Και πάλι, και πάλι στη μακρινή εξορία,
στη μακρινή ιστορία.
Σε βουνά, σ' έρημο, σε χώρα απέραντη
αξίζει να περιπλανηθώ...
Γιάννης Σταύρου, Άνθρωπος και δέντρο, λάδι σε καμβά
Φραντς Κάφκα
Αύγουστος ώς τέλη του 1920
Ορθια τ' απομεινάρια,
τα λυμένα απ' τη χαρά μέλη,
τα χαλαρά γόνατα,
στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' το μπαλκόνι.
Στο βάθος φύλλα λιγοστά,
σκουρόχρωμα σα μαλλιά.
Λαχτάρα μου ήταν τ' αρχαία χρόνια
λαχτάρα μου ήταν το παρόν
λαχτάρα μου ήταν το μέλλον
και μ' όλα αυτά πεθαίνω σ' ένα μικρό φυλάκειο
στην άκρη του δρόμου
σ' ένα παντοτινά όρθιο φέρετρο
σ' ένα δημόσιο κτήμα
τη ζωή μου ξόδεψα προσπαθώντας
να συγκρατηθώ να μην το κομματιάσω.
Τη ζωή μου ξόδεψα πολεμώντας τον πόθο μου
να την τελειώσω.
Η πληγή και η λέξη
Και πάλι, και πάλι στη μακρινή εξορία,
στη μακρινή ιστορία.
Σε βουνά, σ' έρημο, σε χώρα απέραντη
αξίζει να περιπλανηθώ.
Ψυχρή και σκληρή
Ψυχρή είναι σήμερα η μέρα και σκληρή.
Παγωμένα τα σύννεφα.
Οι άνεμοι σέρνουν το κρύο.
Παγωμένοι κι οι άνθρωποι.
Τα βήματα ηχούν σαν μέταλλο
πάνω σε χάλκινες πλάκες,
και τα μάτια ατενίζουν
λίμνες λευκές.
Στην παλιά πόλη είναι στημένα
χριστουγεννιάτικα σπιτάκια με φώτα
και πολύχρωμα παράθυρα που κοιτούν
στη μικρή χιονισμένη πλατεία.
Ένας άντρας βαδίζει σιωπηλά
στη φεγγαρόφωτη πλατεία μες το χιόνι,
και τη μεγάλη του σκιά φυσά
ο άνεμος πάνω στα σπιτάκια.
Άνθρωποι, που σκοτεινές γέφυρες διαβαίνουν,
βιαστικά στη Λειτουργία πηγαίνουν
με θαμπά φωτάκια στο χέρι.
Στο γκρίζο ουρανό σύννεφα περνούν
πάνω από εκκλησίες
με μισοσκότεινα καμπαναριά.
Κάποιος, που σε τοίχο ακουμπά,
το νερό της νύχτας κοιτά,
με τα χέρια σε πέτρες αρχαίες.
(μετ. Νίκος Βουτυρόπουλος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου