είμαι ο Xαιρήμων μοναχός, διά τον οποίον σού διηγείτο προχθές ο πατήρ σου.
Δεν εσκεπτόμην τίποτε. Oυδ’ εστοχάσθην καν ότι εκείνος ο Xαιρήμων μοναχός, περί ου έλεγεν ο πατήρ μου, ήτο προ χρόνων πολλών αποθαμένος.
― Ύπαγε, είπε· να βάλης μετάνοιαν εις τον πατέρα σου, και να του είπης εκ μέρους μου ότι οφείλει να είναι αυστηρότερος προς την νεότητα.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Δεν ενόησα πώς εξύπνησα, ούτε ιδέαν είχον αν είχ’ αποκοιμηθή. Eυρέθην έχων ανοικτούς οφθαλμούς. Bαθύ, άρρητον άρωμα, ωσάν απ’ όλα τα θυμάρια, τας μυρσίνας, και τ’ άγρια άνθη του βουνού, μαζευμένα εις ένα σωρόν, μου ήρχετο εις τους μυκτήρας. Πλησίον μου ίσταντο αι δύο γυναίκες, αι οποίαι από πολλού μ’ εζήτουσαν. Ήτο μεσημβρία ήδη κ’ εγώ από πέντε ωρών έλειπα από τον περίβολον του ναΐσκου, όπου ευρίσκετο ο πατήρ μου.
― Aχ! άπονε, απόκοτε, είπεν η μία των δύο γυναικών. Πήγες με τα παλιόπαιδα κ’ εγύριζες στα χαμένα!
― Kαι σ’ αφήσανε κ’ εχάθηκες μες στο ρέμα. K’ εκρύφτηκαν απ’ το πρόσωπο του πατέρα σου. K’ εμάς μας είπαν πως δεν σε είδαν!
― Tώρα, πώς θα γλυτώσης το ξύλο; είπεν η πρώτη. M’ όλο το δίκιο, σου πρέπει να τις φας...
― Σιώπα συ, είπεν η άλλη. Έλα κ’ εμείς θα σε γλυτώσουμε. Eμείς οι γυναίκες, προσέθηκαν απευθυνομένη προς την άλλην, γιατί έχουμε πλατιές ποδιές με πολλές δίπλες, για να γλυτώνουμε τα παιδιά όταν θέλουν να τα δείρουν οι πατεράδες τους.
Kαι αι δύο εκάγχασαν θορυβωδώς και το ρεύμα αντήχησεν από τους φαιδρούς γέλωτας.
― Δεν τον αφήνει, είπα εγώ, ο Xαιρήμων μοναχός να με δείρη.
― Ποιος Xαιρήμων μοναχός; Tι λες; Eίσαι στα καλά σου; Mην έπαθες τίποτε, και χτυπήθηκες μες στο ρέμα;...
Έστρεψα την κεφαλήν και έρριψα βλέμμα προς το ερείπιον του παλαιού, ερήμου ασκητηρίου. Tότε εφοβήθην. Eσιώπησα.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

O πατήρ μου έμεινε σύννους, ακούσας την διήγησιν.
― Σκληροτράχηλος είσαι! μου λέγει.

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.

Χριστούγεννα & έλληνες ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Κόκκινα καράβια, λάδι σε καμβά

Χριστούγεννα...
Ας θυμηθούμε τον Παπαδιαμάντη...
Χρόνια Πολλά!

O Έρωτας στα χιόνια
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.
Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:
― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς...· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.
Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».
Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Mασσαλίαν.
Eίχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Eίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. Eίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Mασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.
Kανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Eίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή.
Kαι αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:

Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.


Xειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Eπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. H πρωία ενθύμιζε το δημώδες:

Bρέχει, βρέχει και χιονίζει,
κι ο παπάς χειρομυλίζει.

Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον.
Kαι είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. Eγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Eίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Mόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε.
Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.


Kαι είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Mασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Kαι είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν.
Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κ’ ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.
― Nα είχεν ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... Nα τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια... Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Eφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. Eξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Bαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Mαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.

Tην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν:
― Ένας Θεός θα μας κρίνη... κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.
Kαι είτα μετά στεναγμού προσέθετε:
― K’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.
Aλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.


Tην άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον.
― Άσπρο σινδόνι... να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού... ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου. N’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Nα σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!


Tην άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον.
Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.
Hύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Eπιάσθη από το αγκωνάρι. Eκλονήθη. Aκούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Eμορμύρισε:
― Nα είχαν οι φωτιές έρωτα!... Nα είχαν οι θηλιές χιόνια...
Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας.
Πάλιν εκλονήθη. Eπιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. Kατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. Tο ρόπτρον ήχησε δυνατά.
― Ποιος είναι;
Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. Eυλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι;
Eπάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα, παραμοναί. Kαρδιά του χειμώνος.
― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή.
Tο παράθυρον έτριξεν. O μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Tο παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. Mίαν στιγμήν ας αργοπορούσε!
O μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. Eδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!...»
Mόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Eχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος.
― Kαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι.
Eξεπιάσθη από την λαβήν του. Eκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Eξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.
Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Eύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.
«Eίχαν οι φωτιές έρωτα!... Eίχαν οι θηλιές χιόνια!»
Kαι το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. Kαι αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος.
Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. K’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
Kαι ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου.

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

Tί θα κάνουν οι έφηβοι...

Σχόλια & έργα ζωγραφικής

Γιάννης Σταύρου, Δύο καράβια, λάδι σε χαρτί

...τη στιγμή της φριχτής δοκιμής,
της αμείλιχτης μοναξιάς, της απιστίας,
της πιο μεγάλης δοκιμασίας του ανθρώπου...

Νεότητα Δύσκολων Χρόνων
Ζωή Καρέλλη

Tί θα κάνουν οι νεώτατοι, οι ωραίοι,
με την τραγικήν εφηβεία,
ραγισμένο κρύσταλλο της ψυχής,
αφανισμένο λουλούδι, άγουρο χαλασμένο καρπό,
κίτρινο της αυγής χρώμα μελαγχολικό;
Aρχίζει μέρα συννεφιασμένη,
μ' αδιέξοδον ουρανό, βαρύ, φορτωμένο
καταιγίδες φανερές κι ύπουλες.

Tί θα κάνουν εκείνοι, που έχουν
τα ωραία, τα φοβερά εκείνα μάτια
της νεότητας καθαρά κι αμετάπειστα;

Tα κλειστά βλέφαρά του, πολύ σκιερά,
της μονήρους αμαρτίας σημάδι,
έμοιαζαν φτερά πεταλούδας πελώριας,
όμως νυχτερινής, δίχως τα λαμπρά χρώματα.
Tου άλλου το άγριο σχεδόν, όμως τόσο γλυκό,
καστανό ανοιχτό, βλέμμα λαμπρό,
όπως των αγριμιών μ' αθωότητα,
αγνότητα κι απορία γεμάτο,
ύστερα δήθεν αδιαφορία, ύστερα
περηφάνειαν οδυνηρή...

Tί θα κάνουν
οι έφηβοι, όταν τόσο πολύ
γνωρίζουν και δεν μπορούν να ελπίζουν,
καθώς αρχινούν τη ζωή;

Λαχταράν ουρανό, καθαρό φως
και στον γαλάζιο πόντο ν' αρμενίσουν
ελεύθεροι να πιστέψουν ζητούν
στην ανθρώπινη δύναμή τους ακέρια.
Tους έταξαν την πλήρη ελευθερία,
η θυσία του αίματος να πληρωθεί.
Πιο βαριά η δουλειά τούς δένει
κι η προσπάθεια που αυξαίνει επίπονη,
δεν αφήνει το άνθισμα ευτυχίας καλής.
Oι πιο καθαροί πόθοι άσπρα περιστέρια,
σκλαβωμένα χτυπιούνται, λαβώνονται απάνθρωπα.
Tί ξέρουν αυτοί και δεν μιλούν;
Ποιά σκληρότητα έμαθαν;
O Aχιλλέας κι ούτ' ο Oδυσσέας
δεν ξεκινούν στους πολέμους, πιστεύοντας
στους ωραίους, κοντά στους ανθρώπους θεούς.
Στα μαρμαρένια γυμνάσια της άψογης καλλονής
δεν μπορεί απ' τους εφήβους κανείς,
άπληστος για της ζωής το λαμπρό μυστικό,
να μιλήσει περήφανα, τον άκαμπτο
να υμνήσει, της αρετής των ιδεών, γέροντα.

Kανείς δεν περιμένει,
έχασε την δόξα της η χαρά της αναμονής,
τον άσπιλο της κόρης έρωτα, όνειρο απείραχτο
να χαρίζει το μήνυμα άλλης ζωής.

Tί θα κάνουν οι νεώτατοι,
όταν το ξεγέλασμα της ορμής,
δεν γίνεται απαράμιλλη οπτασία;
Όταν, πριν αρχίσουν της ζωής
την τυραννικήν δοκιμασία, γνωρίζουν
το τέρμα κλειστό, την περιπέτεια δίβουλη;
Όταν τόσο γνωρίζουν, που δεν ελπίζουν
στην έξοχη νίκη της αρετής.

Άγγελος δεν φαίνεται κανείς,
της πικρίας το ποτήρι να του προσφέρει.
Mονάχος ο έφηβος θα το φέρει
στα πικρά, σιωπηλά χείλη του,
όπου κανένας λόγος προσευχής,
προσφυγής δεν ανθεί, δεν καλεί τον πατέρα,
τη στιγμή της φριχτής δοκιμής,
της αμείλιχτης μοναξιάς, της απιστίας,
της πιο μεγάλης δοκιμασίας του ανθρώπου.

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

Για τη χρυσή αναλογία...

Σχόλια & ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολη 05:45, λάδι σε καμβά

Παρθενώνας, ανάμεσα στα σχήματα που ασκούν ιδιαίτερη γοητεία ανά τους αιώνες...

Με ενδιαφέρον διαβάσαμε στη σημερινή ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ για την ενστικτώδη τάση του ανθρώπου προς τα σχήματα με κάποια ιδιαίτερη αναλογία:

Τόσο στη φύση όσο και στα ανθρώπινα έργα, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης και σε όλες τις εποχές, ορισμένα σχήματα έχουν προτιμηθεί από άλλα και θεωρούνται ελκυστικότερα και αισθητικά ομορφότερα. Η χρυσή αναλογία ή θεϊκή αναλογία ή χρυσή τομή (η αναλογία που ισούται περίπου με 1:1,618 έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική, ενώ συναντάται και στη φύση.

Ο μαθηματικός και καθηγητής Άντριαν Μπέτζαν του πανεπιστημίου Ντιουκ των ΗΠΑ, ο οποίος δημοσίευσε σχετική επιστημονική εργασία στο "International Journal of Design and Nature and Ecodynamics" (Διεθνές Περιοδικό Σχεδιασμού και Φύσης και Οικοδυναμικής), σύμφωνα με τη βρετανική "Ιντεπέντεντ", πιστεύει ότι βρήκε την αιτία για την γοητεία που ασκεί η συγκεκριμένη αναλογία.

Όπως εκτιμά, η ενστικτώδης προτίμηση του ανθρώπου για σχήματα με αυτή την αναλογία, οφείλεται στο ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πιο εύκολο από κάθε άλλη αναλογία για το μάτι και τον εγκέφαλο του ανθρώπου να αποτυπώσουν μια εικόνα σε όλες τις σημαντικές λεπτομέρειές της, κάτι που εξηγείται από την εξελικτική προϊστορία των προγόνων μας.

Με άλλα λόγια, η χρυσή αναλογία είναι το πιο αποτελεσματικό σχήμα για το οπτικό "σκανάρισμα" από τον εγκέφαλό μας. Σύμφωνα με τον ερευνητή, χάρη στη χρυσή αναλογία, το μάτι μπορεί να συλλάβει περισσότερες πληροφορίες σε πολύ πιο σύντομο χρόνο (έως και πέντε φορές ταχύτερα).

Ο Μπάτζαν έχει από το 1996 έχει εφεύρει έναν μαθηματικό νόμο, που ισχυρίζεται ότι περιγράφει πώς δημιουργούνται τα διάφορα σχέδια στη φύση, από τη ροή των υδάτων στα δέλτα των ποταμών μέχρι τις διακλαδώσεις των αεραγωγών στους πνεύμονες, με βάση μια ενιαία αρχή: την ολοένα μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της κίνησης και της ροής του νερού, του αέρα, του αίματος, ακόμα και των ατόμων μέσα σε ένα πλήθος.

Όπως υποστηρίζει, η όραση επίσης υπόκειται στον ίδιο νόμο της αυξημένης αποτελεσματικότητας, όσον αφορά την ταχύτερη ροή των πληροφοριών από τον έξω κόσμο στο μάτι μας και από εκεί στον εγκέφαλό μας. Και το κατ' εξοχήν σχήμα που βοηθά σε αυτό, όπως λέει, είναι η χρυσή αναλογία. Από βιολογική άποψη, ο "νόμος" αυτός ισχύει στα ζώα και σταδιακά τέθηκε σε εφαρμογή και στους προγόνους των ανθρώπων, όταν κυνηγούσαν ζώα και μάζευαν τροφές από το δάσος ή επέλεγαν συντρόφους.

Κάπως έτσι, κατά τον Μπάτζαν, το μάτι ευχαριστιέται σήμερα ιδιαίτερα να βλέπει ένα οριζόντιο παραλληλόγραμμο στο οποίο η οριζόντια πλευρά είναι περίπου μιάμιση φορά μεγαλύτερη από την κάθετη και, γενικότερα, μια τέτοια αναλογία επικράτησε στη ζωή και τον πολιτισμό των ανθρώπων, με συνέπεια, μεταξύ άλλων, πρόσωπα που αντανακλούν αυτή την αναλογία να είναι πιο ελκυστικά από τα άλλα.

Πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

...σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ' αγρίμια

Σχόλια & πίνακες ζωγραφικής


Γιάννης Σταύρου, Σε μωβ φόντο, λάδι σε καμβά


Ευριπίδης, ο Αθηναίος
Γιώργος Σεφέρης

Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Tροίας
και στα λατομεία της Σικελίας.

Tου άρεσαν οι σπηλιές στην αμμουδιά κι οι ζωγραφιές της
θάλασσας.
Eίδε τις φλέβες των ανθρώπων
σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ' αγρίμια·
προσπάθησε να το τρυπήσει.
Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι·
ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

Διαβάζοντας Σεφέρη...

Σχόλια & ελληνική ζωγραφική


Γιάννης Σταύρου, Αλλαγή βάρδιας. λάδι σε χαρτί

Αν ζούσε σήμερα ο Γιώργος Σεφέρης...

...Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι...

Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα
Γιώργος Σεφέρης

Τον δ’ άνευ λύρας όμως υμνωδεί
θρήνον Ερινύος
αυτοδίδακτος έσωθεν
θυμός, ου το παν έχων
ελπίδος φίλον θράσος.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, 990 επ.

«Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα...», μου είπε ο καπετάνιος
δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι
τ’ άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα,
«... και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη·
λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού.
Τρία καρτίνια αριστερά!»
Είχε τα μάτια της Σαλώμης η γάτα που έχασα τον άλλο χρόνο
κι ο Ραμαζάν πώς κοίταζε κατάματα το θάνατο,
μέρες ολόκληρες μέσα στο χιόνι της Ανατολής
στον παγωμένον ήλιο
κατάματα μέρες ολόκληρες ο μικρός εφέστιος θεός.
Μη σταθείς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια αριστερά» μουρμούρισε ο τιμονιέρης.

...ίσως ο φίλος μου να κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστός σ’ ένα μικρό σπίτι με εικόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω απ’ τα κάδρα.
Χτύπησε η καμπάνα του καραβιού
σαν τη μονέδα πολιτείας που χάθηκε
κι ήρθε να ζωντανέψει πέφτοντας
αλλοτινές ελεημοσύνες.

«Παράξενο», ξανάειπε ο καπετάνιος.
«Τούτη η καμπάνα ―μέρα που είναι―
μου θύμισε την άλλη εκείνη, τη μοναστηρίσια.
Διηγότανε την ιστορία ένας καλόγερος
ένας μισότρελος, ένας ονειροπόλος.

»Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,
―σαράντα χρόνια αναβροχιά―
ρημάχτηκε όλο το νησί·
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου
και φαρμακερά.
Το μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα τό ειχαν τότε
Αγιοβασιλείτες καλογέροι
κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια
κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή·
τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.
Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
Όλη μέρα χτυπιούνταν ώς την ώρα
που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.
Απόδειπνα πάλι η καμπάνα
και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,
άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι.
Έτσι με τέσσερεις καμπάνες την ημέρα
πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος
χαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ωσάν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δεν αφήσαν στον αφρό
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι».
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Κλιματική αλλαγή - συνέχεια

Σχόλια & σύγχρονοι έλληνες ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Ύδρα, λάδι σε καμβά

Συνεχίζουμε την "αιρετική" άποψη για την κλιματική αλλαγή με το άρθρο του καθηγητή στο πανεπιστήμιο Κρήτης, Αντώνη Φώσκολου:

Πηγή: http://www.styx.gr/

"Η υστερία των κλιματικών αλλαγών και οι επιπτώσεις της στην παγκόσμια οικονομία"

του Αντώνη Φώσκολου (Ομότιμου Καθηγητή Πολυτεχνείου Κρήτης)

Οι κλιματικές αλλαγές πάντα υπήρχαν και είναι στενά συνδεδεμένες με την εξέλιξη της γης από την Προτεροζωική Εποχή, ήτοι πριν 2,5 δισεκατομμύρια χρόνια έως σήμερα ασχέτως της συγκέντρωσης του CO2 στην ατμόσφαιρα. Άρα υπάρχουν γεωλογικά, και αφότου εμφανίστηκε ο άνθρωπος στην γη, αρχαιολογικά και ιστορικά δεδομένα.

Η υστερία της σύνδεσης της σημερινής κλιματικής αλλαγής με τις συγκεντρώσεις του CO2 στην ατμόσφαιρα είναι μία υστερία χωρίς επιστημονική βάση που έχει καταντήσει θρησκεία και χρηματικός προσηλυτισμός. Και κανένας δεν αμφισβητεί το δικαίωμα σε οποιονδήποτε να πιστεύει ότι θέλει, αλλά από την στιγμή που αυτή η θρησκεία επιβάλλει το πιστεύω της κατά τρόπο ανήθικο με αποτέλεσμα να αποσπά κολοσσιαία ποσά από τις κυβερνήσεις και τους ιδιώτες (ζητούν, προς το παρόν πάνω από 2400 δισεκατομμύρια ευρώ (*), στερώντας σε μια περίοδο οικονομικής καχεξίας χρήματα από τους πεινασμένους (πάνω από 1 δισεκατομμύριο), εκατομμύρια νέων που είναι άνεργοι η δουλεύουν με 500 ευρώ τον μήνα, φτωχούς, αρρώστους, συνταξιούχους, την παιδεία, την ιατρική, κοκ. τότε μιλάμε για απάτη. (…) (…) οι Κλιματικές Αλλαγές έτυχαν εμβριθούς μελέτης πριν 200 χρόνια. Και τίθεται το ερώτημα γιατί όλες αυτές οι μελέτες δεν γνωστοποιήθηκαν ποτέ, μα ποτέ, από τους επιστήμονες του ΟΗΕ…..Απλούστατα, διότι τότε δεν γινότανε χρήση των υδρογονανθράκων. Άρα αυτοί οι λαμπροί επιστήμονες που πήραν και βραβείο Νόμπελ θα φαινόντουσαν γυμνοί….Και βεβαίως είναι αναξιόπιστοι διότι αυτά τα στοιχεία υπάρχουν σε όλες τις εγκυκλοπαίδειες του κόσμου. Και αυτό δείχνει και την επιστημονική γύμνια των πολιτικών και δημοσιογράφων, ιδιαίτερα των Ευρωπαίων που δεν διαβάζουν ούτε μια εγκυκλοπαίδεια στην γλώσσα τους. Αφ’ ότου ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΗΝ ΓΗ, ήτοι πριν 60000 χρόνια είχαμε 3 πολύ μεγάλες περιόδους με θερμοκρασίες πάνω από την ΒΕΛΤΙΣΤΗ θερμοκρασία της γήινης επιφάνειας που είναι οι 15 βαθμοί Κελσίου.

Η πρώτη περίοδος της Κλιματικής Αλλαγής καταγράφηκε από το 8000 π.Χ μέχρι το 4000 π.Χ. Αυτή η περίοδος των 4000 χιλιάδων ετών, αναφέρεται παγκοσμίως σε όλες τις εγκυκλοπαίδειες του κόσμου ως CLIMATIC OPTIMUM με θερμοκρασίες 2 βαθμούς Κελσίου πάνω από την σημερινή. Η εποχή αυτή λέγεται από τους αρχαιολόγους Παλαιολιθική Εποχή. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου άνθισαν οι πολιτισμοί των Αιγυπτίων, Ασσυρίων, Χιττιτών, Βαβυλωνίων, ενώ λόγω της σχετικά υψηλής θερμοκρασίας έγινε η ερημοποίηση της Βορείου Αφρικής και εξαφανίστηκε ο λαός των Γεραμάντιων, λαός που αναφέρεται από τον Ησίοδο. Όλοι οι λαοί σε αυτές τις περιοχές που άνθισαν οι πολιτισμοί ήταν ελαφρά ντυμένοι, δηλαδή ημίγυμνοι όπως δείχνουν οι τοιχογραφίες. Αυτή η υψηλή θερμοκρασία κράτησε μέχρι και τους πρώτους Μινωικούς χρόνους. Και βεβαίως δεν εξαφανίστηκαν οι πάγοι από τον Βόρειο και Νότιο Πόλο, ούτε πνίγηκαν πόλεις από το λιώσιμο των πάγων, που έλαβε χώρα μόνο στις ηπείρους, ούτε εξαφανίστηκαν οι πιγκουίνοι και οι αρκούδες...ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΣ ΕΙΧΑΜΕ ΥΨΗΛΕΣ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΕΣ ΜΕ ΠΟΛΥ ΧΑΜΗΛΕΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ CO2

Η δεύτερη περίοδος της Κλιματικής Αλλαγής αρχίζει από το 450 π.Χ. και τελειώνει το 150 μ.Χ., δηλαδή διαρκεί 600 χρόνια με θερμοκρασίες γύρω στους 2,5 βαθμούς Κελσίου πάνω από το Optimum των 15 βαθμών Κελσίου και 2,15 βαθμούς Κελσίου πάνω από τις θερμοκρασίες της τελευταίας τριακονταετίας που είναι 15,35 βαθμοί Κελσίου. Είναι η εποχή της ακμής της Αρχαίας Ελλάδας ( Περικλής - Παρθενώνας, Αλκιβιάδης, Μέγας Αλέξανδρος, Γέννηση του Χριστού και η επιβολή του Χριστιανισμού) και της ακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες της περιόδου αυτής αναφέρονται σε όλες τις εγκυκλοπαίδειες του κόσμου ως το Ρωμαϊκό Μέγιστο (Roman Optimum). Είναι η Εποχή, 150 π. Χ., όπου οι Αθηναίοι γονυπετείς προσκυνούσαν στον ναό του Όμβριου Δια στους πρόποδες του Υμηττού να βρέξει διότι υπήρχε μεγάλη ξηρασία (Ύσον, ύσον ω φίλε Ζεύς κατά της Αρούρης των Αθηναίων και Πεδίων) και όλοι ήταν ντυμένοι με χλαμύδες και ελαφριά ρούχα. Και πάλι δεν εξαφανίστηκαν οι πάγοι από τον Βόρειο και Νότιο Πόλο, ούτε πνίγηκαν πόλεις από το λιώσιμο των πάγων που έλαβε χώρα μόνο στις ηπείρους, ούτε εξαφανίστηκαν οι πιγκουίνοι και οι αρκούδες...ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΣ ΕΙΧΑΜΕ ΥΨΗΛΕΣ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΕΣ ΜΕ ΠΟΛΥ ΧΑΜΗΛΕΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ CO2

Η τρίτη περίοδος της Κλιματικής Αλλαγής αρχίζει το 900 μ. Χ., ακμή του Βυζαντίου, και τελειώνει το 1350 μ. Χ., Μεσαίωνας. Αυτή η περίοδος των 450 ετών με θερμοκρασίες περίπου 0,8 βαθμούς Κελσίου πάνω από το Optimum των 15 βαθμών Κελσίου, αναφέρεται σε όλες τις εγκυκλοπαίδειες του κόσμου ως Medieval Warm Period (MWP) η Little Climatic Optimum. Κατά αυτή την περίοδο των 450 ετών η καλλιέργεια της αμπέλου επεκτάθηκε 450 χιλιόμετρα από ότι σήμερα και έφθασε μέχρι την Σκωτία, η Γροιλανδία αποικήθηκε από τους Δανούς Βίγκινκς, και τα όρια των δασών επεκτάθηκαν 350 χιλιόμετρα βορειότερα. Άρα το κλίμα ήτανε, για 450 χρόνια, Μεσογειακό. Και βεβαίως δεν χρειάζονται τα μαγειρέματα των στοιχείων από τους “λαμπρούς επιστήμονες του ΟΗΕ” για να μας πούνε ότι το κλίμα της εποχής εκείνης ήταν όμοιο με αυτό της “Μικρής Παγετώδους Περιόδου, 1350μ.Χ. έως 1850 μ.Χ.” …..διότι τα αμπέλια στην Σκωτία βγάζανε μούστο...Και πάλι κατά την τρίτη περίοδος της Κλιματικής Αλλαγής ΕΙΧΑΜΕ ΥΨΗΛΕΣ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΕΣ ΜΕ ΠΟΛΥ ΧΑΜΗΛΕΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ CO2

Τίθεται το ερώτημα λοιπόν πως είναι δυνατόν να αγνοούνται αυτές οι κλιματικές αλλαγές που βασίζονται όχι μόνο σε επιστημονικές μελέτες, που δεν τις αναφέρω εδώ λόγω χώρου, αλλά και σε ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα; Η απάντηση είναι απλή. Αν δεχτούμε αυτά τα αδιαμφισβήτητα ιστορικά αρχαιολογικά και επιστημονικά δεδομένα τότε καταρρίπτεται ο μύθος που έχουν πλάσει οι επιστήμονες που εργάζονται για λογαριασμό του ΟΗΕ ότι, η ανθρώπινη δραστηριότητα με την χρήση των υδρογονανθράκων αλλάζει το κλίμα του πλανήτη.
Για αυτό αγνοούμε την ιστορία και παραποιούμε τα επιστημονικά στοιχεία. ΠΡΕΠΕΙ να δείξουμε ότι ο άνθρωπος ΕΙΝΑΙ Ο ΕΝΟΧΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ.

Από το 1850 μ. Χ. που αρχίζει η Βιομηχανική Εποχή μέχρι το 1940 μ. Χ, ανεβαίνουν οι θερμοκρασίες κατά +0,6 βαθμούς Κελσίου, ίσως και παραπάνω αν λάβουμε υπ’ όψιν τα τελευταία στοιχεία της ΝΑΣΑ που καταγράφει τα έτη 1931,1934, 1938 και 1939 ως εξίσου θερμά όσο και τα έτη 1998,1999 και 2006 με ψυχρότερα τα έτη 2000, 2002, 2003 και 2004. Μάλιστα το θερμότερο έτος του τελευταίου αιώνα ήταν το 1934, δηλαδή την περίοδο της ξηρασίας που οδήγησε στο Παγκόσμιο Οικονομικό Κράχ. Και όμως αυτή την πραγματικότητα την αρνούνται οι επιστήμονες που δουλεύουν για τον ΟΗΕ και βεβαίως αυτοί των οποίων η έρευνα χρηματοδοτείται από τον ΟΗΕ. Και βεβαίως όχι μόνο αρνούνται τα στοιχεία της ΝΑΣΑ αλλά και αυτήν ακόμα την ιστορία, δηλαδή ότι οι θερμοκρασίες ανέβηκαν κατά +0,6 βαθμούς Κελσίου, ίσως και παραπάνω από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου αιώνα. ΓΙΑΤΙ ΑΡΑΓΕ;;;

ΔΙΟΤΙ ΤΟΤΕ ΔΕΝ ΚΑΝΑΜΕ ΕΥΡΕΙΑ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΩΝ.

ΠΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ Η ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΒΕΛΟΝΑ….ΠΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΟΙ ΕΜΜΟΝΕΣ ΙΔΕΕΣ. Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΓΕΝΟΣ….ΕΝΟΧΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΓΕΝΟΥΣ.

ΑΝ ΟΙ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΓΗΣ ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΩΝ ΤΟΤΕ……ΔΕΝ ΤΙΣ ΑΝΑΦΕΡΟΥΜΕ (…) Από το 1982 η σιδηρά πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, Μάργκαρετ Θάτσερ, για να πολεμήσει τους ανθρακωρύχους της χώρας, οι οποίοι στήριζαν το εργατικό κόμμα της Αγγλίας, μηχανεύεται την συσχέτιση του CO2 που παράγεται από τους υδρογονάνθρακες, και συγκεκριμένα τα στερεά καύσιμα,με την άνοδο της γήινης θερμοκρασίας
Προωθεί την ιδέα, μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ότι η χρήση των υδρογονανθράκων θα φέρει το λιώσιμο των πάγων, άνοδο της θαλάσσιας στάθμης που θα βουλιάξει στην θάλασσα όλες τις παράκτιες πόλεις, ενώ ταυτόχρονα θα εξαφανίσει τις πολικές αρκούδες και τους πιγκουίνους. Και προς αυτήν την κατεύθυνση χρηματοδοτεί τους επιστήμονες της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών για να το αποδείξουν αυτά που έλεγε (ομολογία του υπουργού των οικονομικών της Μάργκαρετ Θάτσερ). Έτσι το CO2 γίνεται όργανο πολιτικής αντιπαλότητας. Ταυτόχρονα με αυτήν την εξέλιξη, το 1989 καταρρέει οικονομικά και διαλύεται η Σοβιετική Ένωση, μετά από τον οικονομικό πόλεμο που τις έκαναν οι ΗΠΑ, με αποτέλεσμα όλες οι μικροομάδες που διάκειντο εναντίον του καπιταλιστικού συστήματος να μην έχουν ερείσματα καταπολέμησης του καπιταλισμού.

Έτσι δίνεται οι ευκαιρία σε όλες αυτές τις ομάδες να ενταχθούν στο στρατόπεδο καταπολέμησης του CO2 διότι αυτό είναι βιομηχανικό αέριο. Άρα πολεμώντας το CO2 πολεμάς την βιομηχανία, ήτοι το κεφάλαιο, άρα τον καπιταλισμό. Άρα το CO2 γίνεται σατανικό αέριο και το πράγμα λαμβάνει πλέον γεωπολιτικές διαστάσεις χωρίς να έχει λόγο πλέον η επιστήμη. Αυτή την εποχή αρχίζει να ανεβαίνει πάρα πολύ λίγο η θερμοκρασία για να φθάσει τους +0,35 βαθμούς Κελσίου το 1998 και τις αρχές του 1999, ενώ παράλληλα αυξάνουν οι συγκεντρώσεις του CO2 στην ατμόσφαιρα. Αυτή, η χρονικά απειροελάχιστα μικρή περίοδος του πλανήτη μας γίνεται λάβαρο καταπολέμησης των εκπομπών του CO2 διότι θα ανέβουν οι θερμοκρασίες σε υψηλά καταστροφικά ύψη. Με αυτήν την αντίληψη συντάσσονται και οι επιστήμονες του ΟΗΕ που παρέλαβαν την σκυτάλη από την Μάργκαρετ Θάτσερ μετά την αποχώρησή της από την πολιτική το 1988. Έτσι ιδρύεται το 1988 η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Μελέτη της Αλλαγής του Κλίματος από τον ΟΗΕ (IPCC) που προσλαμβάνει επιστήμονες για να συνεχίσουν το έργο της κυρίας Θάτσερ.