μάταια φαντάσματα, τυφλά, που το σκοτάδι σπέρνει
που η νύχτα φέρνει μία στιγμή, κι η νύχτα, πάλι, παίρνει,
χαμένοι, δίχως γυρισμό μες στον αιώνιο σάλο,
μισούμε και εχθρευόμαστε – και κρίνει ο ένας τον άλλο...
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινό, Πειραιάς, λάδι σε καμβά
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Όταν βραδιάζει
Όταν βραδιάζει, μέσα μου, ξυπνούν τα περασμένα...
Ξυπνούν αργά, σα μουσικές νεκρές από καιρό,
- σα μουσικές που χάθηκαν, και που τις λαχταρώ,
κι έρχονται πάλι, μαγικά κι ανέλπιδα, σε μένα...
Πόθοι, παράπονα παλιά, νοσταλγικές φωνές,
λόγια βαθιά κι αξέχαστα, κι ωστόσο ξεχασμένα,
παράξενα χειμαιρικές αγάπες μακρινές,
όπως η φλόγα μιας αυγής, υψώνονται σε μένα
Μια βρύση, τότε, μαγική, μου λύνεται ξανά,
και το τραγούδι ρυθμικό στα χείλη μου ανεβαίνει,
- ένα τραγούδι καθαρό, καθώς τα δειλινά
που μέσα του λυτρώνονται, και ζουν οι πεθαμένοι...
Φάντασμα
Το Άγνωστο γύρω και παντού, - κι ο Νόμος ο Τρανός του!
Κι ενώ σε είμαστε παρά μορφές αυτού του Αγνώστου,
Φαντάσματα, όλοι, και καπνοί, στην δίνη της Αβύσσου
(με τ’ όνειρο, φτωχή ψυχή, για μόνη απολαβή σου),
μάταια φαντάσματα, τυφλά, που το σκοτάδι σπέρνει
που η νύχτα φέρνει μία στιγμή, κι η νύχτα, πάλι, παίρνει,
χαμένοι, δίχως γυρισμό μες στον αιώνιο σάλο,
μισούμε και εχθρευόμαστε – και κρίνει ο ένας τον άλλο...

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου